RSS

Alain Badiou — Αμέντ Φιλόσοφος: Το Υποκείμενο (2)

Αλαίν Μπαντιού: Ο Αμέντ Φιλόσοφος
[Οικογενειακό θέατρο, κατάλληλο για παιδιά άνω των δώδεκα ετών]
Σκετς 17: Το Υποκείμενο (2) [ή «Κουλτούρα να φύγουμε»]

Μουστάκιας, Αμέντ
Ο Αμέντ και ο Μουστάκιας εμφανίζονται στη σκηνή λαχανιασμένοι.

Μουστάκιας: Λες να τη σκαπουλάραμε;

Αμέντ (κοιτώντας ολόγυρα): Καθαρό το πεδίο.

Μουστάκιας: Ποτέ δεν πίστευα πως τέτοιο πράμα θα συνέβαινε στη Κρεατομυγοκουρούνα, και μάλιστα σε μένα.

Αμέντ: Σε σένα; Μα ’γω το ’παθα το κάζο το μεγάλο!

Μουστάκιας: Εσύ, κακόχρονε; Κοίταξες τα μούτρα σου στον καθρέφτη τελευταία; Ρε, εργατάκο της συμφοράς, θες να μου πεις πως εσένα έβαλε στο μάτι το μαραφέτι, αυτό το πώς-το-λένε; Σ’ εμένα, ρε, σ’ εμένα την είχαν στημένη· κι όχι μια, αλλά δυο και τρεις φορές! Όταν το ’δα να ’ρχεται, άκουσα μια φωνή να μου λέει μέσα μου, σαν να μ’ είχε στήσει κάποιος στο εδώλιο της συνείδησης: «Μουστάκια, τώρα ήρθε η ώρα σου». Έβαλα τότε μια τρεχάλα κι ούτε γύρισα να κοιτάξω πίσω.

Αμέντ: Μα μου φαίνεται πως ο κύριος αυτός στο, πώς το είπατε, … στο εδώλιο τής συνείδησης σας; Λοιπόν, ο λεγάμενος υπέπεσε σε μοιραίο διαγνωστικό σφάλμα! Όταν το φρικτό και τρομερό το μαραφέτι πετάχτηκε μπροστά μας, εγώ ήμουν σίγουρος εβδομήντα πέντε τοις εκατό πως εμένα είχε βάλει στόχο. Αλλά για πέστε μου, σας παρακαλώ, τι ακριβώς είναι αυτό το «εδώλιο» της συνείδησής σας;

Μουστάκιας (να γυροφέρνει ανήσυχος στη σκηνή): Κοντεύω να κατουρηθώ! Με το ζόρι κρατιέμαι!

Αμέντ: Προς Θεού, κύριε Μουστάκια! Προς Θεού! Δείξτε εγκράτεια, βάλτε το αμέσως μέσα! Θα ξανάρθει το μαραφέτι και θα σας κάνει κόσκινο στο πι και φι, πριν προλάβετε να κουμπωθείτε. Πέστε μου για το εδώλιο σας, μπας και σας φύγει η ιδέα! Θέλω πολύ να μάθω για το εδώλιο που κρύβεται στα βάθη τής συνείδησης τού Μουστάκια.

Μουστάκιας: Τής συνείδησης; Μα καλά τώρα … το εδώλιο στο εσωτερικό είναι να … σαν να λέμε μ’ άλλο όνομα … το εσωτερικό μου είναι το ίδιο πράμα μ’ εμένα.

Αμέντ: Ώπα, μια στιγμή … ώστε το παρουσιαστικό σας, τα ωραία, τα στριφτά σας τα μουστάκια, η μύτη η μελιτζανένια και τα υπόλοιπα δεν είναι το αυτό πρόσωπο; Δεν είναι τού Μουστάκια;

Μουστάκιας: Έχω σκάσει για κατούρημα!

Αμέντ: Περίμενε! Όταν κατουράς, κατουράς έξω, σύμφωνοι; Κι όποιος στο εξωτερικό σου κατουρά δεν μπορεί να ’ναι το ίδιο πρόσωπο με σένα. Στην εσωτερική σου τη συνείδηση, κατά πως λες, το αληθινό σου το εγώ, το εσύ που λέει «εγώ», αυτό που λέει «εμένα, εμένα τον Μουστάκια, έβαλε το μαραφέτι αυτό στο μάτι κι όχι εσένα, Αμέντ!», το εγώ αυτό, κοντολογίς, δεν κατουρά.

Μουστάκιας (στριφογυρίζει ολοένα και πιο γρήγορα): Κουφός είσαι, ρε, ή θες να μας κουφάνεις; Τι σου λέω τόση ώρα; Εμένα μ’ έπιασε κατούρημα, εμένα, τον Μουστάκια!

Αμέντ: Ας το ξαναπιάσουμε απ’ την αρχή! Το αληθινό σου το εγώ, ’κει που καθότανε στο εσωτερικό το εδώλιο, του ’ρθε να κατουρήσει, σύμφωνοι; Αλλά το αληθινό σου το εγώ δεν είναι ο κατουρλής που κατουρά στα πόδια σου. Θα σηκώσεις βέβαια το χέρι να μου πεις «κύριε, κύριε, εγώ, εγώ θέλω να κατουρήσω, ο Μουστάκιας»! Σύμφωνοι, δεκτό! Αυτό το εσύ δεν είναι άλλο απ’ το εγώ το εσωτερικό σου. Μα πριν λίγο δεν είπαμε πως όταν σε πιάνει το κατούρημα, είσ’ εκτός εαυτού κι αυτό είναι η γενική αλήθεια, αφού η δουλειά αυτή δεν αφορά το εσωτερικό σου το εγώ — αυτό ποτέ δεν κατουρά — αλλά την ανάγκη που πιάνει το ζωντόβολο που είσαι· κι αυτό γιατί το υποκείμενο το αληθινό, ο Μουστάκιας, σούρνεται στο εσωτερικό σου σα λεβίθα. Καμιά αντίρρηση;

Μουστάκιας: Το ζητούμενο δεν είναι να μου δώσεις άδεια, αφορισμένε, να πω πως είμαι εγώ αυτός που κατουράει! Να ξαλαφρώσω θέλω μόνο!

Αμέντ: Ούτε να το διανοηθείς! Ο κίνδυνος είναι ακόμα εδώ, μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει το αυτό, το πως-το-λένε! Κι ενώ το εξωτερικό σου το εσύ θα κατουρά, η μαρμάγκα θα βρει την ευκαιρία να καρυδώσει το εσωτερικό σου το εγώ! Αν, βέβαια, εσένα έχει στο μάτι, κι όχι εμένα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, τι νόημα έχουν το εγώ και το εσύ δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο! …

Σκέψου λίγο, μπουμπούκο μου! Η κακιά σου η μοίρα πριν από λίγο σ’ έβαλε στη μπούκα, ε; Πώς λες να μάντεψε το αληθινό σου το εγώ; Δεν είναι αλήθεια πως εγώ κι εσύ, αν, δηλαδή, μας δεις από τα έξω, δεν είμαστε εσύ κι εγώ, αφού μέσα μας είναι το το αληθινό το εγώ και το εσύ μας; Αναρωτιέμαι ειλικρινά πώς μας ξεχώρισε το αποτέτοιο που μας πήρε στο κατόπι.

Μουστάκιας: Ωραία όλ’ αυτά, αλλά τέτοια ώρα το ευκολότερο θα ’ταν να τσακώσει όποιον κοντεύει να τα κάνει πάνω του. Τι καθόμαστε και λέμε…

Αμέντ: Ναι, αλλά ποιος του λέει πως είσαι συ που κοντεύεις να κατουρηθείς κι όχι εγώ;

Μουστάκιας: Στραβός είσαι; Δεν βλέπεις πως σφίγγομαι να μη μου φύγουν; Κοντεύει να σπάσει η φούσκα μου!

Αμέντ: Φίλε μου, οι σπασμοί και οι κλαυθμοί είναι δεδομένα απλά τής εμπειρίας. Δεν μπορεί στα σίγουρα το πώς-το-λένε να ξέρει ότι σχετίζονται με την εσωτερική σου ανάγκη να ουρήσεις. Κι αφού το διαολόπραμα δεν έχει μάτια, ούτε καν τρύπες για μάτια, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχωρίσει τον έναν απ’ τον άλλο! … Μουστάκια, φυλάξου! Τ’ ακούω να ’ρχεται! Είν’ έτοιμο να χυμήξει πάνω μας!

Ο Αμέντ πηγαίνει να δει τι τρέχει πίσω απ’ την κουίντα κραδαίνοντας  το ρόπαλό του.

Μουστάκιας: Άι στο διάολο! Μια στιγμή, μια στιγμή να κατουρήσω! Αν το βάλουμε στα πόδια, δεν τη γλυτώνω, θα τα κάνω στα βρακιά μου!

Με το ρόπαλό του ο Αμέντ αρχίζει να χτυπάει τον αέρα.

Αμέντ (ξιφομαχώντας): Εύρηκα! Εύρηκα! Κατούρα πάραυτα! Θα σε περάσει για ζωντόβολο ελεύθερης βοσκής! Στο εσωτερικό σου είναι η ανάγκη για κατούρημα! Αδύνατο να μυριστεί τον αληθινό σου εαυτό, αν το εσωτερικό σου αδειάσει! Τι με κοιτάς σα χάνος; Κατούρα, ρε, άντε κατούρα τα πόδια σου!

Ο Μουστάκιας κατουρά με μεγάλο θόρυβο. Ο Αμέντ σταματάει απότομα την κονταρομαχία δείχνοντας έκπληκτος.

Πάει έφυγε! Τι ’ταν αυτό, θεούλη μου! Είδες; Τελικά με σένα τα ’χε! Μόλις έπεσε κι η τελευταία σταγών, δεν μπορούσε να δει πια μέσα σου κι έγινε καπνός. Την ανάγκη σου οσφραινόταν, την εσωτερική ανάγκη για κατούρημα!

Μουστάκιας (κουμπώνοντας το παντελόνι του με σπουδαίο ύφος): Στα ’λεγα, δε στα ’λεγα! Τέτοια χουνέρια τα παθαίνουν μόνο άτομα τού επιπέδου μου.

Αμέντ: Παραμένει όμως μυστήριο πώς σ’ αναγνώρισε. Πώς μπόρεσε να υποψιαστεί τι κρύβεις μέσα σου!

Μουστάκιας: Δε βρίσκεις πως σε μάγκες σαν και μένα το παρουσιαστικό είναι ο καθρέφτης της ψυχής τους;

Αμέντ: Ε, ναι! Αυτό δεν αποκλείεται, εκτός βέβαια απ’ όταν σου ξεφεύγουν!

Μουστάκιας: Εδώ την έχω την απάντηση, στο τσεπάκι: κάθε φορά που θα ’ρχεται, θα κατουράω μες τη μούρη του σφυρώντας αδιάφορα! Και δεν θα ξέρει από πού του ’ρχεται!

Αμέντ: Σωστός, αφού όλη σου η ανάγκη η εσωτερική θ’ αδειάζει στο εξωτερικό σου και το αληθινό σου το εγώ θα κόβει λάσπη.

Μουστάκιας: Και που ν’ ακούσεις τι μέτρο σκέφτηκα για προφύλαξη!

Αμέντ: Τι να την κάνεις την προφύλαξη; Πήρε δρόμο, δεν μπορεί πια να σε μυριστεί!

Μουστάκιας: Κι αν μας την πέσει πάλι από πίσω; Θα ’χει αφρίσει που του τη σκάσαμε!

Αμέντ: Ε, το ’πες και μόνος σου: η απάντηση είναι να του κατουρήσεις τα παπούτσια.

Μουστάκιας: Ναι, αλλά ξεχνάς ένα βασικό πράγμα, φιλαράκο μου.

Αμέντ: Είμαι όλος αυτιά.

Μουστάκιας: Δε θέλω πια να κατουρήσω. Έχω στερέψει εντελώς.

Αμέντ: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί σου! Βαράμε υποχώρηση! Αν στέρεψε η ανάγκη σου για κατούρημα, πάει την έβαψες! Το αποτέτοιο θα κοιτάξει κατευθείαν μέσα σου και θα σε καταβροχθίσει! Αδύνατο ν’αδειάσεις ξερό πηγάδι!

Μουστάκιας (γελώντας χυδαία): Έτσι όπως τα λες. Στέγνωσα τελείως, δεν έμεινε σταγόνα!

Αμέντ: Έρχεται! Έρχεται! Σε πήρε πρέφα! Μυρίστηκε ότι στέρεψε το κατουρλιάρικο το εγώ σου!1

Μουστάκιας: Άι στο διάολο, κωλόπραμα! Γρήγορα, γρήγορα, στην «Ωραία του Πέραν» να πιούμε μια μπυρίτσα!

Αμέντ: Σύμφωνοι, αφού είναι αδύνατο να του ξεφύγουμε, καλύτερα να γίνεις φέσι! Δεν μπορεί, θα μυριστεί την ανάγκη σου, τον αληθινό σου εαυτό, αλλά την ξέρεις εσύ τη λύση. Η απάντηση είναι … στα παπάρια σου, Μουστάκια!

Ο Αμέντ και ο Μουστάκιας βγαίνουν τρέχοντας

[1] Αμετάφραστο λογοπαίγνιο: «ton vrai toi du dedans» που ακούγεται σαν «ton vrai toi du putain».

Εικόνα: Marcel Duchamp, The Chess Players, etching of 1965

 

Σχολιάστε