RSS

Monthly Archives: Φεβρουαρίου 2011

Laura J. Martin


 
Σχολιάστε

Posted by στο 27/02/2011 σε Μουσική

 

Αγγελολογία — Τζ. Αγκάμπεν

Le règne et la gloire (σελ.253-55)
G.Agamben

Το ότι η αγγελολογία συνιστά, άνευ ετέρου, μια θεωρία τής εξουσίας — το ότι, δηλαδή, ο άγγελος αποτελεί την κατ’ εξοχήν προσωποποίηση τής διακυβέρνησης τού κόσμου — απορρέει ήδη σαφώς από το γεγονός ότι οι χαρακτηριστικές ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστοί οι άγγελοι ταυτίζονται μ’ εκείνες των εγκόσμιων εξουσιών: ἀρχαὶ, ἐξουσίαι, κυριότητες (σε λατινική μετάφραση, principatus, potestates, dominationes). Αυτό είναι εμφανές στα κείμενα τού Παύλου: στις επιστολές του δεν είναι πάντα εύκολη η διάκριση των ονομάτων των αγγέλων από τις αναφορές στις επίγειες εξουσίες. Εξάλλου, το σχήμα ἓν διὰ δυοῖν «ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι» είναι έκφραση που χρησιμοποιούνταν ευρέως στα ελληνικά τής εποχής για να δηλώσει την εξουσία των θνητών — για παράδειγμα, στο Ευαγγέλιο κατά Λουκάν (12:11), αναφέρεται ότι οι μαθητές τού Ιησού θα οδηγηθούν στις συναγωγές «ενώπιον των αρχών και εξουσιών» [ἐπὶ…τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας]· ενώ στην επιστολή τού Παύλου προς τον Τίτο (3:1), ο απόστολος κάνει τη σύσταση στα μέλη τής κοινότητας «να υποτάσσονται στις αρχές και στις εξουσίες» [ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι]. Ομοίως στην επιστολή προς τους Κολασσαείς (21:5), όπου προφανώς γίνεται λόγος για τη λατρεία των αγγέλων, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν οι «αρχές και οι εξουσίες» επί των οποίων ο μεσσίας θριάμβευσε πάνω στο σταυρό είναι αγγελικές ή ανθρώπινες· ενώ ακόμα και το περίφημο απόσπασμα από την προς Κορινθίους επιστολή (1 Κορινθίους 15:24), το οποίο αναφέρεται στην κατάργηση από τον μεσσία «κάθε αρχής και κάθε εξουσίας και δύναμης», όταν αυτός παραδώσει τη βασιλεία στον Θεό [καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν], μπορεί να παραπέμπει εξίσου στις επίγειες εξουσίες όσο και στους αγγέλους. Και ναι μεν σε άλλα εδάφια οι συγκεκριμένοι όροι παραπέμπουν αναμφίβολα στις αγγελικές δυνάμεις, πλην όμως αυτές δεν παύουν να αντιμετωπίζονται ως αμφιλεγόμενες δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι η προς Εφεσίους επιστολή, η οποία αρχίζει με τη λαμπρή εικόνα τού ανεστημένου μεσσία, τον οποίο ο Θεός κάθισε στα δεξιά του «πιο πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, και δύναμη και κυριότητα» [ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος] (Εφεσίους, 1:21), κλείνει κάνοντας πάλι αναφορά στους αγγέλους οι οποίοι όμως τώρα χαρακτηρίζονται ως «κοσμοκράτορες τού σκότους τούτου»: «[Η] πάλη μας δεν είναι ενάντια σε αίμα και σάρκα, αλλά ενάντια στις αρχές, ενάντια στις εξουσίες, ενάντια στους κοσμοκράτορες τού σκότους τούτου τού αιώνα, ενάντια στα πνεύματα τής πονηρίας στα επουράνια» [οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις] (Εφεσίους, 6:12).

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

Jolie Holland


 
Σχολιάστε

Posted by στο 23/02/2011 σε Μουσική

 

«Ούτε αυτοί πληρώνουν»

Vodpod videos no longer available.

New Statesman – Michael Chanan’s video blog

11:01–> «This could be the year when actually things start to fall apart»

 

Εκβοήσεις — Η Εξουσία και η Δόξα (Homo Sacer II)

Le règne et la gloire (σελ.266-269)
G. Agamben

Ας εξετάσουμε τώρα υπό το πρίσμα τής διατριβής τού Πέτερσον την εντυπωσιακή σε αριθμό παρουσία εκβοήσεων [στη λειτουργία τής ευχαριστίας]. Εάν η θέση του είναι ορθή, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι το δοξολογικό στοιχείο των επευφημιών δεν λειτουργεί απλώς ως κρίκος που συνδέει τη χριστιανική λειτουργία με τον ειδωλολατρικό κόσμο και το ρωμαϊκό δημόσιο δίκαιο, αλλά ότι συνιστά το ουσιαστικό νομικό θεμέλιο τού «λειτουργικού», ήτοι δημόσιου και «πολιτικού», χαρακτήρα των χριστιανικών ιεροπραξιών. Ο όρος λειτουργία (εκ τής λέξεως λαός) σημαίνει ετυμολογικά «δημόσια παροχή» και, πράγματι, η Εκκλησία δεν έπαψε ποτέ να υπογραμμίζει τον δημόσιο χαρακτήρα τής λειτουργικής λατρείας, κατ’ αντιδιαστολή προς τις κατ’ ιδίαν προσευχές. Μόνο η Καθολική Εκκλησία — όπως συνηθίζουν πάντοτε να τονίζουν τα Enchiridia liturgica [λατρευτικά εγχειρίδια] — μπορεί νόμιμα να αποδώσει την οφειλόμενη λατρεία προς τον Θεό — cultum legitimum aeterno patri persolvere (Radó, σ.7). Σύμφωνα με τη θέση τού Πέτερσον, ο δημόσιος χαρακτήρας τής λειτουργίας θεμελιώνεται, υπ’ αυτήν την έννοια, στις εκβοήσεις τού συνερχόμενου εις εκκλησίαν λαού. Η παράδοση τού δημοσίου δικαίου αντιδιαστέλλει και συγχρόνως αλληλοσυναρτά τις έννοιες populus και multitudo, οι οποίες αποτελούν μετάφραση των λαός και όχλος τής Βίβλου των Εβδομήκοντα και τής Καινής Διαθήκης:

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

ουδέν σχόλιο

 
Σχολιάστε

Posted by στο 21/02/2011 σε Αναδημοσιεύσεις

 

Χασάν

Από Βαθύ Κόκκινο

 

Περί «αμπώτιδος και πλημμυρίδας, “ψευτο-ακτιβισμού” και “ψευτο-θεωρίας”»

Vodpod videos no longer available.

Βίντεο και στίχοι

The West’s asleep. / Let England shake / Weighted down with silent dead. / I fear our blood won’t rise again, / won’t rise again
England’s dancing days are done / Another day, Bobby, for you to come home / and tell me indifference won.
Smile, smile Bobby with your lovely mouth. / Pack up your troubles, let’s head out / to the fountain of death / and splash about, swim back and forth / and laugh out loud
until the day is ending/ and the birds are silenced in the branches / and the insects are courting in the bushes/ and by the shores of lovely lakes / heavy stones are falling.
Take me back to Constantinople / No you can’t go back to Constantinople…


Read the rest of this entry »

 

Περί «δημοσίου» λόγου & ομολογίας

(ιδιωτεία)

ΙΙ. Από τον βασανισμό στην ομολογία

(από το δοκίμιο «Ο Θεσμός τής Σαπίλας» [L’institution de la pourriture: Luder] τού Μισέλ ντε Σερτό (1977))

Το σημείο εγχάραξης τού «αληθούς» λόγου ταυτίζεται με την υπαγωγή τού υποκειμένου υπό το καθεστώς και έμβλημα τού περιττώματος. Αυτός δε ο θεσμοθετημένος λόγος αναμεταδίδεται επίμονα, κατά τρόπο ώστε να δημιουργεί και να αναπαράγει τις ίδιες τις συνθήκες τής δυνατότητάς του, οι οποίες ουσιαστικά ανάγονται στην «καταπραϋντική» και συγχρόνως ειλικρινή παραδοχή και ομολογία ότι ίδιον των εν λόγω υποκειμένων είναι η σαπίλα. Πέρα από το στοιχείο τής πανουργίας τού εν λόγω νόμου που έγκειται στην υιοθέτηση και μετάδοση ενός ευγενούς δόγματος θα μπορούσαμε να κάνουμε αναφορά και σε μια ακραία διαδικασία που ενδημούσε πάντα στις παρυφές των θεσμών τής αλήθειας και η οποία, μακράν τού να είναι παρωχημένο ιστορικό φαινόμενο με καθαρά αρχαιολογικό ενδιαφέρον, δεν έπαψε ποτέ να αναπτύσσεται, αποκτώντας όλο και περισσότερο χαρακτήρα «συνηθισμένης διοικητικής πρακτικής» ή πολιτικής διαδικασίας «ρουτίνας»: αναφέρομαι στην πρακτική των βασανιστηρίων.

Είναι ανάγκη να εξεταστούν οι κρυφές συγγένειες και ομοιότητες ανάμεσα στον μυστικισμό και στην πρακτική των βασανιστηρίων, πρακτικές που εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, τα οποία φαινομενικά μόνο είναι τυχαία ή περιορίζονται σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ορισμένες παλαιές ασκητικές τεχνικές βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με σύγχρονες πρακτικές βασανισμού: ορισμένες μορφές αποστέρησης ύπνου που χρησιμοποιούσε ο Σούζο, ο μυστικιστής από την Ρηνανία, εμφανίζουν, πράγματι, μεγάλες ομοιότητες με πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα στις ελληνικές ή βραζιλιάνικες φυλακές. Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, σε ολοκληρωτικές περιόδους τής ιστορίας, όπως συνέβη στην κατεχόμενη Γαλλία υπό το καθεστώς τού Βισύ, αυξάνεται η ενασχόληση με το θέμα τού μυστικισμού. Το γεγονός αυτό πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διαφορών μεταξύ των ιστορικών εκφάνσεων τού ευαγγελικού ριζοσπαστισμού κατά το δέκατο έβδομο αιώνα: έτσι, στις καθολικές μοναρχίες, όπως για παράδειγμα, την Ισπανία και Γαλλία, ο ριζοσπαστισμός αυτός εμφάνιζε έντονα «μυστικιστικό» χαρακτήρα, ενώ είχε μάλλον «προφητικό» χαρακτήρα στις δημοκρατικότερες μεταρρυθμισμένες μοναρχίες τής Αγγλίας και τής Σκανδιναβίας.[1] Οι μυστικιστικές αυτές εμπειρίες εκλαμβάνουν ως δεδομένη και προϋποθέτουν την αποδοχή μιας «απόλυτης» εξουσίας, η μεταβολή ή η μεταρρύθμιση τής οποίας θεωρείται ως απαγορευμένη ή, πλέον, ως ανέφικτη και η οποία αναπέμπει ερωτήματα στο υποκείμενο, χωρίς όμως αυτό να έχει την ικανότητα να αποτελέσει το αντικείμενο τής αναπαράστασής τους.

Αυτό όμως μας οδηγεί σ’ ένα θεμελιωδέστερο γνώρισμα. Στην πραγματικότητα, η χρήση βασανιστηρίων αποσκοπεί στην απόσπαση τής έγκρισης ενός λόγου, φορέας τού οποίου είναι το ίδιο το Κράτος, μέσω τής ομολογίας και παραδοχής εκ μέρους τού υποκειμένου τής σαπίλας του. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που επιδιώκει να εκμαιεύσει ο βασανιστής από το θύμα του είναι η απόλυτη συρρίκνωση τής ύπαρξης τού τελευταίου στα όρια τής σαπίλας — δηλαδή, σε αυτό [ça] στο οποίο εξαντλείται η ίδια η ύπαρξη τού θύτη, πράγμα το οποίο ο ίδιος αναγνωρίζει, χωρίς όμως να το ομολογεί ρητά. Το θύμα πρέπει να γίνει η φωνή τής σήψης, η οποία ναι μεν αποδοκιμάζεται καθολικά, πλην όμως αποτελεί το εν γένει υπόβαθρο τής αναπαράστασης τής παντοδυναμίας τού καθεστώτος, με άλλα λόγια, τής «ένδοξης εικόνας» την οποία το καθεστώς προσπορίζει στους οπαδούς του μέσω τής αναγνώρισής τους και στην οποία οι τελευταίοι καλούνται να αναγνωρίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Το θύμα πρέπει ως εκ τούτου να οικειοποιηθεί τη θέση τού υποκειμένου επί τού οποίου διαδραματίζεται η σκηνή τής εξουσίας που ταυτοποιεί.

Αλλά, συγχρόνως, αυτή η φωνή καταπνίγεται στο σκοτεινό κελί τής φυλακής, εγκαταλείπεται στη νύχτα τού μαρτυρίου ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει η ανεπιφύλακτη παραδοχή τής —ενδοϋποκειμενικής— συνθήκης τής δυνατότητας ανάδυσης τής εξουσίας. Πρόκειται για μια απαρνημένη ομολογία. Η φωνή δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με τον άλλο, τον εχθρό. Πρέπει να ακουστεί και συγχρόνως να καταπνιγεί: να ακουστεί διότι, ανακοινώνοντας τη σαπίλα τού υποκειμένου, η φωνή εγγυάται ή ανασυνιστά την ιδιότητα τού «ανήκειν» — που όμως παραμένει απόρρητη, έτσι ώστε να µην διακινδυνεύσει την εικόνα πάνω στην οποία ερείδεται η ικανότητα τού θεσμού να εξασφαλίζει στους οπαδούς του το προνόμιο τής αναγνώρισης τής ιδιότητας τού μέλους. Η φωνή είναι επομένως αναγκαία — αλλά μόνο ως ψίθυρος στις πίσω αίθουσες τού «θεσμού». Μόνο μια αχνή κραυγή — που, έχοντας αποσπαστεί με βασανιστήρια, πρέπει να εμπνέει τον φόβο, χωρίς όμως να δημιουργεί σκάνδαλο — μπορεί να παράσχει νομιμοποίηση στο σύστημα, αποκλείοντας ταυτόχρονα το ενδεχόμενο τής ανατροπής του.

Το ότι το θύμα είναι το κατάλληλο για τη διαδικασία αυτή οφείλεται ακριβώς στην έξωθεν προέλευσή του. Το θύμα συνεισφέρει μια ομολογία η οποία είναι μεν αναγκαία για την εσωτερική λειτουργία τού θεσμού, πλην όμως δύναται να εξορκιστεί ως παραπέμπουσα στον αντίπαλο. Είναι πράγματι αληθές ότι το θύμα ταυτίζεται με τον εχθρό. Ο ξένος προς ή ο εξεγερμένος ενάντια στον θεσμό εκφράζουν μια φιλοδοξία που είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με αυτόν (παρά μόνο κατά τρόπο υποκριτικό)· κι αυτό γιατί τα εν λόγω πρόσωπα λίγο-πολύ θεωρούν ότι μια ορισμένη πρακτική τού λόγου — που μπορεί να έχει χαρακτήρα πολιτικό (ένα επαναστατικό εγχείρημα), θρησκευτικό (μια μεταρρυθμιστική βούληση) ή και αναλυτικό («ελεύθερη» έκφραση) — ενέχει την ικανότητα μετασχηματισμού τού θεσμού. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή προς τον ισχυρισμό μετασχηματισμού τής ιστορικής τάξης πραγμάτων επί τη βάσει μιας εναντιο-λογίας, τα βασανιστήρια αποτελούν εφαρμογή τού νόμου τού «θεσμού», δυνάμει τού οποίου ο λόγος περιορίζεται απλώς στον αντίστροφο ρόλο, αυτόν δηλ. τής ομολογίας που συναρτάται με την θεσμική αφοσίωση.

Για άλλη μια φορά τα βασανιστήρια αποτελούν το τέλειο παράδειγμα μύησης στην πραγματικότητα των κοινωνικών πρακτικών.[2] Η χρήση τους έχει ως αποτέλεσμα την απομυθοποίηση τού λόγου. Πρόκειται για το πέρασμα από ό,τι λέγεται και ακούγεται εκτός τού θεσμού στην πρακτική που εφαρμόζεται στο εσωτερικό του. Ως εκ τούτου, μέσω τής μετάβασης που συντελείται τη στιγμή ακριβώς που ο βασανιστής οφείλει να προκαλέσει τη συναίνεση από την πλευρά μιας εξωτερικότητας αποκαλύπτονται — υπό την κάλυψη τού σκότους, εν νυκτί — οι πραγματικές παράμετροι τού θεσμικού παιχνιδιού. Ενώ τα ουτοπικά (επαναστατικά) εγχειρήματα εκκινούν από την παραδοχή ότι ορισμένοι τρόποι τού λέγειν έχουν την ικανότητα να καθορίζουν τρόπους άσκησης τής εξουσίας ή, διαφορετικά, ότι ο θεσμός μπορεί να γίνει η ορατή έκφανση μιας ήδη εκφρασθείσας ή μιας υπεσχημένης «αλήθειας» — ενώ, δηλαδή, αυτού τού είδους τα εγχειρήματα διατηρούν μια «ευ-αγγελική» δομή — τα βασανιστήρια, από την άλλη πλευρά, αποκαθιστούν τον νόμο που προβλέπει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων η φωνή παύει να έχει «προφητικό» χαρακτήρα· δεν αποσκοπεί πλέον στην παράβαση που συνιστά η επιδίωξη και προσδοκία ικανοποίησης μιας επιθυμίας.

Ένα όνομα, Luder, [βρώμα, γαμιόλη/-α] υπαγορεύει στο υποκείμενο αυτό που οφείλει να είναι, ώστε να εξασφαλιστεί η διαιώνιση τού θεσμού, ώστε να εξασφαλιστεί η υιοθέτηση και η αναγνώρισή του εκ μέρους τού θεσμού, ώστε να ενσταλαχθεί μέσα του η πίστη στη δημόσια εικόνα τού θεσμού. Το θύμα των βασανιστηρίων καταλαμβάνεται εξ απροόπτου· βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν νόμο, τού οποίου την ύπαρξη αγνοούσε. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κανένας δεν τού ζητάει να προβεί σε ψευδή ομολογία, να ομολογήσει την αλήθεια ενός ισχυρισμού, το ψευδές τού οποίου γνώριζε. Ο θεσμός δεν εδράζεται στην παραδοχή ενός φαινομενικά αληθινού ισχυρισμού, με θεωρητική, έστω, ισχύ (γιατί στην πράξη, εντός τού θεσμού, κανένας βεβαίως δεν πιστεύει στην αλήθεια του), αλλά στην παραδοχή εκ μέρους των οπαδών του τής δικής τους διαφθοράς. Ως εκ τούτου, το υποκείμενο, στη μέγκενη τού μηχανισμού των βασανιστηρίων, βρίσκεται αντιμέτωπο όχι με την πραγματική σημασία ή φρίκη τού συστήματος — διαπίστωση από την οποία θα μπορούσε να αντλήσει θάρρος — αλλά με έναν εσωτερικό διχασμό και ένα μύχιο αίσθημα σήψης που, εμπνέοντας τον τρόμο, τον κάνει να δειλιάσει. Η αποκάλυψη και η συνειδητοποίηση τής δικής του διαφθοράς — ο στόχος δηλ. που επιδιώκεται να επιτευχθεί με τον εξευτελισμό και τον διασυρμό τού θύματος των βασανιστηρίων — θα ήταν αρκετός λόγος για να στερηθεί τού δικαιώματος τής εξέγερσης, (όπως, άλλωστε, συμβαίνει τόσο με τους βασανιστές του, όσο και με όλους τους άλλους). Μέσω τού μηχανισμού τής ατίμωσης — μέσω δηλ. τής αναστροφής τής κατάστασης και επιπλέον τής ανάστροφης χρήσης τού λόγου (που θέτουν πλέον υπό αμφισβήτηση το υποκείμενο και όχι τον ίδιο τον θεσμό) — προσδοκάται η εξαναγκαστική αποδοχή, εκ μέρους τού θύματος, τής προσφώνησης που του απευθύνουν οι βασανιστές του: Luder.

Ωστόσο, η πραγματική διαστροφή έγκειται στο ότι, ανεξαρτήτως περιστάσεων, η διαδικασία αυτή απόσπασης ομολογίας επιτυγχάνει πάντοτε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Όπως άλλωστε συνέβη και με τον Σρέμπερ, ενώ βρισκόταν κλεισμένος στο άσυλο τού Sonnerstein, το θύμα των βασανιστηρίων έχει στερηθεί των συλλογικών εγγυήσεων διασφάλισης τής «ομαλότητας»· έχει εγκαταλειφθεί στη λειτουργία των συσκευών βασανισμού που, ξεσκίζοντας αμείλικτα τις σάρκες του, έχουν ως μόνο σκοπό να τον κάνουν να πιστέψει ότι δεν είναι παρά ένας προδότης, ένας δειλός, ένας σωρό σκατά. Δεν έχει πλέον το άλλοθι των πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών δεσμών που του παρείχαν κατά το παρελθόν προστασία έναντι τής αυτογνωσίας που του μεταδίδεται μέσω τής προσβλητικής προσφώνησης. Άλλωστε, όταν προφέρεται το όνομα αυτό, δεν μιλάει η ίδια η φωνή τού είναι του; «Ναι, αυτό [ça] είμαι, Luder.» Ό,τι εκφράζει γλωσσικά το όνομα — το [υποτιθέμενο] «πραγματικό» που ελοχεύει πίσω από μια ασταθή αίσθηση αυτοκυριαρχίας και αυτοαναφοράς — είναι αρκετό για να κάνει κάποιον να ξεχάσει παλιούς δεσμούς αλληλεγγύης.[3] Εδώ, το στόμα ανοίγει για να αποκαλύψει ό,τι είναι σάπιο στην κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων — ή στις σχέσεις μεταξύ αγωνιστών. Αυτό το μήνυμα, που ανακοινώνεται και γίνεται δεκτό από τον παραλήπτη του, συνδέεται με τη δυσαφομοίωτη αποκάλυψη την οποία εγκολπώνονται — κατ’ αντίστροφο τρόπο αλλά στο πλαίσιο της ίδιας ακοινωνησίας — τόσο η μυστικιστική κένωση όσο και η αναλυτική διαφώτιση ως την απαρχή ή την θεμελιώδη αρχή ενός άλλου ταξιδιού. Πρέπει να εξετάσουμε περαιτέρω τις επιπτώσεις που έχει η ομολογία αυτή, τις επιπλέον δυνατότητες που παρέχει στον μυούμενο, όπως επίσης και το θεσμικό όφελος που απορρέει από μια τέτοια διασάφηση.

 […]


[1] Για τον 16ο αιώνα, πβ., για παράδειγμα, Steven E. Ozment, Mysticism and Dissent (New Haven: Yale Univerisity Press, 1973)· για τον 17ο αιώνα (και μόνο εφόσον ο αναγνώστης διακρίνει μεταξύ των διαφόρων μορφών μυστικιστικών εμπειριών κατά τρόπο που προσομοιάζει σε σημαντικό βαθμό με το ταξινομητικό σχήμα τού γράφοντος), πβ. Leszek Kolakowski, Chrétiens sans Eglise (Παρίσι: Gallimard, 1969)· πβ.. επίσης, Michel de Certeau, Politica e Mistica (Μιλάνο: Jaca, 1975).

[2] Πβ. Pierre Clastres, Society against the State, μετφρ. Robert Hurley (Νέα Υόρκη: Urizen, 1997), σελ.152-60 («Για τα βασανιστήρια στις πρωτόγονες κοινωνίες»).

[3] Τα θύματα βασανιστηρίων καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να μην «ξεχάσουν» τους παλιούς τους δεσμούς αλληλεγγύης — όπως ο αντιστασιακός που κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων επαναλάμβανε διαρκώς τα ονόματα των συντρόφων του. Ο θρίαμβος των βασανιστηρίων συνίσταται στην εξάλειψη της μνήμης κάθε άλλου ονόματος πλήν τού Luder.

–>0:49

 

Ετικέτες:

S.Gubaidulina


 
Σχολιάστε

Posted by στο 16/02/2011 σε Μουσική

 
 
Αρέσει σε %d bloggers: