4 Μαρτίου 1975
Χέγκελ: «η ενεργητικότητα τής δύναμης είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό»
(Théorie du Sujet, σελ.47-54) [pdf]
Το αίνιγμα τής συσχέτισης — Δύναμη: από την ενεργητικότητα/παθητικότητα στην ποιοτική χωροκατακτητικότητα — Το Όλο, η δύναμη και η αλληλοδιαπλοκή εσωτερικού/εξωτερικού
1
Σήμερα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην έννοια τής συσχέτισης, που αποτελεί το αίνιγμα τής αντίφασης. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και οι ίδιοι, η συσχέτιση ως στοιχείο ενοποίησης των αντιθέτων αντιφάσκει την αντίφαση στο εσωτερικό της.
Ο Λένιν λέει ότι ολόκληρη η διαλεκτική απορρέει από την αρχή τής ενότητας των αντιθέτων. Αυτό είναι μεν ορθό, αλλά, αν περιωριζόμεθα στη συγκεκριμένη διατύπωση, αυτό θα σήμαινε ότι η διαλεκτική θα κυριαρχείτο ακριβώς από το στοιχείο εκείνο που την αποκηρύττει. Εξάλλου, όταν τα αντίθετα νοούνται, κατά τρόπο αυστηρό και απαρέγκλιτο, στο πλαίσιο τής ενότητάς τους, τότε η μεταξύ τους αντίθεση θα έχει δευτερογενή χαρακτήρα, θα πρόκειται τρόπο τινά για μία ήδη αρθείσα αντίφαση.
Σημειώστε επιπλέον ότι αν περιοριστείτε στη δομική εκδοχή τού εν λόγω αινίγματος, γλιτώνετε από όλους τους μπελάδες, διότι στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα παύει να υφίσταται· η συσχέτιση θα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δύο ως τέτοιο. Ωστόσο, στο χέρι θα σας έχει μείνει στο μεταξύ μόνο το Ένα, επειδή ακριβώς σπεύσατε να αδράξατε αυτό το δύο.[1] Με άλλα λόγια, μετά από μια πρόχειρη επιθεώρηση τού χώρου τοποθέτησης και των όσων αυτός αφήνει στην άκρη (τ.έ. τού εκτόπου), θα μπορούσατε να θέσετε την ενότητα τής όλης διαδικασίας υπό τη μορφή τού αποκλεισμού [=εξαίρεσης] λέγοντας: «υπάρχει αυτό-εδώ, που δεν είναι το ίδιο με αυτό-εκεί».[2]
Η προφανής ένσταση στην αντίληψη αυτή είναι ότι έτσι το Ένα τής αντίφασης αφομοιώνεται ομαλά στο Ένα τού χώρου τής τοποθέτησης. Είναι σαν να λέμε ότι η ενότητα τής αντίφασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου δεν θέτει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς θα ταυτίζεται με το ιστορικό είναι … τής αστικής κοινωνίας, την οποία βεβαίως διέπει η εν λόγω αντίφαση. Ως έκτοπο το προλεταριάτο θα μετέχει τού τόπου. Το ένα τής ενότητάς του με το έτερόν του ήμισυ θα είναι το έτερόν του ήμισυ ως Όλο.
Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημαίνουσα αλυσίδα επί τής οποίας εμφανίζεται το λακανικό υποκείμενο θα έπρεπε να νοηθεί ως … καταναγκασμός για επανάληψη, καθόσον είναι αυτή που επιτελεί την ενότητα τής επανάληψης και τής ορμής κ.ο.κ.
Η δομικότητα εμφανίζεται αδύναμη απέναντι στο ένα τού χώρου τής τοποθέτησης (απέναντι στο «υπάρχειν τού ενός»,[3] όπως λέει και ο Λακάν). Η εν λόγω διαλεκτική πραγματικότητα μοιάζει — και είναι — άχρωμη και αδιάφορη.
Ειδικά στη χώρα μας, υπάρχουν αρκετοί μεταξύ των επαγγελματιών τής λεγόμενης «μαρξιστικής» πολιτικής που θεωρούν κεκτημένο τους δικαίωμα να παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση αδυναμίας· μελετούν, λοιπόν, με προσήλωση τους «νόμους» τής αστικής κοινωνίας, από τους οποίους, μάλιστα, αντλούν τα κατάλληλα συμπεράσματα όσον αφορά το-είναι-και-το-δέον-πράττειν, προς όφελος, εννοείται, τού προλεταριάτου. Αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι η «προλεταριακή κοινωνία» (—αν θα μπορούσε να επιτραπεί η αδιανόητη και ακατανόητη αυτή έκφραση) ή, εναλλακτικά, ο «σοσιαλισμός», στο όνομα τού οποίου ομνύουν όπου σταθούν και όπου βρεθούν, διέπεται εξίσου από την αντίφαση μπουρζουαζίας/προλεταριάτου, πράγμα που αποδεικνύεται παταγωδώς από τις πολιτιστικές επαναστάσεις. Διότι τι άλλο μπορεί να σηματοδοτεί το νέο αυτό δεδομένο πέρα από το ότι η έκφραση «ενότητα των αντιθέτων» δεν έχει το νόημα που συνήθως της αποδίδεται;
Δείτε επίσης τους γιάνκηδες ψυχαναλυτές τής μεταπολεμικής μπελ επόκ οι οποίοι, στρατόκαυλοι όντες, ήθελαν σώνει και καλά να «ενισχύσουν τις άμυνες» τού κακομοιριασμένου «Εγώ» των ασθενών τους. Και πού στο διάολο νομίζετε ότι αναζητούσαν την ενότητα μεταξύ τού «επιτιθέμενου» (τού οικτρά ακοινώνητου φροϋδικού «Εκείνου») και τού «αμυνόμενου» (τού «Εγώ» των αβρών ομαλοτήτων), αν όχι στο ομαλό μονοπάτι τής ομαλότητας που, όχι χωρίς λόγο, αποκαλείται αμερικανικός «τρόπος ζωής»;
Και, για να μη μείνουν παραπονεμένοι και οι ρώσοι, οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι αυτοί μας άφησαν άφωνους με την τελευταία νούμερο-ένα ατραξιόν τους τού Ενός: λόγω ακριβώς τού «παλλαϊκού» του χαρακτήρα, ο κρατικός μηχανισμός των γερομπαμπαλήδων δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μορφή διαφωνίας πέραν τής φρενοβλάβειας, εξού και το φρενοκομείο ως τόπος τοποθέτησης τού ρωσικού εκτόπου.
Αλλά αρκετά με τις ιστορίες για λωλούς.
Για τη διεξοδική ανάλυση τής έννοιας τής συσχέτισης, θα πρέπει πρώτα να διατυπωθεί ολόκληρο το αίνιγμα τής ενότητας των αντιθέτων ως εξής: θα υπάρχει διαλεκτική ενότητα — με την έννοια ότι η εν λόγω ενότητα δεν θα συνθέτει σε ενιαίο Όλο τα μέρη που συσχετίζει — τότε και μόνο τότε, όταν τα συσχετιζόμενα αντίθετα θα είναι ετερογενή και μη ευθυγραμμίσιμα [=ασυμβίβαστα]· όταν δηλαδή κανένας «ανακρεόντειος»[4] τόπος τού χώρου τοποθέτησης δεν θα μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για το έκτοπο.[5]
Η διάκριση τού Ενός από το Όλο: το απλό και υπέρτατο τέλος. Έχετε υπόψιν πως σε αυτόν τον διαχωρισμό εντοπίζεται όλη η προβληματική τού Υποκειμένου.
Αυτός είναι όμως και ο λόγος που η έκθεση τού ζητήματος προσκρούει σε ένα σοβαρότατο πρόβλημα: είναι αδύνατο να σχηματοποιηθεί η συσχέτιση ετερογενών ποιοτήτων. Μπορεί μόνο μόλις και μετά βίας να εκφραστεί. Κάθε σχήμα διανέμει θέσεις και, επομένως, οδηγεί πίσω στις δομές. Κάθε λόγος καθορίζει τον χώρο τοποθέτησης ακόμη και για όλα όσα αποσιωπά.
Η παρουσίαση υπονομεύεται από το «όλο» και τις «θέσεις» που η ίδια παράγει ως αποτέλεσμα: τιθέμενο μονόπλευρα, το Ένα τής αντίφασης αλλοιώνεται.
Όσον αφορά το σχήμα τής διαλεκτικής ακολουθίας, καμιά χρωμοτυπία δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τη συσχέτιση — δηλ. το , δυνάμει τού οποίου ο όρος (εν προκειμένω, το έκτοπο) επηρεάζεται ή καλύτερα μολύνεται από το συγκεκριμένο του αντίθετο (τον χώρο τής τοποθέτησης). Ο υπό στενή έννοια συσχετισμός, στην πρακτική διάσταση τού οποίου παραπέμπει άλλωστε η λέξη «πάλη», υπάγεται στο πεδίο μιας έμμεσης έρευνας και μιας έννοιας χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση.
Επομένως, η λέξη «δύναμη» παραπέμπει σε εκείνο που επικαθορίζει την εξαίρεση [=εκτόπιση] κάθε τόπου όπου εμφανίζεται το έκτοπο.
2
Τι είναι εκείνο που μπορεί να συσχετίσει δύο ετερογενείς ποιότητες; Είναι αποκλειστικά και μόνο η αλληλεπίδρασή τους ως επεκτεινόμενες δυνάμεις που παραμένουν ουδέτερες έναντι οιουδήποτε τρίτου πράγματος.
«Συσχέτιση» σημαίνει «δύναμη εναντίον δύναμης». Είναι ο «συσχετισμός των δυνάμεων».
Ας ξεμπερδεύουμε ευθύς εξαρχής με τις υποτροπές (τις παρεκκλίσεις), στις οποίες υπόκειται η εισέτι σκοτεινή αυτή ιδέα: — Aν ξεκινήσουμε με το θέμα τής περιστολής ή παρεμπόδισης μιας «παθητικής» (αντιδρώσας) δύναμης από μια άλλη «ενεργητική» (δρώσα) δύναμη, θα διαπιστώσουμε ότι διολισθαίνουμε στον στατισμό [=στατική] τής ασυμμετρίας [των δυνάμεων]. Η ποιοτική ετερογένεια αποσυντίθεται εκ νέου στο αφαιρετικό ζεύγος ενεργητικότητα/παθητικότητα. Η δεύτερη (αντιδρώσα) δύναμη θα προσδιορίζεται κατά τρόπο αρνητικό από την πρώτη μόνο δύναμη· ο χώρος τοποθέτησης θα έχει εκ των προτέρων καθορίσει τη θέση τού εκτόπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού τού είδους των υποτροπών αποτελεί η καθαρά αντι-κατασταλτική αντίληψη για τη πολιτική που οφείλει να ασκεί ο λαός. Οι άνθρωποι «κινητοποιούνται» γιατί υπόκεινται σε «ακραία» κακομεταχείριση εκ μέρους τής μόνης, ουσιαστικά, «δρώσας» δύναμης στο πολιτικό πεδίο (εκ μέρους, δηλαδή, τού Κράτους, των εργοδοτών, των αστυνομικών αρχών). Οι καταχθόνιες αυτές οντότητες, που ως γνωστόν απεργάζονται διαρκώς σκοτεινά σχέδια, δείχνουν ξαφνικά να ξεπερνούν «κάθε όριο». Ξεσηκώνεται γενική κατακραυγή: «Κάτω η καταστολή!» Ο αγανακτισμένος μικροαστός αφρίζει από το κακό του.
Προσέξτε όμως: ο μικροαστός μας έχει βασικά δίκιο, ενώ επιπλέον τα εν λόγω «δεινά» — που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να ταλανίζουν τις λαϊκές τάξεις — μπορούν να αποτελέσουν και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου να απαλλαγεί από τη μόνιμη απόγνωση που τον βασανίζει (—ή από την αυταρέσκειά του).
Αλλά η φιλοσοφία που διαπνέει την εν λόγω αντίληψη δεν μπορεί να πάει μακριά και αυτό γιατί, ουσιαστικά, αρνείται κάθε ενεργό αυτονομία, κάθε πραγματική ανεξαρτησία, κάθε πραγματική θετική δυνητικότητα σε αυτό που ορθώνεται με τη μορφή τού άδολου στασιαστή. Το σύνθημα «κάτω η καταστολή» μπορεί το πολύ πολύ να οδηγήσει στην τεθειμένη αντίδραση [=αντίσταση], όπου η δύναμη τού λαού δεν θα είναι παρά ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει η βαρβαρότητα τού Κράτους και όπου η ανταγωνιστική συσχέτιση θα παραμένει παγιδευμένη στην ενοποιητική αδυναμία τής δομικότητας.
Πώς θα μπορέσω, μέσα στη θύελλα των ύβρεων και των καταγγελιών κατά τής καταστολής, να εδραιώσω την ικανότητά μου να καταστείλω την καταστολή; Εδώ βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς το κρασί τής εξέγερσης μετουσιώνεται σε χολή και ξίδι.
Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθούμε είναι ότι αυτό που με θέτει ως αντιδρώσα δύναμη έναντι τής ενεργητικότητας τού Άλλου πρέπει επίσης να ταυτίζεται με την ενεργητικότητα μιας δύναμης όπου πλέον δεν απεικονίζεται αυτός ο Άλλος. Έστω κι αν επιτάσσεται [=επιστρατεύεται] από την κατασταλτική υπερβολή τής αντίπαλης δύναμης, η δύναμη που ορθώνεται ενάντια στην καταπίεση είναι εσωτερικά πλεοναστική έναντι τής εν λόγω επίταξης. Αυτό είναι κάτι που ο Χέγκελ σαφώς αντιλαμβάνεται με οξυδέρκεια.
3
Θα πρέπει εδώ να διαβάσουμε ολόκληρο ένα από τα αξιολογότερα κομμάτια τής Μεγάλης Λογικής, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η ουσιώδης σχέση», πράγμα αρκετό για να υποδηλώσει την αναφορά του στο αίνιγμα τού συσχετισμού.
Ως πρόγευση ακολουθεί ένα απόσπασμα, όπου ο Χέγκελ πραγματεύεται ρητά την ιδέα ότι η ουσία τής αντίδρασης [=αντίστασης] συνίσταται κατ’ ανάγκη στην ενεργό εσωτερικότητα, με την επιφύλαξη βέβαια τής περίπτωσης που υπολείπεται των απαιτήσεων τής «ουσιώδους σχέσης», δηλαδή τού συσχετισμού με την αυστηρή έννοια τού όρου.
[Τ]ο γεγονός ότι μια ώθηση σε μια δύναμη συμβαίνει μέσω μιας άλλης δύναμης, ότι στην ίδια αναλογία [=επομένως, υπό αυτό το πρίσμα] η πρώτη δύναμη συμπεριφέρεται [= δέχεται την ώθηση] παθητικά, αλλά εκ νέου μεταβαίνει από τούτη την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, [το γεγονός αυτό είναι] η επάνοδος τής δύναμης σ’ αυτή την ίδια. Η δύναμη εξωτερικεύεται. Η εξωτερίκευση είναι αντίδραση με την έννοια ότι αυτή θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο και έτσι αναιρεί [sursume[6]] το γεγονός ότι αυτή έχει διεγερθεί από μια άλλη δύναμη. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ.303)[7]
Εδώ κρύβεται όλη η ουσία τής υπόθεσης: όταν ακριβώς η δύναμη θα «θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο», τότε ακριβώς θα αποκτά χαρακτήρα αυτόκεντρου [=αυτόνομου] ποιοτικού συσχετισμού, με την έννοια ότι η μετωπική αντιπαράθεση των δυνάμεων δεν θα εξασθενίζει την ανομοιογένειά τους. Συνακόλουθα, όταν ο λαός θα έχει σχηματίσει ιδία αντίληψη για τη μορφή τού «αντιπάλου», ενσωματώνοντάς την στη δική του πολιτική, τότε ακριβώς θα «αναιρεί» την αντι-κατασταλτική [=αντι-κρατική] του εξάρτηση, θα αυτο-εξαιρείται από κάθε συμπερίληψη και θα είναι σε θέση να επιχειρήσει μια καταφατική σχάση.
Ο στοχασμός πάνω στη συσχέτιση είναι και στοχασμός τής ενεργού δύναμης — τής δύναμης εκείνης που μπολιάζεται σε μια άλλη δύναμη — υπό την οπτική όμως τής άτεγκτής της ποιότητας [irréductible qualité], για την οποία ο χώρος τοποθέτησης δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά την κατεδαφιστέα διαμεσολάβησή της.[8]
Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι, παρά την ιδεαλιστική του εφεκτικότητα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο τής Λογικής συγκεφαλαιώνει τα κυριότερα ζητήματα τού εγχειρήματός μας.
Ας δούμε τώρα τη δομή του.
Το κεφάλαιο αποτελείται από τις εξής τρεις ενότητες:
(1) την προβληματική τού όλου και των μερών·
(2) τη δύναμη·
(3) το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Αυτός είναι και ο δικός μας χάρτης πορείας, γιατί η σχέση όλου και μερών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θεωρία για τον χώρο τής τοποθέτησης, όπου επαληθεύεται ότι, από πλευράς δομής, κάθε αντιφατική συσχέτιση δεν είναι παρά ένας αποκλεισμός, ένα έκτοπο, για το οποίο η σχέση τής συμπερίληψης (δηλαδή το μέρος ως αυτό που μετέχει τού γένους τού όλου [=τού συντεθειμένου]) θα αντιπροσωπεύει την αρχή τής ενότητας.
Όπως ήδη είδαμε, η δύναμη έρχεται να επικαθορίσει — μέσω τής μη-αναγώγιμης θέσης [position irréductible] τής ποιοτικής εσωτερικότητας στο πλαίσιο τής αντιπαράθεσης των δυνάμεων — το ενοποιητικό αδιέξοδο στο οποίο επανανάγεται η δομή τής συμπερίληψης στο όλο.
Προαναγγέλλοντας κατά τρόπο απροσδόκητο τον Λακάν, ο Χέγκελ αποτυπώνει το αδιέξοδο αυτό με τη μορφή τού παλμού, τής ταλάντευσης, τής εναλλασσόμενης έκλειψης:
Στο βαθμό τώρα που το υπάρχον είναι μέρος, δεν είναι όλο, δεν [είναι] κάτι το συντεθειμένο [δεν είναι σύνολο: pas du tout]· άρα [είναι] απλό. Αλλ’ εφόσον η αναφορά σε ένα όλο [=η σχέση προς ένα όλο] είναι εξωτερική σ’ αυτό, τότε αυτή [η αναφορά/σχέση] δεν το αφορά καθόλου· το αυθύπαρκτο [l’autonome], έτσι, δεν είναι, επίσης, καθεαυτό μέρος· [διότι μέρος θα ήταν] μόνο μέσω εκείνης τής αναφοράς [σχέσης]. [‒] Αλλ’ εφόσον τώρα αυτό δεν είναι μέρος, τότε είναι όλο, γιατί μόνο τούτη η σχέση όλου και μερών είναι παρούσα [=παρουσιάζεται], και το αυθύπαρκτο [l’autonome] είναι ένα από τα δύο. Αλλ’ εφόσον αυτό είναι όλο, τότε είναι εκ νέου συντεθειμένο [composé]· αποτελείται πάλι από μέρη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. — Τούτη η απειρότητα δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά στη διαρκή εναλλαγή των δύο όρων τής σχέσης, μέσα στον καθένα εκ των οποίων ο άλλος ανακύπτει [surgit: αναφαίνεται] άμεσα, έτσι ώστε το τεθειμένο-Είναι καθενός να [συνίσταται στον] εξαφανισμό [=έκλειψη] αυτού τού ίδιου. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ. 295) [9]
Αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος τη δύναμη,[10] θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το τεθειμένο-Είναι, τού οποίου η ουσία έγκειται στο να εξαφανίζεται στο πλαίσιο μιας αέναης εναλλαγής, αυτός, επομένως, ο εφήμερος όρος, στον οποίο συρράπτεται η διαλεκτική τού Όλου, θα αντιπροσωπεύει τον μοναδικό προορισμό και κατάληξη, αφενός μεν, τού εκτόπου — που εδώ τίθεται εξαρχής ως μέρος [=υποσύνολο]) και το οποίο αποκτά τη θέση του [στο Όλο] υπό την προϋπόθεση ότι ως αυτόνομο [=αυθύπαρκτο] αυτοαποκλείεται από αυτή,[11] και, αφετέρου, τού ίδιου τού χώρου-τοποθέτησης (εν προκειμένου τού Όλου), που, ως ρυθμιστής των τόπων, επιδέχεται το έκτοπο μέσω μόνο τής πλήρους αυτοκατάργησής του.[12]
Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι η αέναη ταλάντωση ανάμεσα σε αυτό που είναι με μόνο προορισμό το μη-Είναι και σε αυτό που δεν είναι [=τίθεται εκτός είναι] προς-χάριν-τού-Είναι αντιπροσωπεύει τη μόνη μορφή διαδικασίας ανεκτής από τη δομική διαλεκτική. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εδώ νοητή η συσχέτιση ως καθαρή σχάση, καθόσον το να πούμε ότι τα δύο είναι ένα σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δύο· ενώ εάν πούμε ότι [τα δύο] είναι δύο, εννοώντας δύο-φορές-το-ένα, αυτό θα σημαίνει ότι το Ένα ταυτίζεται με το Δύο κ.ο.κ. — Ειρήσθω εν παρόδω, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν παύει να είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η συνεπής και συνεκτική πραγμάτευση τού εφήμερου όρου [τής διαλεκτικής τού Όλου] αντιπροσωπεύει το ρεαλιστικό απόγειο τής δομικής διαλεκτικής.
Ωστόσο, ο Χέγκελ δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ, πόσω μάλλον, εφόσον επιδιώκει την κυκλική τελείωση, πράγμα στο οποίο άλλωστε έγκειται το σφάλμα τής αλήθειας του. Βγάζοντας από το μανίκι του τον άσο τής δύναμης, θα καμωθεί πως τη συνάγει από τη δομή τής ταλάντωσης, παρόλο που η δύναμη αντιπροσωπεύει έναν μη επαγώγιμο, πρωταρχικό και ουσιώδη επικαθορισμό τής τελευταίας.
Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών, χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί, η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο όχι απλώς τής λειτουργίας τού όλου στο πλαίσιο τού συστήματος τού χώρου τοποθέτησης (δηλ. τού συστήματος τής διανομής των θέσεων των μερών), αλλά πλέον τής εν κινήσει συνεκτικότητάς του, τής έμπρακτης ενοποίησής του.
Η θεωρία τής δύναμης αντιπροσωπεύει την «ιστορική» (ενο-ποιητική) όψη τής θεωρίας τού διαλεκτικού συσχετισμού, που ναι μεν βρίσκει έρεισμα στον εν-εκλείψει συσχετισμό τού συστήματος των θέσεων, αλλά δεν προκύπτει αναγωγικά από αυτόν (παρά τις ανειλικρινείς διαβεβαιώσεις τού Χέγκελ περί τού αντιθέτου).
4
Αυτή η ιστορικότητα τής συσχέτισης εμβαθύνεται στη χαρακτηριστικά εγελιανή τρισκελή[13] προσέγγιση τού ζητήματος, όπου κατά πρώτον τίθεται το «ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι» τής δύναμης, με άλλα λόγια, η καθαρή της ουσία ως συσχετισμός. Η δύναμη αυτή καθ’ εαυτή δεν νοείται παρά μόνο ως δραστηριότητα σχετιζόμενη με μια άλλη δύναμη: «Το ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι μέσω μιας άλλης δύναμης είναι, έτσι, καθεαυτό η δράση τής ίδιας τής δύναμης» (ΕτΛ, σελ.300). Εδώ ακριβώς — στη διαπίστωση ότι ο συσχετισμός συνιστά «δράση»[14] — βρίσκεται η καρδιά τού μη απεικονίσιμου. Η σχάση ως τόπος των δυνάμεων θέτει, ως απόλυτα πρότερη, την πρακτική ύπαρξη έναντι τής κατανοησιμότητας τής συσχέτισης.
Κατά δεύτερον, χρησιμοποιώντας, όπως είδαμε, τον όρο «διέγερση τής δύναμης», ο Χέγκελ αποσαφηνίζει την ερμηνεία τής συσχέτισης με άξονα το δίπολο δραστηριότητα/παθητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει το εσωτερικό ενεργό της[15] θεμέλιο¸ καθώς η παθητικότητα δεν είναι παρά καθαρή φαινομενικότητα, ένας παρεπόμενος εμπειρικός συσχετισμός.
Στο οξυδερκέστερο κομμάτι τής ανάλυσής του, ο Χέγκελ ορίζει ότι, δεδομένου ότι η δύναμη παρουσιάζεται ως ουσιωδώς ενεργητική στη συσχέτισή της με μια άλλη δύναμη, η «προϋποθέτουσα ενέργεια» [=το προϋποθέτειν της],[16] που καταρχάς εμφανίζεται ως μια άλλη εξωτερική δύναμη [=διεγείρουσα δύναμη], εντοπίζεται στην πραγματικότητα στο εσωτερικό της. Επομένως, η κίνηση μέσω τής οποίας η δύναμη εκδιπλώνεται και αναπτύσσεται προς το εξωτερικό της, έναντι δηλαδή τής άλλης δύναμης, διέπεται μάλλον από το στοιχείο τής χωροκατακτητικής απόσπασης από τον ίδιο της τον εαυτό.
Με την πραγμάτωση τής εσωτερικής της ενότητας, την αποκάθαρσή της από τον «προσδιορισμό» (δηλ. την εσωτερική της διαίρεση) που της έχει επιβληθεί από τη μπουρζουαζία, η εργατική τάξη προβάλλει τον εαυτό της μεγεθυμένο στο πεδίο τής πάλης για την καταστροφή τού ιμπεριαλιστικού χώρου τοποθέτησης.[17] «Διεγερμένη» από την αστική καταπίεση, ενεργεί πλέον ως «δύναμη» και παίρνει μέρος στην ανταγωνιστική της συσχέτιση με τον «αντίπαλο»¸ έχοντας αυτοπροσδιορισθεί ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στην εσωτερική μορφή τής πρότερης αδυναμίας της. — Ομοίως και το άτομο θα μπορέσει, στο πλαίσιο των δεδομένων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, να ανοίξει τη στρόφιγγα τής δικής του δύναμης, μόνο εάν συγκρουστεί με το πλέγμα των αδρανών συνηθειών που του υπαγορεύουν οι περιστάσεις.
Η καθαρή ικανότητα χωροκατακτητικής επέκτασης μιας ετερογενούς ποιότητας συνιστά τη μη-απεικονίσιμη εσωτερική κινητήρια δύναμη τής συσχέτισης.
Ή, όπως το θέτει ο Χέγκελ, «η ενεργητικότητα είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό» (ΕτΛ, σελ.304).
Αυτό το στοιχείο τής απόσπασης από τον εαυτό, ή, αν προτιμάτε, τής εσωτερικής εξωτερίκευσης, ο Χέγκελ το αποκαλεί «άπειρο [ή απειρότητα] τής δύναμης». Πρόκειται δε για το τρίτο σκέλος τής παρουσίασης τού ζητήματος. Το να κάνει κανείς λόγο για την άπειρη διάσταση τής δύναμης ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό τής πράξης ως συσχέτισης, ισοδυναμεί δηλαδή με την αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής πρακτικής. Το «άπειρο τής δύναμης» δεν είναι τίποτε άλλο από το αξίωμα τού Φάουστ τού Γκαίτε: «εν αρχή ην η πράξη».
Το εν λόγω άπειρο τής εξωτερίκευσης οδηγεί στην τελική διαλεκτική τού κεφαλαίου, όπου βλέπουμε το εσωτερικό και το εξωτερικό να αλληλοσυμπλέκονται:
Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε [καθένας] από τούτους τους δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ’ αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια τού άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσδιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. (ΕτΛ, σελ.308)
Ένα μάτι εκπαιδευμένο στη λακανική θεωρία θα αναγνωρίσει εδώ την καίρια[18] εμφάνιση τής τοπολογίας τού Υποκειμένου η οποία απεικονίζεται μέσω των μη-προσανατολίσιµων επιφανειών, όπως είναι για παράδειγμα η ταινία τού Μέμπιους. Όσο για εμάς, αναγνωρίζουμε εν προκειμένω ότι, στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, ο χώρος τής τοποθέτησης και το έκτοπο συσχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να τεθεί ο δεύτερος όρος ως απλό εξηρημένο εξωτερικό τού πρώτου.
Στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, η ιστορική ουσία τής ενότητας των αντιθέτων έγκειται στο ότι η εν λόγω ενότητα δεν συνιστά προσανατολίσιμη συσχέτιση — και αυτό παρόλο που το μη-προσανατολίσιμο μπορεί μόνον να οριοθετηθεί δυνάμει ενός υποκειμένου (δομικού) προσανατολισμού.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το προλεταριάτο ως πολιτική τάξη (νοούμενο δηλαδή ως «δύναμη») θα έρχεται σε «σχέση» με τη μπουρζουαζία με τη μορφή μιας καθόλα ιστορικής ενότητας τής πάλης [των αντιθέτων], τής οποίας[19] δεν θα είναι δυνατή η «κατανομή»[20] ανά πεδίο τού κοινωνικού όλου και η οποία [ενότητα], επιπλέον, θα παρέχει δομή σε ένα και το αυτό ον (τον λαό) — πράγμα που όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά, αντίθετα, επιβάλλει τον [ανα-]προσανατολισμό τής ταξικής «θέσης» προς το τεθειμένο/τοποθετημένο της θεμέλιο: τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.
Ενδεικτικό τής σημασίας που έχει η εν λόγω τοπολογική ενότητα των αντιθέτων, η οποία, υπό την κυριαρχία τής δύναμης, προβαίνει στη συσχέτιση εσωτερικού και εξωτερικού, είναι, αφενός μεν, ότι αντιπροσωπεύει για τον Χέγκελ, ούτε λίγο ούτε πολύ, την «ενότητα τής ουσίας και τής ύπαρξης» (ΕτΛ, σελ. 315), αφετέρου δε, ότι αποτελεί το κομβικό μεταβατικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το κείμενο τής Μεγάλης Λογικής.
Όσον αφορά την υλιστική διαλεκτική, αν συναντήσετε κάτι προχωρώντας στα τυφλά μέσα στον λαβύρινθο τής δύναμης — στον λαβύρινθο τού έξω και τού μέσα, τής νύχτας και τής καταχνιάς, εκεί όπου ο χώρος ούτε τοποθετεί ούτε εκτοπίζει — αυτό δεν θα είναι άλλο από το Υποκείμενο, έναν Μινώταυρο χωρίς Θησέα.[21]
Τότε, λοιπόν, το υποκείμενο (κάθε υποκείμενο) θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει τη θέση του,[22] στο μέτρο που η ιδιαίτερη ποιότητά του συνίσταται στον στραβισμό του [d’être désorienté].[23]
[1] [πβ. το μεταγενέστερο κείμενο τού P. Macherey “Eins teilt sich in zwei” (γερμ. μτφρ) [1988] (που δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στις «Θέσεις» [1995]· [Histoires de dinosaure-Faire de la philosophie-1965/1997]]
[2] [Il y a ceci, dont cela n’est pas: στου οποίου την ταυτότητα (ή το είναι) δεν μετέχει αυτό-εκεί]
[3] [Y-a d’l’un: η φράση έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ποικιλοτρόπως («υπάρχει κάτι σαν το ένα», «υπάρχει το Ένα», «το μόνο που υπάρχει είναι το ένα» κ.ο.κ.)]
[4] [conviviale]
[5] [sollicite: διεγείρει· βλ. κατωτέρω]
[6] [sursumer: νεολογισμός των γάλλων μεταφραστών τής Λογικής, από το λατινικό «sursum corda» («άνω σχώμεν τας καρδίας»)]
[7] [Επιστήμη τής Λογικής, Α Τόμος, Βιβλίο ΙΙ, εκδ. Δωδώνη, 1998, (Μετφρ. Δ.Τζωρτζόπουλος)]
[8] [ο χώρος τοποθέτησης είναι η διαμεσολάβηση τής ποιότητας]
[9] [Μετφρ. τροποποιημένη· σε αγκύλες με πλάγιους χαρακτήρες οι δικές μου προσθήκες/τροποποιήσεις]
[10] Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει, να διαβάσετε το παραμύθι τού Χ.Κρ. Άντερσεν «Κάθε τι στη θέση του» [Alt på sin rette plads], όπου η μουσική τής φλογέρας παίζει το ρόλο τής εγελιανής «δύναμης»]
[11] [από αυτή: από τη θέση του ή από το όλο στο οποίο εμπεριέχεται· s’en exclure: η αντωνυμία en παραπέμπει είτε στη θέση είτε στο Όλο]
[12] [αυτοκατάργηση: ως υποκείμενο νοείται ο «χώρος τοποθέτησης» και όχι το «έκτοπο»]
[13] [τριαδική]
[14] [tätigkeit: πράξη, έργο κ.ο.κ.]
[15] [«τής διέγερσης»]
[16] [«Η παρούσα για τη δύναμη εσωτερικότητα είναι, λοιπόν, η ίδια η δική της προϋποθέτουσα ενέργεια, η οποία το πρώτον είναι τεθειμένη ως μια άλλη δύναμη» (ΕτΛ, σελ.300)]
[17] [se projette expansivement dans la lutte destructrice contre l’esplace impérialiste: πρόκειται για σύμφυρση τής κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας τής φράσης «se projette dans» («χωρική προβολή» και «αντίληψη/κατανόηση τής θέσης της»)]
[18] [cruciale: κρίσιμη αλλά και «χιαστί»]
[19 [τής οποίας: ενότητας]
[20] [πβ. ανωτέρω: «Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών — χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί — η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο κ.λπ. »— Στο εξής, θα υπάρχουν δύο δομούσες ολικές «ποιότητες»]
[21] [χωρίς Θησέα: «χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση» (βλ. ανωτέρω)]
[22] [ή εναλλακτικά, «να προσπερνά τη θέση που του έχει ανατεθεί»]
[23] [στο λεξικό τού Μπαμπινιώτη διαβάζουμε: «αλλήθωρος ή αλλοίθωρος: […] η παλαιότερη γραφή τής λέξης με -οι- στηρίζεται στην παραγωγής της από το «ἀλλοῖα θεωροῦντες > ἀλλοιόθωρος > ἀλλοίθωρος»· πβ. επίσης ἀλλοῖος: ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, άλλης ποιότητας, διαφορότροπος [Δημητράκ.]]