Théorie du Sujet, σελ. 21-30 (Διόρθωση τής μετάφρασης) [pdf]
7 Ιανουαρίου,1975
Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στον βαθμό που περιέχεται σε αυτό.
Ο παλιός Χέγκελ χωρισμένος στα δύο — Σχάση, προσδιορισμός, όριο — Χώρος-θέσης και έκτοπο — Αριστερές και δεξιές παρεκκλίσεις
1
Υπάρχουν δύο διαλεκτικές μήτρες στον Χέγκελ και είναι αυτό που μετατρέπει την περίφημη ιστορία τού κουκουτσιού και τής σάρκας σε μια πραγματική σπαζοκεφαλιά. Στον Χέγκελ, είναι ο ίδιος ο πυρήνας που είναι διαρρηγμένος, όπως σε αυτά τα ροδάκινα που είναι επί πλέον ενοχλητικό να τα τρως και των οποίων το σκληρό εσωτερικό αντικείμενο σπάει γρήγορα σε δύο μέρη που περιστρέφονται ανάμεσα στα δόντια.
Στο ροδάκινο υπάρχει όμως και ο πυρήνας τού κουκουτσιού, η πικρή ψίχα τής αναπαραγωγής του ως δέντρο. Αλλά από την εγελιανή διαίρεση δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να συναγάγουμε κάποια δευτερογενή ενότητα, ούτε καν μια ενότητα πικρή σαν φαρμάκι.
Πρέπει να κατανοήσουμε αυτό που ο Λένιν δεν έπαψε ποτέ να επαναλαμβάνει: το συνοπτικό ευαγγέλιο τού υλισμού τής εγελιανής φιλοσοφίας! Τι νόημα άλλωστε θα είχε να αντιδιαστέλλουμε έναν (υποτιθέμενα αποδεκτό) διαλεκτικό πυρήνα από το (βδελυρό) ιδεαλιστικό του περίβλημα; Η διαλεκτική, καθόσον είναι ο νόμος τού είναι, είναι κατ’ ανάγκη υλιστική. Αν ο Χέγκελ την άγγιξε, τότε θα πρέπει να ήταν υλιστής. Η άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα ήταν αυτή μιας εγελιανής «ιδεαλιστικο-διαλεκτικής», εν ολίγοις μιας «διαλεκτικής» χωρίς ίχνος πραγματικού, ούτε καν με τη μορφή μιας ανεστραμμένης συμβολικής ένδειξης (που, όπως το έθεσε ο Μαρξ, θα στεκόταν πάνω στο κεφάλι της).
Οπότε στην καρδιά τής εγελιανής διαλεκτικής πρέπει να διακρίνουμε δύο διαδικασίες, δύο έννοιες τής κίνησης, και όχι απλώς μια κατ’ αρχήν μεν ορθή οπτική για το γίγνεσθαι, που, υποτίθεται, θα διαβρωθεί στη συνέχεια από ένα «υποκειμενικό» γνωσιακό σύστημα.
Επομένως, θα πρόκειται:
α) αφενός, για μια διαλεκτική μήτρα που θα καλύπτεται από τον όρο τής αλλοτρίωσης· την ιδέα, δηλαδή, τής εκδίπλωσης ενός απλού όρου στο πλαίσιο τής διαδικασίας τού «έτερον-γίγνεσθαι», κατά τρόπον ώστε να επιστρέφει στον εαυτό του ως απόλυτη έννοια·
β) και, αφετέρου, για μια διαλεκτική μήτρα τής οποίας τελεστής είναι η σχάση· με άλλα λόγια, το μοτίβο ότι κάθε ενότητα είναι διαιρεμένη, χωρίς καμία επιστροφή-στον-εαυτό [της] και χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ αρχής και τέλους (ούτε καν με τη μορφή τού «ολοκληρωμένου κομμουνισμού» ως «επιστροφή» — μετά το στάδιο τής εξωτερίκευσης στο Κράτος — στην [απόλυτη] «έννοια», σε σχέση με την οποία ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» θα είχε το ρόλο [ή τη θέση] τής απλής αμεσότητας.
Αλλά τα πράγματα απέχουν πολύ από το να είναι τόσο απλά.
2
Ας ξεκινήσουμε από μια «κούφια» έννοια, δηλαδή από μια περιορισμένη και συνάμα εξαιρετικά γενική έννοια και, πιο συγκεκριμένα, από την έννοια τού «κάτι», που είναι η πρώτη μορφή τού είναι-εκεί στη Λογική τού Χέγκελ.
Σε αυτό το «κάτι» ο Χέγκελ θεμελιώνει την ίδια τη δυνατότητα έναρξης τής διαλεκτικής τού Ενός και των πολλών, τού απείρου και τού πεπερασμένου· με άλλα λόγια, την αρχή εκείνου που εμείς οι ορθόδοξοι μαρξιστές αποκαλούμε ποσοτική συσσώρευση, που ως γνωστόν θεωρείται ότι συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποιοτικού άλματος.
Επιπλέον, εκείνο που προκαλεί απορία είναι ότι στη Λογική τού Χέγκελ όλα αυτά θα τα βρείτε κάτω από την επικεφαλίδα «ποιότητα», που, όσον αφορά τη σειρά παρουσίασης, προηγείται τής ποσότητας.
Ωστόσο, όπως πάντα, αποδεικνύεται ότι ο Χέγκελ είναι αυτός που έχει δίκιο. Κι αυτό γιατί τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί για το Ένα χωρίς την ενασχόληση με το ποιοτικό και τη δύναμη. Αυτός είναι ο λόγος που ένας από τους στόχους τής παρούσας συζήτησης είναι η απόδειξη τού ότι το διάσημο «άλμα» από το ποσοτικό στο ποιοτικό ουδόλως συνιστά τον «αντικειμενικό» πήχη που κάνει όλα τα [πολιτικά] θερμόμετρα να χτυπάνε [κομμουνιστικό] «κόκκινο», αλλά, απεναντίας, συνεπάγεται και εμπεριέχει ένα «υποκειμενικό» αποτέλεσμα.
Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η ιδεαλιστική του τάση τον ωθεί πάντοτε να συναγάγει το «όλο» επί τη βάσει ενός απλού όρου, ο Χέγκελ καταπιάνεται με την κατασκευή τού πολλαπλού (τού αριθμήσιμου). Αλλά πώς μπορεί το πολλαπλό να έλκει την καταγωγή του από το Ένα, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα; Αυτό είναι ένα ερώτημα τόσο παλιό όσο η φιλοσοφία, που όμως πάντοτε αποκτά ιδιαίτερη σημασία για όσους ισχυρίζονται ότι ιστορικοποιούν το Όλο, αντί απλώς να περιγράφουν τον νόμο τής εγκαθιδρυμένης τάξης του. Ήδη από τους Πατέρες τής Εκκλησίας, αυτούς τους σπουδαίους θεμελιωτές τής εννοιακής ιστορίας, θεωρήθηκε αναγκαίο να δικαιολογηθεί το παράδοξο ότι ο Θεός, η απόλυτη μορφή τού Ενός, ήταν σε θέση να συντρίψει ένα αενάως πολλαπλό σύμπαν.[1] Είναι ένα πράγμα το να αποδείξει κανείς τον Θεό από τα φαινόμενα τής φύσης — από τον βάτραχο μέχρι τον μονόκερο (παραβλέποντας το ότι ο μονόκερος αποδεικνύει μάλλον την ύπαρξη τού Διαβόλου)· ωστόσο, πολύ δυσκολότερη είναι η απόδειξη των φυσικών θαυμάτων από την ίδια την ύπαρξη τού Θεού, καθόσον ο Θεός [το Ένα] είναι κατ’ ανάγκη το θαύμα των θαυμάτων.
Ο Χέγκελ είναι ο μοντέρνος ταχυδακτυλουργός αυτού τού εκκλησιαστικού παραδόξου. Αντί να υποστηρίξει ότι το Ένα δημιουργεί το Όλο, ο Χέγκελ θα δείξει ότι το Όλο είναι η ιστορία τού Ενός, δηλαδή ότι ο χώρος τού πολλαπλού είναι το αποτέλεσμα τού χρόνου που απαιτείται για την ανάπτυξη τής απόλυτης έννοιας. Ο Χέγκελ αντικαθιστά το στοιχείο τής «επίδειξης ισχύος» εκ μέρους τού θαυματουργού Δημιουργού με τον μόχθο, την οδύνη και την κυκλική διάρκεια ενός είδους αυτο-παρουσίασης, μέσω τής οποίας το απόλυτο φτάνει στην πλήρως εμφανισμένη ενατένιση/ανασκόπηση τού εαυτού του. Κατά συνέπεια, για τον Χέγκελ, η ολότητα τού κόσμου δεν συνίσταται παρά σε αυτήν την ιστορική διαδρομή εντός τής δαιδαλώδους πινακοθήκης τού Ενός.
Βεβαίως, η αρχική πράξη ισχύος,[2] που έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο συσκοτιστεί, ξεμυτίζει σε κάθε επόμενη παράγραφο τού κειμένου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι στη συσσώρευση των αυθαίρετων αυτών τοπικών διαταγμάτων έγκειται τόσο η υπομονετική κατασκευή τού οξυδερκούς αλλά ημιτελούς πλαισίου τού εγελιανού υλισμού, όσο και η κινητήρια δύναμη τού δυσκίνητου μηχανισμού τού όλου Συστήματος.
3
Ευθύς εξαρχής, ο Χέγκελ δεν περιορίζεται στο να θέσει απλώς και μόνο το «κάτι», αλλά θέτει συγχρόνως τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το κάτι και σε κάτι άλλο (Etwas und Anderes). Επομένως, αυτό που ομολογείται είναι ότι καμία διαλεκτική δεν είναι νοητή αν δεν προϋποθέτει τη διαίρεση. Είναι το Δύο που δίνει την έννοιά του στο Ένα, και όχι το αντίστροφο.
Φυσικά, ο Χέγκελ επιδίδεται σε κάθε είδους ακροβασίες προκειμένου να συγκαλύψει αυτή την ομολογία. Ειδικά στην πρώτη έκδοση τού 1812 — η οποία είναι περισσότερο ιδεαλιστική, διότι αντίθετα από ό,τι μερικές φορές ακούγεται, ο όψιμος Χέγκελ θα στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε κάποια μορφή τής αρχής τής πραγματικότητας — κάθε τι συμβαίνει ως εάν το «κάτι άλλο» να αποτελεί τη μετάθεση-μετατόπιση τού «κάτι», το κατηγορικό του γίγνεσθαι. Αλλά πρόκειται για προπέτασμα καπνού. Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ θα μελετήσει τη σχάση τού «κάτι» στο πλαίσιο μιας κίνησης που έχει ήδη δομηθεί στη βάση μιας πρότερης σχάσης, η οποία παραμένει, τρόπον τινά, κρυμμένη, διότι είναι κατ’ ουσίαν επαναληπτική: μιας σχάσης που επαναλαμβάνει το «κάτι» ως άλλο (ως κάτι-άλλο) στη θέση τού εαυτού του. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο επιτελεί η εισαγωγή τής Λογικής, όπου βλέπουμε το είναι και το μη-είναι να είναι το ίδιο πράγμα τεθειμένο δύο φορές. Εδώ, διαπιστώνει ξανά κανείς ότι η διαδικασία τής σχάσης μιας κατηγορίας μπορεί να γίνει αντικείμενο «παρατήρησης», μόνο επειδή έχει ρητά ή σιωπηρά προϋποτεθεί ως δυνατότητα αυτό το πρωταρχικό ελάχιστο διαφορικό: ο διπλασιασμός τού Ενός.
Χρησιμοποίησα τη διατύπωση αυτή, ότι δηλαδή πρόκειται για το «ίδιο πράγμα» που έχει τεθεί δύο φορές, διότι η ετερότητα δεν διαθέτει εδώ κανένα ποιοτικό στήριγμα. Βρισκόμαστε, αν θέλετε, στην αυγή τού ποιοτικού, έχοντας απέναντί μας τον δομικό του σκελετό. Αυτό-εδώ θα διαφέρει από εκείνο-εκεί λόγω ακριβώς τής δήλωσης τής διαφοράς τους, λόγω τής τοποθέτησής τους μέσω τής χρήσης ενός γραμματικού δείκτη. Κάποιος μπορεί να ονομάσει αυτήν τη χρονικά απειροελάχιστη στάση [ή αναστολή] τής αντίφασης δεικτική στάση [ή συγκειμενική αναστολή]. Υπάρχει το Α, αλλά υπάρχει και το (όροι που διαβάζονται ως εξής: «το Α ως τέτοιο» και «το Α κάπου αλλού», δηλαδή, στη θέση/τόπο p που αντιστοιχείται από τον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. από τον P).
Πρόκειται, επομένως, για το ίδιο Α δύο φορές κατονομασμένο, δηλαδή δύο φορές τοποθετημένο, πράγμα υπεραρκετό για την αλληλοδιαφθορά των δύο όρων.
Και αυτό γιατί το Α μπορεί να εξεταστεί είτε ως προς την καθαρή, κλειστή του ταυτότητα, είτε ως προς τη δεικτική διαφορά του έναντι τής δεύτερης εμφάνισής του. Το Α είναι μεν ο εαυτός του, αλλά συγχρόνως συνίσταται και στη δύναμή του να επαναλαμβάνεται, στην αναγνωσιμότητά του σε απόσταση από τον εαυτό του, στο γεγονός ότι στον τόπο p, στον άλλο τόπο, είναι πάντα το ίδιο Α που διαβάζουμε — παρά το ότι είναι «άλλο» [διαφέρει] από τον τόπο όπου στέκεται (πράγμα που ισχύει ακόμη και όταν βρίσκεται στο πουθενά) — και αυτό για τον απλό λόγο ότι εμφανίζεται επίσης και εκεί.
Ο Χέγκελ ονομάζει αυτούς τους δύο προσδιορισμούς το κάτι-καθ’ εαυτό και το κάτι-για-το-άλλο. Το «κάτι», ως καθαρή κατηγορία, είναι η ενότητα αυτών των δύο προσδιορισμών, η κίνηση τής δυαδικότητάς τους.
Αυτό είναι απόδειξη τού ότι για να σκεφτεί κανείς διεξοδικά ένα οποιοδήποτε πράγμα, πρέπει πρώτα να το χωρίσει στα δύο.
Ποιο είναι το νόημα τού κάτι-καθ’ εαυτό και τού κάτι-για-το-άλλο; Πρόκειται ακριβώς για την καθαρή και την τεθειμένη ταυτότητα· για το γράμμα και τον χώρο όπου σημειώνεται το γράμμα· για τη θεωρία και την πράξη.
Το δεδομένο τής ελάχιστης διαφοράς (το «κάτι» και το «κάτι άλλο») ανάγεται υποχρεωτικά στον σταθερό όρο τής διαφοράς, τ.έ. στο «πράγμα», είτε αυτό είναι κάτι είτε κάτι-άλλο. Όπως επισημάνθηκε, το Α (—και εδώ, στο Α, βρίσκεται η ουσία τής όλης υπόθεσης), είναι συγχρόνως Α και , όπου το
είναι ο γενολογικός όρος όσον αφορά κάθε δυνατή τοποθέτηση τού Α. Μπορεί επομένως να έχουμε
κ.ο.κ., όπου τα
έχουν ως πεδίο αναφοράς, για παράδειγμα, το P. Πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχει το άπειρο των τόπων. Το
είναι το Α υπό την ενική-γενική μορφή τής τοποθέτησής του. Ωστόσο, είναι πάντοτε με αυτόν τον τρόπο (δηλαδή ως τοποθετημένο) που το Α φανερώνεται κρυπτόμενο (διότι, ως τοποθετημένο, δεν είναι πλέον μόνο ο εαυτός του, Α, αλλά είναι συγχρόνως και ο τόπος του, το
. Επιπλέον, αυτό είναι κάτι που αληθεύει γενικά, για το άλβα ή βήτα πράγμα αλλά και για οποιοδήποτε εν γένει πράγμα.
Πρέπει λοιπόν να τεθεί η εξής καταστατική σχάση: .
Ο δείκτης p παραπέμπει στον χώρο τής τοποθέτησης P, στον τόπο κάθε δυνατού αναδιπλασιασμού τού Α. Σημειώστε ότι ο τόπος αυτός δεν χρειάζεται να είναι χωρικός ή γεωμετρικός: ο αναδιπλασιασμός μπορεί να είναι χρονικός ή ακόμη και πλασματικός.
Αυτό που ο Χέγκελ δεν λέει ξεκάθαρα είναι ότι, κατ’ αρχήν, το πραγματικό αρχικό αντίθετο τού «κάτι», τού Α, δεν είναι ένα άλλο πράγμα, ούτε καν το ίδιο το Α «τοποθετημένο» (το ). Όχι, το πραγματικό καμουφλαρισμένο αντίθετο τού Α είναι ο χώρος τής τοποθέτησης P, ο οποίος ακριβώς θέτει σε αντιστοιχία τον δείκτη με το «κάτι». Με άλλα λόγια, η δεδομενικότητα τού εσχασμένου Α, με τη διττή μορφή:
– τού καθαρού του είναι (Α) και
– τού τοποθετημένου-είναι του () (ή, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, τού οντολογικού και τού οντικού του είναι),
είναι το αποτέλεσμα, επί τού Α, τής αντίφασης η οποία υφίσταται μεταξύ τής καθαρής ταυτότητάς του και τού δομημένου χώρου στον οποίο αυτό ανήκει, δηλαδή τής αντίφασης μεταξύ τού είναι του και τού Όλου. Η διαλεκτική διαιρεί το Α πάνω στη βάση τής αντίφασης μεταξύ τού Α και τού P, τής αντίφασης μεταξύ τού υπαρκτού και τού τόπου του. Είναι αυτή η αντίφαση, το κρυφό μοτίβο τής οποίας είναι μαλλάρμειο («Δεν θα έχει λάβει τόπο τίποτα, πάρεξ ο τόπος»), η οποία, ενδοβολημένη στο Α, θεμελιώνει το πραγματικό του είναι ως σχάση.
Όλα αυτά αποτελούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μια προεικόνιση, διότι, στην πραγματικότητα, η αντίφαση μεταξύ τού Α και τού P αντιτάσσει μια δύναμη στο σύστημα των τόπων και δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε αυτό το σημείο τής συζήτησης.
Ας μου επιτραπεί όμως εδώ να ρίξω — άπλετο — φως στην εν λόγω υπόθεση:
Το πραγματικό αντώνυμο τού προλεταριάτου δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά ο αστικός κόσμος, η ιμπεριαλιστική κοινωνία, συστατικό στοιχείο τής οποίας αποτελεί κατά κοινή ομολογία το προλεταριάτο και μάλιστα με τη διττή μορφή τής κύριας παραγωγικής δύναμης και τού ανταγωνιστικού πολιτικού πόλου, πράγμα το οποίο πρέπει να υπογραμμιστεί. Η περίφημη αντίφαση μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι ένα περιορισμένο δομικό σχήμα που αδυνατεί να συλλάβει τη διαδικασία στρέψης τού Όλου, το δυναμικό διάγραμμα τής οποίας[3] καταρτίζεται από το ίδιο το προλεταριάτο ως υποκείμενο. Το να συνεχίζουμε να μιλάμε για την αντίθεση προλεταριάτου και μπουρζουαζίας είναι σαν να παίζουμε την κολοκυθιά εγκλωβισμένοι εντός των ορίων τού εγελιανού επινοήματος. Έτσι, κουβέντα να γίνεται για το «κάτι» και το «κάτι-άλλο». Και γιατί αυτό; Επειδή το σχέδιο τού προλεταριάτου, το ενδόμυχό του είναι, δεν συνίσταται στο να αντικρούει τους ισχυρισμούς τής μπουρζουαζίας ή στο να πριονίζει τα πόδια της. Το σχέδιό του δεν είναι άλλο από τον κομμουνισμό. Συνίσταται δηλαδή στην κατάργηση κάθε τόπου όπου μπορεί να εγκατασταθεί κάτι παρόμοιο με το προλεταριάτο. Το πολιτικό σχέδιο τού προλεταριάτου είναι επομένως η εξαφάνιση τού χώρου τής τοποθέτησης των τάξεων. Συνίσταται, όσον αφορά το συγκεκριμένο ιστορικό «κάτι» [δηλ. όσον αφορά το προλεταριάτο], στην εξάλειψη κάθε εν γένει δείκτη τής τάξης.
Θα μου πείτε, και τι γίνεται με τον σοσιαλισμό, όπου, στην πραγματικότητα, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο βρίσκονται περισσότερο από ποτέ σε πόλεμο, πόλεμο που, μεταξύ άλλων μπορεί να λάβει και τη πρωτόγνωρη μορφή των λεγόμενων πολιτιστικών επαναστάσεων; Λοιπόν, ο σοσιαλισμός δεν υπάρχει. Είναι απλώς ένα όνομα που παραπέμπει σε ένα σκοτεινό και παράδοξο σύμπλεγμα νέων συνθηκών στις οποίες η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού καθίσταται κάπως ευκρινέστερη. Ο όρος «σοσιαλισμός» χαρακτηρίζει μια εμφανιζόμενη μετάλλαξη στον χώρο τοποθέτησης των τάξεων. Ο σοσιαλισμός είναι το P´ στη θέση τού P. Αν υπάρχει κάποιο σημαντικό στοιχείο στον Μαρξισμό, το οποίο ο 20ός αιώνας επιβεβαιώνει σχεδόν μέχρι αηδίας, αυτό είναι ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διογκώνουμε τη σημασία τού ζητήματος τού «σοσιαλισμού» και τής «οικοδόμησής» του. Το πραγματικό ερώτημα — ή καλύτερα το ακριβές ερώτημα — είναι ο κομμουνισμός. Αυτός είναι ο λόγος που ανέκαθεν η πολιτική επεκρέματο τού Κράτους, χωρίς να ανάγεται περιοριστικά σε αυτό. Όλα αυτά δεν μπορούν ποτέ να αναχθούν στη δυαδική φτώχεια τής αντίφασης μεταξύ των δύο όρων, τού προλεταριάτου και τής μπουρζουαζίας. Ο Μαρξισμός αρχίζει πέρα από αυτή την αντίφαση.
4
Ακολουθώντας, λοιπόν, τον Χέγκελ, θέτουμε τη σχάση , η οποία αντιπροσωπεύει το αποτέλεσμα τής πλήρως αποκρυμμένης συγκρουσιακής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στο Α και τον «διαμοιραστή» των θέσεων/τόπων με τους οποίους αυτό συνδέεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε τι που υπάρχει είναι συγχρόνως ο εαυτός του και ο εαυτός-του-σύμφωνα-με-τη-θέση του.
Ωστόσο ο Χέγκελ λέει ότι αυτό που καθορίζει τον εσχασμένο όρο, αυτό που του δίνει τη μοναδικότητα τής ύπαρξής του, δεν είναι βεβαίως το Α — ο έγκλειστος στον εαυτό του γενολογικός όρος, ο οποίος δεν επιδέχεται κανενός είδους διαλεκτικής — αλλά μάλλον το , δηλαδή το Α νοούμενο σύμφωνα με το αποτέλεσμα τής διαδικασίας δόμησης τού όλου εντός τού οποίου αυτό εγγράφεται.
Δείτε, για παράδειγμα, την εξής περίπτωση: αν η εργατική τάξη είναι διαιρεμένη στο εσωτερικό της — ακόμη και κατά τη διάρκεια των πλέον δραματικών επεισοδίων που σημαδεύουν τα μαζικά κινήματα — διαιρεμένη ανάμεσα στο προσάναμμα τής πραγματικής πολιτικής της ταυτότητας και τη λανθάνουσα διάβρωσή της από τις αστικές ή ιμπεριαλιστικές ιδέες και πρακτικές, τότε αυτό οφείλεται σίγουρα στην επίδραση τού παράγοντα εκείνου που εξακολουθεί να υπαγορεύει τη θέση τής εργατικής τάξης μέσα σε ένα (εθνικό ή παγκόσμιο) Όλο, το οποίο κυβερνάται από το κεφάλαιο και τις αυτοκρατορίες. Αυτός λοιπόν είναι ο παράγοντας που, στα πλαίσια τής πρακτικής ενότητας μιας εξέγερσης, θα συγκολλά μεταξύ τους δύο τόσο ασύμφωνους προσανατολισμούς εντός των κόλπων τής εργατικής τάξης και ο οποίος, στο πλαίσιο τής διαιρέσιμης επαφής τής εργατικής τάξης με το αντίθετό της, θα μετατρέπει την καθαρή ανάδυση τού εαυτού της σε μια διαδικασία εκκαθάρισης.[4]
Αυτό ισχύει ακόμα και στον σοσιαλισμό. Το 1967, σε όλα τα μεγάλα κινεζικά εργοστάσια, οπλισμένες φράξιες έρχονται μεταξύ τους σε σύγκρουση. Ο Μάο, λοιπόν, δηλώνει: «τίποτα το σημαντικό δεν διαιρεί την εργατική τάξη». Πρόκειται μήπως για μια διαπίστωση όσον αφορά την ύπαρξη ενός σταθερού και πάγιου τόπου; Όχι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια Οδηγία μάχης, που υποδεικνύει ότι το προλεταριάτο πρέπει να πρωτοστατήσει στην επανάσταση και ότι αυτός είναι ο ιστορικός προσανατολισμός τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητά του, με άλλα λόγια, η ίδια του η ύπαρξη (ως πολιτικό υποκείμενο).
Επομένως, το καθετί θα αυτοσχετίζεται απέχοντας από εκείνο που επέχει τη θέση τού εαυτού του.[5]
Άρα, αν έχουμε τη σχέση , τότε αυτή η σχέση θα καθορίζεται από την επίδραση που ασκείται στο A από τον χώρο P μέσω τής αντιστοίχισης ενός δείκτη. Θα γράψουμε έτσι:
, πράγμα που συνιστά μια πρώτη τυποποίηση τού προσδιορισμού τής σχάσης, ένα πρώτο αλγόριθμο για την ενότητα των αντιθέτων.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για αυτό το οποίο ο Χέγκελ αποκαλεί Bestimmung.
Ο προσδιορισμός [Bestimmung] θα διαιρείται, με τη σειρά του, από αυτό που ο ίδιος ενοποιεί. Ένα από τα ισχυρά σημεία τής διαλεκτικής είναι η κατανόηση τού τρόπου με τον οποίο το «Ένα» τής ενότητας των αντιθέτων θεμελιώνει, μέσα στο ίδιο του το είναι, την εναντιότητα.
Ας αρχίσουμε δίνοντας το εξής παράδειγμα: στη συγκεκριμένη ιστορική της έκφανση, η εργατική τάξη θα είναι πάντοτε η αντιφατική ενότητα τού εαυτού της ως προλεταριάτου και τής κάθε φορά συγκεκριμένης αστικής αναστροφής της (—που, σήμερα, αντιπροσωπεύεται από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό, από το ΚΚΓ, από τα συνδικάτα, καθώς και από οτιδήποτε άλλο οργανώνει την προσχώρηση τής εργατικής τάξης στην ιμπεριαλιστική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και τής υιοθέτησης τής ιδέας τής διαχείρισης τής κοινωνίας αυτής προς άμεσο όφελος και για λογαριασμό τής εργατικής αριστοκρατίας, πράγμα που δικαιολογείται εν μέρει από το φαινόμενο τού κρατικο-γραφειοκρατικού καπιταλισμού). Η εν λόγω ενότητα των αντιθέτων θα προσδιορίζεται (υπό την έννοια τού εγελιανού Bestimmung) από τον εν γένει αστικό χώρο, που θα αποτελεί συγχρόνως το πεδίο τής πιθανής συγκρότησης τής ενότητας τού πολιτικά ενεργού, μαρξιστικού προλεταριάτου αλλά και τής εργατικής τάξης ως Τόπου τής νέας κρατικο-γραφειοκρατικής μπουρζουαζίας (τού ρεβιζιονισμού). Επομένως θα έχουμε: Α = “εργατική τάξη” και P = “σύγχρονη ιμπεριαλιστική κοινωνία”. Αυτό μας δίνει τη σχέση “μοντέρνος ρεβιζιονισμός” και τον αλγόριθμο
, ο οποίος δηλώνει ότι το στοιχείο που προσδιορίζει σήμερα τη διαλεκτική ενεργό πραγματικότητά τού προλεταριάτου είναι το εσωτερικό του διαζύγιο από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό.
Αλλά τι σημαίνει εδώ «προσδιορισμός»; Δύο πράγματα:
— Αφενός μεν ότι ο μαχητικός μαρξιστικός πυρήνας τής εργατικής τάξης προσδιορίζεται από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία. Πρόκειται για διαλεκτικό προσδιορισμό με την αυστηρή έννοια τού όρου, πράγμα που μπορεί να γραφτεί ως εξής: .
— Αφετέρου δε ότι, σε τελική ανάλυση, ο ρεβιζιονισμός αποτελεί, ολοένα και περισσότερο, τη συγκεκριμένη, ομοιογενή και προσαρμοσμένη στην εργατική τάξη μορφή τού γενικού αστικού και ιμπεριαλιστικού χώρου P. Στον αγώνα αυτοκάθαρσής του από το άγος τού ρεβιζιονισμού, το προλεταριάτο ξεμπροστιάζει (—αυτή είναι η αρμόζουσα διατύπωση) το μέρος τού εαυτού του που εμπλέκεται με τον ρεβιζιονισμό, αντιμετωπίζοντάς το πλέον ως αναπόσπαστο μέρος τού εξωτερικού ανταγωνιστικού όρου, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά η ιμπεριαλιστική κοινωνία τής οποίας το ΚΚΓ, τα συνδικάτα κ.ο.κ. είναι οι σύγχρονοι, ενεργοί και δυναμικοί φορείς. Επομένως, ο προσδιορισμός θα επανασυσπειρώνει — θα επαναλαμβάνει — απλώς και μόνο τον χώρο τής τοποθέτησης, τη γενική ετερότητα P, όπου το p θα είναι δείκτης για το Α. Αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: , πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει τρόπον τινά τον νεκρό κλάδο τής διαλεκτικής διαδικασίας, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο προσδιορισμός τής σχάσης, δηλ.
, προέρχεται από το γεγονός ότι το Α εξ-ίσταται[6] αποκλειστικά και μόνο εντός τού τόπου P. Πρόκειται λοιπόν για το αδρανές διαιρετό τμήμα τού συνολικού προσδιορισμού, ενώ το άλλο κομμάτι του (που σημειώνεται ως εξής:
θα αντιπροσωπεύει, για το A, τον ενδόμυχο πυρήνα τού προσδιορισμού. Μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο προσδιορισμός οποιουδήποτε εσχασμένου υπαρκτού είναι επιμεριστικός:
Μιλάει άραγε ο Χέγκελ για αυτούς τους νεκρούς κλάδους τής διαλεκτικής διαδικασίας; Βεβαίως. Τις αποκαλεί μάλιστα «υποτροπές» (Rückfalle). Είναι η σκιά που ρίχνει ο τόπος στην καθαρή υποβλητική του διάσταση, ενώ ο προσδιορισμός θα αντιπροσωπεύει το καινοφανές στοιχείο.
Σε αυτό λοιπόν το στάδιο, έχουμε πλέον στη διάθεσή μας τις εξής σπουδαίες διαλεκτικές έννοιες, οι οποίες μάλιστα έχουν απόλυτα γενική οντολογική εφαρμογή:
α) τη διαφορά τού πράγματος από τον εαυτό του, Α και , η οποία θα κυριαρχείται από την αντίφαση που υφίσταται μεταξύ τής δύναμης Α και τού χώρου τής τοποθέτησης P, η δεικτική περίπτωση[7] τού οποίου [χώρου], όσον αφορά το A, θα αντιπροσωπεύεται από το
. Το ουσιαστικό σημείο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι είναι η αντίφαση που κυριαρχεί επί τής διαφοράς, και όχι το αντίστροφο.
β) τη σχάση ως τη μόνη μορφή ύπαρξης κάθε εν γένει πράγματος: .
γ) τον προσδιορισμό ως ενότητα τής σχάσης, που μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά και μόνο με βάση τον δεικτοδοτημένο όρο (και όχι με βάση τον καθαρό όρο): .
δ) τη σχάση τού προσδιορισμού που θα λαμβάνει τις ακόλουθες μορφές, ανάλογα με τον όρο στον οποίο εφαρμόζεται ο προσδιορισμός:
– προσδιορισμός τού νέου, ·
– υποτροπή: .
Η ουσία τής υποτροπής έγκειται στον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. στον τόπο P.
Ορολογική παρατήρηση: αν επιλέξουμε να αντιδιαστείλουμε την έννοια τής «δύναμης» από αυτήν τής «θέσης» (—επιλογή που προκρίνεται στο παρόν κείμενο), θα ενδείκνυται, εν πάση περιπτώσει, η χρήση τού όρου «χώρος τής τοποθέτησης», προκειμένου να δηλωθεί η δράση τής δομής· προτιμότερο όμως θα ήταν να εισάγουμε τον νεολογισμό «χώρο-θέσης» [=«χώρος τής τοποθέτησης»]. —Αν, αντιθέτως, χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τόπο», που παραπέμπει περισσότερο στον Μαλαρμέ, τότε θα χρειαστεί να κάνουμε λόγο, χρησιμοποιώντας το ιδίωμα τού Λακάν, για «τοποτηρητεία» αντί για «θέση». Τότε όμως θα ήταν παράταιρο να χρησιμοποιηθεί ο όρος «δύναμη» για τον χαρακτηρισμό τής α-δομικής τοπολογικής, οπότε προτιμότερο θα ήταν να αντικατασταθεί ο όρος «δύναμη» με τον όρο «έκτοπο».
Στη γεμάτη πριονίδια αρένα τής κατηγοριακής πάλης, η διαλεκτική θα είναι το έκτοπο έναντι τού τόπου.
5
Η υποτροπή θα είναι το αδρανές αρνητικό τού αυστηρού προσδιορισμού [δηλ. τού ], μόνον εάν ο αυστηρός προσδιορισμός θα ενσωματώνει μια ειδική αντίσταση τού όρου Α, υπό την έννοια ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν θα επιτρέπει τον εξαντλητικό του προσδιορισμό από την δεικτική του εξειδίκευση
. Διαφορετικά, το
θα καταποντίζεται στο
. Με άλλα λόγια, θα έχουν εκδηλωθεί μόνον υποτροπές. Αυτή είναι η αρχή τού στρουκτουραλισμού σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις του.
Αλλά ούτε εγώ ούτε ο Χέγκελ είμαστε στρουκτουραλιστές. Για παράδειγμα, εγώ πιστεύω ότι, στην ειδική μορφή τού ανταγωνιστικού του προσδιορισμού από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία, το προλεταριάτο εμφανίζεται ως μια λαμπρή θετική καινοφάνεια, με τη μορφή μάλιστα ενός ολοκληρωτικά μετασχηματισμένου μαρξισμού (μαοϊσμός). Αυτό συνέβη, δειλά, στη διάρκεια τού Μάη ’68 στην Γαλλία, και, με μεγάλο ντόρο, τον Ιανουάριο 1967 στην Κίνα. Η προσιδιάζουσα στο Α εσωτερικότητα έρχεται έτσι να προσδιορίσει τον προσδιορισμό: στην Πολιτιστική Επανάσταση είναι ο εξεγερμένος λαός που, σε τελική ανάλυση, προσδιορίζει τη νέα γραφειοκρατική μπουρζουαζία, η οποία, όπως επισημάνθηκε, αντιπροσωπεύει τον ολικό προσδιορισμό τού ίδιου τού επαναστατικού ανταγωνισμού. Με την επιφύλαξη τής περίπτωσης που το νεοφανές τής διαλεκτικής διαδικασίας θα ακυρωθεί μέσω τής καθαρής υποτροπής του στον P (τον τόπο ή τον χώρο τής τοποθέτησης), είναι επομένως απαραίτητο να θέσουμε και τον προσδιορισμό τού προσδιορισμού, δηλαδή: .
Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαδικασία στρέψης, μέσω τής οποίας η δύναμη [εργατική τάξη] επανεφαρµόζεται σε αυτό [ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία] από το οποίο έλκει την εναντιωματική της ύπαρξη.
Με τη σειρά του, ο προσδιορισμός τού προσδιορισμού θα διαιρείται κατά τρόπο επιμεριστικό, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο προσδιορισμός. [βλ. διάγραμμα]
Μπορεί έτσι να πρόκειται για μια απλή επανεπιβεβαίωση τής καθαρής ταυτότητας τού Α: , δηλαδή, για μια καθαρή ανάδυση τού εαυτού του, σε εναντίωση με (αλλά έξω από) τον προσδιορισμό, — και μάλιστα κατ’ αυστηρό παραλληλισμό με τη διαδικασία υποτροπής στο P [βλ. διάγραμμα, β΄ κλάδο]. Στην περίπτωση αυτή θα υπάγεται, για παράδειγμα, μια εξέγερση χωρίς μέλλον, όπου το μαχητικό τμήμα τής [γαλλικής] εργατικής τάξης θα ερχόταν αντιμέτωπο με τη νέα μπουρζουαζία τού ΚΚΓ και των συνδικάτων αποκλειστικά και μόνο εν’ ονόματι τής χαμένης τους καθαρότητας και, επομένως, με μόνο επίδικο ζήτημα την «προδοσία» τού ΚΚΓ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται κατανοητή η εσωτερική ιδιομορφία τού συγκεκριμένου νεοαστικού φαινομένου [τής «προδοσίας τού ΚΚΓ»]. Κάτι τέτοιο συνέβη, σε μεγάλο βαθμό, τον Μάη τού ’68, οδηγώντας αρκετούς να ονειρεύονται είτε ένα «ανακαινισμένο» ΚΚΓ, είτε μια νέα κεκαθαρμένη εργατική τάξη στα πρότυπα των μεγάλων προγόνων της τού 19ου αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ενδόμυχη δύναμη τού Α θα επανασυσπειρώνεται με σκοπό να συμμετάσχει στην ψευδαισθητική αναπαράσταση τού δράματος τού αυτοεγκλεισμού της και τής παρεπόμενης αδυναμίας της να επωμιστεί τον προσδιορισμό.
Επομένως, θα υπάρχει η παρέκκλιση «στα δεξιά», η οποία παρεκτείνει την αντικειμενική βαρβαρότητα τού τόπου P, αναιρώντας τη δυνατότητα ύπαρξης τού νέου που ενυπάρχει στο παλιό. Αλλά θα υπάρχει και η αναπόφευκτη παρέκκλιση «στα αριστερά», η οποία θα διεκδικεί την πρωταρχική, αυθεντική καθαρότητα τής δύναμης, καθώς θα αρνείται, τρόπο τινά, να αναγνωρίσει το παλιό που ενυπάρχει στο νέο, δηλαδή, τον προσδιορισμό. Τα σχήματα για αυτές τις δύο παρεκκλίσεις είναι , και
.
Αλλά εάν το ζητούμενο δεν είναι αυτή η επανεδραίωση των ουσιωδών [απ]αρχών, τότε επίδικο δεν μπορεί παρά να είναι η αποτελεσματική διαδικασία περιορισμού τού προσδιορισμού, η επενέργεια τής δύναμης πάνω στον τόπο, η διαφορική απόκλιση τού Α, που, επιστρέφοντας στον προσδιορισμό του, επιχειρεί να περιορίσει το πεδίο τής δεσμευτικής εφαρμογής τού προσδιορισμού. Θα πρόκειται, λοιπόν, για το , για την άμεση, περιοριστική εφαρμογή τής δράσης τού Α πάνω στον προσδιορισμό που το συγκροτεί.
Καθετί που ανήκει σε έναν τόπο επιστρέφει σε εκείνο το μέρος τού εαυτού του που προσδιορίζεται από τον τόπο, προκειμένου να μετατοπίσει τη θέση του, να προσδιορίσει τον προσδιορισμό του και να διασχίσει το όριό του.
Αυτή την αντι-διαδικασία ο Χέγκελ τη βαφτίζει «όριο» (Grenze), όρος που πρέπει να γίνει κατανοητός με τον ίδιο τρόπο όπως και η φράση «περιορισμός τού αστικού δικαίου» — που δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη μείωση τού χάσματος μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας κ.ο.κ. Το όριο και ο φραγμός αποτελούν την ουσία τής εργασίας τού θετικού.
Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στο βαθμό που περιέχεται σε αυτό.
Αυτός είναι ο λόγος που ο «ολοκληρωτισμός» δεν υπάρχει. Είναι απλώς μια δομική σχηματοποίηση χωρίς κανένα ιστορικό έρμα. Πρόκειται ουσιαστικά για την ιδέα ότι σε αυτό τον κόσμο υπάρχουν μονάχα η δεσμευτική δεξιά υποτροπή και ο ανίσχυρος αυτοκτονικός αριστερισμός. Είναι η διπλοβάρδια τού και τού
, δηλαδή, τού P και τού Α στην αδρανή τους εξωτερικότητα.
Το Κράτος και η πλέμπα.
Αλλά οι πραγματικοί όροι κάθε ιστορικής ζωής αντιπροσωπεύονται μάλλον από το , δηλ. τον προσδιορισμό, και από το
, το όριο· όροι μέσω των οποίων, από τη μια μεριά, το Όλο θα καταφάσκει τον εαυτό του χωρίς να ολοκληρώνεται και, από την άλλη, το στοιχείο θα εμπεριέχεται σ’ αυτό [το όλο], χωρίς να αυτοκαταργείται.
[1] [δηλ. το παράδοξο πώς το «ένα» ως ένα μπορεί να υπερισχύει τού απείρου-πολλαπλού]
[2] η δημιουργία τού κόσμου]
[3] [στρέψης]
[4] [ασύμφωνους προσανατολισμούς-δρόμους: αναφέρεται στους δύο δρόμους τού Μάο, τον αντιδραστικό και τον «άλλο» δρόμο.]
[5] [ή «Το καθετί αυτοσχετίζεται διαφέροντας από τον εαυτό του εξαιτίας τού τόπου όπου βρίσκεται»]
[6] [ex-siste: αποχωρίζεται από τον εαυτό του, διαιρούμενο και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά ύπαρξη]
[7] [ή δεικτική εξειδίκευση]