RSS

Category Archives: Δίκαιο

Το (αντιφά) κλουβί με τις τρελές

[Μόνο στο ντέλι τής «Αυγής»: Από σήμερα και κάθε μέρα το μενού έχει … «ιερές γελάδες»]

Το κείμενο τής έκκλησης, Christine Delphy

Πρόκειται για τη δημοσιογράφο και δοκιμιογράφο Καρολίν Φουρέστ, την οποία βράβευσαν οι «Indivisibles» απονέμοντάς της μια επίχρυση μπανανόφλουδα, στην κατηγορία «les Experts Chronikers», επειδή «κατήγγειλε» δημόσια τις πρακτικές ορισμένων «συλλόγων που όχι μόνο ζητούν αθλητικούς χώρους για την οργάνωση τουρνουά μπάσκετ με τη συμμετοχή αποκλειστικά — «καλυμμένων» — γυναικών, αλλά χρησιμοποιούν τις εν λόγω εκδηλώσεις για την άντληση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση τής Χαμάς».

Μήνυση για προσβολή τής προσωπικότητας και δυσφήμηση

Η Φουρέστ απάντησε μ’ ένα εξαιρετικά βίαιο άρθρο, που μάλιστα δημοσιεύτηκε στην Χάφινγκτον Ποστ και στο οποίο όχι μόνο αντιμετωπίζει τη δημοσιογράφο Rokhaya Diallo, συνιδρύτρια των «Indivisibles», ως εχθρό τής κοσμικότητας και ως σύμμαχο των ισλαμιστών, καταλογίζοντάς της ότι διατηρεί παρασκηνιακές σχέσεις με την αμερικανική κυβέρνηση [!!!], αλλά αυτοανακηρύσσεται σε αυτόκλητη κατήγορο τής «τρομοκρατίας κατά τού τύπου». Η Καρολίν Φουρέστ, όμως, δεν σταματάει εδώ: αποκαλεί τους «Indivisibles» και τα μέλη τής ελλανοδίκου επιτροπής «αποβράσματα» και αφήνει υπόνοιες ότι «εκτελούν συμβόλαιο» για λογαριασμό όσων ονειρεύονται κρυφά να τη «στείλουν στα πευκάκια», να τη «φιμώσουν» και να τη «διαπομπεύσουν δημόσια».

Αλλά το σοβαρότερο δεν είναι αυτό! Σαν να μην έφταναν οι προσβλητικοί και δυσφηµιστικοί της ισχυρισμοί, η Καρολίν Φουρέστ ανακοινώνει ότι θα υποβάλει μήνυση κατά των «Indivisibles» για προσβολή τής προσωπικότητάς της και δυσφήμιση!

Η μήνυσή της θα στραφεί και εναντίον όλων των μελών τής ελλανοδίκου επιτροπής των «Y’a bon Awards» τού 2012 και, πιο συγκεκριμένα, τού προέδρου τού συλλόγου Gilles Sokoudjou, όπως επίσης και εναντίον των ηθοποιών Jalil Lespert και Aïssa Maïga, των ράπερ Mokobé και Youssoupha, των συγγραφέων Faiza Guène και Alain Mabanckou, των κοινωνιολόγων Jean Baubérot και Nacira Guénif, τού ιστορικού Olivier Le Cour Grandmaison, τής ειδικού σε θέματα πολιτισμού Maboula Soumahoro και των δημοσιογράφων Florence Aubenas, Abdelkrim Branine, Sébastien Fontenelle και Frédéric Martel.

Read the rest of this entry »

 

Το (αντιφά) μέτωπο τής Χάιδως—Νέας Σποράς και Εσοδείας-ΕΚΜ

(Όταν η «Αυγή» έβγαλε τη «χρυσή»: Oh, come, Mister tally man, tally me banana)


Η Καρολίν Φουρέστ στη γιορτή τής Ουμανιτέ: η εκδοχή για το συμβάν από την πλευρά των «Indivisibles»
Bader Lejmi & Myrto S.

(μέλος των «Indivisibles» & φεμινίστρια, αντίστοιχα)

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας: δεν έχουμε καμία σχέση ούτε με το γκρουπούσκουλο «Égalité & Réconciliation» ούτε και με οποιαδήποτε άλλη ακροδεξιά οργάνωση. Είμαστε απλώς αντιρατσιστές ακτιβιστές — όπως ευτυχώς και πολλοί άλλοι συμπολίτες μας — και δεν είχαμε σκοπό να εγκαταλείψουμε την ανωνυμία μας, πριν διαβάσουμε τα ψέματα που ειπώθηκαν και γράφτηκαν για μας στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά ας περάσουμε τώρα στα γεγονότα.

Η Καρολίν Φουρέστ και οι «Indivisibles»: μια μακρά ιστορία

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012, στις πέντε το απόγευμα: στα πλαίσια τής γιορτής τής Ουμανιτέ, η Καρόλιν Φουρέστ είχε προσκληθεί να συμμετάσχει σε συζήτηση με θέμα «Πώς να αντιμετωπίσουμε το Εθνικό Μέτωπο [FN];», που θα διεξαγόταν στη σκηνή «Οι Φίλοι τής Ουμανιτέ». Μια εβδομάδα νωρίτερα, τριάντα περίπου αντιρατσιστές ακτιβιστές είχαν συντάξει ανοιχτή επιστολή προς τους διοργανωτές τής Γιορτής τής Ουμανιτέ, όπου εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους για την πρόσκληση, ενώ η «Union Juive Française pour la Paix» [Εβραιογαλλική Ένωση για την Ειρήνη] εξέδωσε επίσης ανακοινωθέν τύπου με ανάλογο περιεχόμενο.

Δεν υπήρχε κανείς πιο αρμόδιος από την Καρολίν Φουρέστ για να προτείνει μια στρατηγική πάλης ενάντια στο Εθνικό Μέτωπο; Για παράδειγμα, ο κοινωνιολόγος Saïd Bouamama, συγγραφέας πολλών έργων για την εθνική ταυτότητα και τις διακρίσεις, ο αντιρατσιστής και αντισεξιστής ακτιβιστής Pierre Tevanian, συγγραφέας τού «Dictionnaire de la lepénisation des esprits» [Λεξικού τής λεπενοποίησης των νοοτροπιών], ή η δημοσιογράφος Rokhaya Diallo, φεμινίστρια και αντιρατσίστρια ακτιβίστρια, συγγραφέας τού «Racisme mode d’emploi» [Ρατσισμός: Οδηγίες Χρήσεις]; Επιπλέον, οι προαναφερθέντες δεν κρύβουν το γεγονός ότι ανήκουν στον χώρο αριστερά τής αριστεράς, με άλλα λόγια ανήκουν στην «κατηγορία» εκείνων που δεν πηγαίνουν στη γιορτή τής Ουμανιτέ μόνο για να παρακολουθήσουν τις συναυλίες. Πρόκειται επομένως για αληθινούς «Φίλους τής Ουμανιτέ».

Από την άλλη μεριά όμως, το βιογραφικό τής Καρολίν Φουρέστ περιέχει μια πολύ πιο εντυπωσιακή πιστοποίηση στον τομέα τού αντιρατσισμού: το πρώτο βραβείο «Y’a Bon Awards» στην κατηγορία «Les Experts Chronikers» [Έμπειροι Χρονικογράφοι], με το οποίο τιμάται ο/η χρονικογράφος που διέδωσε τις περισσότερες ρατσιστικές προκαταλήψεις στη διάρκεια τού έτους.[1] Ο ρατσισμός δεν είναι μόνο έργο κάποιων «κακών» προσωπικοτήτων, όπως τού πατέρα και κόρης Λεπέν, αλλά είναι πάνω από όλα ένα σύστημα που τροφοδοτείται από τη μαζική διάδοση ρατσιστικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων εκ μέρους ατόμων που έχουν μεγάλη απήχηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως επίσης και δημόσια νομιμοποίηση. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση τής Καρολίν Φουρέστ που, στο παράθεμα που της χάρισε το βραβείο, απορρίπτει το αίτημα μη-μικτών αθλητικών δραστηριοτήτων από πλευράς «συλλόγων που όχι μόνο ζητούν αθλητικούς χώρους για την οργάνωση τουρνουά μπάσκετ με τη συμμετοχή αποκλειστικά — «καλυμμένων» — γυναικών, αλλά χρησιμοποιούν τις εν λόγω εκδηλώσεις για την άντληση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση τής Χαμάς». Ωστόσο, μέχρι αποδείξεως τού εναντίου, οι ομάδες τού μπάσκετ σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι μικτές, ενώ — και εδώ είναι το παράλογο τής υπόθεσης — οι μουσουλμάνες γυναίκες καλύπτουν το πρόσωπό τους, μόνο αν παρευρίσκονται στην αίθουσα και άνδρες … Ας παραβλέψουμε δε την ευκολία με την οποία συμφύρεται η ανθρωπιστική υποστήριξη στους πληθυσμούς τής Παλαιστίνης με την υποστήριξη στη συγκεκριμένη ισλαμική πολιτική οργάνωση, θέμα που αναλύθηκε από [τον/την] Noria, μέλος των «Indivisibles» τον Δεκέμβρη τού 2010.

Read the rest of this entry »

 

Ο ρατσισμός των διανοουμένων—Αλαίν Μπαντιού

Μετάφραση: Lenin Reloaded
Επιμέλεια μετάφρασης: dkoss
Πηγή
: Le Monde, αφιέρωμα στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2012

Το μέγεθος της ψήφου υπέρ της Μαρίν Λε Πεν είναι αναπάντεχο και ανησυχητικό: αναζητούμε εξηγήσεις — η πολιτική τάξη προσφεύγει στην ίδια πάντα «πάσης χρήσεως» κοινωνιολογία: η Γαλλία των χαμηλών στρωμάτων — οι παραπλανημένοι επαρχιώτες, οι εργάτες, οι αμόρφωτοι, φοβισμένοι από την παγκοσμιοποίηση, την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης, τη διάλυση των [βιομηχανικών] περιοχών τους, τους άγνωστους ξένους που στέκονται στις πόρτες τους — αναδιπλώνεται στον εθνικισμό και στην ξενοφοβία.

Επιπλέον, πρόκειται για τους ίδιους τους «καθυστερημένους» Γάλλους που κατηγορήθηκαν ότι ψήφισαν «Όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα — εκείνους που αντιπαραθέτουν με τις μορφωμένες, αστικές, σύγχρονες μεσαίες τάξεις που είναι το κοινωνικό αλάτι της μετριοπαθούς μας δημοκρατίας.

Ας πούμε ότι αυτή η Γαλλία των από κάτω είναι, εν προκειμένω, ο γάιδαρος του μύθου, ο ψωραλέος και άθλιος «λαϊκιστής» απ’ τον οποίο πηγάζει όλο το κακό της Λε Πεν. Έχοντας πει αυτό, όμως, αυτή η πολιτική-μιντιακή κλαψούρα για τον «λαϊκισμό» είναι παράξενη. Θα μπορούσε η δημοκρατική εξουσία, για την οποία είμαστε τόσο περήφανοι, να είναι αλλεργική προς την ιδέα ότι πρέπει να λάβει υπόψη τι σκέφτεται ο λαός; Αυτή, όπως και να ’χει, είναι η γνώμη του λαού, και μάλιστα όλο και περισσότερο. Όταν ρωτήθηκαν «νοιάζονται οι πολιτικοί για το τι σκέφτονται άνθρωποι σαν εσάς;», η εντελώς αρνητική απάντηση «καθόλου» αυξήθηκε από  15% του συνόλου το 1978 στο 42% το 2010! Όσο για το σύνολο των θετικών απαντήσεων  («Πολύ» ή «αρκετά»), αυτό μειώθηκε από 35% σε 17% (για αυτές και άλλες ενδιαφέρουσες στατιστικές ενδείξεις, συμβουλευτείτε το ειδικό τεύχος του La Pensée, «Ο λαός, η κρίση, η πολιτική» των Guy Michelat και Michel Simon). Το ότι η σχέση ανάμεσα στο λαό και στο κράτος δεν είναι σχέση εμπιστοσύνης είναι το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε.

Δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το Κράτος μας δεν έχει τον λαό που του αξίζει, και ότι η σκοτεινή ψήφος υπέρ της Λε Πεν επιβεβαιώνει αυτή την ανεπάρκεια; Η ισχυροποίηση της δημοκρατίας θα απαιτούσε η κυβέρνηση να εκλέξει έναν άλλο λαό, όπως πρότεινε ειρωνικά ο Μπρεχτ…

Η θέση μου είναι ότι θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε δύο άλλους ενόχους: στους διαδοχικούς ηγέτες της κρατικής εξουσίας, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, και σ’ ένα σημαντικό τμήμα διανοουμένων.

Σε τελική ανάλυση, δεν είναι οι φτωχοί της επαρχίας που αποφάσισαν να περιορίσουν όσο γίνεται το βασικό δικαίωμα των εργατών σ’ αυτή τη χώρα, όποια κι αν είναι η προέλευσή τους, να ζουν εδώ με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σοσιαλίστρια υπουργός το έκανε, και μετά όλοι αυτοί της δεξιάς που άρπαξαν την ευκαιρία. Δεν είναι ο αμόρφωτος επαρχιώτης που δήλωσε το 1983 πως οι απεργοί της Ρενώ – στην πλειοψηφία τους Αλγερινοί και Μαροκινοί– ήταν «μετανάστες (…) υποκινούμενοι από θρησκευτικές ή πολιτικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται σε συνάρτηση με κριτήρια ασύμβατα με τις γαλλικές κοινωνικές πραγματικότητες

´Ήταν ένας σοσιαλιστής πρωθυπουργός, φυσικά προς τέρψιν των «εχθρών» του εκ δεξιών. Ποιος από μας είχε την φαεινή ιδέα να πει ότι ο Λε Πεν μιλά για πραγματικά προβλήματα; Μήπως ήταν ένας αλσατός αγωνιστής του Εθνικού Μετώπου; Όχι, ένας πρωθυπουργός τού Φρανσουά Μιτεράν. Δεν είναι ο καθυστερημένος πληθυσμός της επαρχιακής ενδοχώρας που δημιούργησε τα «κέντρα φιλοξενίας» που φυλακίζουν, πέραν κάθε έννοιας δικαίου,  όλους όσους επιπλέον στερούνται της δυνατότητας να αποκτήσουν νόμιμα χαρτιά βάσει  μόνο του γεγονότος ότι βρίσκονται εδώ.

Δεν είναι οι αγανακτισμένοι κάτοικοι των προαστίων των πόλεών μας που έβγαλαν γενικό φιρμάνι να εκδίδονται γαλλικές βίζες με το σταγονόμετρο, ενώ την ίδια στιγμή καθόριζαν ακόμα και τις ποσοστώσεις των απελάσεων που πρέπει πάση θυσία να γίνονται απ’ την αστυνομία. Η διαδοχή περιοριστικών νόμων που επιτίθενται στην ελευθερία και την ισότητα εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν και εργάζονται εδώ κάτω απ’ το πρόσχημα της αλλοδαπότητας δεν είναι έργο αποχαλινωμένων «λαϊκιστών».

Στο χειρισμό αυτών των νομίμων εγκλημάτων, βρίσκουμε απλούστατα το κράτος — όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από τον Φρανσουά Μιτεράν και συμπεριλαμβανομένων όλων ανεξαιρέτως των διαδοχικών κυβερνήσεων μετά από αυτόν. Σε αυτό το θέμα, και αυτά είναι απλώς δύο παραδείγματα, ο σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν γνωστοποίησε τη στιγμή που ήρθε στην εξουσία πως δεν ετίθετο ζήτημα ακύρωσης των ξενοφοβικών νόμων του Σαρλ Πασκά· και ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολλάντ έκανε γνωστό ότι όσον αφορά την πολιτική νομιμοποίησης των χωρίς χαρτιά μεταναστών δεν θα υπάρξει καμία διαφοροποίηση σε σχέση με όσα ίσχυαν κατά την προεδρία του Νικολά Σαρκοζί. Η συνέχεια κατεύθυνσης είναι ξεκάθαρη. Είναι αυτή η πεισματική ενθάρρυνση της ιταμότητας από την πλευρά του κράτους που διαμορφώνει την αντιδραστική και ρατσιστική γνώμη, και όχι το αντίθετο.

Δεν νομίζω, επίσης, πως είναι άγνωστο το γεγονός πως ο Νικολά Σαρκοζί και η συμμορία του βρισκόταν διαρκώς στο μέτωπο του πολιτισμικού ρατσισμού, υψώνοντας ψηλά το λάβαρο της «ανωτερότητας» του αγαπημένου μας δυτικού πολιτισμού και καταθέτοντας προς ψήφιση μια ατέλειωτη σειρά νομοθετικών διακρίσεων που η μοχθηρία τους μας ανατριχιάζει.

Αλλά, στο κάτω-κάτω, δεν βλέπουμε και την αριστερά να ξεσηκώνεται προκειμένου να αντισταθεί με το αναγκαίο σθένος για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας αντιδραστικής μανίας. Η αριστερά έφτασε στο σημείο συχνά να δηλώνει ότι «κατανοεί» αυτή την απαίτηση για «ασφάλεια», και υπερψήφισε ψυχρά τέτοιες ανοιχτά παρανοϊκές αποφάσεις όπως αυτές που είχαν ως στόχο την αποβολή από τον δημόσιο χώρο οποιασδήποτε γυναίκας καλύπτει τα μαλλιά ή το σώμα της.

Οι υποψήφιοι της αριστεράς δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι θα ξεκινήσουν έναν αδυσώπητο πόλεμο, όχι τόσο ενάντια στη διαφθορά των καπιταλιστών και στη δικτατορία των προϋπολογισμών λιτότητας, αλλά ενάντια στους χωρίς χαρτιά εργάτες και τους ποινικά υπότροπους νεαρούς, ιδίως αν είναι μαύροι ή Άραβες. Στο πεδίο αυτό, η δεξιά και η αριστερά συγκερασμένες έχουν καταπατήσει κάθε αρχή. Πρόκειται πλέον, για όσους στερούνται χαρτιών, όχι για κράτος δικαίου, αλλά για κράτος εξαίρεσης, για κράτους του μη δικαίου. Αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας και όχι οι εύποροι ντόπιοι. Αν αναγκαζόμασταν, ο Θεός να μας φυλάει, να απελάσουμε κόσμο, θα ήταν καλύτερα να απελάσουμε τους ηγέτες μας και όχι τους πολύ αξιοπρεπείς εργάτες απ’ το Μαρόκο ή το Μαλί.

Και πίσω απ’ όλα αυτά, για πολύ καιρό τώρα, για πάνω από είκοσι χρόνια, ποιον βρίσκουμε; Ποιοι είναι οι ένδοξοι επινοητές του «ισλαμικού κινδύνου», που, σύμφωνα με τους ίδιους, απειλεί να αποσυνθέσει την δυτική κοινωνία και την όμορφή μας Γαλλία; Ποιοι άλλοι από τους διανοούμενους που αφιερώνουν στο αποτρόπαιο αυτό έργο φλογερές επιφυλλίδες, διεστραμμένα βιβλία και κατά παραγγελία «κοινωνιολογικές έρευνες»; Είναι μήπως μια ομάδα από συνταξιούχους επαρχιώτες και εργάτες μικρών αποβιομηχανοποιημένων πόλεων που έχτισαν υπομονετικά όλη αυτή την υπόθεση της «σύγκρουσης πολιτισμών», της υπεράσπισης του «δημοκρατικού συμβολαίου», των απειλών κατά τής υπέροχης «κοσμικότητάς» μας, του «φεμινισμού» που προσβάλλεται από την καθημερινή ζωή των αράβων γυναικών;

Δεν είναι ατυχές ότι τα βέλη στρέφονται αποκλειστικά κατά των ηγετών της άκρας δεξιάς (οι οποίοι απλώς βγάζουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά), χωρίς να αποκαλυφθεί ποτέ  η τεράστια ευθύνη όσων, στην υποτιθέμενη «αριστερά» — και ας σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται τις περισσότερες φορές για καθηγητές φιλοσοφίας και όχι βεβαίως για ταμίες σουπερμάρκετ — επιχειρηματολογούσαν παθιασμένα πως οι Άραβες και οι μαύροι, και ιδιαίτερα οι νέοι, θα διέφθειραν το εκπαιδευτικό μας σύστημα, θα διέβρωναν τον χαρακτήρα των προαστίων μας, θα επιτίθεντο στις ελευθερίες μας και θα προσέβαλαν τις γυναίκες μας; Ή ότι «παραείχαμε πολλούς» στις ποδοσφαιρικές μας ομάδες; Ακριβώς όπως κάποτε μίλαγε κάποιος για Εβραίους και «μέτοικους», από τους οποίους η αιώνια Γαλλία απειλούνταν θανάσιμα.

Δεν αμφιβάλλω ότι εμφανίστηκαν κάποια φασιστικά γκρουπούσκουλα που δρούσαν στο όνομα του Ισλάμ. Αλλά υπάρχουν επίσης φασιστικά κινήματα που ταυτοποιούνται ως υπερασπιστές της Δύσης ή του Χριστού του Βασιλέως.  Αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει κανέναν ισλαμοφοβικό διανοούμενο απ’ το να επαινεί ατελείωτα την ανώτερή μας «δυτική» ταυτότητα και να καταλήγει στο να εντοπίζει τις αξιοθαύμαστές μας «χριστιανικές ρίζες» στην λατρεία μιας κοσμικότητας, για την οποία η Μαρίν Λε Πεν (που ανήκει πλέον στους φανατικότερους οπαδούς του εν λόγω δόγματος) αποκάλυψε επιτέλους το είδος της πολιτικής που την εκκολάπτει.

Στην πραγματικότητα, οι διανοούμενοι είναι που επινόησαν την αντιλαϊκή βία, που έχει κύριο στόχο τη νεολαία των γκέτο, και που είναι το πραγματικό μυστικό της Ισλαμοφοβίας. Και είναι οι κυβερνήσεις, ανίκανες να χτίσουν μια πολιτική κοινωνία ειρήνης και δικαιοσύνης, που παρέδωσαν ως εξιλαστήρια θύματα στις συγχυσμένες και τρομαγμένες εκλογικές τους πελατείες τους ξένους, και κυρίως τους Άραβες εργάτες και τις οικογένειές τους. Όπως πάντα, η ιδέα — έστω και εγκληματική — έρχεται πριν απ’ την εξουσία, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τη γνώμη που χρειάζεται. Ο διανοούμενος — τι κι αν είναι αξιοθρήνητος — έρχεται πριν από τον υπουργό, που κατασκευάζει τους οπαδούς του.

Το βιβλίο — ακόμα και όταν είναι για πέταμα — προηγείται της προπαγανδιστικής εικόνας, που αντί να διδάσκει, παραπλανεί. Και ως αποτέλεσμα τριάντα χρόνων υπομονετικών συγγραφικών προσπαθειών, η πολεμική και η «ανίδεη» εκλογική αναμέτρηση βρίσκουν την φρικτή ανταμοιβή τους στις βαριεστημένες συνειδήσεις και στην αγελαία ψήφο.

Ντροπή σ’ αυτές τις διαδοχικές κυβερνήσεις, που έχουν όλες τους διαγκωνισθεί γύρω από τα αλληλένδετα ζητήματα της «ασφάλειας» και του «μεταναστευτικού», ώστε να αποκρύψουν ότι εξυπηρετούσαν κυρίως τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας! Ντροπή στους νεορατσιστές και αδιόρθωτα εθνικιστές διανοούμενους, που επίμονα και συστηματικά συγκάλυπταν το κενό που άφησε στα λαϊκά στρώματα η παροδική έκλειψη της κομμουνιστικής υπόθεσης με ένα σωρό ανοησίες για τον ισλαμικό κίνδυνο και την καταστροφή των «αξιών» μας!  

Αυτοί πρέπει τώρα να απολογηθούν για την απειλή του καλπάζοντος φασισμού, του οποίου την ιδεολογική ανάπτυξη προώθησαν χωρίς σταματημό.

 

Ετικέτες:

«Η λανθάνουσα εξέγερση»—Α.Badiou

Η λανθάνουσα εξέγερση
(Α.Μπαντιού, Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. III, σελ.47-52)

Οι ιστορικές εξεγέρσεις τής εποχής μας — εκείνες δηλαδή που αποτελούν, όσον αφορά την πολιτική ιστορία, ένδειξη τής δυνατότητας για μια νέα κατάσταση πραγμάτων, χωρίς όμως να είναι προς το παρόν σε θέση να υλοποιήσουν τη δυνατότητα αυτή — δεν είναι άλλες από τις πολύμορφες εξεγέρσεις που ξέσπασαν σε πλήθος αραβικών χωρών. Βάσει αυτών θα ορίσω στο επόμενο κεφάλαιο επακριβώς την έννοια τής ιστορικής εξέγερσης, αντιδιαστέλλοντάς την τόσο από την άμεση εξέγερση, η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί ως υποδεέστερη μορφή της, όσο και από το ανώτερο ποιοτικά στάδιο τής σε μεγάλη κλίμακα εμφάνισης μιας νέας πολιτικής.

Όμως, τι θα έλεγε κανείς για τις «δυτικές» χώρες;

Αποκαλώ «δυτικές» τις χώρες εκείνες που φέρουν με περηφάνια το όνομα αυτό. Πρόκειται για χώρες που πρωτοστάτησαν ιστορικά στην ανάπτυξη τού καπιταλισμού και που, συνεχίζοντας μια ακμαία πολεμική και ιμπεριαλιστική παράδοση, εξακολουθούν να διαθέτουν μεγάλη δύναμη κρούσης τόσο χρηματοοικονομική, μέσω τής οποίας μπορούν να εξαγοράζουν, σχεδόν παντού στον κόσμο, διεφθαρμένες κυβερνήσεις, όσο και στρατιωτική, πράγμα το οποίο τους επιτρέπει να ασκούν πολιτική εκφοβισμού σε βάρος των εν δυνάμει εχθρών τους, σε βάρος όλων όσων φιλοδοξούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους. Ας προσθέσουμε ότι οι χώρες αυτές είναι εξαιρετικά ικανοποιημένες με το πολιτειακό τους σύστημα, το οποίο αποκαλούν «δημοκρατία» και που, στην πραγματικότητα, είναι διαμορφωμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων μερίδων τής κυβερνώσας ολιγαρχίας, οι οποίες, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους, ομονοούν επί τής ουσίας (οικονομία τής αγοράς, κοινοβουλευτικό καθεστώς, ασίγαστη εχθρότητα απέναντι σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε δεν ανήκει στις τάξεις τους, απέναντι σε ό,τι περιλαμβάνεται κάτω από τον γενολογικό όρο «κομμουνισμός»).

Οι δυτικές μας χώρες έχουν ήδη ζήσει την εμπειρία των άμεσων εξεγέρσεων, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στο μέλλον η εμπειρία αυτή θα επαναληφθεί σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, δεν έχουμε ζήσει ακόμη μια ιστορική εξέγερση. Η γνώμη μου είναι ότι έχει πλέον εγκαινιαστεί αν όχι η εποχή τής δυνατότητάς της, τουλάχιστον αυτή τής συνθήκης τής δυνατότητάς της, και με αυτό εννοώ μια συμβαντική ρήξη που παρέχει την ιστορική δυνατότητα να εκδηλωθεί κατά τρόπο αιφνίδιο μια κάποια άμεση εξέγερση.

Το κίνητρό μου για να κάνω αυτή την (ομολογουμένως αισιόδοξη) υπόθεση θα έλεγα ότι είναι η διαπίστωση τής ύπαρξης μιας λανθάνουσας εξεγερσιακής υποκειμενικότητας στις αλαζονικές, εύπορες και συνάμα μίζερες χώρες μας — χώρες οι οποίες πλήττονται από την κρίση.

Θα ήθελα να ξεκινήσω δίνοντας ένα παράδειγμα.

Ανάμεσα στα αναρίθμητα ολέθρια αντιλαϊκά μέτρα που εφάρμοσε η κυβέρνηση Σαρκοζί — ίσως η αντιδραστικότερη κυβέρνηση που γνώρισε η Γαλλία από την εποχή τού Πετέν — περιλαμβάνεται, όπως όλοι γνωρίζουμε, και η μεταρρύθμιση τού συνταξιοδοτικού συστήματος. Η υιοθέτηση τού μέτρου από την κυβέρνηση ήρθε να ικανοποιήσει ένα πάγιο και πιεστικό αίτημα των «αγορών», αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Σαρκοζί, πειθήνιο εκτελεστικό τους όργανο, σιτίζεται από τα αποφάγια τους. Η εν λόγω μεταρρύθμιση σήμαινε ουσιαστικά την επιμήκυνση τού χρόνου συνταξιοδότησης συνοδευόμενη συγχρόνως από μεγάλη μείωση των συντάξεων. Η «δυναμική απάντηση» που δόθηκε στο μέτρο αυτό υπό την αιγίδα των συνδικάτων ήταν μεν ιδιαίτερα μαζική, αλλά οπωσδήποτε ανεπαρκής. Εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν κατά τής μεταρρύθμισης, αλλά ήταν προφανές ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είχαν προδιαγράψει την ήττα. Στην πραγματικότητα, ο στόχος τους περιοριζόταν στο να ελεγχθεί το μαζικό κίνημα και να αποφευχθούν τυχόν «ατοπήματα», εν μακαρία αναμονή των καλύτερων ημερών, που ίσως έρθουν με την εκλογή στην προεδρία ενός «αριστερού» απαρατσίκ.

Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να διακρίνει εντός τού κινήματος — τη δράση τού οποίου υπονόμευσαν εκ των έσω οι ηγέτες του, όπως ακριβώς έκαναν και οι διοικητές των γαλλικών στρατευμάτων το 1940, οι οποίοι ας σημειωθεί, εμπιστεύονταν περισσότερο τον Χίτλερ παρά τους κομμουνιστές — πολλές έμμεσες ενδείξεις που επιβεβαίωναν την ύπαρξη μιας εξεγερσιακής τάσης. Καταρχάς, παρά τις «απολιτικές» εντολές και κατευθύνσεις των γραφειοκρατικών ηγεσιών, ακούσαμε πολλές φορές τους διαδηλωτές να επαναλαμβάνουν το σύνθημα «Σαρκοζί, παραιτήσου!» — σύνθημα που, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, χαρακτηρίζει τις ιστορικές εξεγέρσεις. Κατά δεύτερο λόγο, στις φάλαγγες των διαδηλωτών, ήταν εμφανής η απόκλιση από την κοινή γραμμή εκ μέρους συμπαγών και πολυάριθμων ομάδων συνδικαλιστών που διατύπωναν πολύ πιο επιθετικά αιτήματα από εκείνα των ηγεσιών, ζητώντας μάλιστα την άμεση ικανοποίησή τους. Πρέπει να περιλάβουμε εδώ και την απρόσμενη απόφαση τού σωματείου των εργαζομένων στα διυλιστήρια πετρελαίου να αναστείλουν για μερικές μέρες την τροφοδοσία βενζίνης, ιδιαίτερα σκληρή ενέργεια που θα μπορούσε να είχε σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις (αρκεί και μόνο να αναφέρουμε ότι η αστυνομία παρενέβη χωρίς καθυστέρηση). Είναι πιθανό τα δεδομένα αυτά να πυροδότησαν το φαινόμενο που παρουσιάζεται πάντα σε περιόδους εξεγέρσεων: τη διάσπαση των κάθε είδους μηχανισμών κάτω από την υποκειμενική πίεση συνθημάτων μέσω των οποίων η συλλογική δράση συμβάλλει στην συσπείρωση και ενοποίηση τού λαού. Τέλος και σημαντικότερο, η επινόηση, έστω και σχετικά περιορισμένου εύρους, νέων μορφών δράσης με δυνάμει εξεγερσιακό χαρακτήρα έθεσε τις βάσεις για το μέλλον. Θα αναφέρω ειδικότερα την πρακτική διεξαγωγής «δωρεάν» απεργιών ή απεργιών «δι’ αντιπροσώπων»: σε κάποια εργοστάσια ή επιχειρήσεις διεξάγονται απεργίες, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοί τους χτυπάνε κάρτα. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα εξωεργοστασιακό λαϊκό αγωνιστικό μπλοκ, αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από ανθρώπους που δεν υποχρεούνται να εργαστούν (όπως, για παράδειγμα, συνταξιούχους, σπουδαστές, αδειούχους, ανέργους κ.λπ.), προχωρούν σε κατάληψη των χώρων εργασίας, προφανώς με τη συμφωνία των απεργών μισθωτών, προκειμένου να εμποδίσουν τη συνέχιση τής παραγωγής. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική απεργιακή κατάσταση, παρόλο που, από νομικής άποψης, οι εργαζόμενοι δεν βρίσκονται σε απεργία, με συνέπεια να δικαιούνται να εισπράττουν το μεροκάματο. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει να συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα απεργίες με κατάληψη των χώρων εργασίας, η διάρκεια των οποίων κυρίως στις μέρες μας είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ολιγοήμερη. Και αυτό διότι αφενός μεν οι χαμηλόμισθοι τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα, αφετέρου δε διότι τα συνδικάτα τους είναι πλέον υπερβολικά εξασθενημένα, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να οργανώσουν ισχυρά απεργιακά ταμεία.

Για πολλούς λόγους, αυτή η μορφή δράσης έχει οιονεί εξεγερσιακό χαρακτήρα. Κατ’ αρχάς, επειδή αψηφά τη συνηθισμένη αντιδραστική γνώμη, σύμφωνα με την οποία οι υποθέσεις ενός εργασιακού χώρου αφορούν αποκλειστικά τους εργαζόμενους που απασχολούνται εκεί. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή αντιπαρατίθεται σθεναρά στην εξίσου αντιδραστική αντίληψη ότι είναι ανήθικο να απεργεί κανείς, ενώ την ίδια στιγμή δηλώνει ότι εκτελεί κανονικά τα καθήκοντά του. Κατά τρίτον, επειδή συνδέει απόλυτα την «απεργία» με την «κατάληψη», που συνήθως θεωρείται ότι βρίσκεται μία τουλάχιστον βαθμίδα πάνω από την πρώτη όσον αφορά την κλιμάκωση των μορφών βίαιης δράσης. Κατ’ αυτόν δε τον τρόπο προκύπτει μια συμμεριστική εντοπιοποίηση και όχι απλώς μια περιορισμένη και συσταλτική τοπικοποίηση τής κοινής δράσης, όπως θα συνέβαινε αν στην κατάληψη συμμετείχαν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι. Κατά τέταρτο λόγο, επειδή θα πρέπει να προετοιμάζεται για το αναπόφευκτο ενδεχόμενο επέμβασης τής αστυνομίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται επίκαιρο και πιεστικό το κλασσικό εξεγερσιακό δίλημμα ανάμεσα στην ειρηνική και χωρίς αντίσταση εκκένωση τού κατειλημμένου χώρου και τη μαχητική συνέχιση τής κατάληψης. Τέλος και κυριότερο, χάρις σε αυτήν δίδεται έμπρακτη υπόσταση στον δεσμό μεταξύ περισσοτέρων κοινωνικών στρωμάτων που κατά κανόνα δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, έτσι ώστε να δημιουργείται επί τόπου ένας νέος τύπος υποκειμένου πέραν των διαιρέσεων τις οποίες διατηρούν ενεργές τόσο το Κράτος όσο και τα συνδικαλιστικά του παραρτήματα. Και η καλύτερη απόδειξη για αυτό είναι ότι τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας, όπως ήταν, για παράδειγμα, η κατάληψη αεροδρομίων ή η διακοπή τής λειτουργίας εργοστασίων επεξεργασίας απορριμμάτων, προετοιμάστηκαν και αποφασίστηκαν από ποικιλώνυμες μεν επιτροπές, που ωστόσο χαρακτηρίζονταν κατά κύριο λόγο από το γεγονός ότι συνένωναν σε κοινή δράση φοιτητές, νέους, μισθωτούς (συνδικαλισμένους και μη), συνταξιούχους, διανοούμενους κ.ο.κ. Με σκοπό μάλιστα την ανάληψη άμεσων δράσεων, κατέστη έτσι δυνατή η τοπική υλοποίηση μιας σημαντικής διάστασης των πλέον χαρακτηριστικών εξεγέρσεων: η δημιουργία ενός νέου τύπου λαϊκής ενότητας η οποία βρίσκεται σε απόσταση από τις κρατικές διαστρωματώσεις και προκύπτει ως επακόλουθο τής χάραξης φαινομενικά ετερόκλιτων υποκειμενικών διαδρομών.

Υπέρ τής ερμηνείας ότι οι εν λόγω δράσεις χαρακτηρίζονταν από μια λανθάνουσα εξεγερσιακότητα, αξίζει να συγκρατήσουμε στο νου μας και το ότι τα δεσπόζοντα ΜΜΕ, που, ως γνωστόν, είναι ταγμένα στην προάσπιση και προώθηση τής «δημοκρατικής σύνεσης» (άλλως ειπείν, τής ιδεολογίας τής Α.Δ.Κ.)[1] αγνόησαν επιδεικτικά το γεγονός ότι αυτές αντιπροσώπευαν το πραγματικά καινοτόμο στοιχείο τής κατάστασης — τη μόνη υπόσχεση για το μέλλον την οποία εμπεριείχε ένα εξαιρετικά μαζικό, αλλά, ωστόσο, ανεπαρκές κίνημα — και φρόντισαν ώστε το θέμα να πάρει όσο το δυνατόν µικρότερη δηµοσιότητα.

Μπορούμε επομένως να ισχυριστούμε ότι, παρά την επίφαση αποδοχής και παραίτησης, η «κινητοποίηση» (ατυχής ο όρος …) ενάντια στον συνταξιοδοτικό νόμο τού Σαρκοζί ενείχε μια λανθάνουσα εξεγερσιακότητα. Θα αρκούσε οπωσδήποτε μια σπίθα, ένα δραματικό περιστατικό, το ενδεχόμενο μιας παρανόησης ή βίαιης παρέκκλισης από την κατεύθυνση των συνδικαλιστικών εντολών, για να εισέλθει η εν λόγω «κινητοποίηση» σε δυναμικότερη τροχιά, να δημιουργήσει επί τόπου ένα ισχυρό ρήγμα στην καπιταλιστική-κοινοβουλευτική συναίνεση και να ορθώσει, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, απόρθητα λαϊκά αναχώματα.

Έτσι, ακόμη και στις πνιγηρές και καταθλιπτικές χώρες μας, που τείνουν να υποκύψουν στον πειρασμό τής πιο ακραίας αντίδρασης, η λανθάνουσα αυτή εξεγερσιακότητα αποτελεί τεκμήριο τού ότι η συγκυρία μπορεί να συμβάλει στην ανάδυση, μέσα από την ατονία τού κόσμου μας, ενός άλλου απρόβλεπτου κόσμου επέκεινα των νεκρωτικών μας «δημοκρατιών».


[1] [POL: Patrimoine, Occident et Laïcité = Ατομική Ιδιοκτησία, Δύση και Κοσμικότητα]. Αμετάφραστο λογοπαίγνιο, που παραπέμπει στην ιδεολογία τής κατασταλτικής αστυνόμευσης (P.O.L-ice). Στην ελληνική μετάφραση, το ακρώνυμο συνοψίζει την παρεπόμενη «έλλειψη δικαιοσύνης».

 

Ετικέτες:

Επιβολή ποινών για τις ταραχές: απόπειρα παραβίασης των δικονομικών εγγυήσεων

Επιβολή ποινών για τις ταραχές: απόπειρα παραβίασης των δικονομικών εγγυήσεων με δυσοίωνες συνέπειες
Vera Baird (από την «προοδευτική» Guardian)

Η απέχθεια τής κοινής γνώμης και η λαϊκή απαίτηση για τιμωρία ενέχουν ιδιαίτερους κινδύνους, στο μέτρο που ανοίγοντας το δρόμο για την καταστρατήγηση των νομικών κανόνων ευνοούν περιπτώσεις επιλεκτικής και άδικης απονομής τής δικαιοσύνης, όπως, για παράδειγμα, στις υποθέσεις των τεσσάρων τού Γκίλφορντ και των έξι τού Μπέρμιγχαμ στη δεκαετία τού ογδόντα. Στη διάρκεια τής απεργίας των ανθρακωρύχων η Μάργκαρετ Θάτσερ χαρακτήρισε, κάποια στιγμή, τη NUM[1] ως «εσωτερικό εχθρό», γεγονός που κατέστησε σχεδόν αδύνατη την αμερόληπτη αστυνόμευση ή την διασφάλιση των αρχών τής δίκαιης δίκης για τους ανθρακωρύχους.

Σε ποιο βαθμό αρχίζει να διαγράφεται ξανά στον ορίζοντα ο κίνδυνος αυτός, όταν βλέπουμε τον Ντέιβιντ Κάμερον να δηλώνει ότι όποιος είχε ανάμειξη στα επεισόδια, έστω και σε ασήμαντο βαθμό, θα πρέπει να λογαριάζει ότι θα πάει φυλακή, όταν εκατό χιλιάδες άτομα έχουν ήδη υπογράψει αίτημα προς την κυβέρνηση ζητώντας την αφαίρεση των κοινωνικών επιδομάτων όσων κριθούν ένοχοι και όταν μια σειρά δημοτικών συμβουλίων προτίθενται να προχωρήσουν σε έξωση των δικαιούχων κοινωνικής στέγης που συγκατοικούν με δράστες των επεισοδίων, με μόνη αιτιολογία ότι είναι αδέρφια ή παππούδες των ταραχοποιών;

Όπως αναφέρθηκε την εβδομάδα αυτή στην Guardian, «ανώτερος κυβερνητικός υπάλληλος» απεύθυνε «συστάσεις» σε γραμματείς πταισματοδικείων[2] να υποδείξουν στους δικάζοντες δικαστές να αγνοήσουν όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά την επιμέτρηση των ποινών και να φυλακίσουν κάθε κατηγορούμενο για τα επεισόδια. Όπως φαίνεται, πρόκειται για εγκύκλιο πολιτικής που εκδόθηκε από την Δικαστική Υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την οργάνωση και διοίκηση των δικαστηρίων, και όχι από πρεσβύτερα μέλη τού δικαστικού σώματος, που, ας σημειωθεί, έλαβαν αμέσως αποστάσεις από την εν λόγω εγκύκλιο.

Πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη τής εγκυκλίου μόνο και μόνο λόγω τής άστοχης ανακοίνωσης τής πρόεδρου τού δικαστηρίου τού Κάμπεργουελ Γκριν, Νοβέλο Νοάντες, η οποία αρχικά την αποκάλεσε «κυβερνητική οδηγία», αλλά στη συνέχεια ανακάλεσε τον χαρακτηρισμό, όταν προφανώς κάποιος τής θύμισε ότι ως δικαστικός λειτουργός απολαμβάνει ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

Αν και το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποποιήθηκε τη σχετική ευθύνη, η «οδηγία» δίνει έκφραση στο αίσθημα αποστροφής μεγάλου μέρους τής κοινής γνώμης, το οποίο τροφοδοτήθηκε από τις δηλώσεις κυβερνητικών εκπροσώπων, με σκοπό ειδικότερα τον επηρεασμό τής Δικαιοσύνης. Η δικαιολογημένη κοινωνική αγανάκτηση υπαγορεύει βεβαίως την υποχρέωση των δικαστικών λειτουργών να επιβάλουν στους «ταραχοποιούς» ποινές στερητικές τής ελευθερίας αυστηρότερες από εκείνες που συνήθως προβλέπονται για τα ίδια εγκλήματα. Ωστόσο, και παρά τις δηλώσεις τού πρωθυπουργού, ο ρόλος των δικαστών είναι να απονέμουν δικαιοσύνη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις τής κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Οφείλουν δηλαδή να διαχωρίζουν τον κατ’ επάγγελμα εγκληματία από εκείνον που απλώς παρασύρεται στο έγκλημα, αλλά και να διακρίνουν όλους τους ενδιάμεσους βαθμούς ενοχής, ούτως ώστε να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις τής εξατομικευμένης ποινικής μεταχείρισης.

Η εν λόγω όμως «κυβερνητική οδηγία», εφόσον ερμηνευθεί με την ευρεία της έννοια, συνιστά απόπειρα ανατροπής τού πλαισίου αυτού. Συνεπάγεται, ουσιαστικά, για τους ταραχοποιούς την κατάργηση των χρηματικών προστίμων και των ποινών κοινωφελούς εργασίας και την αναστολή τής προσεκτικά δομημένης διαδικασίας επιμέτρησης των ποινών, που σύμφωνα με τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες θα οδηγούσε  σε ορισμένες περιπτώσεις στην υποχρεωτική υιοθέτηση μη στερητικών τής ελευθερίας ποινών. Όλες οι οδηγίες αυτές αναγνωρίζουν μεγάλα περιθώρια ευχέρειας όσον αφορά την επιμέτρηση τής ποινής ακόμη και στις σοβαρότερες των περιπτώσεων. Οι πλέον συναφείς στην προκειμένη περίσταση διατυπώθηκαν μετά τα επεισόδια στο Μπράντφορντ το 2001. Οι κατευθυντήριες αυτές οδηγίες δημοσιεύονται από την επιτροπή ποινών που απαρτίζεται από δικαστικούς, ακαδηµαϊκούς και επαγγελματίες εμπειρογνώμονες και τής οποίας προΐσταται ο λόρδος αρχιδικαστής τής Αγγλίας και τής Ουαλίας. Η συγκεκριμένη επιτροπή έχει ως στόχους τη χάραξη μιας συνεπούς και περιεκτικής πολιτικής με ταυτόχρονη διασφάλιση τής δικαστικής ανεξαρτησίας.

Επιπλέον, οι οδηγίες στην οριστική τους μορφή έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, για το αδίκημα τής αποδοχής κλοπιμαίων αξίας μικρότερης των 1.000 λιρών ως αφετηρία για τη δικαστική επιμέτρηση τής ποινής τίθενται συνήθως η ποινή τού χρηματικού προστίμου ή οι λιγότερο επαχθείς ποινές κοινωφελούς εργασίας, ενώ οι επιλογές διευρύνονται σε περίπτωση επιβαρυντικών περιστάσεων που σχετίζονται με τον τρόπο απόκτησης των αντικειμένων, οπότε μπορεί να επιβληθεί και ποινή φυλάκισης διάρκειας μέχρι 12 εβδομάδων. Πρόκειται κατεξοχήν για περιπτώσεις απόκτησης αντικειμένων ως αποτέλεσμα εξαιρετικά σοβαρής και βίαιης διάρρηξης. Η βαρύτητα τής ζημίας και η ένταση τής ενοχής τού δράστη είναι οι δύο φράσεις-κλειδιά που θα βοηθήσουν τον δικαστή στο έργο τής αναζήτησης ελαφρυντικών. Η ομολογία τής ενοχής σε πρώιμο στάδιο τής διαδικασίας, η εκδήλωση μεταμέλειας και η εξοικονόμηση των εξόδων για την εκδίκαση τής υπόθεσης αποτελούν επίσης λόγους που επιτρέπουν στον δικαστή να προβεί στη μείωση μέχρι τού ενός τρίτου τής ποινής. Βλέπουμε ότι αυτή η προσεκτικά προσανατολισμένη ανάλυση οδηγεί, βήμα με βήμα, στη λήψη απόφασης σχετικά με το ύψος τής ποινής με τρόπο συμβατό με την ισχύουσα νομοθεσία και σε αντιστοιχία με τους εξής πέντε στόχους τού ποινικού κολασμού: τιμωρία, προστασία τού κοινού, αποτροπή τού εγκλήματος, αναμόρφωση και επανένταξη τού δράστη και επανόρθωση τής κοινωνικής ζημίας.

Επομένως, η απόπειρα παράκαμψης των δικονομικών εγγυήσεων και η μετατροπή των προβλεπομένων ποινών σε ενιαία ποινή φυλάκισης φαίνεται να οδηγεί σε δυσμενείς καταστάσεις. Αν έχει ακόμη κάποιο νόημα η αρχή τής διάκρισης των εξουσιών, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι τα δικαστήρια είναι ανεξάρτητα από την κυβέρνηση. Οι υπερβολικές ποινές των τελευταίων ημερών — συμπεριλαμβανομένων τής πεντάμηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε σε μια ανύπαντρη μητέρα λόγω τού ότι βρέθηκε στην κατοχή της ένα κλεμμένο σορτσάκι, τής εξάμηνης φυλάκισης σε πατέρα για αποδοχή δύο κλεμμένων ρακετών τού τένις και τής φυλάκισης πολλών ανήλικων παιδιών — δείχνουν ξεκάθαρα ότι η εν λόγω «κυβερνητική οδηγία» επηρέασε την έκβαση των υποθέσεων. Οι σοβαρές περιπτώσεις εγκλημάτων πρέπει βεβαίως να επισύρουν αυστηρές ποινές. Αλλά αυτή είναι μια αρχή με γενική ισχύ. Όπως αναμενόταν, οι πρώτες αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο τού Στέμματος ήταν αυστηρές. Αυτό είναι ένα σημείο που ίσως πρέπει να υπογραμμίσουμε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εφέσεις κατηγορουμένων όπως αυτών που, κατά πάσα πιθανότητα, θα γίνουν γνωστοί ως οι «δύο τού Φέισμπουκ» θα οδηγήσουν στην ευνοϊκότερη ποινική τους μεταχείριση. Λιγότερο αυστηρές ποινές επιβλήθηκαν από δικαστή τού Μάντσεστερ, που όμως δήλωσε, πιθανώς ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους του, ότι αποφάσισε και αυτός να υπερβεί τα όρια που θέτουν οι κατευθυντήριες οδηγίες.

Ποιες είναι λοιπόν οι μελλοντικές προοπτικές διασφάλισης αμερόληπτης κρίσης σε αμφισβητούμενες υποθέσεις, εάν κάποιοι ευεπηρέαστοι λαϊκοί δικαστές διατίθενται να συναινέσουν σε κρυφές πολιτικές ατζέντες; Το ότι η κοινωνία διψά για τιμωρία είναι πλέον κοινό μυστικό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο παρελθόν η ενστικτώδης αυτή αντίδραση οδήγησε σε φαινόμενα εσφαλμένης απονομής δικαιοσύνης. Όμως η ιστορία μάς διδάσκει και κάτι άλλο. Κατά τη διάρκεια τής απεργίας των ανθρακωρύχων ήταν πολύ δύσκολο να εξασφαλιστεί η δίκαιη εκδίκαση των υποθέσεών τους και η αθώωσή τους από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Ωστόσο, μετά τη λήξη τής απεργίας, ήταν επίσης δύσκολο, σε ορισμένες ανθρακοφόρες περιοχές, να πειστούν οι ένορκοι να εκδώσουν καταδικαστική ετυμηγορία στις σχετικές υποθέσεις — πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκδίκηση των τοπικών κοινοτήτων για την πρότερη στάση των αρχών, δηλαδή ως αντίδραση στις μεροληπτικές πρακτικές των δικαστηρίων και τις επονείδιστες μεθόδους αστυνόμευσης.

Αν και οι ταραχές ήταν μια ανατριχιαστική ματιά στο απόλυτο χάος που ακολουθεί την κατάλυση τής τάξης, όμως σχεδόν εξίσου ανατριχιαστικό είναι και το αίσθημα τής έλλειψης δικαιοσύνης.

[1] Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων.
[2] Court clerks: νομικοί σύμβουλοι και όχι απλοί δικαστικοί υπάλληλοι.

 
Σχολιάστε

Posted by στο 21/08/2011 σε Βία, Δίκαιο, Κράτος

 

Η Αγγλική Δικαιοσύνη επιβάλλει σκληρές ποινές προς παραδειγματισμό

Η Αγγλική Δικαιοσύνη επιβάλλει σκληρές ποινές προς παραδειγματισμό
Tristan de Bourbon

Οι εσπευσμένες παραπομπές των συμμετεχόντων στα επεισόδια αυξάνουν υπερβολικά τον φόρτο εργασίας των λονδρέζικων δικαστηρίων. Οι δικαστές επιδεικνύουν εξαιρετική αυστηρότητα έναντι των κατηγορουμένων ακόμη και σε περιπτώσεις μικροπαραβάσεων.

«Ο πελάτης μου είναι φοιτητής μηχανολογίας· δίνει εξετάσεις σε 10 μέρες και μετά πάλι τον Σεπτέμβριο. Δεν έχει ποτέ στο παρελθόν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα και δεν φέρει καμιά αντίρρηση στην επιβολή τού μέτρου τής απαγόρευσης κυκλοφορίας, τής χρήσης ηλεκτρονικού βραχιολιού ή οποιουδήποτε άλλου παρεπόμενου μέτρου, αρκεί να μπορέσει να δώσει τις εξετάσεις του». Ο συνήγορος τού Κέιρα Βαλεντίνο Λόσον επιδιώκει να εξασφαλίσει την υπό όρους αποφυλάκιση τού εικοσιδυάχρονου νεαρού που κατηγορείται για απόπειρα κλοπής. Μαζί με δύο συνομήλικους φίλους του, οι οποίοι βρίσκονται δίπλα του στο εδώλιο, συνελήφθη από την αστυνομία μια μέρα νωρίτερα σε ένα λεηλατημένο κατάστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στην κατοχή τους δεν βρέθηκαν κλοπιμαία από το κατάστημα.

Ένας δεύτερος δικηγόρος είναι έτοιμος να αρχίσει την αγόρευσή του. «Με τους φίλους του, ο Σάφρον Άρμστρονγκ θέλησε να δει τι συνέβη στο κατάστημα· να κάνει, κατά κάποιον τρόπο, δημοσιογραφική έρευνα» εξηγεί νηφάλια, ενώ ο πελάτης του κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι. «Αισθάνεται μεταμέλεια για τις πράξεις του. Επιθυμεί να επανορθώσει το σφάλμα του, συμμετέχοντας στην επιχείρηση καθαρισμού των συνοικιών που επλήγησαν. Δουλεύει στο Μαρκς & Σπένσερ, είναι δευτεροετής φοιτητής χρηματοοικονομικών και θέλει να συνεχίσει στον δρόμο που διάλεξε, μετά από μια προβληματική παιδική ηλικία».

Η μητέρα ενός των κατηγορούμενων μπαίνει στην αίθουσα τού ακροατηρίου συνοδευόμενη από τον σύζυγό της. Περιμένει με αγωνία τη δικαστική απόφαση: «κ.Λόσον και κ.Άρμστρονγκ, το δικαστήριο αυτό δεν είναι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεσή σας λόγω τής εξαιρετικής σοβαρότητας των εγκλημάτων που διεπράξατε. Ως εκ τούτου, σας παραπέμπω να δικαστείτε στο ακροατήριο ανώτερου δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου», αποφαίνεται ο δικαστής. «Στο μεταξύ, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τής συγκεκριμένης υποθέσεως, απορρίπτω το αίτημα τής υπό όρους αποφυλάκισης. Θα αναμείνετε επομένως τη δίκη σας στη φυλακή». Απόφαση καρμπόν και για τον τρίτο κατηγορούμενο για κλοπή. Ένα από τα αγόρια χαμηλώνει το κεφάλι, το βλέμμα άδειο, ενώ η μητέρα του καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια της, για να μην βάλει τα κλάματα. «Θέλουν να παραδειγματίσουν τους υπόλοιπους, γι’ αυτό τους φόρτωσαν όλους τόσο βαριές κατηγορίες», γρυλίζει έξαλλος ο πατέρας του.

Η βρετανική δικαιοσύνη αποφάσισε την άμεση παραπομπή όλων των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια των ταραχών, με αποτέλεσμα τα κύρια δικαστήρια τής πρωτεύουσας να πνιγούν από τις υποθέσεις. Από την περασμένη όμως Πέμπτη το ποινικό δικαστήριο τού Γουέστμινστερ επιφορτίστηκε με το σύνολο των εκκρεμών υποθέσεων. Οι δικαστές του εξετάζουν βιαστικά τους φακέλους, για να αποφασίσουν εάν οι κατηγορούμενοι θα παραπεμφθούν ή όχι στο Δικαστήριο τού Στέμματος, που έχει πολύ ευρύτερες εξουσίες επιβολής ποινών. Δεδομένης τής αυστηρότητας των ποινών ήταν αναμενόμενο να ακολουθήσουν αντιδράσεις και εκκλήσεις ενάντια στην πολιτικοποίηση τής δικαιοσύνης: από τις υποθέσεις που εκδικάστηκαν συνολικά μέχρι το μεσημέρι τής Παρασκευής από το δικαστήριο αρ.5, μόνο μία οδήγησε στην άφεση ελεύθερου τού κατηγορουµένου· σε όλες τις άλλες οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στη φυλακή εν αναμονή τής δίκης τους. Ο ευτυχής εκλεκτός είχε προσαχθεί, στο πλαίσιο μαζικών συλλήψεων, με την κατηγορία απλώς τής «κακής συμπεριφοράς», και όχι επειδή συμμετείχε, με οποιοδήποτε τρόπο, στις καταστροφές και στις λεηλασίες.

Οι κατηγορούμενοι είναι στην πλειοψηφία τους — λευκοί (όπως ο προαναφερθείς) ή μαύροι — άνδρες. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι σπουδαστές ή εργαζόμενοι ηλικίας μεταξύ 17 και 25 ετών. Οι περισσότεροι προσέρχονται στο δικαστήριο δεμένοι με χειροπέδες. Κανένας τους δεν συμπεριφέρεται με θράσος — και, κυρίως, όχι ο Νίκολας Ρόμπινσον, ο εικοσιτριάχρονος νεαρός, με καθαρό ποινικό μητρώο, κατηγορούμενος για την κλοπή ενός μπουκαλιού νερού από ένα λεηλατημένο κατάστημα, ο οποίος καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση.

 
Σχολιάστε

Posted by στο 18/08/2011 σε Βία, Δίκαιο, Κράτος

 

Καταγγελίες κατά τού φακελώματος των Ρομά—Μ.Μπαρμπιέ

Marie Barbier*

Ασκεί η γαλλική κυβέρνηση μαζική πολιτική διακρίσεων εις βάρος των Ρομά; Ναι, απαντά η οργάνωση SOS Racisme, η οποία ανακοίνωσε χθες τη «νομική της στρατηγική» κατά τής «ρατσιστικής πολιτικής τού κράτους». «Η εθνο-φυλετική αυτή λογική έχει σοβαρές νομικές συνέπειες» κατήγγειλε ο πρόεδρος τής οργάνωσης Ντομινίκ Σοπό.

Μετά την ομιλία [τού Σαρκοζί] στη Γκρενόμπλ στα τέλη Ιουλίου, αυξήθηκε στη Γαλλία ο αριθμός των απελάσεων Ρομά προς τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Για την πραγματοποίηση αυτών των αναγκαστικών επαναπροωθήσεων δημιουργήθηκε «ένα σύστημα εθνικού φακελώματος των πληθυσμών των Ρομά τόσο όσον αφορά την εντόπιση τού χώρου διαμονής όσο και την κυκλοφορία τους» μας διαβεβαιώνει η οργάνωση SOS Racisme, υπενθυμίζοντάς μας πολλά πρόσφατα περιστατικά: στο νομό Μπα-Ρεν, οι κάτοικοι τής κοινότητας τού Kirwiller έλαβαν από το δημαρχείο μια επιστολή υπογεγραμμένη από την τοπική υπηρεσία χωροφυλακής, που τους ζητούσε να αναφέρουν στις δυνάμεις τής τάξεως «κάθε πρόσωπο το παρουσιαστικό τού οποίου παραπέμπει σε άτομο ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής». Στα τέλη Φεβρουαρίου, η διεύθυνση αστυνομίας του Παρισιού ζήτησε από το προσωπικό της να καταμετρήσει τον αριθμό των ατόμων «με προέλευση από χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία συνελήφθησαν για οποιαδήποτε αδίκημα εξαιρουμένων των κυκλοφοριακών παραβάσεων».

Έχουν κινηθεί πολλές νομικές διαδικασίες εναντίον τής πρακτικής αυτής του φακελώματος. Κατατέθηκε καταγγελία τόσο σε βάρος τής περιφερειακής Διεύθυνσης Ασφάλειας αρμόδιας για την περιοχή Βαλ Ντε Μαρν όσο και σε βάρος τής Διεύθυνσης Ασφάλειας υπεύθυνης για την ευρεία περιοχή τού Παρισιού. Η οργάνωση έχει επίσης υποβάλει μήνυση για «φυλετική δυσφήμιση και υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων και φυλετικού μίσους» εναντίον τού διοικητή της Χωροφυλακής τού Hochfelden και τού δημάρχου τού Kirwiller.

Επιπλέον, όσον αφορά την εγκύκλιο τής 5ης Αυγούστου, με την οποία ζητούνταν από τους νομάρχες να στοχεύσουν «κατά προτεραιότητα» τους καταυλισμούς των Ρομά, εκκρεμεί σχετική προσφυγή στο Συμβούλιο τής Επικρατείας. Τέλος, η οργάνωση απαιτεί την έναρξη κοινοβουλευτικής διερεύνησης αναφορικά με αυτές τις πρακτικές φακελώματος.

* Δείτε και σχετικά άρθρα L’Express, Le Parisien

 

Λαμπεντούσα: «Αυτοί οι νέοι διψάνε για ελευθερία»

Λαμπεντούσα: «Αυτοί οι νέοι διψάνε για ελευθερία»
(Ουμανιτέ, 14/3)

Εδώ και ένα μήνα η άφιξη 8.000 Τυνησίων στις ιταλικές ακτές έχει προκαλέσει πολλά σχόλια, που κυμαίνονται από τα πλέον καταστροφολογικά — «ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές», σύμφωνα με τον Νικολά Σαρκοζί — ως τα πλέον ποταπά, όπως για παράδειγμα η πρόταση τής Σαντάλ Μπρινέλ[1] να «τους ξαναβάλουμε μέσα στα πλοία». Σήμερα είναι η σειρά τής Μαρίν Λε-Πεν, τής αρχηγού τού Εθνικού Μετώπου, να εργαλειοποιήσει τις αφίξεις με την επίσκεψή της στο νησί τής Λαμπεντούσα. Με αφορμή το κύμα πολιτικών και μιντιακών αντιδράσεων το Ευρωμεσογειακό Δίκτυο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πραγματοποίησε εσπευσμένα ερευνητική αποστολή για τη μελέτη τού φαινομένου. Από τις 19 έως τις 26 Φεβρουαρίου μεγάλος αριθμός γαλλικών και τυνησιακών οργανώσεων πραγματοποίησαν επισκέψεις στην Τυνησία και την Ιταλία. Η Κλερ Ροντιέ, μέλος τού δικτύου Migreurop, συμμετείχε στην ομάδα παρατηρητών. Από το [λιμάνι] Ζαρζίς ως στη Λαμπεντούσα εκθέτει τους λόγους για τους οποίους άτομα νέας ηλικίας που προέρχονται από την Τυνησία εγκαταλείπουν τη χώρα τους και περιγράφει τις δυσκολίες που συνοδεύουν την άφιξή τους σε μια Ευρώπη τρομοκρατημένη από τον μύθο τής «εισβολής».

Ποια είναι η γνώμη σας για τη δημόσια διαμάχη που εκτυλίσσεται στην Ευρώπη γύρω από τα μεταναστευτικά ζητήματα.

Κλερ Ροντιέ: Είμαστε μάρτυρες ενός υπερθεματισμού απόρριψης που εγείρει το ερώτημα τής στάσης μας απέναντι στις ελευθερίες των άλλων. Πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε: θεωρούμε προτιμότερη τη δημοκρατία, που είναι συνώνυμη με την ελευθερίας κινήσεως, ή προτιμούμε αντιθέτως αυταρχικά καθεστώτα που απαγορεύουν στους πολίτες να εγκαταλείψουν τη χώρα τους; Η ανάγκη χειραφέτησης αφορά επίσης και τη διέλευση των συνόρων, πράγμα που, όμως, δεν σημαίνει ότι η Τυνησία θα αδειάσει από τους κατοίκους της! Προκαλεί ανησυχία η σύγκριση ανάμεσα στη νευρικότητα που επιδεικνύει η Ευρώπης σε σχέση με τα 8 χιλιάδες άτομα που έφθασαν στην Ιταλία και την πλήρη σιωπή με την οποία αντιμετωπίζει την κατάσταση στην Τυνησία, όπου συνεχίζουν να καταφθάνουν κύματα δεκάδων χιλιάδων μεταναστών από τη Λιβύη. Η Τυνησία καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στις ανάγκες τής στιγμής, χωρίς να είναι κατάλληλα εφοδιασμένη γι’ αυτό. Απέναντι σ’ αυτούς τους νέους που διψάνε για ελευθερία η μόνη απάντηση τής Ευρώπης είναι να τους μεταχειρίζεται ως επιδρομείς τους οποίους οφείλει να αποκρούσει. Η αποστολή μας έφερε στο φως ένα εξαιρετικά ευρωκεντρικό όραμα για τη Μεσόγειο: ενώ από αυτή την όχθη την θεωρούμε ως φυσικό φραγμό, στην αντίπερα όχθη οι Τυνήσιοι την αντιμετωπίζουν ως κοινό χώρο.

Κυκλοφορούν πολλές φήμες για τους μετανάστες που έφθασαν στη Λαμπεντούσα. Μπορέσατε να μάθετε περισσότερα για αυτούς;

Κλερ Ροντιέ: Είναι όλοι τους νέα άτομα, με μέση ηλικία μεταξύ 20 και 35 ετών, κυρίως άνδρες. Υπήρχαν επίμονες φήμες που έκαναν λόγο για υποκινούμενα άτομα, «εγκάθετους» τής κλίκας τού Μπεν Αλί ή τής Λιβύης, που δρούσαν με σκοπό την αποσταθεροποίηση τής μεταβατικής τυνησιακής κυβέρνησης. Κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνει την θέση αυτή. Κανένας τους δεν αυτοχαρακτηρίζεται ως αντεπαναστάτης. Πολλά μάλιστα από τα νέα αυτά άτομα προέρχονται από την περιοχή τού Ζαρζίς στον νότο τής Τυνησίας· γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, κατοικούσαν στις ίδιες συνοικίες και κινήθηκαν από τα ίδια ελατήρια. Δεν είναι οι φτωχότεροι εκείνοι που φεύγουν. Πολλοί από αυτούς εργάζονταν ή ήταν εποχιακά απασχολούμενοι και βρέθηκαν στην ανεργία λόγω έλλειψης τουριστών. Θέλησαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, αλλά όχι κατ’ ανάγκη με οριστικό τρόπο. Στην πλειοψηφία τους επιθυμούσαν εδώ και καιρό να φύγουν, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν εξαιτίας των συνοριακών ελέγχων και κυρίως εξαιτίας τού κόστους τής βίζας (12.000 δηνάρια, 6.000 ευρώ, ως συνέπεια τής διαφθοράς). Το ταξιδιωτικό κόστος ήταν 2.000 δηνάρια· επομένως, επωφελήθηκαν τής ευκαιρίας χάρη σε μια συγκυρία περιστάσεων που σχετίζεται με την αναστολή των συνοριακών ελέγχων και την απουσία τής αστυνομίας. Υπήρξαν και ορισμένες αυθόρμητες αναχωρήσεις. Στην Καλαβρία συναντήσαμε νέους ανθρώπους που η απόφασή τους να φύγουν ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας παρόρμησης. Τέσσερις εξ αυτών ζήτησαν μάλιστα να επιστρέψουν στην Τυνησία.

Κατά τον διάπλου ένα από τα πλοία, το Liberty 302, ανατράπηκε. Ορισμένοι έκαναν λόγο για εσκεμμένη επίθεση από την τυνησιακή ακτοφυλακή. Μπορέσατε να διερευνήσετε το περιστατικό τού ναυαγίου;

Κλερ Ροντιέ: Συγκεντρώσαμε πολλά στοιχεία, αλλά η θέση ότι επρόκειτο για εσκεμμένη επίθεση δεν επιβεβαιώθηκε. Οφειλόταν μάλλον σε λανθασμένο ελιγμό από πλευράς τού τυνησιακού λιμενικού σκάφους που προσέκρουσε στο πλοίο κόβοντάς το στα δύο. Στο πλοίο επέβαιναν 115 άτομα. Εντοπίστηκαν τα σώματα οχτώ πνιγέντων, ενώ αγνοείται η τύχη 25 ακόμα ατόμων. Αντιθέτως, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι δεν καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διάσωση των ανθρώπων. Οι επιζώντες αναφέρουν ότι η βοήθεια καθυστέρησε πάρα πολύ να φτάσει και ότι οι Τυνήσιοι ακτοφύλακες δεν έδειχναν καθόλου να βιάζονται να ρίξουν τους πλωτήρες και τα σωσίβια διάσωσης στη θάλασσα. Από τις τέσσερις μικρές πνευστές λέμβους που διέθετε το λιμενικό σκάφος μία μόνο ρίχτηκε στη θάλασσα. Εν τω μεταξύ, έχει περάσει μια βδομάδα από την τραγωδία, χωρίς όμως να έχει υπάρξει κάποια επικοινωνία των αρχών με τις οικογένειες των θυμάτων και των επιζώντων, χωρίς να έχει ξεκινήσει καμία έρευνα ή να εξεταστεί κανένας.

Έχετε κάποια ιδέα για το ποια θα είναι η μεταναστευτική πολιτική τής νέας Τυνησίας;

Κλερ Ροντιέ: Δεν καταλαβαίνω σε ποια βάση μπορεί στηριχθεί η πρόβλεψη για μαζικές αφίξεις. Ο Οργανισμός διεθνών μεταναστεύσεων (OIM) έκανε λόγο για 1,5 εκ. μετανάστες στη Λιβύη. Η εκτίμηση αυτή ερμηνεύθηκε σαν να αφορούσε την άφιξη 1,5 εκ. ατόμων στην Ευρώπη· αλλά η πρώτη έγνοια των αλλοδαπών στη Λιβύη δεν είναι αν θα έρθουν ή όχι στην Ευρώπη! Είτε πρόκειται για Αιγύπτιους, είτε για Τυνήσιους, οι άνθρωποι αυτοί επιθυμούν στην πλειοψηφία τους να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Όσο για τους υπόλοιπους, όσους δηλ. έχουν ανάγκη προστασίας, δεν θεωρώ ότι είναι πιο σοκαριστικό να τους υποδεχτεί τελικά η Ευρώπη, από το να τους αντιμετωπίζει με τρόμο!

(Η συνέντευξη δόθηκε στη Μαρί Μπαρμπιέ).

[1] Δείτε εδώ και εδώ· γνωστή υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών.

 
 

«“Μυστικό” Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» ή «The frumious Bandersnatch»

Improved Coordination of Economic Policies in the Euro Zone
(Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας)[3]

(μετάφραση στα αγγλικά από το σάιτ l’Humanité in English (H.Crapo), όπου θα βρείτε και σχολιασμό τού κειμένου· οι υπογραμμίσεις δικές μου όπως και οι αναφωνήσεις σε αγκύλες.)

Principal Elements and Concepts

The objective of this text is to deepen the economic pillar of the monetary union by encouraging the convergence of the economies of the Euro Zone. This requires a shift towards a higher degree of coordination of policies, in particular in domains of national competence that are essential in order to increase competitivity and to avoid any troublesome disequilibrium. In those domains that are of European competence, the legislative and other procedures will be fully respected. [?!!!] Competitivity is indispensible if we are to produce higher earnings for our citizens [!!!] and development in the medium and long term.

Read the rest of this entry »

 

Για την υλοποίηση της συμφωνίας κυβέρνησης – απεργών πείνας (Κόντρα)

Τελευταίες εξελίξεις στην υλοποίηση της συμφωνίας κυβέρνησης – απεργών πείνας
(Κόντρα, 12/3)

Όπως είναι γνωστό, την Τετάρτη 9 Μαρτίου, έγινε συμφωνία ανάμεσα σε 4 υπουργούς της κυβέρνησης και αντιπροσωπεία των 300 απεργών πείνας. Η συμφωνία αυτή περιλάμβανε τρία σημεία:

  1. Σε κάθε απεργό πείνας θα δοθεί το καθεστώς «ανοχής» («αναβολή απομάκρυνσης») επ’ αόριστον. Το καθεστώς αυτό θα συνοδεύεται και από άδεια εργασίας.
  2. Θα δοθεί η δυνατότητα στους απεργούς πείνας να ταξιδεύουν στις πατρίδες τους.
  3. Η 12ετία για την απόκτηση άδειας παραμονής «για εξαιρετικούς λόγους» θα γίνει 8ετία.

Οι υπουργοί της κυβέρνησης, όχι μόνο δεν έδωσαν στους απεργούς πείνας κάποιο έγγραφο με το περιεχόμενο της συμφωνίας, υπογεγραμμένο από τους ίδιους, όχι μόνο δεν δεσμεύτηκαν δημόσια με δηλώσεις τους γι’ αυτή τη συμφωνία, αλλά αντίθετα εμφανίζονται πιο ρατσιστές από την ακροδεξιά και τη δεξιά, διαψεύδοντας την ίδια την ύπαρξη της συμφωνίας και υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση το μόνο που έδωσε στους απεργούς πείνας είναι αυτό που τους πρότεινε από την αρχή, δηλαδή το εξάμηνο καθεστώς «ανοχής».

Ανεξάρτητα από τις δηλώσεις των υπουργών, σημασία αυτή τη στιγμή έχει να δούμε πώς εξελίσσεται η διαδικασία υλοποίησης της συμφωνίας και τι πρέπει να γίνει ώστε αυτή η συμφωνία να εξασφαλιστεί, πριν οι απεργοί πείνας εγκαταλείψουν το κτίριο «Υπατία» και φύγουν για τους τόπους διαμονής τους. Γιατί αν οι απεργοί πείνας φύγουν, τότε δεν θα υπάρχει κανένας παράγοντας άσκησης πίεσης πάνω στην κυβέρνηση.

Read the rest of this entry »

 
 
Αρέσει σε %d bloggers: