RSS

Tag Archives: Lacroix-Riz

Επιτάφιος χωρίς Ανάσταση

[1941] Απαντώντας στο αίτημα τής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CGT των εργαζομένων τού κλάδου τής χημικής βιομηχανίας να τεκμηριώσει τις κατηγορίες του σε βάρος τής εργοδοσίας [όσον αφορά τη συνεργασία με τον κατακτητή], ένας εργαζόμενος στο εργοστάσιο τής Air Liquide στο Νανσί περιγράφει την «πολύ σκληρή περίοδο» τής κατοχής ως εξής: «Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου δώσω αριθμούς, αλλά εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι τις περισσότερες φορές δουλεύαμε χωρίς ανάσα για 52 και όχι για 48 ώρες[*] και ότι παρά τους περιορισμούς στο ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργούσαν στην περιοχή μας πολλά μεταλλουργικά εργοστάσια υπό τη διεύθυνση των γερμανών. Όπως λοιπόν καταλαβαίνεις, εκείνο που προείχε ήταν η “απόδοση”».[84] Για το σκοπό μάλιστα αυτό [αύξηση τής παραγωγής], η εργοδοσία χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες τού φασισμού, τον οποίο φρόντισε, με ποικίλες μεθόδους (συμπεριλαμβανομένης και τής επιβολής καθεστώτος χαφιεδισμού), να εγκαταστήσει στους εργασιακούς χώρους — πριν ή και μετά από το 1936 — για τη διεξαγωγή τού ιδεολογικού αγώνα με «εργατικό» λεξιλόγιο. Στις 11 Νοεμβρίου τού 1941 κυκλοφορούσαν στο εργοστάσιο τής «Ρενό» στο Μπιγιανκούρ «δύο νέα φυλλάδια κομμουνιστικής προπαγάνδας» που καλούσαν τους εργαζόμενους τού εργοστασίου «σε διαδήλωση» και τα οποία έφεραν τον τίτλο «“Μεταλλουργοί, ο Ζαν Τιμπό δολοφονήθηκε—Εθνική Επιτροπή Αγώνα για την Ανεξαρτησία τής Γαλλίας”[85][…] Το τμήμα τού [χιτλεροτροτσκιστικού] PPF [που δραστηριοποιούνταν] στα εργοστάσια τής Ρενό εξέδωσε [με τη σειρά του] φυλλάδιο σε 10.000 αντίτυπα με τίτλο “Έκκληση των εργατών τού PPF στη Ρενό προς τους συντρόφους μεταλλουργούς”, με το οποίο καλούσε τους εργάτες να μην διαδηλώσουν στις 11 Νοεμβρίου [… και το οποίο] διανεμήθηκε την ίδια μέρα στους χώρους τού εργοστασίου τής εταιρείας». Το εν λόγω φυλλάδιο αναδεικνύει τον πολύμορφο χαρακτήρα των δράσεων τής εργοδοσίας για την αύξηση τής απόδοσης και την αποτροπή δολιοφθορών:

«Σύντροφοι, μια αυτοαποκαλούμενηΕθνική Επιτροπή” — άλλη μια μάσκα πίσω από την οποία κρύβονται οι πράκτορες τής Μόσχας και τής καπιταλιστικής Αγγλίας στη Γαλλία — σας καλεί σε διαδήλωση στις 11 Νοεμβρίου. Το κόμμα τού πράκτορα Ντικλό[**] και τού λιποτάκτη Τορέζ θέλει να κάνει τους εργάτες να πιστέψουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τιμήσουν τη μνήμη των πατριωτών, τους οποίους οι ίδιοι έστειλαν στον θάνατο. Έτσι όμως κάνουν οι δολοφόνοι. Εργάτες τής Ρενό, μην γίνετε θύματα και κορόιδα τού κομμουνιστικού μακιαβελισμού. Η διαδήλωση σημαίνει ανεργία! Αν διαδηλώσετε, το εργοστάσιο θα κινδυνεύσει να χάσει τις παραγγελίες, χωρίς όμως να καθυστερήσει ούτε λεπτό η νίκη σε βάρος τού μπολσεβικισμού. Αν διαδηλώσετε για το χατίρι τής Μόσχας, θα καθυστερήσετε την επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου που υπολογίζουν στη σύνεσή σας για να απελευθερωθούν. Σύντροφοι, σκεφτείτε σαν γάλλοι και μην ακούτε τους ρώσους και τους άγγλους» κ.λπ.[86]

A Lacroix-Riz, Industriels et Banquiers sous l’occupation (σελ. 587-88)


[84] Επιστολή Ντανιέλ Νικολά, 10 Δεκεμβρίου 1945.
[85] Ζαν-Πιερ Τιμπό, γραμματέας ομοσπονδίας μετάλλου CGT(U), ένας από τους ομήρους στο Σατομπριάν, που παραδόθηκαν από τον Πισέ στους γερμανούς και οι οποίοι εκτελέστηκαν στις 22 Οκτωβρίου 1941 [μεταξύ των εκτελεσθέντων και ο δεκαεπτάχρονος Γκι Μοκέ].
[86] Αστυνομικοί φάκελοι, όπου και το φυλλάδιο τού PPF. Οι υπογραμμίσεις/εμφάσεις στο πρωτότυπο.


[*] Κατώτατο εβδομαδιαίο ωράριο (48-60 ώρες).
[**] Επικεφαλής τού παρανόμου ΚΚΓ.

 
2 Σχόλια

Posted by στο 01/07/2015 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Κατοχή—A.Lacroix-Riz

Compagnie française des mines de Bor, Francolor, Théraplix

Compagnie française des mines de Bor, Francolor, Théraplix

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος—A.Lacroix-Riz, Aux origines du carcan européen (1900-1960) (Κεφ. 4, σελ.87-110 [pdf, κεφ.4-6])

Μεταξύ Μπλίτσκριγκ …

Η άμεσα προηγούμενη προπολεμική περίοδος, ο «ψευδοπόλεμος» και ο καθαυτό πόλεμος εκτυλίχθηκαν ομαλά και σύμφωνα με το «χρονοδιάγραμμα» που είχε παρουσιάσει ο υποδιοικητής (και μελλοντικός διοικητής) τής Τράπεζας τής Γαλλίας.[i] Η περίοδος τής Κατοχής επιβεβαίωσε τις προβλέψεις τού εκπροσώπου της στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών[ii] όσον αφορά τον άμεσο γερμανικό έλεγχο επί των πλουσίων κρατών τής Ευρώπης. Η κατάληψη τής Γαλλίας από τις γερμανικές δυνάμεις επέτρεψε την πραγματοποίηση τού προγράμματος αποπληθωρισμού των λαϊκών εισοδημάτων, πράγμα που αποτελούσε τον απώτατο στόχο τής Κεντρικής Τράπεζας: μεταξύ τού 1940 και 1944 οι πραγματικοί μισθοί των εργατών και υπαλλήλων μειώθηκαν κατά 50%, επιτυχία που συντέλεσε στον κατευνασμό των όψιμων ανησυχιών της (που εκφράστηκαν για πρώτη φορά λίγο πριν από τη σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ) για τις ολέθριες πληθωριστικές επιπτώσεις τις οποίες είχαν για τον δημόσιο προϋπολογισμό και το εθνικό νόμισμα τα έξοδα κατοχής και οι σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις, που συνολικά ανέρχονταν σε άνω των 600 εκ. [φράγκων] ημερησίως.[1]

—Καρτέλ και ενώσεις κεφαλαίων

Κατά την περίοδο τής Κατοχής, όλοι οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλοτραπεζίτες, με επικεφαλής τα στελέχη τής Τράπεζας τής Γαλλίας, συμμετείχαν πρόθυμα και ενεργά στην υλοποίηση τού «ευρωπαϊκού» ή «ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού» προγράμματος τού Ράιχ όσον αφορά τον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Τα ανώτατα κλιμάκια τού κρατικού μηχανισμού (συμπεριλαμβανομένων και των υπουργείων) στελεχώνονταν αποκλειστικά από εκπροσώπους των εν λόγω κύκλων, είτε επρόκειτο για δημοσίους υπαλλήλους καριέρας είτε για άτομα που εγκατέλειψαν προσωρινά τις ιδιωτικές τους δραστηριότητες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συντελέστηκε η συγχώνευση Κράτους και χρηματιστικού κεφαλαίου.

Στο πλαίσιο των ανανεωμένων ή νεοσυστημένων καρτελικών συμπράξεων και ενώσεων κεφαλαίων, η γαλλική πλευρά κατέλαβε τα δευτερεία — θέση την οποία είχε αποδεχτεί προ πολλού και η οποία επιδεινώθηκε μετά από το φιάσκο τού «πολέμου». Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να εξυμνεί την «Ευρώπη» και την ευρωπαϊκή ένωση, που το Ράιχ ήταν πρόθυμο να της την προσφέρει, ιδίως αφότου η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα τους έδωσε ελπίδες, τουλάχιστον για κάποιους μήνες, ότι επρόκειτο να απαλλαγούν οριστικά από τον πονοκέφαλο τού σοβιετικού προβλήματος, που οι κυβερνήσεις τού Παρισιού και τού Λονδίνου προσπαθούσαν μάταια να αντιμετωπίσουν από το 1918 και μετά.

Κατά τη διάρκεια γαλλογερμανικής σύσκεψης, τη σύγκληση τής οποίας είχε ζητήσει ήδη από τον Ιούλιο τού 1940 ο όμιλος Kuhlmann από την κυβέρνηση τού Βισί και η οποία έλαβε τελικά χώρα στις 21 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους στο Βισμπάντεν, έδρα τής γερμανικής επιτροπής ανακωχής, ο Ντισεμέν[iii] πρότεινε αυθόρμητα στους επικεφαλής τής IG Farben τη διατήρηση απλώς τού καρτέλ τού 1927. Επικαλέστηκε μάλιστα την εξαιρετική του λειτουργία που «[δεν] διακόπηκε λόγω τού πολέμου», καθώς επίσης και την ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία, «τη στιγμή που ο Φύρερ και ο στρατάρχης Πετέν, σε κατ’ ιδίαν συνομιλία τους [στο Μοντουάρ στις 24 Οκτωβρίου], είχαν ήδη καταλήξει σε συμφωνία για τις αρχές που έπρεπε να διέπουν τις μελλοντικές σχέσεις ειλικρινούς και καλόπιστης συνεργασίας».

Η γερμανική αντιπροσωπεία, που απαρτιζόταν από ανθρώπους τής IG Farben, καθώς επίσης και από τον κρατικό υποστηρικτή των συμφερόντων της, τον Ρίχαρντ Χέμεν (πρώην μέλος τής «γαλλογερμανικής κυβερνητικής επιτροπής [συνεργασίας]», που είχε ιδρυθεί το 1937, και πλέον πρόεδρο τής γερμανικής επιτροπής ανακωχής), αντιπρότειναν ότι βεβαίως και επιθυμούσαν να «βγάλουν χρήματα […] κλείνοντας δουλειές» με τους Γάλλους — διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Φριτς Τερ Μέερ, σημαντική μορφή στον τομέα των τοξικών αερίων, συμπεριλαμβανομένου και τού Zyklon B, και διακεκριμένος εγκληματίας πολέμου, ο οποίος μάλιστα το 1956 επρόκειτο να καταλάβει τη θέση τού προέδρου τού εποπτικού συμβουλίου τής Bayer —, αλλά οι παλιοί τους εταίροι θα έπρεπε να αποδεχτούν τους εξαιρετικά ταπεινωτικούς όρους τής ήττας και να αναγνωρίσουν «τον ρόλο διεύθυνσης και ελέγχου (Führung)», που ανατέθηκε δικαιωματικά στους «γερμανούς βιομηχάνους». Ο φον Σνίτσλερ, για τον οποίο ήδη έγινε λόγος, «έκλεισε [τον φιλιππικό του] λέγοντας ότι θα έπρεπε να δοθεί τέλος στις πλασματικές και αθέμιτες πρακτικές όσον αφορά τις γαλλικές εξαγωγές και ότι στο μέλλον η γαλλική βιομηχανία χρωστικών ουσιών θα έπρεπε να περιοριστεί στην προμήθεια των αγορών τής μητρόπολης και των γαλλικών αποικιών. […] Σας δίνουμε τη δυνατότητα να επιβιώσετε [και …] να λάβετε τη θέση που σας αρμόζει στο πλαίσιο τής IG. Θα είστε ευπρόσδεκτοι, αλλά βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψετε στις ανεξέλεγκτες πρακτικές ανταγωνισμού τής προπολεμικής περιόδου».

Στην εξίσου εξευτελιστική συνεδρίαση τής 22ας Νοεμβρίου, ο Ζορζ Τεσμάρ επιδόθηκε σε μια γελοία απόπειρα να διασώσει τις γαλλικές εξαγωγές συνηγορώντας υπέρ τής δημιουργίας «ενός ευρωπαϊκού μπλοκ για την αντιμετώπιση τού ανταγωνισμού από το αμερικανικό μπλοκ»: «[Α]πό την άποψη αυτή, δεν είναι προς το συμφέρον σας να μας στραγγαλίσετε οικονομικά». Η αποστομωτική απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Η επιθυμία μας είναι να αποφευχθούν οι πλασματικές και βλαβερές εξαγωγές σας. Μελλοντικά θα εξετάσουμε τα ειδικά καθεστώτα που θα ισχύσουν για το Μεξικό, το Βέλγιο και την Ισπανία. Ωστόσο δεν θέλουμε να κάνετε εξαγωγές ούτε προς την Ιταλία ούτε προς την Ολλανδία, δημιουργώντας μας έτσι προβλήματα. Θα μπορείτε να κάνετε εξαγωγές, μόνο όταν αυτές είναι αμοιβαία επωφελείς».[2]

Η υπογραφή τού πρωτοκόλλου τής 12ης Μαρτίου τού 1941 για τη σύσταση τής «μικτής εταιρείας» Francolor (γαλλογερμανικής εταιρείας χρωστικών ουσιών) αποτέλεσε το επιστέγασμα τής εφαρμογής τής αυστηρής «ρήτρας μη ανταγωνισμού» σε βάρος τού «γαλλικού ομίλου». Το επίσημο μερίδιο τής IG Farben που αντιστοιχούσε στο 51% τού κεφαλαίου τής Francolor δεν ανταποκρινόταν στον πραγματικό έλεγχο επί τής εταιρείας που ασκούσε η γερμανική πλευρά: «καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης τής Francolor, οι [εταιρείες] Kuhlmann, Saint-Denis & Saint-Clair du Rhône αναλαμβάνουν τη δέσμευση έναντι τής IG και τής Francolor ότι θα απέχουν από την άσκηση δραστηριοτήτων που σχετίζονται αμέσως ή εμμέσως με την παραγωγή ή την πώληση προϊόντων στον τομέα των χρωστικών, τόσο στη Γαλλία, στις αποικίες και στα προτεκτοράτα της, όσο και στο εξωτερικό, ότι δεν θα συμμετέχουν ενεργά σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή την πώληση των ίδιων προϊόντων και ότι, με κανέναν τρόπο, δεν θα ευνοούν επιχειρήσεις τού είδους αυτού».[3]

Τα υπόλοιπα καρτέλ αποκλειστικού χαρακτήρα που συνέστησε η IG Farben είχαν επίσης καθοριστική σημασία για το μέλλον τού κλάδου (οι συμφωνίες και συμπράξεις μεταξύ τής Bayer και τού ομίλου Gillet θα εξεταστούν στη συνέχεια).[4] Το λεόντειο αυτό καθεστώς, που το γαλλικό κεφάλαιο είχε κατ’ αρχήν αποδεχτεί από το 1920 στο πλαίσιο των συμφωνιών του με την πρώτη ενσάρκωση τής IG Farben [Dreibund], χαρακτήριζε όλες τις νέες ή ανανεωμένες καρτελικές συμπράξεις με μία μόνο μερική εξαίρεση: στον όμιλο Lambert επετράπη να διατηρήσει στην «βελγική αγορά» γύψου το μερίδιο που κατείχε προπολεμικά.[5]

Στη διάρκεια τής δίωρης συζήτησης που είχε με τον Χίτλερ στην Καγκελαρία τού Ράιχ στις 21 Φεβρουαρίου τού 1935, ο Λουί Ρενό, εμβληματικός εκπρόσωπος τού ρεύματος υπέρ τής γαλλογερμανικής συνεργασίας κατά τον μεσοπόλεμο και την Κατοχή, είχε παρακαλέσει θερμά τον ναζιστή ηγέτη να προωθήσει τη δημιουργία ενός γαλλογερμανικού καρτέλ στον τομέα τού αυτοκινήτου, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι «ένας οικονομικός πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας θα ωφελούσε μόνο την Αγγλία και την Αμερική».[6] Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, στα τέλη Σεπτεμβρίου τού 1940, ο ανιψιός του εξ αγχιστείας και γενικός διευθυντής των εργοστασίων του Φρανσουά Λεϊντέ (ένας από τους «46» συνάρχες [τής λίστας Σαβέν]) διορίστηκε στη θέση τού «αρμοδίου διευθυντή» τής «οργανωτικής επιτροπής» αυτοκινήτου (COA), η οποία αποτέλεσε την πρώτη από τις «οργανωτικές επιτροπές» που συνεστήθησαν στις 16 Αυγούστου τού 1940,[7] κατά τα πρότυπα των γερμανικών Reichsgruppen,[iv] από τον γενικό διευθυντή τής τράπεζας Worms Ζακ Μπαρνό (άλλη μια «φίρμα» τής λίστας των «46»). Πέραν των άλλων υπουργικών θώκων από τους οποίους πέρασε (μεταξύ των οποίων και αυτού τής «βιομηχανικής παραγωγής», από τον Φεβρουάριο τού 1941 μέχρι τον Απρίλιο τού 1942), ο Λεϊντέ παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την Απελευθέρωση. Τον Νοέμβριο, μάλιστα, τού 1940, ο Λεϊντέ ικανοποίησε την επιθυμία τού θείου του ιδρύοντας επίσημα στο Βερολίνο μαζί με τον στρατηγό Άντολφ φον Σνελ, ο οποίος από το 1938 ήταν υφυπουργός επικοινωνιών και κυβερνητικός πληρεξούσιος στον τομέα τού αυτοκινήτου (Generalbevollmüchtigten für das Kraftfahrwesen, GBK), την «ευρωπαϊκή επιτροπή αυτοκινήτου» (CAE), που ουσιαστικά αποτελούσε τριμερές καρτέλ (με την επίσημη συμμετοχή τής Ιταλίας).

Με δεδομένη την πάγια συγκατάθεση τού Λεϊντέ, το Ράιχ θα διατηρούσε στο εν λόγω καρτέλ τον συνήθη επιχειρησιακό και διοικητικό έλεγχο και καθοδήγηση [Führung]: (1) η προεδρία τής «ευρωπαϊκής επιτροπής αυτοκινήτου» ανατέθηκε στον επικεφαλής τού γαλλικού παραρτήματος τής υπηρεσίας GBK συνταγματάρχη Μαξ Τένισεν, ο οποίος για καθαρά τυπικούς λόγους προτάθηκε για τη θέση αυτή από τον Λεϊντέ· (2) σύμφωνα με τη συμφωνία σύμπραξης «σε πέντε σημεία», στους μελλοντικούς στόχους τού «ευρωπαϊκού» καρτέλ θα εντασσόταν η αναδιοργάνωση τού κλάδου σε «ευρωπαϊκό» επίπεδο, ξεκινώντας από την παραγωγή και την «οργάνωση των αγορών» και καταλήγοντας στη ρύθμιση των εξαγωγών (ενώ, όσον αφορά την περίοδο τής Κατοχής, βασικός στόχος τού καρτέλ θα ήταν η εξυπηρέτηση τής πολεμικής οικονομίας τής Γερμανίας).

Το «σχέδιο για τον αυτοκινητιστικό κλάδο» που παρουσιάστηκε εν χορδαίς και οργάνοις στον γαλλικό τύπο από τον Λεϊντέ στις 24 Δεκεμβρίου τού 1940 δεν ήταν παρά απλή αντιγραφή τού γερμανικού σχεδίου και επομένως προδιέγραφε τη δημιουργία μιας σε μεγάλο βαθμό γερμανοποιημένης Ευρώπης. Λαμβάνοντας τη μερίδα τού λέοντος, το Ράιχ θα προμήθευε τις αγορές τής Δανίας, τής Φινλανδίας, τής Ουγγαρίας, τής Νορβηγίας, των Κάτω Χωρών, τής Πολωνίας, τής Σουηδίας και τής Τσεχοσλοβακίας. Έχοντας οριστικά εκδιωχθεί από τις αγορές τής Ανατολικής Ευρώπης, η Γαλλία έβλεπε τη θέση της να υποβαθμίζεται, αλλά παρ’ όλ’ αυτά διατηρούσε πρόσβαση στις αγορές τής Ολλανδίας, τού Βελγίου, τής Ελβετίας και τής Ισπανίας. Η Ιταλία αμείφθηκε με ψιχία, καθώς έγινε ανεκτή η παρουσία της στην Ελλάδα και τη Ρουμανία με μερίδιο αγοράς 40%. Ο Λεϊντέ ολοκλήρωσε την παρουσίαση τού (γερμανικού) «σχεδίου» του με την εξής προτροπή: «κανένα αμερικανικό αυτοκίνητο» στην ευρωπαϊκή ήπειρο[8] (φράση που κρατάμε στα υπόψιν).

Το καρτέλ στον τομέα των ασφαλίσεων, που συνεστήθη τον Φεβρουάριο-Μάρτιο τού 1941 στο Βερολίνο και το οποίο έσπευσε να αυξήσει κατακόρυφα τα τιμολόγια τού κλάδου (άμεσες ανατιμήσεις κατά 30% έως 50%), συνδέθηκε, μετά την προσχώρηση σε αυτό τής γαλλικής πλευράς, με το όνομα τού μεγαλοσυνάρχη Ζακ Γκεράρ, ενός εκ των «46» [τής λίστας Σαβέν]. Η τράπεζα Worms, κομβικός άξονας τής συναρχίας, προώθησε τον διορισμό τού διευθυντή των ασφαλιστικών της εταιρειών, τις οποίες είχε αποκτήσει και αναδιαρθρώσει το 1938 (La Préservatrice), πρώτα στη θέση τού επικεφαλής τής «οργανωτικής επιτροπής» τού τομέα ασφαλίσεων και κεφαλαιοποίησης και έπειτα ως γενικού γραμματέα τού Λαβάλ, θέση την οποία κατείχε από τον Απρίλιο τού 1942 έως τον Αύγουστο τού 1944.

Η μερίδα τού λέοντος που διεκδικούσε η γερμανική πλευρά στο πλαίσιο τής «ευρωπαϊκής» οργάνωσης τού τομέα των ασφαλίσεων αποδείχθηκε μικρότερη από τις προβλέψεις και αυτό όχι εξαιτίας τής αρχικής γαλλικής «αντίστασης», αλλά επειδή η έκβαση τού πολέμου εναντίον τής Βρετανίας, το κουφάρι τής οποίας περίμεναν να κατασπαράξουν η Allianz και η Munich-Re, δεν ήταν η αναμενόμενη. Άλλωστε, τουλάχιστον έως το 1942, οι γαλλικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο, με επικεφαλής την τράπεζα Worms, επέδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στις γερμανικές φιλοδοξίες.

Στις 7 Μαρτίου τού 1941, κατά την τελετή σύστασης τού καρτέλ στο Παρίσι, ο Γκεράρ, επιφυλάσσοντας ενθουσιώδη υποδοχή στον ομόλογό του Έντουαρντ Χίλγκαρντ — επικεφαλής τού κεντρικού οργάνου στον τομέα των ασφαλίσεων («Leiter der Reichsgruppe Versicherung») από το 1933 έως το 1945 και διευθυντή τής Allianz — έσυρε τον χορό των πανηγυρισμών χαιρετίζοντας «τη στενή και καρποφόρα συνεργασία μεταξύ των γερμανικών και γαλλικών ασφαλιστικών φορέων». Εξέφρασε επίσης την ευχή ότι «η συνεργασία αυτή θα συνεχιστεί και θα διευρυνθεί στο μέλλον και ότι θα συντελέσει ώστε ο ασφαλιστικός κλάδος να καταλάβει την εξέχουσα θέση που του αρμόζει στη μελλοντική οικονομία τής Ευρώπης». Ο Χίλγκαρντ εξύμνησε επίσης τη γαλλογερμανική «συνεργασία [που, στο πλαίσιο τής] επιτυχούς ανασυγκρότησης μιας συμφιλιωμένης Ευρώπης [επρόκειτο να αναπτυχθεί] στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα».[9]

Παρά το γεγονός ότι η γερμανική πλευρά εξασφάλισε, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τη μερίδα τού λέοντος, η ανάπτυξη των καρτέλ, ξεκινώντας από τον τομέα των πολυκαταστημάτων και καλύπτοντας εν τέλει το σύνολο τής βιομηχανικής παραγωγής, παρέμεινε ελκυστική επιλογή για τους γάλλους συμβαλλόμενους. Και αυτό γιατί ναι μεν τους απαγορεύτηκε η περαιτέρω επέκταση σε αγορές τού εξωτερικού, αλλά συγχρόνως τους δόθηκε η δυνατότητα αφενός να αναπληρώσουν τις όποιες απώλειες στο εξωτερικό και αφετέρου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, προωθώντας βίαιες ανακατατάξεις, προς την κατεύθυνση συγκέντρωσης των εγχώριων κλάδων παραγωγής που ήλεγχαν, σε βάρος των ανταγωνιστών τους, είτε επρόκειτο για εβραϊκές επιχειρήσεις είτε όχι.[10] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναπλήρωση των ζημιών στην εσωτερική αγορά λειτούργησε ως αντίβαρο για τις δρακόντειες ρήτρες των καρτελικών συμφωνιών που συνήψε η IG Farben με τον όμιλο Κουλμάν και τους υπόλοιπους παλιούς εταίρους της.

Στον όμιλο Rhône-Poulenc — συναρχικό φέουδο τής δυναστείας των Ζιλέ, που ασκούσαν δικτατορικό έλεγχο επί των «οργανωτικών επιτροπών» των οικείων παραγωγικών κλάδων, ξεκινώντας από τη παραγωγή τεχνητών ινών (ρεγιόν, βισκόζης, φιμπράν) και χαρτιού κελοφάνης και φτάνοντας μέχρι τη φαρμακευτική βιομηχανία — δόθηκε η ευχέρεια «να εξαλείψει τον ανταγωνισμό», όχι μόνο όσον αφορά την παραγωγή κατά την περίοδο τής κατοχής αλλά και όσον αφορά τα προϊόντα που «θα παρήγαγε εκ νέου στο μέλλον […] εφόσον το επέτρεπε η οικονομική κατάσταση».[11] Κατά τον ίδιο τρόπο, ο όμιλος Κουλμάν κατάφερε να εξαλείψει όλους τους γάλλους ανταγωνιστές του: στη διετία 1942-1943 έβαλαν λουκέτο «400 περίπου μικρές βιομηχανίες χρωμάτων και βερνικιών».[12] Στο «απολογητικό υπόμνημα» που υποβλήθηκε για λογαριασμό τού ομίλου Ugine τον Ιανουάριο τού 1946 και το οποίο πιστοποιούσε, μεταξύ άλλων, τη σθεναρή «αντίσταση» που πρόβαλε στον κατακτητή, την απόρριψη των συμφωνιών ενώσεων κεφαλαίων και την οικονομική καταστροφή που υπέστη λόγω τής άρνησής του να υπηρετήσει τις ανάγκες τής γερμανικής πολεμικής οικονομίας κατά το διάστημα τής Κατοχής, υπάρχει μια αποκαλυπτική παραδρομή: ο «αφοπλισμός» και η ενδοτικότητα τής SECEM[v] απέναντι στις πιέσεις τής IG Farben θα όφειλε να αποδοθεί «στη μακρά ιστορία συμφωνιών, κατανόησης και φιλικού συναγωνισμού» μεταξύ των γαλλογερμανών εταίρων.

Από «ευρωπαϊκής» (τ.έ. γερμανικής) πλευράς, οι νικητές εμπέδωσαν και διεύρυναν την ηγεμονία τους μέσω των αλληλοσυνδεόμενων επιχειρήσεων και ειδικότερα μέσω τής σύστασης «μικτών εταιρειών», που οι γαλλογερμανοί συμβαλλόμενοι φρόντισαν προηγουμένως να τις απαλλάξουν από τυχόν «εβραϊκά» κεφάλαια. Οι μερίδες συμμετοχής που κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν οι γερμανικές εταιρείες (σε αρκετές περιπτώσεις με τη βοήθεια αχυρανθρώπων), ανέρχονταν σε ποσοστό τουλάχιστον 50% τού μετοχικού τους κεφαλαίου, ενώ η υπέρμετρη επιρροή που ασκούσαν οι γερμανοί εταίροι στους γαλλογερμανικούς ομίλους δεν ανταποκρινόταν συχνά στην επίσημη εταιρική τους μερίδα. Ο Λεϊντέ ήταν βεβαίως λιγότερο διατεθειμένος να προωθήσει τις εταιρικές συγχωνεύσεις, με τη στενή έννοια τού όρου, στον τομέα τής αυτοκινητοβιομηχανίας, από όσο ήταν οι ομόλογοί του συνάρχες που δραστηριοποιούνταν σε άλλους τομείς και κυρίως στον τομέα τής χημικής βιομηχανίας, αλλά πρόκειται για τη μοναδική εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα όσον αφορά τον υπερβάλλοντα ζήλο συνεργασίας που επέδειξε κατά την κατοχή και τον διαρκή ενθουσιασμό του για την επίτευξη «συνεννόησης ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία» ή — το συνώνυμό της — «την Ευρώπη».[14]

Πράγματι, κυρίως κατά τη διετία 1941-1942, ο επικεφαλής τής COA δεν έπαψε να επιβεβαιώνει τη δέσμευσή του υπέρ τής γερμανοευρωπαϊκής λύσης όσον αφορά την οργάνωση τής βιομηχανίας αυτοκινήτου. Αποδέχτηκε με προθυμία τον γερμανικό έλεγχο επί τής παραγωγής και τη μείωση των παραγόμενων μοντέλων, πράγμα που βεβαίως θα συνέβαλε στην παγίωση τής γερμανικής κυριαρχίας στο κλάδο. Άλλωστε, το τρίτο από τα «πέντε σημεία» τής συμφωνίας για την «ευρωπαϊκή επιτροπή αυτοκινήτου» προέβλεπε ότι η ειδική επιτροπή «τυποποίησης […] θα διερευνούσε τη μείωση τού κόστους παραγωγής που θα μπορούσε να επιτευχθεί χάρις στην ελάττωση τού αριθμού των μοντέλων και την κατάρτιση ενός γενικού προγράμματος τυποποίησης για τον εξοπλισμό και τα αξεσουάρ αυτοκινήτου».[15] Στις 20 Ιουλίου τού 1942, ο φον Σνελ επικαλέστηκε τη στήριξη τού Λεϊντέ προκειμένου να εξαναγκάσει τούς «γάλλους κατασκευαστές», που είχαν συνέλθει σε σύσκεψη στα γραφεία τής COA, να αποδεχτούν, «εντός των επομένων δύο, τεσσάρων ή το πολύ οκτώ εβδομάδων», «το πρόγραμμα τυποποίησης που θα συνεπαγόταν ότι, κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τού πολέμου, το σύνολο των γάλλων κατασκευαστών θα παρήγαγαν ένα μόνο είδος φορτηγού για την κάλυψη των αναγκών τού πολέμου».[16] Καθώς δεν έβλεπε με καλό μάτι τις συγχωνεύσεις μεταξύ «αρίων» επιχειρήσεων, ο Λεϊντέ υπέδειξε στους γερμανούς να στραφούν στην απόκτηση των «εβραϊκών» επενδύσεων στον τομέα τής αυτοκινητοβιομηχανίας και στον έλεγχο των κλάδων των «παραγωγών ανταλλακτικών και αξεσουάρ», οι οποίοι κλάδοι εμφάνιζαν μικρότερη συγκέντρωση. Ως άμεσα ενδιαφερόμενος, υποστήριξε σθεναρά τη σύσταση «μικτών επιχειρήσεων» στον κλάδο κατασκευής αεριογόνων, χάρις στις οποίες η γαλλική Τράπεζα Παρισιού και Κάτω Χωρών, που υπήρξε βασικό ιδρυτικό μέλος τους, πραγματοποίησε μαζί με τους γερμανούς εταίρους της εξαιρετικά κερδοφόρες συναλλαγές, με ολέθριες όμως συνέπειες για τα γαλλικά δάση και τους γάλλους φορολογούμενους.[17] Άλλωστε, ο Λεϊντέ είχε χαρακτηρίσει ως «σοβαρή υπόθεση» το εν λόγω καρτέλ «που θα έθετε υπό κηδεμονία τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία τουλάχιστον για τα επόμενα πενήντα χρόνια και [που] προϋπέθετε ως δεδομένη τη νίκη τής Γερμανίας».[18]

Ομοίως, η σύσταση καρτελικών συμπράξεων διάρκειας «πενήντα ετών», που προέβλεπε η έβδομη ρήτρα τής «συμβάσεως υπ. αριθμ. 1», η οποία περιείχε οκτώ συνολικά ρήτρες και που συνήφθη στις 30 Δεκεμβρίου τού 1940 μεταξύ τού ομίλου Rhône-Poulenc-Spécia και τής IG Bayer σε σχέση με την παραγωγή ασπιρίνης,[19] επισφραγίστηκε με την αμοιβαία απόκτηση συμμετοχών από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικότερη ήταν βεβαίως η περίπτωση τής Francolor, που επίσης είχε τη μορφή «μικτής εταιρείας» με τη συμμετοχή κατά 49% τού ομίλου Κουλμάν και κατά 51% τής IG Farben και τής οποίας πρόεδρος ήταν ο ήδη γνωστός μας Φροσάρ. Πέρα από το γεγονός ότι παρεχόταν η δυνατότητα διαρκούς ανανέωσής τους, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, οι περισσότερες από τις εν λόγω συμφωνίες συνήφθησαν επισήμως σε τρίτες, πολιτικά και δημοσιονομικά ουδέτερες χώρες.

Σύμφωνα με την εκτίμηση, αναφορικά με την «μικτή εταιρεία» Théraplix, που διατυπώθηκε στο εκτενές σημείωμα με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1945 τού υπουργείου βιομηχανικής παραγωγής (PI) με θέμα τις «σχέσεις που είχε αναπτύξει ο όμιλος Rhône-Poulenc με τους γερμανούς [κατά το διάστημα 1940-1944]», οι γερμανοί εταίροι, έχοντας εξασφαλίσει τη μακρά διάρκεια ισχύος των εν λόγω συμβάσεων, είχαν ήδη προκαθορίσει το μέλλον και μάλιστα ανεξάρτητα από την έκβαση τού πολέμου. «Καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανάπτυξη των πωλήσεων των προϊόντων τής Bayer στη Γαλλία. […] Ο διορισμός τού κ. Πιέρ Πουλάνκ ως επιστημονικού διευθυντού τής Théraplix αποτέλεσε το επιστέγασμα τής σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ τού ομίλου Rhône-Poulenc και τής Théraplix. Ο κ. Πουλάνκ είχε μάλιστα πραγματοποιήσει μια σειρά ταξιδιών στη Γερμανία με σκοπό τη βελτίωση και ανάπτυξη των διαδικασιών παραγωγής από κοινού με την IG. Η λειτουργία τής Théraplix τελεί υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο των γερμανών».

Κατά την μεταπολεμική περίοδο, η γαλλική χημική βιομηχανία θα υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει τις συνέπειες τής παγίωσης των υπόγειων αυτών σχέσεων που συνήφθησαν μεταξύ τού γαλλικού και τού γερμανικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με σχετική εκτίμηση τού εισηγητή τού υπουργείου βιομηχανικής παραγωγής, «ακόμα και μετά την υπογραφή τής συνθήκης ειρήνης, θα ήταν δύσκολο να αμφισβητηθούν τα νομικά και πρακτικά επιχειρήματα υπέρ τής εγκυρότητας των συμφωνιών που υπογράφησαν στο πλαίσιο τού φιλικού διακανονισμού με τους γερμανούς»· επιπλέον, ανάλογα προβλήματα δημιουργούσε και η επέκταση τού πεδίου εφαρμογής τής σύμβασης υπ’ αριθμ. 1, «προκειμένου να συμπεριλάβει και τις [αλλοδαπές θυγατρικές] εταιρείες οι οποίες [τύχαινε να] εδρεύουν σε τρίτες ουδέτερες χώρες, σε μία εξαιρετικά κρίσιμη και ευαίσθητη συγκυρία».[20] Μόνο το άνοιγμα των αρχείων θα μας επιτρέψει να αποφανθούμε οριστικά σχετικά με την ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ των δεσμεύσεων τής περιόδου τής Κατοχής και των γερμανικών συγχωνεύσεων τής «ευρωπαϊκής» περιόδου, που είχαν ως συνέπεια την εξαφάνιση όλων των «γαλλικών» χημικών ομίλων κατά τις τελευταίες δεκαετίες τού 20ού αιώνα.

Οι συμφωνίες και ενώσεις στον τομέα τής χαλυβουργίας άφησαν λιγότερα ίχνη, πράγμα που μετά την απελευθέρωση έδωσε τη δυνατότητα τόσο στους Βεντέλ όσο και στους υπόλοιπους βιομηχάνους χάλυβα τής Λορένης να παρουσιαστούν ως άβουλα θύματα τού «δικτάτορα» Χέρμαν Ρέχλινγκ. Οι εν λόγω συμφωνίες διατηρήθηκαν επίσης σε ισχύ μετά από ένα νέο «ξαναμοίρασμα» τής τράπουλας το 1944, στις παραμονές δηλαδή τής αναπόφευκτης στρατιωτικής συντριβής των γερμανών. Η ύπαρξη τους τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων από το σχέδιο τού 1941 για τη σύσταση τής «μικτής εταιρείας» DAVUM με τη συμμετοχή των επιχειρήσεων Ρέχλινγκ, τής Ποντ-α-Μουσόν[vi] και των λοιπών συνήθων εταίρων τού κλάδου, το οποίο σχέδιο συνέχισε να εφαρμόζεται τουλάχιστον μέχρι το 1943 υπό την αιγίδα τής τράπεζας Worms.[21]

Στην κατοχή ο Αντρέ-Φρανσουά Πονσέ, άνθρωπος εμπιστοσύνης των βιομηχάνων χάλυβα και εθνικός σύμβουλος στο Βισί,[22] τήρησε την ίδια φιλογερμανική στάση όπως και προπολεμικά, φροντίζοντας ωστόσο να κρατήσει κάποια προσχήματα. Όπως φαίνεται, οι γερμανοί τού κρατούσαν μούτρα, παρά το γεγονός ότι το καλοκαίρι τού 1940 είχε κάνει γνωστή την πρόθεσή του «στον στρατάρχη τού Ράιχ [Γκέρινγκ …] να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις του για την προώθηση τής γαλλογερμανικής συνεργασίας». Στη συνέχεια, όπως είχε κάνει και κατά την περίοδο 1931-1938, κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να «διαλύσει τις όποιες υπόνοιες σε βάρος του, […] να ανακτήσει την γερμανική εμπιστοσύνη» και να αποφύγει «τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να περιπέσει στη δυσμένεια των γερμανών». Στις αρχές μάλιστα τού 1942, ο Πονσέ συνέδραμε τον συνάρχη Πολ Μαριόν — που στο παρελθόν είχε διατελέσει υπεύθυνος σε θέματα δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης στην τράπεζα Worms και ο οποίος, χάρη στις ενέργειες τής τράπεζας, προωθήθηκε στη θέση τού υπουργού πληροφοριών — «προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική συνεργασία τού Τύπου […] στις μη κατεχόμενες περιοχές». Στις 8 Ιανουαρίου τού ίδιου έτους, γράφοντας στην εφημερίδα Figaro (υπό το ψευδώνυμο «Κέλτος» [Celtus]), διακήρυξε την επιθυμία του «για την εδραίωση μιας διαρκούς και δίκαιης ειρήνης […] στο πλαίσιο τής αναδιοργάνωσης τής Ευρώπης […] και για τον τερματισμό των έντονων αντιπαραθέσεων που σημάδεψαν την ιστορία των δύο χωρών μας […] [Δ]ηλώνουμε έτοιμοι να συνεργαστούμε, με αξιοπρέπεια και τιμή, για την εγκαινίαση μιας νέας εποχής σύμπνοιας και ομόνοιας».[23]

—Το πανηγύρι των γαλλικών εκχωρήσεων και αναδιπλώσεων

Με τα καρτέλ και τις λοιπές συμπράξεις τής Κατοχής επιστεγάστηκε η «αναδιανομή» των αγορών και των σφαιρών επιρροής, στην οποία είχε συναινέσει ο γαλλικός ιμπεριαλισμός από την περίοδο τού Μεσοπολέμου. Ωστόσο, ακόμα σημαντικότερες ήταν οι εκχωρήσεις που είχαν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο φιλικών διακανονισμών κατά την περίοδο τής «ειρηνικής» επέκτασης τής Γερμανίας και με τις οποίες επισημοποιήθηκε κατά τη διετία 1938-1939 η γαλλική αποχώρηση από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Από το δεύτερο ήμισυ τού 1940, οι εν λόγω μεταβιβάσεις και εκχωρήσεις συνεχίστηκαν καλύπτοντας όλες τις ζώνες τής γερμανικής επέκτασης, είτε επρόκειτο για χώρες υπό επίσημη κατοχή, είτε για «χώρες-δορυφόρους» (όπως, για παράδειγμα, η πετρελαιοπαραγωγός Ρουμανία, η οποία ήταν έως τότε γαλλοβελγικό φέουδο). Το 1941 είχε πλέον ολοκληρωθεί το σύνολο σχεδόν των μεταβιβάσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, κατά τη δεύτερη πρωθυπουργική θητεία τού Λαβάλ, οι μεγαλοτραπεζίτες ασχολούνταν με την είσπραξη των τελευταίων μικροκονδυλίων από τις παχυλές προμήθειες επί των εν λόγω πωλήσεων (τής τάξης τού 10-15%).[24]

Χρησιμοποιώντας, όπως συνηθίζει, ευφημιστική ορολογία, η Ανιές Ντ’ Ανζιό αναδεικνύει την αδιάσπαστη συνέπεια και συνέχεια τής εν λόγω πολιτικής, με ειδική αναφορά στην περίπτωση τού Σναϊντέρ. Και ενώ, εύλογα, τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο τις συμφωνίες πώλησης που συνήφθησαν μετά από διαπραγματεύσεις κατά τη διετία 1938-1939 και τις ανάλογες συμφωνίες τής περιόδου 1940-1941, στην ανάλυσή της εισάγει, εσφαλμένα, το στοιχείο τού «εξαναγκασμού» συνδέοντάς το με «τη συγκυρία τής διετίας 1939-1940»: «Ο Σναϊντέρ αποκόμισε πολύ σημαντικές υπεραξίες από την πώληση τής Škoda (Δεκέμβρ. 1938, 206 εκ. σταθερά φράγκα[vii]), τής Báňská a hutni (Δεκέμβρ. 1940, 40 εκ. φράγκα) και τής Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας τής Ουγγαρίας (Απρίλ. 1941, 10 εκ. φράγκα). Το 1941 πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση τής UEIF[viii] με την Τράπεζα των Βορείων Χωρών, διότι, στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο που προέκυψε από τη ναζιστική κατοχή και δορυφοροποίηση, ο Σναϊντέρ δεν είχε πλέον συμφέρον να διατηρεί στην ιδιοκτησία του δύο εταιρείες άνευ αντικειμένου».[25] Ωστόσο, εδώ πρέπει να παρατηρηθεί ότι, χρησιμοποιώντας τον προσδιορισμό «ναζιστική» ως ερμηνευτικό πασπαρτού, η συγγραφέας παρακάμπτει το ζήτημα τής (γερμανικής) εθνικότητας των εμπλεκομένων Konzerne και μεγαλοτραπεζών.

Όλες οι μαζικές αυτές αγοραπωλησίες έπρεπε να έχουν την υπογραφή τού κράτους. Πιο συγκεκριμένα, έπρεπε να εγκριθούν από τον άρτι διορισθέντα δημοσιονομικό επιθεωρητή Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ, ο οποίος, στη συνέχεια, χάρη στους στενούς δεσμούς του με τη συναρχία, επρόκειτο να προαχθεί στη θέση τού διευθυντή τής υπηρεσίας συναλλάγματος και εξωτερικών συναλλαγών (1940-1943). Να σημειωθεί εν παρενθέσει ότι στις 5 Ιουνίου τού 1943, μόλις δύο μήνες μετά την αποχώρησή του από το Βισί, ο ντε Μιρβίλ θα αναλάβει τη θέση τού πρώτου γραμματέα οικονομικών υποθέσεων στην εξόριστη κυβέρνηση τού ντε Γκολ. Οι εν λόγω συναλλαγές χρηματοδοτήθηκαν εξ ολοκλήρου από το γαλλικό Δημόσιο, είτε μέσω τής μεθόδου τού διακανονισμού είτε μέσω των εξόδων κατοχής, ενώ το κόστος τους προσαυξήθηκε λόγω τής πλήρους απαλλαγής από τις συναφείς φορολογικές επιβαρύνσεις που αναγνωρίστηκε στους εμπλεκόμενους ιδιωτικούς ομίλους.

Το γαλλικό χρηματιστικό κεφάλαιο, επιλέγοντας «να αποσυρθεί πλήρως από τη ζώνη επιρροής του στα Βαλκάνια», αποκόμισε πράγματι τεράστιες «υπεραξίες». Η πλέον εξόφθαλμη περίπτωση ήταν ίσως η μεταβίβαση τής «Γαλλικής εταιρείας των ορυχείων τού Μπορ» [Compagnie française des mines de Bor] από τον τραπεζικό όμιλο «Μιραμπό-Σαμπέν» [Mirabaud-Champin] — που ήταν ουσιαστικά η μητρική εταιρεία τής εκχωρηθείσας επιχείρησης — στην Metallgesellschaft, τον παλιό και καλό πελάτη τής γαλλικής εξορυκτικής εταιρείας και μάλιστα από την εποχή τής ίδρυσής της (1904): το συμφωνηθέν τίμημα ήταν το τριακονταπενταπλάσιο τής χρηματιστηριακής της αξίας (μη συμπεριλαμβανομένης τής «εισφοράς επί των πωλήσεων»). Το τεράστιο οικονομικό όφελος από την εγκατάλειψη των γιουγκοσλαβικών ορυχείων χαλκού, που δεν κάλυπταν μόνο τις ανάγκες τής γαλλικής αγοράς, αλλά και σημαντικό μέρος των γαλλικών επανεξαγωγών, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων και κυρίως λόγω τής φορολογικής απαλλαγής τής υπεραξίας που είχε προκύψει από την πώληση.

Οι πρακτικές αυτές, που καθιερώθηκαν από τον υπουργό οικονομικών Ιβ Μπουτιγιέ (έναν από τους «46» συνάρχες) και τον βοηθό του Κουβ ντε Μιρβίλ κατόπιν επίμονων πιέσεων των επωφελούµενων γαλλικών ομίλων, αποτέλεσαν τον κανόνα όσον αφορά τόσο τις μεταβιβάσεις, όσο και τις συστάσεις των μεγάλων «μικτών εταιρειών».[26]

Στις 28 Ιουνίου τού 1941 — εποχή παραληρηματικού ενθουσιασμού υπέρ τού Ράιχ, καθώς ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι οι δυνάμεις τού άξονα θα κατήγαγαν συντριπτική νίκη σε βάρος των σοβιετικών — ο Ζακ Μπαρνό, ο ιθύνων νους τού «ευρωπαϊκού» προγράμματος τού γαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου, επιχείρησε να παρουσιάσει την εν λόγω «αναδιανομή» των σφαιρών επιρροής ως τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο, δύο ήταν οι προοπτικές: είτε το Ράιχ θα κέρδιζε τον πόλεμο εξασφαλίζοντας έτσι την μακροπρόθεσμη κυριαρχία του στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη, είτε οι προβληματικές επενδύσεις στις χώρες αυτές θα παρέμεναν ζημιογόνες λόγω τής συνεχιζόμενης κρίσης. «Θα μπορούσαμε, χωρίς μεγάλη ζημία, να προβούμε στη μεταβίβαση […] ορισμένων κινητών αξιών και ειδικότερα α) στη μεταβίβαση τού υπολοίπου τού λογαριασμού συμψηφισμού στο Βερολίνο, δεδομένου ότι το πιθανότερο είναι να ακυρωθεί ο λογαριασμός αυτός μετά τη σύναψη συμφωνίας ειρήνης· β) στη μεταβίβαση ορισμένων αλλοδαπών αξιών και πιο συγκεκριμένα τίτλων κρατών τα οποία σήμερα βρίσκονται υπό γερμανική κυριαρχία και που μελλοντικά είτε θα παραμείνουν στη σφαίρα επιρροής τού Ράιχ, είτε θα βρεθούν σε αδυναμία να ανταποκριθούν στις εξωτερικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους […] και αναφέρομαι κυρίως στη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία».[27]

Συγχρόνως, όμως, με την άτακτη οπισθοχώρηση έναντι τού μεγάλου γερμανού ανταγωνιστή, εμφανιζόταν μια δυναμική τάση προς την κατεύθυνση τής επανένταξης τής Γερμανίας στην κλειστή λέσχη των πετρελαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπου, μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, συμμετείχαν ως άνισα μέλη η Αγγλία, οι ΗΠΑ και η Γαλλία.

Ο Λεϊντέ, ο Μπαρνό και η αφρόκρεμα τού γαλλικού πετρελαϊκού ιμπεριαλισμού (όπως, για παράδειγμα, ο Ζιλ Μενί, επίσης ένας από τους «46» τής λίστας Σαβέν) υπόσχονταν — μέχρι και την άνοιξη τού 1942 — στην IG Farben μερίδιο από τα πετρελαϊκά λάφυρα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την επικείμενη ήττα των αγγλοσαξόνων. Με άλλα λόγια, υπόσχονταν ξαναμοίρασμα τής πίτας προς όφελος τού Ράιχ στο πλαίσιο τού πετρελαϊκού καρτέλ που, με σκοπό τη διανομή των απρόσμενων κερδών τής «Εταιρείας Πετρελαίου τού Ιράκ», είχε συσταθεί το 1927 με τη συμμετοχή ενός αμερικανικού και δύο αγγλικών τραστ, καθώς και τής νεοσυσταθείσης «Γαλλικής Εταιρείας Πετρελαίων» (που, από την εποχή τής ίδρυσής της το 1924, χρηματοδοτούνταν από τους γάλλους φορολογούμενους) και τού «κυρίου 5%» (Γκουλμπένκιαν) — και πιο συγκεκριμένα την εκχώρηση στο Ράιχ των μεριδίων που κατείχαν οι τρεις πρώτοι από τους συμμετέχοντες στο καρτέλ (23.75% έκαστος). Όπως διαβεβαίωσε ο Λεϊντέ τα μέλη τής πετρελαϊκής αντιπροσωπείας τής IG Farben, με τα οποία συναντήθηκε στο Βερολίνο στις 10 Μαρτίου τού 1942, «ο Μενί», ήδη από την περίοδο «1937-1938», είχε αντιπαλέψει και καταδικάσει «την τυραννία των αγγλοσαξονικών τραστ. [Ο. κ Μενί] είχε πλήρη επίγνωση τού ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος έπρεπε να παρουσιάσει ενιαίο μέτωπο έναντι των εν λόγω τραστ. Από τότε είχε αναγνωριστεί ως επιτακτική ανάγκη η προώθηση μιας πολιτικής στενής συνεργασίας ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία». Σκοπός τής επίσκεψης τού Μενί στο Βερολίνο ήταν να διαπραγματευτεί τους όρους μιας συμφωνίας που θα συνήπτε το Ράιχ σε περίπτωση νικηφόρου έκβασης τού πολέμου και την οποία η αντίσταση τού Κόκκινου Στρατού θα καθιστούσε πλέον άνευ αντικειμένου.[28]

Ακόμη πιο ενδεικτική τής στάσης υποταγής τού συναρχικού πυρήνα τού γαλλικού κεφαλαίου απέναντι στους ισχυρούς τής εποχής ήταν η προθυμία με την οποία έσπευσε να παραιτηθεί από τα κεκτημένα του στη Δύση. Ο Μπουαζανζέ, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διοικητής τής Τράπεζας τής Γαλλίας (θέση στην οποία διορίστηκε με διάταγμα τού Πετέν στις 31 Αυγούστου τού 1940), καθώς επίσης και ως πρόεδρος τής γαλλικής οικονομικής αντιπροσωπείας στη γερμανική επιτροπή ανακωχής στο Βίσμπαντεν, ενέκρινε μαζί με τον υπουργό των οικονομικών Ιβ Μπουτιγιέ, ο οποίος λογοδοτούσε στην τράπεζα Worms, την παράδοση στη Ράιχσμπανκ των 200 τόνων χρυσού, που, κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο τού 1939 έως τον Μάιο τού 1940, είχαν παραδοθεί προς φύλαξη στο θησαυροφυλάκιο τής γαλλικής κεντρικής τράπεζας από την Εθνική Τράπεζα τού Βελγίου. Το βελγικό χρηματιστικό κεφάλαιο, που από καιρό είχε προβλέψει και προετοιμάσει τη γερμανική κατοχή τού Βελγίου, επιθυμούσε, ωστόσο, να αποτρέψει την αρπαγή τής μεγάλης αυτής ποσότητας πολύτιμου μετάλλου (επρόκειτο για τα δεύτερα μεγαλύτερα, μετά τής Γαλλίας, αποθέματα χρυσού στην ηπειρωτική Ευρώπη). Και πράγματι είχε κάθε λόγο να πιστεύει στην επιτυχία τού εγχειρήματος, καθώς, μαζί με τα δικά της αποθέματα χρυσού, η Τράπεζα τής Γαλλίας είχε στο δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου 1940 φροντίσει να αποσταλούν «καρφωμένα, σφραγισμένα και δεμένα με τσέρκια»[29] τα 5000 βελγικά κιβώτια στις γαλλικές αποικίες (αρχικά στη Σενεγάλη και κατόπιν στο Σουδάν).

Ο υπερβάλλων ζήλος που επέδειξε το δίδυμο Μπουαζανζέ-Μπουτιγιέ, από την αρχή (Ιούλιο 1940) μέχρι και το τέλος τής υπόθεσης (η παράδοση των τελευταίων τόνων χρυσού έγινε τον Μάιο τού 1942) εξέπληξε ακόμα και τους γερμανούς. Ο Μπουαζανζέ αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις όσον αφορά «το ανεπανόρθωτο πλήγμα […] που θα υφίσταντο [τόσο] το κύρος και η αξιοπιστία τού γαλλικού εκδοτικού ιδρύματος»,[30] όσο και οι μελλοντικές σχέσεις του με τους αγγλόφωνους ιμπεριαλισμούς. Αναγνώρισε εγγράφως, σε δύο περιστάσεις, στις 29 Οκτωβρίου και στις 11 Δεκεμβρίου τού 1940, τη Ράιχσμπανκ ως τη νόμιμο διάδοχο τής Εθνικής Τράπεζας τού Βελγίου, χωρίς να έχει εξασφαλίσει την έγκριση τού διοικητή τής κεντρικής βελγικής τράπεζας Ζορζ Ζανσέν, ο οποίος στο μεταξύ είχε επιστρέψει στο κατεχόμενο Βέλγιο. Αγνόησε επιδεικτικά ακόμα και τις απειλές τού υπευθύνου τού Ιδρύματος με το δικαιολογητικό ότι δεν εκπροσωπούσε παρά την «εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο». Στη συνέχεια, προετοίμασε με ζήλο την επιχείρηση μεταφοράς τού βελγικού χρυσού, που πραγματοποιήθηκε υπό τον επίβλεψη τού Κουβ Ντε Μιρβίλ και με αποκλειστική επιβάρυνση τού γαλλικού κράτους. Επρόκειτο για μια πολύπλοκη και επικίνδυνη επιχείρηση, καθώς οι αυτοκινητοπομπές ήταν εκτεθειμένες στους βομβαρδισμούς των συμμάχων (αρχικά των άγγλων και κατόπιν των αγγλοαμερικάνων). Η οδύσσεια τής μεταφοράς τού χρυσού — στην οποία ενεπλάκη το γαλλικό κράτος προς όφελος τού Ράιχ και που περιέλαβε συνολικά 21 αποστολές φορτίων χρυσού — ξεκίνησε στις 3 Νοεμβρίου τού 1940 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο τού 1942, προς απόλυτη ικανοποίηση τής Ράιχσμπανκ, που μάλιστα εξέφρασε τις «ειλικρινέστερες ευχαριστίες» της για τις υπηρεσίες που της προσφέρθηκαν. Η Τράπεζα τής Γαλλίας εκμεταλλεύθηκε τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί και για την παράδοση τού ισπανικού χρυσού και η οποία είχε δημιουργήσει «νομικό προηγούμενο». Με διάταγμα που έφερε την υπογραφή τού Πετέν και τού Μπουτιγιέ και το οποίο εκδόθηκε στις 22 Δεκεμβρίου τού 1940, χωρίς να δημοσιευτεί στην επίσημη εφημερίδα τής κυβέρνησης, η Τράπεζα τής Γαλλίας απαλλάχτηκε προκαταβολικά από κάθε ευθύνη αναφορικά με την απόδοση των παρακατατεθειμένων ποσοτήτων, που θα εκχωρούνταν στη Ράιχσμπανκ (οι ευθύνες που θα προέκυπταν θα βάρυναν αποκλειστικά το γαλλικό κράτος).[31]

Οι μεγάλες τράπεζες, πρωτοστατούσης τής Τράπεζας τής Γαλλίας, ήταν ανοιχτές σε κάθε είδους συνεργασία με τον κατακτητή, ξεκινώντας από τη χρηματοδότηση των γερμανικών παραγγελιών, την ανάμιξη στις δραστηριότητες των «μικτών επιχειρήσεων» και φτάνοντας μέχρι και την ενεργό εμπλοκή τους στις διαδικασίες «αριοποίησης». Την εποχή των ψεύτικων προσδοκιών για τη συντριπτική επικράτηση τού Ράιχ και τής μανιώδους ενασχόλησης με τα «ευρωπαϊκά» προγράμματα, οι εν λόγω κύκλοι δεν έκρυβαν το γεγονός ότι μοιράζονταν τις ίδιες φιλοδοξίες με το Ράιχ για τη δημιουργία μιας «ηπειρωτικής» ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, στην οποία θα κυριαρχούσε το μάρκο. Στις 10 Σεπτεμβρίου τού 1941, σε δεξίωση τής γερμανικής πρεσβείας, όπου παρευρέθηκε η συναρχική αφρόκρεμα τού πολιτικού και οικονομικού δοσιλογισμού, o πρόεδρος τής Σοσιετέ Ζενεράλ και τής «οργανωτικής επιτροπής» των τραπεζών Ανρί Αρντάν «εξέφρασε, από κοινού με τον Πισέ [τότε υπουργό Εσωτερικών] και τον Μπισελόν [τον τότε γενικό γραμματέα τού υπουργείου Βιομηχανικής Παραγωγής — δύο από τους «46» συνάρχες τής έκθεσης Σαβέν], την ελπίδα τα γερμανικά σχέδια να είναι τέτοιας εμβέλειας, ώστε να επιφέρουν την κατάργηση των τελωνειακών συνόρων και τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος».[32]

Την ίδια περίοδο, σε ομιλία του με αφορμή την επικείμενη έναρξη τής «ευρωπαϊκής επιτροπής αυτοκινήτου», ο φον Σνελ, καταθέτοντας την πίστη του στο «ευρωπαϊκό ιδεώδες», επιχείρησε, κατά τα ειωθότα τής εποχής, να πλασάρει το γερμανικό σχέδιο για την «ενοποίηση τής ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας» υπό τον μανδύα τής αντισοβιετικής σταυροφορίας: «Εδώ και δυόμιση μήνες, ο γερμανικός στρατός διεξάγει αποφασιστικό αγώνα εναντίον τού ρωσικού μπολσεβικισμού, εναντίον ενός αντιπάλου που θα πρέπει να συντριβεί, ούτως ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να ζήσει με ειρήνη. Πριν από λίγες μέρες ξεκίνησε μια φοβερή επίθεση που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί και θα κρίνει την έκβαση τού αγώνα. Στη γιγαντιαία αυτή πάλη, στρατιώτες από όλες τις χώρες και όλους τους μεγάλους λαούς τής Ευρώπης πολεμούν στο πλευρό τής Βέρμαχτ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι λαοί τής Ευρώπης δείχνουν ότι έχουν επίγνωση τού τι διακυβεύεται σε αυτόν τον αγώνα. Πρόκειται ακριβώς για τον νικηφόρο τερματισμό τού τελευταίου από μια σειρά αδελφοκτόνων ευρωπαϊκών πολέμων. Στην μικρή μας ήπειρο δεν χωρούν διχόνοιες. Εκπροσωπούμενοι από τους στρατιώτες τους, οι ευρωπαϊκοί λαοί, έχοντας πλέον αντιληφθεί ότι από τους εμφύλιους επωφελούνται τρίτοι, συμμετέχουν, στο πλευρό τής Βέρμαχτ, στην τελική φάση τής εκστρατείας που διεξάγεται στα μακρινά ρωσικά εδάφη και ετοιμάζονται να δώσουν τη χαριστική βολή στον αντίπαλο. Ωστόσο, ο κοινός αγώνας δεν πρέπει να σταματήσει με το τέλος τού πολέμου. Αν η μεταπολεμική Ευρώπη διατηρήσει το παλιό της πρόσωπο, αν δηλαδή αναζωπυρωθούν οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ χωρών, λαών και συμφερόντων, τότε το αίμα των νεκρών τού πολέμου θα έχει χυθεί μάταια. Αλλά οι κοινές θυσίες δημιουργούν νέους δεσμούς. Οι λαοί δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεχάσουν τον κοινό αγώνα που διεξήγαγαν. Μια νέα Ευρώπη θα γεννηθεί, μια νέα Ευρώπη που, ακόμη και εν καιρώ ειρήνης, θα αναλάβει τη συλλογική πραγματοποίηση συγκεκριμένων στόχων […]»[33] κ.τ.λ.

… και των προοπτικών τής αμερικανικής ειρήνης

Ωστόσο, ήδη από τον Ιούλιο τού 1941, ο σκληρότερος πυρήνας τού χρηματιστικού κεφαλαίου και ένα τμήμα τού κρατικού μηχανισμού είχαν αντιληφθεί τόσο το γεγονός τής συντριπτικής αποτυχίας τής στρατηγικής τού «κεραυνοβόλου πολέμου», που προσέκρουσε στην άμεση αντίσταση τού «ρώσου στρατιώτη [και] τού τοπικού πληθυσμού», όσο και το ότι η «νέα Ευρώπη» θα ήταν κατά βάση αμερικανική.

Στις 16 Ιουλίου, ο στρατηγός Ντουαγιέν, που πήρε τη θέση τού Ιντσιζέ στην γαλλική αντιπροσωπεία στην Επιτροπή ανακωχής, έβαλε την υπογραφή του στο κείμενο που συνέταξε ο συνεργάτης του Αρμάν Μπεράρ (που μελλοντικά θα υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην Ουάσινγκτον και κατόπιν στη Βόνη) και στο οποίο για πρώτη φορά παρουσιαζόταν το θεωρητικό σκεπτικό τής μετάβασης των γαλλικών ελίτ από τη φάση τού «μπλίτσκριγκ» στη φάση τής «παξ αμερικάνα»: «Πριν απ’ όλα, δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι, τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο τού τελικού επιδιαιτητή και ότι, ως εκ τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη να μην απολέσουμε τη συμπάθειά τους. Άλλωστε, η Αμερική ήταν ο μόνος νικητής τού πολέμου τού 1918 και δεν χωρά αμφιβολία ότι θα βγει ακόμα περισσότερο κερδισμένη από τη σημερινή σύγκρουση. Η οικονομική της δύναμη, ο υψηλός πολιτισμός της, ο μεγάλος της πληθυσμός, η αυξανόμενη παγκόσμια επιρροή της, η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών κρατών, που θα μπορούσαν να την ανταγωνιστούν, αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για το ότι οι ΗΠΑ θα μπορέσουν κατά πάσα πιθανότητα να επιβάλουν παγκοσμίως τη θέλησή τους κατά τις επόμενες δεκαετίες».[34]

Τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια τής μεγάλης κρίσης, οι αμερικάνοι επέκριναν δριμύτατα και επανειλημμένα την απροθυμία τής Γαλλίας να εκπληρώσει τα πολεμικά της χρέη, ενώ μετά το ξέσπασμα τής κρίσης δεν έπαψαν να διαμαρτύρονται για τις ευρωπαϊκές πολιτικές «αυτάρκειας» και για τον «σαχτισμό», όρο που χρησιμοποιούσαν ως συνώνυμο τού Ράιχ. Η επιθετική πολιτική εμπορικής διείσδυσης που ακολουθούσε η Γερμανία, κυρίως από τα τέλη τού 1934, στις αγορές τής νοτιανατολικής Ευρώπης, αλλά προπάντων στις αγορές τής νοτίου Αμερικής, είχαν ως (προσωρινό) αποτέλεσμα την ψύχρανση των σχέσεων της με τον παραδοσιακό εταίρο και ανταγωνιστή της, όπως είχε συμβεί και κατά την περίοδο πριν και μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.[35] Οι αμερικάνοι προετοίμαζαν μεθοδικά, ήδη από το 1942 και πιο ενεργά μετά τη μάχη τού Στάλινγκραντ, η οποία επέσπευσε την προδιαγεγραμμένη γερμανική ήττα, το μέλλον μιας Ευρώπης υπό την κυριαρχία τού κατεχόμενου Ράιχ. Μια σαρωτική νίκη θα τους έδινε τη δυνατότητα να διαμορφώσουν κατά το δοκούν το πρόσωπο τής Γηραιάς Ηπείρου, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερα περιθώρια για την αναγκαστική υλοποίηση, τόσο στις μητροπόλεις όσο και στις αποικίες των εξασθενημένων ευρωπαϊκών χωρών, τού προγράμματος των «14 σημείων τού Ουίλσον», η εφαρμογή τού οποίου, μετά το 1918, είχε υπονομευτεί λόγω τής αντίστασης των ανταγωνιστικών ιμπεριαλισμών.

Το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι εντεταλμένοι του — υπουργοί και ανώτατοι υπάλληλοι που υπηρετούσαν το καθεστώς τού Βισί, όπως για παράδειγμα, ο Πολ Μποντουέν, ο Λεμέγκρ-Ντιμπρέιγ, ο Φλαντέν, ο Λεϊντέ, ή ακόμη άτομα που είχαν εξαρχής ταχθεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ΗΠΑ, όπως ήταν ο Ζαν Μονέ, «[ο άνθρωπος τής] εμπιστοσύνης τού Σίτι και τής Ουόλ Στριτ, [ … που από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο], υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα και την πολιτική τού ομίλου Λαζάρ»[36] — υιοθέτησαν τον νέο αυτό προσανατολισμό, τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό τής κοινωνικής τους τάξης. Η διαδικασία τής σταδιακής μεταστροφής τους, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο από το δεύτερο εξάμηνο τού 1941 έως το καλοκαίρι τού 1944, χαρακτηρίστηκε από σημαντικές χρονικές υστερήσεις και χάσματα μεταξύ τής σύναψης προσωπικών επαφών και τής εξωτερίκευσης τού νέου ιδεολογικού τους προσανατολισμού. Το χαρακτηριστικότερο από τα πολλά παραδείγματα είναι η περίπτωση τού Λεϊντέ, φανατικού θιασώτη τής γερμανικής Ευρώπης, ο οποίος άρχισε να προετοιμάζει το ευρωαμερικανικό του μέλλον το 1943 — πολύ νωρίτερα από τον ομόλογό του Ζαν-Πιέρ Πεζό — γλυκοκοιτάζοντας την Ford France, που εξακολουθούσε τότε να υπηρετεί τις ανάγκες τής γερμανικής πολεμικής οικονομίας με τον ίδιο ζήλο όπως και τα εργοστάσια τής Φορντ στην Κολωνία και στο Άμστερνταμ. Ο Λεϊντέ επέκρινε μάλιστα τον συνάδελφό του Πεζό για τη δουλοπρέπεια που έδειχνε, μέχρι και την άνοιξη τού 1944, απέναντι στις Patenfirmen και τους γερμανούς διευθυντές τους. Οι εν λόγω «εταιρείες-χορηγοί» (όπως, για παράδειγμα, η Volkswagen για την Peugeot) είχαν δημιουργηθεί την άνοιξη τού 1943, την εποχή δηλαδή που καταγράφονταν συντριπτικές στρατιωτικές αποτυχίες, με σκοπό την ενίσχυση τού γερμανικού ελέγχου στην αυτοκινητοπαραγωγή και τη μείωση τού αριθμού των παραγόμενων μοντέλων.

Το φθινόπωρο τού 1944, από το κελί τής φυλακής όπου κρατείτο από τον προηγούμενο Αύγουστο, ο Λεϊντέ, δριμύς επικριτής στο παρελθόν (1940-1942) των ιμπεριαλιστικών βλέψεων τής πετρελαϊκής και αυτοκινητιστικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, εμφανίστηκε ξαφνικά ως εκπρόσωπος των «αμερικανικών αρχών». Όπως φαίνεται, είχε «επιφορτιστεί με την κατάρτιση ενός σχεδίου για την αναπροσαρμογή και μετάβαση τής γερμανικής βιομηχανίας από την πολεμική στην ειρηνική περίοδο, από το οποίο οι Σύμμαχοι θα αντλούσαν έμπνευση και ιδέες μετά τη σύναψη τής ειρήνης». Η αυτοκινητοβιομηχανία Φορντ, που ήταν παραδοσιακός σύμμαχος τού Ράιχ και τής οποίας ο επικεφαλής και ιδρυτής Χένρι Φορντ, εκδότης τού «The International Jew» (1920) και μέντορας τού ναζιστικού αντισημιτισμού, είχε από νωρίς υποστηρίξει την άνοδο τού Χίτλερ στην εξουσία,[37] ανταπέδωσε την «εκτίμηση» τού Λεϊντέ, διορίζοντάς τον το καλοκαίρι τού 1949 πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τής Ford France, θέση που μέχρι τότε κατείχε ο Μορίς Ντολφίς, ο οποίος, ας σημειωθεί εδώ, είχε προασπίσει με αφοσίωση τα κοινά συμφέροντα τής Φορντ και τού Ράιχ κατά το διάστημα τής Κατοχής.[38]

Κατά τους μήνες που ακολούθησαν τη νίκη τού Στάλινγκραντ, όπως ήταν λογικά αναμενόμενο, η Τράπεζα τής Γαλλίας βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή τού εν λόγω ρεύματος, όπως άλλωστε είχε κάνει και το 1940 έναντι τού Ράιχ, προσαρμόζοντας, εκ νέου, τους στόχους της στη νέα αυτή ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Στις 15 Απριλίου τού 1943, ο Μπουαζανζέ πληροφόρησε το γενικό συμβούλιο τής κεντρικής τράπεζας «για το ακριβές περιεχόμενο των σχεδίων που καταρτίζονταν στην Αγγλία και τις ΗΠΑ σε σχέση με το παγκόσμιο νομισματικό καθεστώς που οι δύο αυτές χώρες επιδίωκαν να εγκαθιδρύσουν κατά το τέλος τού πολέμου».[39] Λαμβάνοντας ήδη από τον Μάιο τού 1943 τακτική ενημέρωση από τον Ομπουάν για το σχέδιο τής «αμερικανικής Ευρώπης» και τις αγγλοαμερικανικές αντιπαραθέσεις, από τις οποίες κερδισμένες θα έβγαιναν οι ΗΠΑ,[40] ο διοικητής τής γαλλικής κεντρικής τράπεζας «εξέθεσε» στις 15 Ιουλίου «τις βασικές προβλέψεις τού [αγγλικού] Σχεδίου Κέινς και τού [αμερικανικού] σχεδίου Ουάιτ». Η εν λόγω «έκθεση», στο ίδιο ψύχραιμο ύφος με εκείνη που είχε παρουσιάσει ο Ομπουάν τον Ιανουάριο τού 1939 όσον αφορά τα τότε γερμανικά σχέδια, ήταν ουσιαστικά περισσότερο επιφυλακτική σε σύγκριση με την προγενέστερη έκθεση λόγω ακριβώς τού εύρους των επικείμενων εμπορικών και χρηματοπιστωτικών ανακατατάξεων. Ο νικητής τού πολέμου «θα υποχρέωνε τα συμμετέχοντα κράτη να εγκαταλείψουν μέρος τής κυριαρχίας τους [… μέσω] τού καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών βάσει των συμμετοχών κάθε χώρας», καθώς επίσης και μέσω «ποικίλων παρεμβάσεων […] στη νομισματική πολιτική κάθε κράτους μέλους […] Το διευθύνον όργανο» τού νέου θεσμικού οικοδομήματος «θα αποτελείτο από εκπροσώπους ξένων χωρών, με συνέπεια κάθε κράτος να υποχρεούται να συμμορφώνεται με ξένες εντολές και οδηγίες. […] Το σχέδιο Ουάιτ [… είχε] ως κύριο σκοπό την κινητοποίηση των πόρων τής αμερικανικής αγοράς προς όφελος των εξαθλιωμένων χωρών, προκειμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλιστούν εμπορικές διέξοδοι για τα προϊόντα τής βιομηχανίας των ΗΠΑ κατά την µεταπολεµική περίοδο». Οι συντάκτες τού σχεδίου απέβλεπαν «στην κατάργηση των διμερών συμφωνιών διακανονισμού» και, ως εκ τούτου, στον στραγγαλισμό τού ενδοευρωπαϊκού εμπορίου. Επομένως, η Τράπεζα τής Γαλλίας γνώριζε με ακρίβεια τις αμερικανικές αποφάσεις τουλάχιστον ένα έτος πριν από την επίσημη ανακοίνωσή τους κατά τη διάσκεψη τού Μπρέτον Γουντς, που, ως γνωστόν, πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο τού 1944. Η νηφάλια παρουσίαση των σχετικών προκλήσεων στα αρχειακά έγγραφα τής περιόδου από την άνοιξη τού 1943 έως την άνοιξη τού 1944 αποτελεί απόδειξη τού ότι οι γάλλοι ιθύνοντες (όπως άλλωστε και οι σκανδιναβοί ομόλογοί τους[41]) δεν βιάζονταν καθόλου να δουν την εθνική τους οικονομία να παραδίδεται έρμαιο στον αμερικανικό ανταγωνισμό.[42]

Κατά την απελευθέρωση ο Μπουαζανζέ, ο οποίος, το 1943, είχε καταβάλει απεγνωσμένες προσπάθειες για να αποκρύψει τις προσωπικές ευθύνες του όσον αφορά την έγκριση παράδοσης τού βελγικού χρυσού στη Ράιχσμπανκ, υποχρεώθηκε απλώς να εκχωρήσει τη θέση του στον Εμανιέλ Μονίκ (ο οποίος, μάλιστα, επρόκειτο να αναλάβει αργότερα, στα τέλη τού 1949, την προεδρία τού διοικητικού συμβουλίου τής Paribas).[43] Το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα έμεινε αλώβητο, όπως άλλωστε συνέβη και με το σύνολο σχεδόν των γαλλικών χρηματοπιστωτικών ομίλων και των διευθυντικών στελεχών τους. Τον Οκτώβριο τού 1944, υποχρεώθηκε βεβαίως να συνεισφέρει, από τα αποθέματά του σε χρυσό, στην αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστη η βελγική κεντρική τράπεζα από την παράδοση τής ποσότητας των 200 τόνων χρυσού, πράγμα που θα πρέπει να εκληφθεί ως ισχυρή ένδειξη για την υιοθέτηση εκ μέρους των γαλλικών ελίτ των συμμαχικών «ηθών». Σύμφωνα όμως με τις προβλέψεις τής νομοθεσίας τού καθεστώτος τού Βισί, οι γάλλοι φορολογούμενοι επωμίστηκαν ολόκληρο το βάρος τής αποζημίωσης, καθώς δόθηκε στην Τράπεζα τής Γαλλίας κρατικό ομόλογο ύψους 10 δισ. φράγκων έναντι εξόφλησης τής «οφειλής» τού γαλλικού κράτους προς αυτή. Τη σχετική απόφαση έλαβε στις 11 Αυγούστου τού 1945 — μετά από ένα χρόνο επίμονων οχλήσεων τού Μονίκ προς το αρμόδιο υπουργείο Οικονομικών — ο τότε υπουργός Ρενέ Πλεβέν (ανδρείκελο τής Ουάσινγκτον και τού Μονέ, ο οποίος το 1939 είχε μεριμνήσει για τον διορισμό τού Πλεβέν σε μια αμερικανική θυγατρική τής τράπεζας Λαζάρ).[44] Άλλωστε, «οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι» είχαν ήδη εκφράσει την προτίμησή τους στο πρόσωπό του, λόγω «των συμβατικότερων μεθόδων» που προτίθετο να χρησιμοποιήσει, έναντι τού Μεντές Φρανς (τον οποίο η Τράπεζα τής Γαλλίας αντιμετώπιζε ως μαύρο πρόβατο, επειδή ακριβώς είχε αρνηθεί να της δώσει συγχωροχάρτι για τις καταχρηστικές ενέργειες στις οποίες αυτή προέβη το 1940).[45]

Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, το πρόγραμμα τής «παξ αμερικάνα», που, όπως θα δούμε, είχε μια ισχυρή «ευρωπαϊκή» διάσταση, τέθηκε σε εφαρμογή, πριν από τη εγκαθίδρυση τής (στενά νοούμενης) «ειρήνης», με τις αποφάσεις τής διάσκεψης τού Μπρέτον Γουντς, όπου τελικά επικράτησε το σχέδιο Ουάιτ, καθώς επίσης και με τις ρήτρες των συμφωνιών «εκμισθώσεως και δανεισμού» (Lend Lease)¸ που ήταν λίγο-πολύ συνώνυμες με την κατάργηση των τελωνειακών προστατευτικών μέτρων, τα οποία, μετά την κρίση, είχαν υιοθετηθεί κατά κόρον από όλες τις χώρες τής ευρωπαϊκής ηπείρου. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Αγγλία είχε ήδη από το 1941 αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, πράγμα που επιτάχυνε την παρακμή της σύμφωνα με τα πορίσματα τής αγγλόφωνης ιστοριογραφίας (που συγκεφαλαιώνονται σε ένα συναφές γαλλικό σύγγραμμα και τα οποία καταρρίπτουν τον διαδεδομένο στη χώρα μας μύθο όσον αφορά την αμερικανική διάσωση τής πάλαι ποτέ ισχυρής βρετανικής αυτοκρατορίας).[46]

Τον Φεβρουάριο τού 1945 ήρθε η σειρά τής Γαλλίας τού ντε Γκολ. Ο φανατικά αντι-γκολικός Ζαν Μονέ εστάλη στην Ουάσινγκτον να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείων, εγκαινιάζοντας έτσι την εποχή των «θαυμάτων» τής αμερικανικής «απελευθέρωσης τού [διεθνούς] εμπορίου». Με το πέρασμα των ετών θα πλήθαιναν και οι παρεμβάσεις, εκ μέρους αναρίθμητων δημοσίων προσώπων φίλα προσκείμενων στις ΗΠΑ, με στόχο την κατάκτηση τού γαλλικού κοινού ή την αναζωογόνηση τού φθίνοντα φιλοαμερικανισμού των «πολιτικών» μας.


[1] Γενικό Συμβούλιο, 14 και 21 Ιανουαρίου 1943, ABDF [Αρχεία Τράπεζας ΓαλλίαςIndustriels et banquiers français sous l’Occupation, Paris, Armand Colin, 2013 (σελ. 541-543· για το εργατικό εισόδημα, κεφ. 10).
[2] Wiesbaden, τόμος 2, σελ. 523-525 και 529-534· Lacroix-Riz, « Les élites économiques françaises et la collaboration économique: la banque, l’industrie, Vichy et le Reich », Revue d’Histoire de la Shoah, αρ. 159, 1997, σελ. 8-123 (κυρίως, σελ. 60-71).
[3] Συμφωνίες για την Francolor, F37, 28, και επιστολή Kramer, Παρίσι, 21 Μαρτίου 1942, AJ40, 817, AN.
[4] Industriels, κεφ. 5 (βλ. και κατωτέρω).
[5] Επιστολή 1074 τού Lafond στον Barnaud, Παρίσι, 12 Ιουνίου 1941, F37, 34, AN, και Industriels, σελ. 221.
[6] Patrick Fridenson, « Première rencontre entre Louis Renault et Hitler », Renault-Histoire, Ιούνιος 1999, σελ. 13 (8-18).
[7] Με διάταγμα (που έφερε τον ψευδεπίγραφο τίτλο «νόμος)· βλ. Industriels, σποράδην (και κυρίως σελ. 104-115). [Σημ Μετ. Να σημειωθεί ότι στην κατοχή δεν υπήρχε βιομηχανία επιβατικών αυτοκινήτων στη Γαλλία (με την εξαίρεση τής παραγωγής ελάχιστων πολυτελών μοντέλων).]
[8] « Suite au projet de conventions franco-allemandes et franco-italiennes », [Σε συνέχεια των σχεδίων των γαλλογερμανικών και γαλλοϊταλικών συμβάσεων] 15 Ιανουαρίου 1941, W3, 234, και έκθεση τού επιθεωρητή Vilatte (Υπ. Βιομηχανικής Παραγωγής) για τις δραστηριότητες τού Lehideux, 19 Ιουλίου 1945, W3, 217, AN. Λεπτομερέστερα, βλ. Industriels, σελ. 231-234.
[9] Ομιλίες των δύο αξιωματούχων, 7 Μαρτίου 1941, F37, 28, AN. Λεπτομερέστερα, βλ. Industriels, σελ. 236-244.
[10] Λεπτομερέστερα, βλ. Industriels, σελ. 231-234.
[11] «Note hebdomadaire sur les affaires importantes» [Εβδομαδιαίο σημείωμα για τα ζητήματα μείζονος σημασίας], 17 Μαρτίου 1942, AJ38, 566, AN.
[12] Peter Hayes, Industry and ideology. IG Farben in the Nazi era, Cambridge, Cambridge UP, 1987, σελ. 289.
[13] Αναφορά στο υπόμνημα SECEM, F1 a, 9595, «Ugine», AN.
[14] Ενημέρωση προς τους στρατηγούς Milch και von Loeb, Βερολίνο, 18-19 Μαΐου 1942, [έγγραφα που ανευρέθησαν στο] « μπαούλο τού Πετέν», W3, 217, AN· Industriels, σελ. 150-151.
[15] Σημείωμα COA για την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτοκινήτου», Απρίλιος 1941, W3, 234, AN.
[16] Το γερμανικό πρωτότυπο τής ομιλίας στην COA, με σαφέστερη διατύπωση από αυτή τής μετάφρασης, W3,23 1, AN.
[17] Industriels, σελ. 447-454 (σύμφωνα με τα αρχεία Lehideux-COA).
[18] Ανακριτική εξέταση των Champomier και Pessereau (ΓΔ και διευθυντή γενικών υπηρεσιών τής COA, αντίστοιχα), 14 και 20 Νοεμβρίου 1944, έκθεση Caujolle, 27 Φεβρουαρίου 1945, W3,220, AN.
[19] Για τα εν λόγω καρτέλ τής διετίας 1940-1942, βλ. Industriels, σελ. 227-231 (και κυρίως σελ 228).
[20] Συμπέρασμα και πρώτο μέρος τού σημειώματος για τον Hilpert, F12, 9576, AN.
[21] Βλ. την ενότητα με τίτλο « La banque Worms, DAVUM et les alliances sidérurgiques », Industriels, σελ. 438-441.
[22] Γενικές πληροφορίες 19-31, I/1941 (για τα μέλη τού Εθνικού Συμβουλίου), F1a, 3308, AN.
[23] Τηλ. (χωρίς αριθμό) τού γερμανικού προξενείου, Γενεύη, 4 Σεπτεμβρίου 1940 (με επιβαρυντικά στοιχεία), τηλ. 249 τού Krugg von Nidda, Βισί, 5 Φεβρουαρίου 1942, και τηλ. 55 τού Struve, Παρίσι, 9 Ιανουαρίου 1942, W3, 351, 350, 353 («αρχεία Βερολίνου» 347-358), AN. Για τον μεσοπόλεμο, Lacroix-Riz, Le Choix de la défaite: les élites françaises dans les années 1930, Paris, Armand Colin, 2010, ευρετήριο ονομάτων.
[24] Γενικός απολογισμός και πίνακας [πωληθείσες συμμετοχές], Industriels, σελ. 288-289.
[25] Agnès D’Angio, « Schneider et Cie face aux risques géopolitiques en Europe centrale et orientale (1918-1939) », Cahiers IRICE, 2010/2, αρ. 6, σελ. 35-59.
[26] Για λεπτομερέστερη ανάλυση, βλ. Industriels, σελ. 253-267, το παράθεμα [«να αποσυρθεί πλήρως …»] από το σχετικό σημείωμα για την Εταιρεία των ορυχείων τού Μπορ, 2 Οκτωβρίου 1940, αυτόθι σελ. 255.
[27] Σημείωμα τού Barnaud με θέμα «τον διακανονισμό των εξόδων κατοχής», 28 Ιουνίου 1941, Βισμπάντεν, τόμ. 4, σελ. 594-595 (λογοκριμένο), και W3, 219 (πλήρες κείμενο), AN (η έμφαση δική μου). Για τον συνάρχη Αρντάν, Choix, Industriels, ευρετήριο ονομάτων.
[28] Πρακτικά τής συνάντησης, 10 Μαρτίου 1942, F37, 34, AN, και Industriels, σελ. 41, 389-394.
[29] Δήλωση Janssen όσον αφορά την «εθελοντική κατάθεση» [προς φύλαξη], Βρυξέλλες, 22 Φεβρουαρίου 1940, 1397 199402/13, ABDF.
[30] Το πρώτο από μια σερά σημειώματα τού Jean Bolgert «για τον κυβερνήτη [τής κεντρικής τράπεζας]», 30 Νοεμβρίου 1940, 1397 199402/13, ABDF.
[31] Lacroix-Riz, Industriels, σελ. 248-253.
[32] Έκθεση Gestner, φάκελος των 15 γάλλων κατηγορουμένων, το παράθεμα από την υπόθεση «Εισαγγελική Αρχή [Ministère public] κατά Αρντάν», 7 Ιανουαρίου 1948, F 12, 9569, AN.
[33] Γερμανικό πρωτότυπο και μετάφραση (στα γαλλικά), 16 Οκτωβρίου 1941, W3, 231, AN.
[34] Παράρτημα τής έκθεσης 556 που υπέβαλε ο Doyen στον Koeltz, Βισμπάντεν, 16 Ιουλίου 1941, W3, 210, AN. Για τον Μπεράρ, Lacroix-Riz, Industriels και Le Vatican, l’Europe et le Reich de la Première Guerre mondiale à la Guerre froide (1914-1955), Paris, Armand Colin, 2010 (ευρετήριο ονομάτων).
[35] Harold James, The German Slump. Politics and Economics, 1924-1936, Oxford, Clarendon Press, 1986, σελ. 388-413.
[36] «Εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια», RGPP, φάκελος Monnet (άνευ ημερομηνίας), 1967, GA, B 12, «Τράπεζα Lazard», APP· για τον «αμερικανό» Μονέ, βλ. κατωτέρω.
[37] Charles Higham, Trading with the Enemy, an exposé of the Nazi-American Money Plot, 1933-1949, κεφ. 9, «The car connection».
[38] RGPP, 9 Οκτωβρίου 1944, GA, L 10, «Φ. Λεϊντέ», και 18 Φεβρουαρίου 1950, GA, F 5, «Φορντ Φρανς», APP · βλ. επίσης Industriels, ευρετήριο ονομάτων και, για τη γενική εξέλιξη των εν λόγω κύκλων, το κεφ. 9.
[39] CGBF, 15 Απριλίου 1943, ABDF.
[40] Επιστολή Auboin στον Bolgert, Βασιλεία, 19 Μαΐου 1943, BDF, BRI, 1069 199211/40, ABDF.
[41] Lacroix-Riz, « La Scandinavie et l’Europe d’après-guerre: projets et prises de positions de la guerre à 1947 », στο Plans des temps de guerre pour l’Europe d’après-guerre 1940-1947 (υπό την επιμέλεια τού Michel Dumoulin), Bruxelles, Bruylant, 1995.
[42] CGBF, 17 Ιουνίου, 15 Ιουλίου, 26 Αυγούστου, 28 Οκτωβρίου 1943· 4 Μαΐου 1944, ABDF.
[43] RGPP, φάκελος Monick, GA, R 7, «Πολ Ρεϊνό» , APP.
[44] Frédéric Charpier, La CIA en France: 60 ans d’ingérence dans les affaires françaises, Paris, Seuil, 2008, ευρετήριο.
[45] Παράθεμα από το σημείωμα RGSN XP 58/D.B. 3, 3 Φεβρουαρίου 1945, F7,15299, AN· και Lacroix-Riz, Industriels, σελ. 251 (υποσημείωση 54) & L’histoire contemporaine, σελ. 173-176.
[46] Για τη θέση τού Bossuat, βλ. L’Europe occidentale à l’heure américaine. Le Plan Marshall et l’unité européenne 1945-1952, Bruxelles, Complexe, 1992· για την αντίθετη άποψη, βλ. βιβλιογραφία κατωτέρω και Richard Farnetti, L’économie britannique de 1873 à nos jours, Paris, Armand Colin, 1993.


[i] Iβ Μπρεάρ ντε Μπουαζανζέ.
[ii] Ροζέ Ομπουάν.
[iii] Πρόεδρος των επιχειρήσεων Κουλμάν.
[iv] Κεντρικά όργανα οικονομικού συντονισμού-σχεδιασμού και ελέγχου των μισθών (1934).
[v] Société d’électrochimie, d’électrométallurgie et des aciéries électriques d’Ugine: Εταιρεία ηλεκτροχημείας, ηλεκτρομεταλλουργίας και ηλεκτροχαλυβουργίας.
[vi] Hauts-Fourneaux de Pont-à-Mousson.
[vii] Προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό.
[viii] Union Européenne Industrielle et Financière.

 
1 σχόλιο

Posted by στο 23/01/2015 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

1945-1949 — A.Lacroix-Riz

καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν … καὶ εἰσάξω σε εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι (Μπιντό-Κλέιτον)

καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν … καὶ εἰσάξω σε εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι (Μπιντό-Κλέιτον)

Προς την Ευρωπαϊκή Ένωση — A. Lacroix-Riz, Aux origines du carcan européen (1900-1960) (Κεφ. 5, σελ.111-131) [pdf κεφ.5-6]

Σε συνδυασμό με τους νομισματικούς σχεδιασμούς που εκτέθηκαν ανωτέρω, τα αμερικανικά σχέδια για τη νέα Γερμανία, τα οποία επρόκειτο να αποτελέσουν τον πυρήνα τού μελλοντικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, έθεταν σοβαρά προβλήματα για τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ είχε ήδη από το 1942 διαμορφώσει την «αρχή τής πρώτης [ή προνομιακής] απαίτησης» (first charge principle). Η υποτιθέμενη αυτή «νομική» και «τεχνική» έννοια αποσκοπούσε στο να εξαλείψει εν τη γενέσει τους τις αξιώσεις «επανορθώσεων», που αντιμετωπίζονταν με την ίδια εχθρότητα, όπως και οι «πολεμικές επανορθώσεις» τόσο κατά τη διάρκεια τού πρώτου μεγάλου πολέμου (όταν οι εν λόγω αξιώσεις κρίνονταν απαράδεκτες από άποψη αρχής) όσο και κατά την προηγούμενη μεταπολεμική περίοδο (όταν απαράδεκτος θεωρούνταν ο τρόπος εκτέλεσής τους). Η εν λόγω «αρχή» προέβλεπε ότι η εξισορρόπηση τού γερμανικού εμπορικού ισοζυγίου — ζήτημα που βεβαίως αφέθηκε στην καλοπροαίρετη φροντίδα των ΗΠΑ — αποτελούσε προτεραιότητα έναντι τής καταβολής επανορθώσεων. Δεδομένου ότι τα αμερικανικά σχέδια συνίσταντο στην αντικατάσταση των ενδοευρωπαϊκών εμπορικών συναλλαγών από το ευρωαμερικανικό εμπόριο, στη διατήρηση των αμερικανικών τελωνειακών προστατευτικών μέτρων, καθώς επίσης και στον περιορισμό τής γερμανικής παραγωγής, η εξισορρόπηση τού εμπορικού ισοζυγίου τής Γερμανίας θα ήταν πρακτικά αδύνατη για μεγάλο διάστημα, πράγμα που συνεπαγόταν ότι ουδέποτε επρόκειτο να καταβληθούν επανορθώσεις. Η ταχυδακτυλουργική αυτή απάτη, την οποία ξεσκέπασε ο Μπρους Κάκλικ το 1972,[1] αποτελούσε προάγγελο τής «ανασυγκρότησης, κατά προτεραιότητα», των δυτικών ζωνών τού Ράιχ — τής ανασυγκρότησης, με άλλα λόγια, μιας πολεμικής μηχανής που έθετε στο στόχαστρό της όχι μόνο την ΕΣΣΔ, που έχοντας υποστεί τις μεγαλύτερες καταστροφές υπέφερε περισσότερο από ό,τι οι υπόλοιπες χώρες, αλλά, όπως συνέβη και μετά το 1918, ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και τής αμερικανικής σφαίρας επιρροής (στην οποία, άλλωστε, ανήκε και η Γαλλία).[2] Η επαναφορά τής φόρμουλας τής προηγούμενης μεταπολεμικής περιόδου προκάλεσε πολύ λιγότερες αντιδράσεις εκ μέρους των γαλλικών «χρηματοοικονομικών κύκλων», που στο μεταξύ είχαν αναγάγει σε τέχνη την πολιτική οσφυοκαμψία.

Η γαλλοαμερικανική προπαρασκευαστική φάση: Μάιος 1945-1949 (κεφ.5)

Μετά τον Μάιο τού 1945 οι όροι για τη δημιουργία μιας «ενσωματωμένης» δυτικής Ευρώπης καθορίστηκαν από τις ΗΠΑ, οι οποίες επιθυμούσαν τη σύσταση μιας «τελωνειακής ένωσης» και μιας γιγαντιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, που εξαρχής θα στερούνταν κάθε εμπορικής και χρηµατοοικονοµικής προστασίας έναντι τού ανταγωνισμού τους. Το Ράιχ (ή έστω προσωρινά το δυτικό τού τμήμα) — ο παλιός τους προνομιακός εταίρος, κύριο κέντρο υποδοχής αμερικανικών κεφαλαίων από τη δεκαετία τού ’20 και μετά, και πεδίο δραστηριοποίησης πλήθους αμερικανικών θυγατρικών, οι οποίες είχαν θησαυρίσει από τη γερμανική πολεμική οικονομία — επρόκειτο να αποτελέσει την ατμομηχανή τής εν λόγω αγοράς.

Ο Μπιντό μεταξύ ενδοιασμών και συνθηκολόγησης

Οι «γερμανικές» πτυχές τής αμερικανικής στρατηγικής προκαλούσαν την ίδια απέχθεια με τις γενικότερες απαιτήσεις τους για την απελευθέρωση των κεφαλαίων και των εμπορευματικών συναλλαγών. Η κυβέρνηση τού Παρισιού γνώριζε ήδη από το 1945 ότι ήταν μηδενικές οι προοπτικές επιτυχίας των επίσημων σχεδίων της όσον αφορά τη Γερμανία (επανορθώσεις, διεθνοποίηση τής λεκάνης τού Ρουρ, αποστρατικοποίηση κ.ο.κ.). Έχοντας ξεγράψει κάθε πιθανότητα καταβολής επανορθώσεων, το Παρίσι υποχρεώθηκε να αρκεστεί στην προσπάθεια εξασφάλισης τακτικού εφοδιασμού σε άφθονο γερμανικό άνθρακα αρχικά από τους αγγλοαμερικάνους και έπειτα από τους αμερικάνους, οι οποίοι είχαν σημαντικό λόγο στο ζήτημα τού άνθρακα, πριν ακόμα θέσουν υπό τον άμεσο έλεγχό τους την κοιλάδα τού Ρουρ (που τότε βρισκόταν στην αγγλική ζώνη κατοχής). Τον Ιούνιο τού 1945 το γκωλικό κράτος ενημερώθηκε επισήμως ότι ο εξαιρετικής ποιότητας γερμανικός οπτάνθρακας θα πληρωνόταν εξ ολοκλήρου σε δολάρια. Αλλά, εκτός τού ότι απείχε παρασάγγας σε ποιότητα από τον αμερικανικό άνθρακα, ο γερμανικός άνθρακας ήταν επιπλέον δύο φορές φθηνότερος: στις αρχές τού 1946, η τιμή του ανερχόταν στα 11 δολάρια τον τόνο, έναντι 20 δολαρίων για τον αμερικανικό άνθρακα, ποσό που υπερδιπλασιαζόταν με τον συνυπολογισμό των ναύλων μεταφοράς από τις ΗΠΑ. Η συμβιβαστική λύση που προωθούσε η γαλλική πλευρά και η οποία συνίστατο απλώς στην εξασφάλιση τής δυνατότητας αγοράς ποιοτικού γερμανικού άνθρακα ήταν ωστόσο εξίσου χιμαιρική με την προσδοκία καταβολής «επανορθώσεων». Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να διοχετεύσουν τα τεράστια δομικά πλεονάσματα τής εθνικής τους παραγωγής άνθρακα στην Ευρώπη, να αποκαταστήσουν το status quo όσον αφορά τον εξορυκτικό κλάδο με την επίσημη επιστροφή τής λεκάνης τού Ρουρ στους προηγούμενους ιδιοκτήτες της, οι οποίοι, ας σημειωθεί, συνέθεταν μια εντυπωσιακή συλλογή από μεγάλους εγκληματίες πολέμου (— διαδικασία που, τόσο από διεθνούς άποψης όσο και από την άποψη τής εσωτερικής κατάστασης τής Γερμανίας, απαιτούσε κάποιο χρόνο για να υλοποιηθεί) και, τέλος, να αποσπάσουν νέα προνόμια από τους ηττημένους εταίρους τους (στόχος για τον οποίο επίσης απαιτείτο κάποιο χρονικό περιθώριο). Ήταν προφανές ότι τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια επρόκειτο αφενός να καθυστερήσουν σημαντικά την επανέναρξη τής πλήρους εκμετάλλευσης των γερμανικών ορυχείων και αφετέρου να παρεμποδίσουν τις κατ’ αυτόν τον τρόπο μειωμένες εξαγωγές προς τους παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους τού Ράιχ.[3]

Μετά τις συμφωνίες τού Μπρέτον Γουντς, οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στο γενικός μέρος τού αμερικανικού προγράμματος, την απελευθέρωση τού εμπορίου. Αυτός ο στόχος, που είχε εξαγγελθεί κατά τη διάσκεψη τού Ιουλίου τού 1944, υιοθετήθηκε επίσημα πρώτα από την Αγγλία και στη συνέχεια από τη Γαλλία, με την αποδοχή τη ρήτρας VII των συμφωνιών «εκμισθώσεως και δανεισμού».[4] Η εν λόγω διαδικασία έκανε εμφανείς τις αντιφάσεις τής εξωτερικής εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ: (1) από τη μια μεριά, παρατάθηκαν και μετά τον πόλεμο οι απαγορευτικοί δασμοί οι οποίοι είχαν προβλεφθεί από το δασμολογικό νόμο Χόλεϊ–Σμουτ τού 1930 και που είχαν διατηρηθεί σε ισχύ βάσει τού νόμου για τις «αμοιβαίες συναλλαγές» τού 1934, ο οποίος μάλιστα προέβλεπε αυξημένες προεδρικές εξουσίες όσον αφορά τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών· (2) από την άλλη όμως μεριά, οι ΗΠΑ απαιτούσαν από τους ευρωπαίους εταίρους να προβούν σε «απελευθέρωση τού εξωτερικού [τους] εμπορίου»[5] και να πάψουν να εφαρμόζουν τις διακρατικές διαδικασίες «συμψηφισμού» [κλήρινγκ], που προσέκρουαν στο αποκλειστικό νομικό καθεστώς των διεθνών συναλλαγών σε δολάρια· με άλλα λόγια, να παραιτηθούν από κάθε προστασία σε εθνικό επίπεδο και συγχρόνως να διακόψουν το ενδοευρωπαϊκό εμπόριο και κυρίως τις — αμοιβαία επωφελείς — εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ανατολής και Δύσης.[6] Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές χώρες τής αμερικανικής σφαίρας επιρροής, οι οποίες βρίσκονταν στη φάση τής ανοικοδόμησης, ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες αφενός να προστατεύσουν, έναντι τού αμερικανικού ανταγωνισμού, τις εθνικές τους οικονομίες, οι οποίες είχαν αποδυναμωθεί λόγω των λεηλασιών και των καταστροφών που προκάλεσαν τα γερμανικά στρατεύματα (1939-1945) και, στη συνέχεια, τα στρατεύματα των συμμάχων (και πιο συγκεκριμένα η συμμαχική εκστρατεία βομβαρδισμών στη διάρκεια τής περιόδου από το 1942 έως το 1944-1945) και αφετέρου να συνεχίσουν ή και να διευρύνουν τις διευρωπαϊκές εμπορικές συναλλαγές εκτός δολαρίου στο πλαίσιο των υφισταμένων διαδικασιών συμψηφισμού.

Οι ανυπέρβλητες αυτές αντιφάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να παραταθούν, μέχρι το 1947, οι «δασμολογικές διαπραγματεύσεις», οι οποίες διεξήχθησαν στο πλαίσιο των διασκέψεων τής Αβάνας και τής Γενεύης, που είχαν συγκληθεί με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και με σκοπό τη διαμόρφωση ενός «Χάρτη για τη διεθνή οργάνωση τού εμπορίου».[7] Το 1948, όταν είχε πλέον επισήμως δυναμιτιστεί το κλίμα τής τετραμερούς συνεννόησης όσον αφορά το ζήτημα τής Γερμανίας με τη σύγκληση τής τριμερούς διάσκεψης τού Λονδίνου, η «σοβιετική αρκούδα», που βρέθηκε με δεμένα τα χέρια, πρωταγωνιστούσε στα πρωτοσέλιδα τού τύπου. Όπως όμως φαίνεται από την εσωτερική αλληλογραφία, οι γάλλοι διαπραγματευτές είχαν εστιάσει στο πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή στην «αντιπαράθεση μεταξύ των αμερικάνων, που εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι τής μεγαλύτερης δυνατής [μονομερούς] ελευθερίας τού εμπορίου, και των υπολοίπων κρατών, που είχαν επίγνωση τής ανάγκης προστασίας των καθυστερημένων ή αποδυναμωμένων οικονομιών τους».[8] Δεδομένου τού αμερικανικού προστατευτισμού και τής «παράλογης» διατήρησης εκ μέρους των ΗΠΑ τού υφισταμένου συστήματος των απαγορευτικών εισαγωγικών δασμών, οι τελικές τους παραδοχές επικεντρώθηκαν στην αδυναμία υιοθέτησης των αμερικανικών επιθυμιών αναφορικά με την απελευθέρωση τού εμπορίου.[9]

Ο δεύτερος πυλώνας τού προγράμματος «απελευθέρωσης τού εμπορίου» συνίστατο στην ταχεία ανοικοδόμηση τού Ράιχ — και μάλιστα κατά προτεραιότητα έναντι των χωρών που είχαν περιέλθει υπό γερμανική κατοχή — και στην ταυτόχρονη ενσωμάτωσή του στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία δόθηκε το όνομα «τελωνειακή ένωση». Μαρτυρίες για αυτό το αμερικανικό μάλλον, παρά «ευρωπαϊκό» σχέδιο παρέχει η γαλλική αλληλογραφία τής μεταπελευθερωτικής περιόδου, η οποία, μάλιστα, κατά τα πρώτα χρόνια τής εφαρμογής τού σχεδίου Μάρσαλ, περιέχει εντονότερες διατυπώσεις όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα σε σύγκριση με την κατοπινή περίοδο τού πολέμου τής Κορέας. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την κορεάτικη κρίση, η Ουάσινγκτον επρόκειτο να ενισχύσει τις πιέσεις της τόσο προς τη Γαλλία όσο και προς τις υπόλοιπες «συμμετέχουσες χώρες» (ή, αλλιώς, «χώρες ΕΠΑ/ERP»[i] ή «χώρες τού σχεδίου Μάρσαλ») να αποδεχθούν τις απαιτήσεις της. Ο Ανρί Μπονέ — πρώτος μεταπολεμικός πρεσβευτής τής Γαλλίας στην Ουάσινγκτον (θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1955) και ανοιχτά δηλωμένος «ευρωπαϊστής» προκειμένου να φανεί αρεστός στις ΗΠΑ — μετέφερε τις αμερικανικές πιέσεις και εκβιασμούς στον προϊστάμενό του υπουργό Ζορζ Μπιντό και, στη συνέχεια, στον Ρομπέρ Σουμάν, ζητώντας με κατηγορηματικό τρόπο την άμεση συμμόρφωσή τους στις απαιτήσεις τής Ουάσινγκτον.

Το Παρίσι είχε αρχίσει, πριν από το τέλος τού πολέμου, να καταγράφει και να αξιολογεί τα διαδοχικά στάδια τής διαδικασίας αναγόρευσης τής ηττημένης Γερμανίας σε προνομιακό εταίρο, πράγμα που συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, την «εξομάλυνση τής κατάστασης» (back to normalcy) στη λεκάνη τού Ρουρ — ή, καλύτερα, την επιστροφή στην πεπατημένη τού γερμανικού ιμπεριαλισμού· χαρακτηριστικά, μπορεί να αναφερθεί η ομιλία τού [Τζέιμς] Μπερνς στη Στουτγάρδη στις 6 Σεπτεμβρίου τού 1946, κατά την οποία ανακοινώθηκε η πλήρης άρση των περιορισμών (συμπεριλαμβανομένου και τού οικονομικού τους σκέλους) που προβλέπονταν από τις συμφωνίες τής Γιάλτας και τού Πότσδαμ.[10] Στις 2 Δεκεμβρίου τού 1946, ακολούθησαν οι άμεσα εκτελεστές συμφωνίες τής Νέας Υόρκης, με τις οποίες δημιουργήθηκε η διζωνία και οι οποίες ήρθαν ως αποτέλεσμα τής εκμετάλλευσης εκ μέρους των ΗΠΑ των χρηµατοοικονοµικών δυσκολιών των βρετανών: η συγχώνευση τής αμερικανικής και τής αγγλικής ζώνης κατοχής τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου τού επομένου έτους.

Στη συνέχεια, ο Τζον Φόστερ Ντάλες, «επίσημος» προστάτης τού Ράιχ από την εποχή τού πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ζήτησε αιφνιδίως τον «εξευρωπαϊσµό τής Ρουρ», με τρόπο που δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου την εγκωμιαστική περιγραφή τού «Άνσλους» από τον Αντενάουερ ως «εξευρωπαϊσµό τής Αυστρίας». Ενθουσιασμένος με αυτή την «θαυμαστή» σύγκλιση των απόψεων τής γαλλικής και τής αμερικανικής πλευράς, ο Μπονέ έκανε λόγο για «πλήγμα στα σχέδια τού στρατηγού [Λούσιους] Κλέι», που, ας σημειωθεί, ήταν κυβερνήτης τής αμερικανικής ζώνης και αμέριστος συμπαραστάτης τού Ράιχ, και τον οποίο οι γάλλοι παρουσίαζαν ως δήθεν «μοναχικό λύκο».[11] Το εν λόγω τέχνασμα δεν αποσκοπούσε παρά στην διασφάλιση τής προσχώρησης, μετά από τη διατύπωση ορισμένων τυπικών επιφυλάξεων, τής γαλλικής πλευράς στο «δυτικό» στρατόπεδο κατά την επικείμενη διάσκεψη τής Μόσχας, πράγμα για το οποίο ουδείς αμφέβαλλε.

Όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση των «ηπειρωτικών» σχεδίων τού Βερολίνου, η γαλλική συνθηκολόγηση ήταν προδιαγεγραμμένη στο μέτρο που η κυβέρνηση τού Παρισιού είχε συμβιβαστεί με την ιδέα τής αντιμετώπισής της ως ένα τίποτα: «Ακολουθώντας τη γραμμή τής ΜΚΑΠ/NCLP (“Μη Κομμουνιστικής Αριστερής Πολιτικής”),[ii] ] το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τείνει ολοένα και περισσότερο να θεωρεί ως ακρογωνιαίο λίθο τού ευρωπαϊκού συστήματος τη Γερμανία και όχι τη Γαλλία». Αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Υπηρεσία εξωτερικής τεκμηρίωσης και αντικατασκοπίας (SDECE) στα τέλη τού Ιανουαρίου τού 1947[12] (όψιμη ομολογία, καθώς τίποτε δεν είχε αλλάξει από το 1918 και μετά).

Ο Μπονέ δεν σταμάτησε να ψιθυρίζει στο αυτί τού Μπιντό — που από την απελευθέρωση και μετά ήταν υπουργός των εξωτερικών και ο οποίος δεν έβλεπε με καλό μάτι τη γερμανική πολιτική τής Ουάσινγκτον — τις αναγκαίες «εποικοδομητικές προτάσεις». Στις αρχές, μάλιστα, τού Ιανουαρίου, τον δασκάλεψε να τις πλασάρει ως προτάσεις που αποσκοπούσαν «στην ενσωμάτωση [τής Γερμανίας] στο πλαίσιο τής ευρωπαϊκής κοινότητας […] προκειμένου να προληφθούν οι αλλεπάλληλες κρίσεις, από τις οποίες καμιά αμερικανική βοήθεια, όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε να τη σώσει».[13] Ο Μπιντό άρχισε να δείχνει σημάδια διαλλακτικότητας μετά τη διάσκεψη τής Μόσχας τού Μαρτίου-Απριλίου τού 1947. Αποσιωπώντας την έντονη διαμάχη του με τους αγγλοαμερικάνους όσον αφορά τις «επανορθώσεις», θα δηλώσει ότι κατέληξε σε τελική συμφωνία μαζί τους επί τού ζητήματος τού κρατιδίου τού Σαρ και ότι ήρθε στα μαχαίρια με τους σοβιετικούς που του αρνήθηκαν πρόσβαση στα ανθρακοφόρα κοιτάσματα τής περιοχής αυτής. Επρόκειτο για διπλό ψέμα.[14] Στα μέσα Απριλίου και ενώ έρχονταν βροχή οι πληροφορίες για το «γενικό σχέδιο» τής Ουάσινγκτον όσον αφορά τη γερμανική «Ευρώπη», ο Μπονέ επρόκειτο να πολλαπλασιάσει τις πιέσεις και τις παροτρύνσεις του προς τον Μπιντό, διατυπωμένες μάλιστα σε έντονα «ψυχροπολεμικό» τόνο, δεδομένου τού ότι είχε παγιωθεί, εκ νέου πλέον, το αντισοβιετικό κλίμα.[15] Προκειμένου να «ξεχωρίσει» από το πλήθος των αποδεκτών των αμερικανικών πιστώσεων, η Γαλλία θα όφειλε να εγκαταλείψει τις αντιγερμανικές της προκαταλήψεις. Καθώς «το γερμανικό πρόβλημα» αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες «πηγές ανησυχίας για την [αμερικανική] κυβέρνηση», θα ήταν προφανώς «ευπρόσδεκτες οι γαλλικές προτάσεις για την ενσωμάτωση τής Γερμανίας στην ευρωπαϊκή οικονομία […] [Η] καθιέρωση τόσο τού [ευρωπαϊκού αυτού] σχεδίου όσο και άλλων ευρύτερων σχεδίων που θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον κρίνεται ιδιαίτερα σκόπιμη, δεδομένου ότι στη πρώτη γραμμή των μελημάτων τού Καπιτωλίου [έδρας τού Κογκρέσου] και τής αμερικανικής κυβέρνησης βρίσκονται χώρες για τις οποίες κρίνεται εύκολο ή επείγον να αναχαιτιστεί η σοβιετική επιρροή. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω την Ελλάδα, την Τουρκία, το Ιράν, την Αυστρία, ή ακόμη και την Ουγγαρία και την Ιταλία, πόσω δε μάλλον την Κορέα και την Κίνα. Εναπόκειται σε εμάς να εξασφαλίσουμε ότι η Γαλλία καθώς και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα μείνουν εκτός νυμφώνος».[16]

Οι γάλλοι ιθύνοντες δεν έπαψαν στο εξής να αναπαράγουν τις «ανησυχίες τής [αμερικανικής] κυβέρνησης». Πριν ακόμα ο Μάρσαλ εκφωνήσει την (αναμενόμενη από μήνες) ομιλία του τής 5ης Ιουνίου στο πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ — ομιλία που δεν εξέπληξε απολύτως κανέναν, πόσω μάλλον τον Μονέ[17] — ο Μπιντό δούλευε διπλοβάρδιες. Ωστόσο, το «σχέδιο υπομνήματος προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ», που έφερε ημερομηνία 28 Μαΐου [1947], φαίνεται να συντάχθηκε όχι από τον ίδιο αλλά από τον αποδέκτη του. Στο εν λόγω «υπόμνημα», εξέφραζε την υποστήριξή του για το σχέδιο ανοικοδόμησης μιας «ηπειρωτικής Ευρώπης» — η οποία, εννοείται, «δεν θα περιλάμβανε τις Βρετανικές Νήσους και τη Σοβιετική Ένωση» — μέσω «πιστώσεων που θα χορηγούνταν συνολικά από την αμερικανική κυβέρνηση». Σε αντίθεση λοιπόν με τη Βρετανία και την ΕΣΣΔ, «τα πρώην εχθρικά κράτη και ιδίως η Γερμανία επρόκειτο να μετάσχουν στο έργο αυτό τής ανοικοδόμησης». Στο τέλος, ο συντάκτης τού κειμένου το παράκανε με το λιβάνισμα, καθώς έκλεισε με την ευχή να πάψει πλέον η Γερμανία να αποτελεί για τους προϋπολογισμούς των δυτικών δυνάμεων «μια μαύρη τρύπα που καταπίνει αενάως εκατομμύρια δολάρια. Η ανοικοδόμηση [τής Γερμανίας] δεν θα γίνει μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με το συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο. Υποβάλλοντας μια τέτοια πρόταση και μάλιστα την επαύριο τού πολέμου, η Γαλλία επιθυμεί να υπογραμμίσει το εποικοδομητικό και φιλελεύθερο πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζει το μέλλον τού μέχρι πρότινος αντιπάλου της».[18]

Το συγκεκριμένο μοτίβο γνώρισε άπειρες παραλλαγές μετά την ομιλία στο Χάρβαρντ, που θεωρήθηκε από όλους ορόσημο για την ενσωμάτωση τής δυτικής Γερμανίας στην «Ευρώπη». Ενώ οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίες έταζαν στις δυτικές μάζες το Ελντοράντο τής «αμερικανικής βοήθειας», ο Μπιντό πέρασε το καλοκαίρι τού ’47 επικρίνοντας δημόσια τα γερμανικά σχέδια τής Ουάσινγκτον. Ωστόσο, είχε ήδη στις 5 Ιουνίου αποδεχτεί το αμερικανικό αίτημα να καλέσει στο Παρίσι τον υπουργό εξωτερικών των Εργατικών Έρνεστ Μπέβιν και τον Μολότοφ. Σκοπός τής ενέργειας αυτής ήταν να παραγκωνιστεί η ΕΣΣΔ, εμφανίζοντάς την, με τη βοήθεια τού ακραίου αντισοβιετικού βρετανού αξιωματούχου, ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την — ούτως ή άλλως αναπόφευκτη, σύμφωνα με όλες τις καγκελαρίες — απόρριψη ενός τόσο γενναιόδωρου προγράμματος «βοήθειας» καθολικής εμβέλειας. Η επιδέξια αυτή τακτική εφαρμόστηκε με επιτυχία στα τέλη τού Ιουνίου, με συνέπεια ο Μπιντό, που διαδραμάτισε ρόλο ενορχηστρωτή τού όλου εγχειρήματος, να εισπράξει την επιβράβευση των αμερικάνων στις 9 Ιουλίου, τρεις μέρες πριν από την έναρξη τής Διάσκεψης για την ευρωπαϊκή οικονομική συνεργασία (CCEE/CEEC) — γνωστής και ως διάσκεψης των Δεκαέξι — στο Παρίσι. Ο αμερικανός υπουργός εμπορίου Ουίλιαμ Κλέιτον, περαστικός από το Παρίσι, τον συνεχάρη για το ότι κατόρθωσε να παρακάμψει τον ενοχλητικό σκόπελο τής ΕΣΣΔ «με πολύ επιδέξιο και ευέλικτο τρόπο». Παρ’ όλ’ αυτά ο Κλέιτον, ο οποίος μάλιστα ήταν επικεφαλής τού μεγαλύτερου αμερικανικού τραστ στον τομέα τού βάμβακος, τού επιβεβαίωσε αφενός την οριστική διάψευση των όποιων γαλλικών προσδοκιών αναφορικά με τον γερμανικό άνθρακα, δεδομένου τού ότι η Ουάσινγκτον απέκλειε την καταβολή κάθε είδους «επανορθώσεων» («δεν πρέπει να αναμένεται η καταβολή επανορθώσεων επί τής τρέχουσας παραγωγής [… ενώ επιπλέον οι επανορθώσεις] με τη μορφή εξοπλισμού παρουσιάζουν ελάχιστο ενδιαφέρον»), και αφετέρου την επίσημη λήξη τής ισχύος των συμφωνιών τής Γιάλτας και τού Πότσδαμ, κατά το μέρος που αφορούσαν τον περιορισμό τής [δυτικο]γερμανικής παραγωγής. Πράγματι, οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να αποκαταστήσουν την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα τής περιοχής τού Ρουρ «στα προπολεμικά επίπεδα», με πρόσχημα την εξυπηρέτηση των αναγκών τής Γαλλίας και τής Ευρώπης. Εξάλλου, για την προώθηση τής ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης, η Ουάσινγκτον χρησιμοποιούσε κατά κόρον το επιχείρημα ότι η μετατροπή τής ιμπεριαλιστικής Γερμανίας σε υπερδύναμη θα αποτελούσε εξαιρετική εξέλιξη για τους «ευρωπαίους» ανταγωνιστές της.

Στη συνέχεια, τα παράπονα τού Μπιντό όσον αφορά τον κίνδυνο επιβεβαίωσης τής προπαγάνδας τού ΓΚΚ άφησαν ασυγκίνητο τον Κλέιτον: «το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι κομμουνιστές είναι ότι οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούν να εξασφαλιστεί κατά προτεραιότητα η ανοικοδόμηση τής Γερμανίας και όχι τής Γαλλίας και ότι η γαλλική κυβέρνηση υπαναχωρεί από τις θέσεις της αναφορικά με τις επανορθώσεις, τη λεκάνη τού Ρουρ και τις λοιπές διεκδικήσεις της έναντι τής Γερμανίας». Ο Κλέιτον αδιαφόρησε επίσης και για τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις «τού Μπιντό […] όσον αφορά τον κίνδυνο τον οποίο ενέχει οποιαδήποτε δημόσια δήλωση που θα έδινε την εντύπωση στον γαλλικό λαό και γενικότερα στους ευρωπαίους πολίτες ότι έχουμε βάλει στο συρτάρι τις επανορθώσεις και ότι πρώτο μας μέλημα είναι πλέον η αύξηση τού οικονομικού δυναμικού τής Γερμανίας. Αν γινόταν μια τέτοια δήλωση, […] θα καταδικαζόταν σε αποτυχία η διάσκεψη που έχει προγραμματιστεί για το Σάββατο και, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία Ευρώπη».[19] Στο εξής, τα παράπονα και οι απειλές, διατυπωμένες κατ’ επανάληψη στην εμπιστευτική αλληλογραφία τού Κε Ντ’Ορσέ ή ενώπιον των αγγλοσαξόνων απεσταλμένων, επρόκειτο να αποτελέσουν τον τρόπο διαχείρισης τού δίπτυχου «διαφωνία και συνθηκολόγηση».

Στις 12 Ιουνίου έλαβε χώρα η προγραμματισμένη Διάσκεψη των Δεκαέξι, όπου έλαμψαν με την απουσία τους οι εκπρόσωποι των δυτικών ζωνών τής Γερμανίας, οι οποίες επρόκειτο να ενσωματωθούν άμεσα και με πλήρη δικαιώματα στην εν λόγω «Ευρώπη». Λίγο αργότερα, ο Μπιντό έλαβε και επίσημη επιβεβαίωση, αφενός, ότι επρόκειτο να αρθούν οι περιορισμοί στα «επίπεδα τής γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής», οι οποίοι απέρρεαν από τις διασυμμαχικές συμφωνίες τού 1945, και, αφετέρου, ότι ταυτόχρονα με τη διάσκεψη τού Παρισιού πραγματοποιούνταν αγγλοαμερικανικές συνομιλίες για τη «διαχείριση τής λεκάνης τού Ρουρ».

Καθώς η οργή, οι μεμψιμοιρίες και οι εκβιασμοί τού Μπιντό[20] είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, συνεχίστηκαν χωρίς άλλα παρατράγουδα οι συνεδριάσεις τής Διάσκεψης, η οποία προκάλεσε παραλήρημα στον Τύπο για το μάννα εξ ουρανού τής αμερικανικής «βοήθειας». Ο φαινομενικά έκδηλος «ευρωπαϊσμός» των εκπροσώπων των συμμετεχουσών χωρών, με προεξάρχοντες τους γάλλους απεσταλμένους, διαψεύστηκε από τα γεγονότα: κάθε χώρα παρουσίασε τα αιτήματά της για δολαριακές πιστώσεις που ανταποκρίνονταν στο εθνικό της πρόγραμμα ανοικοδόμησης και/ή εκσυγχρονισμού (η δεύτερη περίπτωση αφορούσε τις λεγόμενες «ουδέτερες» χώρες). Στα τέλη Αυγούστου, το συνολικό τους ποσό έφτασε στα 29,2 δις δολάρια (πάντοτε εξαιρουμένης τής Γερμανίας). Εξοργισμένη, η κυβέρνηση τής Ουάσινγκτον έστειλε πάραυτα τον Κλέιτον στο Παρίσι, με σκοπό την επανασύνταξη τής «συνοπτικής έκθεσης» τής Διάσκεψης,[21] καθώς το κείμενο τής έκθεσης «δεν ανταποκρινόταν στους προτεινόμενους στόχους» και, ως εκ τούτου, είχε προκαλέσει «πολύ κακή εντύπωση στις ΗΠΑ». Τα «έξι σημεία» που ο αμερικανός υπουργός εμπορίου υπαγόρευσε στους «ευρωπαίους» στις 10 και 11 Σεπτεμβρίου τού 1947 συνοψίζουν συνολικά το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό εμπορικο-χρηματοδοτικό πρόγραμμα τής Ουάσινγκτον, το οποίο ήταν σε γνώση τής Τράπεζας τής Γαλλίας από το 1943:

«(1) Να βελτιωθούν και να διευκρινισθούν οι όροι τού κεφαλαίου τής τελικής έκθεσης που αφιερώνεται στην εσωτερική χρηματοπιστωτική και οικονομική σταθεροποίηση·
(2) να διευκρινισθούν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει κάθε χώρα αναφορικά με την εκτέλεση τού οικείου προγράμματος παραγωγής·
(3) να ενισχυθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από τις συμμετέχουσες χώρες αναφορικά με την ευρωπαϊκή συνεργασία, την εσωτερική σταθεροποίηση, κ.τ.λ.·
(4) να αποσαφηνιστεί το τμήμα για την αύξηση τού εξωτερικού εμπορίου (μείωση των ποσοτικών περιορισμών και τελωνειακές ενώσεις)·
(5) να αποσυνδεθούν οι ανάγκες εξοπλισμού από τις ανάγκες σε πρώτες ύλες και καταναλωτικά προϊόντα·
(6) να προβλεφθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια η δημιουργία ενός μονίμου ευρωπαϊκού οργανισμού, ο οποίος, σε περίπτωση που χορηγηθεί η αμερικανική βοήθεια, θα είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο τής εφαρμογής τού ευρωπαϊκού προγράμματος».[22]

Εδώ ο Κλέιτον περιγράφει σε αδρές γραμμές τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας (OECE/EOEC), που θα ιδρυόταν επισήμως στις 16 Απριλίου τού 1948. Η εκ γενετής αδυναμία τού εν λόγω φορέα δεν οφειλόταν — όπως θέλει ο μύθος που διαιωνίζεται από τον ακαδημαϊκό «ευρωπαϊσμό» — στο γεγονός ότι οι βρετανοί έθεταν βέτο στο πρόσωπο τού «αυταρχικού» του προέδρου Σαρλ-Ανρί Σπάακ. Στην περίοδο μετά το 1935, ο πρώην αυτός «αριστερός» σοσιαλιστής και ελευθεροτέκτονας διακρίθηκε ως «κατευναστής» υπουργός και, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε με δουλοπρέπεια πρώτα τους γερμανούς (στάση που υιοθέτησε στην αρχή τού πολέμου) και κατόπιν τούς αμερικάνους. Στο εξής «ευρωπαίος» και άνθρωπος για όλες τις δουλειές τής κυβέρνησης τής Ουάσινγκτον (οικονομικές, πολιτικές, ατλαντικο-στρατιωτικές κ.ο.κ.), αποτέλεσε, όπως θα δούμε, μέλος τής στρατιάς των έμμισθων συνεργατών τής CIA.[23]

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας ήταν εξαρχής το μαλακό υπογάστριο τού συστήματος, καθώς, όπως είχε επισημάνει η Διεύθυνση Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων τού Κε Ντ’Ορσέ, τελούσε «υπό την πλήρη κηδεμονία των ΗΠΑ» και δεν διέθετε «εξουσίες ελέγχου και ανάληψης πρωτοβουλιών»[24] (θα αναφερθώ στη συνέχεια στον γάλλο γενικό γραμματέα τού οργανισμού, τον οποίο διόρισαν οι αμερικάνοι, τον Ρομπέρ Μαρζολέν, που ήταν ανώτερος δημόσιος λειτουργός και συνάρχης το 1937 και, κατόπιν, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό εξαρτημένος από τους αμερικάνους όσο και ο Μονέ).[25]

Οι πτυχές αυτού τού καθαρά αμερικανικού προγράμματος που σχετίζονταν με την «εσωτερική […] σταθεροποίηση» — όπερ έστι μεθερμηνευόμενο, τον δομικό αποπληθωρισμό των μισθών — ήταν οπωσδήποτε ελκυστικές για κάθε επίδοξο μέλος τής διαδικασίας τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, ορισμένες προοπτικές που είχαν να κάνουν με τον διεθνή καταμερισμό τής εργασίας προκαλούσαν αποτροπιασμό, ενώ οι οικονομικές και στρατιωτικές πτυχές τού προγράμματος που αφορούσαν ειδικά τη Γερμανία ήταν ζοφερές και δυσοίωνες, πράγμα που έγινε φανερό στις συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 1948 στο πλαίσιο τής τριμερούς διάσκεψης τού Λονδίνου (με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, τού Ηνωμένου Βασιλείου και τής Γαλλίας).

Ο γάλλος απεσταλμένος Ρενέ Μασιλί — όψιμος γκωλικός (1943) και τότε πρέσβης τής Γαλλίας στο Λονδίνο — ήταν, όπως και ο επικεφαλής τού Κε Ντ’Ορσέ, ένας αμετανόητος «κατευναστής». Έχοντας, το 1938, αναλάβει προσωπικά να προετοιμάσει την εγκατάλειψη τής Τσεχοσλοβακίας, αντιλαμβανόταν απόλυτα το γεγονός ότι οι «εγγυήσεις» που δόθηκαν στη γαλλική πλευρά επρόκειτο να αποτελέσουν κενό γράμμα (πράγματι, οι υποτιθέμενες «εξουσίες» τού μελλοντικού «Διεθνούς Οργανισμού Ελέγχου τής Ρουρ», που το 1949 θα μεταβαπτιζόταν σε «Διεθνή Αρχή τής Ρουρ» [AIR] και όπου οι Αμερικάνοι απαιτούσαν την παρουσία και το δικαίωμα ψήφου των γερμανών, επρόκειτο να καταστούν συντόμως «άνευ αντικειμένου»). Στις 4 Μαρτίου τού 1948, έχοντας πλήρη επίγνωση των ιστορικών γεγονότων, ο Μασιλί θα περιγράψει με ρόδινα χρώματα την παρελθούσα [γαλλο-γερμανική] «συμφιλίωση»: «Εκείνη την εποχή, πριν από εικοσιδύο χρόνια, εργαζόμαστε σε κλίμα αισιοδοξίας και, όταν κάποιοι οργανισμοί ή φορείς απαιτούσαν την άμεση επίλυση ορισμένων ζητημάτων που αφορούσαν τον αφοπλισμό, η απάντηση που δινόταν ήταν ότι στο μέλλον θα βρίσκαμε τις λύσεις, πράγμα που ποτέ δεν έγινε».[26] Ομοίως, η υπόσχεση για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής υπηρεσίας ασφαλείας [OMS], η οποία δόθηκε στη δεύτερη συνεδρίαση τής διάσκεψης τού Λονδίνου και η οποία περιλήφθηκε στο τελικό κείμενο των συμφωνιών, αποδείχτηκε κενή περιεχομένου (επρόκειτο απλώς για «κατ’ αρχήν συμφωνία», πράγμα που κατέστη προφανές κατά την εποχή τού Σουμάν).[27] Προφανώς, για να χρυσώσει το πικρό χάπι, ο αμερικανός απεσταλμένος στη διάσκεψη Λίουις Ντάγκλας — χρηματιστής, σύμβουλος τού επιτελείου τού Κλέι το 1946 για την οικονομική ανασυγκρότηση τής Γερμανίας και τότε πρέσβης στο Λονδίνο — προέβαλε το επιχείρημα, που χρησιμοποιούνταν και στην εποχή τού σχεδίου Ντόους και των συμφωνιών τού Λοκάρνο, ότι η σύναψη βιομηχανικών συμμαχιών με επίκεντρο την εκμετάλλευση τής κοιλάδας τού Ρουρ αποτελούσε προαπαιτούμενο για την επίτευξη πραγματικής «ασφάλειας». Στα τέλη Φεβρουαρίου τού 1948, ο Ντάγκλας επανέλαβε τη γνωστή πλέον ευρωπαϊκή επωδό τού Ντάλες και έδωσε ελπίδες για επιστροφή στις προπολεμικές πρακτικές των καρτέλ: «ο έλεγχος τής κοιλάδας τού Ρουρ, που πρέπει, ουσιαστικά, να εξεταστεί υπό το πρίσμα τής συνεργασίας με τη δυτική Ευρώπη, θα πρέπει να περιέλθει στην αρμοδιότητα μιας διεθνούς αρχής, η οποία, […] κατά την περίοδο που η δυτική Ευρώπη θα εμφανίζει έλλειμμα, θα επιφορτιστεί με τον συντονισμό τής βιομηχανικής δραστηριότητας τής Γαλλίας και των χωρών τού Μπενελούξ […] Σε περιόδους ευημερίας, ένα τέτοιο καθεστώς θα συντελούσε στην εξάλειψη των τεχνητών εμποδίων στον ελεύθερο ανταγωνισμό των οικονομικών δυνάμεων».[28] Τον Απρίλιο τού ίδιου έτους, ο Ντάγκλας διευκρίνισε ότι η προοπτική δημιουργίας τής εν λόγω «αρχής» «παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνον εφόσον θα περιελάμβανε και άλλες βιομηχανικές περιοχές ανάλογης δομής, όπως για παράδειγμα, τη Λορένη», που, επομένως, προοριζόταν να υπαχθεί στην ίδια διαδικασία αμερικανογερμανικού «εξευρωπαϊσμού».[29]

Ωστόσο, η διαλλακτικότητα και οι καλές προθέσεις τής γαλλικής κυβέρνησης αναφορικά με το ζήτημα τής Γερμανίας περιορίζονταν στο επίπεδο των προφορικών ή γραπτών εξαγγελιών. Υπό το βάρος των ισχυρών πιέσεων τού Μπονέ, ο Μπιντό πολλαπλασίασε τις φιλοευρωπαϊκές δηλώσεις του — γεμάτες αιχμές εναντίον τής Σοβιετικής Ένωσης και τής Βρετανίας — μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει ακόμη και φτηνά τεχνάσματα. Τον Μάρτιο τού 1948 στο Τορίνο, κατέληξε σε σχέδιο συμφωνίας με την Ιταλία, που όπως και η Γαλλία εφάρμοζε πολιτική προστατευτισμού, για τη δημιουργία μιας «τελωνειακής ένωσης». Στην πραγματικότητα, το εν λόγω σχέδιο, που από πλευράς περιεχομένου και διατύπωσης αποτελούσε το άκρον άωτον τού «ευρωπαϊσμού», δεν είχε καμία σχέση με την «απελευθέρωση τού εμπορίου», αλλά προοριζόταν να βοηθήσει την ιταλική χριστιανοδημοκρατία να αποσπάσει από το μέτωπο τής αριστεράς, τού οποίου ηγείτο το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τη νίκη στις εκλογές τής 18ης Απριλίου. Επιπλέον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μπιντό θα μπορούσε να καυχιέται στους αμερικάνους για τις «ιδιαίτερα αποτελεσματικές πρωτοβουλίες» που ανέλαβε. Όπως, όμως, τού εξήγησε επανειλημμένα ο Μπονέ, το μέγεθος των δολαριακών πιστώσεων τού μελλοντικού σχεδίου Μάρσαλ θα ήταν ανάλογο με την «εποικοδομητική ευρωπαϊκή πολιτική» που θα εφάρμοζε η Γαλλία.[30]

Από τον Μπιντό στον Σουμάν

Ο Μπιντό εγκατέλειψε το υπουργείο εξωτερικών τον Ιούλιο τού 1948, μετά την έναρξη τής δεύτερης φάσης των τριμερών συμφωνιών που έβαλαν οριστικά ταφόπετρα στη «γερμανική πολιτική» τής Γαλλίας.[31] Η κυβέρνηση τού Παρισιού, που, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο τού 1945, παρακολουθούσε από κοντά τα στάδια τού (στενώς εννοούμενου) επανεξοπλισμού τού διάδοχου κράτους τού γερμανικού Ράιχ, γνώριζε ότι σύντομα θα ετίθετο και το ζήτημα αυτό. Καταβεβλημένος και χωρίς να διαθέτει εναλλακτική πολιτική, όπως, άλλωστε, συνέβη και με τον προκάτοχό του Εριό,[32] ο πρώην επικεφαλής τού Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη τής ένταξης τής γαλλικής ζώνης κατοχής στη διζωνία και, κυρίως, την ευθύνη των στρατιωτικών συνεπειών τής απόφασης αυτής. Η πραγματικότητα, λοιπόν, απέχει παρασάγγας από την θέση τού Τζίλιγχαμ, την οποία δανείστηκε από τον πολιτειολόγο Άλφρεντ Γκρόσερ και σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση τού Παρισιού εξάντλησε τα αποθέματα χρόνου και επιρροής που διέθετε όσον αφορά το ζήτημα τής τύχης τής Γερμανίας, καθώς καθυστέρησε υπερβολικά να αποδεχτεί τη συγχώνευση των ζωνών κατοχής, επιμένοντας σε μια ανόητη πολιτική «α λα Ρισελιέ», με αποτέλεσμα να πέσει θύμα τής μεγαλομανίας της.[33]

Η κυβέρνηση τού Λονδίνου, η οποία ενέδωσε πρώτη στις πιέσεις, είχε ελάχιστο ή καθόλου λόγο στις αποφάσεις που αφορούσαν τη διζωνία, ενώ η πολιτική επιρροή που διέθετε η Γαλλία όσον αφορά το γερμανικό ζήτημα περιοριζόταν απλώς στην ικανότητα όχλησης έναντι των συμμάχων και, όσον αφορά την οικονομία, στην αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων τής ζώνης κατοχής, που της είχε παραχωρηθεί, εν τη απουσία της, από τους Αγγλοαμερικάνους στη Γιάλτα. Η πολιτική της παραλυσία στο θέμα τής Γερμανίας δεν οφειλόταν στην αδιαλλαξία της όσον αφορά τη συγχώνευση των τριών ζωνών κατοχής. Η ικανότητα αυτόνομης δράσης της ήταν αλληλένδετη με την σχετική αυτονομία που διέθετε στη ζώνη τής κατοχής της. Ως εκ τούτου, θα επέμενε, μέχρι τελευταίας στιγμής, στην άρνησή της να αποδεχτεί τη συγχώνευση, η οποία μάλιστα συνέπεσε με το τέλος τής θητείας τού Μπιντό.

Η τακτική κωλυσιεργίας, που επομένως δεν οφειλόταν στην άγνοια ή στην αδιαλλαξία της, τής επέτρεψε να παρατείνει την καταβολή «εισφορών» και «επανορθώσεων», να συνεχίσει να εφαρμόζει (ήπιες) μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στον τομέα τής εκπαίδευσης, και να παρακάμπτει κάθε διαδικασία ενοποίησης (όσον αφορά τις ζώνες κατοχής, το συνδικαλιστικό σύστημα, κ.ο.κ.) — πρακτικές στις οποίες έθεσε άμεσο τέλος η αμερικανική κηδεμονία. Επομένως, η κυβέρνηση τού Παρισιού δεν περίμενε μέχρι την οριστική υπονόμευση τού κλίματος τής τετραμερούς συνεννόησης για να «διαπιστώσει» — όπως έκανε καθυστερημένα ο γενικός γραμματέας τού Κε Ντ’Ορσέ Ζαν Σοβέλ «ενώπιον τού αμερικανού πρέσβη στο Παρίσι Τζέφερσον Κάφρι» τον Ιανουάριο τού 1948 — ότι «η γαλλική κυβέρνηση [αντιμετωπιζόταν] με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και η σοβιετική κυβέρνηση».[34]

Το πικρό ποτήρι που απέφυγε να πιει ο Μπιντό το γεύτηκε τελικά ο διάδοχός του και «πατέρας τής Ευρώπης» Ρομπέρ Σουμάν, ο οποίος ήταν επίσης ηγετικό στέλεχος τού MRP.[iii] Η σταδιοδρομία τού Σουμάν αξίζει λεπτομερούς ανάλυσης. Γερμανόφιλος, κληρικαλιστής καθολικός και φανατικός πολέμιος τού «επαίσχυντου» λαϊκού σχολείου, είχε στον μεσοπόλεμο στηρίξει το κίνημα για την αυτονομία τής Αλσατίας, που χρηματοδοτήθηκε από το Ράιχ πριν και μετά την άνοδο τού Χίτλερ στην εξουσία. Ο εδαφικός του «αναθεωρητισμός» (υπέρ των διεκδικήσεων των ούγγρων, των ουστάσι, κ.τ.λ.), που στρεφόταν ενάντια στη συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν γνωστός τοις πάσι. Στη Μοζέλ, είχε διευθύνει το παράρτημα τής οργάνωσης Action catholique [Καθολική Δράση] των Βεντέλ, η οποία ήταν εξίσου φασιστική, αντισημιτική και αντικομμουνιστική, όπως και οι λίγκες που χρηματοδοτούνταν από την ίδια δυναστεία (ο Σουμάν συμμετείχε, άλλωστε, σε δύο εξ αυτών). Έχοντας υπερψηφίσει την πρόταση για την ανάθεση απόλυτων εξουσιών στον Πετέν και έχοντας παραμείνει στη θέση τού υφυπουργού στο Υπουργείο Προσφύγων στην αρχή τού καθεστώτος τού Βισί, θα επιστρέψει στη συνέχεια στη Μοζέλ, που είχε στο μεταξύ προσαρτηθεί στο Ράιχ, και θα καταστρέψει «εσκεμμένα […] τα προσωπικά του έγγραφα τον Σεπτέμβριο τού 1940». Η δράση του επί κατοχής δεν εξετάστηκε από την ανακριτική διαδικασία τού Ανωτάτου Δικαστηρίου (όπως, άλλωστε, συνέβη και με τον Ζαν Προυβόστ[35]), αλλά τον Σεπτέμβριο τού 1945 εξακολουθούσε να συντρέχει κώλυμα εκλογιμότητας στο πρόσωπό του, λόγω αποκλειστικά των γνωστών ενεργειών που ανέλαβε το καλοκαίρι τού 1940.[36] Αφού ανέκτησε τα πολιτικά του δικαιώματα, ανέλαβε τον Ιούνιο τού 1946 το περίοπτο αξίωμα τού υπουργού των οικονομικών.

Υπουργός εξωτερικών από τον Ιούλιο τού 1948 έως τον Δεκέμβριο τού 1952, θέση στην οποία ανήλθε και την οποία διατήρησε χάρη στις πιέσεις τής Ουάσινγκτον, ο Ρομπέρ Σουμάν αποτέλεσε πρόσωπο-σύμβολο τής πολιτικής μετάβασης των γαλλικών ελίτ από τη φάση τού «μπλίτσκριγκ» στη φάση τής «παξ αμερικάνα» (ή τουλάχιστον τής συμβατότητας μεταξύ των δύο αυτών προσανατολισμών). Η αρχή τής θητείας του συνέπεσε με την ίδρυση τής «Αμερικανικής Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη» [ACUE] από τους πρώην επικεφαλής τού «Γραφείου Στρατηγικών υπηρεσιών» [OSS], οι οποίοι από το 1947 είχαν αναλάβει τα ηνία τής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών [CIA], τής διάδοχης υπηρεσίας τού OSS: ο αντιδραστικός καθολικός Ουίλιαμ Τζόζεφ Ντόνοβαν και ο προτεστάντης Άλεν Ντάλες, που ήταν ο μικρότερος αδελφός τού Φόστερ και ο οποίος ίδρυσε ουσιαστικά τη μελλοντική Γερμανία κατά την περίοδο που υπηρετούσε στη Βέρνη από τον Νοέμβριο τού 1942 έως τον Μάιο τού 1945, διορίστηκαν πρόεδρος και αντιπρόεδρος αντίστοιχα τής ACUE (και οι δυό τους γνωστοί από παλιά γερμανόφιλοι και ρωσόφοβοι, όπως εξάλλου και οι ομόλογοί τους).

Εύκολα γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση τής Ουάσινγκτον έτρεφε τέτοια αγαθά αισθήματα για τον Σουμάν, εφόσον διαβάσει κανείς τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των αμερικανικών Εθνικών Αρχείων, τα οποία ο βρετανός δημοσιογράφος Άμπροουζ Έβανς–Πρίτσαρντ συνοψίζει ως εξής: «οι ηγέτες τού ευρωπαϊκού κινήματος [, όπως για παράδειγμα] ο οραματιστής Ρομπέρ Σουμάν και ο πρώην βέλγος πρωθυπουργός Πολ-Ανρί Σπάακ, αντιμετωπίζονταν εν γένει ως μισθοφόροι [hired hands] από τους αμερικανούς χρηματοδότες τους. Η διαχείριση τού ρόλου των ΗΠΑ είχε τα χαρακτηριστικά “καλυμμένης επιχείρησης” [πράγμα που αποτελούσε τον κανόνα όσον αφορά τις επιχειρήσεις τής CIA]. Η χρηματοδότηση τής ACUE προερχόταν από τα ιδρύματα Φορντ και Ροκφέλερ, όπως επίσης και από επιχειρηματικούς ομίλους που διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την αμερικανική κυβέρνηση».[37][iv]

Οι αμερικάνοι είχαν ανάγκη από έναν τέτοιο υπουργό για τον χειρισμό τού ευαίσθητου ζητήματος τής επίσημης αναμεταβίβασης στους γερμανούς βαρόνους τού Ρουρ τής κυριότητας των ορυχείων και των υψικαμίνων τους, η οποία συντελέστηκε τον Νοέμβριο τού 1948,[38] και γενικότερα για την αντιμετώπιση τής Γαλλίας ως αμελητέας ποσότητας: τον Σεπτέμβριο τού 1949, οι όροι με τους οποίους έγινε η υποτίμηση τού μάρκου υπογράμμισαν την γαλλική ανυποληψία όσον αφορά το γερμανικό ζήτημα.[39] Οι ικεσίες τού Μπονέ και τής ισχυρής «αμερικανικής» κλίκας που κυριαρχούσε στον κρατικό μηχανισμό (με επικεφαλής τα κόμματα τού αμερικανικού μονοδρόμου MRP και SFIO) έπιασαν τόπο, με αποτέλεσμα την παράταση τής θητείας τού Σουμάν παρά τους απανωτούς κυβερνητικούς μεταχηματισμούς: όπως διαβεβαίωσε και ο αμερικανός πρέσβης, η Ουάσινγκτον θεωρούσε τον «[αμερικανό] πατέρα τής Ευρώπης» ως την ιδανικότερη επιλογή για τη θέση τού υπουργού των εξωτερικών.


[1] Bruce Kuklick, American Policy and the Division of Germany. The clash with Russia over Reparations, Ithaca, Cornell UP, 1972 (που παραμένει αμετάφραστο [στα γαλλικά]).
[2] Τεράστια η σχετική βιβλιογραφία από την οποία ενδεικτικά αναφέρουμε: Carolyn Eisenberg, Drawing the Line. The American decision to divide Germany, 1944-1949, New York, Cambridge UP, 1996· Gabriel Kolko, The Politics of War. The World and the United States Foreign Policy, 1943-1945, New York, Random House, 1969· G. & Joyce Kolko, The Limits of power. The World and the United States Foreign Policy 1945-1954, New York, Harper and Row, 1972, κ.λπ.
[3] Lacroix-Riz, «Négociation et signature des accords Blum-Byrnes (octobre 1945-mai 1946)», revue d’histoire moderne contemporaine (rhmc), αρ. 31-3, 1984, σελ. 417-447, και Le choix de Marianne: les relations franco-américaines de 1944 à 1948, Éditions sociales,‎ 1986, σποράδην· Régine Perron, Le marché du charbon, un enjeu entre l’Europe et les États-Unis, Paris, Publications de la Sorbonne, 1996, σελ. 55-114.
[4] Lacroix-Riz, «Réflexion sur un ouvrage récent (1992) [Ι-ΙΙ]» (Προβληματισμός για ένα πρόσφατο σύγγραμμα:] Bossuat, L’Europe occidentale à l’heure américaine. Le Plan Marshall et l’unité européenne 1945-1952, Bruxelles, Complexe, 1992), Cahiers d’histoire de l’institut de recherches marxistes (chirm), αρ. 54, 1994, σελ. 115-140, και αρ. 55, σελ. 115-153 (σελ. 54).
[5] Henri Bonnet, Ουάσινγκτον, τηλ. 861, 14 Φεβρουαρίου, τηλ. 1264-1266, 7 Μαρτίου, και επιστολή 449, 28 Μαρτίου 1945, «B Αμερική ΗΠΑ 1944-1960 (ΗΠΑ 1944)», 233 MAE.
[6] Ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την ιστορία τής Ευρώπης: Gunnar Adler-Karlsson, Western Economic Warfare 1947-1949. A Case Study in Foreign Economic Policy, Stockholm, 1968· Lacroix-Riz, L’économie suédoise entre l’Est et l’Ouest 1944-1949: neutralité et embargo, de la guerre au Pacte Atlantique, Paris, L’Harmattan, 1991· «Plan Marshall et commerce Est-Ouest: continuités et ruptures (cas français et perspective comparative) 1945-1952», I & II, Μελέτες και Κείμενα, τόμ. 4, 1992, σελ. 415-448 και 448-480· III, Πρακτικά Συμποσίου, Imprimerie nationale, Paris, 1993, σελ. 650-683· και «La Scandinavie et l’Europe d’après-guerre: projets et prises de positions de la guerre à 1947», στο Plans des temps de guerre pour l’Europe d’après-guerre 1940-1947 (υπό την επιμέλεια τού Michel Dumoulin), Bruxelles, Bruylant, 1995.
[7] Σημειώματα 30, 18, 144 τού Raymond Dreux, Ουάσινγκτον, 14¸15 Ιανουαρίου και 14 Μαρτίου 1947, «ΗΠΑ 1944», 233, MAE.
[8] Σημείωμα για τη Διάσκεψη τού Χάρτη Εμπορίου και Απασχόλησης στην Αβάνα και τη Γενεύη, 1948, «ΗΠΑ 1944», 233, MAE.
[9] Επιστολή 393 τού Dreux, 15 Σεπτεμβρίου 1949, «ΗΠΑ 1944», 233, και γενικότερα τα υπόλοιπα έγγραφα στον ίδιο τόμο και στους τόμους 234-235, MAE.
[10] Lacroix-Riz, Marianne, σελ. 13-127· «Une “politique douce” précoce : Paris face à la politique allemande de Washington 1944-1945», rhmc, αρ. 38-3, 1991, σελ. 428-461· «La perception française de la politique américaine en Europe de 1945 à 1948», chirm, αρ. 25, 1986, σελ. 119-129 (119-154), «La dénazification économique de la zone d’occupation américaine», Revue historique, αρ. 574, 1991, σελ. 303-337 (303-347), «“Bonne Allemagne” ou reconstruction prioritaire: Paris et Washington du départ du Général de Gaulle à la Conférence de Moscou (janvier 1946-printemps 1947)», Guerres mondiales et conflits contemporains (gmcc), αρ. 169, 1993, σελ. 157-163 (137-177).
[11] Ιανουάριος 1947, «Ευρώπη Γερμανία 1944-1949» (Γερμανία), 76, και «ΗΠΑ 1944», 174, όπου και τα τηλ. τού Μπονέ 210-211, 223-235, 236-237, Ουάσινγκτον, 18 ιανουαρίου 1947, MAE.
[12] Σημείωμα 21.1.1/00.303/SD, 28 Ιανουαρίου 1947, B-ΗΠΑ, 9-1, εξωτερική πολιτική, Οκτώβριος 1946-Αύγουστος 1947 (κείμενα που συμβουλεύθηκα πριν την οριστική τους ταξινόμηση, VCCD). Για την έννοια τής ΜΚΑΠ/NCLP, Lacroix-Riz, «Réflexion», cirm, αρ. 57, Marianne, σποράδην, και «Du bon usage de la “politique de la gauche non communiste”», chirm, αρ. 30, 1987, σελ. 75-104. Για τις αρχές τού 1947, «Bonne Allemagne».
[13] Επιστολή 73 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 8 Ιανουαρίου 1947, «ΗΠΑ 1944», 174, MAE.
[14] Lacroix-Riz, Marianne, σελ. 111-122, και «La transformation d’un ami en ennemi: l’URSS, le Quai d’Orsay, Washington et la presse entre l’alliance de guerre et la guerre froide, 1941-1948», στο Pratiques et cultures politiques dans la France contemporaine. Hommage à Raymond Huard (υπό την επιμέλεια τού Jean Sagnes), Montpellier, Université Paul Valéry, 1995, σελ. 126-128 (111-149).
[15] Κεντρικό μοτίβο των αμερικάνων «αναθεωρητικών» ιστορικών από τη δημοσίευση τού έργου τού William A. Williams, The Tragedy of American Diplomacy, New York, Dell Publishing C°, New York, 1972 (1η έκδ. 1959).
[16] Τηλ. 1251 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 18 Απριλίου 1947, CE 44, A229, VCCD, MAE.
[17] Η ομιλία τής «5 Ιουνίου τού 1947 μάς εξέπληξε όλους», Monnet, Mémoires [Απομνημονεύματα] (εν γένει ψευδή), Paris, Seuil, 1976, σελ. 315.
[18] Προαναφερθέν σχέδιο υπομνήματος, 28 Μαΐου 1947, CE 44, A229, MAE.
[19] Προαναφερθείσα διάσκεψη, 9 Ιουλίου 1947, Y 45.9, CCEE,1, VCCD, MAE.
[20] Τηλ. Bidault στον Massigli, Παρίσι, 18 Ιουλίου 1947, CE 44, A229, MAE.
[21] New York Times, 26 και 28 Αυγούστου 1947.
[22] Τηλ. Bidault στους Bonnet και Massigli, Παρίσι, 12 Σεπτεμβρίου 1947, MAE, A.22.9.2 C II, VCCD.
[23] Για τον «αυταρχικό» Σπάακ, βλ. Τζίλιγχαμ (ο οποίος υιοθετεί την γαλλική οπτική), Coal, steel and the rebirth of Europe 1945-1955: the Germans and French from Ruhr conflict to economic community, Cambridge, Cambridge UP, 1991, σελ.129, 134, 146-8, 176· πβ. ALR op. & art. cit. (για την προπολεμική περίοδο, Le Choix de la défaite: les élites franfaises dans les années 1930, Paris, Armand Colin, 2010, σελ. 418)· για το ότι ήταν μίσθαρνο όργανο τής CIA, infra.
[24] Σημείωμα DAEF (Διεύθυνση Οικονοµικών και ∆ηµοσιονοµικών Υποθέσεων-Υπ.Εξ.) για Bidault, 28 Μαΐου 1948, MAE, A.22.9. 2 C IV, VCCD.
[25] «Διευθυντικά στελέχη» τής «μυστικής φασιστικής οργάνωσης με την επωνυμία France 1950 (ή F. 1950)», 17 Απριλίου 1937 (όταν ο Μαρζολέν ήταν 26 ετών), πίνακας στο (αχρονολόγητο) σημείωμα τής RGSN [Υπηρεσίας Γεν. Πληροφοριών Εθν. Ασφάλειας] «Extrait d’un dossier sur la synarchie et le CSAR» [Απόσπασμα φακέλου για την συναρχία και τη Μυστική Επιτροπή Επαναστατικής Δράσης [CSAR]], F7 15343, AN (Choix, σελ. 252-253), στοιχεία στις ίδιες πηγές και για τον Αντρέ Φιλίπ, πβ. κατωτέρω.
[26] Πρακτικά 8ης συνεδρίασης, 4 Μαρτίου 1948, Y 1944-1949. Για την περίοδο 1938-1944, ευρετήριο ονομάτων Choix· De Munich à Vichy: L’assassinat de la Troisième République (1938-1940), Paris, Armand Colin, 2008· Industriels et banquiers français sous l’Occupation, Paris, Armand Colin, 2013.
[27] Σημείωμα για την OMS, επισυνημμένο στην επιστολή με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1948, Y 1944-1949, 357 (και 357-358), MAE.
[28] Τηλ. 757-762 Massigli, και πρακτικά συνεδρίασης, 27 Φεβρουαρίου 1948, Y 1944-1949, 300, MAE.
[29] Κοινοποίηση που έλαβε η γαλλική αντιπροσωπεία στις 22 Απριλίου τού 1948, Y 1944-1949, 304, MAE.
[30] Μπονέ, τηλ. 15 Μαρτίου, A.22.9. 2 C II, 1284, 23ης Μαρτίου, ΗΠΑ, 9.1.1948 (VCCD), 9 Απριλίου, Y 45.9, CCEE, II, 15 Μαρτίου 1948 (και αλληλογραφία του ίδιου μήνα), ΗΠΑ 1944, 162, MAE· Lacroix-Riz, «La perception française de la politique américaine», σελ. 135· «Puissance ou dépendance française ? La vision des “décideurs” des Affaires étrangères en 1948-1949», στο La puissance française en question (συλλ. έργο υπό την επιμέλεια των René Girault & Robert Frank), Paris, Publications de la Sorbonne, 1988, σελ.70-71 (53-76).
[31] Y 1944-1949, 300-309, τριμερής διάσκεψη, Λονδίνο, Φεβρουάριος-Ιούνιος 1948, MAE.
[32] Lacroix-Riz, «Sécurité française et menace militaire allemande avant la conclusion des alliances occidentales: les déchirements du choix entre Moscou et Washington (1945-1947)», Relations internationales, αρ. 51, 1987, σελ. 289-312· «Vers le Plan Schuman: les jalons décisifs de l’acceptation française du réarmement allemand (1947-1950), I & II, gmcc, 1989, αρ. 155, σελ. 25-41 και αρ. 156, σελ. 73-87· «La France face à la menace militaire allemande au début de l’ère atlantique: une alliance militaire redoutée, fondée sur le réarmement allemand (1947-1950)», Francia 16-3, 1990, σελ. 49-64 (49-71).
[33] Gillingham, Coal, σελ. 151, 158· Alfred Grosser, La IV République et sa politique extérieure, Paris, Armand Colin, 1961· και Les Occidentaux, Paris, Seuil, 1981, σποράδην.
[34] Σημείωμα για τις συνομιλίες τής 10ης και 12ης Ιανουαρίου 1948· έγγραφα υπαλλήλων, ιδιωτικά έγγραφα, αρχείο Μπονέ, σχετική αλληλογραφία (αρχείο Μπονέ), MAE.
[35] Lacroix-Riz, Choix, Munich & Le Vatican, l’Europe et le Reich de la Première Guerre mondiale à la Guerre froide (1914-1955), Paris, Armand Colin, 2010 (ευρετήριο ονομάτων)· τα επιβαρυντικά αυτά στοιχεία αναφέρονται ακόμα και από τους αγιογράφους του: Raymond Poidevin, Robert Schuman, homme d’État 1886-1963, Paris, Imprimerie nationale, 1986, & François Roth, Robert Schuman. 1886-1963. Du Lorrain des frontières au père de l’Europe, Paris, Fayard, 2008 (καταστροφή τού αρχείου του).
[36] Έκθεση τού νομάρχη τής Μοζέλ, 3 Σεπτεμβρίου 1945, F1c III, «Μοζέλ», AN.
[37] Evans-Pritchard, « Euro-federalists financed by US spy chiefs », Daily Telegraph, 19 Σεπτεμβρίου 2000 (http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/1356047/Euro-federalists-financed-by-US-spy-chiefs.html). Για τους Ντόνοβαν και Ντάλες, βλ. την αμερικανική «αναθεωρητική» βιβλιογραφία και Lacroix-Riz, op. cit.
[38] Πιο συγκεκριμένα, στις 12 Νοεμβρίου 1948, «Γερμανία 1944», 79, και «ΗΠΑ 1944», 178, MAE.
[39] Υποτίμηση κατά 20% που επιβλήθηκε στις 28 τού 1949, παρά το ότι είχε θεωρηθεί απαράδεκτη από την κυβέρνηση τού Παρισίου στις 18 Σεπτεμβρίου, η οποία έκρινε ότι η υποτίμηση έπρεπε να περιοριστεί «στο 10-15%», αλληλογραφία τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας και τής Διεύθυνσης Οικονοµικών και ∆ηµοσιονοµικών Υποθέσεων [Υπ.Εξ], 1945-1960 (CE-DAFE), 515, MAE.


[i] Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης.
[ii] Non Communist Left Policy: πολιτική για μια μη κομμουνιστική αριστερά.
[iii] Mouvement Républicain Populaire: Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα.
[iv] «The leaders of the European Movement – Retinger, the visionary Robert Schuman and the former Belgian prime minister Paul-Henri Spaak – were all treated as hired hands by their American sponsors. The US role was handled as a covert operation. ACUE’s funding came from the Ford and Rockefeller foundations as well as business groups with close ties to the US government.»

 
Σχολιάστε

Posted by στο 01/01/2015 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Ευρωπαϊκό Καρτέλ Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ) — A. Lacroix-Riz

Βάλτερ Χάλσταϊν, πρώτος Πρόεδρος τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ο κ. «Gleichberechtigung»)

Η εποχή τής οικονομίας: Το Παρίσι ανάμεσα στο ευρωπαϊκό καρτέλ και σε μια ευρωπαϊκή αγορά ανοικτή προς τις ΗΠΑAux origines du carcan européen (1900-1960) (Κεφ. 6, σελ.133-174) [pdf]

Το κλίμα προπαρασκευής για την έναρξη εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν

Παρά την στάση δουλοπρέπειας που επιδείχθηκε από γαλλικής πλευράς με την αποδοχή τής προσάρτησης τής γαλλικής ζώνης κατοχής στη διζωνία — γεγονός που συνέπεσε με την ίδρυση τής ACUE [Αμερικανικής Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη] —, η γαλλική κυβέρνηση επιδιδόταν επίμονα στη τακτική τού «window dressing»:[1] επιδίωξή της ήταν να δημιουργήσει την εντύπωση στους αμερικάνους ότι το μόνο της όνειρο ήταν η ευρωπαϊκή ένωση, ενώ την ίδια στιγμή έβαζε φρένο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των δυτικών ζωνών τής Γερμανίας απαλλαγμένων πλέον από το βάρος τής ήττας τού Μαΐου τού 1945.[2] Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Ζορζ Μπονέ, ο λυρικός ενθουσιασμός για την «Ευρώπη» και η εξύμνηση των «τελωνειακών ενώσεων» δεν έπαψαν ποτέ να είναι, όσον αφορά τους αμερικάνους δανειστές, το πολυτιμότερο «ατού μας», το οποίο δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να αφεθεί «αναξιοποίητο».[3]

Τα πρακτικά μέτρα που λαμβάνονταν συνέχιζαν να έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, γίνονταν εξαγγελίες μείωσης των τελωνειακών δασμών και των ποσοστώσεων συνοδευόμενες όμως από συγκεκριμένα μέτρα με αντίθετο περιεχόμενο[4] ενώ τον Αύγουστο τού 1949 προετοιμάστηκε και ένα παραπλανητικό σχέδιο «οικονομικής ένωσης» μεταξύ τής Γαλλίας, τής Ιταλίας και τού Μπενελούξ, που μάλιστα παρουσιάστηκε ως «ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας περιφερειακής βάσης στο εσωτερικό τής δυτικής Ευρώπης».[5] Ωστόσο, βάσει των δεσμεύσεων των συμφωνιών τού Μπρέτον Γουντς, «η Ευρώπη» όφειλε να συναλλάσσεται σε δολάρια, χωρίς όμως να μπορεί να διαθέτει την παραγωγή της στις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούσαν πολιτική υπερπροστατευτισμού. Συνέπεια τούτου ήταν ότι η δολαριακή έλλειψη που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο (το λεγόμενο «dollar gap») τροφοδοτούσε ή και αύξανε την ανάγκη δανεισμού σε δολάρια των ευρωπαίων εταίρων.

Οι ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ για την «απελευθέρωση των συναλλαγών» και την ενσωμάτωση τής δυτικής Γερμανίας στην Ευρώπη των «χωρών τού σχεδίου Μάρσαλ»[6] κέρδιζαν λοιπόν σε αποτελεσματικότητα. Ο εκβιασμός αυτός ασκείτο επί τόπου από το επιτελείο τής αμερικανικής πρεσβείας, επικεφαλής τής οποίας ήταν από το 1948 έως το 1953 ο Ντέιβιντ Μπρους, πρώην διευθυντής τού OSS[i] για την Ευρώπη, απ’ όπου μεταπήδησε στη CIA, διαγράφοντας πορεία παρόμοια με αυτή τού στενού φίλου και συνομήλικού του Άλεν Ντάλες.[7] Το καλοκαίρι τού 1949 η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε ότι πριν από «την προγραμματισμένη για το 1951 σταδιακή μετάβαση στη φάση τής πλήρους άρσης των ποσοτικών περιορισμών στις συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών (εξαιρουμένων ορισμένων περιοριστικά αριθμουμένων προϊόντων)» θα έπρεπε «[να πραγματοποιηθεί] τους προσεχείς μήνες η απελευθέρωση των ευρωπαϊκών συναλλαγών».[8] Στις 31 Οκτωβρίου τού 1949 ο επικεφαλής τής ECA[ii] [Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας] και πρόεδρος τής εταιρείας αυτοκινήτων Studebaker, Πολ Χόφμαν (ο οποίος, ας σημειωθεί, ήταν επίσης πρώην στέλεχος τής OSS, μεταπήδησε στη συνέχεια στη CIA και κατέληξε επικεφαλής τής ACUE[iii]) ήρθε στο Παρίσι απειλώντας τα μέλη τού OECE[iv] ότι θα διακοπτόταν η οικονομική βοήθεια τού Σχεδίου Μάρσαλ, καθόσον δεν ήταν δυνατό «να εξασφαλιστεί το οικονομικό μέλλον μιας διχασμένης Ευρώπης».[9]

Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο το γαλλικό κράτος επιχείρησε για τελευταία φορά να αντιδράσει, προκειμένου να αποφύγει το μοιραίο, την ενσωμάτωση τής Γερμανίας στην «τελωνειακή ένωση» ή, όπως το έθεσαν οι αμερικάνοι, «την επιστροφή τής Γερμανίας στην κοινότητα των δυτικών κρατών, πράγμα που αποτελ[ούσε] απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναθεμελίωση μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ευρώπης».[10] Η γαλλική κυβέρνηση έβγαλε από το συρτάρι το νιοστό της σχέδιο για την πλήρη απελευθέρωσή των ροών κεφαλαίου και των εμπορευματικών συναλλαγών, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία μιας πενταμερούς τελωνειακής και νομισματικής ένωσης με τη συμμετοχή τής Γαλλίας, τού Μπενελούξ και τής Ιταλίας, στην οποία δόθηκε το όνομα Fritalux [Φριταλούξ].[11] Τόσο το πράγμα όσο και το (εξαιρετικά κωμικό) όνομα προκάλεσε τη χλεύη των άγγλων (— αντίδραση απόλυτα κατανοητή, δεδομένης τής συμμετοχής τού Βελγίου). Η αγγλική πλευρά αντέδρασε έντονα στην άνευ όρων υποχώρηση μπροστά στον εκβιασμό τού Χόφμαν, υπενθυμίζοντας τον ανέπαφο ιταλικό και γαλλικό προστατευτισμό και επικρίνοντας με δριμύτητα «τις βίαιες και αφύσικες υβριδοποιήσεις μεταξύ χωρών, οι οποίες είναι βέβαιο πως θα οδηγηθούν σε έναν αγώνα προπαγάνδας για τη διασφάλιση τής αμερικανικής εύνοιας».[12] Θέλοντας να αποφύγουν το ρεζίλεμα, οι επινοητές αυτής τής «περιφερειακής ομάδας χωρών» αποφάσισαν στα τέλη τού Δεκεμβρίου να την μετονομάσουν σε Finebel· αστείο τέχνασμα το οποίο απέτυχε να θεραπεύσει το βασικό μειονέκτημα τού σχεδίου, την μη-«συμπερίληψη τής Γερμανίας».[13]

Η αλληλογραφία τής Τράπεζας τής Γαλλίας και τού Κε Ντ’Ορσέ[v] επί τού θέματος τής ένωσης Finebel — άδειο κέλυφος και θνησιγενές εν τη γενέσει του εγχείρημα λόγω τού αμερικανικού βέτο[14] — δείχνει ότι τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία φοβόνταν εξίσου τις καταστροφικές συνέπειες τής απελευθέρωσης τού συναλλάγματος, των εμπορευματικών συναλλαγών και των κεφαλαιακών ροών.[15] Το πρώιμο στάδιο τής εφαρμογής της, σε συνδυασμό με την υποτίμηση τού Σεπτεμβρίου τού 1949, «είχε ως συνέπεια την επιδείνωση τού εξωτερικού εμπορίου τής Γαλλίας».[16] Αλλά και το Κε Ντ’Ορσέ είχε κυριευθεί από τον ίδιο πανικό απέναντι στην Ουάσινγκτον, όπως και στο παρελθόν απέναντι στο Βερολίνο (ή, καλύτερα, απέναντι σε αμφότερες τις αλλοδαπές κυβερνήσεις)· πιο συγκεκριμένα, ανησυχούσε για την ενδεχόμενη διακοπή τής εισροής κεφαλαίων τού σχεδίου Μάρσαλ — τα οποία χρησιμοποιούντο και για τη χρηματοδότηση τού πολέμου τής Ινδοκίνας (μια πτυχή τού ζητήματος την οποία δεν θα εξετάσουμε εδώ) — σε περίπτωση που η γαλλική πλευρά επέμενε στην άρνησή της να ενσωματωθεί η Δυτική Γερμανία στην οικονομική ένωση και στην «ένωση πληρωμών», όπως απαιτούσε η Ουάσινγκτον. Σε σημείωμά του, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1950, ένας ανώτερος αξιωματούχος τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας τού Κε Ντ’Ορσέ (SCE) ερμηνεύει αυτή την «ευρωπαϊκή» παραφροσύνη ως αποτέλεσμα τής αμερικανικής πίεσης και ζωγραφίζει μια ζοφερή εικόνα των συνεπειών τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία η Ουάσινγκτον ήθελε να επιβάλει στις «χώρες τού σχεδίου Μάρσαλ».

«Η γαλλική οικονομία δεν είναι σε θέση σήμερα να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό» — στον οποίο θα παραδίδετο λόγω «τής ριψοκίνδυνης ή, εν πάση περιπτώσει, πρόωρης [εφαρμογής τής] μεθόδου τής κατάργησης των ποσοστώσεων […]» — «χωρίς να εκτεθεί σε σοβαρούς κινδύνους». «Η απελευθέρωση των συναλλαγών», σε συνδυασμό με «τη διείσδυση των αμερικανικών κεφαλαίων», θα έχει ολέθριες συνέπειες και για τη «Γαλλική Ένωση» (τουτέστιν την αποικιακή αυτοκρατορία, που αποτελούσε έναν από τους βασικούς πολεμικούς στόχους των ΗΠΑ, οι οποίες ακόνιζαν τα νύχια τους για την επικείμενη «αναδιανομή» των σφαιρών κυριαρχίας όχι μόνο τής Γαλλίας [17] αλλά και άλλων χωρών). «Ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ ασκούν έντονη πίεση στις ευρωπαϊκές χώρες για την απελευθέρωση των μεταξύ τους συναλλαγών είναι ότι η οικονομική ολοκλήρωση τής Ευρώπης ανταποκρίνεται στα αμερικανικά συμφέροντα, όπως, για παράδειγμα, συνέβη και με την υποτίμηση των ευρωπαϊκών νομισμάτων [τού] Σεπτεμβρίου τού 1949. Αυτό όμως το προηγούμενο οφείλει να μας προβληματίσει, διότι είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η υποτίμηση αυτή ήταν μια αποτυχία για την Ευρώπη, πράγμα άλλωστε το οποίο δηλώνεται ανοιχτά από τους σμερικάνους. Η απελευθέρωση των συναλλαγών πρέπει κανονικά να καταλήξει στον έλεγχο τής ευρωπαϊκής οικονομίας από τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες. Πράγματι,

— θα επιβιώσουν μόνο οι επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας, εκείνες δηλαδή που θα μπορέσουν να επανεξοπλισθούν κατά κανόνα χάρη στις πιστώσεις τού σχεδίου Μάρσαλ. Παίρνοντας για παράδειγμα την περίπτωση τής Γαλλίας, η εμπειρία δείχνει ότι μόνον οι εταιρείες που διατηρούν στενούς δεσμούς με τις αντίστοιχες αμερικανικές επωφελούνται από τις εν λόγω πιστώσεις·

— υπό τις επικρατούσες συνθήκες τής ευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, η Αμερική διαθέτει από μόνη της τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τις αναγκαίες επενδύσεις για τη μετάβαση στη μαζική παραγωγή».

Αυτές οι αναδιοργανώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνταν με φόντο την οικονομική στασιμότητα και τη συνακόλουθη όξυνση «τής πάλης για τις αγορές», θα αύξαναν την ανεργία και όχι την παραγωγή. Η βελτίωση τής παραγωγικότητας και η μείωση τού κόστους παραγωγής θα οδηγούσε στην εξαφάνιση των μη προσοδοφόρων επιχειρήσεων. «Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η παραγωγή θα αποκτούσε μονοπωλιακό χαρακτήρα, πράγμα που θα εμπόδιζε οποιαδήποτε μείωση των τιμών». Η κατάργηση των συναλλαγματικών ελέγχων θα επιδείνωνε τη θέση τής Γαλλίας ως «χώρας-οφειλέτη», η οποία ήδη προπολεμικά είχε «χρονίως ελλειμματικό» ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Η δημιουργία, μάλιστα, μιας περιφερειακής ένωσης, η οποία «εντός συντόμου χρονικού διαστήματος επρόκειτο να συμπεριλάβει» και τη Γερμανία, όπου ο αριθμός των ανέργων αυξανόταν με ρυθμό 80.000 ατόμων εβδομαδιαίως, «θα ενείχε μεγαλύτερους κινδύνους από την απελευθέρωση τού εμπορίου. […] Η Γερμανία θα πρέπει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ενσωματωθεί σε κάθε ηπειρωτική περιφερειακή ένωση που τυχόν δημιουργηθεί και, ασφαλώς, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η γαλλική κοινή γνώμη είναι αρνητικά διακείμενη στο ενδεχόμενο τής συγκρότησης μιας τέτοιας οικονομικής οντότητας. Η κυβέρνηση το έχει αντιληφθεί αυτό και, όπως φαίνεται μετά την ευθανασία τής Φινεμπέλ, αποφάσισε να αποκλείσει την ιδέα τής δημιουργίας μιας περιφερειακής ένωσης που θα περιλάμβανε τη Γερμανία, αποκλείοντας συγχρόνως από αυτήν την Αγγλία (ή ακόμη και την δημιουργία μιας ένωσης που θα στρεφόταν ενάντια στα συμφέροντα τής τελευταίας)».

Και ο συντάκτης τού σημειώματος καταλήγει ως εξής: «Όσοι υποστηρίζουν την απελευθέρωση των συναλλαγών, με τον τρόπο που αυτή εφαρμόζεται σήμερα στο πλαίσιο τού OECE,[vi] δεν επικαλούνται κάποιους τεχνικούς λόγους συναφείς με την ευρωπαϊκή κατάσταση. […] Δεν είναι η διάσπαση των ευρωπαϊκών ατόμων εκείνη που θα απελευθερώσει το δυναμικό τής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές τής σημερινής πολιτικής φοβούνται ότι, αν δεν πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση των συναλλαγών, όπως απαιτεί η αμερικανική κυβέρνηση, εν όψει τής πραγματοποίησης τής δυτικοευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενδέχεται να διακοπεί η οικονομική βοήθεια τού σχεδίου Μάρσαλ. Οι πρωτεργάτες, λοιπόν, τής πολιτικής αυτής υποστηρίζουν ότι η Γαλλία πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο από τη χρηματοδότηση τού σχεδίου Μάρσαλ, η οποία, άλλωστε, προορίζεται για χώρες που έχουν σημειώσει ιδιαίτερα σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση τής οικονομικής απελευθέρωσης».[18]

Λίγο καιρό αργότερα, στις 9 Μαΐου τού 1950, η Γαλλία έκανε το βασικό βήμα για την οικοδόμηση μιας Ευρώπης με άξονα τη Γερμανία, ενδίδοντας στις οικονομικές απαιτήσεις τής Ουάσινγκτον. Η επιλογή τής ημερομηνίας έχει να κάνει με μια διαφορετική λογική από αυτή που πραγματεύεται το παρόν βιβλίο, αλλά είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί, γιατί καταρρίπτει τον μύθο περί μιας «ειρηνικής» ή «ρηξικέλευθης πρωτοβουλίας» τού Ρ. Σουμάν [19] — μύθο που στηρίχθηκε στα ψευδή απομνημονεύματα, για παράδειγμα, τού Ζ. Μονέ ή τού Ντ. Άτσεσον. Η ομιλία τού Σουμάν, όπου ο «πατέρας τής Ευρώπης» απευθύνει έκκληση για τη δημιουργία μιας κοινότητας άνθρακα και χάλυβα στη βάση τής «ισότητας δικαιωμάτων», σχετίζεται με διαφορετικό στάδιο τής διαδικασίας για την κατά προτεραιότητα ανοικοδόμηση τού Ράιχ και, πιο συγκεκριμένα, με τη (στενώς νοούμενη) ανασυγκρότηση τής Βέρμαχτ — ή, σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Μπονέ τον Μάρτιο τού 1949, με την αξιοποίηση, ενάντια στα «ρωσικά στρατεύματα», «τού πολεμικού δυναμικού που αντιπροσ[ώπευαν] οι παλιότερες και νεότερες γενιές τής Γερμανίας, οι οποίες βίωσαν από πρώτο χέρι την εμπειρία τού πολέμου» [20] (ας σημειωθεί εδώ ότι ο πόλεμος τής Κορέας, που αποτελεί την επίσημη αφετηρία για τον επανεξοπλισμό τής Γερμανίας, ξέσπασε στις 25 Ιουνίου τού 1950).

Στην πραγματικότητα, ο Σουμάν γνώριζε ότι στην ατλαντική διάσκεψη τού Λονδίνου, που είχε προγραμματιστεί για τις 10 Μαΐου τού 1950, ο αμερικάνοι, με τους άγγλους στο πλευρό τους, θα τον εξανάγκαζαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές τους, ενώ το Κε Ντ’Ορσέ εξέταζε ήδη, επί σειρά εβδομάδων, την προοπτική τής «ενσωμάτωσης τής Γερμανίας στη δυτική Ευρώπη» μέσω τής αναγνώρισης τής εφαρμογής τής «ίσης μεταχείρισης», όπως απαιτούσε η κυβέρνηση τής Ουάσινγκτον, «αλλά με την επιφύλαξη ότι η εν λόγω ισότητα θα αφορούσε περιορισμένα μόνο δικαιώματα», διατύπωση που ανακαλεί στη μνήμη τις οφθαλμαπάτες τού μεσοπολέμου. «Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μας έδινε τη δυνατότητα να κερδίσουμε χρόνο· θα δημιουργούσε δεσμεύσεις για τη Γερμανία· θα ικανοποιούσε τις ανησυχίες των ΗΠΑ, που επιθυμούν η Ευρώπη να προωθήσει περαιτέρω “την ολοκλήρωσή της”· θα διευκόλυνε την εξέταση τού ενδεχόμενου επανεξοπλισμού τής Γερμανίας· θα έδινε δυνατότητα για ελιγμούς». [21] Στην επόμενη φάση επρόκειτο να ενταθούν αυτοί οι ελιγμοί κωλυσιεργίας, χωρίς ωστόσο να σημειωθεί καμία ουσιαστική μεταβολή τής κατάστασης.

Κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά την επίσημη δρομολόγηση τού «σχεδίου Σουμάν», ο Μπονέ, πλειοδοτώντας σε αγγλοφοβικές κορώνες, δήλωνε ενθουσιασμένος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που ανατέθηκε στη Γαλλία. Η ψυχρολουσία ήρθε από το πρώην δεξί του χέρι στην Ουάσινγκτον, τον Αρμάν Μπεράρ, ο οποίος, παρ’ όλο που το καλοκαίρι τού 1941 έδειχνε να ενστερνίζεται την προοπτική τής αμερικανικής ηγεμονίας, εμφανιζόταν πλέον απρόθυμος ως προς την υλοποίησή της. Ως έμπιστος συνεργάτης, από το καλοκαίρι τού 1949, τού Αντρέ-Φρανσουά Πονσέ, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει καθήκοντα στη Βόννη (σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε), ο Μπεράρ επέδειξε τη συνήθη του οξυδέρκεια: η κυβέρνηση τού Παρισιού, έχοντας αποδεχτεί «την σε σημαντικό βαθμό ενίσχυση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», παραιτήθηκε τής δυνατότητας περιορισμού τού δικαιώματος διαφωνίας τής τελευταίας· η Ουάσινγκτον «αναμένει με βεβαιότητα ότι δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ισότητα που για πρώτη φορά πρόσφατα αναγνωρίστηκε στη νέα Γερμανία».[22] Την ευθυγράμμιση τού αμερικανικού τύπου ανέλαβε ο Άτσεσον, ο οποίος ωστόσο αρνούνταν πεισματικά οποιαδήποτε συμμετοχή στην απόφαση τής 9ης Μαΐου. Σε αντίθεση, ο γερμανικός τύπος, στον οποίο παρασχέθηκε εν προκειμένω η δυνατότητα να σχολιάσει κατά το δοκούν τις εξελίξεις, διατυμπάνιζε «ότι η γαλλική πρόταση [ήταν] αποτέλεσμα τής αμερικανικής πίεσης και τής προσωπικής παρέμβασης τού κ. Άτσεσον», ανακοινώνοντας συγχρόνως ότι «η αναδιοργάνωση των οικονομιών θα οδηγ[ούσε] σύντομα στην επαναστρατικοποίηση τής Γερμανίας».

Σε όλες τις πρωτεύουσες ήταν κοινή η αντίληψη ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Γαλλία προσέφερε «στη Γερμανία […] μια ευκαιρία για την απόκτηση υπεροχής» και ότι η γερμανική πλευρά «[θα μπορούσε] να πετύχει μια ακόμα καλύτερη συμφωνία παίζοντας το εκβιαστικό χαρτί τής γερμανο-ρωσικής συμμαχίας» (κεντρικό µοτίβο τής «εκστρατείας τού γερμανο-αμερικανικού τύπου» στις ΗΠΑ).[23]

Ως συνήθως, η γαλλική κυβέρνηση ενέδωσε, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Βραχυπρόθεσμα, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η πρόκληση που αντιπροσώπευε η επιστροφή τού Ράιχ στη διεθνή διπλωματική σκηνή και, πιο συγκεκριμένα, η συμμετοχή του στη Διάσκεψη τού Παρισιού, που είχε συγκληθεί για τις 20 Ιουνίου τού 1950, προκειμένου να συζητηθεί το σχέδιο τής 9ης Μαΐου: «είναι η πρώτη φορά που εκπρόσωποι τής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας συμμετέχουν ως ίσοι σε μια διεθνή διάσκεψη, μαζί με αντιπροσωπείες τής γαλλικής και τής ιταλικής κυβέρνησης, καθώς και των κυβερνήσεων τού Μπενελούξ», σημείωσε με εκνευρισμό η Διεύθυνση Ευρώπης.[24] Όσο για το μέλλον, οι γάλλοι γνώριζαν ότι, παρά τους αλαλαγμούς χαράς τού Μονέ και των «αμερικανικών» του επιτελείων, δεν «ήλεγχαν» ούτε στο ελάχιστο την ΟΔΓ.

Ορισμένα από τα σημάδια τής ήττας και τής τιμωρίας τού Ράιχ — ο λεγόμενος «έλεγχος» τής αποστρατικοποίησης και τού αφοπλισμού — συνέχιζαν να υφίστανται κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την τριμερή συμφωνία τού Λονδίνου τού Ιουνίου τού 1948 μέχρι και τη σύναψη των συμφωνιών τής Ουάσινγκτον και τού Λονδίνου (στις 8 και 28 Απριλίου τού 1949, αντίστοιχα), οι οποίες συνέπεσαν χρονικά με την υπογραφή τού «ατλαντικού συμφώνου»: η «Στρατιωτική Υπηρεσία Ασφαλείας», η οποία μάλιστα δεν είχε μόνιμη έδρα, δεν ήταν παρά εκτόπλασμα, όπως άλλωστε ήταν και το «Καθεστώς» και η «Διεθνής Αρχή τής Ρουρ», η οποία ας σημειωθεί ότι επί ένα έτος είχε μόνο πλασματική ύπαρξη.[25] Ωστόσο, όπως παραδέχτηκε η Διεύθυνση Ευρώπης την 1η Ιουνίου τού 1950, οι εν λόγω θεσμικές διευθετήσεις επρόκειτο να καταργηθούν ως αντιβαίνουσες στην αρχή τής Gleichberechtigung [ίσης μεταχείρισης], χωρίς καν να χρειαστεί να υποβληθεί επισήμως αίτημα από την κυβέρνηση τής Βόννης: η ΟΔΓ εκτιμούσε ορθά τη σημασία τής αναγνώρισης εκ μέρους τής Γαλλίας τής αρχής τής «“Gleichberechtigung”, […] η οποία [θα σήμαινε] τη σταδιακή διάλυση τής Διεθνούς Αρχής τής Ρουρ και [θα καθιστούσε] δυνατή την αύξηση τής γερμανικής παραγωγής χάλυβα πέραν τού σημερινού ανωτάτου ορίου των 11 εκ. τόνων».[26]

Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε από τους γάλλους διπλωμάτες κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δρομολόγηση τής εν λόγω «πρωτοβουλίας». Η επίσημη υλοποίηση τού αμερικανικού σχεδίου για τον επανεξοπλισμό τής Γερμανίας — εξέλιξη που αποδόθηκε στον υποτιθέμενο «πανικό» που προκάλεσε το ξέσπασμα τού πολέμου στην Κορέα στις 25 Ιουνίου τού 1950 — επιβλήθηκε κατά την ατλαντική διάσκεψη που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους στη Νέα Υόρκη.[27]

Οι εξελίξεις αυτές σηματοδότησαν την επικράτηση τής αρχής τής «πλήρους ισότητας δικαιωμάτων», κεντρικό μοτίβο των αρχείων τού σχεδίου Σουμάν, καθώς και των αρχείων τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας (CED). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπήκε στη θέση του και το τελευταίο κομμάτι τού παζλ, όσον αφορά το σχέδιο για την επιβολή τής αμερικανικής κηδεμονίας, την οποία ο Ζαν Μονέ και ο «αμερικανικός» του περίγυρος έσπευσαν, κατά τρόπο πρωθύστερο, να «διεκδικήσουν»: «η Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα [οφείλει να] υπαχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο», που θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι «είτε το Στρασβούργο […,] — σημείο αναφοράς [που] θα διευκόλυνε στην επίλυση τού προβλήματος τού Σάαρ — […,] είτε η ατλαντική κοινότητα» μέσω τής πρόσδεσης στο «ατλαντικό σύμφωνο· το μεγάλο πλεονέκτημα που παρουσιάζει η επιλογή τού ατλαντικού πλαισίου είναι η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα που βεβαίως αποτελεί καθοριστικό παράγοντα».[28] Τα μέλη τού επιτελείου τού Μονέ δεν σταμάτησαν ποτέ να εξυμνούν εν χορώ τόσο το σχέδιο Σουμάν όσο και το σχέδιο ευρωπαϊκού στρατού, η υλοποίηση των οποίων, όπως υποστήριζαν, θα βοηθούσε «την αναδιοργανωμένη και ενωμένη Ευρώπη να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο», θα της επέτρεπε να αξιοποιήσει «τη στήριξη» που παρείχαν για την ανοικοδόμησή της «οι ΗΠΑ και ο αγγλοσαξονικός κόσμος», θα παρείχε τη δυνατότητα στο Παρίσι να διεκδικήσει «καθοδηγητικό-διευθυντικό ρόλο» κτλ., κτλ.[29]

Η βασική απαίτηση των γερμανών ή των συνήθων μεσολαβητών τους (τουτέστιν των μικρών χωρών τού Μπενελούξ με επικεφαλής την Ολλανδία) ήταν η εξάλειψη τού στίγματος τής ήττας τού 1945. Το αίτημα αυτό διατυπώθηκε, για παράδειγμα, κατά τις «συνεδριάσεις των επιτροπών περιορισμένης σύνθεσης» και τις συνομιλίες μεταξύ των έξι αντιπροσωπειών στο πλαίσιο των διασκέψεων για το σχέδιο Σουμάν που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούνιο τού 1950 και στη συνέχεια.[30] Το κλίμα που επικράτησε στις συζητήσεις αυτές λειτούργησε ως προάγγελος για το «Μνημόνιο που υποβλήθηκε […] στον κ. Μονέ, στις 13 Οκτωβρίου τού 1950, από τον κ. [Βάλτερ] Χάλσταϊν» — καθηγητή τής νομικής, ο οποίος, επί ναζιστικού καθεστώτος, κατείχε διάφορα πολιτικά καθήκοντα και αξιώματα (όπως, για παράδειγμα, αυτό τού «NS-Führungsoffizier με βαθμό αξιωματικού»), ενώ από την περίοδο 1950-1951 ασκούσε καθήκοντα οιονεί υπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση Αντενάουερ.[31] Το μνημόνιο με τίτλο «Κοινότητα Άνθρακα-Χάλυβα και Δίκαιο Κατοχής» έκανε θρύψαλα τα επιχειρήματα τής γαλλικής πλευράς, όσον αφορά τη διατήρηση των προνομίων της. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο επέκρινε «τις βασικές αντιφάσεις [Widersprüche] που υφίστ[αντο] μεταξύ τού δικαίου κατοχής και τού σχεδίου Σουμάν» και επικαλείτο, με κάθε ευκαιρία, την κυριαρχία και τα ίσα δικαιώματα «τής Γερμανίας»: σε αντιδιαστολή με το δίκαιο κατοχής και τις αρχές που διείπον τη Στρατιωτική Υπηρεσία Ασφαλείας, «το σχέδιο Σουμάν στηρίζεται στις αρχές τής οικονομίας και προβλέπει τη διατήρηση και αύξηση των υφιστάμενων παραγωγικών δυνατοτήτων».[32] Εν σώματι, οι παραγωγοί χάλυβα τής Ρουρ έσπευσαν σε βοήθεια, δηλώνοντας ότι επρόκειτο να στηρίξουν «ανεπιφύλακτα» το σχέδιο Σουμάν, «εφόσον όμως κατοχύρωνε την πλήρη ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ των εταίρων».[33]

Στα τέλη τού 1950, η κυβέρνηση τής Βόννης επιχείρησε να τρομοκρατήσει το Παρίσι, που ανησυχούσε ιδιαίτερα μήπως ενοχληθεί η Ουάσινγκτον, προφασιζόμενη ότι ο Αντενάουερ δυσκολευόταν να συγκεντρώσει πλειοψηφία στο Μπούντεσταγκ για την ψήφιση ενός σχεδίου που θα έδενε χειροπόδαρα τη διαμελισμένη χώρα. Η άποψη αυτή, η οποία εξακολούθησε να προβάλλεται και μετά την επικύρωση τού σχεδίου Σουμάν τον Ιανουάριο τού 1952,[34] αντιφάσκει προς το επιστολικό υλικό, όπου η γερμανική πλευρά αναγνώριζε τα τεράστια πλεονεκτήματα που απέρρεαν από το αποφασιστικό αυτό στάδιο εξάλειψης των συνεπειών τής ήττας.

Επιπλέον, το Παρίσι γνώριζε ότι οι αμερικάνοι δεν θα επέτρεπαν στην ΟΔΓ να αμφισβητήσει την επιλογή τους, όσον αφορά τη μορφή που θα έπαιρνε η οριστική της επανένταξη στη διεθνή κοινότητα. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μπαίνοντας στο παιχνίδι των λεονταρισμών απέναντι στον «προαιώνιο εχθρό», εντάχθηκε στον καταμερισμό των καθηκόντων που ανέθεσαν οι ΗΠΑ στα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ηγέτης τού SPD Κουρτ Σουμάχερ μπορούσε αφενός να κατηγορεί για ενδοτισμό τον «καγκελάριο των συμμάχων» και αφετέρου να εξαπολύει μύδρους κατά τής Γαλλίας, που είχε το θράσος να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρχή τής «ισότητας των δικαιωμάτων» και η οποία επιβουλευόταν το κρατίδιο τού Σαρ — μαξιμαλιστική ρητορική που δεν είχε πάψει να θεωρείται ανεπίτρεπτη για την κυβερνώσα δεξιά, η οποία στελεχωνόταν σε μεγάλο βαθμό από άτομα που είχαν υπηρετήσει το ναζιστικό καθεστώς.[35]

Η Ουάσινγκτον έσερνε τον χορό των εξελίξεων τόσο στη Βόννη όσο και στο Παρίσι, όπου, για παράδειγμα, ο Ουίλιαμ Τόμλινσον, — εκπρόσωπος τού υπουργείου οικονομικών στην αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι, αυστηρός επιτηρητής τής γαλλικής οικονομίας και, όπως και ο Ντ. Μπρους, στενός φίλος τού Μονέ — είχε αναλάβει την παρακολούθηση τού προγράμματος εργασιών τού σχεδίου Σουμάν.[36] Στα τέλη Φεβρουαρίου τού 1951, ο Πφέρντμενγκες — «τραπεζίτης τής Κολωνίας, ο στενότερος σύμβουλος και προσωπικός φίλος τού ομοσπονδιακού καγκελάριου» και, όπως και ο ομόλογός του τής Ντόιτσε Μπανκ Χέρμαν Αμπς, που επίσης έγινε «οικονομικός σύμβουλος τού Αντενάουερ», εθνικοσοσιαλιστής και βαθιά αναμεμιγμένος στη διαδικασία «αριοποίησης» επί χιτλερικού καθεστώτος[37] — αναφέρθηκε, σε κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον οικονομικό επιθεωρητή Πολ Λερουά-Μπολιέ (ο οποίος, μαζί με τον φίλο του Κουβ ντε Μιρβίλ, είχαν εγκαταλείψει το Βισί το 1943), στο ταξίδι που πραγματοποίησαν «οχτώ βουλευτές τού Μπούντεσταγκ» στις ΗΠΑ. Η περιοδεία, η οποία «ωφέλησε ιδιαίτερα τον κ. Όλενχαουερ», τον αντιπρόεδρο τής κοινοβουλευτικής ομάδας τού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, έδειξε στους βουλευτές τού SPD ότι «όλοι οι αμερικανοί συνομιλητές τους ενδιαφέρονταν ειλικρινά για την επιτυχία τόσο τού σχεδίου Σουμάν όσο και τού όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος· [ήταν], επομένως, λυπηρό το γεγονός ότι ο Σουμάχερ δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο ταξίδι, διότι διαφορετικά θα αντιλαμβανόταν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολιτική τού δρ. Αντενάουερ προσελκύει τη μέγιστη δυνατή συμπάθεια και υποστήριξη προς τη Γερμανία».[38] Τον Μάρτιο τού ίδιου έτους, το SPD κατέβαλε, λοιπόν, σημαντικές προσπάθειες «προκειμένου να κινηθεί η συζήτηση σε πολύ συντηρητικές κατευθύνσεις και να αποφευχθεί η ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας η οποία θα μπορούσε να ενοχλήσει τον δρ. Αντενάουερ».[39] Ωστόσο, η κούρσα πλειοδοσίας στην οποία ενεπλάκησαν τα γερμανικά κόμματα έφερε στο φως αυτό που η γαλλική κυβέρνηση προσπαθούσε να καταχωνιάσει στα άδυτα τής «απόρρητης» ή «εμπιστευτικής» αλληλογραφίας, δηλαδή όχι μόνο το μέγεθος τής ενδοτικότητάς της στο ζήτημα τής οικονομίας, αλλά και το γεγονός ότι γνώριζε ότι επρόκειτο να αποφυλακιστούν πρόωρα οι εγκληματίες πολέμου, πράγμα για το οποίο πίεζε η CED,[vii] που μέλημά της δεν ήταν μόνο η ευόδωση τού σχεδίου Σουμάν.[40]

Η επιστροφή τού καρτέλ τού 1926 και οι άνθρωποι-κλειδιά του

Το γαλλικό κράτος, το «ευρωπαϊκό-γερμανικό» καρτέλ και η προστασία τού εθνικού κεφαλαίου

Έχοντας ενδώσει στην απαίτηση των ΗΠΑ να «ενσωματωθεί η ΟΔΓ» σε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά, κινητήρια δύναμη τής οποίας θα ήταν η βαριά βιομηχανία, η Γαλλία αναβίωσε στη συνέχεια την παλαιά και ισχυρή παράδοση τού γαλλογερμανικού «διμερισμού», που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια τού 20ού αιώνα. Για την περίοδο έως το 1949, τα αρχεία καταδεικνύουν ότι μέλημα τής γαλλικής πλευράς ήταν να «κερδηθεί χρόνος», ώστε να καθυστερήσει η ανάληψη τής πρωτοκαθεδρίας από το Ράιχ. Ωστόσο, μετά τον θρίαμβο τής πολιτικής την οποία η κυρίαρχη ιστοριογραφία χαρακτηρίζει «συνετή» και επιτυχημένη, έγινε περισσότερο έκδηλη η βαθιά ριζωμένη τάση της για την αποδοχή τής γερμανικής ηγεμονίας. Στην περίοδο τής ΕΚΑΧ, το Παρίσι συνέχισε βεβαίως να επιζητά την εύνοια τής Ουάσινγκτον, ενδιαφερόταν όμως να καλοπιάνει και την Γερμανία, καθώς ήταν βέβαιο ότι η εν λόγω «κοινή αγορά» θα επισφράγιζε την επιστροφή τής Γερμανίας στην ηγεσία τής Ευρώπης.

Το επόμενο φθινόπωρο, το υπουργείο εξωτερικών παραδέχτηκε ανοιχτά την ασυμβατότητα που υφίστατο μεταξύ τής διεθνούς Αρχής τής Ρουρ [AIR] και τής ΕΚΑΧ, καθώς επίσης και τις «δυσχέρειες που προκαλούσε η σύγχρονη λειτουργία τους», ενώ συγχρόνως κινητοποίησε τις νομικές και οικονομικές υπηρεσίες του σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν οι συνέπειες τής αρχής τής Gleichberechtigung, την οποία όμως, όπως αναφέρθηκε, η γαλλική πλευρά είχε αποδεχτεί ήδη από τις 9 Μαΐου τού 1950.[41] Τα νάζια για την υποτιθέμενη ανάγκη «εξεύρεσης μιας φόρμουλας που θα έσωζε τα προσχήματα σε περίπτωση που οι γερμανοί έκαναν δημόσια γνωστό αυτό το στοιχείο [τ.έ. την εν λόγω ασυμβατότητα]» δεν κράτησαν για πολύ.[42] Τον Ιανουάριο τού 1951, το Κε Ντ’Ορσέ δεν έβλεπε πλέον τον λόγο να ενοχλεί τους γερμανούς με αυτό το εκτόπλασμα, που «δεν διέθετε [καν] την απαραίτητη ισχύ, προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση των γερμανικών εξαγωγικών προτάσεων», και αποδέχτηκε το μοιραίο.[43] Η συνθήκη τού Παρισιού τής 18ης Απριλίου 1951, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, προέβλεπε ότι η AIR θα έπαυε να υφίσταται από τη στιγμή τής συγκρότησης τής Ανωτάτης Αρχής τής ΕΚΑΧ. Επιπλέον, η ερμηνεία τής συνθήκης υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών καθησύχασε τις ανησυχίες τής ΟΔΓ για την τύχη τού κρατιδίου τού Σαρ.[44]

Με το πέρασμα των χρόνων, τα αρχεία γέμισαν με επιστολές που τεκμηριώνουν το γεγονός τής προσαρμογής τού γαλλικού κρατικού μηχανισμού στις υποτιθέμενα αναπόδραστες επιταγές τής ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό την ηγεσία τής Γερμανίας. Στις 5 Ιανουαρίου τού 1953, ένα σημείωμα τής Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων τού Κε Ντ’Ορσε [DAFE] ανήγγειλε τις νομισματικές συνέπειες τής επικείμενης απελευθέρωσης τής αγοράς άνθρακα και χάλυβα για τις έξι χώρες τού σχεδίου Σουμάν: κρινόταν αναγκαία η μετάβαση από «τη δυνατότητα μεταφοράς συναλλάγματος μέσω τής Ευρωπαϊκής Ένωσης πληρωμών στην πλήρη νομισματική μετατρεψιμότητα», με εφαρμογή και στην περίπτωση τής «μεταφοράς κεφαλαίων»· «είναι αναγκαία η εναρμόνιση τής κοινωνικής και δημοσιονομικής νομοθεσίας, όπως επίσης και τής πιστωτικής πολιτικής»· επιπλέον, πρέπει να καθίσταται «αδύνατη οποιαδήποτε υποτίμηση, ήτοι απαιτείται η πρόσδεση των νομισμάτων στο ίδιο νόμισμα αναφοράς (το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το γερμανικό μάρκο, λόγω τής κυρίαρχης θέσης τής Γερμανίας μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών)». Τα ίδια έλεγε και η Τράπεζα τής Γαλλίας για το μεγάλο αυτό σχέδιο ηγεμονίας τού γερμανικού μάρκου,[45] που δεκαετίες αργότερα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί υπό τη διπλή πίεση τής Βόννης και τής Ουάσινγκτον, έχοντας μετονομαστεί σε «ευρώ».

Προκειμένου να πειστεί η γαλλική αλλά και «η αμερικανική κοινή γνώμη», το Παρίσι δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι «από κάθε άποψη το σχεδιαζόμενο σύστημα [βρισκόταν] στον αντίποδα των καρτέλ». Ένα σημείωμα με ημερομηνία 9 Μαΐου 1950 τής DAFE, όπου αφιερώνονται τρεις σελίδες στο θέμα αυτό, προκαλεί θυμηδία.[46] Το εν λόγω κείμενο προηγείται των πρακτικών μιας συνεδρίασης που έλαβε χώρα μεταξύ ανώτερων υπαλλήλων την επομένη, στις 10 Μαΐου, και κατά την οποία ειπώθηκε ότι το σχέδιο Σουμάν δεν ήταν παρά ένα νέο καρτέλ χάλυβα.

Ο Μονέ, στην ομιλία του τής 18 Ιουλίου 1951 προς τα μέλη τού Εμπορικού Επιμελητηρίου τού Παρισιού — η οποία ομιλία διανθίστηκε με μισές αλήθειες και τερατώδη ψέματα τού τύπου «με το σχέδιο Σουμάν θα διατηρηθεί η [κεφαλαιακή] αποσυγκεντροποίηση τής Ρουρ» — παραδέχτηκε το γεγονός τής ανασύστασης τού καρτέλ. Ο μόνος λόγος για τον οποίο συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο μια «απαγορευτική ρήτρα για τις διεπιχειρησιακές συμφωνίες για τον έλεγχο των τιμών, τη μείωση τής παραγωγής, τη διανομή των αγορών […] » ήταν για να ικανοποιηθεί η Ουάσινγκτον. «Σας δηλώνω ειλικρινά ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για την εξασφάλισης χρηματοδοτικής στήριξης από τις ΗΠΑ. […] Είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με την κατάσταση στην Αμερική, με τον τρόπο που λειτουργεί το Κογκρέσο, ώστε να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι, εάν το προβλεπόμενο σύστημα επέτρεπε τέτοιους είδους συμφωνίες, δεν θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε την υποστήριξη των Η.Π.Α. Αυτό ας μείνει μεταξύ μας. Έτσι έχουν δυστυχώς τα πράγματα […]» κ.τ.λ. κ.τ.λ.[47]

Ο Σουμάν επαναλάμβανε την ίδια επωδό, διανθίζοντάς την με άλλα μοτίβα τής μόδας, όπως για παράδειγμα την επίκληση τού σοβιετικού μπαμπούλα και την έκφραση αγανάκτησης για τις «σκανδαλώδεις» κατηγορίες για τάσεις «ουδετερισμού» (οι οποίες διαδίδονταν από τους βρετανούς, που είχαν τεθεί εκτός διαδικασίας). Στις 20 Σεπτεμβρίου τού 1950, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη, που πραγματοποιήθηκε μάλλον σε σχέση με τον (κατά κυριολεξία) επανεξοπλισμό τής ΟΔΓ, παρά σε σχέση με το ευρωπαϊκό καρτέλ τής βαριάς βιομηχανίας, ο Σουμάν πήρε όρκο ενώπιον τής American Commitee on United Europe[viii] (τον προσωπικό του «χορηγό») ότι από το σχέδιο θα προέκυπταν μόνο αμοιβαία οφέλη: «πρέπει να τεθεί τέρμα στον επιζήμιο ανταγωνισμό [ομολογία σύστασης καρτέλ], όπως επίσης και στις αντιθέσεις που προκάλεσαν το αιματοκύλισμα τής Ευρώπης. Λαμβανομένης υπόψη τής ανάγκης για κοινή άμυνα και δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα ουδετερότητας, θεωρούμε ότι η Ευρώπη οφείλει να οικοδομηθεί σε κλίμα ειρήνης. Δεν θέλουμε, δεν μπορούμε να είμαστε ουδέτεροι, έχουμε κάνει την επιλογή μας. […] Το σχέδιό μας είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο τού καρτέλ. Εμείς, αντιθέτως, επιθυμούμε να ενθαρρύνουμε την επιχειρηματικότητα και το πνεύμα τού ανταγωνισμού. Επιπλέον, δεν τίθεται θέμα κρατικοποιήσεων, οι επιχειρήσεις θα παραμείνουν ελεύθερες».[48]

Οι κλίκες που απαρτίζονταν από τους ανθρώπους τού καρτέλ τού 1926 δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους για την επιστροφή στην πεπατημένη — ειλικρινής αντίδραση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την καθημερινή προπαγάνδα για τον «επαναστατικό» και «αντι-καρτελικό» χαρακτήρα τού «σχεδίου Σουμάν». Όπως επισήμανε το 1951 ο σύγχρονος των γεγονότων Ζ.Ζ. Λεντερέρ («ευρωπαϊστής», αλλά ιδιαίτερα καυστικός στις παρατηρήσεις του για την περίοδο τού μεσοπολέμου), «αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτό το σχέδιο, οι βιομήχανοι, με λυμένα πια τα χέρια για νέες κολεγιές, δεν θα διέκοπταν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, παρά μόνο αφού θα είχε δημιουργηθεί ένα νέο καρτέλ».[49]

Ωστόσο, η ανασύσταση τού καρτέλ ήταν η άμεση απόρροια «αυτού τού σχεδίου», όπως παραδέχτηκε ήδη τον Φεβρουάριο τού 1951 ο ολλανδός δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός Γίτα. Σε συνεστίαση στην οποία συμμετείχαν πολιτικές και οικονομικές προσωπικότητες, ο Γίτα μίλησε εκθειαστικά για «τα προπολεμικά καρτέλ, τα οποία, παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς, δεν παύουν να έχουν τη χρησιμότητά τους. Άλλωστε και το ίδιο το σχέδιο Σουμάν έχει τον χαρακτήρα ενός διεθνούς καρτέλ βασισμένου στον προστατευτισμό. Η Ανώτατη Αρχή που προβλέπεται από το σχέδιο θα μεριμνά για την προστασία μάλλον συγκεκριμένων βιομηχανικών συμφερόντων, παρά για την προαγωγή των συλλογικών συμφερόντων τής ευρωπαϊκής κοινότητας».[50]

Η προσέγγιση αυτή, ιδιαίτερα προσφιλής στο χρηματιστικό κεφάλαιο, υιοθετήθηκε άμεσα από το γαλλικό κράτος. Σε συνεδρίαση που έγινε στις 10 Μαΐου 1950 στο υπουργείο εξωτερικών, οι παρευρεθέντες ανώτατοι υπάλληλοι συνέκλιναν στο ότι το σχέδιο Σουμάν θα αποτελούσε την επισφράγιση «μιας συμφωνίας [ανάμεσα] στη γερμανική [και] τη γαλλική βιομηχανία χάλυβα στη βάση των τρεχόντων δεδομένων παραγωγής, λαμβανομένου υπόψη τού ότι, κατά μέσο όρο, η αξία τής γαλλικής βιομηχανίας χάλυβα είναι ανάλογη με εκείνη τής γερμανικής».[51] Ένα μακροσκελές «σημείωμα για το σχέδιο κοινής εκμετάλλευσης των βασικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών» τεκμηρίωνε την άμεση συνέχεια ανάμεσα στο εν λόγω σχέδιο και τις «αναγκαίες εθνικές και διεθνείς συμφωνίες και συμπράξεις», που είχαν συναφθεί «πριν από τον πόλεμο τού 1914», για την «αντιμετώπιση των [ολέθριων] συνεπειών τής οικονομικής συγκυρίας […] στον κλάδο τού χάλυβα» και «την εξάλειψη των γενικευμένων αρνητικών επιπτώσεων τού ανταγωνισμού, που απέρρεαν από τις καταστροφικές για τις εξαγωγές πρακτικές τού ντάμπινγκ».

Η νέα φόρμουλα αποτελούσε σημαντική βελτίωση σε σχέση με εκείνη τού παλιού καρτέλ, καθώς τόσο ο άνθρακας όσο και το σιδηρομετάλλευμα υπολογίζονταν ότι αντιστοιχούσαν στο «1/3 τού κόστους παραγωγής […] χυτοσιδήρου [… .] Επομένως, θα ήταν λογικό μια τέτοια συμφωνία να συμπληρωθεί από μία πρόσθετη συμφωνία για τον άνθρακα. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο στο παρελθόν, σήμερα όμως πρέπει να θεωρηθεί ως η ραχοκοκαλιά τής συμφωνίας στον τομέα του χάλυβα. Η κοινή εκμετάλλευση τού γαλλικού σιδηρομεταλλεύματος και τού οπτάνθρακα τής Ρουρ φαίνεται λοιπόν να υπαγορεύεται από την οικονομική γεωγραφία».[52] Ωστόσο, όπως θα δούμε, τόσο η διατήρηση τής «αποσυγκεντροποίησης τής Ρουρ» όσο και η διατήρηση τής αναφοράς στα «τρέχοντα επίπεδα παραγωγής» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ευσεβείς πόθοι.

Γαλλική εργοδοσία και «ευρωπαϊκές» λύσεις

Επομένως, πίσω από το «αμερικανικό» σκεπτικό τής γαλλικής πρωτοβουλίας τής 9ης Μαΐου τού 1950 βρίσκονταν τα εξής δυο στοιχεία: (1) το ενδιαφέρον για την αναθέρμανση των γαλλο-γερμανικών σχέσεων τής περιόδου τού μεσοπολέμου και τής Κατοχής· και (2) ο «ποιμαντικός» ρόλος που ανέκαθεν διαδραμάτιζε το γαλλικό κράτος όσον αφορά την προστασία τού ιδιωτικού κεφαλαίου και δη τού γαλλογερμανικού ιδιωτικού κεφαλαίου (φαινόμενο που ναι μεν πήρε ακραίες διαστάσεις επί καθεστώτος Βισί, αλλά συνέχισε να υφίσταται επί των ημερών τού διαδόχου δημοκρατικού καθεστώτος). Η τεράστια δημόσια χρηματοδότηση — είτε επρόκειτο για άμεση, είτε για έμμεση (κυρίως μέσω τού χαμηλού κόστους τού άνθρακα, που είχε πλέον περιέλθει στον έλεγχο τού κράτους), είτε τέλος για φορολογική χρηματοδότηση — τού ιδιωτικού τομέα παραγωγής χάλυβα διογκώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη δημιουργίας τής «κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα» (Φεβρουάριος-Μάιος 1953), εξέλιξη που οδήγησε και στην οριστική εξάλειψη κάθε κινδύνου «εθνικοποίησης» τού τομέα (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση τής Γερμανίας).

Στα τέλη Απριλίου τού 1955 ένας ανώτερος υπάλληλος τού υπουργείου εξωτερικών επισήμανε το γεγονός ότι, πέραν των πλουσιοπάροχων αυτών κρατικών επιδοτήσεων στον ιδιωτικό τομέα, η υπουργική απόφαση τής 16ης Ιουνίου τού 1954 προέβλεπε επιπλέον «εξαγωγικές ενισχύσεις όσον αφορά τις πωλήσεις προς χώρες μη-μέλη τής ΕΚΑΧ». Επιφέροντας κόστος 7 δισ. φράγκων στον κρατικό προϋπολογισμό, οι εν λόγω ενισχύσεις, που όπως είναι προφανές είχαν ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση των φορολογουμένων, έθεταν σε κίνδυνο συνολικά το γαλλικό «εξαγωγικό εμπόριο», διότι οδήγησαν τους χαλυβουργικούς ομίλους να αναπτύξουν τις εξαγωγές χάλυβα προς χώρες εκτός τής ΕΚΑΧ: σε μέσα μηνιαία επίπεδα, οι εν λόγω εξαγωγές αυξήθηκαν από 285.000 τόνους το 1953 σε 369.000 τόνους το 1954, ενώ ανήλθαν στους 511.000 τόνους κατά το δεύτερο εξάμηνο τού 1955. «Όσον αφορά δε τις χώρες εισαγωγής στις οποίες σημειώνεται έλλειψη φράγκων, η αύξηση αυτή των πωλήσεων προϊόντων χάλυβα καθιστά δυσχερέστερη την προώθηση σε αυτές προϊόντων που ενσωματώνουν περισσότερη εργασία και των οποίων η πώληση είναι πιο συμφέρουσα για το σύνολο τής γαλλικής κοινωνίας».

Οι εν λόγω «εξαγωγικές ενισχύσεις [δεν αντιστοιχούσαν] στις πραγματικές ανάγκες τής «γαλλικής χαλυβουργίας», καθόσον «οι τιμές των αγορών εκτός ΕΚΑΧ [είχαν] διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα από το καρτέλ των Βρυξελών» (τ.έ. το διεθνές εξαγωγικό καρτέλ χάλυβα, η ανασύσταση τού οποίου τοποθετείται χρονικά μεταξύ τής περιόδου Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 1953 και τής ημερομηνίας δημιουργίας τής «κοινής αγοράς»).[53] «Μετά το τέλος τού πολέμου και κυρίως μετά την εγκαθίδρυση τής κοινής αγοράς, [η βιομηχανία χάλυβα έτυχε] ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους βιομηχανικούς κλάδους, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων, όσο και σε επίπεδο φορολογίας, μεταφορών, πιστώσεων κ.λπ. (ως παραδείγματα μπορούν, μεταξύ άλλων, να αναφερθούν: η αναδιάρθρωση των δανείων που χορηγήθηκαν από το FME [Ταμείο εκσυγχρονισμού & εξοπλισμού], η χορήγηση ενίσχυσης για την απόκτηση τού ορυχείου Χάρπεν [στη Ρουρ], η εξίσωση των τιμών νικελίου, η ηλεκτροδότηση τής σιδηροδρομικής γραμμής Τιονβίλ-Δουνκέρκης, η χρηματοδότηση των έργων μετατροπής στα ανθρακωρυχεία τού Centre-Midi, η μείωση των τιμών τού άνθρακα με επιδοτήσεις προϋπολογισμού, η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε στην κεφαλαιαγορά η Ένωση Βιομηχανίας Χάλυβα κ.ο.κ.)»[54] Παρ’ όλ’ αυτά οι ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων συνέχισαν να κρούουν τον κώδωνα τού κινδύνου για την παγίδα τού «κρατισμού» και να καταγγέλλουν τον «παρεμβατισμό» τής Ανώτατης Αρχής (συνεχίζοντας μια παράδοση τόσο παλιά όσο και η κρατική τους χρηματοδότηση).

Μετά την απελευθέρωση, περιορίστηκε μεν ο αποκλειστικός χαρακτήρας των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ, οι σχέσεις όμως αυτές συνέχισαν να είναι καθοριστικές. Όπως και στην προηγούμενη μεταπολεμική περίοδο, οι αμερικάνοι, επιθυμώντας να διατηρήσουν την ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων όσον αφορά τη σφαίρα επιρροής τους στην Ευρώπη,[55] μπόρεσαν αφενός να τους απαλλάξουν από τον κίνδυνο των εκκαθαρίσεων και αφετέρου, στις περισσότερες περιπτώσεις, να αποτρέψουν το ενδεχόμενο των εθνικοποιήσεων. Οι γάλλοι μεγαλοεργοδότες, οι οποίοι για μεγάλο διάστημα έβλεπαν «στο πρόσωπο τού Χίτλερ τον προστάτη των χρηματοκιβωτίων τους», δεν έπαψαν ποτέ, μετά το Στάλινγκραντ, «να θεωρούν ότι οι αμερικανοί ή οι βρετανοί στρατιώτες θα έπρεπε, εκ των πραγμάτων, να τεθούν στην υπηρεσία τους σε περίπτωση νίκης των μπολσεβίκων».[56] Κατά τον χρόνο σύνταξης τού παρόντος βιβλίου, έχει καταστεί οριστική η μεταβίβαση τής εμπιστοσύνης τους στην αμερικανική «κοινωνικοπολιτική ασπίδα».[57] Ωστόσο, όπως εκτιμά ο βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Βίνεν, «ο ενθουσιασμός τους για την Αμερική άρχισε να φθίνει από τη δεκαετία τού ’50»: έχοντας απαλλαγεί οριστικά από τους φόβους τού 1944, «δεν αισθάνονταν ότι είχαν την ίδια ανάγκη εξωτερικής προστασίας απέναντι στον εσωτερικό εχθρό».[58]

Η επιστροφή στην παράδοση τής γαλλογερμανικής συνεργασίας από πλευράς τού Εθνικού Συμβουλίου τής Γαλλικής Εργοδοσίας (CNPF, διαδόχου οργανισμού τής CGPF), την προεδρία τού οποίου ανέλαβε ο Ζορζ Βιλιέ και όπου η μεταλλουργική βιομηχανία συνέχισε να έχει την πρωτοκαθεδρία, υπάκουε λοιπόν σε μια μακροπρόθεσμη λογική. Η τάση αυτή, που κατέστη ιδιαίτερα αισθητή από τη διετία 1947-1948, εδραιώθηκε με τον ολοένα και σημαντικότερο ρόλο που κλήθηκε να διαδραματίσει στο πλαίσιο τού εν λόγω οργανισμού ο απεσταλμένος τής «Επιτροπής Χυτηρίων»[ix] Φρανσουά Πονσέ. Την εποχή που διατελούσε «κύριος οικονομικός σύμβουλος στη γαλλική ζώνη [κατοχής]», δεν έχανε την ευκαιρία να στηλιτεύει το «καθεστώς κατοχής», το οποίο θεωρούσε ότι δέσμευε υπερβολικά τη δυτική Γερμανία. Αυτό ωστόσο δεν τον απέτρεψε από το να αναλάβει το αξίωμα τού ανωτάτου (πολιτικού) αρμοστή τον Ιούνιο τού 1949. Υπηρετώντας στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ από τον Αύγουστο τού ίδιου έτους, ο Φρανσουά Πονσέ προωθούσε με κάθε τρόπο και προς κάθε κατεύθυνση τις γαλλογερμανικές συμμαχίες μεταξύ των παραγωγών χάλυβα. Τον Οκτώβριο τού 1949, ο συνεργάτης του Α. Μπεράρ, που ήταν λιγότερο γερμανόφιλος και ο οποίος δεν έκρυβε την αντιπάθειά του για τον προϊστάμενό του, σχολίασε την εν λόγω τακτική ως εξής: «[Ο Φ. Πονσέ] θεωρεί ότι ο γερμανικός λαός είναι τόσο δραστήριος και ενεργητικός, ώστε είναι μάταιο να του αντισταθούμε. Είναι επόμενο λοιπόν να επιδιώκει τη συνεννόηση, όπως έκανε και προ δεκαετίας».[59]

Η προκλητικότητα των δηλώσεων τού Φρανσουά Πονσέ αντικατόπτριζε το γεγονός ότι ήδη από το καλοκαίρι τού 1947 οι γερμανοί παραγωγοί χάλυβα είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή διμερών μυστικών διαπραγματεύσεων, προκειμένου, όπως επισημαίνει ο Τζίλιγχαμ, να αντικρούσουν τη συμμαχική «εκστρατεία παροπλισμού» [των γερμανικών εργοστασίων].[60] Στην πραγματικότητα, οι βαρόνοι τής Ρουρ δεν διέτρεξαν ποτέ κίνδυνο, παρά την επιχείρηση καταστροφής δυτικογερμανικών «πολεμικών βιομηχανιών» που, μετά το 1945, προοριζόταν απλώς να δημιουργήσει κλίμα εσωτερικής συναίνεσης ενάντια στην υποτιθέμενη αυτή μάστιγα. Οι όποιοι κίνδυνοι εξανεμίστηκαν με την επίσημη έναρξη τού σχεδίου Μάρσαλ, καθώς το άρθρο 115 τού νόμου για την ECA,[x] που ψηφίστηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο στις 3 Απριλίου τού 1948, απαγόρευε τον παροπλισμό των εργοστασίων με το σκεπτικό ότι η συμβολή τής γερμανικής παραγωγής θα είχε ζωτική σημασία για την «ευρωπαϊκή ανάκαμψη».[61] Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό, οι προσπάθειες που αναλήφθηκαν το 1947 για την επανέναρξη των συναλλαγών όσον αφορά τον οπτάνθρακα τής Ρουρ και το σιδηρομετάλλευμα τής Λορένης αποτελούσαν τόσο ένδειξη «απόρριψης τού σιδηρουργικού σωβινισμού τής περιόδου 1914-1918» όσο και ανάπτυξης «ενός νέου διεθνισμού» μεταξύ των γερμανών παραγωγών χάλυβα.

Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αποκαταστάθηκε η συνέχεια των γαλλογερμανικών σχέσεων, πράγμα που έγινε προφανές μετά την επιστροφή τής «ομαλότητας» στη Ρουρ το καλοκαίρι τού 1948. Τον Σεπτέμβριο, «οι μεγαλύτεροι γάλλοι βιομήχανοι» συναντήθηκαν με τους ομολόγους τους στην πόλη Έσεν για να συζητήσουν την «ανάπτυξη στενότερων χρηματοοικονομικών δεσμών» μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, προς το τέλος τού ίδιου χρόνου, η φορτικότητα των γάλλων συνομιλητών έδειχνε να μεγαλώνει χέρι-χέρι με την επιφυλακτικότητα των γερμανών, καθώς ο νεότοκος «διεθνισμός» των τελευταίων φάνηκε να εξανεμίζεται μετά την επίσημη ανάκτηση εκ μέρους τους τού ελέγχου τής Ρουρ. Εν πάση περιπτώσει, τα διάφορα σχέδια συμπράξεων που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών αποτέλεσαν τα προεόρτια τής «πρωτοβουλίας Σουμάν». Οι επαφές και οι συζητήσεις εντατικοποιήθηκαν εξαιτίας τής ραγδαίας αύξησης τού φαινομένου τής υπερπαραγωγής που σημειώθηκε μεταξύ τής άνοιξης τού 1949[62] και τής έναρξης τού πολέμου τής Κορέας, γεγονός που εκλήφθηκε ως θείο δώρο.

Ο ακαδημαϊκός «ευρωπαϊσμός» θεωρεί την ευρωπαϊκή ένωση αποκλειστικό δημιούργημα των «πατέρων τής Ευρώπης», οι οποίοι μάλιστα παρουσιάζονται ως αξιέπαινοι ειρηνιστές των αγορών. Ο εν λόγω μύθος φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τους κοπετούς των γάλλων βιομηχάνων χάλυβα για τις βαριές ζημιές που υπέστησαν λόγω τού κρατικο-διοικητικού παρεμβατισμού και αυταρχισμού και για την καταστροφή των βιομηχανιών τους, ως συνέπεια τής εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν· υποστηρίζεται, επιπλέον, ότι το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε για τη γνώμη των «ενδιαφερομένων», οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν εκδηλώσει δημόσια την εναντίωσή τους σε αυτό το αμιγώς πολιτικό σχέδιο.[63]

Αντιθέτως, η αλληλογραφία τού Κε Ντ’Ορσέ καταγράφει «τις πιέσεις κύκλων τής γερμανικής βιομηχανίας χάλυβα, που έβρισκαν πρόθυμους υποστηρικτές στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση».[64] Κατ’ επιβεβαίωση τής μακράς παράδοσης τής επιλεκτικής «ταξινόμησης», οι επιστολές που έκαναν σαφή αναφορά στους δεσμούς μεταξύ γαλλικού κράτους και βαριάς βιομηχανίας αφαιρέθηκαν από το αρχείο, ενώ διατηρήθηκαν τα στοιχεία εκείνα που καταγράφουν τις αντιρρήσεις των επαγγελματικών και εμποροβιομηχανικών επιμελητηρίων των περιοχών με βαριά βιομηχανία (κατά τον ίδιο τρόπο, από τα αρχεία τής δεκαετίας τού 1930 τής Škoda έχουν αφαιρεθεί έγγραφα από τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν ενδείξεις ενοχής σε βάρος των Σνάιντερ).[65]

Ωστόσο, από τα διασωθέντα έγγραφα γίνεται αντιληπτό ότι, για την προώθηση των στόχων της και στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου καταμερισμού εργασίας, η Επιτροπή χυτηρίων χρησιμοποιούσε, πέραν των γνωστών έμπιστων βοηθών τύπου Φρανσουά Πονσέ, και άλλα αθύρματα, που μάλιστα προέρχονταν από τον χώρο τής αριστεράς. Πράγματι, οι μεγαλοσυνάρχες κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες, κυρίως μετά την ταραχώδη περίοδο τής διετίας 1934-1935, για την εξασφάλιση τής υποστήριξης τού πολιτικού και συνδικαλιστικού βραχίονα τής αντικομμουνιστικής αριστεράς (τού SFIO[xi] και τής [τότε] CGT, αντίστοιχα)· το εγχείρημά τους στέφθηκε με επιτυχία και μπορούσαν πλέον να προσφεύγουν στις υπηρεσίες έμπιστων ανθρώπων, όπως για παράδειγμα τού Αντρέ Φιλίπ.[66] Eνίοτε προπολεμικά, αλλά οπωσδήποτε μετά τον πόλεμο, το SFIO (όπως και το MRP[xii]) ήταν κόμμα έντονα προσανατολισμένο στον στόχο τής ισχυροποίησης τής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, πράγμα που ίσχυε και για τη συνδικαλιστική του οργάνωση, την Force ouvrière [FO], που ναι μεν εμφανίστηκε ως διάδοχος των «συνασπισμένων» τού Ζουό, αλλά είχε ιδρυθεί χάρη στις προσπάθειες των αμερικάνων.[67]

Εν όψει τής αναμενόμενης επικύρωσης τού σχεδίου Μάρσαλ (Δεκέμβριος 1951), έπρεπε να δημιουργηθεί η πεποίθηση στο λαϊκό εκλογικό σώμα ότι οι ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων εναντιώνονταν στο «αντι-καρτελικό» σχέδιο Σουμάν, το οποίο θα έδινε τέλος στην εξαθλίωση, την ανεργία και την επιρροή τής Επιτροπής Χυτηρίων. Η αποστολή που ανατέθηκε στην FO και το SFIO ήταν να στηλιτεύουν με δριμύτητα την «ιερή συμμαχία» μεταξύ τού PCF [ΚΚΓ], τού μεγάλου κεφαλαίου και των σοβιετικών: «οι σταλινικοί […] σπεύδουν να σώσουν τους καπιταλιστές-παραγωγούς χάλυβα, τους ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων, και μάλιστα στο όνομα τού έθνους!»· οι σταλινικοί δουλεύουν «για λογαριασμό τής σοβιετικής Ρωσίας, επιδιώκουν την επιβολή τής σοβιετικής κυριαρχίας στη Γαλλία και στη δυτική Γερμανία, υπονομεύουν την οικοδόμηση μιας ευτυχισμένης και ευημερούσας Ευρώπης» κ.ο.κ.[68] Στον «αγώνα» μπήκε και ο Αντρέ Φιλίπ, άνθρωπος εμπιστοσύνης τόσο τής χρηματιστικής ολιγαρχίας, που το 1946 τον είχε προωθήσει στη θέση τού υπουργού των οικονομικών,[69] όσο και κυρίως τής Επιτροπής χυτηρίων, που το φθινόπωρο τού 1949 είχε χρηματοδοτήσει «την εκστρατεία τού κ. Αντρέ Φιλίπ υπέρ τής δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής οργάνωσης βιομηχανιών χάλυβα».[70] Το σχετικό άρθρο τού ηγέτη τού SFIO, που δημοσιεύθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου στην εφημερίδα τού κόμματος «Le Populaire», με σκοπό να καμφθούν οι επιφυλάξεις τού κοινοβουλίου όσον αφορά την επικύρωση τού σχεδίου Μάρσαλ, άγγιξε τα όρια τού παραληρήματος. Στα μάτια, λοιπόν, τού Α. Φιλίπ, το σχέδιο Σουμάν επρόκειτο να επιφέρει το τέλος τής κυριαρχίας τού παλιού «καρτέλ χάλυβα», το οποίο, ενώ είχε εξασφαλίσει «σημαντικά κέρδη» στην Επιτροπή χυτηρίων, σήμαινε για τους εργάτες σκληρή εκμετάλλευση, που εντεινόταν ακόμα περισσότερο λόγω τού προστατευτισμού. Το σχέδιο εγγυάτο ένα λαμπρό μέλλον για την εργατική τάξη: «επιτέλους, για πρώτη φορά στην ιστορία, διασφαλίζεται σήμερα η προστασία των εργαζομένων από τις συνέπειες των βιομηχανικών αναδιαρθρώσεων» με τρόπο που «να υπερβαίνει τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς τού παρελθόντος» κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Ο καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ τής αντικομμουνιστικής αριστεράς και τής ομάδας που αποτελούσαν οι CNPF[xiii]-Επιτροπή Χυτηρίων-UIMM[xiv] άρχισε να γίνεται εμφανής στις αρχές Δεκεμβρίου τού 1951: όπως έγραφε στην εφημερίδα Franc-Tireur ο Σαρλ Ρονσάκ, «οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων στον κλάδο τού χάλυβα, που διέκειντο αρνητικά προς το σχέδιο Σουμάν», θεώρησαν ότι η «έκθεση προς το Οικονομικό Συμβούλιο», την οποία συνέταξε και παρουσίασε ο Α. Φιλίπ, ήταν τόσο «αξιόλογη», ώστε έκριναν ότι «δεν είχαν να προσθέσουν τίποτε άλλο». Το ανακοινωθέν τής 3ης Δεκεμβρίου, με το οποίο η CNFP εξέφρασε «ικανοποίηση για την έκθεση τού κ. Αντρέ Φιλίπ», δικαιολογώντας συγχρόνως την απουσία της από τη συζήτηση,[71] επιβεβαίωσε την τακτική τους αυτή. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή χυτηρίων και το CNPF είχαν συμμετάσχει στις προπαρασκευαστικές διαδικασίες τής «ευρωπαϊκής» ολοκλήρωσης. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ζακ Λοράν — πρόεδρος τής Sidélor, τού χαλυβουργικού μεγαθήριου τής Λορένης —, σχολιάζοντας τις εξελίξεις με έναν φιλιππικό περί τής λερναίας ύδρας τού παρεμβατισμού, δεν παρέλειψε να απονείμει τα εύσημα στην κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον Ρ. Σουμάν για το έργο τους, γεγονός πολύ σπάνιο στα χρονικά τού γαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ως «πατέρας τής Ευρώπης», το τσιράκι των Βεντέλ πήρε επάξια θέση στο πάνθεον των τριών ηρώων τής μεγαλοεργοδοσίας, δίπλα στον Πουανκαρέ τής λιτότητας (1926) και τον Πετέν, τον ήρωα και πρωτεργάτη των «συμβουλίων διοίκησης» τού 1940-41 (όσον αφορά, λοιπόν, το «πάνθεον» τού 20ύ αιώνα, έχουμε και λέμε: ένας στρατιωτικός δικτάτορας και δύο εκ Λορένης ορμώμενοι λακέδες τής Επιτροπής χυτηρίων).

Στον μεγαλοβιομήχανο και στους ομολόγους του που δραστηριοποιούνταν στον τομέα τού χάλυβα είχαν παρασχεθεί όλες οι δυνατές εγγυήσεις: «[Δ]εν μπορούμε παρά να εγκρίνουμε κατ’ αρχήν την ευρωπαϊκή συνθήκη άνθρακα και χάλυβα, η οποία, ωστόσο, θα δημιουργήσει μια νέα κατάσταση που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για τη γαλλική βιομηχανία χάλυβα», δήλωσε ο Λοράν στις 9 Ιανουαρίου τού 1951 κατά τη διάρκεια τελετής στην οποία του απονεμήθηκε το μετάλλιο εργασίας. «Έχουμε εμπιστοσύνη στους συντάκτες τού σχεδίου και κυρίως στο μεγάλο τέκνο τής Λορένης [τον κ. Σουμάν], από τον οποίο και πήρε το όνομά του. Είμαστε πεπεισμένοι ότι [οι πρωτεργάτες τού σχεδίου] θα συμβάλλουν στο να βελτιωθούν οι όροι τής εφαρμογής του. Είμαστε επίσης πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση θα λάβει μέριμνα προκειμένου οι βιομηχανίες χάλυβα τής ανατολικής Γαλλίας να εφοδιάζονται με τα απαραίτητα καύσιμα για την επεξεργασία των εγχώριων μεταλλευμάτων από την εσωτερική αγορά και όχι από γειτονικές χώρες. Τέλος, είμαστε πεπεισμένοι ότι η υπερεθνική αρχή, στην οποία έχουν χορηγηθεί απόλυτες εξουσίες, που κανένας δικτάτορας δεν διέθετε ποτέ στο παρελθόν, θα επιδείξει την αναγκαία νηφαλιότητα, αντικειμενικότητα και επιδεξιότητα και θα θελήσει να συνεργαστεί αξιόπιστα και ευσυνείδητα με όλους τους ενδιαφερόμενους κλάδους».

Μέσα στον ωκεανό των στεναγμών, η επιβράβευση των υπηρεσιών τού Σουμάν ήταν τόσο εξόφθαλμη, ώστε οι επαγγελματικές ενώσεις τού κλάδου τού χάλυβα στην ανατολική Γαλλία υποχρεώθηκαν να εκδώσουν στις 15 Ιανουαρίου τού 1951 την ακόλουθη επίσημη ανακοίνωση: η Sidélor αντιπροσωπεύει μέρος μόνο «τού συνόλου των χαλυβουργικών επιχειρήσεων τής Μοζέλ και τής Μερτ-ε-Μοζέλ»· «εναπόκειται πλέον στη γαλλική κυβέρνηση, πριν από τη θέση σε εφαρμογή τού σχεδίου, να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο καταστροφής των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα και τής εν γένει οικονομικής ζωής τής Λορένης».[72]

Αν και δεν υπάρχουν επίσημες αποδείξεις για τη συμμετοχή των μεγαλοβιομηχάνων στις διαβουλεύσεις προ τής 9ης Μαΐου 1950, έχουν διασωθεί στα αρχεία τού Κε Ντ’Ορσέ στοιχεία που αποδεικνύουν αφενός ότι άσκησαν πίεση στον Μονέ και στο κράτος όσον αφορά την τελική διαμόρφωση τής συνθήκης και αφετέρου το ότι είναι παράλογη η θέση περί μιας «υπερεθνικής αρχής στην οποία χορηγήθηκαν απόλυτες εξουσίες, που κανένας δικτάτορας δεν διέθετε ποτέ στο παρελθόν».

Στα μέσα Νοεμβρίου τού 1950, το αίτημα για την «ένταξη στο πεδίο εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν τής βορείου Αφρικής» που υπέβαλαν οι ιταλοί παραγωγοί χάλυβα, κύριοι προμηθευτές των οποίων ήταν οι γαλλικοί όμιλοι παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος, εξετάστηκε για λογαριασμό τού δημοσίου από δύο εξέχουσες προσωπικότητες τού Βισί: τον Ροζέ Λανζερόν, τον πρώην αρχηγό τής αστυνομίας (θέση που κατείχε μέχρι τον Απρίλιο τού 1941) και τότε πρόεδρο τής Ouenza, τής μεγαλύτερης από τις ενδιαφερόμενες αλγερινές εταιρείες (που επί κατοχής είχαν αποδειχθεί χρυσωρυχείο για τους γαλλογερμανούς επιχειρηματίες), και τον Ανρί Λαφόν, διακεκριμένο συνάρχη (έναν από τους «σαράντα έξι» [τής λίστας Σαβέν]), πρώην «εντεταλμένο σύμβουλο τής Ένωσης Εξορυκτικών Βιομηχανιών [και] γενικό γραμματέα [στο υπουργείο] ενέργειας»[73] και τότε «διοικητή τής Ouenza και πρόεδρο πολλών άλλων βορειοαφρικανικών εξορυκτικών επιχειρήσεων», μέλος επίσης τού προεδρείου τού CNPF[xv], διοικητή τής επενδυτικής τράπεζας BUP,[xvi] (πλέον) πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τής Ένωσης Εξορυκτικών Βιομηχανιών, κ.ο.κ.

Ο Λαφόν, μαζί με τον Λανζερόν και τον Ντενί, τον προϊστάμενο τής αρμόδιας υπηρεσίας για τον κλάδο τού χάλυβα τού υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου, έσπευσαν να επιπλήξουν τον αναπληρωτή τού Μονέ, τον Ετιέν Χιρς. Όπως δήλωσε ο Λαφόν, οι παραγωγοί δεν πρόκειται να ανεχθούν ούτε «την ένταξη τής Αλγερίας, [που,] από νομική άποψη, είναι τμήμα τής γαλλικής επικράτειας», ή και τής υπόλοιπης «βορείου Αφρικής στο σχέδιο Σουμάν», ούτε τη σύναψη «μακροπρόθεσμων συμβάσεων μεταξύ των βορειοαφρικανών παραγωγών και τής ιταλικής βιομηχανίας χάλυβα»· «οι κύριοι πελάτες των ορυχείων σιδηροµεταλλεύµατος τής βορείου Αφρικής βρίσκονται εκτός τής κοινής αγοράς και […] ως εκ τούτου οι παραγωγοί πρέπει να απολαύουν τής μέγιστης δυνατής ελευθερίας [… .] Από άποψη εμπορίου, το σιδηρομετάλλευμα δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο μακροπρόθεσμων συμβάσεων· και τούτο, είτε πρόκειται για ρήτρες ποσότητας, είτε για ρήτρες τιμών. Υπό τις συνθήκες αυτές, [ο Λαφόν] εκτιμά ότι, όσον αφορά τις παραδόσεις μεταλλεύματος στην Ιταλία, η μέγιστη παραχώρηση που μπορούσε να κάνει η γαλλική κυβέρνηση είναι να προβεί σε δέσμευση για την έκδοση αδειών εισαγωγής για τις σχετικές ποσότητες». Συνέχισε απειλώντας ότι, εάν το κράτος τολμούσε να περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής «τού σχεδίου Σουμάν την Αλγερία […], θα είχε να αντιμετωπίσει τη δεδηλωμένη αντίθεση των παραγωγών σιδηροµεταλλεύµατος, οι οποίοι εξάλλου δεν θα δίσταζαν να παρακάμψουν τις αποφάσεις τής Ανώτατης Αρχής».[74]

Τον Δεκέμβριο τού 1950 «η γαλλική κυβέρνηση», συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις τού Λαφόν, διαμεσολάβησε «μεταξύ τής διοίκησης των ορυχείων τής Ouenza και τής ιταλικής αντιπροσωπείας για τη σύναψη συμφωνίας που περιελάμβανε συγκεκριμένες δεσμεύσεις όσον αφορά την ποσότητα και τις τιμές, οι οποίες κρίθηκαν ικανοποιητικές από τους ενδιαφερόμενους» κ.τ.λ.[75]

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας αυτά που έγραφαν το 1951 ο Ζακ Φερί, ο Ανρί ντε Βεντέλ και ο Ζαν Ρατί, ο τότε πρόεδρος τής εταιρείας χαλυβουργίας τού Λονγκβί (μια ακόμη εξέχουσα προσωπικότητα τής Κατοχής),[76] είναι ότι οι γάλλοι παραγωγοί χάλυβα ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας: άθλιες τιμές για όλες τις κατηγορίες χάλυβα (από τα «υποπροϊόντα τής διαδικασίας παραγωγής οπτάνθρακα, των οποίων οι τιμές διατηρούνται σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα, πράγμα που αποβαίνει εις βάρος μας» μέχρι και τα απομέταλλα)· «αυξανόμενα επίπεδα χρέους έναντι των ανταγωνιστών μας, ορισμένοι εκ των οποίων βρίσκονται στο κατώφλι μας, και οι οποίοι διαθέτουν πολύ σημαντικούς χρηματοοικονομικούς πόρους[· …] εξαιρετικά υψηλά χρηματοπιστωτικά έξοδα, που αποτελούν σοβαρό ή και μοιραίο μειονέκτημα για τις επιχειρήσεις μας· κι αυτό τη στιγμή που, όπως λέγεται, οι ανταγωνιστές μας ετοιμάζονται να εισβάλλουν στη γαλλική αγορά»· περιττό, επίσης, να επισημανθεί το γεγονός ότι η ανάκτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τής Γερμανίας θα δημιουργούσε προσκόμματα «στην ασφαλή και τακτική πρόσβαση στο κοκ και στο ψιλομερές κοκ τής Ρουρ […] πράγμα που είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τις επιχειρήσεις μας [… .]

Έχοντας κατά νου το ότι, υπό το σημερινό καθεστώς κατοχής, οι ποσότητες που παραδίδονται από τους παραγωγούς τής Ρουρ στις επιχειρήσεις μας μειώνονται μήνα με τον μήνα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες τής Γαλλίας, δύσκολα γίνεται αντιληπτό με ποιο τρόπο η Ανώτατη Αρχή θα μπορέσει, χωρίς τα μέσα ελέγχου και καταναγκασμού που σήμερα διαθέτουν οι συμμαχικές αρχές στη Γερμανία, να κάνει σεβαστές τις αποφάσεις της, έχοντας μάλιστα απέναντί της μια κυρίαρχη γερμανική κυβέρνηση, μια κοινή γνώμη που μπορεί να χειραγωγηθεί εύκολα, όσον αφορά το ζήτημα των εξαγωγών άνθρακα και οπτάνθρακα, και μια σειρά από επιχειρήσεις εκμετάλλευσης, που, ό,τι και να γίνει, θα συνεχίσουν να διακατέχονται από τη γερμανική νοοτροπία και οι οποίες θα παραμείνουν ενταγμένες στην οικονομία τής γείτονος χώρας».[77] Τα παράπονά τους έπιασαν τόπο, καθώς η κρατική χρηματοδότηση των ιδιωτών παραγωγών χάλυβα αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με την έναρξη τής εποχής τής «κοινής αγοράς» άνθρακα και χάλυβα.

Αυτές οι εκδηλώσεις «αντιγερμανισμού», που γίνονταν για το θεαθήναι και προς τέρψιν μόνον των «πολιτικών», δεν εμπόδιζαν τους βιομηχάνους χάλυβα να διατηρούν στενές επαφές με τους γερμανούς ομολόγους τους και να παίζουν την ίδια παλιά κασέτα περί των εγγενών γαλλικών προβλημάτων και αδυναμιών. Σε συνεστίαση που έγινε στη Ρουρ στα μέσα Απριλίου τού 1951, ο γάλλος Ζ. Πινό εξέφρασε την ευχαρίστησή του για την «καλή θέληση» που επιδείχθηκε από τους οικοδεσπότες του «κατά τις συχνές επισκέψεις του στη Γερμανία τα τελευταία δύο έτη», δήλωσε ότι οι γάλλοι διαθέτουν, επίσης, «μεγάλα» αποθέματα καλής θέλησης και «υπογράμμισε ότι ήρθε ο καιρός για μια νέα συμφωνία». Ο Πινό διατύπωσε επίσης την άποψη ότι «η κύρια αιτία για την εθνική παρακμή τής Γαλλίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 150 ετών [ήταν] η απουσία μιας ισχυρής βιομηχανίας άνθρακα!».

Η συμφωνία ανάμεσα στον Σύνδεσμο Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI)[xvii] και το CNPF, την ομόλογη γαλλική οργάνωση, συνήφθη τον Νοέμβριο τού 1951 στο πλαίσιο συνάντησης όπου την γαλλική μεταλλουργία και χαλυβουργία εκπροσώπησε μια ομάδα προσώπων που είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα επί κατοχής (πράγμα που ίσχυε και για τους γερμανούς εκπροσώπους): ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον πρόεδρο τού CNFP Ζορζ Βιλιέ, στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία τής συνάντησης, στον Πιέρ Ρικάρ, τον τότε πρόεδρο τού γαλλικού επιμελητηρίου τού κλάδου, και τον Αλμπέρ-Ροζέ Μετράλ, «πρόεδρο τού μεγαλύτερου συνδέσμου παραγωγών χάλυβα» (κάτοχο τής φρανσίσκας αρ. 109, που του απονεμήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1942).[78]

Ο Ζ. Βιλιέ προλόγισε τη συνάντηση εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι είχε «ταχθεί στην υπηρεσία τής “ευρωπαϊκής ιδέας” [ — ] το κεντρικό θέμα των συνομιλιών». Άλλα θέματα που εθίχθησαν ήταν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα εμπορικά σήματα, οι δημόσιες σχέσεις και η βελτίωση τής παραγωγικότητας και τού εργατικού δυναμικού. «Ο πρόεδρος [τού BDI] Μπεργκ συμφώνησε με όλα τα σημεία που ανέπτυξε ο Βιλιέ και υπερθεμάτισε λέγοντας ότι οι γερμανοί εργοδότες μοιράζονταν την ίδια έντονη πεποίθηση όσον αφορά την αναγκαιότητα τής ευρωπαϊκής οικοδόμησης, την εξάλειψη τού παρεμβατισμού, την αποτροπή των καταχρηστικών πρακτικών των εργατικών συνδικάτων, κ.τ.λ.»[79]

Τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει το κλίμα αρμονικής συνεργασίας που επικρατούσε σε αυτές τις συναντήσεις μεταξύ των στενών εταίρων τής προπολεμικής περιόδου και τής περιόδου τής κατοχής, οι οποίοι, μάλιστα, είχαν αναπτύξει εξίσου στενούς δεσμούς με τους κρατικούς μηχανισμούς των χωρών τους επί καθεστώτος Πετέν και επί χιτλερικού καθεστώτος αντίστοιχα. Όταν μια αμφιλεγόμενη «γνωριμία» δημιουργούσε πρόβλημα σε κάποιο «πολιτικό πρόσωπο» που προερχόταν από τον αντιστασιακό χώρο, στο τέλος πάντα βρισκόταν λύση, όπως είχε γίνει και με την υποδοχή που είχαν επιφυλάξει οι συνάρχες-υπουργοί στον Χέρμαν Ρέχλινγκ, εμβληματική μορφή τής προσάρτησης τής Αλσατίας-Μοζέλ, κατά την επίσκεψή του στο εμπορικό επιμελητήριο τού Παρισιού τον Σεπτέμβριο τού 1941.[80]

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη τον Ιανουάριο τού 1957 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βαυαρία, που διοργανώθηκε από την «επιτροπή επενδύσεων τής ευρωπαϊκής Κοινότητας άνθρακα και χάλυβα» και το οποίο προέβλεπε την πραγματοποίηση επίσκεψης στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις τής Maximilian Hütte στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ. Βασική επιδίωξη τού ταξιδιού ήταν η καλλιέργεια επενδυτικών προσδοκιών στην προβληματική αυτή ζώνη, ιδίως ενόψει τής εγγύτητάς της προς τις χώρες τού «σιδηρούν παραπετάσματος». Ωστόσο, η αποστολή αυτή αποτέλεσε μια δυσάρεστη εμπειρία για ένα από τα μέλη τής εν λόγω «επιτροπής», τον Φρανσουά ντε Μαντόν, που είχε διατελέσει δημόσιος κατήγορος στη δίκη τής Νυρεμβέργης, έχοντας διοριστεί στη θέση αυτή από τον Ντε Γκολ το 1945. Κι αυτό γιατί ο γερμανικός όμιλος ανήκε στον Φρίντριχ Φλικ, πρωταγωνιστή μιας από τις λεγόμενες «δώδεκα επακόλουθες» δίκες τής Νυρεμβέργης, οι οποίες διεξήχθησαν στην αμερικανική ζώνη μετά την κύρια δίκη·[81] διακεκριμένος εγκληματίας πολέμου και βαθιά αναμεμειγμένος στις διαδικασίες «αριοποίησης», ο Φλικ καταδικάστηκε στις 22 Δεκεμβρίου τού 1947 για λεηλασίες, για την εκμετάλλευση τής καταναγκαστικής εργασίας κυρίως κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την ενεργό του στήριξη στην οργάνωση SS, τιμωρήθηκε με ήπια ποινή φυλάκισης επτά ετών και, κατά τα ειωθότα, απελευθερώθηκε πρόωρα από τις φυλακές Λάντσμπεργκ (στις 25 Αυγούστου τού 1950).[82]

«Η παρουσία τού κ. Φρίντριχ Φλικ κόντεψε να προκαλέσει επεισόδιο, καθώς, σύμφωνα με το πρόγραμμα τής δεύτερης ημέρας, ο ρηνανός μεγαλοβιομήχανος επρόκειτο να υποδεχθεί προσωπικά τα μέλη τής αντιπροσωπείας στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ. Ο κ. ντε Μαντόν, έχοντας ενημερωθεί περί τούτου μετά την αναχώρησή του από το Παρίσι, ανακοίνωσε με διακριτικό τρόπο ότι δεν επιθυμούσε να γίνει επίσημα δεκτός από τον κ. Φλικ, διότι ο τελευταίος είχε καταδικαστεί στη δίκη τής Νυρεμβέργης, όπου ο κ. ντε Μαντόν συμμετείχε ως κατήγορος για λογαριασμό τής γαλλικής κυβέρνησης. Τελικά, μέσω ενός συμβιβασμού, έγινε δυνατόν να αποφευχθεί οποιοδήποτε δυσάρεστο περιστατικό. Πιο συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ότι η επίσημη υποδοχή τής αντιπροσωπείας θα γινόταν από τους γιούς τού κ. Φλικ, που παρευρίσκονταν επίσης εκεί, και έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα».[83]

Ο πυρήνας τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: αυστηρός έλεγχος των μισθών και κοινωνικός κατευνασμός

Τόσο όσον αφορά τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ, όσο και αλλού, το πραγματικό σκεπτικό πίσω από την «ευρωπαϊκή συναίνεση» των εργοδοτών ήταν και παρέμενε η μισθολογική λιτότητα και ο συντονισμός τής δράσης τους με σκοπό την αποτελεσματική επιβολή της. Οι αρχειακές επιστολές τείνουν προς την κοινή αυτή διαπίστωση (και τούτο, είτε — όπως άλλωστε συνέβαινε στις περισσότερες των περιπτώσεων — οι συντάκτες τους πρότειναν ρητά την ενισχυμένη αστυνόμευση των μισθών, είτε όχι).

Χαρακτηριστικό και ακραίο παράδειγμα είναι το κείμενο που φέρει την υπογραφή τού γάλλου γενικού διευθυντή τής Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών [BRI] Ροζέ Ομπουάν, ο οποίος δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια του, με τίτλο «παρατηρήσεις για το σχέδιο πενταμερούς συμφωνίας» — κείμενο που φέρνει στο νου ένα ανάλογο «υπηρεσιακό σημείωμα», που είχε συντάξει ο ίδιος προ ενδεκαετίας. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω σχέδιο είχε καταρτιστεί και προταθεί από την «επιτροπή εμπειρογνωμόνων», τουτέστιν από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών που συνέρχονταν στη Βασιλεία υπό την αιγίδα τής BRI/BIS. Η μισθολογική λιτότητα ήταν, λοιπόν, το μόνο πλεονέκτημα που αναγνώριζε ο Ομπουέν στο σχέδιο τελωνειακής ένωσης που επιθυμούσε να επιβάλλει η Ουάσινγκτον. Όσο για τα υπόλοιπα, ο γενικός διευθυντής θεωρούσε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος βιασύνης: «Είναι απαραίτητο το τελικό σχέδιο που θα υποβληθεί στις κυβερνήσεις να είναι επαρκώς περιεκτικό. Πιο συγκεκριμένα, ολόκληρο το τμήμα που αναφέρεται στην εναρμόνιση των δημοσιονομικών, φορολογικών, επενδυτικών κ.λπ. πολιτικών μοιάζει να θέτει ως προϋπόθεση τής συμφωνίας την υλοποίηση ενός εξαιρετικά περίπλοκου νομικού και διοικητικού εγχειρήματος. Εκ πρώτης λοιπόν όψεως, θα συμπέραινε κανείς ότι ο εν λόγω στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνον στο απώτερο μέλλον. Για παράδειγμα, αναφορικά με την μετατρεψιμότητα των νομισμάτων, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να επιτευχθεί μια τόσο εκτενής εναρμόνιση. Στο παρελθόν, τα νομίσματα ήταν πλήρως μετατρέψιμα, παρά τις πολύ διαφορετικές ανά χώρα φορολογικές, κοινωνικές κ.λπ. επιβαρύνσεις. […] Απεναντίας, είναι ζωτικής σημασίας να συμπεριληφθεί στο κείμενο τής τελικής συμφωνίας σαφέστατη δέσμευση των συμμετεχόντων χωρών να συνεχίσουν και να επιταχύνουν τις προσπάθειες τους όσον αφορά την πλήρη εξάλειψη όλων των μεθόδων πληθωριστικής χρηματοδότησης, είτε πρόκειται για τον δημόσιο είτε για τον ιδιωτικό τομέα, και να παραιτηθούν από τη χρήση τους στο μέλλον». «Ναι, αλλά πώς;» έγραψε ένας από τους αναγνώστες τού σημειώματος στο περιθώριο τού εγγράφου, υπογραμμίζοντας συγχρόνως τη φράση που παρατίθεται εδώ με πλάγιους χαρακτήρες.[84]

Όπως το 1939, η σταυροφορία ενάντια στον «πληθωρισμό» έθετε στο στόχαστρο αποκλειστικά τους μισθούς. Αυτό επιβεβαιώνεται ρητά και από το εκτενές σημείωμα τής 10 Φεβρουαρίου τού 1950, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη [πβ. σημ.18] και από το οποίο προκύπτει μια απροσδόκητα επίκαιρη εικόνα τής «Ευρωπαϊκής Ένωσης» των αρχών τού εικοστού πρώτου αιώνα. Η δυνατότητα συνεχούς ψαλιδίσματος των μισθών ήταν το μόνο ειλικρινές κίνητρο για την ένταξη τής γαλλικής εργοδοσίας στον διεθνή καταμερισμό τής εργασίας. Άλλωστε, δεν είχε παρά να ζητήσει την προστασία τού κράτους έναντι των ανταγωνιστικών κεφαλαίων, προκειμένου να ανταποκριθεί στις δυσάρεστες προκλήσεις τής διαδικασίας αυτής. Η ανεργία θα διογκωνόταν περαιτέρω, αφενός με τη μαζική εισροή αλλοδαπών εργατών τόσο από το (ευρωπαϊκό) «κέντρο» όσο και από την (αποικιακή) «περιφέρεια», και αφετέρου μέσω τού «κοινωνικού ντάμπινγκ» που θα συνεπαγόταν η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένου και τού εργατικού δυναμικού): πράγματι, το κόστος εργασίας σε χώρες με υψηλή ανεργία επρόκειτο να μειωθεί σε χαμηλά επίπεδα «ως συνέπεια τής πίεσης που ασκεί η ανεργία στο επίπεδο των μισθών. Ωστόσο, η εναρμόνιση των μισθών και των κοινωνικών επιβαρύνσεων […] δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από το ελεύθερο παιχνίδι τής προσφοράς και τής ζήτησης, πράγμα που συνεπάγεται μια καθοδική πορεία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτός είναι μάλιστα ένας από τους λόγους για τους οποίους το Εθνικό Συμβούλιο Εργοδοσίας έχει ταχθεί υπέρ τής απελευθέρωσης τού εμπορίου και τής δημιουργίας περιφερειακών ενώσεων, καθώς θεωρεί ότι πρόκειται για αποτελεσματικά εργαλεία για τη μείωση των απαιτήσεων των εργαζομένων στις προσεχείς συλλογικές διαπραγματεύσεις».[85]

Στις 10 Μαΐου 1950, την επομένη δηλαδή τής περίφημης ομιλίας τού «πατέρα τής Ευρώπης» και των δημοσιευμάτων τού τύπου που έταζαν λαγούς με πετραχήλια στους εργαζόμενους και στους καταναλωτές, μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών επιβεβαίωσε αυτές τις προβλέψεις. Κατά κοινή ομολογία των παρευρεθέντων στη σύσκεψη, το κλείσιμο των γαλλικών βιομηχανιών εξόρυξης άνθρακα, που είχε προς το παρόν μετατεθεί χρονικά λόγω τής ευνοϊκής για τους ανθρακωρύχους μεταπολεμικής συγκυρίας, θα επισπευδόταν λόγω τού άμεσου ανταγωνισμού με τις αντίστοιχες βιομηχανίες τής Ρουρ και τής ανάγκης μείωσης τού κόστους εφοδιασμού των γαλλικών βιομηχανιών χάλυβα. Επομένως, μελλοντικά η πίεση αυτή θα ασκούνταν στους εργαζόμενους υπό συνθήκες που δεν υφίσταντο ακόμη στο πλαίσιο τού δεδομένου συσχετισμού των εσωτερικών δυνάμεων.

Όπως ανακοίνωσε ο Ζακ Ντερουσώ,[86] διευθυντής (από το 1949) τής Υπηρεσίας ορυχείων και βιομηχανίας χάλυβα[xviii] και ζωντανή καρικατούρα των X-Mines[xix] (— κρατικό σώμα, που διαχρονικά ήταν άνδρο τής συναρχίας), το «σημείο ισορροπίας μεταξύ των τιμών κόστους […] παραγωγής άνθρακα στη Γαλλία και των αντίστοιχων στη Γερμανία θα επιτευχθεί μόνο όταν η γαλλική παραγωγή θα έχει μειωθεί περίπου κατά 20 με 25% μετά από το κλείσιμο των ορυχείων με υψηλά βιομηχανικά κόστη τής κεντρικής και μεσημβρινής Γαλλίας, καθώς και ορισμένων άλλων που βρίσκονται στην ανατολική Γαλλία και τα οποία πάσχουν από πλεονασματική παραγωγή»· «εκσυγχρονίζοντας τον εξοπλισμό της, η Charbonnages de France[xx] επιδιώκει μεν να πετύχει μείωση τού κόστους παραγωγής μέσω τής απαραίτητης μείωσης τού εργατικού δυναμικού της, [αλλά μια τέτοια επιδίωξη] προϋποθέτει ότι η παραγωγή θα παραμείνει σταθερή στα σημερινά επίπεδα· επιπλέον, λαμβάνοντας απλώς υπόψη το στοιχείο τής αύξησης τής παραγωγικότητας, οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ο στόχος αυτός συνεπάγεται 75.000 απολύσεις επί συνολικού εργατικού δυναμικού 275.000 εργαζομένων».[87]

Σύμφωνα, δε, με την πρακτική που εγκαινίασε ο ιμπεριαλισμός, η μείωση όλων των υπολοίπων κοστών (συμπεριλαμβανομένου και τού κόστους τού γαλλικού σιδηρομεταλλεύματος) θα εξασφαλιζόταν με την αξιοποίηση των υπερεπαρκών υλικών και ανθρώπινων πόρων χαμηλού κόστους τής αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ήδη από το 1947, είχαν ξεκινήσει προετοιμασίες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ για την εκμετάλλευση τού σιδηρομεταλλεύματος τής Γουινέας, πράγμα που θα επέσπευδε το κλείσιμο όχι μόνο των ορυχείων σιδηροµεταλλεύµατος αλλά και των ανθρακωρυχείων τής μητροπολιτικής Γαλλίας, καθώς «η υψηλή του περιεκτικότητα σε μετάλλευμα θα επέφερε μείωση τής [συνολικής] κατανάλωσης κοκ».

Η μεταλλευτική εταιρεία τού Κονάκρι (αποικιακή Α.Ε. ιδρυθείσα τον Δεκέμβριο τού 1947) είχε «αυξήσει το κεφάλαιο της, σε διαδοχικά κύματα, από 6 εκ. σε 360 εκ. φράγκα Κεντρικής Αφρικής και η αύξηση αυτή καλύφθηκε από την υπηρεσία ορυχείων τής υπερπόντιας Γαλλίας, τη γαλλική εταιρεία των ορυχείων τού Μπορ» (η οποία το 1940-1941 είχε παραδώσει τον γιουγκοσλαβικό χαλκό στην Metallgesellschaft), «από την Coframet,[xxi] την BISC (Ore) Ltd.[xxii] (που εκπροσωπ[ούσε] τη βρετανική συνομοσπονδία σιδήρου και χάλυβα), την τράπεζα Ροτσίλντ, καθώς και από ένα ορισμένο αριθμό φυσικών προσώπων προερχομένων από τη μητροπολιτική Γαλλία ή και τη γαλλική Γουινέα». Μετά από «μελέτες κοιτασμάτων και δοκιμές και αναλύσεις των μεταλλευμάτων σε υψικαμίνους, που διήρκεσαν σχεδόν τρία έτη», θα πραγματοποιούνταν η μετάβαση στην επιχειρησιακή φάση τού έργου χάρη, κυρίως, στη χορήγηση «έκτακτης [αμερικανικής] χρηματοδότησης ύψους ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων εβδομήντα χιλιάδων δολαρίων για τη διευκόλυνση τής αγοράς μέρους τού εξοπλισμού, που [έπρεπε] να παραγγελθεί στις ΗΠΑ». «Η χαλυβουργία τής Ρουρ» θα αποτελούσε «μια από τις σημαντικές εξαγωγικές αγορές» για τα προϊόντα τού εξορυκτικού ομίλου, διότι «η σύνθεση και υψηλή περιεκτικότητα τού μεταλλεύματος τού Κονάκρι θα επέτρεπε [στις γερμανικές βιομηχανίες] να μειώσουν τις εισαγωγές σιδηρομεταλλεύματος από τη Σουηδία, ενώ [ενδεχομένως] θα διευκόλυνε και την αξιοποίηση εγχώριων μεταλλευμάτων φτωχότερης ποιότητας».[88]

Τίποτα δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο στο «παιχνίδι τού ελεύθερου ανταγωνισμού, που κινδ[ύνευε ωστόσο] να εκφυλιστεί σε ό,τι ενίοτε αποκαλείται “ανελέητη πάλη”», σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε τον Ιούνιο τού 1950 ένας μέλος τής βελγικής αντιπροσωπείας.[89] «Σε ορισμένες χώρες, το σχέδιο Σουμάν ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταβολή τού επιπέδου διαβίωσης των εργαζόμενων στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα […·] πρέπει να αναμένεται ότι η Ανώτατη Αρχή θα υποχρεωθεί να επιβάλλει το κλείσιμο ορισμένων μη κερδοφόρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, [πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα] σημαντικές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού», ανακοίνωναν μετά τον Μάιο οι γάλλοι διπλωμάτες. Η «επενδυτική πολιτική» της θα «προσανατολίζεται με γνώμονα την παραγωγικότητα και όχι με γνώμονα την πλήρη απασχόληση, πράγμα που ανησυχεί ιδιαίτερα τα εργατικά συνδικάτα».[90]

Όσο για τα υπόλοιπα θέματα, η εν λόγω «Αρχή» μπορούσε να συνέρχεται ελεύθερα και να μουτζουρώνει χαρτιά, ασκώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την μόνη «ουσιαστική» εξουσία που της παραχωρήθηκε από τα καρτέλ που επρόκειτο να επανασυσταθούν τον Μάρτιο τού 1953, με προεξάρχον το καρτέλ των «Βρυξελλών» (τ.έ. την καρτελική σύμπραξη των εξαγωγέων χάλυβα). Και για τού λόγου το αληθές, ας σημειωθεί ότι στις 2 Δεκεμβρίου τού 1953, ο Πιέρ Ρικάρ, που επί κατοχής διετέλεσε αντιπρόεδρος και στη συνέχεια πρόεδρος τής «οργανωτικής επιτροπής» των χυτηρίων, επισήμανε «με τόνο σαρκαστικό» στον Μονέ, τον οποίο αντιμετώπιζε σαν να ήταν παραπαίδι, «ότι αν η ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα εξαφανιζόταν αύριο το πρωί, κανείς δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι».[91]

Η διαδικασία τής ευρωπαϊκής οικοδόμησης και η λειτουργία τού καρτέλ τού μεσοπολέμου, που ασκούσε κυρίαρχο έλεγχο στις τιμές και τις αγορές, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Τον Απρίλιο τού 1953, ένας υψηλόβαθμος υπάλληλος επισήμανε ότι η κοινή αγορά στον τομέα τού χάλυβα θα συνέτεινε «στην αισθητή αύξηση των τιμών τού χάλυβα στη Γαλλία» εξαιτίας «τής αύξησης των τιμών των παλιοσίδερων, των επιπτώσεων που σχετίζονται με την καταβολή τής κοινοτικής εισφοράς, τής αναπροσαρμογής των κλιμάκων τιμών (στο πλαίσιο τής κατάργησης των διακρίσεων), και, τέλος, λόγω τού ότι οι γερμανοί, που είχαν αυξήσει τις τιμές χάλυβα πριν από το άνοιγμα τής κοινής αγοράς, διαθέτουν σημαντικά χρηματοδοτικά περιθώρια[. Η] γαλλική χαλυβουργία θα έβλεπε το μέλλον της να απειλείται, εάν τα χρηματοδοτικά της μέσα μειώνονταν υπερβολικά σε σύγκριση με τα μέσα που διαθέτουν οι ανταγωνιστές της. Ούτως ή άλλως, το άνοιγμα τής κοινής αγοράς ενδέχεται να οδηγήσει στην αύξηση τού κόστους διαβίωσης, με όλες τις οικονομικές, πολιτικές και ψυχολογικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται».[92] —Συγγνωστό αμάρτημα, σε σύγκριση με το «θανάσιμο» αμάρτημα τής αύξησης των μισθών.

Στην πραγματικότητα, η «Ανώτατη Αρχή», που εμφανιζόταν τόσο αδύναμη απέναντι στους «επενδυτές», προοριζόταν να λειτουργήσει σαν παραβάν για τα μισθολογικά μέτρα «εξυγίανσης», που η υλοποίησή τους προσέκρουε ανέκαθεν στις εθνικές διατάξεις προστασίας των εργαζομένων. Η τελωνειακή ένωση θα πρόσφερε στους βιομήχανους χάλυβα και σιδήρου απόλυτη ελευθερία όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών, ενώ θα διεύρυνε και τα περιθώρια κινήσεών τους έναντι των μισθωτών και των επιμέρους εθνικών κρατών. Θα επέβαλε ασφυκτικούς περιορισμούς στο εργατικό εισόδημα, αρχής γενομένης με τους «εργαζόμενους στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα». Στη συνέχεια, στη φάση τής γενικευμένης εφαρμογής τής «ενιαίας αγοράς», το μοντέλο αυτό θα ίσχυε για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους.

Οι εκθέσεις των έξι αντιπροσωπειών οι οποίες συμμετείχαν στις «συνομιλίες και τις εκτελεστικές συνεδριάσεις για το σχέδιο Σουμάν», που έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ τής 20ής Ιουνίου και 10ης Αυγούστου τού 1950 και όπου ο Ντερουσώ κάλυψε τα ζητήματα των «τιμών παραγωγής»,[93] κατέστησαν σαφείς τις προτεραιότητες τού σχεδίου. Τα μέτρα που προβλέφθηκαν για τους έμμεσους και άμεσους μισθούς των ημεδαπών εργαζομένων ή για την οργάνωση τής «μετανάστευσης» («διευκολύνσεις στη μετακίνηση των εργαζομένων στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα εν όψει τής δημιουργίας τής ενιαίας αγοράς για τα προϊόντα αυτά», «τροποποιήσεις» που θα έπρεπε να επέλθουν «προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια που περιορίζουν τις εν λόγω μετακινήσεις», προβλέψεις για «τους μισθούς και […] το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που θα έπρεπε να παρασχεθούν στους μετανάστες εργαζόμενους»),[94] κ.ο.κ. έρχονταν σε πλήρη αντίφαση με τα ελκυστικά δολώματα τού τύπου «[ο] ρόλος τής Ανωτάτης Αρχής συνίσταται στο να διασφαλίζει ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων ή η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις τής ενιαίας αγοράς δεν θα αποβαίνουν σε βάρος των μισθωτών»,[95] ή ακόμα με την πρόβλεψη ότι «αποκλείονται κατ’ αρχήν οι μειώσεις των ονομαστικών μισθών».

«Αρχή» που πετάχτηκε πάραυτα στα σκουπίδια: «Η Ανώτατη Αρχή» θα παρενέβαινε μόνο εφόσον και «κατά τον βαθμό που το ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο κόστους τού εργατικού δυναμικού θα οδηγούσε σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές». Θα όφειλε, λοιπόν, να παρεμποδίζει, σε εθνικό επίπεδο, όχι τις μειώσεις, αλλά τις αυξήσεις των έμμεσων και άμεσων μισθών (τ.έ. τις αυξήσεις στη «χρηματοδότηση τής κοινωνικής ασφαλίσεως και των παροχών ανεργίας»). «Η μεταβολή των επιπέδων [τους θα μπορούσε], κατά περίπτωση, να διευκολύνει την προσαρμογή στην ενιαία αγορά ή, αντιθέτως, να διαταράξει τις συνθήκες τού ανταγωνισμού λόγω τής αύξησης των περιφερειακών διακυμάνσεων». Επομένως, θεωρούνταν απαγορευμένη κάθε «στρέβλωση τού ανταγωνισμού».[96]

Μερικούς μήνες πριν από την έναρξη τής ενιαίας αγοράς, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο [CCI/ICC], κατά την 77η σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στις 13-14 Μαΐου 1952, έδωσε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά του, που έφερε την υπογραφή τού προέδρου τής γαλλικής επιτροπής, τού Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, πρώην δημοσιονομικού επιθεωρητή και κατόπιν χρηματιστή, πρώην μέλους τού «PSF [και τής οργάνωσης] Croix de Feu»[xxiii], συνάρχη και κατόχου τής φρανσίσκας αρ. 918, που του απονεμήθηκε τον Ιανουάριο τού 1942, κ.τλ. και πατέρα τού μελλοντικού Προέδρου τής Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.[97]

Το εν λόγω πρόγραμμα αποτελούσε έναν ύμνο για την ελευθερία τού κεφαλαίου, προαπαιτούμενα τής οποίας ήταν η «μετατρεψιμότητα των νομισμάτων» και η μείωση τής «υπερβολικής φορολογίας […], η οποία απο[θάρρυνε] τις πρωτοβουλίες και δημιουργ[ούσε] προσκόμματα στην παραγωγή, στον σχηματισμό των κεφαλαίων και στις νέες επενδύσεις». Διατύπωνε το σύνηθες κατηγορητήριο ενάντια στον πληθωρισμό, τον οποίο υπέθαλπε «μια ορισμένου τύπου εκλογική δημαγωγία» και ο οποίος γιγαντωνόταν «με τη βοήθεια τού προστατευτισμού και τού παρεμβατισμού [… .] Οι κυβερνήσεις εμφανίζονταν μέχρι τώρα απρόθυμες να εφαρμόσουν εις βάθος μια αυστηρή και αντιδημοφιλή πολιτική δημοσιονομικής εξισορρόπησης σε εθνικό επίπεδο και μια πολιτική διεύρυνσης τής ελευθερίας σε διεθνές επίπεδο — πολιτικές που όμως ανταποκρίν[ονταν] στα πραγματικά συμφέροντα των χωρών τους και των εργαζομένων και καταναλωτών όλων των κατηγοριών».

Ο Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εξέφραζε ωστόσο την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αποφάσισαν, «έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, να βαδίσουν τον δύσκολο αυτό δρόμο»: μετά «την τεράστια μεταπολεμική πρόοδο που συντελέστηκε χάρη στη γενναιόδωρη ώθηση τού σχεδίου Μάρσαλ», οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν πλέον προς «την υιοθέτηση των κατάλληλων εθνικών μέτρων για την αντιμετώπιση τού πληθωρισμού», όπως ήταν, για παράδειγμα, η κατάργηση «των έμμεσων ή άμεσων επιδοτήσεων και, γενικότερα, η κατάργηση κάθε είδους ρυθμίσεων, το κόστος των οποίων [επιβάρυνε] τους φορολογουμένους». Για την επίτευξη όλων αυτών προϋπόθεση ήταν «η επιβολή προσωρινών θυσιών σε όλα τα επίπεδα». Φυσικά, όμως, πριν «εξασφαλιστεί η αύξηση τής παραγωγής έναντι τής κατανάλωσης», θα έπρεπε να κερδηθεί η υποστήριξη τού κοινού όσον αφορά «την υιοθέτηση των κατάλληλων εθνικών μέτρων για την αντιμετώπιση τού πληθωρισμού».

Ωστόσο, «για πολλές χώρες, η επίτευξη τού στόχου αυτού [συνδεόταν] άμεσα με ένα από τα πλέον ακανθώδη πολιτικά προβλήματα». «Εάν η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν θελήσει να κατανοήσει τι διακυβεύεται εν προκειμένω, εάν συνεχίσει να παραγνωρίζει τον κίνδυνο που συνεπάγονται οι πολιτικές τής ευκολίας, θα είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, για τις κυβερνήσεις να αντιστρέψουν το ρεύμα. Θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο, όσον αφορά τουλάχιστον τις χώρες όπου οι πολιτικές περιστάσεις είναι πρόσφορες προς τούτο, να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι και ο επιχειρηματικός κόσμος προκειμένου να προσφέρουν στήριξη στην κατάλληλη κυβερνητική πολιτική καταπολέμησης τού πληθωρισμού. […] Οι κυβερνήσεις θα είχαν μεγαλύτερα περιθώρια ανάληψης αποφασιστικών πρωτοβουλιών, εάν μπορούσαν να υπολογίζουν στη στήριξη όλων των κοινωνικών στρωμάτων».[98]

Στη Γαλλία — και σε αντίθεση, για παράδειγμα, με ό,τι συνέβαινε στην Ιταλία — δεν ήταν δεδομένη η επίτευξη τού κρίσιμου αυτού στόχου. Πράγματι, η εν λόγω «συμφωνία» [κεφαλαίου και εργασίας], την οποία προωθούσαν η CFTC, η Force ouvrière και, πέραν των εργατικών, υπαλληλικών και δημοσιοϋπαλληλικών σωματείων, η [εργοδοτική] CGC,[xxiv] προσέκρουε στο γεγονός ότι η CGT, έχοντας επιβιώσει μιας καταστροφικής διάσπασης, διατηρούσε ακόμα τον αντιπροσωπευτικό της χαρακτήρα. Τα «αντικομμουνιστικά συνδικάτα», τα οποία είχαν ενσωματωθεί σε πλήθος ευρωπαϊκών και ατλαντικών δομών, δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους για τα αποτελέσματα που θα έφερνε το σχέδιο Μάρσαλ και η «κοινή αγορά». Άλλωστε, από την εποχή τού σχεδίου Μάρσαλ, η Ουάσινγκτον δεν έπαψε να κομπάζει για την σταθερή υποστήριξη που παρείχαν σε όλα τα σχέδιά της οι «Αρχές τού σχεδίου Μονέ και τα μη κομμουνιστικά συνδικάτα».[99] Τα εν λόγω όμως συνδικάτα παρέμεναν αδύναμα και θα χρειάζονταν δεκαετίες για να υλοποιηθεί η επίμονη επιθυμία τού Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.

Στα τέλη Ιουλίου τού 1954, ενάμιση χρόνο μετά τη δημιουργία «τής κοινής αγοράς για τον άνθρακα», ένας υψηλόβαθμος υπάλληλος τού υπουργείου εξωτερικών επαινούσε τα «εξαιρετικά αποτελέσματα» τής κοινής αγοράς όσον αφορά τη συγκέντρωση και τον εκσυγχρονισμό τού κεφαλαίου και τη μείωση των πραγματικών μισθών. Με προκάλυμμα την «Ανωτάτη Αρχή», το γαλλικό κράτος ετοιμαζόταν να βάλει τέλος σε «ένα σύστημα επιδοτήσεων που διατηρούσε εν ζωή τις μη αποδοτικές επιχειρήσεις» και το οποίο «συνέτεινε όχι στη βελτίωση τής συνολικής οικονομικής κατάστασης και την αύξηση τής οικονομικής ευελιξίας, αλλά στην παράλογη ενθάρρυνση φαινομένων εκμετάλλευσης από επιχειρήσεις τής δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν στην αγορά και τη διαιώνιση τής οικονομικής ακαμψίας». Οι επιδοτήσεις στις βιομηχανίες εξόρυξης άνθρακα «άγγιξαν το 1950 τα 31 δισ. φράγκα και όλες οι προσπάθειες για τη μείωση αυτού τού αριθμού απέβαιναν πάντα άκαρπες. Κάθε φορά που λαμβάνονταν αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, τα αποτελέσματά τους εξουδετερώνονταν μετά από παρεμβάσεις πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό αληθεύει σε τέτοιο βαθμό που οι εν λόγω επιδοτήσεις καταβάλλονταν στους ενδιαφερόμενους, χωρίς καν οι σχετικές πιστώσεις να έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό.

Το ύψος των επιδοτήσεων αυτών έχει διαμορφωθεί σήμερα στα 8 δισ. φράγκα. Η μείωση κατέστη δυνατή μόνο επειδή ο υπουργός και οι αρμόδιες υπηρεσίες μπόρεσαν να μεταθέσουν την ευθύνη των αποφάσεων σε έναν οργανισμό που διαθέτει σημαντική ανεξαρτησία έναντι των κυβερνήσεων. […] Η κύρια διαφορά συνίσταται στο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική στηρίζεται στο άλλοθι που προσφέρει έναντι των επιμέρους συμφερόντων η λειτουργία ενός υπερεθνικού οργάνου, ενώ αντιθέτως η παραδοσιακή πολιτική έχει το νόημα ότι οι κυβερνήσεις επιβάλλουν πρώτα την απαραίτητη πειθαρχία στον εαυτό τους και στη συνέχεια απαιτούν πειθαρχία από τις ομάδες επιμέρους συμφερόντων».[100]

Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο, αφενός, οι ανταγωνιστικοί ιμπεριαλισμοί έβαλαν στην άκρη τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις τους και, αφετέρου, κατέστη αντικειμενικά αδύνατη κάθε αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών προσανατολισμών και προτεραιοτήτων, εν απουσία δυναμικών αντιδράσεων από τους θιγόμενους πληθυσμούς. Έχοντας εισπράξει την παγερή αποδοκιμασία τού κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο τού 1952, ο Ρομπέρ Σουμάν αντικαταστάθηκε στο υπουργείο των εξωτερικών από τον Μπιντό, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο τού 1953. Ο Μπιντό απεχθανόταν την ιδέα τής γερμανικής κηδεμονίας και είχε εκφράσει κατ’ ιδίαν την αποδοκιμασία του για την αμερικανική υποστήριξη στην αρχή τής «ίσης μεταχείρισης» [Gleichberechtigung]. Ωστόσο, κατά το παράδειγμα τού προπολεμικού προκατόχου του, τού «αριστερού» Εριό, ο Ζορζ Μπιντό δεν ανέλαβε καμιά πρωτοβουλία για την αντιστροφή τού «ευρωπαϊκού» προσανατολισμού. Χωρίς αμφιβολία, για να μην τον στενοχωρήσουν, οι υφιστάμενοί του τον βομβάρδιζαν με φιλιππικούς κατά τής ευρωπαϊκής στρατιωτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, οι οποίοι όμως κατέληγαν πάντα με την έκκληση για επίσπευση τής διαδικασίας άρσης των προστατευτικών περιορισμών και τού καθεστώτος επιβράβευσης των «ανίκανων» (με άλλα λόγια, με την έκκληση να πραγματοποιηθεί αυτό το οποίο — κατά τα γραφόμενά τους — απεύχονταν). Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα τού υπομνήματος, ημερομηνίας 10 Δεκεμβρίου 1953, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η δημιουργία μιας «γενικευμένης κοινής αγοράς που θα βασίζεται στην ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων θα προκαλούσε στην πράξη σοβαρά, αν όχι ανυπέρβλητα, προβλήματα […] για όλους τους παραγωγικούς τομείς […], δεδομένου ότι, στο πλαίσιο τής λειτουργίας της, η διαδικασία τής αναδιοργάνωσης των καθηκόντων και τής ανακατανομής των θέσεων απασχόλησης θα αφεθεί στο παιχνίδι τού ελεύθερου ανταγωνισμού· και τούτο γιατί η επιλογή και η επιβίωση των ικανοτέρων οφείλει να γίνει βάσει τού τυφλού και οδυνηρού μηχανισμού τής αγοράς». Πράγματι, η προτίμηση στο πρότυπο τής «αυστηρής διαχείρισης των εσωτερικών υποθέσεων» συνεπαγόταν την αναγκαστική επιστροφή στο «μαντρί» τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όλων των «στηλιτευτών» τής κοινής αγοράς[101]— χρήσιμο «άλλοθι» όπως το έθεσε και ο αξιωματούχος τού υπουργείου Εξωτερικών.[xxv]


[1] Επιστολή αρ. 140 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 10 Ιανουαρίου 1950, ΗΠΑ 1944, 166, MAE [Αρχεία. Υπ. Εξ.].

[2] Richard F. Griffiths & Frances M. B. Lynch, « L’échec de la “petite Europe”: Le Conseil tripartite 1944-1948 », gmcc, n° 152, 1988, σελ. 39-62· « L’échec de la “Petite Europe”: les négociations Fritalux-Finebel, 1949-1950 », Revue historique, CCLXXIV/1, 555, Παρίσι 1985, σελ. 159-193· και ALR op. cit.

[3] Lacroix-Riz, « La perception française de la politique américaine », σελ. 136-149, και « Crédits américains et coopération européenne (1949-1954) », στο Patrick Fridenson & André Straus, Le Capitalisme français 19e-20e siècle, Παρίσι, Fayard, 1987, σελ. 328-338· παράθεμα, επιστολή τού Bonnet προς τον Jean Chauvel, 15 Δεκεμβρίου 1948, προσωπικό αρχείο Bonnet, MAE.]

[4] Σημείωμα τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας [τού Κε Ντ’Ορσέ] (SCE), 7 Ιανουαρίου 1950, CE-DAFE [Διεύθυνση Οικονοµικών και ∆ηµοσιονοµικών Υποθέσεων-Υπ.Εξ.], 56, και επιστολή 5708 τού Bonnet, 30 Νοεμβρίου 1949, ΗΠΑ, 165, MAE.

[5] Τηλ. Massigli, Λονδίνο, 21 Οκτωβρίου 1949, ΗΠΑ, 165, MAE.

[6] Ήδη από το 1948, κεντρικό μοτίβο των (δημοσιευμένων) αρχείων Διεθνών Σχέσεων των ΗΠΑ (FRUS).

[7] Irwin Wall, L’influence américaine sur la politique française 1945-1954, Παρίσι, Balland, 1989· Scott Lucas, Freedom’s war. The American crusade against the Soviet Union, Μάντσεστερ , Manchester UP. 1999· Charpier, La CIA, ευρετήριο, και αρχεία τής CIA στο Ίντερνετ (David Bruce).

[8] Επιστολή 1182 τού Petsche προς τον αρχηγό τής αποστολής ECA [Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας] στο Παρίσι, 5 Αυγούστου 1949, A22.9.5, I (VCCD), MAE.

[9] Τηλ. 140 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 10 Ιανουαρίου 1950, ΗΠΑ 1944, 166, MAE.

[10] Τηλ. 725-757 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 21 Φεβρουαρίου 1950, A22.9.5, Il (VCCD), MAE.

[11] Σχέδιο νομισματικής ένωσης, 5 Νοεμβρίου 1949, 1397/199404/94, ABDF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[12] Τηλ. 3434 τού Massigli, Λονδίνο, 15 Δεκεμβρίου 1949, CE-DAFE, 56, MAE.

[13] Σημείωμα SCE χωρίς άλλη αναφορά, 16 Φεβρουαρίου 1950, CE-DAFE, 56, MAE.

[14] Γενικά συμπεράσματα των οικονομικών εμπειρογνωμόνων τής Finebel, 9 Φεβρουαρίου 1950,1397/199404/94, ABDF.

[15] Αλληλογραφία Lavarène, Guindey, Fouques-Duparc, Νοέμβριος 1949, αυτόθι και ο υποφάκελος.

[16] Σημείωμα SCE, 21 Φεβρουαρίου 1950, Α-22-9-5, 1949-1950, MAE.

[17] Lacroix-Riz, Les Protectorats d’Afrique du Nord entre la France et Washington du débarquement à l’indépendance 1942-1956, Παρίσι, L’Harmattan, 1988.

[18] Σημείωμα SCE [Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας τού Κε Ντ’Ορσέ], 10 Φεβρουαρίου 1950, CE 56, MAE, βλ. και infra.

[19] Gillingham, Coal, steel and the rebirth of Europe 1945-1955: the Germans and French from Ruhr conflict to economic community, Cambridge, Cambridge UP, 1991, σελ. 149.

[20] Τηλ. Bonnet αρ.1212, Ουάσινγκτον, 19 Μαρτίου 1949, Ευρώπη—Γενικές παρατηρήσεις 1944-1960 (Ευρώπη), 26, MAE.

[21] Σημείωμα DE [Διεύθυνση Ευρώπης], 7 Απριλίου 1950, Ευρώπη, 133, MAE. Για τη συγκυρία, βλ. Lacroix-Riz, «La France face à la puissance militaire ouest-allemande à l’époque du Plan Pleven», chirm, nº 45, 1991, σελ. 95-98 (95-143)· «Crédits américains», σελ. 328-337· «Vers le Plan Schuman, II», [gmcc, nº 156], σελ. 82-86.

[22] Τηλ. 2611-2614 τού Armand Bérard, Βόννη, 4 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE · Lacroix-Riz, « Paris et Washington au début du Plan Schuman », στο Die Anfänge des Schuman-Planes 1950-1951, (έκδ. υπό τη διεύθυνση τού Klaus Schwabe), Μπάντεν-Μπάντεν, 1988, σελ. 241-249 (241-268).

[23] Σημείωμα DE [Διεύθ. Ευρ.] (ελλιπή αναφορά), 15 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE (Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

[24] Σημείωμα DE, 23 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 112, MAE.

[25] OMS, Y 1944-1949,357-358· σημείωμα τού γάλλου προέδρου τού ομίλου ελέγχου χάλυβα, Ντίσελντορφ, 13 Δεκεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, και στον ίδιο τόμο, MAE.

[26] Σημείωμα DE, 1 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE.

[27] Gillingham, Coal, όπου η θέση για το ρήγμα που προκάλεσε ο πόλεμος στην Κορέα, σελ. 250-266. Πβ. τις αρχ. πηγές για την Ευρώπη, 134, MAE· Lacroix-Riz, «Paris et Washington» και «La perception militaire de l’URSS par l’Occident au début des années cinquante: peur de l’Armée rouge ou “ogre soviétique”? », chirm, n° 46,1991, σελ.19-43 (19-61).

[28] «Σημείωμα για τον κ. Μονέ», 15 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.

[29] Ανώνυμο σημείωμα, 15 Νοεμβρίου 1950· στον ίδιο δουλοπρεπή, κολακευτικό κ.λπ. τόνο CE-DAFE, 508, MAE.

[30] Συνεδριάσεις επιτροπών περιορισμένης σύνθεσης, 21 Ιουνίου-7 Ιουλίου και 15 Σεπτεμβρίου 1950, CE-DAFE, 500-501, MAE.

[31] Ernst Klee, Das Personenlexikon zum Dritten Reich. Wer war was vor und nach 1945, Φρανκφούρτη, Fischer-Taschenbuch-Verlag, 2007, σελ. 221 (και βιβλιογραφία).

[32] Κύριο κείμενο-παραρτήματα, γερμανικό πρωτότυπο, γαλλική μετάφραση, παράρτημα D, CE-DAFE, 507, MAE.

[33] Τηλ. 5917-5919 τού Φρανσουά Πονσέ, Βόννη, 4 Νοεμβρίου 1950, Ευρώπη, 112, MAE.

[34] Από τον Ιανουάριο τού 1952, «Ευρώπη», 114· 111-115, «Σχέδιο Σουμάν», Απρίλιος 1950‒Δεκέμβριος 1955, MAE.

[35] Αλληλογραφία CE-DAFE, 520, MAE.

[36] Σημείωμα MAE, Παρίσι, 12 Δεκεμβρίου1950, CE-DAFE, 507, MAE· Για τον Tomlinson, Irwin Wall, L’influence américaine sur la politique française 1945-1954, Παρίσι, Balland, 1989, ευρετήριο· από την τεράστια γαλλική και αμερικανική βιβλιογραφία, αναφέρω ενδεικτικά τη συνέντευξη τού Étienne Hirsch, που δόθηκε στις 30 Ιουνίου τού 1970 και η οποία πρέπει διαβαστεί «πίσω από τις γραμμές»: http://www.trumanlibrary.org/oralhist/hirsche.htm.

[37] Την περίοδο 1938-1939, κατέσχεσαν, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία τής μεγάλης «εβραϊκής» επιχείρησης δέρματος Adler & Oppenheimer (A & O), χρησιμοποιώντας ως βιτρίνα μια «κοινοπραξία», στην οποία συμμετείχαν η Deutsche Bank και η Pferdmenges & Co, Harold James, The Deutsche Bank and the Nazi economic war against the Jews, Cambridge, Cambridge UP, 2001, σελ. 91, 97. Λήμμα Abs, Klee Personenlexikon, σελ. 10 (από όπου το παράθεμα για τον Αμπς), καμία αναφορά για τον Πφέρντμενγκες.

[38] Τηλ. 1350-1357 τού François-Poncet, Βόννη, 28 Φεβρουαρίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE · Lacroix-Riz, « Paris et Washington », σελ. 254-259 [δες σημ.22].

[39] Τηλ. nº 63-64 τού Arnal, 14 Μαρτίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE.

[40] Lacroix-Riz, « La France face à la puissance militaire ouest-allemande » σελ. 111-115 [δες σημ.21].

[41] Σημείωμα «Autorité de la Ruhr et Communauté charbon-acier » [Αρχή τής Ρουρ και Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα], 7 Νοεμβρίου 1950, και υποφάκελος «Notes générales concernant l’adaptation des contrôles dans le cadre du Plan Schuman » [Γενικές παρατηρήσεις για την προσαρμογή των ελέγχων στο πλαίσιο τού σχεδίου Σουμάν], CE-DAFE, 507, MAE.

[42] FV/SJR, Σημείωμα για τον Μονέ, 14 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, MAE.

[43] Σημείωμα με τίτλο «Εφοδιασμός σε οπτάνθρακα τής γαλλικής βιομηχανίας χάλυβα [πριν από] το σχέδιο Σουμάν», 15 Ιανουαρίου 1951, CE-DAFE, 515, MAE.

[44] Η Συνθήκη περιλαμβάνει συνολικά 100 άρθρα και τις συνημμένες ανταλλαγείσες επιστολές (όπου ο Αντενάουερ υποστηρίζει — με τη σύμφωνη γνώμη τού Σουμάν — ότι η υπογραφή τής συνθήκης δεν συνιστά «αποδοχή εκ μέρους τής ομοσπονδιακής κυβέρνησης τού σημερινού καθεστώτος τού Σαρ»), CE-DAFE, 503· διευκρινίσεις για την AIR, CE-DAFE, 507, για την κατάργηση τής AIR και των συμμαχικών ελέγχων στη Γερμανία, Μάιος 1950‒Δεκέμβριος 1951, MAE.

[45] Σημείωμα DAFE για τον Wormser, 5 Ιανουαρίου 1953, CE-DAFE, 509, MAE, και 139/199404/94, ABDF [Αρχ. Τράπεζας Γαλλίας].

[46] Σημείωμα 9 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.

[47] Αναφορά Monnet, 18 Ιουλίου 1951, CE-DAFE, 511, MAE.

[48] Τηλ. 1673-1677 τού Schuman στον Bernard Clappier, 20 Σεπτεμβρίου 1950, «Ευρώπη», 112, MAE.

[49] J. J. Lederer, «La sidérurgie européenne et les cartels avant le plan Schuman», Politique étrangère, 1951, τόμ. 16, n° 4-5, σελ. 397-412 (σελ. 412), και σποράδην (πβ. κατωτέρω).

[50] Τηλ. n° 361 τού Garnier, 23 Φεβρουαρίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE.

[51] Σημείωμα για την πρόταση Schuman, 10 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 500 (και 508), MAE.

[52] Το παρατεθέν σημείωμα, που είναι μεταγενέστερο τής 18ης Μαΐου, καταχωρίστηκε μεταξύ 22 και 23 Μαρτίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.

[53] Gillingham, Coal, σελ. 336.

[54] Σημείωμα DAFE, 27 Απριλίου 1955, CE-DAFE, 512, MAE.

[55] Charles Maier, « The Two Postwar Eras and the Conditions for Stability in Twentieth-Century Europe », American Historical Review, αρ. 86, 2, 1986, σελ. 327-365.

[56] Σημείωμα Lancial, 26 Ιανουαρίου 1942, »Λονδίνο-Αλγέρι», 297, MAE, και επιστολή 740 τού επιτρόπου τής RG [Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών], Μελέν, 13 février 1943, F7, 14904, AN.

[57] Lacroix-Riz, Le choix de Marianne : les relations franco-américaines de 1944 à 1948, Éditions sociales,‎ 1986, σποράδην· Le Choix de la défaite: les élites franfaises dans les années 1930, Paris, Armand Colin, 2010 (επίλογος)· De Munich à Vichy : L’assassinat de la Troisième République (1938-1940), Paris, Armand Colin, 2008 (επίλογος)· Industriels et banquiers français sous l’Occupation, Paris, Armand Colin, 2013 (κεφ.9)· G. & J Kolko, Τhe Limits of power. The World and the United States Foreign Policy 1945-1954, New York, Harper and Row, 1972, σελ. 370 και επ.

[58] Richard Vinen, The politics of French business 1936-1945, Cambridge, Cambridge UP,1991, σελ. 203 και 227.

[59] Armand Bérard, Un Ambassadeur se souvient. Washington et Bonn 1945-1955, Paris, Plon, 1978, σελ. 229, και σποράδην. Για τον Georges Villiers, βλ. ευρετήριο ονομάτων στο Industriels.

[60] Για τις γερμανικές ανησυχίες, Gillingham, Coal, σελ. 205 και επ.

[61] «Γερμανική» αλληλογραφία τού Κε Ντ’Ορσέ από το 1945-46 και μετά, κυρίως «ΗΠΑ 1944», 171-179, και παραπομπή στον νόμο ECA, σημείωμα τής DAFE, Παρίσι, 18 Ιουνίου 1948, «ΗΠΑ 1944», MAE.

[62] Gillingham, Coal, σελ. 166-168, 217-225.

[63] Pierre Gerbet, La construction de l’Europe, Paris, Imprimerie nationale, 1983, σελ. 109-130 (κυρίως σελ. 129), όπου ο μύθος για το επτασφράγιστο «μυστικό» τού Σουμάν και τού Μονέ, που κρατούσαν το Κε Ντ’Ορσέ σε άγνοια για τις προθέσεις τους, και την εκεί παρατιθέμενη «ευρωπαϊστική» βιβλιογραφία.

[64] Σημείωμα DAFE για τον Πρόεδρο, 26 Οκτωβρίου 1955, CE-DAFE, 516, MAE.

[65] CE-DAFE, 511 και 512, MAE· για την προπολεμική περίοδο, Choix, ευρετήριο: λήμμα Škoda.

[66] Προπολεμικά συνεργάτης στο περιοδικό Nouveaux Cahiers τού Ζακ Μπαρνό και μέλος των επιτροπών Κουτρό (X-Crise, κ.τ.λ.), στη συνέχεια μέλός τής GRECS [Groupe de recherches économiques et sociales], οργάνωσης που διαδέχτηκε τις εν λόγω επιτροπές και η οποία ιδρύθηκε από τον Ογκίστ Ντετέφ τον Νοέμβριο τού 1945· δες Arnaud Diemer και Jean Laudereau, « L’activité du Groupe […]» στο Diemer et al., Maurice Allais et la Science économique, Paris, Clément Juglar, 2010, κεφ. 18, σελ. 309-314· και François Georges-Dreyfus, «Les économistes français face au Reich hitlérien […] », σελ. 83-92, στο Mélanges en l’honneur de François Caron (έκδ. υπό τη διεύθυνση τής Michèle Berger), PU Paris-Sorbonne, 1998 (στις σελίδες τού οποίου δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στη λέξη «συναρχία»· βλ. ευρετήριο Choix, Vichy και Industriels).

[67] Για τα κύρια πολιτικά και συνδικαλιστικά ζητήματα και διακυβεύματα, Henry Ehrmann, La politique du patronat français 1936-1955 (μετάφρ.), Paris, Armand Colin, 1959· Lacroix-Riz, Choix και Munich, ευρετήριο: René Belin, Robert Lacoste, κ.λπ.· Marianne, σποράδην· « Du bon usage de la “politique de la gauche non communiste”», chirm, αρ. 30, 1987, σελ. 75-104· «Réflexion sur un ouvrage récent», chirm, αρ. 54, 1994· Edward Rice-Maximin, «The United States and the French Left, 1945-1949: the View from the State Department», Journal of Contemporary History, 19, 1984, σελ. 729-747· Anthony Carew, Labour under the Marshall Plan, Manchester UP, 1987, και τα μεταγενέστερα έργα του, κ.λπ.

[68] Δηλώσεις τού Lafond, συνομοσπονδιακού γραμματέα τής FO, στην Dépêche du Midi, 12 Δεκεμβρίου 1951, όπως παρατίθενται στην έκθεση τής CE-DAFE, άλλα σχόλια, δηλώσεις, ανακοινώσεις στον τύπο, 6 Ιουνίου-13 Δεκεμβρίου 1951 (βλ. επίσης παρακάτω Σχόλια 1951), CE-DAFE, 502, MAE.

[69] Lacroix-Riz, Marianne, σποράδην· « Les résistances dans l’Administration », στο Les nationalisations de la Libération, (έκδ. υπό τη διεύθ. των Antoine Prost, Claire Andrieu, Lucette Le Van-Lemesle), Paris, PFNS, 1987, σελ. 192-210· «CGT et revendications ouvrières face à l’État, de la Libération aux débuts du Plan Marshall », διατριβή, Paris Ι, 1981· και La CGT de la Libération d la scission (1944-1947), Paris, Éditions Sociales, 1983, ευρετήριο.

[70] «Note sur le projet de mise en commun des industrie-clefs européennes» [Σημείωμα για το σχέδιο κοινής εκμετάλλευσης των βασικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών], 22 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.

[71] Ανακοινωθέν στο πρακτορείο AFP, «Σχόλια 1951», CE-DAFE, 502, MAE.

[72] Γνώμες και αντιλήψεις επιχειρηματικών και εργοδοτικών κύκλων τού γαλλικού κλάδου χάλυβα, «Σχόλια 1951», CE-DAFE, 502, MAE.

[73] Έκθεση Chavin, Ιούνιος 1941, F7,15343, AN.

[74] Σημείωμα για MAE, 17 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 501, MAE.

[75] Σημείωμα τής 13ης Δεκεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, MAE.

[76] Για τις δραστηριότητες των Langeron, Lafond και Raty κατά την προπολεμική περίοδο και/ή κατά τη διάρκεια τού καθεστώτος τού Βισί, Lacroix-Riz, Choix, Vichy, Industriels, σποράδην.

[77] Από το κείμενο τής επιστολής τους στον Μονέ, Παρίσι, συνημμένης στην επιστολή τους προς τον Σουμάν, 20 Φεβρουαρίου 1951 (και τα υπόλοιπα κείμενα στον ίδιο τόμο), MAE.

[78] Με αναδόχους δύο συνάρχες και μέλη τής Καγκούλ «1. τον στρατηγό Καμπέ, 2. τον Μουλέν Ντε Λαμπαρτέτ», φάκελος Métral Albert, F7, 15388, AN.

[79] Gillingham, Coal, σελ. 308-310 (το θαυμαστικό στο πρωτότυπο [«…κύρια αιτία για την εθνική παρακμή …!»]

[80] Lacroix-Riz, « Hermann Röchling et la couleuvre de l’Alsace-Lorraine » [Χ. Ρέχλινγκ και η «προσβολή» τής Αλσατίας-Λορένης], Industriels, σελ. 510-511. [Σημ. Μετ. Τού επιτράπηκε να παραστεί στην έναρξη τής διάσκεψης, αλλά όχι στο δείπνο τού επιμελητηρίου ].

[81] http://fr.wikipedia.org/wiki/Proc%C3%A8s_de_Nuremberg#Wieviorka2006

[82] Klee, Personenlexikon, σελ. 155.

[83] Επιστολή 99 τού Robert de Marciat, γενικού προξένου στο Μόναχο, 19 Ιανουαρίου 1957, CE-DAFE, 516, MAE.

[84] Σημείωμα Auboin, Βασιλεία, 14 Δεκεμβρίου 1949, 1397/199404/94, ABDF.

[85] Σημείωμα SCE [τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας, Υπ.Εξ.], 10 Φεβρουαρίου 1950, CE, 56, MAE [πβ. ανωτέρω υποσημείωση 18].

[86] Μέλος τής GRECS (πβ. υποσημείωση αρ.66, και την εκεί παρατιθέμενη βιβλιογραφία), αποφοίτησε πρώτος αριστούχος το 1930, επικεφαλής τής Υπηρεσίας Ορυχείων τής Ινδοκίνας (1938-1947), υπηρέτησε στη συνέχεια στο Υπουργείο Βιομηχανικής Παραγωγής (1947-1949), όπου ανέλαβε να εποπτεύει τη «διανομή των πιστώσεων βιομηχανικών επενδύσεων τού σχεδίου Μάρσαλ»· δες και νεκρολογία http://www.annales.org/archives/x/desrousseaux.html, άκρως λακωνική όσον αφορά την περίοδο τής κατοχής.

[87] Σημείωμα για την πρόταση Σουμάν, 10 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 500 (και 508), MAE.

[88] Σημείωμα MAE για τη μεταλλευτική εταιρεία τού Κονάκρι, Παρίσι, 24 Οκτωβρίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.

[89] Suetens, 2η εκτελεστική συνεδρίαση των 6 αντιπροσωπειών, 22 Ιουνίου 1950, CEDAFE, 500, MAE.

[90] Σημείωμα DE [Διεύθ. Ευρώπης], 1 Ιουνίου 1950, «Ευρώπη», 111, MAE.

[91] Gillingham, Coal, σελ. 315-336 (το παράθεμα, στη σελ. 332: « the ECSC could be scrapped the following day without making the différence »), και CE-DAFE, 500 και επ., κυρίως 509, MAE. Για τον Ricard, ευρετήριο Industriels.

[92] Σημείωμα DAFE, 22 Απριλίου 1953, CE-DAFE, 512, MAE.

[93] Πρακτικά εκτελεστικής συνεδρίασης, 4 Ιουλίου 1950, CE-DAFE, 500, MAE.

[94] «Εντολή Καθηκόντων προς την Επιτροπή Μισθών», 12 Σεπτεμβρίου 1950, CE-DAFE, 501, MAE.

[95] «Σύνοψη εγγράφου εργασίας [των] γάλλων εμπειρογνωμόνων», 27 Ιουνίου 1950, CE-DAFE, 500, MAE.

[96] «Προτάσεις τής επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης για τους μισθούς», Οκτώβριος 1950, CE-DAFE, 501, MAE (οι υπογραμμίσεις δικές μου-ALR).

[97] Ευρετήριο ονομάτων Choix και Industriels.

[98] Ψηφίσματα CCI, με επιστολή τού Ζισκάρ Ντ’ Εστέν με ημερομηνία 29/5/1952, CE-DAFE, 511, MAE.

[99] Επιστολή τού Foster, αναπληρωτή διευθυντή τής ECA [Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας] (υπηρεσία διαχείρισης τού προγράμματος Μάρσαλ στην Ουάσινγκτον), προς την Αποστολή ECA στο Παρίσι, Ουάσινγκτον, 21 Απριλίου 1950, FRUS, 1950, 111, σελ. 1372-1374.

[100] Σημείωμα DAFE, «Σχέσεις με τη Γερμανία, την Αυστρία και την ΕΚΑΧ», Παρίσι, 28 Ιουλίου 1954, CE-DAFE, 509, MAE.

[101] Σημείωμα DAFE για τον Wormser, 10 Δεκεμβρίου 1953, CE-DAFE, 512, MAE.


i. Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών.

ii. Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας.

iii. Αμερικανική Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη.

iv. Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας.

v. Υπ.Εξ.

vi. Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας.

vii. Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άμυνας.

viii. Αμερικανική Επιτροπή για την Ενωμένη Ευρώπη.

ix. Λειτουργούσε ως ομάδα πίεσης και συμφερόντων.

x. Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας.

xi. Γαλλικό Τμήμα τής Εργατικής Διεθνούς.

xii. Mouvement Républicain Populaire: Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα.

xiii. Εθνικό Συμβούλιο Γαλλικής Εργοδοσίας.

xiv. Union des industries et métiers de la métallurgie: Σύνδεσμος μεταλλουργικών βιομηχανιών και επαγγελμάτων.

xv. Εθνικό Συμβούλιο Γαλλικής Εργοδοσίας.

xvi. Banque de l’Union parisienne.

xvii. Bundesverband der deutschen Industrie.

xviii. τού Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου.

xix. Κρατικοί μηχανικοί ορυχείων.

xx. Κρατική εταιρεία: «Ανθρακωρυχεία Γαλλίας».

xxi. Compagnie franco-américaine des Métaux.

xxii. British Iron and Steel Corporation.

xxiii. Parti Social Français. Επρόκειτο για φασιστικές οργανώσεις.

xxiv. Confédération française des travailleurs chrétiens (CFTC): Γαλλική Συνομοσπονδία Χριστιανών Εργατών·
Confédération générale des cadres (CGC): Γενική Συνομοσπονδία Στελεχών· CGT: Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας.

xxv. Βλέπε υποσημείωση 100.

 
1 σχόλιο

Posted by στο 11/12/2014 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Η ουκρανική «Αυγή» τού ΣΥΡΙΖΑ

Επανεκχριστιανισμός τής ΕΣΣΔ;
(Α. Lacroix-Riz, «Le Vatican, l’Europe et le Reich», σελ.527-28)

Ο [ιστορικός] Stehle θεωρεί μεν αποκύημα τής φαντασίας τού Winter τη «μυστική συμφωνία» για την επανένταξη στη σφαίρα επιρροής τού Βατικανού των υπό γερμανική κατοχή εδαφών [τής ΕΣΣΔ], όμως αποκαλύπτει δύο συναφείς ενδείξεις όσον αφορά την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας: τη βιασύνη τού [καρδινάλιου] Tardini (29 Ιουνίου [1941]) να εξασφαλίσει την αποστολή «αντιπροσώπου» από την Αγία Έδρα «στη Ρωσία, τις Βαλτικές Χώρες και την Ουκρανία» και τη διαμόρφωση «σχεδίου δράσης τής Αποστολικής Διακονίας στη Ρωσία» από το [Pontificio Istituto] Orientale, πράγμα για το οποίο συζήτησαν οι [καρδινάλιοι] Tisserant και Ledochowski με τους επικεφαλής των ταγμάτων των καπουτσίνων και των βασιλειανών και τον πάπα Πίο τον ΙΒ΄ στις 4 Ιουλίου. Οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι συμφώνησαν ότι έπρεπε «να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε, αφενός, να μην δοθεί η εντύπωση ότι υπήρχε οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στην αποστολή των ιερωμένων και την εισβολή τού [γερμανικού] στρατού και, αφετέρου, να μην προσβληθεί το πατριωτικό συναίσθημα των ρώσων».

Ο τοπικός κλήρος

Μια σειρά επιφανών κληρικών, που είχαν εκδιωχθεί, έσπευσαν να επιστρέψουν στις έδρες τους: ο λετονός Sloskans «δήλωσε […] έτοιμος να επιστρέψει στη Ρωσία», τον Ιούλιο τού 1941, ως επιβάτης στα καμιόνια τού κατακτητή (— θα εγκαταλείψει τη «Λετονία του» με το ίδιο μεταφορικό μέσο, μετά το μεγάλο φιάσκο, «στα τέλη τού 1943», με προορισμό το Schneidemühle, όπου τον άφησαν οι γερμανοί, για να επιστρέψει μετά τη λήξη τού πολέμου στο «αββαείο τού Mont-César στο Louvain»). Ο λιθουανός Matoulanis επέστρεψε στην πατρίδα του στα τέλη τού 1941 και «χρίστηκε επίσκοπος τού Kaisiadorys στις αρχές τού 1943». Όσον όμως αφορά το μεγαλύτερο μέρος των «στρατευμάτων», δεν χρειάστηκε καν να γίνει εισαγωγή τους από το εξωτερικό: απαρτίστηκαν από λιθουανούς και άλλους κατοίκους των βαλτικών χωρών, όπως επίσης και από ρουθηνο-ουκρανούς (—ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί κληρικοί), οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί για δεκαετίες στον αντιρωσικό αγώνα υπό την καθοδήγηση των ουνιτών ιεραρχών. Σύμφωνα με έναν εσθονό κληρικό, οι «εκτελέσεις και εκτοπίσεις [από πλευράς σοβιετικών] προσώπων που θεωρούνταν γερμανόφιλοι […] στις βαλτικές χώρες» ανήλθαν, για την περίοδο 1940-1941, στον αριθμό των 260.000 ατόμων. Τα μέτρα όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για να εξαλείψουν έναν καθολικισμό αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον αντισημιτισμό και την ρωσοφοβία.

Εν προκειμένω, η εκκλησία ανέλαβε να επιτελέσει παρόμοια καθήκοντα με εκείνα που ανέλαβε στην Κροατία τού Pavelic και στη Σλοβακία τού Tiso. Είναι αδύνατο να διακρίνει κανείς μεταξύ τού «καθολικού στρατού τής Ουκρανίας» — που προέκυψε από την «Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών» [OUN] τού ουκρανού ναζί Stefan Bandera — και των εκκλησιαστικών «κηδεμόνων» του. Την προπολεμική τρομοκρατία θα διαδεχθεί το κατοχικό καθεστώς τρόμου, που επιβλήθηκε με τη βοήθεια τής «επικουρικής [αυτής] αστυνομίας» που έφερε την ευθύνη για τις σφαγές μαχητών του Κόκκινου Στρατού, εβραίων και ανταρτών, επιδεικνύοντας, μάλιστα, παράφορο ζήλο, ακόμα και σε σύγκριση με τους γερμανούς, οι οποίοι, όπως φαίνεται, προτιμούσαν τις «ορθολογικές» εκκαθαρίσεις — πράγμα που επισήμανε ο Raul Hilberg σε σχέση με όλα τα έθνη-δορυφόρους τού Ράιχ (ουκρανούς, σλοβάκους, κροάτες, ρουμάνους, ούγγρους, βαλτικά έθνη, όπως επίσης και σε σχέση με τους «εθνικούς γερμανούς» τής ανατολικής Ευρώπης).

Ο αυστροαμερικανός ιστορικός υπογράμμισε επίσης το γεγονός ότι οι επίσκοποι είχαν απαγορεύσει στους ιερείς τους να προσφέρουν βοήθεια στους διωκόμενους — από τις ειδικές μονάδες των Einsatzgruppen — εβραίους. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι τα μέλη τής μεραρχίας SS Galicia, που συγκροτήθηκε την περίοδο 1942-43, στρατολογήθηκαν από τις τάξεις τής «επικουρικής αστυνομίας» των βαλτικών χωρών, τής Λευκορωσίας και τής Ουκρανίας (οι 20.000 Ουκρανοί τής μεραρχίας επιλέχθηκαν από διπλάσιο αριθμό εθελοντών). Οι εν λόγω δυνάμεις δέχονταν διαρκώς τις ευλογίες των κληρικών, ακόμη και μετά τη σφαγή 6.000 εβραίων, που διήρκεσε «τρεις μέρες και νύχτες», και από την οποία γλύτωσε ο νεαρός τότε Simon Wiesenthal. Η σφαγή αυτή, που διαπράχθηκε το καλοκαίρι τού 1941 από την OUN «για να εορταστεί η επιστροφή της στο Lvov» (επισκοπική έδρα τού Szepticky), σταματούσε μόνο όταν ηχούσαν οι καμπάνες και ακουγόταν, στη συνέχεια, «μια φωνή που ούρλιαζε στα ουκρανικά: “Αρκετά για απόψε! Ήρθε η ώρα τής θείας λειτουργίας!”». Κοινότοπο παράδειγμα, γιατί, παρά το μύθο των ενδοιασμών τους απέναντι στις φρικαλεότητες (μύθος που κατασκευάστηκε εκ των υστέρων, μετά το Στάλινγκραντ), οι ιεράρχες, με επικεφαλής τον ίδιο τον Szepticky, είχαν τον έλεγχο τής όλης διαδικασίας. Περιγράφοντας τα ναζιστικά εγκλήματα, ο επίσκοπος θα προβεί σε μια ψυχρή ανάλυση τού μίσους που έτρεφε «αυτή η χώρα» απέναντι στο «γερμανικό καθεστώς, [που ήταν] ίσως χειρότερο και δαιμονικότερο, ακόμη και από αυτό των μπολσεβίκων». Ωστόσο, τον Αύγουστο τού 1942, δήλωσε ότι θα εξακολουθούσε «να υποστηρίζει τον γερμανικό στρατό, που μας ελευθέρωσε από το μπολσεβίκικο καθεστώς, έως ότου νικήσει στον πόλεμο, συντρίβοντας μια για πάντα, με τη βοήθεια τού Θεού, τον άθεο και πολεμοχαρή κομμουνισμό». Ο επίσκοπος, μαζί με άλλους ιεράρχες, έδωσε μάλιστα τις ευλογίες του στη μεραρχία Galicia, που τελούσε «υπό την καθοδήγηση ουνιτών εφημερίων, στην πάλη [της εναντίον] των άθρησκων μπολσεβίκων».

Μια μερίδα των κληρικών πήρε ενεργά μέρος στις «κοσμικές» αυτές δραστηριότητες. Όπως συνέβη και με τους φραγκισκανούς στην Κροατία, οι βασιλειανοί ανέλαβαν αποστολές μάχης και κατασκοπείας. Πριν, κατά και μετά τον πόλεμο «οι δραστηριότητες των βασιλειανών ταυτίζονταν με αυτές των banderewci» [ανδρών τού Bandera]. Τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, το τάγμα, που είχε μεν πολύ «ισχυρή παρουσία στην σλοβακική και πολωνική Ουκρανία», αλλά ήταν μέχρι τότε σχεδόν ανύπαρκτο στη «σοβιετική Ουκρανία», συνέδραμε όχι μόνο στη δράση των banderewci, αλλά και σε όλες τις μορφές τής λεγόμενης «ουκρανικής αντίστασης», τής οποίας αποτέλεσε τον «πυρήνα». Από το στάδιο τής «παθητικής αντίστασης απέναντι στα σοβιέτ», στις 22 Ιουνίου 1941, θα περάσει σε αυτό τής πλήρους «συνεργασίας με τους γερμανούς» — η οποία θα κορυφωθεί κατά την τριετία 1941-1943, περίοδο κατά την οποία το τάγμα θα διακριθεί ιδιαίτερα για την ενθουσιώδη «προσφορά» του. Στην πολωνική Γαλικία, «πολλά βασιλειανά μοναστήρια, τα οποία είχε σεβαστεί [ο κόκκινος στρατός το 1939], κατελήφθησαν [το φθινόπωρο τού 1941] από τα γερμανικά στρατεύματα»: λαμβανομένων υπόψιν τής στρατιωτικής τους σημασίας και των όσων ακολούθησαν, η εν λόγω απόφαση δεν πρέπει να εγγραφεί στο υποθετικό πλαίσιο μιας πολιτικής «εκκοσμίκευσης των ταγμάτων» — ένα μέτρο τού οποίου η εφαρμογή ενισχύθηκε στην επικράτεια τού Ράιχ μετά την έναρξη τού πολέμου.[29]

[29] Stehle H. Eastern, σελ. 203, 211-12, 216-20· Wenger A., Rome, σελ.294 και 298-299· Hilberg R., Destruction, κεφ. VII και επ. (κυρίως σελ. 266)· Aarons M. et al, Nazis, σελ.203, 211-12 — και κεφ.8, διακοίνωση 223500, 21 Δεκεμβρίου 1948 «Τσεχοσλοβακία 1944», 47, τηλεγράφ. Bérard αρ. 90, 21 Νοεμβρίου 1941, «Βισύ-Ευρώπη», 551, καθολική πολιτική, «Βισύ-Ευρώπη», 87.

Βιβλιογραφία
Aarons Μ. & Loftus J., Des Nazis au Vatican, Paris, O. Orban, 1992.
Hilberg R., La destruction des juifs d’Europe, Paris, Gallimard, 1991, 2 τόμ.
Stehle H., Eastern Politics of the Vatican 1917-1979, Athens, Ohio, 1981.
Wenger A., Rome et Moscou 1900-1950, Paris, Desclée de Brower, 1984.
Winter E., Die Sowietunion und der Vatican, Berlin-Est, Akademie-Verlag, 1972

 
Σχολιάστε

Posted by στο 26/02/2014 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Ο τσεχοσλοβάκικος χρυσός [1939]—Α. Lacroix-Riz

Κουρτ φον Σρέντερ (Νυρεμβέργη‒1947)

Ο τσεχοσλοβάκικος χρυσός και η οικονομική συνεργασία
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο V «“Στροφή” τής εξωτερικής πολιτικής (Μάρτιος-Αύγουστος 1939);»]

Οι χρηματοοικονομικές ελίτ στις οποίες λογοδοτούσε ο Φλαντέν[i] έδειξαν απέναντι στη νέα φάση τού γερμανικού σχεδίου τής «επέκτασης προς ανατολάς», που τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις 15 Μαρτίου 1939,[ii] την ίδια αδιαφορία με αυτή τού προστατευόμενού τους. Ή, μάλλον ακριβέστερα, έσπευσαν να υιοθετήσουν το γερμανικό σκεπτικό τής επιχείρησης εισβολής, αναπαράγοντας, με κάποια δόση υπερβολής, τις δηλώσεις τού γάλλου στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο όσον αφορά την «τεράστια […] λεία», που θα αποσπούσε το Ράιχ και που περιελάμβανε «το σύνολο τού τσεχοσλοβάκικου πολεμικού υλικού και προμηθειών, όλα τα εργοστάσια, συμπεριλαμβανομένων και των υπό κατασκευή υλικών σε σχέση με παραγγελίες προς τρίτες χώρες, το σύνολο τού τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού […], όλο το χρυσό και το συνάλλαγμα που [διέθετε] η πλούσια αυτή χώρα και τέλος μερικές χιλιάδες σκλάβους […]».[922] Ωστόσο, όπως συνέβη και μετά το Άνσλους, η πρόσβαση στο «χρυσό και το συνάλλαγμα», που εξαρτάτο από τις κεντρικές τράπεζες τής Αγγλίας και τής Γαλλίας, επρόκειτο σύντομα να εξελιχθεί σε «τεράστιο και πολύμορφο σκάνδαλο», το οποίο θα κορυφωνόταν με τη μεταβίβαση στη Γερμανία τού ισπανικού χρυσού.[923]

Από τον Μάιο τού 1939 και εξής, «το σκάνδαλο τού τσεχοσλοβάκικου χρυσού» — με άλλα λόγια, οι ευθύνες τής Τράπεζας τής Αγγλίας όσον αφορά την εκχώρηση στη Ράιχσμπανκ, πάντα διαμέσου τής Τράπεζας Διεθνών Διακονισμών [ΤΔΔ], τού συνόλου των αποθεμάτων τής κεντρικής τράπεζας τής Τσεχοσλοβακίας — θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο αγγλικό κοινοβούλιο και τις εφημερίδες.[924] Άγνωστος ωστόσο παρέμεινε στη γαλλική κοινή γνώμη ο ενεργός ρόλος που διαδραμάτισε η Τράπεζα τής Γαλλίας στην υπόθεση αυτή.[925] Τον Οκτώβριο τού 1939, ο Ομπουέν[iii] υπενθύμισε στον τότε διοικητή τής Τράπεζας τής Γαλλίας Π. Φουρνιέ ότι, υπό την κάλυψη τής ΤΔΔ, η τράπεζα την οποία διηύθυνε είχε ήδη από «τον περασμένο Μάρτιο, επικυρώσει την [σχετική αγγλο-γαλλική] απόφαση […], αναλαμβάνοντας μάλιστα και τη δέσμευση να σεβαστεί την υποχρέωση διατήρησης στη διάθεση των εξουσιοδοτημένων στελεχών τού συνόλου των αποθεμάτων χρυσού τής εθνικής Τράπεζας τής Τσεχοσλοβακίας και για το διάστημα μετά τις 15 Μαρτίου»: επρόκειτο, όπως διευκρίνισε, για τη μεταβίβαση στη Ράιχσμπανκ, με τη διενέργεια των σχετικών λογιστικών εγγραφών, «τρεις ημέρες μετά την κατάληψη τής Πράγας», των αποθεμάτων χρυσού τής Τσεχοσλοβακίας, που την εποχή εκείνη άξιζαν [περίπου] έξι εκατ. στερλίνες.[926] Το καλοκαίρι, μάλιστα, τού 1945 ο αντιπρόεδρος τής Ράιχσμπανκ κ. Εμίλ Πουλ και οι συνάδελφοί του στη γερμανική κεντρική τράπεζα διηγήθηκαν στους αμερικάνους, που, όπως ήταν φυσικό, ήταν περίεργοι να μάθουν τις βρομοδουλειές των αγγλογάλλων, την ιστορία τής παράδοσης τού χρυσού, αξίας 70 εκατ. ράιχσμαρκ (ποσότητας άνω των 25 τόνων),[927] «[που αντιστοιχούσε] στα συνολικά αποθέματα τής Τράπεζας τής Πράγας [… και είχε] κατατεθεί στην Αγγλία στο όνομα τής Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών»: «Πώς αποκτήσατε τον χρυσό; — Μας τον έδωσε η ΤΔΔ», δήλωσε ο Πουλ: όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση τού αυστριακού χρυσού, «η μεταβίβαση ολοκληρώθηκε εντός εβδομάδων από την κατάληψη τής Πράγας […]. Δεν υπήρξε ούτε καθυστέρηση, ούτε κανενός είδους αντίρρηση».[928] Ωστόσο, στη συνέχεια, η διοίκηση τής ΤΔΔ, που ήδη από το 1935, σε σχέση με τον πόλεμο τής Αθιοπίας, είχε δηλώσει κάθετα αντίθετη στην επιβολή κυρώσεων για λόγους διαφύλαξης τής πολιτικής της ουδετερότητας, άλλαξε στάση αμέσως μετά την προσάρτηση των βαλτικών χωρών από την ΕΣΣΔ: το σοβιετικό αίτημα που υποβλήθηκε τον Ιούλιο τού 1940 για τη μεταφορά τού χρυσού των εθνικών τραπεζών των βαλτικών χωρών στον λογαριασμό τής κεντρικής τράπεζας τής ΕΣΣΔ προκάλεσε πολιτική θύελλα, πράγμα που υποχρέωσε την ΤΔΔ να θέσει αμετάκλητο βέτο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.[929]

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 04/08/2013 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (VI)

Φ. Σασέν [σοσιαλδημοκράτης «δουλέμπορος», μέλος τής «Επιτροπής Φίλων τής Waffen SS»]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΠρος την κατεύθυνση τής εφαρμογής «πραγματικά δικτατορικών εξουσιών»: από την τύχη που επιφυλάχθηκε στους κομμουνιστές βουλευτές έως την έκδοση τού διατάγματος Σερόλ
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Η απόφαση τής άρσης τής κοινοβουλευτικής ασυλίας και τής παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών επέσπευσε τη διαδικασία «εκφασισμού τής δημοκρατίας». Τα νομοθετικά διατάγματα τής 1ης και τής 26ης Σεπτεμβρίου [1939] αποτέλεσαν τη βάση για την κατάλυση τής συνταγματικής νομιμότητας, ενώ ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η «επιστολή προς τον [πρόεδρο τής Βουλής] Εριό» που έφερε τις υπογραφές των κομμουνιστών βουλευτών Αρτίρ Ραμέτ και Φλοριμόν Μποντ. Η επιστολή συνετάχθη την 1η Οκτωβρίου από την «εργατοαγροτική [κοινοβουλευτική] ομάδα» (GOP), που είχε συγκροτηθεί στις 27-28 Σεπτεμβρίου ως απάντηση στην επιβληθείσα στις 26 Σεπτεμβρίου απαγόρευση λειτουργίας τού κόμματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω είχαν τηρηθεί οι σχετικές διαδικασίες που προέβλεπε ο κανονισμός τής Βουλής και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και καθ’ υπόδειξη τού προέδρου Εριό και τού κοσμήτορα Εντουάρ Μπαρντ:[1219] η GOP είχε ζητήσει από τον Εριό «να παρέμβει στις αρμόδιες αρχές προκειμένου (1) να διεξαχθεί δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση για το ζήτημα τής ειρήνης και (2) να δοθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα στους επιστρατευμένους βουλευτές να συμμετάσχουν στις διαβουλεύσεις για το συγκεκριμένο θεμελιώδες ζήτημα, εκ τού οποίου εξαρτώνται η ζωή και ο θάνατος εκατομμυρίων γάλλων πολιτών».[1220] Κατά την έναρξη τής δικαστικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα στις αρχές τού επόμενου έτους, ο συνήγορος κ. Μαρσέλ Βιλάρ έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι η ενέργεια αυτή των κομμουνιστών βουλευτών αφορούσε αποκλειστικά το ενδεχόμενο προσφοράς κλάδου ελαίας από το Βερολίνο, υπό τον όρο ότι «θα συμφωνούσε και η Σοβιετική Ένωση».[1221]

Η απόφαση παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών «προϋπ[έθετε] τη διακοπή των εργασιών τής Βουλής και τής Γερουσίας», πράγμα που «αποφασίστηκε σε άκρως μυστική σύσκεψη» τού υπουργικού συμβουλίου στις 4 Οκτωβρίου, μία ημέρα πριν από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ τού διατάγματος με το οποίο «επετράπη η διενέργεια των πρώτων συλλήψεων».[1222] Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη κατά παραβίαση τού άρθρου 13 τού συνταγματικού νόμου τού 1875 — με το οποίο ρυθμίζονταν τα θέματα τής ασυλίας των βουλευτών — και στη βάση μιας παντελώς ατεκμηρίωτης δικογραφίας, όπως προσπάθησε, επί ματαίω, να αποδείξει η υπεράσπιση κατά τη διάρκεια τής δίκης.[1223] Προς υποστήριξη τού ισχυρισμού αυτού, μπορεί να αναφερθεί ενδεικτικά η έκθεση 305 σελίδων τής γενικής επιθεώρησης των υπηρεσιών τής διοικητικής αστυνομίας τής Εθνικής Ασφάλειας, η οποία ξεκινά με μια ενότητα 114 σελίδων, όπου αναλύονται, με κακόπιστο τρόπο, οι ιστορικοί «δεσμοί» μεταξύ τού ΚΚΓ και τής κομμουνιστικής Διεθνούς (— κύριος τομέας ειδίκευσης τής υπηρεσίας από το 1919 και εφεξής). Ο τίτλος τής έκθεσης («περί τού ρόλου που διαδραμάτισαν στους κόλπους τού κομμουνιστικού κόμματος τα σημερινά μέλη τής εργατοαγροτικής κοινοβουλευτικής ομάδας»), η παραπομπή στην «παρούσα δικαστική παραγγελία»[1224] και ο τελικός πίνακας με τίτλους δημοσιευμάτων για το διάστημα από 3 έως 8 Οκτωβρίου 1939 μαρτυρούν ότι το ντοσιέ πληροφοριών ετοιμάστηκε στο πόδι (τέλη Σεπτεμβρίου‒8 Οκτωβρίου). Τα «δύο μέρη» τής έκθεσης (αφενός, οι φάκελοι των 43 βουλευτών με στοιχεία για την αγωνιστική τους πορεία και κυρίως για το περιεχόμενο και το είδος τής προπαγάνδας που διακινούσαν και, αφετέρου, οι «πληροφορίες» τής Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας [DGSN]) είχαν περιορισμένη ή και καμία χρησιμότητα για την εισαγγελία.

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 30/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (V)

Ρ. Λανζερόν [εξελέγη στην Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το 1960]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου Τα νομοθετικά διατάγματα μιας γερμανικής Γαλλίας; [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»]

Η ψυχορραγούσα γαλλική δημοκρατία δεν διέπραξε τόσα εγκλήματα όσα γνωρίζουμε ότι διέπραξαν, με τη συνδρομή των κατακτητών, οι ιθύνοντες τού καθεστώτος τού Βισί. Ωστόσο, όπως θα δούμε, το υπόμνημα, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941, τής «γενικής επιθεώρησης τής εγκληματολογικής αστυνομίας» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [IGSPC] καταδεικνύει τη σαθρότητα τού (ψυχολογικού) επιχειρήματος για την υποτιθέμενη ασυνέχεια[1200] μεταξύ τής «δημοκρατικής» αντικομμουνιστικής καταστολής τής περιόδου Σεπτεμβρίου 1939 ‒ Ιουνίου 1940 και των εγκλημάτων τής Κατοχής. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι την ευθύνη τής καταστολής ανέλαβαν τα ίδια πρόσωπα — όπως, για παράδειγμα, ο αρχιβασανιστής και διοικητής τής RG[i] Λ. Ροτέ, τού οποίου «ο αντικομμουνισμός» επρόκειτο να «ενταθεί ως αποτέλεσμα τής στάσης που τήρησε το ΚΚΓ μετά την κήρυξη τού πολέμου».[1201] Ομοίως, είναι δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στην εδραίωση ενός «καθεστώτος εξαίρεσης» στα πλαίσια ενός κράτους που «[παρέμενε] κράτος δικαίου υπό τους Νταλαντιέ και Ρεϊνό» και το κατοχικό καθεστώς τού Βισί, «όπου η δημόσια διοίκηση, ο τύπος, οι οργανώσεις και οι πολίτες όφειλαν να λειτουργούν ως ιμάντες τού ολοκληρωτικού εγχειρήματος, ενίοτε σε συνεργασία με τον κατακτητή»[1202]: τόσο το υπόμνημα τού Απριλίου 1941, όσο και οι ομολογίες και εκμυστηρεύσεις των Μπονέ και Νταλαντιέ στους ιταλούς και γερμανούς αξιωματούχους σχετικά με το γαλλικό σχέδιο για επιβολή δικτατορικού καθεστώτος κατά τα ξένα πρότυπα, όπως άλλωστε και η γαλλογερμανική αστυνομική συνεργασία των ετών 1938-1939, αποτελούν τεκμήριο συνέχειας όσον αφορά τις δομές και τους στόχους των δύο καθεστώτων.

Έχοντας αναλάβει, από τον «Οκτώβριο τού 1939», το έργο τής «καταστολής των κομμουνιστικών συνωμοσιών», η γενική επιθεώρηση εγκληματολογικής αστυνομίας έδρασε σε συνεργασία με τη γερμανική αστυνομία για το διάστημα από τον Ιούλιο και, κυρίως, τον Σεπτέμβριο τού 1940 και μετά, χωρίς να χρειαστεί καμία αλλαγή στη δομή της υπό το καθεστώς τού Βισί: η «απόφαση» τού Οκτωβρίου 1939, με την οποία προβλέφθηκε η εξειδίκευση «τού 2ου τμήματος τής υπηρεσίας […] στον τομέα τής [αντικομμουνιστικής] καταστολής», απλώς «συμπληρώθηκε και οριστικοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου τού 1940». Η απολογιστική έκθεση για τις «δραστηριότητές» της κατά την περίοδο από «2ας Σεπτεμβρίου» [1939] και εφεξής[1203] (δηλ. αρχής γενομένης από την επομένη τής έκδοσης τού αντικομμουνιστικού διατάγματος τού Νταλαντιέ) μαρτυρεί επίσης τη συνέχεια των στόχων των δύο καθεστώτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έκθεση πεπραγμένων τού τμήματος τής υπηρεσίας, όπου εκτίθενται τα αποτελέσματα τής πολύμηνης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών στον τομέα τής δίωξης των κομμουνιστών, γκολιστών και εβραίων,[1204] υποβλήθηκε «στις γερμανικές αρχές» προς στήριξη τού γαλλικού αιτήματος «όπως επιτραπεί στους υπαλλήλους τής κεντρικής υπηρεσίας τής επιφορτισμένης με την καταστολή τής κομμουνιστικής προπαγάνδας να κυκλοφορούν κατά μήκος τής διαχωριστικής γραμμής των συνόρων, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, σε όλα τα συνοριακά σημεία διέλευσης, και ανεξαρτήτως τού χρησιμοποιούμενου μεταφορικού μέσου», ούτως ώστε να αρθούν τα όποια εμπόδια στην αποτελεσματικότητα τής διασυνοριακής αστυνόμευσης.[1205] Ομοίως, τα στοιχεία τής έκθεσης που αφορούν το σύνολο τής χώρας[1206] και τα οποία περιλαμβάνονται υπό τον τίτλο «καταστολή των αντεθνικών συνωμοσιών για την περίοδο από τη 2α Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι την 1η Απριλίου 1941» δεν συνιστούν ένδειξη αναπροσανατολισμού των δραστηριοτήτων τής υπηρεσίας. Άλλωστε, μεγάλο μέρος των διωκτικών «επιτυχιών» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [SN] τοποθετούνται σε χρόνο προγενέστερο τού Ιουνίου τού 1940 (—το 65% των διενεργηθεισών ερευνών, το 60% των συλλήψεων,[1207] το σύνολο σχεδόν των «διοικητικών εγκλεισμών», των απαγορεύσεων λειτουργίας οργανώσεων και των υποθέσεων αναστολής λειτουργίας εφημερίδων[1208]). Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και ο απολογισμός για τη συνεργαζόμενη με την SN αστυνομική διεύθυνση τού Παρισιού.[1209] Επομένως, όπως συμβαίνει και με άλλα ανάλογα αστυνομικά έγγραφα,[1210] από τον εισαγωγικό πίνακα με τα στοιχεία των διώξεων τής έκθεσης τής SN με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941 δεν σηματοδοτείται καμία αλλαγή κατεύθυνσης όσον αφορά την κατοχική περίοδο:

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 13/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (IV)

Ο Νταλαντιέ δήλωσε «ειλικρινά ενθουσιασμένος» με τη συγκυρία, η οποία πίστευε ότι θα συνέβαλε «στην εδραίωση μιας νέας ευρωπαϊκής συνείδησης και μιας διαρκούς αλληλεγγύης βασισμένης στη δύναμη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών» [Στη φωτ.: Τσάμπερλεν‒Νταλαντιέ-Χίτλερ-Μουσολίνι-Τσιάνο]


Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΗ σημασία των νομοθετικών διαταγμάτων τού φθινοπώρου τού 1939
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Στις 26 Αυγούστου 1939, ο Μπονέ, ο οποίος την 1η Ιουλίου είχε αναλάβει τη δέσμευση, απέναντι στο Βερολίνο, να «σωφρονίσει τους κομμουνιστές», παρουσίασε στον Γκαρίλια την πρόοδο που είχε σημειωθεί στον τομέα αυτό: «Η κατάσταση στη Γαλλία έχει αλλάξει ριζικά, τα σοσιαλκομμουνιστικά κόμματα έχουν οδηγηθεί σε αδυναμία αντίδρασης και, ως εκ τούτο, ο ίδιος [ο Μπονέ] “[ήταν] πλέον σε θέση να υλοποιήσει τους αρχικούς του στόχους, πράγμα που μέχρι σήμερα δεν ήταν εφικτό λόγω τής εσωτερικής κατάστασης στη χώρα”».[1173]

Από τη στιγμή τής υπογραφής τού γερμανο-σοβιετικού συμφώνου το κράτος, με άψογα ενορχηστρωμένο τρόπο, επέδειξε σιδερένια πυγμή σε βάρος τού ΚΚΓ. Το αρχικό έναυσμα δόθηκε από το κύμα τού «πατριωτισμού» που σάρωσε το σύνολο των μη κομμουνιστικών εφημερίδων, ανεξαρτήτως απόχρωσης, όπως επίσης και όλα «τα γαλλικά πολιτικά κόμματα» (γεγονός που επισημάνθηκε από τον εμπορικό ακόλουθο τής γερμανικής πρεσβείας Κουρτ Μπρόιερ ήδη από τις 23 Αυγούστου). Ο τύπος, με την κρυφή παρότρυνση τής κυβέρνησης, κάλεσε το κράτος να λάβει σε βάρος των προδοτών κομμουνιστών τα μέτρα για τα οποία πίεζε η αγανακτισμένη κοινή γνώμη. «Η γαλλική κυβέρνηση» όφειλε «να έρθει σε συνεννόηση» με τα κοινοβουλευτικά κόμματα «για την υιοθέτηση των διαφόρων σχετικών μέτρων», προκειμένου να κατασταλεί η ελευθερία τής κομμουνιστικής έκφρασης.[1174] Στις 25 Αυγούστου, «δυνάμει τού διατάγματος τής 24ης […] που αφορούσε δημοσιεύματα επιβλαβή εις τα συμφέροντα τής εθνικής άμυνας», επιβλήθηκαν «κατασχέσεις των κομμουνιστικών εφημερίδων L’Humanité και Ce soir» και, «με το αιτιολογικό ότι [έθεταν] “σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και την άμυνα τής χώρας”», απαγορεύτηκε «μέχρι νεωτέρας» η έκδοσή τους. Στις 26,[1175] την ημέρα ακριβώς που ο Νταλαντιέ, στο μελιστάλαχτο μήνυμά του προς τον γερμανό καγκελάριο, προσφώνησε τον Χίτλερ ως «σύντροφο βετεράνο τού τελευταίου πολέμου»,[1176] προβλέφθηκε με απόφαση τού υπουργείου εσωτερικών η «οριστική αναστολή» τής κυκλοφορίας τους. Στις 27, ο Μπρόιερ σημειώνει σε τηλεγράφημά του ότι «σύμφωνα με ημιεπίσημη ανακοίνωσή της που δημοσιεύθηκε στην Petit Parisien, η κυβέρνηση προειδοποίησε ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί διαδηλώσεις τού κομμουνιστικού κόμματος και ότι [ήταν] διατεθειμένη να λάβει, εν ανάγκη, μέτρα για την απαγόρευσή τους». Στη συνέχεια, ο γερμανός ακόλουθος περιγράφει λεπτομερώς τις αποτυχημένες προσπάθειες των κομμουνιστών προκειμένου να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον Νταλαντιέ και τον Σαρό[i] και καταλήγει επισημαίνοντας πως ο Νταλαντιέ σκόπευε «να συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο αγώνα με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων και να ρίξει το σύνθημα τής πάλης κατά τού κομμουνισμού».[1177]

Το διάταγμα τής 1ης Σεπτεμβρίου, που «απαγόρευε τη δημοσίευση πληροφοριών ικανών να επηρεάσουν δυσμενώς το ηθικό τού στρατού και των πολιτών» και το οποίο προέβλεπε μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 ετών, εξειδίκευσε τις ρυθμίσεις των προγενέστερων διαταγμάτων με ημερομηνία, αντίστοιχα, 21 Απριλίου (αναφορικά με την «ξένη προπαγάνδα») και 24 Ιουνίου 1939 (για την απαγόρευση τής «διανομής και κυκλοφορίας ξένων φυλλαδίων»). Το οπλοστάσιο ενάντια στην «Τρίτη Διεθνή» εμπλουτίστηκε από το νομοθετικό διάταγμα τής 9ης Σεπτεμβρίου για την αντιμετώπιση των «υπηκόων τρίτων κρατών», όρος με σχετικά νεοπαγή σημασία, εφόσον εναπόκειτο στην ευχέρεια τού κράτους να καθορίσει ποιοι νοούνταν ως αλλοδαποί. Προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το μέτρο τής έκπτωσης από την ιθαγένεια τού καθεστώτος τού Βισί, ο Σαρό και ο Μπονέ μπόρεσαν έτσι να «κινήσουν τη διαδικασία αφαίρεσης τής γαλλικής ιθαγένειας» σε βάρος των κομμουνιστών βουλευτών που διέφυγαν (ή που εφέροντο ότι διέφυγαν) «στο εξωτερικό». Το μέτρο, που η κυβέρνηση τού Βισί θα διατηρούσε σε ισχύ, επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε βάρος των εβραίων και των διαφωνούντων «αρίων» μελών τής γαλλικής ελίτ, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, στις 25 Ιανουαρίου 1940, στην περίπτωση τού βουλευτή Ζαν Ριγκάλ: «Μέλος μιας οργάνωσης που, ως γνωστόν τοις πάσι, καθοδηγείται από το εξωτερικό, [ο Ριγκάλ], αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τη Γαλλία, έδειξε εμπράκτως την πρόθεσή του να διαρρήξει τους δεσμούς του με τη χώρα μας, […] τέθηκε αυτοβούλως εκτός τού εθνικού σώματος [και, συνεπώς, πρέπει] οπωσδήποτε να θεωρηθεί ότι συμπεριφέρθηκε ως υπήκοος τρίτης χώρας».[1178]

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 06/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (III)

Κ. Μπέμελμπουργκ, στο κέντρο χωρίς ζώνη [Γκεστάπο 1941]

Από την αστυνομική συνεργασία έως την εξύμνηση τού γερμανικού «κοινωνικού» μοντέλου [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]
(I & II μέρος)

«Εντυπωσιασμένος» ίσως, αλλά καθόλου έκπληκτος, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις προχωρημένες σχέσεις οικειότητας που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. «Η επιθετική και αποφασιστική στάση που υιοθέτησε ο κ. Νταλαντιέ απέναντι στον κομμουνισμό μετά το ξέσπασμα τής κρίσης τού Σεπτεμβρίου» συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Αν και έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος της από τα δημοσιευμένα γερμανικά αρχεία,[636] η στενή αυτή συνεργασία αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πρωτότυπα αρχειακά έγγραφα που αφορούν τον Καρλ [Carl ή Karl] Μπέμελμπουργκ.

Άνθρωπος τού Ράινχαρντ Χάιντριχ και τού Χάινριχ Μίλερ, ο Μπέμελμπουργκ διορίστηκε και μετέβη στο κατεχόμενο Παρίσι τον Ιούνιο τού 1940, για να αναλάβει ως επικεφαλής τού τμήματος Δ΄ τής Γκεστάπο.[637] Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η λαμπρή παριζιάνικη καριέρα του, που έφτασε στο απόγειό της κατά την Κατοχή,[639] ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, τον Ιούνιο τού 1938. «Ευρισκόμενος σε αποστολή στη χώρα μας, ήδη κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 1938, επί τη ευκαιρία τής επίσκεψης των βρετανών ηγεμόνων», ο τότε πενηντατριάχρονος[638] Μπέμελμπουργκ θα επιστρέψει ξανά στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου και, στη συνέχεια, στις 6 τού μήνα, θα υποδειχθεί «ως μέλος τής επίσημης ακολουθίας τού κ. φον Ρίμπεντροπ». Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι, ως «ακόλουθος τής γερμανικής πρεσβείας», επικαλούμενος, κατά περίσταση, διάφορα προσχήματα, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα «την παροχή συνδρομής στη γαλλική αστυνομία σε σχέση με τη διαλεύκανση τής δολοφονίας τού φομ Ρατ».[640] Από τον Ιανουάριο τού 1939, οι αρμόδιες για την απέλασή του αρχές — και, ειδικότερα, αφενός, το Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας) και η διεύθυνση τής αστυνομίας και, αφετέρου, το Κε Ντ’ Ορσέ — πετούσαν το μπαλάκι η μία στην άλλη, αφήνοντάς τον να δρα ανενόχλητος.[641] Μετά την επίσκεψή του στο Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας, έγινε γνωστό «ότι ο κ. Μπέμελμπουργκ [ήρθε] στο Παρίσι για να εκτελέσει αστυνομικού χαρακτήρα αποστολή: διακρίβωση στοιχείων, παρακολουθήσεις, έρευνες, κ.λπ., […] ότι περίμενε σύντομα την άφιξη και άλλων γερμανών αστυνομικών και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επρόκειτο να εγκατασταθεί, σε γαλλικό έδαφος, ένα ανεπίσημο παράρτημα τής Γκεστάπο». Στις υπόλοιπες κρατικές αρχές επικρατούσε η ίδια αδιαφορία έναντι «των σοβαρών κινδύνων» που «εγκυμονούσε η κατάσταση αυτή».[642] Μόνιμη επωδός των πληροφοριών που συνέρρεαν από τις υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών ήταν ότι ο επικεφαλής και τα στελέχη τού παριζιάνικου παραρτήματος τής Γκεστάπο «ασχολούντ[αν] με το ζήτημα των προσφύγων στη Γαλλία».[643]

Ένας τέτοιος εφησυχασμός δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μετά την άνοδο στην εξουσία των χιτλερικών, η γαλλική δημοκρατία έδωσε το ελεύθερο στους αστυνομικούς και πολιτικούς υπαλλήλους τού Ράιχ να καταδιώκουν και να συλλαμβάνουν επί τόπου τους εβραίους και αντιφασίστες πρόσφυγες από τη Γερμανία. Ωστόσο, το Ράιχ δεν κατείχε την πρωτιά στον τομέα αυτό: ήδη από τη δεκαετία τού ’20, η OVRA[i], όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες τού ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, μπορούσαν επίσης ελεύθερα να διώκουν τους ιταλούς αντιφασίστες που έβρισκαν καταφύγιο στη Γαλλία.[644] Η ιστορικός Βίκι Κέιρον, που μελέτησε την περίπτωση των γερμανοεβραίων προσφύγων μετά το 1933, αγνοεί ότι οι γαλλικές αρχές αποδέχθηκαν αμέσως το σχετικό αίτημα των χιτλερικών. Η ιστορικός εντοπίζει χρονικά στο 1938 το «προοίμιο» των διώξεων τής κατοχής και αποδίδει το φαινόμενο στην αδιαφορία ή την ενδοτικότητα τής γαλλικής κυβέρνησης.[645] Ο Ροζέ Μπουρντερόν και ο Ιβάν Αβακούμοβιτς διαισθάνθηκαν μεν τη σημασία τής περίπτωσης Μπέμελμπουργκ, αλλά θεώρησαν ότι οι «γαλλικές αρχές» απέρριψαν το αίτημα που απηύθυνε προς αυτές ο Χάιντριχ, προκειμένου να επιτραπεί «επισήμως στον προστατευόμενό του [να] παραμείνει στο Παρίσι, για να παρακολουθεί τις ίντριγκες των γερμανών κομμουνιστών που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Γαλλία μετά τη διάλυση των διεθνών Ταξιαρχιών» (—αναφέροντας επίσης εσφαλμένα ότι ο Μπέμελμπουργκ «αναχώρησε από τη Γαλλία» μαζί με τον Ρίμπεντροπ).[646] Συνεπώς, η ελευθερία αυτή που παραχωρήθηκε στην OVRA και στην Γκεστάπο θα πρέπει να καταλάβει εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ενδείξεων για τις «δημοκρατικές απαρχές τού καθεστώτος τού Βισί».[647] Σε τι διαφέρει άραγε το άρθρο 19 τής συνθήκης ανακωχής τής 22ας Ιουνίου 1940, που προέβλεπε την παράδοση στις γερμανικές αρχές των γερμανών προσφύγων, από το καθεστώς ασυδοσίας κινήσεων στη γαλλική επικράτεια που απολάμβαναν οι ναζιστικές διωκτικές αρχές, με τις ευλογίες τής παρακμάζουσας τρίτης δημοκρατίας, καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ τού 1933 και τού φιάσκου τού ’40;

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

 
Αρέσει σε %d bloggers: