
Βάλτερ Χάλσταϊν, πρώτος Πρόεδρος τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ο κ. «Gleichberechtigung»)
Η εποχή τής οικονομίας: Το Παρίσι ανάμεσα στο ευρωπαϊκό καρτέλ και σε μια ευρωπαϊκή αγορά ανοικτή προς τις ΗΠΑ — Aux origines du carcan européen (1900-1960) (Κεφ. 6, σελ.133-174) [pdf]
Το κλίμα προπαρασκευής για την έναρξη εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν
Παρά την στάση δουλοπρέπειας που επιδείχθηκε από γαλλικής πλευράς με την αποδοχή τής προσάρτησης τής γαλλικής ζώνης κατοχής στη διζωνία — γεγονός που συνέπεσε με την ίδρυση τής ACUE [Αμερικανικής Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη] —, η γαλλική κυβέρνηση επιδιδόταν επίμονα στη τακτική τού «window dressing»:[1] επιδίωξή της ήταν να δημιουργήσει την εντύπωση στους αμερικάνους ότι το μόνο της όνειρο ήταν η ευρωπαϊκή ένωση, ενώ την ίδια στιγμή έβαζε φρένο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των δυτικών ζωνών τής Γερμανίας απαλλαγμένων πλέον από το βάρος τής ήττας τού Μαΐου τού 1945.[2] Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Ζορζ Μπονέ, ο λυρικός ενθουσιασμός για την «Ευρώπη» και η εξύμνηση των «τελωνειακών ενώσεων» δεν έπαψαν ποτέ να είναι, όσον αφορά τους αμερικάνους δανειστές, το πολυτιμότερο «ατού μας», το οποίο δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να αφεθεί «αναξιοποίητο».[3]
Τα πρακτικά μέτρα που λαμβάνονταν συνέχιζαν να έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, γίνονταν εξαγγελίες μείωσης των τελωνειακών δασμών και των ποσοστώσεων συνοδευόμενες όμως από συγκεκριμένα μέτρα με αντίθετο περιεχόμενο[4] ενώ τον Αύγουστο τού 1949 προετοιμάστηκε και ένα παραπλανητικό σχέδιο «οικονομικής ένωσης» μεταξύ τής Γαλλίας, τής Ιταλίας και τού Μπενελούξ, που μάλιστα παρουσιάστηκε ως «ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας περιφερειακής βάσης στο εσωτερικό τής δυτικής Ευρώπης».[5] Ωστόσο, βάσει των δεσμεύσεων των συμφωνιών τού Μπρέτον Γουντς, «η Ευρώπη» όφειλε να συναλλάσσεται σε δολάρια, χωρίς όμως να μπορεί να διαθέτει την παραγωγή της στις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούσαν πολιτική υπερπροστατευτισμού. Συνέπεια τούτου ήταν ότι η δολαριακή έλλειψη που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο (το λεγόμενο «dollar gap») τροφοδοτούσε ή και αύξανε την ανάγκη δανεισμού σε δολάρια των ευρωπαίων εταίρων.
Οι ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ για την «απελευθέρωση των συναλλαγών» και την ενσωμάτωση τής δυτικής Γερμανίας στην Ευρώπη των «χωρών τού σχεδίου Μάρσαλ»[6] κέρδιζαν λοιπόν σε αποτελεσματικότητα. Ο εκβιασμός αυτός ασκείτο επί τόπου από το επιτελείο τής αμερικανικής πρεσβείας, επικεφαλής τής οποίας ήταν από το 1948 έως το 1953 ο Ντέιβιντ Μπρους, πρώην διευθυντής τού OSS[i] για την Ευρώπη, απ’ όπου μεταπήδησε στη CIA, διαγράφοντας πορεία παρόμοια με αυτή τού στενού φίλου και συνομήλικού του Άλεν Ντάλες.[7] Το καλοκαίρι τού 1949 η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε ότι πριν από «την προγραμματισμένη για το 1951 σταδιακή μετάβαση στη φάση τής πλήρους άρσης των ποσοτικών περιορισμών στις συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών (εξαιρουμένων ορισμένων περιοριστικά αριθμουμένων προϊόντων)» θα έπρεπε «[να πραγματοποιηθεί] τους προσεχείς μήνες η απελευθέρωση των ευρωπαϊκών συναλλαγών».[8] Στις 31 Οκτωβρίου τού 1949 ο επικεφαλής τής ECA[ii] [Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας] και πρόεδρος τής εταιρείας αυτοκινήτων Studebaker, Πολ Χόφμαν (ο οποίος, ας σημειωθεί, ήταν επίσης πρώην στέλεχος τής OSS, μεταπήδησε στη συνέχεια στη CIA και κατέληξε επικεφαλής τής ACUE[iii]) ήρθε στο Παρίσι απειλώντας τα μέλη τού OECE[iv] ότι θα διακοπτόταν η οικονομική βοήθεια τού Σχεδίου Μάρσαλ, καθόσον δεν ήταν δυνατό «να εξασφαλιστεί το οικονομικό μέλλον μιας διχασμένης Ευρώπης».[9]
Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο το γαλλικό κράτος επιχείρησε για τελευταία φορά να αντιδράσει, προκειμένου να αποφύγει το μοιραίο, την ενσωμάτωση τής Γερμανίας στην «τελωνειακή ένωση» ή, όπως το έθεσαν οι αμερικάνοι, «την επιστροφή τής Γερμανίας στην κοινότητα των δυτικών κρατών, πράγμα που αποτελ[ούσε] απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναθεμελίωση μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ευρώπης».[10] Η γαλλική κυβέρνηση έβγαλε από το συρτάρι το νιοστό της σχέδιο για την πλήρη απελευθέρωσή των ροών κεφαλαίου και των εμπορευματικών συναλλαγών, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία μιας πενταμερούς τελωνειακής και νομισματικής ένωσης με τη συμμετοχή τής Γαλλίας, τού Μπενελούξ και τής Ιταλίας, στην οποία δόθηκε το όνομα Fritalux [Φριταλούξ].[11] Τόσο το πράγμα όσο και το (εξαιρετικά κωμικό) όνομα προκάλεσε τη χλεύη των άγγλων (— αντίδραση απόλυτα κατανοητή, δεδομένης τής συμμετοχής τού Βελγίου). Η αγγλική πλευρά αντέδρασε έντονα στην άνευ όρων υποχώρηση μπροστά στον εκβιασμό τού Χόφμαν, υπενθυμίζοντας τον ανέπαφο ιταλικό και γαλλικό προστατευτισμό και επικρίνοντας με δριμύτητα «τις βίαιες και αφύσικες υβριδοποιήσεις μεταξύ χωρών, οι οποίες είναι βέβαιο πως θα οδηγηθούν σε έναν αγώνα προπαγάνδας για τη διασφάλιση τής αμερικανικής εύνοιας».[12] Θέλοντας να αποφύγουν το ρεζίλεμα, οι επινοητές αυτής τής «περιφερειακής ομάδας χωρών» αποφάσισαν στα τέλη τού Δεκεμβρίου να την μετονομάσουν σε Finebel· αστείο τέχνασμα το οποίο απέτυχε να θεραπεύσει το βασικό μειονέκτημα τού σχεδίου, την μη-«συμπερίληψη τής Γερμανίας».[13]
Η αλληλογραφία τής Τράπεζας τής Γαλλίας και τού Κε Ντ’Ορσέ[v] επί τού θέματος τής ένωσης Finebel — άδειο κέλυφος και θνησιγενές εν τη γενέσει του εγχείρημα λόγω τού αμερικανικού βέτο[14] — δείχνει ότι τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία φοβόνταν εξίσου τις καταστροφικές συνέπειες τής απελευθέρωσης τού συναλλάγματος, των εμπορευματικών συναλλαγών και των κεφαλαιακών ροών.[15] Το πρώιμο στάδιο τής εφαρμογής της, σε συνδυασμό με την υποτίμηση τού Σεπτεμβρίου τού 1949, «είχε ως συνέπεια την επιδείνωση τού εξωτερικού εμπορίου τής Γαλλίας».[16] Αλλά και το Κε Ντ’Ορσέ είχε κυριευθεί από τον ίδιο πανικό απέναντι στην Ουάσινγκτον, όπως και στο παρελθόν απέναντι στο Βερολίνο (ή, καλύτερα, απέναντι σε αμφότερες τις αλλοδαπές κυβερνήσεις)· πιο συγκεκριμένα, ανησυχούσε για την ενδεχόμενη διακοπή τής εισροής κεφαλαίων τού σχεδίου Μάρσαλ — τα οποία χρησιμοποιούντο και για τη χρηματοδότηση τού πολέμου τής Ινδοκίνας (μια πτυχή τού ζητήματος την οποία δεν θα εξετάσουμε εδώ) — σε περίπτωση που η γαλλική πλευρά επέμενε στην άρνησή της να ενσωματωθεί η Δυτική Γερμανία στην οικονομική ένωση και στην «ένωση πληρωμών», όπως απαιτούσε η Ουάσινγκτον. Σε σημείωμά του, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1950, ένας ανώτερος αξιωματούχος τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας τού Κε Ντ’Ορσέ (SCE) ερμηνεύει αυτή την «ευρωπαϊκή» παραφροσύνη ως αποτέλεσμα τής αμερικανικής πίεσης και ζωγραφίζει μια ζοφερή εικόνα των συνεπειών τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία η Ουάσινγκτον ήθελε να επιβάλει στις «χώρες τού σχεδίου Μάρσαλ».
«Η γαλλική οικονομία δεν είναι σε θέση σήμερα να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό» — στον οποίο θα παραδίδετο λόγω «τής ριψοκίνδυνης ή, εν πάση περιπτώσει, πρόωρης [εφαρμογής τής] μεθόδου τής κατάργησης των ποσοστώσεων […]» — «χωρίς να εκτεθεί σε σοβαρούς κινδύνους». «Η απελευθέρωση των συναλλαγών», σε συνδυασμό με «τη διείσδυση των αμερικανικών κεφαλαίων», θα έχει ολέθριες συνέπειες και για τη «Γαλλική Ένωση» (τουτέστιν την αποικιακή αυτοκρατορία, που αποτελούσε έναν από τους βασικούς πολεμικούς στόχους των ΗΠΑ, οι οποίες ακόνιζαν τα νύχια τους για την επικείμενη «αναδιανομή» των σφαιρών κυριαρχίας όχι μόνο τής Γαλλίας [17] αλλά και άλλων χωρών). «Ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ ασκούν έντονη πίεση στις ευρωπαϊκές χώρες για την απελευθέρωση των μεταξύ τους συναλλαγών είναι ότι η οικονομική ολοκλήρωση τής Ευρώπης ανταποκρίνεται στα αμερικανικά συμφέροντα, όπως, για παράδειγμα, συνέβη και με την υποτίμηση των ευρωπαϊκών νομισμάτων [τού] Σεπτεμβρίου τού 1949. Αυτό όμως το προηγούμενο οφείλει να μας προβληματίσει, διότι είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η υποτίμηση αυτή ήταν μια αποτυχία για την Ευρώπη, πράγμα άλλωστε το οποίο δηλώνεται ανοιχτά από τους σμερικάνους. Η απελευθέρωση των συναλλαγών πρέπει κανονικά να καταλήξει στον έλεγχο τής ευρωπαϊκής οικονομίας από τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες. Πράγματι,
— θα επιβιώσουν μόνο οι επιχειρήσεις υψηλής παραγωγικότητας, εκείνες δηλαδή που θα μπορέσουν να επανεξοπλισθούν κατά κανόνα χάρη στις πιστώσεις τού σχεδίου Μάρσαλ. Παίρνοντας για παράδειγμα την περίπτωση τής Γαλλίας, η εμπειρία δείχνει ότι μόνον οι εταιρείες που διατηρούν στενούς δεσμούς με τις αντίστοιχες αμερικανικές επωφελούνται από τις εν λόγω πιστώσεις·
— υπό τις επικρατούσες συνθήκες τής ευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων, η Αμερική διαθέτει από μόνη της τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τις αναγκαίες επενδύσεις για τη μετάβαση στη μαζική παραγωγή».
Αυτές οι αναδιοργανώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνταν με φόντο την οικονομική στασιμότητα και τη συνακόλουθη όξυνση «τής πάλης για τις αγορές», θα αύξαναν την ανεργία και όχι την παραγωγή. Η βελτίωση τής παραγωγικότητας και η μείωση τού κόστους παραγωγής θα οδηγούσε στην εξαφάνιση των μη προσοδοφόρων επιχειρήσεων. «Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, η παραγωγή θα αποκτούσε μονοπωλιακό χαρακτήρα, πράγμα που θα εμπόδιζε οποιαδήποτε μείωση των τιμών». Η κατάργηση των συναλλαγματικών ελέγχων θα επιδείνωνε τη θέση τής Γαλλίας ως «χώρας-οφειλέτη», η οποία ήδη προπολεμικά είχε «χρονίως ελλειμματικό» ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Η δημιουργία, μάλιστα, μιας περιφερειακής ένωσης, η οποία «εντός συντόμου χρονικού διαστήματος επρόκειτο να συμπεριλάβει» και τη Γερμανία, όπου ο αριθμός των ανέργων αυξανόταν με ρυθμό 80.000 ατόμων εβδομαδιαίως, «θα ενείχε μεγαλύτερους κινδύνους από την απελευθέρωση τού εμπορίου. […] Η Γερμανία θα πρέπει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ενσωματωθεί σε κάθε ηπειρωτική περιφερειακή ένωση που τυχόν δημιουργηθεί και, ασφαλώς, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η γαλλική κοινή γνώμη είναι αρνητικά διακείμενη στο ενδεχόμενο τής συγκρότησης μιας τέτοιας οικονομικής οντότητας. Η κυβέρνηση το έχει αντιληφθεί αυτό και, όπως φαίνεται μετά την ευθανασία τής Φινεμπέλ, αποφάσισε να αποκλείσει την ιδέα τής δημιουργίας μιας περιφερειακής ένωσης που θα περιλάμβανε τη Γερμανία, αποκλείοντας συγχρόνως από αυτήν την Αγγλία (ή ακόμη και την δημιουργία μιας ένωσης που θα στρεφόταν ενάντια στα συμφέροντα τής τελευταίας)».
Και ο συντάκτης τού σημειώματος καταλήγει ως εξής: «Όσοι υποστηρίζουν την απελευθέρωση των συναλλαγών, με τον τρόπο που αυτή εφαρμόζεται σήμερα στο πλαίσιο τού OECE,[vi] δεν επικαλούνται κάποιους τεχνικούς λόγους συναφείς με την ευρωπαϊκή κατάσταση. […] Δεν είναι η διάσπαση των ευρωπαϊκών ατόμων εκείνη που θα απελευθερώσει το δυναμικό τής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές τής σημερινής πολιτικής φοβούνται ότι, αν δεν πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση των συναλλαγών, όπως απαιτεί η αμερικανική κυβέρνηση, εν όψει τής πραγματοποίησης τής δυτικοευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενδέχεται να διακοπεί η οικονομική βοήθεια τού σχεδίου Μάρσαλ. Οι πρωτεργάτες, λοιπόν, τής πολιτικής αυτής υποστηρίζουν ότι η Γαλλία πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο από τη χρηματοδότηση τού σχεδίου Μάρσαλ, η οποία, άλλωστε, προορίζεται για χώρες που έχουν σημειώσει ιδιαίτερα σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση τής οικονομικής απελευθέρωσης».[18]
Λίγο καιρό αργότερα, στις 9 Μαΐου τού 1950, η Γαλλία έκανε το βασικό βήμα για την οικοδόμηση μιας Ευρώπης με άξονα τη Γερμανία, ενδίδοντας στις οικονομικές απαιτήσεις τής Ουάσινγκτον. Η επιλογή τής ημερομηνίας έχει να κάνει με μια διαφορετική λογική από αυτή που πραγματεύεται το παρόν βιβλίο, αλλά είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί, γιατί καταρρίπτει τον μύθο περί μιας «ειρηνικής» ή «ρηξικέλευθης πρωτοβουλίας» τού Ρ. Σουμάν [19] — μύθο που στηρίχθηκε στα ψευδή απομνημονεύματα, για παράδειγμα, τού Ζ. Μονέ ή τού Ντ. Άτσεσον. Η ομιλία τού Σουμάν, όπου ο «πατέρας τής Ευρώπης» απευθύνει έκκληση για τη δημιουργία μιας κοινότητας άνθρακα και χάλυβα στη βάση τής «ισότητας δικαιωμάτων», σχετίζεται με διαφορετικό στάδιο τής διαδικασίας για την κατά προτεραιότητα ανοικοδόμηση τού Ράιχ και, πιο συγκεκριμένα, με τη (στενώς νοούμενη) ανασυγκρότηση τής Βέρμαχτ — ή, σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Μπονέ τον Μάρτιο τού 1949, με την αξιοποίηση, ενάντια στα «ρωσικά στρατεύματα», «τού πολεμικού δυναμικού που αντιπροσ[ώπευαν] οι παλιότερες και νεότερες γενιές τής Γερμανίας, οι οποίες βίωσαν από πρώτο χέρι την εμπειρία τού πολέμου» [20] (ας σημειωθεί εδώ ότι ο πόλεμος τής Κορέας, που αποτελεί την επίσημη αφετηρία για τον επανεξοπλισμό τής Γερμανίας, ξέσπασε στις 25 Ιουνίου τού 1950).
Στην πραγματικότητα, ο Σουμάν γνώριζε ότι στην ατλαντική διάσκεψη τού Λονδίνου, που είχε προγραμματιστεί για τις 10 Μαΐου τού 1950, ο αμερικάνοι, με τους άγγλους στο πλευρό τους, θα τον εξανάγκαζαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές τους, ενώ το Κε Ντ’Ορσέ εξέταζε ήδη, επί σειρά εβδομάδων, την προοπτική τής «ενσωμάτωσης τής Γερμανίας στη δυτική Ευρώπη» μέσω τής αναγνώρισης τής εφαρμογής τής «ίσης μεταχείρισης», όπως απαιτούσε η κυβέρνηση τής Ουάσινγκτον, «αλλά με την επιφύλαξη ότι η εν λόγω ισότητα θα αφορούσε περιορισμένα μόνο δικαιώματα», διατύπωση που ανακαλεί στη μνήμη τις οφθαλμαπάτες τού μεσοπολέμου. «Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μας έδινε τη δυνατότητα να κερδίσουμε χρόνο· θα δημιουργούσε δεσμεύσεις για τη Γερμανία· θα ικανοποιούσε τις ανησυχίες των ΗΠΑ, που επιθυμούν η Ευρώπη να προωθήσει περαιτέρω “την ολοκλήρωσή της”· θα διευκόλυνε την εξέταση τού ενδεχόμενου επανεξοπλισμού τής Γερμανίας· θα έδινε δυνατότητα για ελιγμούς». [21] Στην επόμενη φάση επρόκειτο να ενταθούν αυτοί οι ελιγμοί κωλυσιεργίας, χωρίς ωστόσο να σημειωθεί καμία ουσιαστική μεταβολή τής κατάστασης.
Κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά την επίσημη δρομολόγηση τού «σχεδίου Σουμάν», ο Μπονέ, πλειοδοτώντας σε αγγλοφοβικές κορώνες, δήλωνε ενθουσιασμένος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που ανατέθηκε στη Γαλλία. Η ψυχρολουσία ήρθε από το πρώην δεξί του χέρι στην Ουάσινγκτον, τον Αρμάν Μπεράρ, ο οποίος, παρ’ όλο που το καλοκαίρι τού 1941 έδειχνε να ενστερνίζεται την προοπτική τής αμερικανικής ηγεμονίας, εμφανιζόταν πλέον απρόθυμος ως προς την υλοποίησή της. Ως έμπιστος συνεργάτης, από το καλοκαίρι τού 1949, τού Αντρέ-Φρανσουά Πονσέ, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει καθήκοντα στη Βόννη (σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε), ο Μπεράρ επέδειξε τη συνήθη του οξυδέρκεια: η κυβέρνηση τού Παρισιού, έχοντας αποδεχτεί «την σε σημαντικό βαθμό ενίσχυση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που αναγνωρίστηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», παραιτήθηκε τής δυνατότητας περιορισμού τού δικαιώματος διαφωνίας τής τελευταίας· η Ουάσινγκτον «αναμένει με βεβαιότητα ότι δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ισότητα που για πρώτη φορά πρόσφατα αναγνωρίστηκε στη νέα Γερμανία».[22] Την ευθυγράμμιση τού αμερικανικού τύπου ανέλαβε ο Άτσεσον, ο οποίος ωστόσο αρνούνταν πεισματικά οποιαδήποτε συμμετοχή στην απόφαση τής 9ης Μαΐου. Σε αντίθεση, ο γερμανικός τύπος, στον οποίο παρασχέθηκε εν προκειμένω η δυνατότητα να σχολιάσει κατά το δοκούν τις εξελίξεις, διατυμπάνιζε «ότι η γαλλική πρόταση [ήταν] αποτέλεσμα τής αμερικανικής πίεσης και τής προσωπικής παρέμβασης τού κ. Άτσεσον», ανακοινώνοντας συγχρόνως ότι «η αναδιοργάνωση των οικονομιών θα οδηγ[ούσε] σύντομα στην επαναστρατικοποίηση τής Γερμανίας».
Σε όλες τις πρωτεύουσες ήταν κοινή η αντίληψη ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Γαλλία προσέφερε «στη Γερμανία […] μια ευκαιρία για την απόκτηση υπεροχής» και ότι η γερμανική πλευρά «[θα μπορούσε] να πετύχει μια ακόμα καλύτερη συμφωνία παίζοντας το εκβιαστικό χαρτί τής γερμανο-ρωσικής συμμαχίας» (κεντρικό µοτίβο τής «εκστρατείας τού γερμανο-αμερικανικού τύπου» στις ΗΠΑ).[23]
Ως συνήθως, η γαλλική κυβέρνηση ενέδωσε, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Βραχυπρόθεσμα, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η πρόκληση που αντιπροσώπευε η επιστροφή τού Ράιχ στη διεθνή διπλωματική σκηνή και, πιο συγκεκριμένα, η συμμετοχή του στη Διάσκεψη τού Παρισιού, που είχε συγκληθεί για τις 20 Ιουνίου τού 1950, προκειμένου να συζητηθεί το σχέδιο τής 9ης Μαΐου: «είναι η πρώτη φορά που εκπρόσωποι τής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας συμμετέχουν ως ίσοι σε μια διεθνή διάσκεψη, μαζί με αντιπροσωπείες τής γαλλικής και τής ιταλικής κυβέρνησης, καθώς και των κυβερνήσεων τού Μπενελούξ», σημείωσε με εκνευρισμό η Διεύθυνση Ευρώπης.[24] Όσο για το μέλλον, οι γάλλοι γνώριζαν ότι, παρά τους αλαλαγμούς χαράς τού Μονέ και των «αμερικανικών» του επιτελείων, δεν «ήλεγχαν» ούτε στο ελάχιστο την ΟΔΓ.
Ορισμένα από τα σημάδια τής ήττας και τής τιμωρίας τού Ράιχ — ο λεγόμενος «έλεγχος» τής αποστρατικοποίησης και τού αφοπλισμού — συνέχιζαν να υφίστανται κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την τριμερή συμφωνία τού Λονδίνου τού Ιουνίου τού 1948 μέχρι και τη σύναψη των συμφωνιών τής Ουάσινγκτον και τού Λονδίνου (στις 8 και 28 Απριλίου τού 1949, αντίστοιχα), οι οποίες συνέπεσαν χρονικά με την υπογραφή τού «ατλαντικού συμφώνου»: η «Στρατιωτική Υπηρεσία Ασφαλείας», η οποία μάλιστα δεν είχε μόνιμη έδρα, δεν ήταν παρά εκτόπλασμα, όπως άλλωστε ήταν και το «Καθεστώς» και η «Διεθνής Αρχή τής Ρουρ», η οποία ας σημειωθεί ότι επί ένα έτος είχε μόνο πλασματική ύπαρξη.[25] Ωστόσο, όπως παραδέχτηκε η Διεύθυνση Ευρώπης την 1η Ιουνίου τού 1950, οι εν λόγω θεσμικές διευθετήσεις επρόκειτο να καταργηθούν ως αντιβαίνουσες στην αρχή τής Gleichberechtigung [ίσης μεταχείρισης], χωρίς καν να χρειαστεί να υποβληθεί επισήμως αίτημα από την κυβέρνηση τής Βόννης: η ΟΔΓ εκτιμούσε ορθά τη σημασία τής αναγνώρισης εκ μέρους τής Γαλλίας τής αρχής τής «“Gleichberechtigung”, […] η οποία [θα σήμαινε] τη σταδιακή διάλυση τής Διεθνούς Αρχής τής Ρουρ και [θα καθιστούσε] δυνατή την αύξηση τής γερμανικής παραγωγής χάλυβα πέραν τού σημερινού ανωτάτου ορίου των 11 εκ. τόνων».[26]
Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε από τους γάλλους διπλωμάτες κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δρομολόγηση τής εν λόγω «πρωτοβουλίας». Η επίσημη υλοποίηση τού αμερικανικού σχεδίου για τον επανεξοπλισμό τής Γερμανίας — εξέλιξη που αποδόθηκε στον υποτιθέμενο «πανικό» που προκάλεσε το ξέσπασμα τού πολέμου στην Κορέα στις 25 Ιουνίου τού 1950 — επιβλήθηκε κατά την ατλαντική διάσκεψη που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους στη Νέα Υόρκη.[27]
Οι εξελίξεις αυτές σηματοδότησαν την επικράτηση τής αρχής τής «πλήρους ισότητας δικαιωμάτων», κεντρικό μοτίβο των αρχείων τού σχεδίου Σουμάν, καθώς και των αρχείων τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας (CED). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπήκε στη θέση του και το τελευταίο κομμάτι τού παζλ, όσον αφορά το σχέδιο για την επιβολή τής αμερικανικής κηδεμονίας, την οποία ο Ζαν Μονέ και ο «αμερικανικός» του περίγυρος έσπευσαν, κατά τρόπο πρωθύστερο, να «διεκδικήσουν»: «η Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα [οφείλει να] υπαχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο», που θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι «είτε το Στρασβούργο […,] — σημείο αναφοράς [που] θα διευκόλυνε στην επίλυση τού προβλήματος τού Σάαρ — […,] είτε η ατλαντική κοινότητα» μέσω τής πρόσδεσης στο «ατλαντικό σύμφωνο· το μεγάλο πλεονέκτημα που παρουσιάζει η επιλογή τού ατλαντικού πλαισίου είναι η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα που βεβαίως αποτελεί καθοριστικό παράγοντα».[28] Τα μέλη τού επιτελείου τού Μονέ δεν σταμάτησαν ποτέ να εξυμνούν εν χορώ τόσο το σχέδιο Σουμάν όσο και το σχέδιο ευρωπαϊκού στρατού, η υλοποίηση των οποίων, όπως υποστήριζαν, θα βοηθούσε «την αναδιοργανωμένη και ενωμένη Ευρώπη να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο», θα της επέτρεπε να αξιοποιήσει «τη στήριξη» που παρείχαν για την ανοικοδόμησή της «οι ΗΠΑ και ο αγγλοσαξονικός κόσμος», θα παρείχε τη δυνατότητα στο Παρίσι να διεκδικήσει «καθοδηγητικό-διευθυντικό ρόλο» κτλ., κτλ.[29]
Η βασική απαίτηση των γερμανών ή των συνήθων μεσολαβητών τους (τουτέστιν των μικρών χωρών τού Μπενελούξ με επικεφαλής την Ολλανδία) ήταν η εξάλειψη τού στίγματος τής ήττας τού 1945. Το αίτημα αυτό διατυπώθηκε, για παράδειγμα, κατά τις «συνεδριάσεις των επιτροπών περιορισμένης σύνθεσης» και τις συνομιλίες μεταξύ των έξι αντιπροσωπειών στο πλαίσιο των διασκέψεων για το σχέδιο Σουμάν που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούνιο τού 1950 και στη συνέχεια.[30] Το κλίμα που επικράτησε στις συζητήσεις αυτές λειτούργησε ως προάγγελος για το «Μνημόνιο που υποβλήθηκε […] στον κ. Μονέ, στις 13 Οκτωβρίου τού 1950, από τον κ. [Βάλτερ] Χάλσταϊν» — καθηγητή τής νομικής, ο οποίος, επί ναζιστικού καθεστώτος, κατείχε διάφορα πολιτικά καθήκοντα και αξιώματα (όπως, για παράδειγμα, αυτό τού «NS-Führungsoffizier με βαθμό αξιωματικού»), ενώ από την περίοδο 1950-1951 ασκούσε καθήκοντα οιονεί υπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση Αντενάουερ.[31] Το μνημόνιο με τίτλο «Κοινότητα Άνθρακα-Χάλυβα και Δίκαιο Κατοχής» έκανε θρύψαλα τα επιχειρήματα τής γαλλικής πλευράς, όσον αφορά τη διατήρηση των προνομίων της. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο επέκρινε «τις βασικές αντιφάσεις [Widersprüche] που υφίστ[αντο] μεταξύ τού δικαίου κατοχής και τού σχεδίου Σουμάν» και επικαλείτο, με κάθε ευκαιρία, την κυριαρχία και τα ίσα δικαιώματα «τής Γερμανίας»: σε αντιδιαστολή με το δίκαιο κατοχής και τις αρχές που διείπον τη Στρατιωτική Υπηρεσία Ασφαλείας, «το σχέδιο Σουμάν στηρίζεται στις αρχές τής οικονομίας και προβλέπει τη διατήρηση και αύξηση των υφιστάμενων παραγωγικών δυνατοτήτων».[32] Εν σώματι, οι παραγωγοί χάλυβα τής Ρουρ έσπευσαν σε βοήθεια, δηλώνοντας ότι επρόκειτο να στηρίξουν «ανεπιφύλακτα» το σχέδιο Σουμάν, «εφόσον όμως κατοχύρωνε την πλήρη ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ των εταίρων».[33]
Στα τέλη τού 1950, η κυβέρνηση τής Βόννης επιχείρησε να τρομοκρατήσει το Παρίσι, που ανησυχούσε ιδιαίτερα μήπως ενοχληθεί η Ουάσινγκτον, προφασιζόμενη ότι ο Αντενάουερ δυσκολευόταν να συγκεντρώσει πλειοψηφία στο Μπούντεσταγκ για την ψήφιση ενός σχεδίου που θα έδενε χειροπόδαρα τη διαμελισμένη χώρα. Η άποψη αυτή, η οποία εξακολούθησε να προβάλλεται και μετά την επικύρωση τού σχεδίου Σουμάν τον Ιανουάριο τού 1952,[34] αντιφάσκει προς το επιστολικό υλικό, όπου η γερμανική πλευρά αναγνώριζε τα τεράστια πλεονεκτήματα που απέρρεαν από το αποφασιστικό αυτό στάδιο εξάλειψης των συνεπειών τής ήττας.
Επιπλέον, το Παρίσι γνώριζε ότι οι αμερικάνοι δεν θα επέτρεπαν στην ΟΔΓ να αμφισβητήσει την επιλογή τους, όσον αφορά τη μορφή που θα έπαιρνε η οριστική της επανένταξη στη διεθνή κοινότητα. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μπαίνοντας στο παιχνίδι των λεονταρισμών απέναντι στον «προαιώνιο εχθρό», εντάχθηκε στον καταμερισμό των καθηκόντων που ανέθεσαν οι ΗΠΑ στα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ηγέτης τού SPD Κουρτ Σουμάχερ μπορούσε αφενός να κατηγορεί για ενδοτισμό τον «καγκελάριο των συμμάχων» και αφετέρου να εξαπολύει μύδρους κατά τής Γαλλίας, που είχε το θράσος να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρχή τής «ισότητας των δικαιωμάτων» και η οποία επιβουλευόταν το κρατίδιο τού Σαρ — μαξιμαλιστική ρητορική που δεν είχε πάψει να θεωρείται ανεπίτρεπτη για την κυβερνώσα δεξιά, η οποία στελεχωνόταν σε μεγάλο βαθμό από άτομα που είχαν υπηρετήσει το ναζιστικό καθεστώς.[35]
Η Ουάσινγκτον έσερνε τον χορό των εξελίξεων τόσο στη Βόννη όσο και στο Παρίσι, όπου, για παράδειγμα, ο Ουίλιαμ Τόμλινσον, — εκπρόσωπος τού υπουργείου οικονομικών στην αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι, αυστηρός επιτηρητής τής γαλλικής οικονομίας και, όπως και ο Ντ. Μπρους, στενός φίλος τού Μονέ — είχε αναλάβει την παρακολούθηση τού προγράμματος εργασιών τού σχεδίου Σουμάν.[36] Στα τέλη Φεβρουαρίου τού 1951, ο Πφέρντμενγκες — «τραπεζίτης τής Κολωνίας, ο στενότερος σύμβουλος και προσωπικός φίλος τού ομοσπονδιακού καγκελάριου» και, όπως και ο ομόλογός του τής Ντόιτσε Μπανκ Χέρμαν Αμπς, που επίσης έγινε «οικονομικός σύμβουλος τού Αντενάουερ», εθνικοσοσιαλιστής και βαθιά αναμεμιγμένος στη διαδικασία «αριοποίησης» επί χιτλερικού καθεστώτος[37] — αναφέρθηκε, σε κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον οικονομικό επιθεωρητή Πολ Λερουά-Μπολιέ (ο οποίος, μαζί με τον φίλο του Κουβ ντε Μιρβίλ, είχαν εγκαταλείψει το Βισί το 1943), στο ταξίδι που πραγματοποίησαν «οχτώ βουλευτές τού Μπούντεσταγκ» στις ΗΠΑ. Η περιοδεία, η οποία «ωφέλησε ιδιαίτερα τον κ. Όλενχαουερ», τον αντιπρόεδρο τής κοινοβουλευτικής ομάδας τού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, έδειξε στους βουλευτές τού SPD ότι «όλοι οι αμερικανοί συνομιλητές τους ενδιαφέρονταν ειλικρινά για την επιτυχία τόσο τού σχεδίου Σουμάν όσο και τού όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος· [ήταν], επομένως, λυπηρό το γεγονός ότι ο Σουμάχερ δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο ταξίδι, διότι διαφορετικά θα αντιλαμβανόταν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολιτική τού δρ. Αντενάουερ προσελκύει τη μέγιστη δυνατή συμπάθεια και υποστήριξη προς τη Γερμανία».[38] Τον Μάρτιο τού ίδιου έτους, το SPD κατέβαλε, λοιπόν, σημαντικές προσπάθειες «προκειμένου να κινηθεί η συζήτηση σε πολύ συντηρητικές κατευθύνσεις και να αποφευχθεί η ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας η οποία θα μπορούσε να ενοχλήσει τον δρ. Αντενάουερ».[39] Ωστόσο, η κούρσα πλειοδοσίας στην οποία ενεπλάκησαν τα γερμανικά κόμματα έφερε στο φως αυτό που η γαλλική κυβέρνηση προσπαθούσε να καταχωνιάσει στα άδυτα τής «απόρρητης» ή «εμπιστευτικής» αλληλογραφίας, δηλαδή όχι μόνο το μέγεθος τής ενδοτικότητάς της στο ζήτημα τής οικονομίας, αλλά και το γεγονός ότι γνώριζε ότι επρόκειτο να αποφυλακιστούν πρόωρα οι εγκληματίες πολέμου, πράγμα για το οποίο πίεζε η CED,[vii] που μέλημά της δεν ήταν μόνο η ευόδωση τού σχεδίου Σουμάν.[40]
Η επιστροφή τού καρτέλ τού 1926 και οι άνθρωποι-κλειδιά του
Το γαλλικό κράτος, το «ευρωπαϊκό-γερμανικό» καρτέλ και η προστασία τού εθνικού κεφαλαίου
Έχοντας ενδώσει στην απαίτηση των ΗΠΑ να «ενσωματωθεί η ΟΔΓ» σε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά, κινητήρια δύναμη τής οποίας θα ήταν η βαριά βιομηχανία, η Γαλλία αναβίωσε στη συνέχεια την παλαιά και ισχυρή παράδοση τού γαλλογερμανικού «διμερισμού», που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια τού 20ού αιώνα. Για την περίοδο έως το 1949, τα αρχεία καταδεικνύουν ότι μέλημα τής γαλλικής πλευράς ήταν να «κερδηθεί χρόνος», ώστε να καθυστερήσει η ανάληψη τής πρωτοκαθεδρίας από το Ράιχ. Ωστόσο, μετά τον θρίαμβο τής πολιτικής την οποία η κυρίαρχη ιστοριογραφία χαρακτηρίζει «συνετή» και επιτυχημένη, έγινε περισσότερο έκδηλη η βαθιά ριζωμένη τάση της για την αποδοχή τής γερμανικής ηγεμονίας. Στην περίοδο τής ΕΚΑΧ, το Παρίσι συνέχισε βεβαίως να επιζητά την εύνοια τής Ουάσινγκτον, ενδιαφερόταν όμως να καλοπιάνει και την Γερμανία, καθώς ήταν βέβαιο ότι η εν λόγω «κοινή αγορά» θα επισφράγιζε την επιστροφή τής Γερμανίας στην ηγεσία τής Ευρώπης.
Το επόμενο φθινόπωρο, το υπουργείο εξωτερικών παραδέχτηκε ανοιχτά την ασυμβατότητα που υφίστατο μεταξύ τής διεθνούς Αρχής τής Ρουρ [AIR] και τής ΕΚΑΧ, καθώς επίσης και τις «δυσχέρειες που προκαλούσε η σύγχρονη λειτουργία τους», ενώ συγχρόνως κινητοποίησε τις νομικές και οικονομικές υπηρεσίες του σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν οι συνέπειες τής αρχής τής Gleichberechtigung, την οποία όμως, όπως αναφέρθηκε, η γαλλική πλευρά είχε αποδεχτεί ήδη από τις 9 Μαΐου τού 1950.[41] Τα νάζια για την υποτιθέμενη ανάγκη «εξεύρεσης μιας φόρμουλας που θα έσωζε τα προσχήματα σε περίπτωση που οι γερμανοί έκαναν δημόσια γνωστό αυτό το στοιχείο [τ.έ. την εν λόγω ασυμβατότητα]» δεν κράτησαν για πολύ.[42] Τον Ιανουάριο τού 1951, το Κε Ντ’Ορσέ δεν έβλεπε πλέον τον λόγο να ενοχλεί τους γερμανούς με αυτό το εκτόπλασμα, που «δεν διέθετε [καν] την απαραίτητη ισχύ, προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση των γερμανικών εξαγωγικών προτάσεων», και αποδέχτηκε το μοιραίο.[43] Η συνθήκη τού Παρισιού τής 18ης Απριλίου 1951, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, προέβλεπε ότι η AIR θα έπαυε να υφίσταται από τη στιγμή τής συγκρότησης τής Ανωτάτης Αρχής τής ΕΚΑΧ. Επιπλέον, η ερμηνεία τής συνθήκης υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών καθησύχασε τις ανησυχίες τής ΟΔΓ για την τύχη τού κρατιδίου τού Σαρ.[44]
Με το πέρασμα των χρόνων, τα αρχεία γέμισαν με επιστολές που τεκμηριώνουν το γεγονός τής προσαρμογής τού γαλλικού κρατικού μηχανισμού στις υποτιθέμενα αναπόδραστες επιταγές τής ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό την ηγεσία τής Γερμανίας. Στις 5 Ιανουαρίου τού 1953, ένα σημείωμα τής Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων τού Κε Ντ’Ορσε [DAFE] ανήγγειλε τις νομισματικές συνέπειες τής επικείμενης απελευθέρωσης τής αγοράς άνθρακα και χάλυβα για τις έξι χώρες τού σχεδίου Σουμάν: κρινόταν αναγκαία η μετάβαση από «τη δυνατότητα μεταφοράς συναλλάγματος μέσω τής Ευρωπαϊκής Ένωσης πληρωμών στην πλήρη νομισματική μετατρεψιμότητα», με εφαρμογή και στην περίπτωση τής «μεταφοράς κεφαλαίων»· «είναι αναγκαία η εναρμόνιση τής κοινωνικής και δημοσιονομικής νομοθεσίας, όπως επίσης και τής πιστωτικής πολιτικής»· επιπλέον, πρέπει να καθίσταται «αδύνατη οποιαδήποτε υποτίμηση, ήτοι απαιτείται η πρόσδεση των νομισμάτων στο ίδιο νόμισμα αναφοράς (το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το γερμανικό μάρκο, λόγω τής κυρίαρχης θέσης τής Γερμανίας μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών)». Τα ίδια έλεγε και η Τράπεζα τής Γαλλίας για το μεγάλο αυτό σχέδιο ηγεμονίας τού γερμανικού μάρκου,[45] που δεκαετίες αργότερα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί υπό τη διπλή πίεση τής Βόννης και τής Ουάσινγκτον, έχοντας μετονομαστεί σε «ευρώ».
Προκειμένου να πειστεί η γαλλική αλλά και «η αμερικανική κοινή γνώμη», το Παρίσι δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι «από κάθε άποψη το σχεδιαζόμενο σύστημα [βρισκόταν] στον αντίποδα των καρτέλ». Ένα σημείωμα με ημερομηνία 9 Μαΐου 1950 τής DAFE, όπου αφιερώνονται τρεις σελίδες στο θέμα αυτό, προκαλεί θυμηδία.[46] Το εν λόγω κείμενο προηγείται των πρακτικών μιας συνεδρίασης που έλαβε χώρα μεταξύ ανώτερων υπαλλήλων την επομένη, στις 10 Μαΐου, και κατά την οποία ειπώθηκε ότι το σχέδιο Σουμάν δεν ήταν παρά ένα νέο καρτέλ χάλυβα.
Ο Μονέ, στην ομιλία του τής 18 Ιουλίου 1951 προς τα μέλη τού Εμπορικού Επιμελητηρίου τού Παρισιού — η οποία ομιλία διανθίστηκε με μισές αλήθειες και τερατώδη ψέματα τού τύπου «με το σχέδιο Σουμάν θα διατηρηθεί η [κεφαλαιακή] αποσυγκεντροποίηση τής Ρουρ» — παραδέχτηκε το γεγονός τής ανασύστασης τού καρτέλ. Ο μόνος λόγος για τον οποίο συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο μια «απαγορευτική ρήτρα για τις διεπιχειρησιακές συμφωνίες για τον έλεγχο των τιμών, τη μείωση τής παραγωγής, τη διανομή των αγορών […] » ήταν για να ικανοποιηθεί η Ουάσινγκτον. «Σας δηλώνω ειλικρινά ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για την εξασφάλισης χρηματοδοτικής στήριξης από τις ΗΠΑ. […] Είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με την κατάσταση στην Αμερική, με τον τρόπο που λειτουργεί το Κογκρέσο, ώστε να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι, εάν το προβλεπόμενο σύστημα επέτρεπε τέτοιους είδους συμφωνίες, δεν θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε την υποστήριξη των Η.Π.Α. Αυτό ας μείνει μεταξύ μας. Έτσι έχουν δυστυχώς τα πράγματα […]» κ.τ.λ. κ.τ.λ.[47]
Ο Σουμάν επαναλάμβανε την ίδια επωδό, διανθίζοντάς την με άλλα μοτίβα τής μόδας, όπως για παράδειγμα την επίκληση τού σοβιετικού μπαμπούλα και την έκφραση αγανάκτησης για τις «σκανδαλώδεις» κατηγορίες για τάσεις «ουδετερισμού» (οι οποίες διαδίδονταν από τους βρετανούς, που είχαν τεθεί εκτός διαδικασίας). Στις 20 Σεπτεμβρίου τού 1950, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη, που πραγματοποιήθηκε μάλλον σε σχέση με τον (κατά κυριολεξία) επανεξοπλισμό τής ΟΔΓ, παρά σε σχέση με το ευρωπαϊκό καρτέλ τής βαριάς βιομηχανίας, ο Σουμάν πήρε όρκο ενώπιον τής American Commitee on United Europe[viii] (τον προσωπικό του «χορηγό») ότι από το σχέδιο θα προέκυπταν μόνο αμοιβαία οφέλη: «πρέπει να τεθεί τέρμα στον επιζήμιο ανταγωνισμό [ομολογία σύστασης καρτέλ], όπως επίσης και στις αντιθέσεις που προκάλεσαν το αιματοκύλισμα τής Ευρώπης. Λαμβανομένης υπόψη τής ανάγκης για κοινή άμυνα και δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα ουδετερότητας, θεωρούμε ότι η Ευρώπη οφείλει να οικοδομηθεί σε κλίμα ειρήνης. Δεν θέλουμε, δεν μπορούμε να είμαστε ουδέτεροι, έχουμε κάνει την επιλογή μας. […] Το σχέδιό μας είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο τού καρτέλ. Εμείς, αντιθέτως, επιθυμούμε να ενθαρρύνουμε την επιχειρηματικότητα και το πνεύμα τού ανταγωνισμού. Επιπλέον, δεν τίθεται θέμα κρατικοποιήσεων, οι επιχειρήσεις θα παραμείνουν ελεύθερες».[48]
Οι κλίκες που απαρτίζονταν από τους ανθρώπους τού καρτέλ τού 1926 δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους για την επιστροφή στην πεπατημένη — ειλικρινής αντίδραση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την καθημερινή προπαγάνδα για τον «επαναστατικό» και «αντι-καρτελικό» χαρακτήρα τού «σχεδίου Σουμάν». Όπως επισήμανε το 1951 ο σύγχρονος των γεγονότων Ζ.Ζ. Λεντερέρ («ευρωπαϊστής», αλλά ιδιαίτερα καυστικός στις παρατηρήσεις του για την περίοδο τού μεσοπολέμου), «αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτό το σχέδιο, οι βιομήχανοι, με λυμένα πια τα χέρια για νέες κολεγιές, δεν θα διέκοπταν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, παρά μόνο αφού θα είχε δημιουργηθεί ένα νέο καρτέλ».[49]
Ωστόσο, η ανασύσταση τού καρτέλ ήταν η άμεση απόρροια «αυτού τού σχεδίου», όπως παραδέχτηκε ήδη τον Φεβρουάριο τού 1951 ο ολλανδός δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός Γίτα. Σε συνεστίαση στην οποία συμμετείχαν πολιτικές και οικονομικές προσωπικότητες, ο Γίτα μίλησε εκθειαστικά για «τα προπολεμικά καρτέλ, τα οποία, παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς, δεν παύουν να έχουν τη χρησιμότητά τους. Άλλωστε και το ίδιο το σχέδιο Σουμάν έχει τον χαρακτήρα ενός διεθνούς καρτέλ βασισμένου στον προστατευτισμό. Η Ανώτατη Αρχή που προβλέπεται από το σχέδιο θα μεριμνά για την προστασία μάλλον συγκεκριμένων βιομηχανικών συμφερόντων, παρά για την προαγωγή των συλλογικών συμφερόντων τής ευρωπαϊκής κοινότητας».[50]
Η προσέγγιση αυτή, ιδιαίτερα προσφιλής στο χρηματιστικό κεφάλαιο, υιοθετήθηκε άμεσα από το γαλλικό κράτος. Σε συνεδρίαση που έγινε στις 10 Μαΐου 1950 στο υπουργείο εξωτερικών, οι παρευρεθέντες ανώτατοι υπάλληλοι συνέκλιναν στο ότι το σχέδιο Σουμάν θα αποτελούσε την επισφράγιση «μιας συμφωνίας [ανάμεσα] στη γερμανική [και] τη γαλλική βιομηχανία χάλυβα στη βάση των τρεχόντων δεδομένων παραγωγής, λαμβανομένου υπόψη τού ότι, κατά μέσο όρο, η αξία τής γαλλικής βιομηχανίας χάλυβα είναι ανάλογη με εκείνη τής γερμανικής».[51] Ένα μακροσκελές «σημείωμα για το σχέδιο κοινής εκμετάλλευσης των βασικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών» τεκμηρίωνε την άμεση συνέχεια ανάμεσα στο εν λόγω σχέδιο και τις «αναγκαίες εθνικές και διεθνείς συμφωνίες και συμπράξεις», που είχαν συναφθεί «πριν από τον πόλεμο τού 1914», για την «αντιμετώπιση των [ολέθριων] συνεπειών τής οικονομικής συγκυρίας […] στον κλάδο τού χάλυβα» και «την εξάλειψη των γενικευμένων αρνητικών επιπτώσεων τού ανταγωνισμού, που απέρρεαν από τις καταστροφικές για τις εξαγωγές πρακτικές τού ντάμπινγκ».
Η νέα φόρμουλα αποτελούσε σημαντική βελτίωση σε σχέση με εκείνη τού παλιού καρτέλ, καθώς τόσο ο άνθρακας όσο και το σιδηρομετάλλευμα υπολογίζονταν ότι αντιστοιχούσαν στο «1/3 τού κόστους παραγωγής […] χυτοσιδήρου [… .] Επομένως, θα ήταν λογικό μια τέτοια συμφωνία να συμπληρωθεί από μία πρόσθετη συμφωνία για τον άνθρακα. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο στο παρελθόν, σήμερα όμως πρέπει να θεωρηθεί ως η ραχοκοκαλιά τής συμφωνίας στον τομέα του χάλυβα. Η κοινή εκμετάλλευση τού γαλλικού σιδηρομεταλλεύματος και τού οπτάνθρακα τής Ρουρ φαίνεται λοιπόν να υπαγορεύεται από την οικονομική γεωγραφία».[52] Ωστόσο, όπως θα δούμε, τόσο η διατήρηση τής «αποσυγκεντροποίησης τής Ρουρ» όσο και η διατήρηση τής αναφοράς στα «τρέχοντα επίπεδα παραγωγής» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ευσεβείς πόθοι.
Γαλλική εργοδοσία και «ευρωπαϊκές» λύσεις
Επομένως, πίσω από το «αμερικανικό» σκεπτικό τής γαλλικής πρωτοβουλίας τής 9ης Μαΐου τού 1950 βρίσκονταν τα εξής δυο στοιχεία: (1) το ενδιαφέρον για την αναθέρμανση των γαλλο-γερμανικών σχέσεων τής περιόδου τού μεσοπολέμου και τής Κατοχής· και (2) ο «ποιμαντικός» ρόλος που ανέκαθεν διαδραμάτιζε το γαλλικό κράτος όσον αφορά την προστασία τού ιδιωτικού κεφαλαίου και δη τού γαλλογερμανικού ιδιωτικού κεφαλαίου (φαινόμενο που ναι μεν πήρε ακραίες διαστάσεις επί καθεστώτος Βισί, αλλά συνέχισε να υφίσταται επί των ημερών τού διαδόχου δημοκρατικού καθεστώτος). Η τεράστια δημόσια χρηματοδότηση — είτε επρόκειτο για άμεση, είτε για έμμεση (κυρίως μέσω τού χαμηλού κόστους τού άνθρακα, που είχε πλέον περιέλθει στον έλεγχο τού κράτους), είτε τέλος για φορολογική χρηματοδότηση — τού ιδιωτικού τομέα παραγωγής χάλυβα διογκώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη δημιουργίας τής «κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα» (Φεβρουάριος-Μάιος 1953), εξέλιξη που οδήγησε και στην οριστική εξάλειψη κάθε κινδύνου «εθνικοποίησης» τού τομέα (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση τής Γερμανίας).
Στα τέλη Απριλίου τού 1955 ένας ανώτερος υπάλληλος τού υπουργείου εξωτερικών επισήμανε το γεγονός ότι, πέραν των πλουσιοπάροχων αυτών κρατικών επιδοτήσεων στον ιδιωτικό τομέα, η υπουργική απόφαση τής 16ης Ιουνίου τού 1954 προέβλεπε επιπλέον «εξαγωγικές ενισχύσεις όσον αφορά τις πωλήσεις προς χώρες μη-μέλη τής ΕΚΑΧ». Επιφέροντας κόστος 7 δισ. φράγκων στον κρατικό προϋπολογισμό, οι εν λόγω ενισχύσεις, που όπως είναι προφανές είχαν ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση των φορολογουμένων, έθεταν σε κίνδυνο συνολικά το γαλλικό «εξαγωγικό εμπόριο», διότι οδήγησαν τους χαλυβουργικούς ομίλους να αναπτύξουν τις εξαγωγές χάλυβα προς χώρες εκτός τής ΕΚΑΧ: σε μέσα μηνιαία επίπεδα, οι εν λόγω εξαγωγές αυξήθηκαν από 285.000 τόνους το 1953 σε 369.000 τόνους το 1954, ενώ ανήλθαν στους 511.000 τόνους κατά το δεύτερο εξάμηνο τού 1955. «Όσον αφορά δε τις χώρες εισαγωγής στις οποίες σημειώνεται έλλειψη φράγκων, η αύξηση αυτή των πωλήσεων προϊόντων χάλυβα καθιστά δυσχερέστερη την προώθηση σε αυτές προϊόντων που ενσωματώνουν περισσότερη εργασία και των οποίων η πώληση είναι πιο συμφέρουσα για το σύνολο τής γαλλικής κοινωνίας».
Οι εν λόγω «εξαγωγικές ενισχύσεις [δεν αντιστοιχούσαν] στις πραγματικές ανάγκες τής «γαλλικής χαλυβουργίας», καθόσον «οι τιμές των αγορών εκτός ΕΚΑΧ [είχαν] διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα από το καρτέλ των Βρυξελών» (τ.έ. το διεθνές εξαγωγικό καρτέλ χάλυβα, η ανασύσταση τού οποίου τοποθετείται χρονικά μεταξύ τής περιόδου Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 1953 και τής ημερομηνίας δημιουργίας τής «κοινής αγοράς»).[53] «Μετά το τέλος τού πολέμου και κυρίως μετά την εγκαθίδρυση τής κοινής αγοράς, [η βιομηχανία χάλυβα έτυχε] ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους βιομηχανικούς κλάδους, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων, όσο και σε επίπεδο φορολογίας, μεταφορών, πιστώσεων κ.λπ. (ως παραδείγματα μπορούν, μεταξύ άλλων, να αναφερθούν: η αναδιάρθρωση των δανείων που χορηγήθηκαν από το FME [Ταμείο εκσυγχρονισμού & εξοπλισμού], η χορήγηση ενίσχυσης για την απόκτηση τού ορυχείου Χάρπεν [στη Ρουρ], η εξίσωση των τιμών νικελίου, η ηλεκτροδότηση τής σιδηροδρομικής γραμμής Τιονβίλ-Δουνκέρκης, η χρηματοδότηση των έργων μετατροπής στα ανθρακωρυχεία τού Centre-Midi, η μείωση των τιμών τού άνθρακα με επιδοτήσεις προϋπολογισμού, η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε στην κεφαλαιαγορά η Ένωση Βιομηχανίας Χάλυβα κ.ο.κ.)»[54] Παρ’ όλ’ αυτά οι ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων συνέχισαν να κρούουν τον κώδωνα τού κινδύνου για την παγίδα τού «κρατισμού» και να καταγγέλλουν τον «παρεμβατισμό» τής Ανώτατης Αρχής (συνεχίζοντας μια παράδοση τόσο παλιά όσο και η κρατική τους χρηματοδότηση).
Μετά την απελευθέρωση, περιορίστηκε μεν ο αποκλειστικός χαρακτήρας των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ, οι σχέσεις όμως αυτές συνέχισαν να είναι καθοριστικές. Όπως και στην προηγούμενη μεταπολεμική περίοδο, οι αμερικάνοι, επιθυμώντας να διατηρήσουν την ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων όσον αφορά τη σφαίρα επιρροής τους στην Ευρώπη,[55] μπόρεσαν αφενός να τους απαλλάξουν από τον κίνδυνο των εκκαθαρίσεων και αφετέρου, στις περισσότερες περιπτώσεις, να αποτρέψουν το ενδεχόμενο των εθνικοποιήσεων. Οι γάλλοι μεγαλοεργοδότες, οι οποίοι για μεγάλο διάστημα έβλεπαν «στο πρόσωπο τού Χίτλερ τον προστάτη των χρηματοκιβωτίων τους», δεν έπαψαν ποτέ, μετά το Στάλινγκραντ, «να θεωρούν ότι οι αμερικανοί ή οι βρετανοί στρατιώτες θα έπρεπε, εκ των πραγμάτων, να τεθούν στην υπηρεσία τους σε περίπτωση νίκης των μπολσεβίκων».[56] Κατά τον χρόνο σύνταξης τού παρόντος βιβλίου, έχει καταστεί οριστική η μεταβίβαση τής εμπιστοσύνης τους στην αμερικανική «κοινωνικοπολιτική ασπίδα».[57] Ωστόσο, όπως εκτιμά ο βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Βίνεν, «ο ενθουσιασμός τους για την Αμερική άρχισε να φθίνει από τη δεκαετία τού ’50»: έχοντας απαλλαγεί οριστικά από τους φόβους τού 1944, «δεν αισθάνονταν ότι είχαν την ίδια ανάγκη εξωτερικής προστασίας απέναντι στον εσωτερικό εχθρό».[58]
Η επιστροφή στην παράδοση τής γαλλογερμανικής συνεργασίας από πλευράς τού Εθνικού Συμβουλίου τής Γαλλικής Εργοδοσίας (CNPF, διαδόχου οργανισμού τής CGPF), την προεδρία τού οποίου ανέλαβε ο Ζορζ Βιλιέ και όπου η μεταλλουργική βιομηχανία συνέχισε να έχει την πρωτοκαθεδρία, υπάκουε λοιπόν σε μια μακροπρόθεσμη λογική. Η τάση αυτή, που κατέστη ιδιαίτερα αισθητή από τη διετία 1947-1948, εδραιώθηκε με τον ολοένα και σημαντικότερο ρόλο που κλήθηκε να διαδραματίσει στο πλαίσιο τού εν λόγω οργανισμού ο απεσταλμένος τής «Επιτροπής Χυτηρίων»[ix] Φρανσουά Πονσέ. Την εποχή που διατελούσε «κύριος οικονομικός σύμβουλος στη γαλλική ζώνη [κατοχής]», δεν έχανε την ευκαιρία να στηλιτεύει το «καθεστώς κατοχής», το οποίο θεωρούσε ότι δέσμευε υπερβολικά τη δυτική Γερμανία. Αυτό ωστόσο δεν τον απέτρεψε από το να αναλάβει το αξίωμα τού ανωτάτου (πολιτικού) αρμοστή τον Ιούνιο τού 1949. Υπηρετώντας στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ από τον Αύγουστο τού ίδιου έτους, ο Φρανσουά Πονσέ προωθούσε με κάθε τρόπο και προς κάθε κατεύθυνση τις γαλλογερμανικές συμμαχίες μεταξύ των παραγωγών χάλυβα. Τον Οκτώβριο τού 1949, ο συνεργάτης του Α. Μπεράρ, που ήταν λιγότερο γερμανόφιλος και ο οποίος δεν έκρυβε την αντιπάθειά του για τον προϊστάμενό του, σχολίασε την εν λόγω τακτική ως εξής: «[Ο Φ. Πονσέ] θεωρεί ότι ο γερμανικός λαός είναι τόσο δραστήριος και ενεργητικός, ώστε είναι μάταιο να του αντισταθούμε. Είναι επόμενο λοιπόν να επιδιώκει τη συνεννόηση, όπως έκανε και προ δεκαετίας».[59]
Η προκλητικότητα των δηλώσεων τού Φρανσουά Πονσέ αντικατόπτριζε το γεγονός ότι ήδη από το καλοκαίρι τού 1947 οι γερμανοί παραγωγοί χάλυβα είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή διμερών μυστικών διαπραγματεύσεων, προκειμένου, όπως επισημαίνει ο Τζίλιγχαμ, να αντικρούσουν τη συμμαχική «εκστρατεία παροπλισμού» [των γερμανικών εργοστασίων].[60] Στην πραγματικότητα, οι βαρόνοι τής Ρουρ δεν διέτρεξαν ποτέ κίνδυνο, παρά την επιχείρηση καταστροφής δυτικογερμανικών «πολεμικών βιομηχανιών» που, μετά το 1945, προοριζόταν απλώς να δημιουργήσει κλίμα εσωτερικής συναίνεσης ενάντια στην υποτιθέμενη αυτή μάστιγα. Οι όποιοι κίνδυνοι εξανεμίστηκαν με την επίσημη έναρξη τού σχεδίου Μάρσαλ, καθώς το άρθρο 115 τού νόμου για την ECA,[x] που ψηφίστηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο στις 3 Απριλίου τού 1948, απαγόρευε τον παροπλισμό των εργοστασίων με το σκεπτικό ότι η συμβολή τής γερμανικής παραγωγής θα είχε ζωτική σημασία για την «ευρωπαϊκή ανάκαμψη».[61] Παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό, οι προσπάθειες που αναλήφθηκαν το 1947 για την επανέναρξη των συναλλαγών όσον αφορά τον οπτάνθρακα τής Ρουρ και το σιδηρομετάλλευμα τής Λορένης αποτελούσαν τόσο ένδειξη «απόρριψης τού σιδηρουργικού σωβινισμού τής περιόδου 1914-1918» όσο και ανάπτυξης «ενός νέου διεθνισμού» μεταξύ των γερμανών παραγωγών χάλυβα.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αποκαταστάθηκε η συνέχεια των γαλλογερμανικών σχέσεων, πράγμα που έγινε προφανές μετά την επιστροφή τής «ομαλότητας» στη Ρουρ το καλοκαίρι τού 1948. Τον Σεπτέμβριο, «οι μεγαλύτεροι γάλλοι βιομήχανοι» συναντήθηκαν με τους ομολόγους τους στην πόλη Έσεν για να συζητήσουν την «ανάπτυξη στενότερων χρηματοοικονομικών δεσμών» μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, προς το τέλος τού ίδιου χρόνου, η φορτικότητα των γάλλων συνομιλητών έδειχνε να μεγαλώνει χέρι-χέρι με την επιφυλακτικότητα των γερμανών, καθώς ο νεότοκος «διεθνισμός» των τελευταίων φάνηκε να εξανεμίζεται μετά την επίσημη ανάκτηση εκ μέρους τους τού ελέγχου τής Ρουρ. Εν πάση περιπτώσει, τα διάφορα σχέδια συμπράξεων που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών αποτέλεσαν τα προεόρτια τής «πρωτοβουλίας Σουμάν». Οι επαφές και οι συζητήσεις εντατικοποιήθηκαν εξαιτίας τής ραγδαίας αύξησης τού φαινομένου τής υπερπαραγωγής που σημειώθηκε μεταξύ τής άνοιξης τού 1949[62] και τής έναρξης τού πολέμου τής Κορέας, γεγονός που εκλήφθηκε ως θείο δώρο.
Ο ακαδημαϊκός «ευρωπαϊσμός» θεωρεί την ευρωπαϊκή ένωση αποκλειστικό δημιούργημα των «πατέρων τής Ευρώπης», οι οποίοι μάλιστα παρουσιάζονται ως αξιέπαινοι ειρηνιστές των αγορών. Ο εν λόγω μύθος φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τους κοπετούς των γάλλων βιομηχάνων χάλυβα για τις βαριές ζημιές που υπέστησαν λόγω τού κρατικο-διοικητικού παρεμβατισμού και αυταρχισμού και για την καταστροφή των βιομηχανιών τους, ως συνέπεια τής εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν· υποστηρίζεται, επιπλέον, ότι το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε για τη γνώμη των «ενδιαφερομένων», οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν εκδηλώσει δημόσια την εναντίωσή τους σε αυτό το αμιγώς πολιτικό σχέδιο.[63]
Αντιθέτως, η αλληλογραφία τού Κε Ντ’Ορσέ καταγράφει «τις πιέσεις κύκλων τής γερμανικής βιομηχανίας χάλυβα, που έβρισκαν πρόθυμους υποστηρικτές στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση».[64] Κατ’ επιβεβαίωση τής μακράς παράδοσης τής επιλεκτικής «ταξινόμησης», οι επιστολές που έκαναν σαφή αναφορά στους δεσμούς μεταξύ γαλλικού κράτους και βαριάς βιομηχανίας αφαιρέθηκαν από το αρχείο, ενώ διατηρήθηκαν τα στοιχεία εκείνα που καταγράφουν τις αντιρρήσεις των επαγγελματικών και εμποροβιομηχανικών επιμελητηρίων των περιοχών με βαριά βιομηχανία (κατά τον ίδιο τρόπο, από τα αρχεία τής δεκαετίας τού 1930 τής Škoda έχουν αφαιρεθεί έγγραφα από τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν ενδείξεις ενοχής σε βάρος των Σνάιντερ).[65]
Ωστόσο, από τα διασωθέντα έγγραφα γίνεται αντιληπτό ότι, για την προώθηση των στόχων της και στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου καταμερισμού εργασίας, η Επιτροπή χυτηρίων χρησιμοποιούσε, πέραν των γνωστών έμπιστων βοηθών τύπου Φρανσουά Πονσέ, και άλλα αθύρματα, που μάλιστα προέρχονταν από τον χώρο τής αριστεράς. Πράγματι, οι μεγαλοσυνάρχες κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες, κυρίως μετά την ταραχώδη περίοδο τής διετίας 1934-1935, για την εξασφάλιση τής υποστήριξης τού πολιτικού και συνδικαλιστικού βραχίονα τής αντικομμουνιστικής αριστεράς (τού SFIO[xi] και τής [τότε] CGT, αντίστοιχα)· το εγχείρημά τους στέφθηκε με επιτυχία και μπορούσαν πλέον να προσφεύγουν στις υπηρεσίες έμπιστων ανθρώπων, όπως για παράδειγμα τού Αντρέ Φιλίπ.[66] Eνίοτε προπολεμικά, αλλά οπωσδήποτε μετά τον πόλεμο, το SFIO (όπως και το MRP[xii]) ήταν κόμμα έντονα προσανατολισμένο στον στόχο τής ισχυροποίησης τής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, πράγμα που ίσχυε και για τη συνδικαλιστική του οργάνωση, την Force ouvrière [FO], που ναι μεν εμφανίστηκε ως διάδοχος των «συνασπισμένων» τού Ζουό, αλλά είχε ιδρυθεί χάρη στις προσπάθειες των αμερικάνων.[67]
Εν όψει τής αναμενόμενης επικύρωσης τού σχεδίου Μάρσαλ (Δεκέμβριος 1951), έπρεπε να δημιουργηθεί η πεποίθηση στο λαϊκό εκλογικό σώμα ότι οι ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων εναντιώνονταν στο «αντι-καρτελικό» σχέδιο Σουμάν, το οποίο θα έδινε τέλος στην εξαθλίωση, την ανεργία και την επιρροή τής Επιτροπής Χυτηρίων. Η αποστολή που ανατέθηκε στην FO και το SFIO ήταν να στηλιτεύουν με δριμύτητα την «ιερή συμμαχία» μεταξύ τού PCF [ΚΚΓ], τού μεγάλου κεφαλαίου και των σοβιετικών: «οι σταλινικοί […] σπεύδουν να σώσουν τους καπιταλιστές-παραγωγούς χάλυβα, τους ιδιοκτήτες των χαλυβουργείων, και μάλιστα στο όνομα τού έθνους!»· οι σταλινικοί δουλεύουν «για λογαριασμό τής σοβιετικής Ρωσίας, επιδιώκουν την επιβολή τής σοβιετικής κυριαρχίας στη Γαλλία και στη δυτική Γερμανία, υπονομεύουν την οικοδόμηση μιας ευτυχισμένης και ευημερούσας Ευρώπης» κ.ο.κ.[68] Στον «αγώνα» μπήκε και ο Αντρέ Φιλίπ, άνθρωπος εμπιστοσύνης τόσο τής χρηματιστικής ολιγαρχίας, που το 1946 τον είχε προωθήσει στη θέση τού υπουργού των οικονομικών,[69] όσο και κυρίως τής Επιτροπής χυτηρίων, που το φθινόπωρο τού 1949 είχε χρηματοδοτήσει «την εκστρατεία τού κ. Αντρέ Φιλίπ υπέρ τής δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής οργάνωσης βιομηχανιών χάλυβα».[70] Το σχετικό άρθρο τού ηγέτη τού SFIO, που δημοσιεύθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου στην εφημερίδα τού κόμματος «Le Populaire», με σκοπό να καμφθούν οι επιφυλάξεις τού κοινοβουλίου όσον αφορά την επικύρωση τού σχεδίου Μάρσαλ, άγγιξε τα όρια τού παραληρήματος. Στα μάτια, λοιπόν, τού Α. Φιλίπ, το σχέδιο Σουμάν επρόκειτο να επιφέρει το τέλος τής κυριαρχίας τού παλιού «καρτέλ χάλυβα», το οποίο, ενώ είχε εξασφαλίσει «σημαντικά κέρδη» στην Επιτροπή χυτηρίων, σήμαινε για τους εργάτες σκληρή εκμετάλλευση, που εντεινόταν ακόμα περισσότερο λόγω τού προστατευτισμού. Το σχέδιο εγγυάτο ένα λαμπρό μέλλον για την εργατική τάξη: «επιτέλους, για πρώτη φορά στην ιστορία, διασφαλίζεται σήμερα η προστασία των εργαζομένων από τις συνέπειες των βιομηχανικών αναδιαρθρώσεων» με τρόπο που «να υπερβαίνει τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς τού παρελθόντος» κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Ο καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ τής αντικομμουνιστικής αριστεράς και τής ομάδας που αποτελούσαν οι CNPF[xiii]-Επιτροπή Χυτηρίων-UIMM[xiv] άρχισε να γίνεται εμφανής στις αρχές Δεκεμβρίου τού 1951: όπως έγραφε στην εφημερίδα Franc-Tireur ο Σαρλ Ρονσάκ, «οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων στον κλάδο τού χάλυβα, που διέκειντο αρνητικά προς το σχέδιο Σουμάν», θεώρησαν ότι η «έκθεση προς το Οικονομικό Συμβούλιο», την οποία συνέταξε και παρουσίασε ο Α. Φιλίπ, ήταν τόσο «αξιόλογη», ώστε έκριναν ότι «δεν είχαν να προσθέσουν τίποτε άλλο». Το ανακοινωθέν τής 3ης Δεκεμβρίου, με το οποίο η CNFP εξέφρασε «ικανοποίηση για την έκθεση τού κ. Αντρέ Φιλίπ», δικαιολογώντας συγχρόνως την απουσία της από τη συζήτηση,[71] επιβεβαίωσε την τακτική τους αυτή. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή χυτηρίων και το CNPF είχαν συμμετάσχει στις προπαρασκευαστικές διαδικασίες τής «ευρωπαϊκής» ολοκλήρωσης. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ζακ Λοράν — πρόεδρος τής Sidélor, τού χαλυβουργικού μεγαθήριου τής Λορένης —, σχολιάζοντας τις εξελίξεις με έναν φιλιππικό περί τής λερναίας ύδρας τού παρεμβατισμού, δεν παρέλειψε να απονείμει τα εύσημα στην κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον Ρ. Σουμάν για το έργο τους, γεγονός πολύ σπάνιο στα χρονικά τού γαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ως «πατέρας τής Ευρώπης», το τσιράκι των Βεντέλ πήρε επάξια θέση στο πάνθεον των τριών ηρώων τής μεγαλοεργοδοσίας, δίπλα στον Πουανκαρέ τής λιτότητας (1926) και τον Πετέν, τον ήρωα και πρωτεργάτη των «συμβουλίων διοίκησης» τού 1940-41 (όσον αφορά, λοιπόν, το «πάνθεον» τού 20ύ αιώνα, έχουμε και λέμε: ένας στρατιωτικός δικτάτορας και δύο εκ Λορένης ορμώμενοι λακέδες τής Επιτροπής χυτηρίων).
Στον μεγαλοβιομήχανο και στους ομολόγους του που δραστηριοποιούνταν στον τομέα τού χάλυβα είχαν παρασχεθεί όλες οι δυνατές εγγυήσεις: «[Δ]εν μπορούμε παρά να εγκρίνουμε κατ’ αρχήν την ευρωπαϊκή συνθήκη άνθρακα και χάλυβα, η οποία, ωστόσο, θα δημιουργήσει μια νέα κατάσταση που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για τη γαλλική βιομηχανία χάλυβα», δήλωσε ο Λοράν στις 9 Ιανουαρίου τού 1951 κατά τη διάρκεια τελετής στην οποία του απονεμήθηκε το μετάλλιο εργασίας. «Έχουμε εμπιστοσύνη στους συντάκτες τού σχεδίου και κυρίως στο μεγάλο τέκνο τής Λορένης [τον κ. Σουμάν], από τον οποίο και πήρε το όνομά του. Είμαστε πεπεισμένοι ότι [οι πρωτεργάτες τού σχεδίου] θα συμβάλλουν στο να βελτιωθούν οι όροι τής εφαρμογής του. Είμαστε επίσης πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση θα λάβει μέριμνα προκειμένου οι βιομηχανίες χάλυβα τής ανατολικής Γαλλίας να εφοδιάζονται με τα απαραίτητα καύσιμα για την επεξεργασία των εγχώριων μεταλλευμάτων από την εσωτερική αγορά και όχι από γειτονικές χώρες. Τέλος, είμαστε πεπεισμένοι ότι η υπερεθνική αρχή, στην οποία έχουν χορηγηθεί απόλυτες εξουσίες, που κανένας δικτάτορας δεν διέθετε ποτέ στο παρελθόν, θα επιδείξει την αναγκαία νηφαλιότητα, αντικειμενικότητα και επιδεξιότητα και θα θελήσει να συνεργαστεί αξιόπιστα και ευσυνείδητα με όλους τους ενδιαφερόμενους κλάδους».
Μέσα στον ωκεανό των στεναγμών, η επιβράβευση των υπηρεσιών τού Σουμάν ήταν τόσο εξόφθαλμη, ώστε οι επαγγελματικές ενώσεις τού κλάδου τού χάλυβα στην ανατολική Γαλλία υποχρεώθηκαν να εκδώσουν στις 15 Ιανουαρίου τού 1951 την ακόλουθη επίσημη ανακοίνωση: η Sidélor αντιπροσωπεύει μέρος μόνο «τού συνόλου των χαλυβουργικών επιχειρήσεων τής Μοζέλ και τής Μερτ-ε-Μοζέλ»· «εναπόκειται πλέον στη γαλλική κυβέρνηση, πριν από τη θέση σε εφαρμογή τού σχεδίου, να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο καταστροφής των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα και τής εν γένει οικονομικής ζωής τής Λορένης».[72]
Αν και δεν υπάρχουν επίσημες αποδείξεις για τη συμμετοχή των μεγαλοβιομηχάνων στις διαβουλεύσεις προ τής 9ης Μαΐου 1950, έχουν διασωθεί στα αρχεία τού Κε Ντ’Ορσέ στοιχεία που αποδεικνύουν αφενός ότι άσκησαν πίεση στον Μονέ και στο κράτος όσον αφορά την τελική διαμόρφωση τής συνθήκης και αφετέρου το ότι είναι παράλογη η θέση περί μιας «υπερεθνικής αρχής στην οποία χορηγήθηκαν απόλυτες εξουσίες, που κανένας δικτάτορας δεν διέθετε ποτέ στο παρελθόν».
Στα μέσα Νοεμβρίου τού 1950, το αίτημα για την «ένταξη στο πεδίο εφαρμογής τού σχεδίου Σουμάν τής βορείου Αφρικής» που υπέβαλαν οι ιταλοί παραγωγοί χάλυβα, κύριοι προμηθευτές των οποίων ήταν οι γαλλικοί όμιλοι παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος, εξετάστηκε για λογαριασμό τού δημοσίου από δύο εξέχουσες προσωπικότητες τού Βισί: τον Ροζέ Λανζερόν, τον πρώην αρχηγό τής αστυνομίας (θέση που κατείχε μέχρι τον Απρίλιο τού 1941) και τότε πρόεδρο τής Ouenza, τής μεγαλύτερης από τις ενδιαφερόμενες αλγερινές εταιρείες (που επί κατοχής είχαν αποδειχθεί χρυσωρυχείο για τους γαλλογερμανούς επιχειρηματίες), και τον Ανρί Λαφόν, διακεκριμένο συνάρχη (έναν από τους «σαράντα έξι» [τής λίστας Σαβέν]), πρώην «εντεταλμένο σύμβουλο τής Ένωσης Εξορυκτικών Βιομηχανιών [και] γενικό γραμματέα [στο υπουργείο] ενέργειας»[73] και τότε «διοικητή τής Ouenza και πρόεδρο πολλών άλλων βορειοαφρικανικών εξορυκτικών επιχειρήσεων», μέλος επίσης τού προεδρείου τού CNPF[xv], διοικητή τής επενδυτικής τράπεζας BUP,[xvi] (πλέον) πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τής Ένωσης Εξορυκτικών Βιομηχανιών, κ.ο.κ.
Ο Λαφόν, μαζί με τον Λανζερόν και τον Ντενί, τον προϊστάμενο τής αρμόδιας υπηρεσίας για τον κλάδο τού χάλυβα τού υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου, έσπευσαν να επιπλήξουν τον αναπληρωτή τού Μονέ, τον Ετιέν Χιρς. Όπως δήλωσε ο Λαφόν, οι παραγωγοί δεν πρόκειται να ανεχθούν ούτε «την ένταξη τής Αλγερίας, [που,] από νομική άποψη, είναι τμήμα τής γαλλικής επικράτειας», ή και τής υπόλοιπης «βορείου Αφρικής στο σχέδιο Σουμάν», ούτε τη σύναψη «μακροπρόθεσμων συμβάσεων μεταξύ των βορειοαφρικανών παραγωγών και τής ιταλικής βιομηχανίας χάλυβα»· «οι κύριοι πελάτες των ορυχείων σιδηροµεταλλεύµατος τής βορείου Αφρικής βρίσκονται εκτός τής κοινής αγοράς και […] ως εκ τούτου οι παραγωγοί πρέπει να απολαύουν τής μέγιστης δυνατής ελευθερίας [… .] Από άποψη εμπορίου, το σιδηρομετάλλευμα δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο μακροπρόθεσμων συμβάσεων· και τούτο, είτε πρόκειται για ρήτρες ποσότητας, είτε για ρήτρες τιμών. Υπό τις συνθήκες αυτές, [ο Λαφόν] εκτιμά ότι, όσον αφορά τις παραδόσεις μεταλλεύματος στην Ιταλία, η μέγιστη παραχώρηση που μπορούσε να κάνει η γαλλική κυβέρνηση είναι να προβεί σε δέσμευση για την έκδοση αδειών εισαγωγής για τις σχετικές ποσότητες». Συνέχισε απειλώντας ότι, εάν το κράτος τολμούσε να περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής «τού σχεδίου Σουμάν την Αλγερία […], θα είχε να αντιμετωπίσει τη δεδηλωμένη αντίθεση των παραγωγών σιδηροµεταλλεύµατος, οι οποίοι εξάλλου δεν θα δίσταζαν να παρακάμψουν τις αποφάσεις τής Ανώτατης Αρχής».[74]
Τον Δεκέμβριο τού 1950 «η γαλλική κυβέρνηση», συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις τού Λαφόν, διαμεσολάβησε «μεταξύ τής διοίκησης των ορυχείων τής Ouenza και τής ιταλικής αντιπροσωπείας για τη σύναψη συμφωνίας που περιελάμβανε συγκεκριμένες δεσμεύσεις όσον αφορά την ποσότητα και τις τιμές, οι οποίες κρίθηκαν ικανοποιητικές από τους ενδιαφερόμενους» κ.τ.λ.[75]
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας αυτά που έγραφαν το 1951 ο Ζακ Φερί, ο Ανρί ντε Βεντέλ και ο Ζαν Ρατί, ο τότε πρόεδρος τής εταιρείας χαλυβουργίας τού Λονγκβί (μια ακόμη εξέχουσα προσωπικότητα τής Κατοχής),[76] είναι ότι οι γάλλοι παραγωγοί χάλυβα ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας: άθλιες τιμές για όλες τις κατηγορίες χάλυβα (από τα «υποπροϊόντα τής διαδικασίας παραγωγής οπτάνθρακα, των οποίων οι τιμές διατηρούνται σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα, πράγμα που αποβαίνει εις βάρος μας» μέχρι και τα απομέταλλα)· «αυξανόμενα επίπεδα χρέους έναντι των ανταγωνιστών μας, ορισμένοι εκ των οποίων βρίσκονται στο κατώφλι μας, και οι οποίοι διαθέτουν πολύ σημαντικούς χρηματοοικονομικούς πόρους[· …] εξαιρετικά υψηλά χρηματοπιστωτικά έξοδα, που αποτελούν σοβαρό ή και μοιραίο μειονέκτημα για τις επιχειρήσεις μας· κι αυτό τη στιγμή που, όπως λέγεται, οι ανταγωνιστές μας ετοιμάζονται να εισβάλλουν στη γαλλική αγορά»· περιττό, επίσης, να επισημανθεί το γεγονός ότι η ανάκτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τής Γερμανίας θα δημιουργούσε προσκόμματα «στην ασφαλή και τακτική πρόσβαση στο κοκ και στο ψιλομερές κοκ τής Ρουρ […] πράγμα που είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τις επιχειρήσεις μας [… .]
Έχοντας κατά νου το ότι, υπό το σημερινό καθεστώς κατοχής, οι ποσότητες που παραδίδονται από τους παραγωγούς τής Ρουρ στις επιχειρήσεις μας μειώνονται μήνα με τον μήνα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες τής Γαλλίας, δύσκολα γίνεται αντιληπτό με ποιο τρόπο η Ανώτατη Αρχή θα μπορέσει, χωρίς τα μέσα ελέγχου και καταναγκασμού που σήμερα διαθέτουν οι συμμαχικές αρχές στη Γερμανία, να κάνει σεβαστές τις αποφάσεις της, έχοντας μάλιστα απέναντί της μια κυρίαρχη γερμανική κυβέρνηση, μια κοινή γνώμη που μπορεί να χειραγωγηθεί εύκολα, όσον αφορά το ζήτημα των εξαγωγών άνθρακα και οπτάνθρακα, και μια σειρά από επιχειρήσεις εκμετάλλευσης, που, ό,τι και να γίνει, θα συνεχίσουν να διακατέχονται από τη γερμανική νοοτροπία και οι οποίες θα παραμείνουν ενταγμένες στην οικονομία τής γείτονος χώρας».[77] Τα παράπονά τους έπιασαν τόπο, καθώς η κρατική χρηματοδότηση των ιδιωτών παραγωγών χάλυβα αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με την έναρξη τής εποχής τής «κοινής αγοράς» άνθρακα και χάλυβα.
Αυτές οι εκδηλώσεις «αντιγερμανισμού», που γίνονταν για το θεαθήναι και προς τέρψιν μόνον των «πολιτικών», δεν εμπόδιζαν τους βιομηχάνους χάλυβα να διατηρούν στενές επαφές με τους γερμανούς ομολόγους τους και να παίζουν την ίδια παλιά κασέτα περί των εγγενών γαλλικών προβλημάτων και αδυναμιών. Σε συνεστίαση που έγινε στη Ρουρ στα μέσα Απριλίου τού 1951, ο γάλλος Ζ. Πινό εξέφρασε την ευχαρίστησή του για την «καλή θέληση» που επιδείχθηκε από τους οικοδεσπότες του «κατά τις συχνές επισκέψεις του στη Γερμανία τα τελευταία δύο έτη», δήλωσε ότι οι γάλλοι διαθέτουν, επίσης, «μεγάλα» αποθέματα καλής θέλησης και «υπογράμμισε ότι ήρθε ο καιρός για μια νέα συμφωνία». Ο Πινό διατύπωσε επίσης την άποψη ότι «η κύρια αιτία για την εθνική παρακμή τής Γαλλίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 150 ετών [ήταν] η απουσία μιας ισχυρής βιομηχανίας άνθρακα!».
Η συμφωνία ανάμεσα στον Σύνδεσμο Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI)[xvii] και το CNPF, την ομόλογη γαλλική οργάνωση, συνήφθη τον Νοέμβριο τού 1951 στο πλαίσιο συνάντησης όπου την γαλλική μεταλλουργία και χαλυβουργία εκπροσώπησε μια ομάδα προσώπων που είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα επί κατοχής (πράγμα που ίσχυε και για τους γερμανούς εκπροσώπους): ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον πρόεδρο τού CNFP Ζορζ Βιλιέ, στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία τής συνάντησης, στον Πιέρ Ρικάρ, τον τότε πρόεδρο τού γαλλικού επιμελητηρίου τού κλάδου, και τον Αλμπέρ-Ροζέ Μετράλ, «πρόεδρο τού μεγαλύτερου συνδέσμου παραγωγών χάλυβα» (κάτοχο τής φρανσίσκας αρ. 109, που του απονεμήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1942).[78]
Ο Ζ. Βιλιέ προλόγισε τη συνάντηση εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι είχε «ταχθεί στην υπηρεσία τής “ευρωπαϊκής ιδέας” [ — ] το κεντρικό θέμα των συνομιλιών». Άλλα θέματα που εθίχθησαν ήταν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα εμπορικά σήματα, οι δημόσιες σχέσεις και η βελτίωση τής παραγωγικότητας και τού εργατικού δυναμικού. «Ο πρόεδρος [τού BDI] Μπεργκ συμφώνησε με όλα τα σημεία που ανέπτυξε ο Βιλιέ και υπερθεμάτισε λέγοντας ότι οι γερμανοί εργοδότες μοιράζονταν την ίδια έντονη πεποίθηση όσον αφορά την αναγκαιότητα τής ευρωπαϊκής οικοδόμησης, την εξάλειψη τού παρεμβατισμού, την αποτροπή των καταχρηστικών πρακτικών των εργατικών συνδικάτων, κ.τ.λ.»[79]
Τίποτα δεν μπορούσε να διαταράξει το κλίμα αρμονικής συνεργασίας που επικρατούσε σε αυτές τις συναντήσεις μεταξύ των στενών εταίρων τής προπολεμικής περιόδου και τής περιόδου τής κατοχής, οι οποίοι, μάλιστα, είχαν αναπτύξει εξίσου στενούς δεσμούς με τους κρατικούς μηχανισμούς των χωρών τους επί καθεστώτος Πετέν και επί χιτλερικού καθεστώτος αντίστοιχα. Όταν μια αμφιλεγόμενη «γνωριμία» δημιουργούσε πρόβλημα σε κάποιο «πολιτικό πρόσωπο» που προερχόταν από τον αντιστασιακό χώρο, στο τέλος πάντα βρισκόταν λύση, όπως είχε γίνει και με την υποδοχή που είχαν επιφυλάξει οι συνάρχες-υπουργοί στον Χέρμαν Ρέχλινγκ, εμβληματική μορφή τής προσάρτησης τής Αλσατίας-Μοζέλ, κατά την επίσκεψή του στο εμπορικό επιμελητήριο τού Παρισιού τον Σεπτέμβριο τού 1941.[80]
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη τον Ιανουάριο τού 1957 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βαυαρία, που διοργανώθηκε από την «επιτροπή επενδύσεων τής ευρωπαϊκής Κοινότητας άνθρακα και χάλυβα» και το οποίο προέβλεπε την πραγματοποίηση επίσκεψης στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις τής Maximilian Hütte στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ. Βασική επιδίωξη τού ταξιδιού ήταν η καλλιέργεια επενδυτικών προσδοκιών στην προβληματική αυτή ζώνη, ιδίως ενόψει τής εγγύτητάς της προς τις χώρες τού «σιδηρούν παραπετάσματος». Ωστόσο, η αποστολή αυτή αποτέλεσε μια δυσάρεστη εμπειρία για ένα από τα μέλη τής εν λόγω «επιτροπής», τον Φρανσουά ντε Μαντόν, που είχε διατελέσει δημόσιος κατήγορος στη δίκη τής Νυρεμβέργης, έχοντας διοριστεί στη θέση αυτή από τον Ντε Γκολ το 1945. Κι αυτό γιατί ο γερμανικός όμιλος ανήκε στον Φρίντριχ Φλικ, πρωταγωνιστή μιας από τις λεγόμενες «δώδεκα επακόλουθες» δίκες τής Νυρεμβέργης, οι οποίες διεξήχθησαν στην αμερικανική ζώνη μετά την κύρια δίκη·[81] διακεκριμένος εγκληματίας πολέμου και βαθιά αναμεμειγμένος στις διαδικασίες «αριοποίησης», ο Φλικ καταδικάστηκε στις 22 Δεκεμβρίου τού 1947 για λεηλασίες, για την εκμετάλλευση τής καταναγκαστικής εργασίας κυρίως κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την ενεργό του στήριξη στην οργάνωση SS, τιμωρήθηκε με ήπια ποινή φυλάκισης επτά ετών και, κατά τα ειωθότα, απελευθερώθηκε πρόωρα από τις φυλακές Λάντσμπεργκ (στις 25 Αυγούστου τού 1950).[82]
«Η παρουσία τού κ. Φρίντριχ Φλικ κόντεψε να προκαλέσει επεισόδιο, καθώς, σύμφωνα με το πρόγραμμα τής δεύτερης ημέρας, ο ρηνανός μεγαλοβιομήχανος επρόκειτο να υποδεχθεί προσωπικά τα μέλη τής αντιπροσωπείας στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ. Ο κ. ντε Μαντόν, έχοντας ενημερωθεί περί τούτου μετά την αναχώρησή του από το Παρίσι, ανακοίνωσε με διακριτικό τρόπο ότι δεν επιθυμούσε να γίνει επίσημα δεκτός από τον κ. Φλικ, διότι ο τελευταίος είχε καταδικαστεί στη δίκη τής Νυρεμβέργης, όπου ο κ. ντε Μαντόν συμμετείχε ως κατήγορος για λογαριασμό τής γαλλικής κυβέρνησης. Τελικά, μέσω ενός συμβιβασμού, έγινε δυνατόν να αποφευχθεί οποιοδήποτε δυσάρεστο περιστατικό. Πιο συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ότι η επίσημη υποδοχή τής αντιπροσωπείας θα γινόταν από τους γιούς τού κ. Φλικ, που παρευρίσκονταν επίσης εκεί, και έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα».[83]
Ο πυρήνας τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: αυστηρός έλεγχος των μισθών και κοινωνικός κατευνασμός
Τόσο όσον αφορά τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν στο Σούλτσμπαχ-Ρόζενμπεργκ, όσο και αλλού, το πραγματικό σκεπτικό πίσω από την «ευρωπαϊκή συναίνεση» των εργοδοτών ήταν και παρέμενε η μισθολογική λιτότητα και ο συντονισμός τής δράσης τους με σκοπό την αποτελεσματική επιβολή της. Οι αρχειακές επιστολές τείνουν προς την κοινή αυτή διαπίστωση (και τούτο, είτε — όπως άλλωστε συνέβαινε στις περισσότερες των περιπτώσεων — οι συντάκτες τους πρότειναν ρητά την ενισχυμένη αστυνόμευση των μισθών, είτε όχι).
Χαρακτηριστικό και ακραίο παράδειγμα είναι το κείμενο που φέρει την υπογραφή τού γάλλου γενικού διευθυντή τής Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών [BRI] Ροζέ Ομπουάν, ο οποίος δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια του, με τίτλο «παρατηρήσεις για το σχέδιο πενταμερούς συμφωνίας» — κείμενο που φέρνει στο νου ένα ανάλογο «υπηρεσιακό σημείωμα», που είχε συντάξει ο ίδιος προ ενδεκαετίας. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω σχέδιο είχε καταρτιστεί και προταθεί από την «επιτροπή εμπειρογνωμόνων», τουτέστιν από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών που συνέρχονταν στη Βασιλεία υπό την αιγίδα τής BRI/BIS. Η μισθολογική λιτότητα ήταν, λοιπόν, το μόνο πλεονέκτημα που αναγνώριζε ο Ομπουέν στο σχέδιο τελωνειακής ένωσης που επιθυμούσε να επιβάλλει η Ουάσινγκτον. Όσο για τα υπόλοιπα, ο γενικός διευθυντής θεωρούσε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος βιασύνης: «Είναι απαραίτητο το τελικό σχέδιο που θα υποβληθεί στις κυβερνήσεις να είναι επαρκώς περιεκτικό. Πιο συγκεκριμένα, ολόκληρο το τμήμα που αναφέρεται στην εναρμόνιση των δημοσιονομικών, φορολογικών, επενδυτικών κ.λπ. πολιτικών μοιάζει να θέτει ως προϋπόθεση τής συμφωνίας την υλοποίηση ενός εξαιρετικά περίπλοκου νομικού και διοικητικού εγχειρήματος. Εκ πρώτης λοιπόν όψεως, θα συμπέραινε κανείς ότι ο εν λόγω στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνον στο απώτερο μέλλον. Για παράδειγμα, αναφορικά με την μετατρεψιμότητα των νομισμάτων, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να επιτευχθεί μια τόσο εκτενής εναρμόνιση. Στο παρελθόν, τα νομίσματα ήταν πλήρως μετατρέψιμα, παρά τις πολύ διαφορετικές ανά χώρα φορολογικές, κοινωνικές κ.λπ. επιβαρύνσεις. […] Απεναντίας, είναι ζωτικής σημασίας να συμπεριληφθεί στο κείμενο τής τελικής συμφωνίας σαφέστατη δέσμευση των συμμετεχόντων χωρών να συνεχίσουν και να επιταχύνουν τις προσπάθειες τους όσον αφορά την πλήρη εξάλειψη όλων των μεθόδων πληθωριστικής χρηματοδότησης, είτε πρόκειται για τον δημόσιο είτε για τον ιδιωτικό τομέα, και να παραιτηθούν από τη χρήση τους στο μέλλον». «Ναι, αλλά πώς;» έγραψε ένας από τους αναγνώστες τού σημειώματος στο περιθώριο τού εγγράφου, υπογραμμίζοντας συγχρόνως τη φράση που παρατίθεται εδώ με πλάγιους χαρακτήρες.[84]
Όπως το 1939, η σταυροφορία ενάντια στον «πληθωρισμό» έθετε στο στόχαστρο αποκλειστικά τους μισθούς. Αυτό επιβεβαιώνεται ρητά και από το εκτενές σημείωμα τής 10 Φεβρουαρίου τού 1950, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη [πβ. σημ.18] και από το οποίο προκύπτει μια απροσδόκητα επίκαιρη εικόνα τής «Ευρωπαϊκής Ένωσης» των αρχών τού εικοστού πρώτου αιώνα. Η δυνατότητα συνεχούς ψαλιδίσματος των μισθών ήταν το μόνο ειλικρινές κίνητρο για την ένταξη τής γαλλικής εργοδοσίας στον διεθνή καταμερισμό τής εργασίας. Άλλωστε, δεν είχε παρά να ζητήσει την προστασία τού κράτους έναντι των ανταγωνιστικών κεφαλαίων, προκειμένου να ανταποκριθεί στις δυσάρεστες προκλήσεις τής διαδικασίας αυτής. Η ανεργία θα διογκωνόταν περαιτέρω, αφενός με τη μαζική εισροή αλλοδαπών εργατών τόσο από το (ευρωπαϊκό) «κέντρο» όσο και από την (αποικιακή) «περιφέρεια», και αφετέρου μέσω τού «κοινωνικού ντάμπινγκ» που θα συνεπαγόταν η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένου και τού εργατικού δυναμικού): πράγματι, το κόστος εργασίας σε χώρες με υψηλή ανεργία επρόκειτο να μειωθεί σε χαμηλά επίπεδα «ως συνέπεια τής πίεσης που ασκεί η ανεργία στο επίπεδο των μισθών. Ωστόσο, η εναρμόνιση των μισθών και των κοινωνικών επιβαρύνσεων […] δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από το ελεύθερο παιχνίδι τής προσφοράς και τής ζήτησης, πράγμα που συνεπάγεται μια καθοδική πορεία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτός είναι μάλιστα ένας από τους λόγους για τους οποίους το Εθνικό Συμβούλιο Εργοδοσίας έχει ταχθεί υπέρ τής απελευθέρωσης τού εμπορίου και τής δημιουργίας περιφερειακών ενώσεων, καθώς θεωρεί ότι πρόκειται για αποτελεσματικά εργαλεία για τη μείωση των απαιτήσεων των εργαζομένων στις προσεχείς συλλογικές διαπραγματεύσεις».[85]
Στις 10 Μαΐου 1950, την επομένη δηλαδή τής περίφημης ομιλίας τού «πατέρα τής Ευρώπης» και των δημοσιευμάτων τού τύπου που έταζαν λαγούς με πετραχήλια στους εργαζόμενους και στους καταναλωτές, μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών επιβεβαίωσε αυτές τις προβλέψεις. Κατά κοινή ομολογία των παρευρεθέντων στη σύσκεψη, το κλείσιμο των γαλλικών βιομηχανιών εξόρυξης άνθρακα, που είχε προς το παρόν μετατεθεί χρονικά λόγω τής ευνοϊκής για τους ανθρακωρύχους μεταπολεμικής συγκυρίας, θα επισπευδόταν λόγω τού άμεσου ανταγωνισμού με τις αντίστοιχες βιομηχανίες τής Ρουρ και τής ανάγκης μείωσης τού κόστους εφοδιασμού των γαλλικών βιομηχανιών χάλυβα. Επομένως, μελλοντικά η πίεση αυτή θα ασκούνταν στους εργαζόμενους υπό συνθήκες που δεν υφίσταντο ακόμη στο πλαίσιο τού δεδομένου συσχετισμού των εσωτερικών δυνάμεων.
Όπως ανακοίνωσε ο Ζακ Ντερουσώ,[86] διευθυντής (από το 1949) τής Υπηρεσίας ορυχείων και βιομηχανίας χάλυβα[xviii] και ζωντανή καρικατούρα των X-Mines[xix] (— κρατικό σώμα, που διαχρονικά ήταν άνδρο τής συναρχίας), το «σημείο ισορροπίας μεταξύ των τιμών κόστους […] παραγωγής άνθρακα στη Γαλλία και των αντίστοιχων στη Γερμανία θα επιτευχθεί μόνο όταν η γαλλική παραγωγή θα έχει μειωθεί περίπου κατά 20 με 25% μετά από το κλείσιμο των ορυχείων με υψηλά βιομηχανικά κόστη τής κεντρικής και μεσημβρινής Γαλλίας, καθώς και ορισμένων άλλων που βρίσκονται στην ανατολική Γαλλία και τα οποία πάσχουν από πλεονασματική παραγωγή»· «εκσυγχρονίζοντας τον εξοπλισμό της, η Charbonnages de France[xx] επιδιώκει μεν να πετύχει μείωση τού κόστους παραγωγής μέσω τής απαραίτητης μείωσης τού εργατικού δυναμικού της, [αλλά μια τέτοια επιδίωξη] προϋποθέτει ότι η παραγωγή θα παραμείνει σταθερή στα σημερινά επίπεδα· επιπλέον, λαμβάνοντας απλώς υπόψη το στοιχείο τής αύξησης τής παραγωγικότητας, οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι ο στόχος αυτός συνεπάγεται 75.000 απολύσεις επί συνολικού εργατικού δυναμικού 275.000 εργαζομένων».[87]
Σύμφωνα, δε, με την πρακτική που εγκαινίασε ο ιμπεριαλισμός, η μείωση όλων των υπολοίπων κοστών (συμπεριλαμβανομένου και τού κόστους τού γαλλικού σιδηρομεταλλεύματος) θα εξασφαλιζόταν με την αξιοποίηση των υπερεπαρκών υλικών και ανθρώπινων πόρων χαμηλού κόστους τής αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ήδη από το 1947, είχαν ξεκινήσει προετοιμασίες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ για την εκμετάλλευση τού σιδηρομεταλλεύματος τής Γουινέας, πράγμα που θα επέσπευδε το κλείσιμο όχι μόνο των ορυχείων σιδηροµεταλλεύµατος αλλά και των ανθρακωρυχείων τής μητροπολιτικής Γαλλίας, καθώς «η υψηλή του περιεκτικότητα σε μετάλλευμα θα επέφερε μείωση τής [συνολικής] κατανάλωσης κοκ».
Η μεταλλευτική εταιρεία τού Κονάκρι (αποικιακή Α.Ε. ιδρυθείσα τον Δεκέμβριο τού 1947) είχε «αυξήσει το κεφάλαιο της, σε διαδοχικά κύματα, από 6 εκ. σε 360 εκ. φράγκα Κεντρικής Αφρικής και η αύξηση αυτή καλύφθηκε από την υπηρεσία ορυχείων τής υπερπόντιας Γαλλίας, τη γαλλική εταιρεία των ορυχείων τού Μπορ» (η οποία το 1940-1941 είχε παραδώσει τον γιουγκοσλαβικό χαλκό στην Metallgesellschaft), «από την Coframet,[xxi] την BISC (Ore) Ltd.[xxii] (που εκπροσωπ[ούσε] τη βρετανική συνομοσπονδία σιδήρου και χάλυβα), την τράπεζα Ροτσίλντ, καθώς και από ένα ορισμένο αριθμό φυσικών προσώπων προερχομένων από τη μητροπολιτική Γαλλία ή και τη γαλλική Γουινέα». Μετά από «μελέτες κοιτασμάτων και δοκιμές και αναλύσεις των μεταλλευμάτων σε υψικαμίνους, που διήρκεσαν σχεδόν τρία έτη», θα πραγματοποιούνταν η μετάβαση στην επιχειρησιακή φάση τού έργου χάρη, κυρίως, στη χορήγηση «έκτακτης [αμερικανικής] χρηματοδότησης ύψους ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων εβδομήντα χιλιάδων δολαρίων για τη διευκόλυνση τής αγοράς μέρους τού εξοπλισμού, που [έπρεπε] να παραγγελθεί στις ΗΠΑ». «Η χαλυβουργία τής Ρουρ» θα αποτελούσε «μια από τις σημαντικές εξαγωγικές αγορές» για τα προϊόντα τού εξορυκτικού ομίλου, διότι «η σύνθεση και υψηλή περιεκτικότητα τού μεταλλεύματος τού Κονάκρι θα επέτρεπε [στις γερμανικές βιομηχανίες] να μειώσουν τις εισαγωγές σιδηρομεταλλεύματος από τη Σουηδία, ενώ [ενδεχομένως] θα διευκόλυνε και την αξιοποίηση εγχώριων μεταλλευμάτων φτωχότερης ποιότητας».[88]
Τίποτα δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο στο «παιχνίδι τού ελεύθερου ανταγωνισμού, που κινδ[ύνευε ωστόσο] να εκφυλιστεί σε ό,τι ενίοτε αποκαλείται “ανελέητη πάλη”», σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε τον Ιούνιο τού 1950 ένας μέλος τής βελγικής αντιπροσωπείας.[89] «Σε ορισμένες χώρες, το σχέδιο Σουμάν ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταβολή τού επιπέδου διαβίωσης των εργαζόμενων στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα […·] πρέπει να αναμένεται ότι η Ανώτατη Αρχή θα υποχρεωθεί να επιβάλλει το κλείσιμο ορισμένων μη κερδοφόρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, [πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα] σημαντικές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού», ανακοίνωναν μετά τον Μάιο οι γάλλοι διπλωμάτες. Η «επενδυτική πολιτική» της θα «προσανατολίζεται με γνώμονα την παραγωγικότητα και όχι με γνώμονα την πλήρη απασχόληση, πράγμα που ανησυχεί ιδιαίτερα τα εργατικά συνδικάτα».[90]
Όσο για τα υπόλοιπα θέματα, η εν λόγω «Αρχή» μπορούσε να συνέρχεται ελεύθερα και να μουτζουρώνει χαρτιά, ασκώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την μόνη «ουσιαστική» εξουσία που της παραχωρήθηκε από τα καρτέλ που επρόκειτο να επανασυσταθούν τον Μάρτιο τού 1953, με προεξάρχον το καρτέλ των «Βρυξελλών» (τ.έ. την καρτελική σύμπραξη των εξαγωγέων χάλυβα). Και για τού λόγου το αληθές, ας σημειωθεί ότι στις 2 Δεκεμβρίου τού 1953, ο Πιέρ Ρικάρ, που επί κατοχής διετέλεσε αντιπρόεδρος και στη συνέχεια πρόεδρος τής «οργανωτικής επιτροπής» των χυτηρίων, επισήμανε «με τόνο σαρκαστικό» στον Μονέ, τον οποίο αντιμετώπιζε σαν να ήταν παραπαίδι, «ότι αν η ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα εξαφανιζόταν αύριο το πρωί, κανείς δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι».[91]
Η διαδικασία τής ευρωπαϊκής οικοδόμησης και η λειτουργία τού καρτέλ τού μεσοπολέμου, που ασκούσε κυρίαρχο έλεγχο στις τιμές και τις αγορές, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Τον Απρίλιο τού 1953, ένας υψηλόβαθμος υπάλληλος επισήμανε ότι η κοινή αγορά στον τομέα τού χάλυβα θα συνέτεινε «στην αισθητή αύξηση των τιμών τού χάλυβα στη Γαλλία» εξαιτίας «τής αύξησης των τιμών των παλιοσίδερων, των επιπτώσεων που σχετίζονται με την καταβολή τής κοινοτικής εισφοράς, τής αναπροσαρμογής των κλιμάκων τιμών (στο πλαίσιο τής κατάργησης των διακρίσεων), και, τέλος, λόγω τού ότι οι γερμανοί, που είχαν αυξήσει τις τιμές χάλυβα πριν από το άνοιγμα τής κοινής αγοράς, διαθέτουν σημαντικά χρηματοδοτικά περιθώρια[. Η] γαλλική χαλυβουργία θα έβλεπε το μέλλον της να απειλείται, εάν τα χρηματοδοτικά της μέσα μειώνονταν υπερβολικά σε σύγκριση με τα μέσα που διαθέτουν οι ανταγωνιστές της. Ούτως ή άλλως, το άνοιγμα τής κοινής αγοράς ενδέχεται να οδηγήσει στην αύξηση τού κόστους διαβίωσης, με όλες τις οικονομικές, πολιτικές και ψυχολογικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται».[92] —Συγγνωστό αμάρτημα, σε σύγκριση με το «θανάσιμο» αμάρτημα τής αύξησης των μισθών.
Στην πραγματικότητα, η «Ανώτατη Αρχή», που εμφανιζόταν τόσο αδύναμη απέναντι στους «επενδυτές», προοριζόταν να λειτουργήσει σαν παραβάν για τα μισθολογικά μέτρα «εξυγίανσης», που η υλοποίησή τους προσέκρουε ανέκαθεν στις εθνικές διατάξεις προστασίας των εργαζομένων. Η τελωνειακή ένωση θα πρόσφερε στους βιομήχανους χάλυβα και σιδήρου απόλυτη ελευθερία όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών, ενώ θα διεύρυνε και τα περιθώρια κινήσεών τους έναντι των μισθωτών και των επιμέρους εθνικών κρατών. Θα επέβαλε ασφυκτικούς περιορισμούς στο εργατικό εισόδημα, αρχής γενομένης με τους «εργαζόμενους στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα». Στη συνέχεια, στη φάση τής γενικευμένης εφαρμογής τής «ενιαίας αγοράς», το μοντέλο αυτό θα ίσχυε για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους.
Οι εκθέσεις των έξι αντιπροσωπειών οι οποίες συμμετείχαν στις «συνομιλίες και τις εκτελεστικές συνεδριάσεις για το σχέδιο Σουμάν», που έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ τής 20ής Ιουνίου και 10ης Αυγούστου τού 1950 και όπου ο Ντερουσώ κάλυψε τα ζητήματα των «τιμών παραγωγής»,[93] κατέστησαν σαφείς τις προτεραιότητες τού σχεδίου. Τα μέτρα που προβλέφθηκαν για τους έμμεσους και άμεσους μισθούς των ημεδαπών εργαζομένων ή για την οργάνωση τής «μετανάστευσης» («διευκολύνσεις στη μετακίνηση των εργαζομένων στον τομέα τού άνθρακα και τού χάλυβα εν όψει τής δημιουργίας τής ενιαίας αγοράς για τα προϊόντα αυτά», «τροποποιήσεις» που θα έπρεπε να επέλθουν «προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια που περιορίζουν τις εν λόγω μετακινήσεις», προβλέψεις για «τους μισθούς και […] το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που θα έπρεπε να παρασχεθούν στους μετανάστες εργαζόμενους»),[94] κ.ο.κ. έρχονταν σε πλήρη αντίφαση με τα ελκυστικά δολώματα τού τύπου «[ο] ρόλος τής Ανωτάτης Αρχής συνίσταται στο να διασφαλίζει ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων ή η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις τής ενιαίας αγοράς δεν θα αποβαίνουν σε βάρος των μισθωτών»,[95] ή ακόμα με την πρόβλεψη ότι «αποκλείονται κατ’ αρχήν οι μειώσεις των ονομαστικών μισθών».
«Αρχή» που πετάχτηκε πάραυτα στα σκουπίδια: «Η Ανώτατη Αρχή» θα παρενέβαινε μόνο εφόσον και «κατά τον βαθμό που το ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο κόστους τού εργατικού δυναμικού θα οδηγούσε σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές». Θα όφειλε, λοιπόν, να παρεμποδίζει, σε εθνικό επίπεδο, όχι τις μειώσεις, αλλά τις αυξήσεις των έμμεσων και άμεσων μισθών (τ.έ. τις αυξήσεις στη «χρηματοδότηση τής κοινωνικής ασφαλίσεως και των παροχών ανεργίας»). «Η μεταβολή των επιπέδων [τους θα μπορούσε], κατά περίπτωση, να διευκολύνει την προσαρμογή στην ενιαία αγορά ή, αντιθέτως, να διαταράξει τις συνθήκες τού ανταγωνισμού λόγω τής αύξησης των περιφερειακών διακυμάνσεων». Επομένως, θεωρούνταν απαγορευμένη κάθε «στρέβλωση τού ανταγωνισμού».[96]
Μερικούς μήνες πριν από την έναρξη τής ενιαίας αγοράς, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο [CCI/ICC], κατά την 77η σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε στις 13-14 Μαΐου 1952, έδωσε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά του, που έφερε την υπογραφή τού προέδρου τής γαλλικής επιτροπής, τού Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, πρώην δημοσιονομικού επιθεωρητή και κατόπιν χρηματιστή, πρώην μέλους τού «PSF [και τής οργάνωσης] Croix de Feu»[xxiii], συνάρχη και κατόχου τής φρανσίσκας αρ. 918, που του απονεμήθηκε τον Ιανουάριο τού 1942, κ.τλ. και πατέρα τού μελλοντικού Προέδρου τής Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.[97]
Το εν λόγω πρόγραμμα αποτελούσε έναν ύμνο για την ελευθερία τού κεφαλαίου, προαπαιτούμενα τής οποίας ήταν η «μετατρεψιμότητα των νομισμάτων» και η μείωση τής «υπερβολικής φορολογίας […], η οποία απο[θάρρυνε] τις πρωτοβουλίες και δημιουργ[ούσε] προσκόμματα στην παραγωγή, στον σχηματισμό των κεφαλαίων και στις νέες επενδύσεις». Διατύπωνε το σύνηθες κατηγορητήριο ενάντια στον πληθωρισμό, τον οποίο υπέθαλπε «μια ορισμένου τύπου εκλογική δημαγωγία» και ο οποίος γιγαντωνόταν «με τη βοήθεια τού προστατευτισμού και τού παρεμβατισμού [… .] Οι κυβερνήσεις εμφανίζονταν μέχρι τώρα απρόθυμες να εφαρμόσουν εις βάθος μια αυστηρή και αντιδημοφιλή πολιτική δημοσιονομικής εξισορρόπησης σε εθνικό επίπεδο και μια πολιτική διεύρυνσης τής ελευθερίας σε διεθνές επίπεδο — πολιτικές που όμως ανταποκρίν[ονταν] στα πραγματικά συμφέροντα των χωρών τους και των εργαζομένων και καταναλωτών όλων των κατηγοριών».
Ο Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν εξέφραζε ωστόσο την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αποφάσισαν, «έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, να βαδίσουν τον δύσκολο αυτό δρόμο»: μετά «την τεράστια μεταπολεμική πρόοδο που συντελέστηκε χάρη στη γενναιόδωρη ώθηση τού σχεδίου Μάρσαλ», οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν πλέον προς «την υιοθέτηση των κατάλληλων εθνικών μέτρων για την αντιμετώπιση τού πληθωρισμού», όπως ήταν, για παράδειγμα, η κατάργηση «των έμμεσων ή άμεσων επιδοτήσεων και, γενικότερα, η κατάργηση κάθε είδους ρυθμίσεων, το κόστος των οποίων [επιβάρυνε] τους φορολογουμένους». Για την επίτευξη όλων αυτών προϋπόθεση ήταν «η επιβολή προσωρινών θυσιών σε όλα τα επίπεδα». Φυσικά, όμως, πριν «εξασφαλιστεί η αύξηση τής παραγωγής έναντι τής κατανάλωσης», θα έπρεπε να κερδηθεί η υποστήριξη τού κοινού όσον αφορά «την υιοθέτηση των κατάλληλων εθνικών μέτρων για την αντιμετώπιση τού πληθωρισμού».
Ωστόσο, «για πολλές χώρες, η επίτευξη τού στόχου αυτού [συνδεόταν] άμεσα με ένα από τα πλέον ακανθώδη πολιτικά προβλήματα». «Εάν η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν θελήσει να κατανοήσει τι διακυβεύεται εν προκειμένω, εάν συνεχίσει να παραγνωρίζει τον κίνδυνο που συνεπάγονται οι πολιτικές τής ευκολίας, θα είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, για τις κυβερνήσεις να αντιστρέψουν το ρεύμα. Θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο, όσον αφορά τουλάχιστον τις χώρες όπου οι πολιτικές περιστάσεις είναι πρόσφορες προς τούτο, να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι και ο επιχειρηματικός κόσμος προκειμένου να προσφέρουν στήριξη στην κατάλληλη κυβερνητική πολιτική καταπολέμησης τού πληθωρισμού. […] Οι κυβερνήσεις θα είχαν μεγαλύτερα περιθώρια ανάληψης αποφασιστικών πρωτοβουλιών, εάν μπορούσαν να υπολογίζουν στη στήριξη όλων των κοινωνικών στρωμάτων».[98]
Στη Γαλλία — και σε αντίθεση, για παράδειγμα, με ό,τι συνέβαινε στην Ιταλία — δεν ήταν δεδομένη η επίτευξη τού κρίσιμου αυτού στόχου. Πράγματι, η εν λόγω «συμφωνία» [κεφαλαίου και εργασίας], την οποία προωθούσαν η CFTC, η Force ouvrière και, πέραν των εργατικών, υπαλληλικών και δημοσιοϋπαλληλικών σωματείων, η [εργοδοτική] CGC,[xxiv] προσέκρουε στο γεγονός ότι η CGT, έχοντας επιβιώσει μιας καταστροφικής διάσπασης, διατηρούσε ακόμα τον αντιπροσωπευτικό της χαρακτήρα. Τα «αντικομμουνιστικά συνδικάτα», τα οποία είχαν ενσωματωθεί σε πλήθος ευρωπαϊκών και ατλαντικών δομών, δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους για τα αποτελέσματα που θα έφερνε το σχέδιο Μάρσαλ και η «κοινή αγορά». Άλλωστε, από την εποχή τού σχεδίου Μάρσαλ, η Ουάσινγκτον δεν έπαψε να κομπάζει για την σταθερή υποστήριξη που παρείχαν σε όλα τα σχέδιά της οι «Αρχές τού σχεδίου Μονέ και τα μη κομμουνιστικά συνδικάτα».[99] Τα εν λόγω όμως συνδικάτα παρέμεναν αδύναμα και θα χρειάζονταν δεκαετίες για να υλοποιηθεί η επίμονη επιθυμία τού Εντμόν Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.
Στα τέλη Ιουλίου τού 1954, ενάμιση χρόνο μετά τη δημιουργία «τής κοινής αγοράς για τον άνθρακα», ένας υψηλόβαθμος υπάλληλος τού υπουργείου εξωτερικών επαινούσε τα «εξαιρετικά αποτελέσματα» τής κοινής αγοράς όσον αφορά τη συγκέντρωση και τον εκσυγχρονισμό τού κεφαλαίου και τη μείωση των πραγματικών μισθών. Με προκάλυμμα την «Ανωτάτη Αρχή», το γαλλικό κράτος ετοιμαζόταν να βάλει τέλος σε «ένα σύστημα επιδοτήσεων που διατηρούσε εν ζωή τις μη αποδοτικές επιχειρήσεις» και το οποίο «συνέτεινε όχι στη βελτίωση τής συνολικής οικονομικής κατάστασης και την αύξηση τής οικονομικής ευελιξίας, αλλά στην παράλογη ενθάρρυνση φαινομένων εκμετάλλευσης από επιχειρήσεις τής δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν στην αγορά και τη διαιώνιση τής οικονομικής ακαμψίας». Οι επιδοτήσεις στις βιομηχανίες εξόρυξης άνθρακα «άγγιξαν το 1950 τα 31 δισ. φράγκα και όλες οι προσπάθειες για τη μείωση αυτού τού αριθμού απέβαιναν πάντα άκαρπες. Κάθε φορά που λαμβάνονταν αποφάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, τα αποτελέσματά τους εξουδετερώνονταν μετά από παρεμβάσεις πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό αληθεύει σε τέτοιο βαθμό που οι εν λόγω επιδοτήσεις καταβάλλονταν στους ενδιαφερόμενους, χωρίς καν οι σχετικές πιστώσεις να έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό.
Το ύψος των επιδοτήσεων αυτών έχει διαμορφωθεί σήμερα στα 8 δισ. φράγκα. Η μείωση κατέστη δυνατή μόνο επειδή ο υπουργός και οι αρμόδιες υπηρεσίες μπόρεσαν να μεταθέσουν την ευθύνη των αποφάσεων σε έναν οργανισμό που διαθέτει σημαντική ανεξαρτησία έναντι των κυβερνήσεων. […] Η κύρια διαφορά συνίσταται στο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική στηρίζεται στο άλλοθι που προσφέρει έναντι των επιμέρους συμφερόντων η λειτουργία ενός υπερεθνικού οργάνου, ενώ αντιθέτως η παραδοσιακή πολιτική έχει το νόημα ότι οι κυβερνήσεις επιβάλλουν πρώτα την απαραίτητη πειθαρχία στον εαυτό τους και στη συνέχεια απαιτούν πειθαρχία από τις ομάδες επιμέρους συμφερόντων».[100]
Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο, αφενός, οι ανταγωνιστικοί ιμπεριαλισμοί έβαλαν στην άκρη τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις τους και, αφετέρου, κατέστη αντικειμενικά αδύνατη κάθε αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών προσανατολισμών και προτεραιοτήτων, εν απουσία δυναμικών αντιδράσεων από τους θιγόμενους πληθυσμούς. Έχοντας εισπράξει την παγερή αποδοκιμασία τού κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο τού 1952, ο Ρομπέρ Σουμάν αντικαταστάθηκε στο υπουργείο των εξωτερικών από τον Μπιντό, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο τού 1953. Ο Μπιντό απεχθανόταν την ιδέα τής γερμανικής κηδεμονίας και είχε εκφράσει κατ’ ιδίαν την αποδοκιμασία του για την αμερικανική υποστήριξη στην αρχή τής «ίσης μεταχείρισης» [Gleichberechtigung]. Ωστόσο, κατά το παράδειγμα τού προπολεμικού προκατόχου του, τού «αριστερού» Εριό, ο Ζορζ Μπιντό δεν ανέλαβε καμιά πρωτοβουλία για την αντιστροφή τού «ευρωπαϊκού» προσανατολισμού. Χωρίς αμφιβολία, για να μην τον στενοχωρήσουν, οι υφιστάμενοί του τον βομβάρδιζαν με φιλιππικούς κατά τής ευρωπαϊκής στρατιωτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, οι οποίοι όμως κατέληγαν πάντα με την έκκληση για επίσπευση τής διαδικασίας άρσης των προστατευτικών περιορισμών και τού καθεστώτος επιβράβευσης των «ανίκανων» (με άλλα λόγια, με την έκκληση να πραγματοποιηθεί αυτό το οποίο — κατά τα γραφόμενά τους — απεύχονταν). Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα τού υπομνήματος, ημερομηνίας 10 Δεκεμβρίου 1953, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η δημιουργία μιας «γενικευμένης κοινής αγοράς που θα βασίζεται στην ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων θα προκαλούσε στην πράξη σοβαρά, αν όχι ανυπέρβλητα, προβλήματα […] για όλους τους παραγωγικούς τομείς […], δεδομένου ότι, στο πλαίσιο τής λειτουργίας της, η διαδικασία τής αναδιοργάνωσης των καθηκόντων και τής ανακατανομής των θέσεων απασχόλησης θα αφεθεί στο παιχνίδι τού ελεύθερου ανταγωνισμού· και τούτο γιατί η επιλογή και η επιβίωση των ικανοτέρων οφείλει να γίνει βάσει τού τυφλού και οδυνηρού μηχανισμού τής αγοράς». Πράγματι, η προτίμηση στο πρότυπο τής «αυστηρής διαχείρισης των εσωτερικών υποθέσεων» συνεπαγόταν την αναγκαστική επιστροφή στο «μαντρί» τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όλων των «στηλιτευτών» τής κοινής αγοράς[101]— χρήσιμο «άλλοθι» όπως το έθεσε και ο αξιωματούχος τού υπουργείου Εξωτερικών.[xxv]
[1] Επιστολή αρ. 140 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 10 Ιανουαρίου 1950, ΗΠΑ 1944, 166, MAE [Αρχεία. Υπ. Εξ.].
[2] Richard F. Griffiths & Frances M. B. Lynch, « L’échec de la “petite Europe”: Le Conseil tripartite 1944-1948 », gmcc, n° 152, 1988, σελ. 39-62· « L’échec de la “Petite Europe”: les négociations Fritalux-Finebel, 1949-1950 », Revue historique, CCLXXIV/1, 555, Παρίσι 1985, σελ. 159-193· και ALR op. cit.
[3] Lacroix-Riz, « La perception française de la politique américaine », σελ. 136-149, και « Crédits américains et coopération européenne (1949-1954) », στο Patrick Fridenson & André Straus, Le Capitalisme français 19e-20e siècle, Παρίσι, Fayard, 1987, σελ. 328-338· παράθεμα, επιστολή τού Bonnet προς τον Jean Chauvel, 15 Δεκεμβρίου 1948, προσωπικό αρχείο Bonnet, MAE.]
[4] Σημείωμα τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας [τού Κε Ντ’Ορσέ] (SCE), 7 Ιανουαρίου 1950, CE-DAFE [Διεύθυνση Οικονοµικών και ∆ηµοσιονοµικών Υποθέσεων-Υπ.Εξ.], 56, και επιστολή 5708 τού Bonnet, 30 Νοεμβρίου 1949, ΗΠΑ, 165, MAE.
[5] Τηλ. Massigli, Λονδίνο, 21 Οκτωβρίου 1949, ΗΠΑ, 165, MAE.
[6] Ήδη από το 1948, κεντρικό μοτίβο των (δημοσιευμένων) αρχείων Διεθνών Σχέσεων των ΗΠΑ (FRUS).
[7] Irwin Wall, L’influence américaine sur la politique française 1945-1954, Παρίσι, Balland, 1989· Scott Lucas, Freedom’s war. The American crusade against the Soviet Union, Μάντσεστερ , Manchester UP. 1999· Charpier, La CIA, ευρετήριο, και αρχεία τής CIA στο Ίντερνετ (David Bruce).
[8] Επιστολή 1182 τού Petsche προς τον αρχηγό τής αποστολής ECA [Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας] στο Παρίσι, 5 Αυγούστου 1949, A22.9.5, I (VCCD), MAE.
[9] Τηλ. 140 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 10 Ιανουαρίου 1950, ΗΠΑ 1944, 166, MAE.
[10] Τηλ. 725-757 τού Bonnet, Ουάσινγκτον, 21 Φεβρουαρίου 1950, A22.9.5, Il (VCCD), MAE.
[11] Σχέδιο νομισματικής ένωσης, 5 Νοεμβρίου 1949, 1397/199404/94, ABDF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].
[12] Τηλ. 3434 τού Massigli, Λονδίνο, 15 Δεκεμβρίου 1949, CE-DAFE, 56, MAE.
[13] Σημείωμα SCE χωρίς άλλη αναφορά, 16 Φεβρουαρίου 1950, CE-DAFE, 56, MAE.
[14] Γενικά συμπεράσματα των οικονομικών εμπειρογνωμόνων τής Finebel, 9 Φεβρουαρίου 1950,1397/199404/94, ABDF.
[15] Αλληλογραφία Lavarène, Guindey, Fouques-Duparc, Νοέμβριος 1949, αυτόθι και ο υποφάκελος.
[16] Σημείωμα SCE, 21 Φεβρουαρίου 1950, Α-22-9-5, 1949-1950, MAE.
[17] Lacroix-Riz, Les Protectorats d’Afrique du Nord entre la France et Washington du débarquement à l’indépendance 1942-1956, Παρίσι, L’Harmattan, 1988.
[18] Σημείωμα SCE [Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας τού Κε Ντ’Ορσέ], 10 Φεβρουαρίου 1950, CE 56, MAE, βλ. και infra.
[19] Gillingham, Coal, steel and the rebirth of Europe 1945-1955: the Germans and French from Ruhr conflict to economic community, Cambridge, Cambridge UP, 1991, σελ. 149.
[20] Τηλ. Bonnet αρ.1212, Ουάσινγκτον, 19 Μαρτίου 1949, Ευρώπη—Γενικές παρατηρήσεις 1944-1960 (Ευρώπη), 26, MAE.
[21] Σημείωμα DE [Διεύθυνση Ευρώπης], 7 Απριλίου 1950, Ευρώπη, 133, MAE. Για τη συγκυρία, βλ. Lacroix-Riz, «La France face à la puissance militaire ouest-allemande à l’époque du Plan Pleven», chirm, nº 45, 1991, σελ. 95-98 (95-143)· «Crédits américains», σελ. 328-337· «Vers le Plan Schuman, II», [gmcc, nº 156], σελ. 82-86.
[22] Τηλ. 2611-2614 τού Armand Bérard, Βόννη, 4 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE · Lacroix-Riz, « Paris et Washington au début du Plan Schuman », στο Die Anfänge des Schuman-Planes 1950-1951, (έκδ. υπό τη διεύθυνση τού Klaus Schwabe), Μπάντεν-Μπάντεν, 1988, σελ. 241-249 (241-268).
[23] Σημείωμα DE [Διεύθ. Ευρ.] (ελλιπή αναφορά), 15 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE (Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
[24] Σημείωμα DE, 23 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 112, MAE.
[25] OMS, Y 1944-1949,357-358· σημείωμα τού γάλλου προέδρου τού ομίλου ελέγχου χάλυβα, Ντίσελντορφ, 13 Δεκεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, και στον ίδιο τόμο, MAE.
[26] Σημείωμα DE, 1 Ιουνίου 1950, Ευρώπη, 111, MAE.
[27] Gillingham, Coal, όπου η θέση για το ρήγμα που προκάλεσε ο πόλεμος στην Κορέα, σελ. 250-266. Πβ. τις αρχ. πηγές για την Ευρώπη, 134, MAE· Lacroix-Riz, «Paris et Washington» και «La perception militaire de l’URSS par l’Occident au début des années cinquante: peur de l’Armée rouge ou “ogre soviétique”? », chirm, n° 46,1991, σελ.19-43 (19-61).
[28] «Σημείωμα για τον κ. Μονέ», 15 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.
[29] Ανώνυμο σημείωμα, 15 Νοεμβρίου 1950· στον ίδιο δουλοπρεπή, κολακευτικό κ.λπ. τόνο CE-DAFE, 508, MAE.
[30] Συνεδριάσεις επιτροπών περιορισμένης σύνθεσης, 21 Ιουνίου-7 Ιουλίου και 15 Σεπτεμβρίου 1950, CE-DAFE, 500-501, MAE.
[31] Ernst Klee, Das Personenlexikon zum Dritten Reich. Wer war was vor und nach 1945, Φρανκφούρτη, Fischer-Taschenbuch-Verlag, 2007, σελ. 221 (και βιβλιογραφία).
[32] Κύριο κείμενο-παραρτήματα, γερμανικό πρωτότυπο, γαλλική μετάφραση, παράρτημα D, CE-DAFE, 507, MAE.
[33] Τηλ. 5917-5919 τού Φρανσουά Πονσέ, Βόννη, 4 Νοεμβρίου 1950, Ευρώπη, 112, MAE.
[34] Από τον Ιανουάριο τού 1952, «Ευρώπη», 114· 111-115, «Σχέδιο Σουμάν», Απρίλιος 1950‒Δεκέμβριος 1955, MAE.
[35] Αλληλογραφία CE-DAFE, 520, MAE.
[36] Σημείωμα MAE, Παρίσι, 12 Δεκεμβρίου1950, CE-DAFE, 507, MAE· Για τον Tomlinson, Irwin Wall, L’influence américaine sur la politique française 1945-1954, Παρίσι, Balland, 1989, ευρετήριο· από την τεράστια γαλλική και αμερικανική βιβλιογραφία, αναφέρω ενδεικτικά τη συνέντευξη τού Étienne Hirsch, που δόθηκε στις 30 Ιουνίου τού 1970 και η οποία πρέπει διαβαστεί «πίσω από τις γραμμές»: http://www.trumanlibrary.org/oralhist/hirsche.htm.
[37] Την περίοδο 1938-1939, κατέσχεσαν, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία τής μεγάλης «εβραϊκής» επιχείρησης δέρματος Adler & Oppenheimer (A & O), χρησιμοποιώντας ως βιτρίνα μια «κοινοπραξία», στην οποία συμμετείχαν η Deutsche Bank και η Pferdmenges & Co, Harold James, The Deutsche Bank and the Nazi economic war against the Jews, Cambridge, Cambridge UP, 2001, σελ. 91, 97. Λήμμα Abs, Klee Personenlexikon, σελ. 10 (από όπου το παράθεμα για τον Αμπς), καμία αναφορά για τον Πφέρντμενγκες.
[38] Τηλ. 1350-1357 τού François-Poncet, Βόννη, 28 Φεβρουαρίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE · Lacroix-Riz, « Paris et Washington », σελ. 254-259 [δες σημ.22].
[39] Τηλ. nº 63-64 τού Arnal, 14 Μαρτίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE.
[40] Lacroix-Riz, « La France face à la puissance militaire ouest-allemande » σελ. 111-115 [δες σημ.21].
[41] Σημείωμα «Autorité de la Ruhr et Communauté charbon-acier » [Αρχή τής Ρουρ και Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα], 7 Νοεμβρίου 1950, και υποφάκελος «Notes générales concernant l’adaptation des contrôles dans le cadre du Plan Schuman » [Γενικές παρατηρήσεις για την προσαρμογή των ελέγχων στο πλαίσιο τού σχεδίου Σουμάν], CE-DAFE, 507, MAE.
[42] FV/SJR, Σημείωμα για τον Μονέ, 14 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, MAE.
[43] Σημείωμα με τίτλο «Εφοδιασμός σε οπτάνθρακα τής γαλλικής βιομηχανίας χάλυβα [πριν από] το σχέδιο Σουμάν», 15 Ιανουαρίου 1951, CE-DAFE, 515, MAE.
[44] Η Συνθήκη περιλαμβάνει συνολικά 100 άρθρα και τις συνημμένες ανταλλαγείσες επιστολές (όπου ο Αντενάουερ υποστηρίζει — με τη σύμφωνη γνώμη τού Σουμάν — ότι η υπογραφή τής συνθήκης δεν συνιστά «αποδοχή εκ μέρους τής ομοσπονδιακής κυβέρνησης τού σημερινού καθεστώτος τού Σαρ»), CE-DAFE, 503· διευκρινίσεις για την AIR, CE-DAFE, 507, για την κατάργηση τής AIR και των συμμαχικών ελέγχων στη Γερμανία, Μάιος 1950‒Δεκέμβριος 1951, MAE.
[45] Σημείωμα DAFE για τον Wormser, 5 Ιανουαρίου 1953, CE-DAFE, 509, MAE, και 139/199404/94, ABDF [Αρχ. Τράπεζας Γαλλίας].
[46] Σημείωμα 9 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.
[47] Αναφορά Monnet, 18 Ιουλίου 1951, CE-DAFE, 511, MAE.
[48] Τηλ. 1673-1677 τού Schuman στον Bernard Clappier, 20 Σεπτεμβρίου 1950, «Ευρώπη», 112, MAE.
[49] J. J. Lederer, «La sidérurgie européenne et les cartels avant le plan Schuman», Politique étrangère, 1951, τόμ. 16, n° 4-5, σελ. 397-412 (σελ. 412), και σποράδην (πβ. κατωτέρω).
[50] Τηλ. n° 361 τού Garnier, 23 Φεβρουαρίου 1951, «Ευρώπη», 112, MAE.
[51] Σημείωμα για την πρόταση Schuman, 10 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 500 (και 508), MAE.
[52] Το παρατεθέν σημείωμα, που είναι μεταγενέστερο τής 18ης Μαΐου, καταχωρίστηκε μεταξύ 22 και 23 Μαρτίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.
[53] Gillingham, Coal, σελ. 336.
[54] Σημείωμα DAFE, 27 Απριλίου 1955, CE-DAFE, 512, MAE.
[55] Charles Maier, « The Two Postwar Eras and the Conditions for Stability in Twentieth-Century Europe », American Historical Review, αρ. 86, 2, 1986, σελ. 327-365.
[56] Σημείωμα Lancial, 26 Ιανουαρίου 1942, »Λονδίνο-Αλγέρι», 297, MAE, και επιστολή 740 τού επιτρόπου τής RG [Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών], Μελέν, 13 février 1943, F7, 14904, AN.
[57] Lacroix-Riz, Le choix de Marianne : les relations franco-américaines de 1944 à 1948, Éditions sociales, 1986, σποράδην· Le Choix de la défaite: les élites franfaises dans les années 1930, Paris, Armand Colin, 2010 (επίλογος)· De Munich à Vichy : L’assassinat de la Troisième République (1938-1940), Paris, Armand Colin, 2008 (επίλογος)· Industriels et banquiers français sous l’Occupation, Paris, Armand Colin, 2013 (κεφ.9)· G. & J Kolko, Τhe Limits of power. The World and the United States Foreign Policy 1945-1954, New York, Harper and Row, 1972, σελ. 370 και επ.
[58] Richard Vinen, The politics of French business 1936-1945, Cambridge, Cambridge UP,1991, σελ. 203 και 227.
[59] Armand Bérard, Un Ambassadeur se souvient. Washington et Bonn 1945-1955, Paris, Plon, 1978, σελ. 229, και σποράδην. Για τον Georges Villiers, βλ. ευρετήριο ονομάτων στο Industriels.
[60] Για τις γερμανικές ανησυχίες, Gillingham, Coal, σελ. 205 και επ.
[61] «Γερμανική» αλληλογραφία τού Κε Ντ’Ορσέ από το 1945-46 και μετά, κυρίως «ΗΠΑ 1944», 171-179, και παραπομπή στον νόμο ECA, σημείωμα τής DAFE, Παρίσι, 18 Ιουνίου 1948, «ΗΠΑ 1944», MAE.
[62] Gillingham, Coal, σελ. 166-168, 217-225.
[63] Pierre Gerbet, La construction de l’Europe, Paris, Imprimerie nationale, 1983, σελ. 109-130 (κυρίως σελ. 129), όπου ο μύθος για το επτασφράγιστο «μυστικό» τού Σουμάν και τού Μονέ, που κρατούσαν το Κε Ντ’Ορσέ σε άγνοια για τις προθέσεις τους, και την εκεί παρατιθέμενη «ευρωπαϊστική» βιβλιογραφία.
[64] Σημείωμα DAFE για τον Πρόεδρο, 26 Οκτωβρίου 1955, CE-DAFE, 516, MAE.
[65] CE-DAFE, 511 και 512, MAE· για την προπολεμική περίοδο, Choix, ευρετήριο: λήμμα Škoda.
[66] Προπολεμικά συνεργάτης στο περιοδικό Nouveaux Cahiers τού Ζακ Μπαρνό και μέλος των επιτροπών Κουτρό (X-Crise, κ.τ.λ.), στη συνέχεια μέλός τής GRECS [Groupe de recherches économiques et sociales], οργάνωσης που διαδέχτηκε τις εν λόγω επιτροπές και η οποία ιδρύθηκε από τον Ογκίστ Ντετέφ τον Νοέμβριο τού 1945· δες Arnaud Diemer και Jean Laudereau, « L’activité du Groupe […]» στο Diemer et al., Maurice Allais et la Science économique, Paris, Clément Juglar, 2010, κεφ. 18, σελ. 309-314· και François Georges-Dreyfus, «Les économistes français face au Reich hitlérien […] », σελ. 83-92, στο Mélanges en l’honneur de François Caron (έκδ. υπό τη διεύθυνση τής Michèle Berger), PU Paris-Sorbonne, 1998 (στις σελίδες τού οποίου δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στη λέξη «συναρχία»· βλ. ευρετήριο Choix, Vichy και Industriels).
[67] Για τα κύρια πολιτικά και συνδικαλιστικά ζητήματα και διακυβεύματα, Henry Ehrmann, La politique du patronat français 1936-1955 (μετάφρ.), Paris, Armand Colin, 1959· Lacroix-Riz, Choix και Munich, ευρετήριο: René Belin, Robert Lacoste, κ.λπ.· Marianne, σποράδην· « Du bon usage de la “politique de la gauche non communiste”», chirm, αρ. 30, 1987, σελ. 75-104· «Réflexion sur un ouvrage récent», chirm, αρ. 54, 1994· Edward Rice-Maximin, «The United States and the French Left, 1945-1949: the View from the State Department», Journal of Contemporary History, 19, 1984, σελ. 729-747· Anthony Carew, Labour under the Marshall Plan, Manchester UP, 1987, και τα μεταγενέστερα έργα του, κ.λπ.
[68] Δηλώσεις τού Lafond, συνομοσπονδιακού γραμματέα τής FO, στην Dépêche du Midi, 12 Δεκεμβρίου 1951, όπως παρατίθενται στην έκθεση τής CE-DAFE, άλλα σχόλια, δηλώσεις, ανακοινώσεις στον τύπο, 6 Ιουνίου-13 Δεκεμβρίου 1951 (βλ. επίσης παρακάτω Σχόλια 1951), CE-DAFE, 502, MAE.
[69] Lacroix-Riz, Marianne, σποράδην· « Les résistances dans l’Administration », στο Les nationalisations de la Libération, (έκδ. υπό τη διεύθ. των Antoine Prost, Claire Andrieu, Lucette Le Van-Lemesle), Paris, PFNS, 1987, σελ. 192-210· «CGT et revendications ouvrières face à l’État, de la Libération aux débuts du Plan Marshall », διατριβή, Paris Ι, 1981· και La CGT de la Libération d la scission (1944-1947), Paris, Éditions Sociales, 1983, ευρετήριο.
[70] «Note sur le projet de mise en commun des industrie-clefs européennes» [Σημείωμα για το σχέδιο κοινής εκμετάλλευσης των βασικών ευρωπαϊκών βιομηχανιών], 22 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.
[71] Ανακοινωθέν στο πρακτορείο AFP, «Σχόλια 1951», CE-DAFE, 502, MAE.
[72] Γνώμες και αντιλήψεις επιχειρηματικών και εργοδοτικών κύκλων τού γαλλικού κλάδου χάλυβα, «Σχόλια 1951», CE-DAFE, 502, MAE.
[73] Έκθεση Chavin, Ιούνιος 1941, F7,15343, AN.
[74] Σημείωμα για MAE, 17 Νοεμβρίου 1950, CE-DAFE, 501, MAE.
[75] Σημείωμα τής 13ης Δεκεμβρίου 1950, CE-DAFE, 507, MAE.
[76] Για τις δραστηριότητες των Langeron, Lafond και Raty κατά την προπολεμική περίοδο και/ή κατά τη διάρκεια τού καθεστώτος τού Βισί, Lacroix-Riz, Choix, Vichy, Industriels, σποράδην.
[77] Από το κείμενο τής επιστολής τους στον Μονέ, Παρίσι, συνημμένης στην επιστολή τους προς τον Σουμάν, 20 Φεβρουαρίου 1951 (και τα υπόλοιπα κείμενα στον ίδιο τόμο), MAE.
[78] Με αναδόχους δύο συνάρχες και μέλη τής Καγκούλ «1. τον στρατηγό Καμπέ, 2. τον Μουλέν Ντε Λαμπαρτέτ», φάκελος Métral Albert, F7, 15388, AN.
[79] Gillingham, Coal, σελ. 308-310 (το θαυμαστικό στο πρωτότυπο [«…κύρια αιτία για την εθνική παρακμή …!»]
[80] Lacroix-Riz, « Hermann Röchling et la couleuvre de l’Alsace-Lorraine » [Χ. Ρέχλινγκ και η «προσβολή» τής Αλσατίας-Λορένης], Industriels, σελ. 510-511. [Σημ. Μετ. Τού επιτράπηκε να παραστεί στην έναρξη τής διάσκεψης, αλλά όχι στο δείπνο τού επιμελητηρίου ].
[81] http://fr.wikipedia.org/wiki/Proc%C3%A8s_de_Nuremberg#Wieviorka2006
[82] Klee, Personenlexikon, σελ. 155.
[83] Επιστολή 99 τού Robert de Marciat, γενικού προξένου στο Μόναχο, 19 Ιανουαρίου 1957, CE-DAFE, 516, MAE.
[84] Σημείωμα Auboin, Βασιλεία, 14 Δεκεμβρίου 1949, 1397/199404/94, ABDF.
[85] Σημείωμα SCE [τής Υπηρεσίας Οικονομικής Συνεργασίας, Υπ.Εξ.], 10 Φεβρουαρίου 1950, CE, 56, MAE [πβ. ανωτέρω υποσημείωση 18].
[86] Μέλος τής GRECS (πβ. υποσημείωση αρ.66, και την εκεί παρατιθέμενη βιβλιογραφία), αποφοίτησε πρώτος αριστούχος το 1930, επικεφαλής τής Υπηρεσίας Ορυχείων τής Ινδοκίνας (1938-1947), υπηρέτησε στη συνέχεια στο Υπουργείο Βιομηχανικής Παραγωγής (1947-1949), όπου ανέλαβε να εποπτεύει τη «διανομή των πιστώσεων βιομηχανικών επενδύσεων τού σχεδίου Μάρσαλ»· δες και νεκρολογία http://www.annales.org/archives/x/desrousseaux.html, άκρως λακωνική όσον αφορά την περίοδο τής κατοχής.
[87] Σημείωμα για την πρόταση Σουμάν, 10 Μαΐου 1950, CE-DAFE, 500 (και 508), MAE.
[88] Σημείωμα MAE για τη μεταλλευτική εταιρεία τού Κονάκρι, Παρίσι, 24 Οκτωβρίου 1950, CE-DAFE, 508, MAE.
[89] Suetens, 2η εκτελεστική συνεδρίαση των 6 αντιπροσωπειών, 22 Ιουνίου 1950, CEDAFE, 500, MAE.
[90] Σημείωμα DE [Διεύθ. Ευρώπης], 1 Ιουνίου 1950, «Ευρώπη», 111, MAE.
[91] Gillingham, Coal, σελ. 315-336 (το παράθεμα, στη σελ. 332: « the ECSC could be scrapped the following day without making the différence »), και CE-DAFE, 500 και επ., κυρίως 509, MAE. Για τον Ricard, ευρετήριο Industriels.
[92] Σημείωμα DAFE, 22 Απριλίου 1953, CE-DAFE, 512, MAE.
[93] Πρακτικά εκτελεστικής συνεδρίασης, 4 Ιουλίου 1950, CE-DAFE, 500, MAE.
[94] «Εντολή Καθηκόντων προς την Επιτροπή Μισθών», 12 Σεπτεμβρίου 1950, CE-DAFE, 501, MAE.
[95] «Σύνοψη εγγράφου εργασίας [των] γάλλων εμπειρογνωμόνων», 27 Ιουνίου 1950, CE-DAFE, 500, MAE.
[96] «Προτάσεις τής επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης για τους μισθούς», Οκτώβριος 1950, CE-DAFE, 501, MAE (οι υπογραμμίσεις δικές μου-ALR).
[97] Ευρετήριο ονομάτων Choix και Industriels.
[98] Ψηφίσματα CCI, με επιστολή τού Ζισκάρ Ντ’ Εστέν με ημερομηνία 29/5/1952, CE-DAFE, 511, MAE.
[99] Επιστολή τού Foster, αναπληρωτή διευθυντή τής ECA [Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας] (υπηρεσία διαχείρισης τού προγράμματος Μάρσαλ στην Ουάσινγκτον), προς την Αποστολή ECA στο Παρίσι, Ουάσινγκτον, 21 Απριλίου 1950, FRUS, 1950, 111, σελ. 1372-1374.
[100] Σημείωμα DAFE, «Σχέσεις με τη Γερμανία, την Αυστρία και την ΕΚΑΧ», Παρίσι, 28 Ιουλίου 1954, CE-DAFE, 509, MAE.
[101] Σημείωμα DAFE για τον Wormser, 10 Δεκεμβρίου 1953, CE-DAFE, 512, MAE.
i. Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών.
ii. Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας.
iii. Αμερικανική Επιτροπής για την Ενωμένη Ευρώπη.
iv. Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας.
v. Υπ.Εξ.
vi. Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας.
vii. Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άμυνας.
viii. Αμερικανική Επιτροπή για την Ενωμένη Ευρώπη.
ix. Λειτουργούσε ως ομάδα πίεσης και συμφερόντων.
x. Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας.
xi. Γαλλικό Τμήμα τής Εργατικής Διεθνούς.
xii. Mouvement Républicain Populaire: Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα.
xiii. Εθνικό Συμβούλιο Γαλλικής Εργοδοσίας.
xiv. Union des industries et métiers de la métallurgie: Σύνδεσμος μεταλλουργικών βιομηχανιών και επαγγελμάτων.
xv. Εθνικό Συμβούλιο Γαλλικής Εργοδοσίας.
xvi. Banque de l’Union parisienne.
xvii. Bundesverband der deutschen Industrie.
xviii. τού Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου.
xix. Κρατικοί μηχανικοί ορυχείων.
xx. Κρατική εταιρεία: «Ανθρακωρυχεία Γαλλίας».
xxi. Compagnie franco-américaine des Métaux.
xxii. British Iron and Steel Corporation.
xxiii. Parti Social Français. Επρόκειτο για φασιστικές οργανώσεις.
xxiv. Confédération française des travailleurs chrétiens (CFTC): Γαλλική Συνομοσπονδία Χριστιανών Εργατών·
Confédération générale des cadres (CGC): Γενική Συνομοσπονδία Στελεχών· CGT: Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας.
xxv. Βλέπε υποσημείωση 100.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...