RSS

Tag Archives: Celan

6 Ποιήματα — Paul Celan

(Ο Τσελάν απαγγέλλει το «Μέτρα μου τ αμύγδαλα»)

 Φωτεινές μπάρες, το πηγαδάκι τους, στις κυκλοφοριακές νησίδες, με τις εν τέλει απολυθείσες εραλδικές απολαύσεις, / νοήματα καβάλα στα διαλυμένα πεζοδρόμια, / ο νεοσσό-χρονος, κλο-κλο-κλο, για να βρει την υγειά του, γλιστράει στο νεύρο-Κράκεν, / ένας αναρροφητικός βραχίονας αρπάζει, μέσ’ απ’ την τσάντα τη φτιαγμένη από ίνες τύπου γιούτα, τα εις τας συνεδριάσεις τής Κεντρικής Αρχιδεπιτροπής αποφασισθέντα ψηφίσματα-Βόλων, / άνω-κάτω στον οχετό παροχέτευσης κόπρου κυκλοφορεί τ’ αυταπόδεικτο.

Leuchtstäbe [8/9/1968] Schneepart V.6

 Φύλλο άδεντρο για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ: / Τι χρόνια είν’ τούτα που κοντεύει να γίνει έγκλημα μια κουβέντα που ’τυχε να ξαναπεί τόσ’ απ’ όσα έχουν ήδη ειπωθεί;

Ein Blatt [7/1968] Schneepart IV.3

Πηγάδια σκαμμένα στον αέρα: Κάποιος, στο καπηλειό, θα παίζει βιόλα στον κατήφορο τής μέρας / Κάποιος θα στέκεται με το κεφάλι πάνω στη λέξη «Αρκετά» / Κάποιου σταυρωτά τα πόδια απ’ το κατώφλι θα κρέμονται δίπλα στο μαγκάνι.
Τούτος ο χρόνος, / χωρίς βιάση να περάσει, / ξανά στα μούτρα μάς πετά Δεκέμβρη και Νοέμβρη, / ξεσκάβει τις πληγές του, για να χωρέσ’ εσένα, φρεσκοσκαμμένο ταφοπήγαδο, / δωδεκάστομο.

Brunnengräber [25/12/1967] Schneepart I.4

Η Αιωνιότης παραμένει εντός ορίων: αλαφρά, στις τεράστιές της πλοκάμους μέτρησης, με περίσκεψη στριφογυρίζει το — ακτινογραφημένο με τη χρήση νυχιών χεριών — μπιζέλι τού σακχάρου τού αίματος.

Die Ewigkeit [18/10/1968] Schneepart V.18

Μπρος για το νησί, μαζί με τους πεθαμένους στο νερό, / με τις πιρόγες δασοπαντρεμένοι, / με τα χέρια να τα παραμονεύουν οι ουρανοί, /  κρόνια δακτυλιωμένες οι ψυχές τους:
έτσι οι ελεύθεροι, οι ξένοι τραβάν κουπί, / οι μάστορες τού πάγου και τής πέτρας: / με το κουδούνισμα των σημαδούρων όταν τις καταπίνει το νερό, / με τα γαβγίσματα τού ωκεανού που παίρνει τού καρχαρία το γαλάζιο. Κουπί, κουπί, τραβάν κουπί — εσείς, τα πτώματα που κολυμπάτε, δείξτε μας τον δρόμο! / Βάλτε κι αυτό, κι εμάς, στον κιούρτο! / Κι αύριο θα ξεραθεί η θάλασσά μας!

Inselhin [6/1954] Von Schwelle zu Schwelle

Μέτρα μου τ’ αμύγδαλα, / μέτρα ό,τι πίκρισε κι ό,τι σ’ άφησ’ άγρυπνο, / και μέτρα με μαζί:
Έψαξα το μάτι σου όταν τ’ άνοιξες και δεν σε πρόσεξε κανείς, / έγνεσα τη μυστική κλωστή / απ’ όπου γλίστρησ’ η δροσιά, που ’χες στον νου, / μες το κανάτι που φύλαγ’ ένας λόγος που ’χασε τον δρόμο του για κάποιου την καρδιά.
Πρωτοκληρονόμησες εκεί τ’ όνομα που ’ταν το δικό σου, / με βήμα βέβαιο διάβηκες τού εαυτού σου το κατώφλι, / ανεμπόδιστα πηγαινοέρχονταν στο καμπαναριό τής σιωπής σου τα σφυριά, / ό,τι κρυφάκουγε σε σκούντηξε, / ό,τι νεκρό και σένα σφίγγει στην αγκάλη του, / κι οι τρεις σας διαβήκατε τη νύχτα.
Πίκρανέ με. / Μέτρα με με τ’ αμύγδαλα μαζί.

Zähle die Mandeln [1954] Mohn und Gedächtnis


Leuchtstäbe, deren Gespräch, auf Verkehrsinseln, mit endlich beurlaubten Wappen-Genüssen, / Bedeutungen grätschen im aufgerissenen Pflaster, / das Küken Zeit, putt, putt, putt, schlüpft in den Kraken-Nerv, zur Behandlung, / ein Saugarm holt sich den Jutesack voller Beschlußmurmeln[1] aus dem Klöten-ZK,[2] / die Düngerrinne herauf und herunter kommt Evidenz.

Leuchtstäbe [8/9/1968] Schneepart V.6

[1] [murmeln: «βόλοι» (το παιχνίδι), αλλά και «μουρμουρητά» (εναλλακτικά «ψηφίσματα-Μώμων» κατά το «ψηφίσματα-Νόμων»· πιο κοντά στο νόημα θα ήταν ίσως το «ψηφίσματα-μουρμούρες»]
[2] [Klöten-ZK: το «Klöten-» εμφανίζεται σε ορισμένες εκδοχές τού ποιήματος (εναλλακτικά «Κεντρικής Επιτροπής Όρχεων»)]

Ein Blatt, baumlos, für Bertolt Brecht: / Was sind das für Zeiten, wo ein Gespräch beinah ein Verbrechen ist, weil es soviel Gesagtes mit einschließt?

Ein Blatt [7/1968] Schneepart IV.3

Brunnengräber[1] im Wind: es wird einer die Bratsche spielen, tagabwärts, im Krug, / es wird einer kopfstehn im Wort Genug,[2] / es wird einer kreuzbeinig hängen im Tor, bei der Winde.[3]
Dies Jahr / rauscht nicht hinüber, / es stürzt den Dezember zurück, den November, / es gräbt seine Wunden um, / es öffnet sich dir, junger Gräber- brunnen, / Zwölfmund.

Brunnengräber [25/12/1967] Schneepart I.4

[1] [Brunnengräber μπορεί να αποδοθεί ως «ταφοπήγαδα» (δηλ. πηγάδια στον άερα) ή ως «σκάφτης πηγαδιών» (επομένως εναλλακτικά: «Για σένα που σκάβεις πηγάδια στον αέρα»]
[2] [«Όποιος περπατάει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, κυρίες και κύριοι, βλέπει από κάτω τον ουρανό σαν να ’ταν άβυσσος», Μεσημβρινός] [Εναλλακτικά: «[όταν δοθεί]/ [με] το σύνθημα «Αρκετά»»]
[3] [Winde: βαρούλκο, τροχαλία αλλά και αναρριχητικό φυτό]

Die Ewigkeit hält sich in Grenzen: leicht, in ihren gewaltigen Meß-Tentakeln, bedachtsam, rotiert die von Finger- nägeln durchleuchtbare Blutzucker-Erbse.

Die Ewigkeit [18/10/1968] Schneepart V.18

Inselhin, neben den Toten, / dem Ein baum waldher vermählt, / von Himmeln umgeiert[1] die Arme, / die Seelen saturnisch beringt[2]:
so rudern die Fremden und freien, / die Meister vom Eis und vom Stein : / umläutet von sinkenden Bojen, / umbellt von der haiblauen See.
Sie rudern, sie rudern, sie rudern – : / Ihr Toten, ihr Schwimmer, voraus! / Umgittert auch dies von der Reuse! / Und Morgen verdampft unser Meer!

Inselhin [6/1954] Von Schwelle zu Schwelle

[1] [umgeiert: νεολογισμός· εναλλακτικά «με τα χέρια που τα οσφραίνονται οι ουρανοί»· στα αγγλικά η λέξη έχει αποδοθεί με το νεολογισμό «to vulture» ώστε να εκφραστεί η κίνηση λ.χ. τής ύαινας ή τού όρνιου σε σχέση με τη λεία τους]

[2] [saturnisch beringt: κρόνια δακτυλιωμένες· η εικόνα έχει να κάνει με τους δακτύλιους δέντρων]

Zähle die Mandeln, / zähle, was bitter war und dich wachhielt, / zähl mich dazu:
Ich suchte dein Aug, als du’s aufschlugst und niemand dich ansah, / ich spann jenen heimlichen Faden, / an dem der Tau, den du dachtest, / hinunterglitt zu den Krügen, / die ein Spruch, der zu niemandes Herz fand, behütet.
Dort erst tratest du ganz in den Namen, der dein ist, / schrittest du sicheren Fußes zu dir, / schwangen die Hämmer frei im Glockenstuhl deines Schweigens, / stieß das Erlauschte zu dir, / legte das Tote den Arm auch um dich, / und ihr ginget selbdritt[1] durch den Abend.
Mache mich bitter. / Zähle mich zu den Mandeln.

Zähle die Mandeln, [1954] Mohn und Gedächtnis

[1] [«Anna selbdritt»: μοτίβο απεικόνισης τού θείου βρέφους με την παρθένο και την Αγία Άννα]

 
3 Σχόλια

Posted by στο 26/01/2020 σε Ποίηση

 

Ετικέτες: