RSS

Tag Archives: de Certeau

Περί «δημοσίου» λόγου & ομολογίας

(ιδιωτεία)

ΙΙ. Από τον βασανισμό στην ομολογία

(από το δοκίμιο «Ο Θεσμός τής Σαπίλας» [L’institution de la pourriture: Luder] τού Μισέλ ντε Σερτό (1977))

Το σημείο εγχάραξης τού «αληθούς» λόγου ταυτίζεται με την υπαγωγή τού υποκειμένου υπό το καθεστώς και έμβλημα τού περιττώματος. Αυτός δε ο θεσμοθετημένος λόγος αναμεταδίδεται επίμονα, κατά τρόπο ώστε να δημιουργεί και να αναπαράγει τις ίδιες τις συνθήκες τής δυνατότητάς του, οι οποίες ουσιαστικά ανάγονται στην «καταπραϋντική» και συγχρόνως ειλικρινή παραδοχή και ομολογία ότι ίδιον των εν λόγω υποκειμένων είναι η σαπίλα. Πέρα από το στοιχείο τής πανουργίας τού εν λόγω νόμου που έγκειται στην υιοθέτηση και μετάδοση ενός ευγενούς δόγματος θα μπορούσαμε να κάνουμε αναφορά και σε μια ακραία διαδικασία που ενδημούσε πάντα στις παρυφές των θεσμών τής αλήθειας και η οποία, μακράν τού να είναι παρωχημένο ιστορικό φαινόμενο με καθαρά αρχαιολογικό ενδιαφέρον, δεν έπαψε ποτέ να αναπτύσσεται, αποκτώντας όλο και περισσότερο χαρακτήρα «συνηθισμένης διοικητικής πρακτικής» ή πολιτικής διαδικασίας «ρουτίνας»: αναφέρομαι στην πρακτική των βασανιστηρίων.

Είναι ανάγκη να εξεταστούν οι κρυφές συγγένειες και ομοιότητες ανάμεσα στον μυστικισμό και στην πρακτική των βασανιστηρίων, πρακτικές που εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, τα οποία φαινομενικά μόνο είναι τυχαία ή περιορίζονται σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ορισμένες παλαιές ασκητικές τεχνικές βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με σύγχρονες πρακτικές βασανισμού: ορισμένες μορφές αποστέρησης ύπνου που χρησιμοποιούσε ο Σούζο, ο μυστικιστής από την Ρηνανία, εμφανίζουν, πράγματι, μεγάλες ομοιότητες με πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα στις ελληνικές ή βραζιλιάνικες φυλακές. Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, σε ολοκληρωτικές περιόδους τής ιστορίας, όπως συνέβη στην κατεχόμενη Γαλλία υπό το καθεστώς τού Βισύ, αυξάνεται η ενασχόληση με το θέμα τού μυστικισμού. Το γεγονός αυτό πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διαφορών μεταξύ των ιστορικών εκφάνσεων τού ευαγγελικού ριζοσπαστισμού κατά το δέκατο έβδομο αιώνα: έτσι, στις καθολικές μοναρχίες, όπως για παράδειγμα, την Ισπανία και Γαλλία, ο ριζοσπαστισμός αυτός εμφάνιζε έντονα «μυστικιστικό» χαρακτήρα, ενώ είχε μάλλον «προφητικό» χαρακτήρα στις δημοκρατικότερες μεταρρυθμισμένες μοναρχίες τής Αγγλίας και τής Σκανδιναβίας.[1] Οι μυστικιστικές αυτές εμπειρίες εκλαμβάνουν ως δεδομένη και προϋποθέτουν την αποδοχή μιας «απόλυτης» εξουσίας, η μεταβολή ή η μεταρρύθμιση τής οποίας θεωρείται ως απαγορευμένη ή, πλέον, ως ανέφικτη και η οποία αναπέμπει ερωτήματα στο υποκείμενο, χωρίς όμως αυτό να έχει την ικανότητα να αποτελέσει το αντικείμενο τής αναπαράστασής τους.

Αυτό όμως μας οδηγεί σ’ ένα θεμελιωδέστερο γνώρισμα. Στην πραγματικότητα, η χρήση βασανιστηρίων αποσκοπεί στην απόσπαση τής έγκρισης ενός λόγου, φορέας τού οποίου είναι το ίδιο το Κράτος, μέσω τής ομολογίας και παραδοχής εκ μέρους τού υποκειμένου τής σαπίλας του. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που επιδιώκει να εκμαιεύσει ο βασανιστής από το θύμα του είναι η απόλυτη συρρίκνωση τής ύπαρξης τού τελευταίου στα όρια τής σαπίλας — δηλαδή, σε αυτό [ça] στο οποίο εξαντλείται η ίδια η ύπαρξη τού θύτη, πράγμα το οποίο ο ίδιος αναγνωρίζει, χωρίς όμως να το ομολογεί ρητά. Το θύμα πρέπει να γίνει η φωνή τής σήψης, η οποία ναι μεν αποδοκιμάζεται καθολικά, πλην όμως αποτελεί το εν γένει υπόβαθρο τής αναπαράστασης τής παντοδυναμίας τού καθεστώτος, με άλλα λόγια, τής «ένδοξης εικόνας» την οποία το καθεστώς προσπορίζει στους οπαδούς του μέσω τής αναγνώρισής τους και στην οποία οι τελευταίοι καλούνται να αναγνωρίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Το θύμα πρέπει ως εκ τούτου να οικειοποιηθεί τη θέση τού υποκειμένου επί τού οποίου διαδραματίζεται η σκηνή τής εξουσίας που ταυτοποιεί.

Αλλά, συγχρόνως, αυτή η φωνή καταπνίγεται στο σκοτεινό κελί τής φυλακής, εγκαταλείπεται στη νύχτα τού μαρτυρίου ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει η ανεπιφύλακτη παραδοχή τής —ενδοϋποκειμενικής— συνθήκης τής δυνατότητας ανάδυσης τής εξουσίας. Πρόκειται για μια απαρνημένη ομολογία. Η φωνή δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με τον άλλο, τον εχθρό. Πρέπει να ακουστεί και συγχρόνως να καταπνιγεί: να ακουστεί διότι, ανακοινώνοντας τη σαπίλα τού υποκειμένου, η φωνή εγγυάται ή ανασυνιστά την ιδιότητα τού «ανήκειν» — που όμως παραμένει απόρρητη, έτσι ώστε να µην διακινδυνεύσει την εικόνα πάνω στην οποία ερείδεται η ικανότητα τού θεσμού να εξασφαλίζει στους οπαδούς του το προνόμιο τής αναγνώρισης τής ιδιότητας τού μέλους. Η φωνή είναι επομένως αναγκαία — αλλά μόνο ως ψίθυρος στις πίσω αίθουσες τού «θεσμού». Μόνο μια αχνή κραυγή — που, έχοντας αποσπαστεί με βασανιστήρια, πρέπει να εμπνέει τον φόβο, χωρίς όμως να δημιουργεί σκάνδαλο — μπορεί να παράσχει νομιμοποίηση στο σύστημα, αποκλείοντας ταυτόχρονα το ενδεχόμενο τής ανατροπής του.

Το ότι το θύμα είναι το κατάλληλο για τη διαδικασία αυτή οφείλεται ακριβώς στην έξωθεν προέλευσή του. Το θύμα συνεισφέρει μια ομολογία η οποία είναι μεν αναγκαία για την εσωτερική λειτουργία τού θεσμού, πλην όμως δύναται να εξορκιστεί ως παραπέμπουσα στον αντίπαλο. Είναι πράγματι αληθές ότι το θύμα ταυτίζεται με τον εχθρό. Ο ξένος προς ή ο εξεγερμένος ενάντια στον θεσμό εκφράζουν μια φιλοδοξία που είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με αυτόν (παρά μόνο κατά τρόπο υποκριτικό)· κι αυτό γιατί τα εν λόγω πρόσωπα λίγο-πολύ θεωρούν ότι μια ορισμένη πρακτική τού λόγου — που μπορεί να έχει χαρακτήρα πολιτικό (ένα επαναστατικό εγχείρημα), θρησκευτικό (μια μεταρρυθμιστική βούληση) ή και αναλυτικό («ελεύθερη» έκφραση) — ενέχει την ικανότητα μετασχηματισμού τού θεσμού. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή προς τον ισχυρισμό μετασχηματισμού τής ιστορικής τάξης πραγμάτων επί τη βάσει μιας εναντιο-λογίας, τα βασανιστήρια αποτελούν εφαρμογή τού νόμου τού «θεσμού», δυνάμει τού οποίου ο λόγος περιορίζεται απλώς στον αντίστροφο ρόλο, αυτόν δηλ. τής ομολογίας που συναρτάται με την θεσμική αφοσίωση.

Για άλλη μια φορά τα βασανιστήρια αποτελούν το τέλειο παράδειγμα μύησης στην πραγματικότητα των κοινωνικών πρακτικών.[2] Η χρήση τους έχει ως αποτέλεσμα την απομυθοποίηση τού λόγου. Πρόκειται για το πέρασμα από ό,τι λέγεται και ακούγεται εκτός τού θεσμού στην πρακτική που εφαρμόζεται στο εσωτερικό του. Ως εκ τούτου, μέσω τής μετάβασης που συντελείται τη στιγμή ακριβώς που ο βασανιστής οφείλει να προκαλέσει τη συναίνεση από την πλευρά μιας εξωτερικότητας αποκαλύπτονται — υπό την κάλυψη τού σκότους, εν νυκτί — οι πραγματικές παράμετροι τού θεσμικού παιχνιδιού. Ενώ τα ουτοπικά (επαναστατικά) εγχειρήματα εκκινούν από την παραδοχή ότι ορισμένοι τρόποι τού λέγειν έχουν την ικανότητα να καθορίζουν τρόπους άσκησης τής εξουσίας ή, διαφορετικά, ότι ο θεσμός μπορεί να γίνει η ορατή έκφανση μιας ήδη εκφρασθείσας ή μιας υπεσχημένης «αλήθειας» — ενώ, δηλαδή, αυτού τού είδους τα εγχειρήματα διατηρούν μια «ευ-αγγελική» δομή — τα βασανιστήρια, από την άλλη πλευρά, αποκαθιστούν τον νόμο που προβλέπει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων η φωνή παύει να έχει «προφητικό» χαρακτήρα· δεν αποσκοπεί πλέον στην παράβαση που συνιστά η επιδίωξη και προσδοκία ικανοποίησης μιας επιθυμίας.

Ένα όνομα, Luder, [βρώμα, γαμιόλη/-α] υπαγορεύει στο υποκείμενο αυτό που οφείλει να είναι, ώστε να εξασφαλιστεί η διαιώνιση τού θεσμού, ώστε να εξασφαλιστεί η υιοθέτηση και η αναγνώρισή του εκ μέρους τού θεσμού, ώστε να ενσταλαχθεί μέσα του η πίστη στη δημόσια εικόνα τού θεσμού. Το θύμα των βασανιστηρίων καταλαμβάνεται εξ απροόπτου· βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν νόμο, τού οποίου την ύπαρξη αγνοούσε. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κανένας δεν τού ζητάει να προβεί σε ψευδή ομολογία, να ομολογήσει την αλήθεια ενός ισχυρισμού, το ψευδές τού οποίου γνώριζε. Ο θεσμός δεν εδράζεται στην παραδοχή ενός φαινομενικά αληθινού ισχυρισμού, με θεωρητική, έστω, ισχύ (γιατί στην πράξη, εντός τού θεσμού, κανένας βεβαίως δεν πιστεύει στην αλήθεια του), αλλά στην παραδοχή εκ μέρους των οπαδών του τής δικής τους διαφθοράς. Ως εκ τούτου, το υποκείμενο, στη μέγκενη τού μηχανισμού των βασανιστηρίων, βρίσκεται αντιμέτωπο όχι με την πραγματική σημασία ή φρίκη τού συστήματος — διαπίστωση από την οποία θα μπορούσε να αντλήσει θάρρος — αλλά με έναν εσωτερικό διχασμό και ένα μύχιο αίσθημα σήψης που, εμπνέοντας τον τρόμο, τον κάνει να δειλιάσει. Η αποκάλυψη και η συνειδητοποίηση τής δικής του διαφθοράς — ο στόχος δηλ. που επιδιώκεται να επιτευχθεί με τον εξευτελισμό και τον διασυρμό τού θύματος των βασανιστηρίων — θα ήταν αρκετός λόγος για να στερηθεί τού δικαιώματος τής εξέγερσης, (όπως, άλλωστε, συμβαίνει τόσο με τους βασανιστές του, όσο και με όλους τους άλλους). Μέσω τού μηχανισμού τής ατίμωσης — μέσω δηλ. τής αναστροφής τής κατάστασης και επιπλέον τής ανάστροφης χρήσης τού λόγου (που θέτουν πλέον υπό αμφισβήτηση το υποκείμενο και όχι τον ίδιο τον θεσμό) — προσδοκάται η εξαναγκαστική αποδοχή, εκ μέρους τού θύματος, τής προσφώνησης που του απευθύνουν οι βασανιστές του: Luder.

Ωστόσο, η πραγματική διαστροφή έγκειται στο ότι, ανεξαρτήτως περιστάσεων, η διαδικασία αυτή απόσπασης ομολογίας επιτυγχάνει πάντοτε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Όπως άλλωστε συνέβη και με τον Σρέμπερ, ενώ βρισκόταν κλεισμένος στο άσυλο τού Sonnerstein, το θύμα των βασανιστηρίων έχει στερηθεί των συλλογικών εγγυήσεων διασφάλισης τής «ομαλότητας»· έχει εγκαταλειφθεί στη λειτουργία των συσκευών βασανισμού που, ξεσκίζοντας αμείλικτα τις σάρκες του, έχουν ως μόνο σκοπό να τον κάνουν να πιστέψει ότι δεν είναι παρά ένας προδότης, ένας δειλός, ένας σωρό σκατά. Δεν έχει πλέον το άλλοθι των πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών δεσμών που του παρείχαν κατά το παρελθόν προστασία έναντι τής αυτογνωσίας που του μεταδίδεται μέσω τής προσβλητικής προσφώνησης. Άλλωστε, όταν προφέρεται το όνομα αυτό, δεν μιλάει η ίδια η φωνή τού είναι του; «Ναι, αυτό [ça] είμαι, Luder.» Ό,τι εκφράζει γλωσσικά το όνομα — το [υποτιθέμενο] «πραγματικό» που ελοχεύει πίσω από μια ασταθή αίσθηση αυτοκυριαρχίας και αυτοαναφοράς — είναι αρκετό για να κάνει κάποιον να ξεχάσει παλιούς δεσμούς αλληλεγγύης.[3] Εδώ, το στόμα ανοίγει για να αποκαλύψει ό,τι είναι σάπιο στην κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων — ή στις σχέσεις μεταξύ αγωνιστών. Αυτό το μήνυμα, που ανακοινώνεται και γίνεται δεκτό από τον παραλήπτη του, συνδέεται με τη δυσαφομοίωτη αποκάλυψη την οποία εγκολπώνονται — κατ’ αντίστροφο τρόπο αλλά στο πλαίσιο της ίδιας ακοινωνησίας — τόσο η μυστικιστική κένωση όσο και η αναλυτική διαφώτιση ως την απαρχή ή την θεμελιώδη αρχή ενός άλλου ταξιδιού. Πρέπει να εξετάσουμε περαιτέρω τις επιπτώσεις που έχει η ομολογία αυτή, τις επιπλέον δυνατότητες που παρέχει στον μυούμενο, όπως επίσης και το θεσμικό όφελος που απορρέει από μια τέτοια διασάφηση.

 […]


[1] Για τον 16ο αιώνα, πβ., για παράδειγμα, Steven E. Ozment, Mysticism and Dissent (New Haven: Yale Univerisity Press, 1973)· για τον 17ο αιώνα (και μόνο εφόσον ο αναγνώστης διακρίνει μεταξύ των διαφόρων μορφών μυστικιστικών εμπειριών κατά τρόπο που προσομοιάζει σε σημαντικό βαθμό με το ταξινομητικό σχήμα τού γράφοντος), πβ. Leszek Kolakowski, Chrétiens sans Eglise (Παρίσι: Gallimard, 1969)· πβ.. επίσης, Michel de Certeau, Politica e Mistica (Μιλάνο: Jaca, 1975).

[2] Πβ. Pierre Clastres, Society against the State, μετφρ. Robert Hurley (Νέα Υόρκη: Urizen, 1997), σελ.152-60 («Για τα βασανιστήρια στις πρωτόγονες κοινωνίες»).

[3] Τα θύματα βασανιστηρίων καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να μην «ξεχάσουν» τους παλιούς τους δεσμούς αλληλεγγύης — όπως ο αντιστασιακός που κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων επαναλάμβανε διαρκώς τα ονόματα των συντρόφων του. Ο θρίαμβος των βασανιστηρίων συνίσταται στην εξάλειψη της μνήμης κάθε άλλου ονόματος πλήν τού Luder.

–>0:49

 

Ετικέτες: