RSS

Tag Archives: Samir Amin

Xωρίς στρατηγική [sans stratégie]— Samir Amin [1973]

Η θεωρία τού «ιμπεριαλιστικού πίθου» [των Δαναΐδων] (ή «τα κλεμμένα αγαθά»]

[Le développement inégal, σελ.325-339] [pdf]

Ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής

Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα το σοσιαλιστικό σχέδιο; Έχοντας ως αφετηρία την παραδοχή ότι ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής είναι διακριτός από τον εμπορευματικό τρόπο, ότι σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής τα προϊόντα και η εργατική δύναμη δεν αποτελούν εμπορεύματα, θα έπρεπε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο σοβιετικός τρόπος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικός. Δεν μπορεί ωστόσο ούτε να χαρακτηριστεί καπιταλιστικός και αυτό γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα τού καπιταλιστικού τρόπου δεν είναι μόνο η γενίκευση τής εμπορευματικής μορφής τού προϊόντος και ο εμπορευματικός χαρακτήρας τού κεφαλαίου αλλά και η διανομή [redistribution] τής υπεραξίας κατ’ αναλογία τού επενδυθέντος κεφαλαίου, με άλλα λόγια η μετατροπή τής υπεραξίας σε κέρδος καθώς και τής αξίας σε τιμή. Εν προκειμένω, η απουσία τού γνωρίσματος αυτού οφείλεται στην υποκατάσταση τής ιδιωτικής — και συνεπώς κατακερματισμένης — ιδιοκτησίας από την κρατική ιδιοκτησία τού κεφαλαίου. Στην ειδοποιό αυτή διαφορά στηρίζεται η απολογητική περιγραφή τού σοβιετικού συστήματος ως σοσιαλιστικού. Τούτο όμως προϋποθέτει την αναγωγή τής έννοιας των σχέσεων παραγωγής σε αυτήν των σχέσεων ιδιοκτησίας, με άλλα λόγια τη μη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και οικονομικής υποδομής και τον παραμερισμό τού ζητήματος των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ τού οικονομικού και των υπολοίπων επιπέδων. Η επιλογή τής οπτικής αυτής εξηγεί το γεγονός τής συνειδητής παραμέλησης[1] τής εξέτασης τού «τιμαριωτικού»[2] [tributaire] — ή άλλως και «ασιατικού» — τρόπου παραγωγής, στον οποίο οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν οπωσδήποτε να αναχθούν σε σχέσεις ιδιοκτησίας λόγω τής απουσίας τού στοιχείου τής ιδιοποίησης τής γης. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να γίνει λόγος μόνο για έλεγχο των μέσων παραγωγής — και μάλιστα για συλλογικό, ταξικό έλεγχο ασκούμενο από το Κράτος. Ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής θα μπορούσε άραγε να υπαχθεί στην κατηγορία αυτή; Βεβαίως όχι, γιατί ο «τιμαριωτικός» τρόπος αγνοεί την εμπορευματική μορφή τού προϊόντος [τής εργασίας] και τής εργατικής δύναμης: εν προκειμένω, η υπεραξία αποσπάται σε είδος και σύμφωνα με κανόνες άσχετους προς την αγορά. Εξίσου μη ικανοποιητικός είναι και ο χαρακτηρισμός τού σοβιετικού τρόπου ως «κρατικού καπιταλισμού». Και αυτό γιατί η εν λόγω έκφραση περιγράφει πολύ διαφορετικές καταστάσεις, όπως, για παράδειγμα, τον προχωρημένο καπιταλισμό, όπου η συγκεντροποίηση τού κεφαλαίου οδηγεί στα μονοπώλια και σε συγκεκριμένες μορφές αλληλοδιείσδυσης μεταξύ Κράτους και μονοπωλίων, τις περιπτώσεις εκείνες που βρίσκονται στον αντίποδα τού νεοεκκολαφθέντος καπιταλισμού και στις οποίες το Κράτος διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων καπιταλιστικού τύπου, καθώς επίσης και τις μορφές που συναντώνται σε ορισμένες υπανάπτυκτες χώρες και στις οποίες το Κράτος έρχεται να καλύψει την ανεπάρκεια τής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας — ή τέλος τις μορφές που συνδέονται με την περίοδο τής μετάβασης, όπως στην Ρωσία τής ΝΕΠ. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ο σοβιετικός τρόπος θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερος τρόπος παραγωγής με τα εξής χαρακτηριστικά: α) τα βασικά μέσα παραγωγής (τ.έ. κεφαλαιουχικά αγαθά που παράγονται από την κοινωνική εργασία) αποτελούν αντικείμενο κρατικής ιδιοποίησης· β) η εργατική δύναμη αποτελεί εμπόρευμα· γ) τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενα κατανάλωσης είναι επίσης εμπορεύματα· δ) τα κεφαλαιουχικά αγαθά¸ παρ’ όλο που αρχικά τουλάχιστον δεν είναι εμπορεύματα, τείνουν γρήγορα να καταστούν τέτοια.

Για μια μεγάλη περίοδο, που στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμα λήξει, η κατανομή των επενδύσεων στη Ρωσία γινόταν και γίνεται βάσει των προβλέψεων τού Πλάνου χωρίς αναφορά στην αγορά και τη συνεπαγόμενη εξίσωση τού [ποσοστού] κέρδους, επιτρέποντας έτσι την επιτάχυνση τού ρυθμού συσσώρευσης μέσω τής κατά προτεραιότητας κατανομής πόρων για την παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών προορισμένων για την παραγωγή άλλων κεφαλαιουχικών αγαθών και όχι για την άμεση ικανοποίηση τής τελικής ζήτησης καταναλωτικών αγαθών. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει τη μη τήρηση τής αναλογίας μεταξύ των δύο τομέων τής κοινωνικής παραγωγής, την οποία θα επέβαλε η αγορά, και πιο συγκεκριμένα τη μετάθεση τού χρονικού ορίζοντα τής αναγκαίας τους προσαρμογής. Είναι προφανές ότι ο σκοπός τής διαδικασίας αυτής έχει μεταβατικό και προσωρινό χαρακτήρα. Έτσι, από τη στιγμή που επιτεύχθηκαν οι βασικοί στόχοι τής συσσώρευσης, το σύστημα άρχισε να εξελίσσεται προς την κατεύθυνση τής υιοθέτησης κανόνων κατανομής πόρων συγγενέστερων προς εκείνους που ισχύουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το τελικό μοντέλο αυτού τού τρόπου παραγωγής είχε ήδη από το 1908 σκιαγραφηθεί από τον Ε. Μπαρόνε, ο οποίος θεωρούσε ότι στις σοσιαλιστικές χώρες η αποστολή τού υπουργείου σχεδιασμού θα συνίστατο στην υποκατάσταση τής αγοράς στη βάση ενός εκ των προτέρων υπολογισμού που θα έπρεπε να οδηγεί σε αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα που επιτυγχάνονται εκ των υστέρων σε μια οικονομία πλήρους και τέλειου ανταγωνισμού. Οι σχετικές συζητήσεις στη σοβιετική βιβλιογραφία δεν ξεφεύγουν καθόλου από το πλαίσιο αυτό. Τίθενται, εν προκειμένω, τα εξής δύο ζητήματα: α) κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, η κατανομή πόρων προς όφελος τού τομέα Ι συνιστά αποτελεσματικό μέσο για την επιτάχυνση τής συσσώρευσης· και αν ναι, μέχρι ποιου σημείου θα πρέπει να εφαρμοστεί η συνειδητή αυτή στρέβλωση; β) Ποια από τις δύο διαδικασίες οδηγεί με τον αποτελεσματικότερο τρόπο σε μια κατανομή πόρων που ανταποκρίνεται στους κανόνες τής αγοράς (τ.έ. στην εξίσωση τού ποσοστού απόδοσης τού κεφαλαίου): η αποκέντρωση τής διαχείρισης ή, αντιθέτως, η απόλυτη συγκέντρωση, με την προϋπόθεση ότι θα λαμβάνεται αυστηρά υπόψη ο υπολογισμός, στη βάση τής ψευδο-αγοράς, στον οποίο θα προβαίνει η κεντρική υπηρεσία σχεδιασμού; Ωστόσο, στην πραγματικότητα, τα δύο αυτά ζητήματα δεν εντάσσονται στην προβληματική τού σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός δεν είναι «καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές». Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν ήδη διαβλέψει τον κίνδυνο μιας τέτοιας ερμηνείας, συνδέοντάς την μάλιστα με τη διαρκή διείσδυση τής καπιταλιστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Για τη θεμελίωση αυτής τής θέσης του ο Μπαρόνε υποχρεώθηκε να αποσυνδέσει όχι μόνο το ζήτημα τής παραγωγής από αυτό τής αναδιανομής [répartition], αλλά και το ζήτημα τής οικονομικής βάσης από αυτό τού εποικοδομήματος (τής ιδεολογίας). Έχοντας υιοθετήσει το σκεπτικό αυτό, η σοβιετική Ρωσία δημιούργησε έναν ιδιότυπο τρόπο παραγωγής: η αδιάλειπτη παρουσία και η ενδυνάμωση τού Κράτους αποκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα τού συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής και την ειδική φύση τής διάρθρωσης των επιπέδων που αυτός απαιτεί.

Πιο συγκεκριμένα, ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής συνεπάγεται την κυριαρχία τής ιδεολογικής λειτουργίας, πράγμα που σηματοδοτεί μια τομή με τον καπιταλιστικό τρόπο, αλλά συγχρόνως και μια επιστροφή στον τύπο διάρθρωσης που χαρακτηρίζει τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Ο έλεγχος και η ιδιοποίηση τού πλεονάσματος [surplus] από μια «κρατική τάξη» [classe-État] καθίστανται προφανείς, από τη στιγμή που έχει εγκαταλειφθεί η καπιταλιστική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία η απόδοση τού κεφαλαίου συνδέεται αντικειμενικά με μια κοινωνικο-ταξική διανομή τού εισοδήματος. Το εν λόγω σύστημα δεν μπορεί επομένως να λειτουργήσει παρά μόνο εφόσον ο έλεγχος τού πλεονάσματος από μια «κρατική τάξη» γίνεται αποδεκτός από την κοινωνία. Ως εκ τούτου, η ιδεολογία καθίσταται μέσο για την αναπαραγωγή των απαραίτητων προϋποθέσεων λειτουργίας τής κοινωνίας, όπως συνέβαινε και στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Εν προκειμένω, ο ελιτισμός και ο εθνικισμός αποτελούν τα απαραίτητα ιδεολογικά θεμέλια. Από τη μια πλευρά, ο ελιτισμός καθιστά δυνατή την [κοινωνική] αποδοχή τού ελέγχου τού πλεονάσματος από μια μειοψηφική τάξη, επιβάλλοντας διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής που βασίζονται στον εσωτερικό σεβασμό απέναντι στις αξίες τής γνώσης, τής επιστήμης και τής τεχνολογίας και καλλιεργώντας συγχρόνως τον μύθο τής κοινωνικής κινητικότητας. Η λειτουργία τής ελίτ, που αποτελεί την «κρατική τάξη», συνίσταται στη διασφάλιση τής συνοχής και τής ισχύος τού έθνους. Από την επιτέλεση τού σκοπού αυτού εξαρτάται η αποδοχή της εκ μέρους τού προλεταριάτου, το οποίο εξακολουθεί να πωλεί την εργατική του δύναμη, και για τον λόγο αυτό οι «εξωτερικές της επιτυχίες» είναι σε μεγάλο βαθμό αποφασιστικής σημασίας για τη διαιώνιση τού συστήματος.

Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η «δημοκρατία» προκύπτει από δύο εγγενείς απαιτήσεις τού συστήματος: αφενός από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ιδιωτών καπιταλιστών και αφετέρου από την κυριαρχία τής οικονομικής λειτουργίας και τον «οικονομίστικο» χαρακτήρα τής ιδεολογίας τού συστήματος. Ωστόσο, στη Ρωσία, η απουσία «δημοκρατίας» και οι όποιοι περιορισμοί τής «ελευθερίας τής γνώμης» δεν αντιπροσωπεύουν «ανεπάρκειες» και «παρεκκλίσεις», πόσο μάλλον «υπολείμματα τού παρελθόντος». Απεναντίας, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός συστήματος, το οποίο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, αν ετίθετο υπό αμφισβήτηση η ελιτίστικη και εθνικιστική του ιδεολογία.

Η συσσώρευση συνιστά τον θεμελιώδη νόμο τού καπιταλιστικού τρόπου, που «ενσωματώνει και εσωτερικεύει» την οικονομική πρόοδο — η οποία, ας σημειωθεί, δεν αποτελεί εγγενή όρο τής αναπαραγωγής στους μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Στον ανταγωνισμό οφείλεται αυτή η ιδιαιτερότητα τού καπιταλιστικού τρόπου, ο οποίος, σε αντίθεση με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής που βασίζονται στην απλή αναπαραγωγή, δεν γνωρίζει παρά μόνο τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Η εξαφάνιση τού ανταγωνισμού, η οποία συνεπάγεται την εκ νέου «εξωτερίκευση» τής οικονομικής προόδου, αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η ίδια η κοινωνία να ανακτήσει τον έλεγχο τού μέλλοντός της, δίνοντας έτσι τέλος στην αλλοτρίωση. Κατά τον τρόπο αυτόν, ο σοσιαλιστικός τρόπος θα ανακτήσει τον χαρακτήρα που διακρίνει τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, στους οποίους δεν κυριαρχεί η οικονομική λειτουργία. Ενώ όμως οι προκαπιταλιστικοί τρόποι χαρακτηρίζονται από ελλιπή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να επιλέξει μια διευρυμένη αναπαραγωγή η οποία θα διαφέρει από την καπιταλιστική αναπαραγωγή κατά το ότι θα τελεί υπό τον έλεγχο τής κοινωνίας.

Ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής αποκλείει τον ανταγωνισμό, κατά το μέτρο τουλάχιστον που τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν αποτελούν εμπορεύματα. Ο στόχος τής μέγιστης επιτάχυνσης τής συσσώρευσης, προκειμένου να «καλυφθεί το χαμένο έδαφος» έναντι των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, αποτελεί το βασικό κίνητρο τής οικονομικής προόδου, με άμεση αντανάκλαση στο επίπεδο τής ιδεολογίας και τής πολιτικής. Η κυριαρχία τής πολιτικής λειτουργίας επιτρέπει όντως την επιτάχυνση τής συσσώρευσης, απελευθερώνοντας εν μέρει το οικονομικό επίπεδο από τους περιορισμούς που επιβάλλει η αγορά. Στο συγκεκριμένο στάδιο, η επιταχυνόμενη συσσώρευση συνιστά τον θεμελιώδη νόμο τού σοβιετικού τρόπου παραγωγής. Η κύρια αντίφαση που χαρακτηρίζει αυτόν τον τρόπο παραγωγής δεν πρέπει να αναζητηθεί στο οικονομικό επίπεδο, αλλά εντοπίζεται μεταξύ τού οικονομικού και τού πολιτικο-ιδεολογικού επιπέδου. Ο διακηρυχθείς στόχος τού σοσιαλισμού και οι επιδιώξεις και μέθοδοι που υπαγορεύονται από την επιταχυνόμενη συσσώρευση αποτελούν τους δύο όρους τής αντίφασης.

Η σταδιακή υπέρβαση τής αντίφασης αυτής έγινε δυνατή μέσω τού εκφυλισμού των σοσιαλιστικών στοιχείων τού συστήματος και τής ολοένα και εντονότερης ενίσχυσης τού μοντέλου τού «καπιταλισμού χωρίς καπιταλιστές». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής τείνει να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση τής επαναφοράς τού εμπορευματικού χαρακτήρα των κεφαλαιουχικών αγαθών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την εισαγωγή τού στοιχείου τού ανταγωνισμού. Εάν όμως συμβεί κάτι τέτοιο μέσω τής ανάπτυξης μιας πραγματικής αγοράς, όπως συνέβη στη Γιουγκοσλαβία, η επικράτηση τής εμπορευματικής οικονομικής ιδεολογίας οδηγεί εκ νέου στην αλλοτρίωση των ανταγωνιζομένων εργατικών ομάδων με αποτέλεσμα τη διάρρηξη τής κοινωνικής συνοχής. Στην περίπτωση αυτή, το σοσιαλιστικό σχέδιο περνάει σε δεύτερη μοίρα και η οικονομική πρόοδος που τυχόν πραγματοποιείται, έχοντας επανασυγχωνευτεί στον οικονομικό μηχανισμό, οδηγεί στην απώλεια τής κοινωνικής κυριαρχίας. Σε περίπτωση, όμως, που δεν αποκατασταθεί ο ανταγωνισμός (με το πλάνο να υποκαθιστά τον ρόλο τής αγοράς, σύμφωνα με τις θέσεις τού Μπαρόνε), η οικονομική πρόοδος παραμένει μεν ανεξάρτητη από τον οικονομικό μηχανισμό, εξακολουθεί όμως να βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση με το πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, η ιδεολογία που χαρακτηρίζει αυτόν τον μη σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής δεν παύει να είναι μια ιδεολογία εμπορευματικής οικονομικής αλλοτρίωσης, που λειτουργεί ως προϋπόθεση για την αναπαραγωγή μιας ταξικής κοινωνίας — τής οποίας νόμος είναι η άνιση ανάπτυξη των τομέων τής παραγωγικής δραστηριότητας. Οι τομείς των οποίων η πρόοδος θεωρείται αποφασιστικής σημασίας για την ενίσχυση τού κυρίαρχου ιδεολογικού επιπέδου ευνοούνται συστηματικά από τους μηχανισμούς κατανομής πόρων, πράγμα που αποβαίνει εις βάρος τής προόδου των λοιπών τομέων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγούνται τα εντυπωσιακά επιτεύγματα στον στρατιωτικό τομέα (απ’ όπου εξαρτάται η αποδοχή τής ιδεολογίας τού εθνικισμού), καθώς επίσης και στους τομείς που συνδέονται με την «προνομιακή κατανάλωση» (απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοχή τού ελιτισμού). Με τον ίδιο όμως τρόπο εξηγείται και η συνεχής αναποτελεσματικότητα στους υπόλοιπους τομείς και κυρίως στους τομείς παραγωγής προϊόντων που προορίζονται για την αναπαραγωγή τής εργατικής δύναμης, που αντιμετωπίζεται και η ίδια ως εμπόρευμα.

Ο «εκφυλισμός» στον οποίο έχει οδηγηθεί το σοβιετικό φαινόμενο αποδίδεται συνήθως στην κατάσταση καθυστέρησης τής Ρωσίας. Στην πραγματικότητα όμως οι εγγενείς τάσεις τού καπιταλιστικού κέντρου εξελίσσονται αυθόρμητα προς την ίδια κατεύθυνση και μπορούμε εύλογα να υποστηρίξουμε ότι η ιδεολογία τού οικονομισμού, που αποτέλεσε εξαρχής χαρακτηριστικό γνώρισμα των σοβιετικών προσανατολισμών, προήλθε από το αναπτυγμένο κέντρο.

Στις αρχές τού 20ού αιώνα, η Ρωσία δεν αποτελούσε περιφέρεια, αλλά μια κεντρική χώρα καθυστερημένου καπιταλισμού. Οι δομές της διέφεραν από εκείνες τής «υπανάπτυξης», δηλαδή από τις δομές τού εξαρτημένου καπιταλισμού. Και, παρά το γεγονός ότι ο «σοσιαλισμός» αποτέλεσε δεδηλωμένη πρόθεση των μπολσεβίκων, η επανάσταση τού 1917 επέτρεψε μεν την επιτάχυνση τής διαδικασίας συσσώρευσης, χωρίς όμως να μεταβάλλει ουσιαστικά το μοντέλο τής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κατάργηση τής ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, που περιήλθαν στην ιδιοκτησία τού Κράτους, ήταν η προϋπόθεση για την επιτάχυνση τής συσσώρευσης. Η ιστορία έδειξε ότι, ακολουθώντας το πρότυπο τού κεντρικού καπιταλισμού, ήταν μεν δυνατή η επίτευξη τού στόχου τής συσσώρευσης υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία, στο πλαίσιο όμως διαφορετικών μορφών ιδιοκτησίας. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στη σοβιετική θεωρία για τη «σοσιαλιστική επανάσταση» — η οποία ταυτίζεται περιοριστικά με την ανατροπή των ιδιοκτησιακών μορφών, προκειμένου να επιτευχθεί με αυτόν τον τρόπο η προσαρμογή τους στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (ή, ακριβέστερα, στο μελλοντικό δυνητικό τους επίπεδο που θα ανταποκρίνεται στον προς επίτευξη τελικό στόχο τής εκβιομηχάνισης). Απόρροια τής θεωρίας αυτής είναι μια ιδεολογία «οικονομίστικου» χαρακτήρα όσον αφορά τη μετάβαση, η οποία μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: προτεραιότητα στην ανάπτυξη τής βαριάς βιομηχανίας έναντι τής ελαφράς βιομηχανίας, προτεραιότητα στην ανάπτυξη τής βιομηχανίας έναντι τής γεωργίας, αντιγραφή των τεχνολογιών και των καταναλωτικών προτύπων τής Δύσης κ.ο.κ., με απώτερο πάντα σκοπό τη σύγκλιση με τις προηγμένες χώρες. Θα μπορούσε, μάλιστα, να ειπωθεί ότι, καθώς η Αγγλία αποτέλεσε τη γενέτειρα τού βιομηχανικού καπιταλισμού, οι χώρες που είναι σήμερα αναπτυγμένες παρουσίαζαν στο παρελθόν «αναπτυξιακή καθυστέρηση» σε σχέση με τη χώρα αυτή. Ωστόσο καμία από αυτές δεν ήταν χώρα περιφερειακή. Η ηπειρωτική Ευρώπη και η βόρεια Αμερική, εφαρμόζοντας πρότυπα παρόμοια με το βρετανικό, μπόρεσαν με κάποια χρονική καθυστέρηση να φθάσουν το επίπεδο ανάπτυξης τής Αγγλίας (ενώ μάλιστα οι ΗΠΑ και η Γερμανία μπόρεσαν στη συνέχεια να υπερφαλαγγίσουν τη χώρα αυτή). Η Ιαπωνία κατάφερε με μεγάλη επιτυχία να εφαρμόσει το ίδιο καπιταλιστικό μοντέλο, αλλά ήδη κατά την περίοδο τής μετάβασης οι μορφές που προσέλαβε η καπιταλιστική ανάπτυξη στη εν λόγω χώρα παρουσίασε ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισε το κράτος στη διαδικασία αυτή. Η περίπτωση τής ΕΣΣΔ αποτελεί πρόσφατο παράδειγμα επιτυχούς εφαρμογής ενός παρόμοιου μοντέλου συσσώρευσης, με την πρωτοτυπία ότι η κρατική ιδιοκτησία δεν αποτελεί απλώς μια μεταβατική μορφή.

Σε όλα αυτά τα μοντέλα, η περίοδος τής μετάβασης χαρακτηρίστηκε από το στοιχείο τής υποταγής των μαζών και τού περιορισμού τους στον παθητικό ρόλο τού διαθέσιμου εργατικού δυναμικού [εφεδρικού στρατού εργασίας], που επρόκειτο να διοχετευθεί σταδιακά στους σύγχρονους παραγωγικούς τομείς, η επέκταση των οποίων επέτρεψε, εν τέλει, την απορρόφηση τής πλειονότητας τού εργατικού δυναμικού τής κοινωνίας. Αυτήν ακριβώς τη λειτουργία επιτέλεσαν τόσο τα κολχόζ και η διοικητική καταστολή στην ΕΣΣΔ, όσο και οι νόμοι των φτωχών και οι νόμοι των περιφράξεων στην Αγγλία.

Η με κάθε τίμημα επιδίωξη τής μέγιστης δυνατής ανάπτυξης αντικατοπτρίζεται στο σύνθημα τής εποχής τού Στάλιν «φτάστε και ξεπεράστε τις ΗΠΑ σε όλους τους τομείς τής παραγωγής». Έχοντας διατυπωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και πρακτικής, ο εν λόγω στόχος παραβλέπει το περιεχόμενο τής μετρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι συγκεντρωτικοί δείκτες των εθνικών λογαριασμών απεικονίζουν μόνο μεγέθη ανταλλακτικών αξιών, δηλαδή μεγέθη που σχετίζονται αποκλειστικά με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η προσήλωση στον δείκτη τού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ισοδυναμεί με αγνόηση τού γεγονότος ότι σε τελική ανάλυση η αύξηση τού ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και με την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, τουτέστι τής ανθρωπότητας και των φυσικών πόρων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις αντιμετωπίζονται ως μέσα για την εξυπηρέτηση ενός και μοναδικού σκοπού, αυτού τής μεγιστοποίησης τού κέρδους. Με «οικονομολογικούς» όρους, η διαπίστωση αυτή μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: «ο υπολογισμός τής κερδοφορίας τής επιχείρησης ενσωματώνει τις εξωτερικές οικονομίες[3]» — που προέρχονται ακριβώς από την καταστροφή τού ανθρώπινου δυναμικού και των φυσικών πόρων. Για τον λόγο αυτό ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παρουσιάζει μεγαλύτερη «ικανότητα ανάπτυξης» — με την οικονομική/οικονομίστικη έννοια τού όρου — σε σύγκριση όχι μόνο με όλους τους προγενεστέρους τρόπους παραγωγής, αλλά, αναμφίβολα, και με τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής ο άνθρωπος θα έχει όντως τεθεί πάνω από το κέρδος.

Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους, ο άνθρωπος μπορεί μεν να παραμένει αλλοτριωμένος στη σχέση του με τη φύση, αλλά αναπτύσσει διαφανείς κοινωνικές σχέσεις, εξού και η κυριαρχία τού ιδεολογικού επιπέδου σε αυτούς τους τρόπους παραγωγής. Εν προκειμένω, η ένδεια περιορίζει τους ανθρώπους σε ένα μοντέλο απλής αναπαραγωγής, που ωστόσο νομιμοποιείται ιδεολογικά μέσω μιας «εξωχρονικής» κοσμοθεώρησης. Γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι έχτιζαν τότε πυραμίδες και καθεδρικούς. Ο καπιταλιστικός τρόπος ενσωματώνει στο επίπεδο τής οικονομίας την τεχνολογική πρόοδο, πράγμα που επιτρέπει την ταχεία συσσώρευση και, ως εκ τούτου, την «άρση τής φυσικής αλλοτρίωσης». Παράλληλα, όμως, η αλλοτρίωση μεταφέρεται στο κοινωνικό επίπεδο. Η επιτάχυνση τής συσσώρευσης έχει ως τίμημα την υποταγή τής κοινωνίας στον νόμο τού κέρδους και εκδηλώνεται με τη μορφή τής συρρίκνωσης τής ανθρώπινης ύπαρξης στο επίπεδο τής εργατικής δύναμης και τής υποτίμησης τού φυσικού οικολογικού περιβάλλοντος. Ο καπιταλισμός δεν ανεγείρει πλέον καθεδρικούς, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται τη χειραφέτηση τής ανθρωπότητας. Ο βραχύς χρονικός ορίζοντας που χαρακτηρίζει το σύστημα δημιουργεί πλέον ανεξέλεγκτα κοινωνικά προβλήματα.

Έχοντας αναγάγει την καπιταλιστική συσσώρευση σε απόλυτη αξία, ο οικονομισμός απορρίπτει την ύπαρξη τού παγκόσμιου συστήματος, θεωρώντας το ως απλό άθροισμα των επιμέρους εθνικών συστημάτων. Και ναι μεν αναγνωρίζει ότι τα συστήματα αυτά είναι ανισόμετρα αναπτυγμένα, αρνείται όμως ότι είναι ιεραρχημένα και ενσωματωμένα σε ένα ενιαίο σύνολο. Για τον οικονομισμό, οι περιφερειακές χώρες είναι καταδικασμένες σε παρακμή, έστω και αν εγκαθιδρυθεί σε αυτές μια πολιτική εξουσία με σοσιαλιστικές προθέσεις. Το θαύμα τής σοσιαλιστικής επανάστασης δεν μπορεί παρά να προκύψει από το κέντρο. Αξιοπρόσεκτο είναι εν προκειμένω το γεγονός ότι η προτεραιότητα που κατά μηχανιστικό τρόπο αποδίδεται στις παραγωγικές δυνάμεις έχει ως συνέπεια οι θέσεις αυτές να προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό εκείνες των — βαθιά «αστικών» — «φιλοσοφιών τής Ιστορίας». Ήδη από το τέλος τού 19ου αιώνα, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ερμήνευε τον Μαρξ υπό το πρίσμα τού οικονομισμού. Αυτή η μηχανιστική γραμμική προσέγγιση — η οποία θέτει ως δεδομένη την αλληλουχία η οποία, ξεκινώντας από την «τεχνολογία», καταλήγει, μέσω των «παραγωγικών δυνάμεων», στις «σχέσεις παραγωγής» και την «ταξική συνείδηση» — εκτόπισε σταδιακά τις διαλεκτικές αναλύσεις τού ίδιου τού Μαρξ όσον αφορά τη σχέση βάσης και εποικοδομήματος. Ο Κάουτσκι εκλαΐκευσε και διέδωσε τη μηχανιστική αυτή ιδεολογία, που βρήκε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξή της όχι στις καθυστερημένες περιοχές τού καπιταλιστικού κόσμου, αλλά στα πλέον αναπτυγμένα κέντρα τού καπιταλισμού: στη Γερμανία με «μαρξιστικό» περίβλημα· στην Αγγλία σε μια καθαρά εκλεκτική εκδοχή που επεξεργάστηκε το «Εργατικό Κόμμα»· και τέλος στις ΗΠΑ, όπου εμφανίστηκε με την πλέον αλλοιωμένη της μορφή λόγω τής κυριαρχίας τής φιλελεύθερης ιδεολογίας. Το προλεταριάτο τού κέντρου τού καπιταλιστικού κόσμου ήταν και εξακολουθεί να είναι διαποτισμένο από την αστική ιδεολογία, έχοντας αποδεχτεί, όπως άλλωστε και η κεντρική μπουρζουαζία, τον φετιχισμό τού εμπορεύματος και την ιδεολογία τού οικονομισμού.

Οι αντιλήψεις τού Κάουτσκι όσον αφορά την οργάνωση τής εργατικής τάξης δεν είναι ασύνδετες με την ιδεολογία τού οικονομισμού. Λαμβάνοντας ως αφετηρία το 1870, μπορούμε να κάνουμε τη διαπίστωση ότι η ιδέα ενός κόμματος που υποτίθεται ότι λειτουργεί ως εξωτερική συνείδηση τού προλεταριάτου, μιας ελίτ που θα μελετά και θα εφαρμόζει τις κοινωνικές επιστήμες, αποτέλεσε απόρροια τής επιφανειακής υιοθέτησης από την ευρωπαϊκή εργατική τάξη τού «μαρξισμού». Ενώ πριν από το 1870 το προλεταριάτο έδινε πίστη στις κομμουνιστικές ουτοπίες, η ιδεολογική αλλοτρίωση τής εργατικής τάξης οδήγησε πλέον, όσον αφορά τα λεγόμενα μαρξιστικά κόμματα, στην απόσπαση τής θεωρίας από την πρακτική και στην αντικατάσταση τής «φιλοσοφίας τής πράξης» από τον δογματισμό τού οικονομισμού. Παρ’ όλ’ αυτά οι μπολσεβίκοι επρόκειτο να χρησιμοποιήσουν αυτές τις μορφές οργάνωσης, που στη Γερμανία αντανακλούσαν την ελιτίστικη ιδεολογία τού οικονομισμού, διότι στην καταπιεστική Ρωσία, όπου η εργατική τάξη ήταν μειοψηφική και η ιντελιγκέντσια βρισκόταν στη αντιπολίτευση, ο συγκεντρωτισμός ανταποκρινόταν σε μια πρακτική και ζωτική αναγκαιότητα (εξού και ο διάλογος κωφών  ανάμεσα στον Λένιν — που «αιφνιδιάστηκε» από την «προδοσία» τού Κάουτσκι — και στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, που έδειχνε να την κατανοεί καλύτερα από τον μπολσεβίκο ηγέτη). Επομένως, από το 1917 και μετά, οι μπολσεβίκοι, πιεζόμενοι από τις περιστάσεις (καταστροφικός εμφύλιος, γεωγραφικός κατακερματισμός τού προλεταριάτου κ.ο.κ.), κινήθηκαν σ’ αυτή την κατεύθυνση, που οδήγησε στη σημερινή Ρωσία. Και είναι αλήθεια ότι ο Λένιν είχε εκφράσει σχετικές ανησυχίες, τις οποίες όμως δεν συμμεριζόταν ούτε ο Τρότσκι ούτε ο Στάλιν, που εκπροσωπούσαν τις δυο όψεις τού ίδιου νομίσματος τού οικονομισμού, με τον πρώτο να περιμένει το θαύμα τής απελευθέρωσης από τη Δύση και τον δεύτερο να τρέφει την πεποίθηση ότι εκείνο που προείχε ήταν η μίμησή της — «η γεφύρωση τού χάσματος» ως προαπαιτούμενο για την τελική υπερφαλάγγισή της. Αντιθέτως, η κινεζική επανάσταση αποκατέστησε τον Μαρξ, δίνοντας πραγματικό νόημα στον νόμο τής ανισομερούς ανάπτυξης και ερχόμενη σε ρήξη με τη γραμμή τής προσαρμογής των σχέσεων παραγωγής στο επίπεδο τής αυτόνομης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η ιστορία τής Κίνας δεν είναι η μόνη απόδειξη ότι ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδομένα των προηγμένων χωρών. Ακόμη και στην Ανατολική Ευρώπη, οι ικανοποιητικότερες επιδόσεις σε οικονομικό επίπεδο σημειώθηκαν στην Ανατολική Γερμανία — και όχι στην καθυστερημένη Ρωσία (παρά το στοιχείο τού συγκεντρωτισμού) ή στην εξίσου καθυστερημένη Γιουγκοσλαβία (παρά το στοιχείο τής αποκέντρωσης). Η εργατική τάξη τού κέντρου τού καπιταλιστικού κόσμου — η οποία για δεκαετίες διαμορφώθηκε υπό την επίδραση τής καπιταλιστικής αλλοτρίωσης, όπως προκύπτει και από το γεγονός τής προσχώρησής της στην ιδεολογία τού οικονομισμού — ωρίμασε για την υπέρβαση των αντιφάσεων τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όχι όμως και για την χειραφέτησή της από την αλλοτρίωση. Έτσι εξηγείται και γιατί αποδέχτηκε τον φασισμό στο παρελθόν και συνεχίζει και σήμερα να αποδέχεται τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το ελιτίστικο κόμμα ως υποψήφιο διάδοχο τής μπουρζουαζίας, προκειμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιτευχθεί ο απαιτούμενος βαθμός συγκέντρωσης για την υπέρβαση τής αντίθεσης μεταξύ τού κοινωνικού χαρακτήρα τής παραγωγής και των περιοριστικών μορφών τής ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Οι εγγενείς τάσεις τού συστήματος

Η ιστορική εμπειρία τής σοβιετικής Ρωσίας υπενθυμίζει ότι η αυθόρμητη τάση τού καπιταλιστικού συστήματος δεν οδηγεί στον σοσιαλισμό. Εν απουσία συνειδητής δράσης, το καπιταλιστικό σύστημα υπερβαίνει τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο κάθε φορά στάδιο ανάπτυξής του, χωρίς όμως να αποβάλει το ουσιώδες και καθοριστικό στοιχείο τής εμπορευματικής αποξένωσης. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται δυνατή η μετάβαση σε ένα νέο — ανώτερο, αλλά ποτέ «ανώτατο» — στάδιο τού καπιταλισμού, όπου η θεμελιώδης αντίφαση αυτού τού τρόπου παραγωγής εκφράζεται με νέες μορφές. Στο σύστημα τού καπιταλιστικού κέντρου, η συνείδηση τού ανήκειν σε μια κοινωνική ομάδα (για παράδειγμα, στο προλεταριάτο) δεν καθορίζει από μόνη της τη «συνείδηση τής τάξης», που πιθανόν να είναι «ρεφορμιστική». Ωστόσο, είναι αδύνατη η διαμόρφωση μιας τέτοιας κοινωνικής συνείδησης στην περιφέρεια, διότι εκεί η αντικειμενική λειτουργία τού συστήματος δεν συνεπάγεται και την ενσωμάτωση των μαζών. Ως εκ τούτου, στην περιφέρεια, η συνειδητοποίηση τής κατάστασης οδηγεί υποχρεωτικά στην απόρριψη τού συστήματος. Εν προκειμένω, το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι αν σε μια περιφερειακή χώρα οι λαϊκές μάζες που έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί ή οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο τής προλεταριοποίησης αποδίδουν την κατάστασή τους στην αντικειμενική λειτουργία τού καπιταλισμού — ή αντιθέτως σε παράλογες ή (γιατί όχι και) «υπερφυσικές» δυνάμεις, οπότε η δράση τους είναι καταδικασμένη να παραμείνει στο στάδιο των εξεγέρσεων χωρίς στρατηγική [sans stratégie]. Στο κέντρο, η παρουσία μιας «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου συνείδησης, που έχει αλλοτριωθεί από την ιδεολογία τού οικονομισμού, σε συνδυασμό πάντα με τη λειτουργία των νόμων τής αυξανόμενης συγκέντρωσης τής οικονομικής εξουσίας, επιταχύνει απλώς την τάση προς κάποιου είδους κρατικό καπιταλισμό. Κατά τη διάρκεια τής ιστορικής εξέλιξης τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προέκυψαν διαδοχικές λύσεις όσον αφορά τη θεμελιώδη αντίφαση που χαρακτηρίζει αυτόν τον τρόπο παραγωγής, όπως ήταν, για παράδειγμα, αρχικά η ανώνυμη εταιρεία και αργότερα το τραστ, η εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου, ο επιχειρηματικός όμιλος κ.ο.κ. Αυτός ο συνδυασμός σοσιαλδημοκρατίας‒τεχνοκρατίας μάς επιτρέπει να συνάγουμε ότι υπάρχει όντως πεδίο σύγκλισης ανάμεσα στα δυτικά καπιταλιστικά συστήματα φιλελεύθερης προέλευσης και στα συστήματα σοβιετικού τύπου. Όπως μας υπενθυμίζει το «1984» τού Όργουελ και ο «Μονοδιάστατος Άνθρωπος» τού Μαρκούζε, αυτή η προοπτική όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται απίθανη, αλλά, αντιθέτως, εγγράφεται στο πλαίσιο τής αυθόρμητης εξέλιξης των εν λόγω συστημάτων.

Στην περιφέρεια, υπάρχει σαφής τάση προς την κατεύθυνση τής προσαρμογής σε νέες, ανώτερες μορφές εξάρτησης. Θα μπορούσε μια τέτοια αυθόρμητη εξέλιξη να δημιουργήσει τις συνθήκες για την υπέρβασή της στο πλαίσιο πάντα τού συστήματος, οπότε και θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι συνιστά αναγκαίο στάδιο; Κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο, διότι το μοντέλο στο οποίο βασίζεται συνίσταται ακριβώς στην αναπαραγωγή των συνθηκών που την διέπουν. Η εμβάθυνση τού μοντέλου τής εξαρτημένης περιφερειακής ανάπτυξης στρέφεται, εκ των πραγμάτων, σε κατευθύνσεις που ευνοούν τη διαμόρφωση των βασικών μελλοντικών μορφών προχωρημένης υπανάπτυξης. Στην περιφέρεια, η τεχνολογική υπεροχή και κυριαρχία [τής Δύσης] έχει ως άμεση απόρροια να αποδίδεται προτεραιότητα στην ανάπτυξη των διεθνώς ανταγωνιστικών τομέων, είτε πρόκειται για τους τομείς των εξαγωγών, είτε για τους τομείς των ειδών πολυτελείας,[4] η ενίσχυση των οποίων αντανακλά, βεβαίως, την υιοθέτηση των δυτικών καταναλωτικών προτύπων διαβίωσης.

Καθώς στα πρώτα στάδια τής διαμόρφωσης των περιφερειακών οικονομιών το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας ήταν σχετικά μικρό, το κυρίαρχο κεντρικό κεφάλαιο υποχρεώθηκε να αναλάβει τον άμεσο έλεγχο των αναπτυσσόμενων σύγχρονων τομέων τής περιφέρειας, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η λειτουργία τού συστήματος θα αποβεί προς όφελός του. Εξίσου αναγκαία ήταν και η άσκηση άμεσου πολιτικού ελέγχου, εξού και το φαινόμενο τού αποικισμού. Σε πιο προχωρημένα στάδια τής περιφερειακής ανάπτυξης, η συνεχής διεύρυνση τού τεχνολογικού χάσματος έναντι των περιφερειακών οικονομιών, σε συνδυασμό με την ύπαρξη κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, που είχαν στο μεταξύ ενσωματωθεί στο σύστημα μέσω τής υιοθέτησης των νέων καταναλωτικών προτύπων και τής αντίστοιχης ιδεολογίας, εξασφάλισε τις συνθήκες για την αναπαραγωγή τού συστήματος, αναιρώντας τόσο την ανάγκη πραγματοποίησης άμεσων επενδύσεων «ελέγχου»[5] όσο και την ανάγκη άμεσων πολιτικών παρεμβάσεων. Αυτή ακριβώς είναι η σημασία τού νεοαποικισμού και τού νεοϊμπεριαλισμού. Στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανό οι εθνικές αποταμιεύσεις — τού ιδιωτικού, αλλά κυρίως τού δημοσίου τομέα — των περιφερειακών χωρών να κληθούν να αναλάβουν το βάρος των επενδύσεων. Η ενδεχόμενη ανάπτυξη ενός συχνά υπερτροφικού δημόσιου τομέα δεν βρίσκεται σε καμία αντίφαση με την συνολική εξάρτηση τού περιφερειακής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου και τού δημοσίου της τομέα, από τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Ο συσχετισμός των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων — έστω και αν αυτές έχουν προσλάβει την οργανωτική μορφή ενός «κρατικού καπιταλισμού» που αυτοαποκαλείται «σοσιαλιστικός» — λειτουργεί ως προϋπόθεση για τη διαιώνιση τής εξάρτησης. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι, σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο, η ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας, και μάλιστα με τη μορφή τού δημοσίου τομέα, μπορεί να λειτουργεί ως υπόβαθρο για την εξαρτημένη ανάπτυξη τού συνόλου τής περιφερειακής οικονομίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η περιφερειακή μικροαστική τάξη θα αποτελεί ταυτόχρονα φορέα τού εξαρτημένου τοπικού κρατικού καπιταλισμού και βασικό ιμάντα μεταβίβασης τής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, υποκαθιστώντας τον ρόλο που έπαιζαν στο παρελθόν οι ντόπιες τάξεις των μεταπρατών και των μεγαλοκτηματιών, φορείς τού εξαρτημένου ιδιωτικού καπιταλισμού τής παρελθούσης περιόδου.

Υπάρχει περίπτωση οι πλέον αναπτυγμένες χώρες τής περιφέρειας να μπορέσουν, μετά την πάροδο ενός αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος, να απελευθερωθούν από την εξάρτηση αναπαράγοντας τα χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κέντρων; Όσον αφορά τις ημι-εκβιομηχανισμένες οικονομίες μεγάλου μεγέθους, όπως είναι κυρίως η Βραζιλία, το Μεξικό και η Ινδία, θα πρέπει να αποκλειστεί κατηγορηματικά το ενδεχόμενο τής εσωστρεφούς καπιταλιστικής ανάπτυξης; Δεν θα μπορούσε το Μεξικό, ακολουθώντας το παράδειγμα τού Καναδά, να μετατραπεί σε μια πλήρως αναπτυγμένη επαρχία των ΗΠΑ, με την έννοια τού σταδιακού περιορισμού των φαινομένων περιθωριοποίησης, που σήμερα χαρακτηρίζουν τη χώρα, έως ότου αυτά εξαφανιστούν πλήρως; Τότε, όμως, το βάρος τής εσωστρεφούς ανάπτυξης θα το επωμιζόταν το κεφάλαιο των ΗΠΑ και όχι το μεξικάνικο κεφάλαιο, που θα έπρεπε να περιοριστεί στον ρόλο τού υποδεέστερου εταίρου. Στην περίπτωση αυτή, θα πρόκειται για μετατόπιση τής αντίφασης από το επίπεδο τής οικονομίας σε αυτό τής πολιτικής και τής κουλτούρας.

Αναφερθήκαμε ήδη σε τρία από τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν την υπανάπτυξη: ανισομετρία όσον αφορά την παραγωγικότητα ανά τομέα, αποδιάρθρωση και ξένη επικυριαρχία. Το φαινόμενο τής αποδιάρθρωσης δεν εμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο στη Βραζιλία ή στην τροπική Αφρική. Στην περίπτωση των ημι-εκβιομηχανισμένων χωρών τής Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία, Μεξικό, Αργεντινή), υπάρχουν ήδη ολοκληρωμένα βιομηχανικά συμπλέγματα που τείνουν προς την κατεύθυνση τής «εσωστρέφειας» με την εξής όμως ιδιοτυπία: σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον αναπτυγμένο κόσμο, τα βιομηχανικά συμπλέγματα των χωρών αυτών δεν βασίζονται σε μια μεγάλη εσωτερική αγορά που να καλύπτει το σύνολο τού πληθυσμού, αλλά σε μια μερικώς μόνο αναπτυγμένη αγορά που καλύπτει τις ανάγκες μόνο τού «πλούσιου» και ενσωματωμένου τμήματος τού πληθυσμού. Εν προκειμένω, η ανάπτυξη τής βιομηχανίας συνεπάγεται τον εξοβελισμό από την αγορά και τη συνακόλουθη περιθωριοποίηση μιας μερίδας τού πληθυσμού, που αποτελείται όχι μόνο από τη μεγάλη μάζα των κατοίκων τής υπαίθρου, αλλά και από όσους εγκαταλείπουν την ύπαιθρο για να εγκατασταθούν στις αστικές παραγκουπόλεις. Η γεωργική εργασία και παραγωγή, η οποία είχε αναπτυχθεί σε προηγούμενα στάδια τής ενσωμάτωσης τής περιφέρειας στο παγκόσμιο σύστημα, εξακολουθεί να διατηρεί τον εξαγωγικό προσανατολισμό της και ως εκ τούτου πλήττεται από το φαινόμενο των εξαιρετικά χαμηλών και στάσιμων αποδοχών. Η αποδιάρθρωση ναι μεν δεν εκδηλώνεται στο επίπεδο τής βιομηχανικής παραγωγής, αλλά εμφανίζεται σε εθνικό επίπεδο και πιο συγκεκριμένα στο επίπεδο διασύνδεσης βιομηχανίας-αγροτικής παραγωγής. Όπως φαίνεται από το παράδειγμα τής Βραζιλίας, το φαινόμενο αυτό οδηγεί σε μια ιδιότυπη διάρθρωση τού εξωτερικού εμπορίου, καθώς οι εξαγωγές ανταποκρίνονται στο κλασικό υπόδειγμα των υπανάπτυκτων χωρών (προτεραιότητα στην παραγωγή πρωτογενών αγαθών και κυρίως αγροτικών προϊόντων), ενώ οι εισαγωγές είναι παρόμοιες με αυτές των αναπτυγμένων χωρών (υπεροχή των εισαγωγών ενέργειας, ημικατεργασμένων προϊόντων, κεφαλαιουχικών αγαθών και τροφίμων — όχι όμως και των εισαγωγών βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων[6]). Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα, εάν, σε περίπτωση που η αποδιάρθρωση περιοριστεί μέσω τής σταδιακής ενσωμάτωσης των περιθωριοποιημένων τομέων, η υπανάπτυξη θα λάβει νέες μορφές, ίσως εντελώς διαφορετικές από αυτές που γνωρίζουμε σήμερα.

Προς το παρόν, οι διαγραφόμενες προοπτικές δεν επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι θα μειωθεί το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, στο πλαίσιο εν πάση περιπτώσει τού καπιταλισμού. Σήμερα, οι πολυεθνικές εταιρείες εκμεταλλεύονται ακριβώς τις επιπτώσεις τού εν λόγω χάσματος και πιο συγκεκριμένα το άνισο επίπεδο των αμοιβών τής εργασίας. Στη Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα, βλέπουμε ήδη τα αποτελέσματα τής εγκατάστασης των πολυεθνικών. Η μαζική μετεγκατάσταση βιομηχανιών εντάσεως εργασίας, τα προϊόντα των οποίων προορίζονται για εξαγωγή στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, επιταχύνει την εφαρμογή ενός νέου αλλά πάντα άνισου καταμερισμού εργασίας, στο πλαίσιο τού οποίου οι βιομηχανίες με περιορισμένες δυνατότητες επέκτασης «κληροδοτούνται» στην περιφέρεια, ενώ το κέντρο διατηρεί εκείνες που διαθέτουν ιδιαίτερα σημαντικό δυναμικό προόδου.

Βεβαίως, το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ τού κέντρου και τής περιφέρειας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τού μεταναστευτικού ρεύματος από τις υπανάπτυκτες προς τις αναπτυγμένες χώρες. Αυτή η τάση εγκαινιάστηκε με τη λεγόμενη «διαρροή εγκεφάλων» που παρατηρήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όσον άφορά τα άτομα με υψηλότερα προσόντα. Όπως συμβαίνει πάντα, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να ακολουθούν τις ορέξεις τού κεφαλαίου. Αλλά, ακόμη και αν οι ροές αυτές επρόκειτο να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο, το κεφάλαιο μπορεί πάντα να εκμεταλλευτεί τις εθνικές και πολιτισμικές διαφορές στους κόλπους τής εργατικής τάξης, όπως δείχνει η σημερινή εμπειρία αναφορικά με το καθεστώς ανισότητας των μεταναστών εργαζομένων στον αναπτυγμένο κόσμο. Στη χειρότερη περίπτωση, η μετακίνηση τού εργατικού δυναμικού κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα καθεστώς «εσωτερικής αποικιοκρατίας», όπως βλέπουμε να γίνεται στη Νότια Αφρική.

Από την άλλη πλευρά, η παρατηρούμενη σήμερα συγκέντρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων των πολυεθνικών σε ορισμένες χώρες τού Τρίτου Κόσμου, όπως και η ανάπτυξη και ενεργοποίηση, στις χώρες αυτές, τού δημοσίου τους τομέα στο πεδίο κυρίως των βασικών βιομηχανιών, δημιουργεί ένα νέο τύπο ιεραρχίας στο εσωτερικό τής ίδιας τής περιφέρειας. Από τη γεωγραφική συγκέντρωση των βιομηχανιών παραγωγής ειδών «πολυτελείας» και κεφαλαιουχικών αγαθών στο έδαφός τους, ορισμένες περιοχές τής περιφέρειας αντλούν πράγματι οφέλη όχι μόνο σε συνάρτηση με την εθνική εσωτερική τους αγορά, αλλά και σε σχέση με την αγορά των γειτονικών τους χωρών, που περιορίζονται στον ρόλο τής δεξαμενής φτηνού εργατικού δυναμικού. Οι τάσεις αυτές δεν εμφανίζονται μόνο σε ορισμένα μεγάλα κράτη τού Τρίτου Κόσμου (—με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό τής Βραζιλίας· όμως εδώ θα πρέπει να δούμε και τον ρόλο που μπορεί να κληθεί να διαδραματίσει η Ινδία στο πλαίσιο αυτό), αλλά και σε περιοχές μικρότερης κλίμακας στον αραβικό κόσμο ή ακόμα και στη «μαύρη» Αφρική [ο λεγόμενος «υποϊμπεριαλισμός»].

Η προβληματική τής μετάβασης

Για την περιφέρεια, το δίλημμα τίθεται στην πραγματικότητα, ως εξής: είτε εξαρτημένη ανάπτυξη, είτε εσωστρεφής ανάπτυξη, που υποχρεωτικά θα λάβει μορφές που θα διαφέρουν ριζικά από αυτές των σημερινών αναπτυγμένων χωρών. Και εδώ εμφανίζεται για άλλη μία φορά ο νόμος τής ανισομερούς ανάπτυξης των πολιτισμών: η περιφέρεια δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην αναπαραγωγή τού καπιταλιστικού μοντέλου τού κέντρου, αλλά πρέπει να το ξεπεράσει. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά το καπιταλιστικό μοντέλο κατανομής πόρων και να παραμεριστούν οι κανόνες τής αποδοτικότητας. Και αυτό γιατί, στο πλαίσιο τής δομής των σχετικών τιμών που επιβάλλει η ενσωμάτωση στο παγκόσμιο σύστημα, κάθε επιλογή που βασίζεται στην αποδοτικότητα συντελεί στη διαιώνιση και αναπαραγωγή τού μοντέλου τής αυξανόμενης άνισης κατανομής των εισοδημάτων (εξ ου και το φαινόμενο τής περιθωριοποίησης), με απώτερο επακόλουθο τον επανεγκλωβισμό στο περιφερειακό μοντέλο κατανομής πόρων. Το εγχείρημα τής βελτίωσης τής διαδικασίας κατανομής πόρων πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αναληφθεί εκτός τού πλαισίου των κανόνων τής αγοράς και πιο συγκεκριμένα μέσω τής άμεσης εκτίμησης κάθε είδους αναγκών: διατροφικών αναγκών, αναγκών στέγασης, εκπαίδευσης, πολιτισμού κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάθε σοβαρή προσπάθεια τής περιφέρειας να αποτινάξει την πολιτική κυριαρχία τού κέντρου οδηγεί σε συγκρούσεις, που επαναφέρουν στο προσκήνιο τη σοσιαλιστική προοπτική. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η προοπτική αυτή μπορεί να καθυστερήσει να πραγματοποιηθεί, μπορεί να παραμορφωθεί ή ακόμα και να αφομοιωθεί ξανά στο σύστημα. Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι η Κούβα δρομολόγησε τη διαδικασία τής σοσιαλιστικής επανάστασης θέλοντας και μη, ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Ρωσία, η κουβανέζικη αγροτιά αποδέχτηκε την κολεκτιβοποίηση και τέλος ότι οι προοπτικές μετάβασης είναι ευνοϊκότερες για την Κούβα, παρά για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ούτε είναι τυχαίο ότι η Κίνα ήταν η χώρα στην οποία συντελέστηκε το έργο τής αποκατάστασης τού μαρξισμού.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μετάβαση πρέπει να ξεκινήσει με τη χειραφέτηση τής περιφέρειας. Οι περιφερειακές χώρες πρέπει εκ των πραγμάτων να προσανατολιστούν σε ένα προκαταρκτικό μοντέλο εγχώριας συσσώρευσης. Στις τρέχουσες συνθήκες ανισότητας μεταξύ των κρατών, η «ανάπτυξη» δεν μπορεί να σημαίνει την ανάπτυξη τής υπανάπτυξης, αλλά πρέπει να είναι συγχρόνως εθνική, λαϊκο-δημοκρατική και σοσιαλιστική, καθόσον ακριβώς εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, παγκόσμιο πλαίσιο. Δεδομένης τής πλανητικής διάστασης τού καπιταλιστικού συστήματος και τής διαμόρφωσης των σχέσεων παραγωγής που το χαρακτηρίζουν, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, η περίοδος τής μετάβασης θα εμπερικλείει μια σειρά από αντιφάσεις που θα απορρέουν αφενός μεν από τον τελικό στόχο τού σοσιαλισμού, ο οποίος έχει καθολικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, αφετέρου δε από το αναγκαστικά εθνικό πλαίσιο τής μετάβασης. Κάθε άξια τού ονόματός της στρατηγική μετάβασης δεν πρέπει ουδέποτε να θυσιάσει στο βωμό τής οικονομικής προόδου την προοπτική τής ανάπτυξης και ωρίμανσης τής σοσιαλιστικής συνείδησης, πράγμα που ωστόσο απαιτεί κάτι περισσότερο από την επέκταση τής δημόσιας ιδιοκτησίας και την κατά προτεραιότητα ανάπτυξη τής βαριάς βιομηχανίας. Διότι στην περιφέρεια η επίμονη επιδίωξη των στόχων αυτών ενέχει τον κίνδυνο διαιώνισης τού μοντέλου τής εξαρτημένης ανάπτυξης, εφόσον δεν συνοδεύεται από τον ριζικό επανακαθορισμό των οικονομικών προτεραιοτήτων, έστω και αν αυτό θα συνεπάγεται την αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη. Επομένως, βασική προτεραιότητα είναι να δημιουργηθούν σύγχρονες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, προκειμένου να προωθηθούν άμεσα βελτιώσεις στους φτωχούς τομείς που συγκεντρώνουν την πλειοψηφία τού πληθυσμού, με άλλα λόγια να χρησιμοποιηθεί η σύγχρονη τεχνολογία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βελτιωθεί άμεσα η παραγωγικότητα και η οικονομική κατάσταση των μαζών. Η άμεση επίτευξη τού στόχου αυτού θα επιτρέψει ακριβώς την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και την πραγματική κινητοποίηση τού συνόλου τού πληθυσμού. Η χρήση σύγχρονων τεχνολογιών για την άμεση βελτίωση τής κατάστασης των μαζών προϋποθέτει με τη σειρά της τη ριζική αναθεώρηση των κατευθύνσεων τής τεχνολογικής και επιστημονικής έρευνας. Η αντιγραφή των τεχνολογιών τού αναπτυγμένου κόσμου δεν αποτελεί απάντηση στα σημερινά προβλήματα τού υπανάπτυκτου κόσμου. Ωστόσο, η διαλεκτική τής μετάβασης δεν συνεπάγεται την απόρριψη τής προοπτικής τού εκσυγχρονισμού. Στον δυτικό κόσμο, με αφορμή τη λεγόμενη «κριτική τής καθημερινότητας» και μέσα από ένα πρίσμα που συνδυάζει την κριτική τής πραγματικότητας τού καπιταλιστικού κόσμου, την ιδεολογία των χίπις, την επιστροφή στο μύθο τού «ευγενούς αγρίου» και την αναβάθμιση τής σημασίας των τεχνολογιών εντάσεως εργασίας, τα κινήματα διαμαρτυρίας επέφεραν μεν τη συνειδητοποίηση ότι ο στόχος τής μέγιστης δυνατής ανάπτυξης δεν μπορεί να επιδιώκεται με κάθε τίμημα, αλλά η στρεβλή αυτή αντίληψη επέτρεψε σε κάποιους να ερμηνεύσουν λανθασμένα ορισμένες πτυχές τής κινεζικής πολιτικής, αγνοώντας το πλαίσιο στο οποίο ανήκουν. Το σοσιαλιστικό σχέδιο δεν μπορεί μεν να προσεγγίζεται με «οικονομίστικους» όρους, οφείλει ωστόσο να ενσωματώνει το επίπεδο τής οικονομίας.

Ο ολοκληρωμένος σοσιαλισμός θα βασίζεται υποχρεωτικά σε μια σύγχρονη οικονομία υψηλής παραγωγικότητας. Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη σημαίνει και απόρριψη τής σύγχρονης τεχνολογίας ως «πηγής κάθε κακού», όχι όμως και τού κοινωνικού συστήματος, που αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο εντός τού οποίου αυτή λειτουργεί. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναιρεί την προοπτική τού εκσυγχρονισμού, παραμορφώνοντας τη δυναμική τής τεχνολογίας. Πολλά έχουν γραφτεί για τις καταστροφικές συνέπειες τής κατακερματισμένης και μονότονης βιομηχανικής εργασίας. Αυτή η μορφή εργασίας θα αποδειχτεί ότι αποτελεί ίδιον τού καπιταλισμού, όταν αυτός ο τρόπος παραγωγής θα έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο (δηλαδή, την πραγματοποίηση συσσώρευσης), προετοιμάζοντας έτσι τις συνθήκες τής υπέρβασής του. Η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση θα οδηγήσει στην εκτόπιση τής ανειδίκευτης και κατακερματισμένης εργασίας — που αποτέλεσε από την εποχή τής μηχανοποίησης την κύρια μορφή εργασίας — από την «αυτοματοποίηση», επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αύξηση τού διαθέσιμου μη εργάσιμου χρόνου και τη δημιουργία νέων μορφών εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Τι συνεπάγεται, όμως, η προοπτική αυτή στο πλαίσιο τού σημερινού συστήματος; Όχι βεβαίως την αυγή τής χειραφέτησης τής ανθρωπότητας, αλλά την απειλή τής μαζικής ανεργίας και την αυξανόμενη περιθωριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος τού παγκόσμιου πληθυσμού, κυρίως τού Τρίτου Κόσμου, σε σχέση με ένα σύστημα που δεν ενσωματώνει παρά μόνο μια μειοψηφία. Αυτή είναι η φυσική τάση τού υπολογισμού τής κερδοφορίας, τής οικονομικής αλλοτρίωσης που συνεπάγεται την αντιμετώπιση των ανθρώπων ως «εργατικού δυναμικού». Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων τής ανθρωπότητας προϋποθέτει την κοινωνική απελευθέρωση από τα δεσμά τής ιδεολογίας τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν υφίσταται καμία αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη και την κατασκευή ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού πολιτισμού.


[1] [Εννοεί στη σοβιετική βιβλιογραφία.]
[2] [Η μετάφραση είναι ανακριβής. Ορθότερος αλλά αδόκιμος ο όρος «φοροϋποτελειακός». N.B. Η «δυτική» φεουδαρχία αποτελεί τον περιφερειακό σχηματισμό τού εν λόγω τρόπου παραγωγής.]
[3] [εξωγενείς παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση τού κόστος παραγωγής].
[4] [Διαρκή καταναλωτικά αγαθά εγχώριας παραγωγής]
[5] [Επενδύσεων για την εξασφάλιση τού ελέγχου των περιφερειακών επιχειρήσεων· σήμερα, το δημόσιο χρέος υποκαθιστά τον ρόλο των άμεσων επενδύσεων.]
[6] [Πβ. υποσημείωση 4.]

 
1 σχόλιο

Posted by στο 08/05/2015 σε Uncategorized

 

Ετικέτες: