RSS

Tag Archives: Badiou

Ο έρωτας στον Μπέκετ (1989)—A.Badiou

[Αρχίστε με τις ενότητες 67 και έπειτα διαβάστε τις ενότητες 5, 321 (με αυτή τη σειρά)· Προς αποφυγή «παρεξηγήσεων»: ο Μπέκετ συμμετείχε στην αντίσταση (δείτε για παράδειγμα εδώ)]

Η γραφή τού γενολογικού (Σ. Μπέκετ) [1989]— Α. Μπαντιού (το κείμενο σε pdf)

1. Η προσταγή και ο προορισμός της
2. «Το σταχτόμαυρο» [ή «ο μουντζούρης»]: ο τόπος τού Είναι
3. Για το σολιψιστικό υποκείμενο ως μαρτύριο
4. Ο αναπροσανατολισμός τής συγγραφικής παραγωγής τού Μπέκετ μετά το 1960
5. Συμβάν, σημασία, ονοματοδοσία
6. Μορφές τού υποκειμένου και τύποι τής εμφυλοποίησης
7. Ο έρωτας και η αριθμητικότητά του: Ένα, Δύο, Άπειρο

1. Η προσταγή και ο προορισμός της

Εναρκτήριο λάκτισμα: ένα «καζουτράγουδο» (ή «μιρλιτοννάδα») που γράφτηκε από τον Μπέκετ γύρω στο 1976, ένα ιδιόρρυθμο καζουτράγουδο όπου βλέπουμε να συνδυάζονται απρόσμενα το καζού και ο Ηράκλειτος ο σκοτεινός:

«Ροή: με αποτέλεσμα κάθε τι, ενόσω είναι, κάθε τι λοιπόν, συνεπώς κι αυτό εδώ, αλλά κι αυτό εκεί, να είναι και να μην είναι. Ας μιλήσουμε γι’ αυτό.»

Για τον Μπέκετ το «λέγειν» συνιστά πάντα μεν προσταγή, η οποία ωστόσο αφορά την αμφιρρέπεια ή την αναποφανσιμότητα κάθε πράγματος. Το «πράγμα» δεν αποσύρεται αλλά παραμένει στο προσκήνιο, εξακολουθεί να είναι αυτό εδώ το πράγμα· από τη στιγμή όμως που προσδιοριστεί, το βλέπουμε πλέον να αμφιταλαντεύεται και να ισορροπεί ανάμεσα στο είναι και στο μη-είναι του.[1] Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η γραφή (η προσταγή: «ας μιλήσουμε γι’ αυτό») εδρεύει στον τόπο μιας απόφασης που αφορά το είναι τού πράγματος και τής οποίας η αναγκαιότητα δεν δύναται να αρθεί ή να παρακαμφθεί διαλεκτικά (—όπως τουλάχιστον αφήνεται να εννοηθεί από το ότι, για τον Μπέκετ, το «καζουτράγουδο» είναι η ποιητική μορφή που της προσιδιάζει). Με την εικόνα τής «ροής» [=κίνησης] αποδίδεται μεν το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή το «πράγμα» δύναται να εντοπίζεται τόσο στη θέση όπου αυτό είναι όσο και στη θέση όπου δεν είναι, αλλά αυτή η «ροή» αποτελεί κάθε άλλο παρά σύνθεση τού είναι και τού μη-είναι του και ως εκ τούτου δεν πρέπει να συγχέεται με το εγελιανό γίγνεσθαι.

Η γραφή εγκαθίσταται στο σημείο ακριβώς όπου το πράγμα — στα πρόθυρα πλέον τής εξαφάνισής του, όπως ακριβώς επιτάσσει το μη-είναι τής κίνησής του — παρέχει πρόσφορο έδαφος για το ερώτημα τής αμεταβλητότητάς του [stabilité]· και είναι γι’ αυτό ακριβώς που η γραφή, η οποία ποτέ δεν παρακινείται απ’ ό,τι έχει ήδη εδραιωθεί στο είναι του, εμφανίζεται, όσον αφορά το αβέβαιο τού πράγματος, υπό μορφή προσταγής.

Αυτό που οφείλει να επεξεργαστεί η ατελεύτητη αυτή προσταγή — το φραγγέλιο,[2] θα λέγαμε, τής ταλάντευσης μεταξύ είναι και μη-είναι [στάσης & κίνησης]· ο δοκός τής ισορροπίας του, αλλά συνάμα και το ειδικό βάρος [ή στάθμιση] τού «πράγματος» — μεταμορφώνεται πάραυτα σε μια σειρά ερωτημάτων.

Για παράδειγμά, η καντιανή κριτική δομείται γύρω από τα εξής τρία ερωτήματα: «Τι μπορώ να ξέρω; Τι πρέπει να κάνω; Τι μπορώ να ελπίζω;» Στο έργο τού Μπέκετ συναντάμε επίσης τρία ερωτήματα που όμως διατυπώνονται με ειρωνική αποστασιοποίηση από το φιλοσοφικό τους ανάλογο. Στα «Κείμενα για το τίποτα» περιέχεται η ευκρινέστερη εκδοχή τής τριπλέτας:

«Πού θα πήγαινα αν μπορούσα να πάω; Τι θα ήμουν αν μπορούσα να είμαι; Τι θα έλεγα αν είχα εγώ φωνή;»[3]

Στο σημείο τομής των τριών ερωτημάτων που αφορούν την κίνηση, το είναι και το λέγειν συναντάμε ένα επίσης τριπλό «εγώ»: το επαναλαμβανόμενο «υποκείμενό» τους που μοιάζει να έχει παγιδευτεί στον κενό χώρο ανάμεσα στην κίνηση, στον λόγο και το είναι. Πράγματι, μέχρι τις αρχές περίπου τής δεκαετίας τού ’60, όταν δηλαδή είχαν ήδη δημοσιευθεί τα γνωστότερα κείμενά του, το πρωταγωνιστικό «υποκείμενο» τού Μπέκετ είναι σε κάθε περίπτωση ένας αποσταμένος («είναι» [=στάση]) οδοιπόρος («κίνηση») που μονολογεί («λέγειν»).[4]

Παίρνοντας ως βάση τις τρεις αυτές στοιχειώδεις καταστάσεις τού μπεκετιανού «υποκειμένου» είμαστε σε θέση να αναδείξουμε αυτό που μπορεί να αποκληθεί ως θεμελιώδης τάση ή κλίση τού Μπέκετ για το γενολογικό. Αυτή η «γενολογική» επιθυμία πρέπει να νοηθεί ως εγχείρημα που αποσκοπεί στη αναγωγή τής πολυπλοκότητας τής εμπειρίας σε ορισμένες βασικές λειτουργίες της· με άλλα λόγια, πρόκειται για την αποκλειστική ενασχόληση, μέσω τής γραφής, με όλα όσα συνιστούν ουσιώδεις προσδιορισμούς της.[5] Για τον Μπέκετ το γράψιμο είναι πράξη που υπόκειται σε μια αυστηρή οικονομική αρχή [=αρχή φειδούς]. Εκείνο λοιπόν που προέχει είναι να αφαιρεθούν σταδιακά όλα τα περιστασιακά στολίδια, όλες οι επουσιώδεις τερπνότητες προκειμένου να απομονωθούν και να παρουσιαστούν οι ολιγάριθμες εκείνες λειτουργίες στις οποίες μπορεί και οφείλει να εστιάσει η γραφή, εφόσον, εννοείται, ο προορισμός της συνίσταται στην εκφορά τής γενολογικής ανθρωπότητας. Αρχικά, στο πρώτο στάδιο τού αξιοθαύμαστου ερευνητικού εγχειρήματος με αντικείμενο την ανθρώπινη φύση το οποίο αντιπροσωπεύει η μπεκετιανή τέχνη, οι βασικές αυτές λειτουργίες είναι πράγματι τρεις στον αριθμό: κίνηση, είναι και λέγειν.

Στις λεγόμενες νουβέλες τού Μπέκετ βρίσκουμε μάλιστα μια μεταφορά για την διαδικασία αυτή τής αφαίρεσης των «περιττών στολιδιών»: όσο ξετυλίγεται το κείμενο, βλέπουμε τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν τη μυθοπλασία τής γενολογικής γραφής να χάνουν σταδιακά όχι μόνο τα υπάρχοντά τους και τις επουσιώδεις τους ιδιότητες και συνήθειες, αλλά και μέλη τού σώματός τους, καθώς και κομμάτια τής γλώσσας που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούσαν. Ο Μπέκετ απαριθμεί συχνά όσα πρέπει να χαθούν προκειμένου να εμφανιστούν στο προσκήνιο οι εν λόγω γενολογικές λειτουργίες. Επιπλέον φροντίζει να «κοσμεί» με διάφορα δυσάρεστα επίθετα τα περιττά αυτά στολίδια, θέλοντας έτσι να επισημάνει ότι η σύλληψη τής ουσίας τής γενολογικής ανθρωπότητας προϋποθέτει τον παραμερισμό, το ξεπέρασμα των μάταιων αυτών «δεινών». Ας δούμε τον κατάλογο των «δεινών» που περιέχεται στα «Θεατρικά θραύσματα ΙΙ»:

«Μια καλή δουλειά, οικογένεια, τρίτη πατρίδα, ιστορίες για κώλους και μουνιά, τέχνη και φύση, εδώλιο τής συνείδησης, υγεία και στέγη, θεός και άνθρωποι — τόσες και τόσες συμφορές».

Με το παραμέρισμα των «συμφορών» δομείται στη μπεκετιανή πρόζα ένας μυθοπλαστικός μηχανισμός απογύμνωσης. Θεωρώ σημαντικό να συσχετισθεί ο μεταφορικός αυτός μηχανισμός με τη διανοητική λειτουργία που επιτελεί, διότι πολύ συχνά στο παρελθόν συνέβαινε να ερμηνεύεται με κυριολεκτικό τρόπο ως ένδειξη τού ότι ο Μπέκετ αντιμετωπίζει την ανθρωπότητα ως μια τραγική καταστροφή, ως μια παράλογη ιστορία ερείπωσης. Ωστόσο, η εν λόγω ερμηνευτική οπτική είναι αυτή τού αστού-ιδιοκτήτη, για τον οποίο τα ιδιόκτητα αγαθά αποτελούν τη μόνη απόδειξη για το είναι [=πραγματικότητα τού κόσμου] και το νόημά του! Απεναντίας, όταν ο Μπέκετ παρουσιάζει έναν χαρακτήρα στο έσχατο στάδιο τής απογύμνωσης, θα πρόκειται για κάποιον που, θέλοντας και μη, κατάφερε, μέσα από μια σωρεία εμπειριών, να απεκδυθεί τα ολέθρια «στολίδια» του.

Πρέπει να απορριφθούν οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις τού έργου τού Μπέκετ με βάση το σχήμα τής υποτιθέμενα «νιχιλιστικής» κοσμικότητας τού μεταφυσικού πλανόβιου. Δεν πρόκειται εδώ για αυτού τού είδους την «απελπισία» των σαλονιών. Αυτό για το οποίο μιλάει ο Μπέκετ είναι πολύ πιο βαθυστόχαστο. Ακολουθώντας, θα λέγαμε, τα βήματα τού Πασκάλ, πρόθεση τού Μπέκετ είναι να αποκαθάρει την ανθρώπινη μορφή από τα ξεδόματα, τις εκτροπές και τους πειρασμούς, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση τής εσωτερικής συνάρθρωσης των λειτουργιών της.

Κατ’ αρχάς, με τον μυθοπλαστικό μηχανισμό τής απογύμνωσης επιχειρείται, μέσω μιας σταδιακής διαδικασίας αφαίρεσης, η παρουσίαση μιας σειράς «χαρακτήρων». Αν ανατάμουμε τη μπεκετιανή πρόζα, θα διαπιστώσουμε ξεκάθαρα ότι το στοιχείο αυτό διατρέχει το σύνολο τού έργου τού Μπέκετ. Πρόκειται για μια διαδικασία ρηγμάτωσης τού πεζού κειμένου, η οποία καταλήγει στην υπαγωγή τής μπεκετιανής πρόζας σε ένα άδηλο ποίημα. Επιπλέον, η εν λόγω διαδικασία οδηγεί στη συρρίκνωση τού οπλοστασίου των μπεκετιανών μεταφορών γύρω από ένα πεπερασμένο απόθεμα όρων, η συνδυαστική επανάληψη των οποίων οργανώνει σε τελική ανάλυση το σύνολο τής σκέψης τού Μπέκετ.

Το έργο τού Μπέκετ αποκρυσταλλώνεται σταδιακά γύρω από μια «οικονομία»[6] που ευχαρίστως θα χαρακτήριζα ως αρχαιοκλασική ή κατηγοριακή. Όπως είδαμε, η κίνηση, η στάση και o λόγος αποτελούν, σε μια πρώτη φάση, τις στοιχειακές της λειτουργίες. Ο αναγνώστης τού έργου του είναι αδύνατον να μην αντιληφθεί ότι από τη δεκαετία τού ’60 και μετά το κέντρο βάρους τού μπεκετιανού εγχειρήματος μετατοπίζεται προς το ερώτημα τού ταυτού και τού έτερου και πιο συγκεκριμένα προς το ζήτημα τής (πραγματικής ή δυνητικής) ύπαρξης τού Άλλου. Ως εκ τούτου, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι το υφάδι των κειμένων του συντίθεται από τα πέντε ανώτατα γένη τού πλατωνικού «Σοφιστή».[7] Πρόκειται για μια σειρά από υπόρρητες έννοιες που κρίνονται απαραίτητες για τη σύλληψη και αποτύπωση τής γενολογικής ύπαρξης τής ανθρωπότητας και οι οποίες σε επίπεδο γλώσσας διέπουν, ως συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, τον μηχανισμό τής απογύμνωσης. Είναι τα δομικά στοιχεία που επιτρέπουν τη σκέψη τού προβλήματος τού ανθρώπινου προορισμού. Τα πέντε ανώτατα γένη (κίνηση, στάση, ο ίδιος, ο άλλος και ο λόγος — λίγο ή πολύ τροποποιημένες παραλλαγές των πλατωνικών κατηγοριών) συνιστούν τα στοιχεία αναφοράς, τους θεμέλιους όρους για την κατασκευή ενός αξιωματικού συστήματος απεικόνισης τής καθ’ εαυτήν ανθρωπότητας.

Με βάση λοιπόν αυτούς τους αξιωματικούς όρους μπορούμε να ανασυνθέσουμε τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται το έργο τού Μπέκετ· τα ερωτήματα δηλαδή που δομούν τη μυθοπλασία μιας ανθρωπότητας που καθίσταται αντικείμενο επεξεργασίας και παρουσίασης μέσω μιας λειτουργικής αναγωγής προσανατολισμένης προς την ουσία ή την ιδέα. Θα περιοριστώ στην εξέταση τεσσάρων μόνον από αυτά τα ερωτήματα. Το έργο τού Μπέκετ είναι μια θεολογική και συνάμα α-θεολογική σούμμα και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να εξαντλήσω εδώ[8] το ζήτημα τής εσωτερικής του οργάνωσης και δομής. Τα τέσσερα ερωτήματα με τα οποία θα ασχοληθώ είναι τα εξής:

α) το ερώτημα τού τόπου τού είναι ή ακριβέστερα τής μυθοπλασίας τής αλήθειας του.[9] Με ποιον τρόπο μια αλήθεια τού είναι εντάσσεται ή ενσωματώνεται στη μυθοπλασία τού τόπου του;

β) το ερώτημα τού υποκειμένου που ο Μπέκετ αντιμετωπίζει ως ζήτημα ταυτότητας. Μέσα από ποιες διαδικασίες μπορεί το υποκείμενο να ελπίζει ότι θα καταφέρει να αναγνωρίσει τον εαυτό του;

γ) το ερώτημα για το «τι συμβαίνει». Πώς μπορεί να συλλάβει κανείς το συμβάν ως παραπλήρωμα τού αδρανούς ή στάσιμου είναι; Για τον Μπέκετ το πρόβλημα αυτό συνδέεται με τις δυνατότητες που περικλείει η γλώσσα. Είναι δυνατόν να ονομάσουμε κάποιο συμβάν ως τέτοιο; Να ονομάσουμε δηλαδή αυτό που συμβαίνει καθόσον συμβαίνει;

δ) το ερώτημα τής ύπαρξης τού Δύο ή τής δυνητικότητας τού Άλλου. Θα έλεγα ότι σε τελική ανάλυση το ερώτημα αυτό αντιπροσωπεύει τη ραχοκοκαλιά όλου τού έργου τού Μπέκετ. Είναι δυνατή η ύπαρξη ενός Δύο; Μπορεί να υπάρξει πραγματικά μια Δυάδα στο επέκεινα τού εγωμονισμού; Μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το ζήτημα τού έρωτα.

2. «Το σταχτόμαυρο» [ή «ο μουντζούρης»]: ο τόπος τού Είναι

Με δεδομένο το ότι το αρχικό αξιωματικό σύστημα τού Μπέκετ δομείται γύρω από τις έννοιες τής περιπλάνησης, τής ακινησίας και τής φωνής, μπορούμε με βάση αυτή την εννοιακή τριάδα να συλλάβουμε κάποια αλήθεια για το «ὂν ᾗ ὂν»; Εν προκειμένω, δεν πρέπει να θεωρηθεί αδιάφορο το ζήτημα τού ιδιαίτερου χαρακτήρα τού τελεστή τής αλήθειας. Όσον αφορά επομένως τον λογοτέχνη/δημιουργό Μπέκετ, ο μηχανισμός τής μυθοπλασίας είναι εκείνος που καλείται να επιτελέσει τον ρόλο αυτό, με συνέπεια το ανωτέρω ερώτημα[10] να αναφέρεται πλέον σε κάποιον τόπο τού είναι. Υπάρχει λοιπόν κάποιος τόπος τού είναι που να μπορεί να παρουσιαστεί στο πλαίσιο τού μυθοπλαστικού μηχανισμού κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταλαμπάδευση τής αλήθειας τού καθαυτό είναι τού εν λόγω τόπου;[11]

Εξετάζοντας συνολικά το έργο τού Μπέκετ, διαπιστώνουμε ένα είδος αλληλοπλοκής δύο φαινομενικά αντιφατικών οντολογικών τοπικοποιήσεων.[12]

Η πρώτη μορφή τοπικοποίησης παρουσιάζεται ως ένας κλειστός τόπος. Πρόκειται για την κατασκευή ενός ερμητικά απομονωμένου τόπου τού οποίου οι ιδιότητες είναι στο σύνολό τους αριθμημένες και επακριβώς προσδιορισμένες. Εν προκειμένω, στόχος είναι η απόλυτη επικάλυψη «αυτού που φαίνεται» από «αυτό που λέγεται» υπό το πρίσμα τού «κλειστού».[13] Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε το δωμάτιο όπου είναι κλεισμένοι οι χαρακτήρες τού «Τέλους τού Παιχνιδιού», το σπίτι τού κ. Νοτ [=κ. Κόμπου] στο «Γουότ», την κάμαρα όπου (ίσως) πεθαίνει ο Μαλόουν, καθώς επίσης και την κυλινδρική αρένα των «Ερημωμένων/Απολωλότων».[14] Στο κείμενο με τίτλο «Φαίνεσθαι/Κλειστός Τόπος»[15] ο Μπέκετ γράφει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Τόπος κλειστός· γνωστά όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για να μπορούμε να μιλάμε».

Στη φράση αυτή συνοψίζεται ο στόχος τον οποίο φιλοδοξεί να επιτύχει ο μηχανισμός τής μυθοπλασίας όσον αφορά το ερώτημα τού τόπου τού είναι. Με άλλα λόγια, όταν ο μηχανισμός αυτός λαμβάνει τη μορφή τού εγκλεισμού, ο βασικός στόχος τού μπεκετιανού κειμένου είναι η απόλυτη αναστρεψιμότητα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το λέγειν, η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να επιτευχθεί στο επίπεδο τής «γνώσης». Η απαιτούμενη εν προκειμένω οντολογική τοπικοποίηση είναι χαρακτηριστικά λιτή και ασκητική.

Υπάρχει όμως στο έργο τού Μπέκετ και μια άλλη μορφή τοπικοποίησης η οποία συνίσταται σε έναν ανοιχτό γεωγραφικό χώρο, στον οποίο εγγράφεται μια πληθώρα διαδρομών. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αναφέρουμε τους κάμπους, τους λόφους και τα δάση όπου περιπλανιούνται ο Μολόι, ο οποίος ψάχνει να βρει τη μάνα του, και ο Μοράν, που αναζητεί τα ίχνη τού Μολόι. Εδώ μπορεί να υπαχθεί και η πόλη με τους δρόμους της που περιγράφεται στο κείμενο με τίτλο «Ο Απελαθείς/Άπατρις»[16] (— ή ακόμη και ο υπόγειος χώρος, ο στρωμένος με μαύρη λάσπη, τού «Έτσι όπως είναι»,[17] όπου έρπουν οι προνύμφες τής ανθρωπότητας, κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μυθοπλαστικός χώρος τείνει σε μεγάλο βαθμό προς την ομοιομορφία και την αφαίρεση). Το ίδιο ισχύει και για τα ανθόσπαρτα ιρλανδικά και σκωτσέζικα βουνά, όπου περιπλανιέται ευτυχισμένο το γεροντικό ζευγάρι τού «Αρκετά».[18]

Όσον αφορά τόσο τους χώρους περιπλάνησης όσο και τους τόπους εγκλεισμού, είναι εξίσου εμφανής η τάση τού συγγραφέα προς τη σταδιακή απόρριψη όλων των περιγραφικών στολιδιών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια φιλτραρισμένη εικόνα τής γης και τού ουρανού, που παρουσιάζονται μεν ως τόποι περιπλάνησης, πλην όμως εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μια αδρανή απλότητα. Στο κείμενο που φέρει τον τίτλο «Χωρίς/Ελαττονότητα»[19] συναντάμε την έσχατη μορφή «κάθαρσης» τού χώρου τής διαδρομής, δηλ. τού τόπου ως όρου τής δυνατότητας κάθε κίνησης:

«Μουντός ουρανός ασύννεφος θόρυβος κανένας τίποτα δεν σαλεύει γη άμμος σταχτιά. Γκρίζο σωματάκι σαν τη γη τον ουρανό κι όρθια τα ερείπια μόνο. Ολόγυρα σταχτόμαυρο γη κι ουρανός παντού κι ατελεύτητα να γίνονται ένα».

Στο έσχατο στάδιο τού «εξαγνισμού» του, ο τόπος τού είναι (ή καλύτερα η μυθοπλαστική κατασκευή που δηλώνει το ερώτημα τού είναι υπό τη μορφή τού τόπου του) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με το επίθετο «σταχτόμαυρος». Αυτό θα ήταν ίσως αρκετό.

Ωστόσο τι είναι το «σταχτόμαυρο»; Είναι μια μαύρη απόχρωση σε σχέση με την οποία κανένα φως δεν θεωρείται ότι μπορεί να δημιουργήσει κάποιο κοντράστ. Είναι ένα μαύρο χωρίς κοντράστ, ένα μαύρο που καθώς φέρνει προς το γκρι δεν μπορεί να παραβληθεί με κάποιο άλλο φωτεινότερο χρώμα που θα λειτουργούσε ως το αντίθετό του, ως το Άλλο του. Σε γενικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι για την κατασκευή τού τόπου τού είναι ο Μπέκετ χρησιμοποιεί μια «αντιδιαλεκτική» απόχρωση· δηλαδή μια παράταιρη απόχρωση που περιέχει αρκετό γκρι, ούτως ώστε να μην μπορεί να εμπλακεί στην αντίφαση φωτός και σκότους. Πρόκειται για ένα μαύρο που πρέπει να γίνει αισθητό με βάση την εσωτερική του σύσταση και ιδιαιτερότητα και το οποίο δεν μπορεί να συνταιριαστεί με κάποιο άλλο χρώμα.

Στο «σταχτόμαυρο»[20] — την απόχρωση δηλαδή που χρησιμοποιείται για την τοπικοποίηση τής σκέψης τού είναι — βλέπουμε να πραγματοποιείται σταδιακά η σύζευξη τού «κλειστού» με το «ανοιχτό», η σύζευξη τού χώρου εγκλεισμού με αυτόν τής περιπλάνησης. Σταδιακά, λοιπόν, η μπεκετιανή «ποιητική»[21] θα συγχωνεύσει στο «σταχτόμαυρο» το ανοιχτό και το κλειστό, κατά τρόπο ώστε να είναι αδύνατο πλέον να διαπιστωθεί εάν αυτό το «σταχτόμαυρο» τίθεται σε αντιστοιχία με την «κίνηση» ή την «ακινησία» (ας σημειώσω, εν παρενθέσει, ότι κατ’ εμέ αυτό αποτελεί ένα από τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα τού συγγραφέα). Στον τόπο τού είναι βλέπουμε, επομένως, να αλληλοεπικαλύπτονται οι κινούμενες και οι ακίνητες μορφές. Το σχήμα αυτό τής αλληλοεπικάλυψης αποτυπώνεται ήδη στο «Έτσι όπως είναι», όπου το «ταξίδι» και το «ρίζωμα», οι δύο βασικές μορφές τής γενολογικής ανθρωπότητας που παρουσιάζει το κείμενο, φαίνεται να μοιράζονται τον ίδιο τόπο. Αντιθέτως, στην προγενέστερη συγγραφική περίοδο τού Μπέκετ, οι θεματικές τού εγκλεισμού και τής περιπλάνησης (οι μεταφορές τής τοπικοποίησης τού είναι) αναπτύσσονται αντίστοιχα στο «Μολόι», τη νουβέλα τής περιπλάνησης, και στο «Μαλόουν πεθαίνει» (που αντιπροσωπεύει τον τόπο καθήλωσης τού «λέγειν» στο σημείο τού θανάτου του), χωρίς ωστόσο οι δύο αυτές θεματικές να συγκλίνουν.

Ο έσχατος αυτός τόπος, το αντιδιαλεκτικό «σταχτόμαυρο» που δεν επιδέχεται κανένα παραλληλισμό, δεν εμπίπτει επ’ ουδενί στη σφαίρα των «σαφών και διακριτών ιδεών». Ιδωμένο υπό το πρίσμα τής τοπικοποίησής του, το ερώτημα τού είναι δεν μπορεί να διαιρεθεί σε σκέλη στο πλαίσιο μιας κάποιας ιδεατής συνάρμοσης. Στο «Μολόι» διατυπώνεται με κατηγορηματικό τρόπο η εξής αντικαρτεσιανή θέση:

«Ναι, έτσι νομίζω. Κάθε τι το ψεύτικο μπορεί πιο εύκολα να αναχθεί σε σαφείς και διακριτές ιδέες, απόλυτα διακριτές σε σχέση με κάθε άλλη ιδέα».

Ο λόγος για τον οποίο αντιστρέφεται εδώ η σημασία τού κριτηρίου τής προφάνειας γίνεται εύκολα αντιληπτός: αν το «σταχτόμαυρο» είναι το στοιχείο που τοπικοποιεί το είναι, τότε για την προσέγγιση τής αλήθειας του χρειάζεται να σκεφτούμε το μη-διακρίσιμο, το αδιαχώριστο. Αντιθέτως, κάθε τι που διακρίνει και διαχωρίζει, για παράδειγμα, το σκοτάδι από το φως, θεωρείται από τον συγγραφέα ότι αποτελεί τον τόπο τού χιμαιρικού είναι[22] και τού ψεύδους.

Η διαδικασία τής τοπικοποίησης μέσω τού «σταχτόμαυρου» συνεπάγεται εν τέλει ότι το είναι τού είναι δεν εκφέρεται με τη μορφή μιας μεμονωμένης ενικής ύπαρξης, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τη μορφή τού «κενού». Όταν λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια μυθοπλασία όπου αναμειγνύεται το «μαύρο» ως τόπος τής περιπλάνησης με το «μαύρο» τής ακινησίας, αντιλαμβανόμαστε ότι στη μορφή τού είναι που παρουσιάζεται στον εν λόγω τόπο μπορεί αποκλειστικά και μόνο να δοθεί το όνομα τού «κενού» (ή τού «τίποτα»).

Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος αφορισμός, που αφορά την πορεία από την τοπικοποίηση στον χώρο τού «σταχτόμαυρου» προς το κενό ως όνομα τού τοπικοποιημένου είναι, διατυπώνεται ήδη στο «Μαλόουν πεθαίνει». Το πρώτο πράγμα που κάνει η φωνή τού Μαλόουν είναι να μας προειδοποιεί ότι το διακύβευμα τής όλης υπόθεσης συνοψίζεται σε μια αποτρόπαια φράση, σε μια από εκείνες τις φράσεις που «μπορούν να σας βρωμίσουν ολόκληρη τη γλώσσα». Η φράση έχει ως εξής: «Τίποτα πιο πραγματικό από το τίποτα»[23][Δημόκριτος].

Η βασική αυτή δήλωση που αφορά το είναι «βρωμίζει» με την αδιανόητη αλήθεια της ολόκληρη τη γλώσσα. Στο μεταγενέστερο έργο τού Μπέκετ συναντάμε πολλές παραλλαγές της, αλλά η πιο ακραία μορφή της βρίσκεται στο αγγλικό κείμενο «Worstward Ho», που δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στη γλώσσα μας και τού οποίου ο τίτλος θα μπορούσε να αποδοθεί κατά προσέγγιση ως «Πρόσω για το χείριστο/Με προορισμό τη Γη τού χείριστου». Στο συγκεκριμένο κείμενο μπορούμε για παράδειγμα να διαβάσουμε τα εξής:

«[Όλα σαρακιάζουν. Τα τρώει το μαράζι τού φευγιού.] Όλα εκτός απ’ το κενό. Όχι. Κι αυτό μαζί. Κενό, κενό που δεν χειροτερεύει. Ποτέ λιγότερο. Ποτέ περσότερο. Ποτέ από τότε που πρωτο-ειπώθηκε ποτέ δεν ξε-ειπώθηκε ποτέ δεν έπαψε να το τρώει το μαράζι τού φευγιού».[24]

Η «ανάμικτη»[25] αυτή μορφή μυθοπλασίας που αφορά τον τόπο τού είναι μάς επιτρέπει να θέσουμε τον δάκτυλο επί των τύπο των ήλων αναφορικά με την ακόλουθη τελική διαπίστωση: το είναι-ως-κενό δεν μπορεί να αποκτήσει ύπαρξη [inexiste] στη γλώσσα,[26] επειδή ως τέτοιο[27] δεν επιδέχεται καμία διαβάθμιση. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο τής γλώσσας έχει ακριβώς ως συνέπεια να παρεμβάλλεται η συγκεκριμένη [οντολογική] κατηγορία (το είναι-ως-κενό) ανάμεσα στις δύο πρώτες (κίνηση και στάση) και την τρίτη, δηλαδή τον λόγο ή το λέγειν.

Ο Μπέκετ διατυπώνει με πολλούς τρόπους τη θέση ότι το «ὂν ᾗ ὂν» εξαιρείται τού πεδίου τής γλώσσας. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η πιο σημαντική διατύπωση είναι αυτή που εισάγει μια δυνητικά καθολική σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στο «ειπωμένο» και το «κακοειπωμένο» (said/missaid). Πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι δεν πρόκειται για μια ισοδυναμία ανάμεσα στο «καλοειπωμένο» και το «κακοειπωμένο». Η σχέση αυτή αναφέρεται στο κακοειπωμένο ως ουσία τού λέγειν και υπονοεί ότι το είναι-ως-κενό εκπίπτει τού πεδίου τής γλώσσας (και, επομένως, όπως το θέτει ο Μολόι, «κάθε γλώσσα, κάθε ιδίωμα είναι μια χασμο-λογία»).

Η πεποίθηση αυτή τού συγγραφέα συνεπάγεται κατά κύριο λόγο τον διαχωρισμό μεταξύ ύπαρξης και είναι.[28] Η «ύπαρξη» είναι εκείνο για το οποίο μπορούμε να μιλούμε, ενώ το ίδιο το είναι τής ύπαρξης τίθεται εκτός γλώσσας και, ως εκ τούτου, συνεχίζει να εξαιρείται τού δικτύου των σημασιών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η διάκριση μεταξύ είναι και ύπαρξης, που εισάγεται όσον αφορά τη γλώσσα, εντοπίζεται ήδη στα πρώιμα κείμενα τού Μπέκετ, και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εφαρμογή της μέσω τού προσήκοντα μυθοπλαστικού της τελεστή (τού «σταχτόμαυρου») εμφανίζεται μόνο στο ύστερο έργο του. Ήδη στο κείμενο με τίτλο «Πρώτη Αγάπη», που χρονολογείται από το 1945, μπορεί κανείς να διαβάσει τα εξής:

«Πάντα μιλούσα και δεν θα πάψω ποτέ να μιλάω για πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν ή, αν προτιμάς, για πράγματα που πιθανώς θα συνεχίσουν για πάντα να υπάρχουν, αλλά όχι όμως με την ύπαρξη που τους αποδίδω».

Αυτή η λεπτή διάκριση ανάμεσα σε κάτι που δεν υπάρχει και στο ίδιο πράγμα ως κάτι που υπάρχει εντός μιας απολύτως διαφορετικής ύπαρξης από τη στιγμή που αποτυπωθεί γλωσσικά μάς φέρνει στο νου την αμφιρρέπεια ή, καλύτερα, την ισορροπία τού ηρακλείτειου καζουτράγουδου: η προσταγή «ας μιλήσουμε γι’ αυτό» έχει ως πεδίο εφαρμογής της τον τόπο τού είναι, τον τόπο τού «σταχτόμαυρου», όπου ισχύει αυτή η αναποφάνσιμη διάκριση ανάμεσα στην ύπαρξη και το είναι της.

Κατά τη γνώμη μου, η σαφέστερη διατύπωση αυτής τής θέσης περιέχεται στο «Γουότ». Ακολουθώντας μια οντολογική παράδοση[29] την οποία ο Μπέκετ αναβιώνει με τον δικό του τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «παρουσία» είναι το είναι καθόσον αυτό εκπίπτει τού πεδίου τής γλώσσας ή, γενικότερα, ότι η έννοια αυτή αναφέρεται στο είναι, κατά το μέτρο που αυτό εξακολουθεί να μην παρουσιάζεται στο υπαρκτό. Αν λοιπόν το είναι παρουσιάζεται στον τόπο τού σταχτόμαυρου, εκεί δηλαδή όπου ξεθωριάζουν τα όρια τής ύπαρξης [l’existence s’indistingue], τότε πρέπει να αποφανθούμε ότι η εν λόγω παρουσία δεν είναι ούτε ψευδαίσθηση, πράγμα που θα αποτελούσε τη σκεπτικιστική θέση επί τού προκειμένου, ούτε μια ρητή έννοια τής οποίας η έκταση ή το εύρος θα μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς[30] (η δογματική αντιμετώπιση τού ζητήματος), αλλά μια βεβαιότητα[31] άνευ εννοίας.[32] Ας δούμε τι γράφει σχετικά ο Μπέκετ:

«Επομένως, για την παρουσία, για την οποία δεν θέλω να μάθω ούτε από πού ήρθε, ούτε και πού πήγε, θα πω μόνο ότι, για όσο διάρκεσε αυτή η παρουσία, η παρουσία αυτού που δεν υπήρξε, που ήταν και μέσα και έξω και στο αναμεταξύ, αυτή, λοιπόν, η παρουσία δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ψευδαίσθηση. Ανάθεμα όμως αν καταλάβω ποτέ πώς θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο από αυτό».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα μάς λέει τρία πράγματα. Κατά πρώτον, η παρουσία, που εδώ σημαίνει[33] την οντολογική δεδομενικότητα ενός πράγματος που δεν είναι σε θέση [=αδυνατεί] να υπάρξει, δεν συνιστά ψευδαίσθηση. Κατά δεύτερον, η εν λόγω παρουσία είναι ταυτόχρονα και μέσα και έξω, αν και ο προκαθορισμένος της τόπος βρίσκεται αναμφίβολα στο «μεταξύ», στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο έξω και το μέσα. Τέλος, το μόνο που μπορεί κανείς να πει για αυτή είναι ότι αποκλείεται από το πεδίο τής ύπαρξης και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη παρουσία δεν επάγει κανένα νόημα. Ας σημειωθεί επίσης ότι αυτή η αδυνατότητα συνιστά συγχρόνως και απαγόρευση, πράγμα που υποδηλώνεται με τη χρήση τού ωμού λεξιλογίου τού ευνουχισμού.[35]

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς για ποιο λόγο δεν ανταποκρίνεται στην «παρουσία» καμία σαφής και διακριτή ιδέα. Το ότι είναι αδύνατο να συλλάβουμε μια τέτοια ιδέα οφείλεται στο γεγονός ότι το μόνο ίχνος που αφήνει πίσω της η εν λόγω παρουσία είναι ένα απλό κύριο όνομα: το κενό ή το τίποτα (void/nothing). Αυτό το άνευ νοήματος όνομα — η δοκός τής ηρακλείτειας ισορροπίας ή αμφιρρέπειας— παραπέμπει στην ανυπαρξία τού είναι [-ως-κενού], που συνίσταται ακριβώς στην άρρητη[36] δεδομενικότητά του, και ως εκ τούτου δηλώνει κάποιο πραγματικό είναι και όχι μια ψευδαίσθηση.[37]

Αν είχαμε να κάνουμε μόνο με αυτόν τον μυθοπλαστικό μηχανισμό τού «σταχτόμαυρου», με τον οποίο ασχοληθήκαμε εκτενώς ανωτέρω, τότε θα έπρεπε να συμφωνήσουμε με την άποψη που διατυπώνεται συχνά και η οποία λέει ότι το έργο τού Μπέκετ παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τις αρνητικές θεολογίες. Ωστόσο, στο εσωτερικό τού μηχανισμού τής τοπικοποίησης τού είναι υπάρχει κάτι επιπλέον που δεν ταυτίζεται μεν με το είναι τού μη-υπαρκτού, πλην όμως προσανατολίζεται διαρκώς προς αυτό. Πρόκειται ακριβώς για τον αναστοχασμό, το cogito. Πράγματι, αυτό για το οποίο υπάρχει το σταχτόμαυρο και η «άρρητη» παρουσία δεν παύει ποτέ να αναστοχάζεται και να εκφράζει γλωσσικά όχι μόνο την τοπικοποίηση τού είναι αλλά και το αδιέξοδό της.

Παρά την αντι-καρτεσιανή στάση που, όπως ανέφερα, υιοθετεί κάποιες φορές ο συγγραφές αναφορικά με το κριτήριο τής προφάνειας, αυτή η κίνηση από το κενό προς το cogito έχει έντονα καρτεσιανό χαρακτήρα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Μπέκετ εντρύφησε στο έργο τού Ντεκάρτ. Σε πλήθος κειμένων του αναφέρεται ρητά στο cogito, ενώ το έργο του με τίτλο «Φιλμ» πραγματεύεται ακριβώς το ζήτημα αυτό με ειρωνικό μεν, αλλά απολύτως ορθολογικό τρόπο.

Το «Φιλμ» είναι ένα φιλμ με ένα μόνο πρωταγωνιστή, τον οποίο υποδύεται ο Μπάστερ Κίτον. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που ο Μπέκετ αποκαλεί «αντικείμενο Ο» και ο οποίος καταδιώκεται από ένα μάτι στο οποίο δίνεται το όνομα Œ. Το φιλμ λοιπόν είναι η ιστορία τής καταδίωξης τού Ο από το Œ. Μόνο στο τέλος τού φιλμ αποκαλύπτεται η ταυτότητα διώκτη και καταδιωκόμενου, ότι δηλαδή ο Ο και το Œ είναι ένα και το αυτό. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Μπέκετ προλογίζει το δημοσιευμένο σενάριο τού φιλμ με ένα κείμενο που φέρει τον τίτλο «Esse est percipi» [«Η αίσθηση/αντίληψη ταυτίζεται με το είναι»][38] και στο οποίο διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«Εξακολουθεί να υφίσταται η αντίληψη τού εαυτού μετά την καταστολή κάθε εξωτερικής αντίληψης, ζωικής, θείας ή ανθρώπινης [εννοείται: κάθε αντίληψης που αφορά το είναι].
Η αναζήτηση τού μη-είναι μέσω τής καταστολής [ή αποφυγής] κάθε εξωτερικής αντίληψης προσκρούει στην ακατασίγαστη αντίληψη τού εαυτού.»

Πρόκειται για το επιχείρημα τού cogito, στο οποίο όμως ο Μπέκετ δίνει μια ειρωνική χροιά, καθώς αφενός μεν το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αναζήτηση τής αλήθειας αλλά η αναζήτηση τού μη-είναι, αφετέρου δε, μέσω μιας αντιστροφής τού προσήμου, η «ακατασίγαστη αντίληψη τού εαυτού», που για τον Ντεκάρτ αντιπροσώπευε την την πρώτη νίκη στην πορεία προς την βεβαιότητα, εμφανίζεται εδώ ως αποτυχία. Σε τι όμως συνίσταται η αποτυχία αυτή; Συνίσταται ακριβώς στην αδυναμία διεύρυνσης τής γενικής μορφής τού είναι, που όπως είδαμε ταυτίζεται με το κενό, προκειμένου αυτή να καλύψει το Όλο, συμπεριλαμβανομένου εδώ και τού υποκειμένου. Το cogito είναι αυτό που εμποδίζει τη διεύρυνση αυτή· υπάρχει, πράγματι, μια ύπαρξη τής οποίας το είναι [από τη στιγμή που θεωρηθεί υπαρκτό] δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει [=να αναχθεί στο μη-είναι]. Πρόκειται βεβαίως για το υποκείμενο τού cogito.

Το σημείο αυτό μάς οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα, που έπεται εκείνου τού τόπου τού είναι, και πιο συγκεκριμένα στο ερώτημα αναφορικά με το υποκείμενο, καθόσον αυτό βρίσκεται έγκλειστο στο cogito —ή, κατ’ ισοδύναμη διατύπωση, στο ζήτημα τού εκφερόμενου λόγου, τού λέγειν [énonciation], καθόσον κατατρύχεται από την προσταγή[39] τού εκφωνήματος [énoncé].

3. Για το σολιψιστικό υποκείμενο ως μαρτύριο

Ο μυθοπλαστικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί ο Μπέκετ για να πραγματευτεί το ζήτημα τής φυλακής τού cogito αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των γνωστότερων κειμένων του. Πρόκειται για το μεταφορικό σχήμα τής ακίνητης φωνής, τής φωνής που έχει φυλακιστεί στο σώμα, όπου θα λέγαμε ότι έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό. Επιπλέον, το δέσμιο αυτό σώμα παρουσιάζεται ακρωτηριασμένο, ενώ η μόνη λειτουργία που φαίνεται να επιτελεί είναι να καθιστά εφικτό τον διαρκή εντοπισμό τής «φωνής». Το σώμα αυτό εμφανίζεται άλλοτε αλυσοδεμένο, άλλοτε καθηλωμένο σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι και άλλοτε φυτεμένο σε ένα πιθάρι που χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση ενός εστιατορίου με θέα τα σφαγεία. Πρόκειται για ένα διπλά φυλακισμένο «εγώ», έγκλειστο στο καθηλωμένο σώμα αλλά και στη φωνή, η οποία, ζητώντας επίμονα μια απάντηση, δεν ξυπνά, ωστόσο, καμία ηχώ. Είναι ένα εγώ που επιπλέον προσπαθεί αενάως να βρει τον δρόμο που οδηγεί στην αναγνώριση τού εαυτού του.

Ποιο όμως το νόημα τής αυτοαναγνώρισης όσον αφορά τη φωνή η οποία αναμασά το cogito; «Αυτοαναγνώριση» [=αυτοσυνείδηση] σημαίνει εδώ την κατασκευή, μέσα από ένα πλήθος δηλώσεων, εννοιών, μύθων και αφηγημάτων, τού βουβού αφηρημένου σημείου από όπου πηγάζει ο λόγος. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτό το καθαρό σημείο εκφοράς τού λόγου — αυτό το χρονικά πρότερο «εγώ» που ως τόπος τού είναι τής φωνής θα προϋποτίθεται ως συνθήκη δυνατότητας για την ίδια και τα εκφωνήματά της — εκπίπτει τού πεδίου τής ονοματοδοσίας. Η προσέγγιση αυτού τού σημείου τής πρωταρχικής σιωπής, με την οποία η γλώσσα γνέθει το είναι της και η οποία αποτελεί τον υποκειμενικό όρο τής δυνατότητας κάθε δήλωσης, είναι ο τελικός σκοπός προς τον οποίο κατατείνει η σολιψιστική φωνή τού cogito. Επομένως, η «αυτοαναγνώριση» προϋποθέτει την είσοδο στο πεδίο τής σιωπής που συνιστά το θεμέλιο κάθε γλωσσικής έκφρασης. Αυτή τουλάχιστον είναι η ελπίδα που διακατέχει τον «ήρωα» τού «Ακατονόμαστου»:

«Ώρες ώρες σκεφτόμουν πως η ανταμοιβή μου που μίλησα με τόση παρρησία θα’ταν αυτό, να μπω ολοζώντανος στη σιωπή».[40]

Ο Μπλανσό περιγράφει έξοχα αυτό το πέρασμα στη σιωπή που εξακολουθεί να κρατά σε απόσταση το θάνατο ως μηρυκασμό τής γραφής που εκδραματίζει το σημείο τής εκφοράς της ωθούμενη από την επιθυμία της να το συλλάβει και να το εκφράσει γλωσσικά.

Ο ίδιος ο Μπέκετ θα διαπιστώσει ότι καμία φραστική διατύπωση δεν μπορεί να προσπελάσει αυτό το σημείο τής αναγνώρισης τού εαυτού που αντιπροσωπεύει το σιωπηλό είναι κάθε γλωσσικής έκφρασης. Θα ήταν απλοϊκό να πούμε ότι αυτή η έλλειψη πρόσβασης προκύπτει από κάποιο τυπικό παράδοξο, ότι, για παράδειγμα, είναι λογικά αναγκαίο να παραμένει ακατονόμαστος ο όρος τής δυνατότητας κάθε ονοματοδοσίας. Η μορφή τού αδύνατου ή τού ακατονόμαστου είναι πολύ πιο ιδιότροπη, καθώς συνενώνει δύο διαφορετικούς προσδιορισμούς τους οποίους η μπεκετιανή πρόζα προσπαθεί απεγνωσμένα να πραγματευτεί.

Ο πρώτος προσδιορισμός έχει να κάνει με το ότι οι προϋποθέσεις πραγμάτωσης τής διαδικασίας αυτής, οι προϋποθέσεις για την προσπέλαση τού εν λόγω σημείου τού cogito με μόνο όργανο τη στάσιμη φωνή, είναι υπερβολικά δυσβάστακτες, καθώς συνοδεύονται από την αγωνία και τη θανάσιμη εξάντληση.

Ο δεύτερος έχει να κάνει με την ακριβή διαπίστωση ότι το cogito αντιπροσωπεύει μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση σε σύγκριση με τον απλό αναστοχασμό.[41] Στην πραγματικότητα, το cogito συνενώνει τρεις και όχι δύο όρους και, ως εκ τούτου, το διττό σχήμα τού «Φιλμ» (μάτι-αντικείμενο) εμφανίζεται ανεπαρκές.

Παρουσιάζονται, επομένως, ως ιδιαίτερα απαιτητικές οι συνθήκες δυνατότητας για το cogito, δηλαδή οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να καταστεί η σκέψη αντικείμενο σκέψης, καθώς, όπως φαίνεται, η φωνή δεν είναι ποτέ ούτε αρκετά παλίλλογη και ευλύγιστη, αλλά ούτε και αρκετά σταθερή και επίμονη. Όσον αφορά λοιπόν τη φωνή, απαιτείται κάποιο αναπαραστατικό σύστημα που να είναι σε μέγιστο βαθμό βίαιο και πολύβουο, αλλά συγχρόνως και απόλυτα δεσμευμένο και καθορισμένο· βοερό αλλά και ξέπνοο μέχρι σημείου εξαφάνισης. Καθώς η φωνή δεν μπορεί να βρει αυτό το σημείο ισορροπίας, αφήνει να της ξεφύγει το ακατονόμαστο που βρίσκεται ακριβώς στο σημείο τομής των δύο αυτών αντιφατικών επιπέδων. Για την προσπέλαση τού σημείου αυτού απαιτείται κάποιος εξαναγκασμός, μια εσωτερική βία, η μανία τού υπερεγώ, προκειμένου να υποβληθεί το υποκείμενο τού cogito στο μαρτύριο τής ανάκρισης. Με άλλα λόγια, η ομολογία τής σιωπής του πρέπει να του αποσπαστεί δια τής βίας. Ο Μπέκετ επισημαίνει μάλιστα ότι η πρόθεση τού υποκειμένου τού cogito να δείξει το σκεπτόμενο-είναι του, η επιθυμία τής σκέψης να συλλάβει τον εαυτό της ως σκέψη συνεπάγεται την εγκαθίδρυση τής βασιλείας τού τρόμου. Αυτή η επισήμανση δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου το περίφημο γράμμα τού Μαλαρμέ, όπου στη διάρκεια μιας παροξυσμικής κρίσης άγχους και αγωνίας ο ποιητής γράφει τα εξής: «Η σκέψη μου κατάφερε επιτέλους να σκεφτεί τον εαυτό της κι εμένα μ’ έφαγε το μαύρο χώμα». Ο Μπέκετ προτιμά να αναδεικνύει το στοιχείο τού μαρτυρίου:

«Πότε σκέφτομαι; Αν εννοείς τον μεγάλο πανικό που πιάνει τις σφήκες όταν τις καπνίζεις τη φωλιά τους, ε, τότε, κι εγώ [ο ήρωας τού Ακατονόμαστου] σκέφτομαι μόνο όταν ξεπεραστεί κάποιο όριο στην κλίμακα τού τρόμου».

Μόνο ο πανικός μπορεί να αναγκάσει τη σκέψη να υπερεκταθεί, ούτως ώστε να αναδιπλωθεί, κατά το δυνατόν, προς το σημείο τής εκφοράς [τού λειψάνου] της.[42] Επομένως, η σκέψη θέλει πανικό. Και καθώς, επιπλέον, ο πανικός εμφανίζεται με τη μορφή μιας προσταγής άνευ εννοίας, θα καταδικάζει τη σκέψη σε ένα ατέρμονο και μάταιο αναμάσημα [των ίδιων και των ίδιων]. Ο «Ακατονόμαστος» κλείνει με αυτή την τρομοκρατική προσταγή, που είναι ξένη προς κάθε δυνατότητα[43] και η οποία υποβάλλει τον πρωταγωνιστή σε ένα αβάσταχτο μαρτύριο:

«Πρέπει να συνεχίσω, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».

Εν προκειμένω, το δέον ταυτίζεται με το αδύνατο· το συνεχές αναμάσημα στο οποίο αναλώνεται η φωνή είναι ένα μαρτύριο χωρίς όρια και τέλος. Από την αρχή μέχρι το τέλος τού «Ακατονόμαστου», το δάκρυ τρέχει κορόμηλο από τα μάτια τού ομιλητή.

Ωστόσο, αυτός ο ηρωισμός τού cogito συνιστά αδιέξοδο. Αμέσως μετά τον «Ακατονόμαστο» δημοσιεύονται τα «Κείμενα για το τίποτα», τα οποία θα λέγαμε ότι αγκυροβολούν στο λιμάνι τού θανάτου, εκεί δηλαδή όπου προβάλλει αδυσώπητος ο πειρασμός εγκατάλειψης τής επιταγής για τη συνέχιση τής γραφής, ο πειρασμός δηλαδή τής απαλλαγής από το μαρτύριο τού cogito. Είναι ακριβώς τότε που η αντίφαση ανάμεσα στο «πρέπει» και στο «δεν μπορώ [να συνεχίσω]» οξύνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο συγγραφέας νιώθει ότι δεν μπορεί να αντέξει άλλο.

Συγκριτικά, τα «Κείμενα για το τίποτα» έχουν περισσότερο θεωρητική κατεύθυνση, καθώς δεν ασχολούνται τόσο με τους αποκρουστικούς μυθοπλαστικούς μηχανισμούς τού σολιψιστικού υποκειμένου και τις δυσβάσταχτες προϋποθέσεις που απαιτεί το cogito, όσο με την καταγραφή τής βασικής ανακάλυψης ότι το cogito στερείται κάθε σκοπού, επειδή ακριβώς είναι αδύνατη η ταυτοποίηση τού υποκειμένου του. Η επιταγή που απευθύνει το «εγώ» στον εαυτό του όσον αφορά την ονοματοδοσία τής σιωπής που το θεμελιώνει αποδεικνύεται ότι είναι άνευ αντικειμένου· το cogito δεν συνιστά αντανάκλαση ενός αντικειμένου, δεν ταυτίζεται δηλαδή με το ζεύγος δήλωσης-σημείου εκφοράς της. Στην πραγματικότητα, το cogito αποτελεί τριάδα και όχι δυάδα. Εμπερικλείει τρεις μορφές τού «εγώ», των οποίων μάλιστα η ενοποίηση συνεπάγεται και απαιτεί την πλήρη απίσχναση κάθε έννοιας υποκειμένου.

Με το σημείο αυτό ασχολείται κυρίως το δωδέκατο «κείμενο για το τίποτα», ένα από τα πιο πυκνά μπεκετιανά κείμενα με αμιγώς θεωρητικό χαρακτήρα. Ας δούμε το απόσπασμα όπου επιχειρείται η αναλυτική αποσύνθεση τού cogito:

 « […] κάποιος που μιλάει, λέγοντας, ενώ είναι ο ίδιος που μιλάει, “Ποιος μιλά και περί τίνος ακριβώς”, και κάποιος άλλος να στέκεται παράμερα και να τον ακούει βουβός, χωρίς να καταλαβαίνει γρυ […]. Κι ακόμα ένας τρίτος […] να παραμιλά για τα ξυπόλητα “εγώ” και για αυτούς που πεθαίνουνε στην ψάθα […]. Ένα τρίο μούρλια· και μην ξεχάσουμε να πούμε ότι οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι· κι ότι η μονάδα τους ισούται με το τίποτα. Και μάλιστα τι τίποτα! Ένα τίποτα που δεν αξίζει τίποτα».

Ποιες είναι οι υποστάσεις τής διαβολικής αυτής τριάδας;

α) Έχουμε κατ’ αρχάς «Αυτόν-που-μιλά», το υποτιθέμενα αναστοχαστικό υποκείμενο τής εκφοράς[44] το υποκείμενο που θεωρείται ικανό να διατυπώσει το ερώτημα «Ποιος είναι αυτός που μιλά;», δηλαδή να θέσει από μόνο του το ζήτημα αυτό. Πρόκειται για το υποκείμενο τού οποίου την ταυτότητα ο ήρωας τού «Ακατονόμαστου» επιχειρεί, υπό το κράτος τού τρόμου, να προσδιορίσει.

β) Στη συνέχεια έχουμε το «παθητικό» υποκείμενο που ακούει χωρίς να καταλαβαίνει και το οποίο επιπλέον «στέκεται παράμερα», πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί την ανάστροφη όψη τού ομιλούντος υποκειμένου. Αντιπροσωπεύει, με άλλα λόγια, το παθητικό-είναι, τη «σκοτεινή ύλη» τού υποκειμένου τής εκφοράς.

γ) Τέλος, έχουμε το υποκείμενο που επωμίζεται το βάρος τού ερωτήματος· το υποκείμενο που, έχοντας διανύσει τα στάδια τής εκφοράς και τής παθητικότητας, επιμένει να θέτει το ζήτημα τής αναγνώρισης τού υποκειμένου από τον εαυτό του· το υποκείμενο που εξακολουθεί να αναρωτιέται «ποιος και τι είμαι» και που επομένως υποβάλλει τον εαυτό του στο μαρτύριο τού cogito.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο το υποκείμενο κόβεται στα τρία, διαιρείται δηλαδή στο υποκείμενο τής εκφοράς τού ερωτήματος, στο παθητικό υποκείμενο και τέλος στο ερωτών υποκείμενο, για το οποίο ακριβώς η σχέση μεταξύ των δύο πρώτων, η σχέση εκφοράς-παθητικότητας, συνιστά ερώτημα.

Εκφορά, παθητική πρόσληψη, ερώτημα. Αυτό είναι το μπεκετιανό «Τρίο Μούρλια». Επιπλέον, αν δοκιμάσουμε να συνενώσουμε τα τρία αυτά μέρη, αν δηλαδή θελήσουμε να τα εξισώσουμε με τη μονάδα, θα διαπιστώσουμε ότι θα μας μείνει στο χέρι ο μουντζούρης: το κενό τού είναι, ένα τίποτα που μάλιστα δεν αξίζει τίποτα. Και γιατί δεν αξίζει τίποτε; Γιατί, ακριβώς, το ίδιο το κενό τού είναι δεν αξιώνει να περιβληθεί τη μορφή τού ερωτήματος τής αναγνώρισης τού είναι του. Αντιθέτως, στην περίπτωση τού υποκειμένου, έχουμε να κάνουμε με το τρομακτικό παραλήρημα τού ερωτήματος, που, όπως είδαμε, ανέρχεται στο τίποτα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται το μαρτύριο τής αυτοαναγνώρισής του σε έναν πικρό αστεϊσμό. Κάθε ερώτημα προϋποθέτει και συνεπάγεται μια κλίμακα αξιών («ποια είναι η αξία τής απάντησης;»), και, επομένως, εάν η επεξεργασία ενός ερωτήματος[46] οδηγεί σε ό,τι προϋπήρχε κάθε ερωτήματος (δηλαδή στο «σταχτόμαυρο» τού είναι), τότε η αξία που προκύπτει είναι μηδενική.

Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι, εν πάση περιπτώσει, καλύτερα θα ήταν να κλειδώσει στο συρτάρι του όλα τα ερωτήματα. Μήπως η ανάπαυση, η γαλήνη, η οριστική αποσιώπηση τού βασανιστικού ερωτήματος αναφορικά με την ταυτότητα τού υποκειμένου δεν έγκειται ακριβώς στην ταύτιση του με τον τόπο τού είναι, με το αδιαμφισβήτητο «σταχτόμαυρο»; Γιατί ποιο λόγο πρέπει να θεωρηθεί προτιμότερη η σιωπή τού σημείου εκφοράς τού ερωτήματος από την καθαυτό σιωπή τού είναι, τη σιωπή που, στο πλαίσιο τής αντιδιαλεκτικής ταυτότητας τού είναι, είναι και παραμένει ίδια και απαράλλαχτη;[47] Δεν θα ήταν προτιμότερο για το απηυδισμένο υποκείμενο να εγκαταλείψει την άσκοπη πορεία προς την ταυτότητά του και να επιστρέψει στον τόπο όπου δεν υπάρχουν ερωτήματα;

Ε, αυτό δεν γίνεται. Το ερώτημα, καθόσον αποτελεί μια από τις υποστάσεις τής υποκειμενικής τριάδας, δεν μπορεί να ανακληθεί και, επομένως, θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα. Στο «Κακοϊδωμένο Κακοειπωμένο», ο Μπέκετ επισημαίνει ρητά ότι θα ήταν αδύνατο να επιστρέψουμε σε κάποιο τόπο (ή σε κάποια εποχή), όπου το ερώτημα θα μπορούσε να έχει καταργηθεί:

«Υπήρξε κάποια εποχή όπου μπορεί και να μην είχαν σημασία οι ερωτήσεις; —Όλες τους πεθαμένες· πεθαμένες πριν καλά καλά προλάβουν να βγουν απ’ το αυγό τους. Πριν, πολύ πιο πριν, τότε που δεν είχε σημασία αν θ’ απαντούσες. Τότε που δεν είχε σημασία αν θα μπορούσες ν’ απαντήσεις· αν θα μπορούσες ν’ αδιαφορήσεις. Ωραία θα ’ταν αν το μπορούσες. —Όχι. Ποτέ. Είναι όνειρο. Να τη η απάντηση».

Η ιδέα τής αποδιάρθρωσης τής τριαδικής υποκειμενικής δομής μέσω τής εξάλειψης τού ερωτώντος υποκειμένου αποκλείεται ως ανεφάρμοστη. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην προαιώνια γαλήνη τού σταχτόμαυρου. Δεν υπήρξε ποτέ τόπος ή εποχή όπου «οι ερωτήσεις [θα ήταν] όλες τους πεθαμένες· πεθαμένες πριν καλά καλά προλάβουν να βγουν απ’ το αυγό τους».

Το αδιέξοδο είναι πλήρες. Το ερώτημα τού cogito είναι αβάσταχτο και συνάμα αναπόφευκτο. Μέσα στα στενά πλαίσια τής διαδικασίας τής αυτοαναγνώρισης ο σολιψισμός είναι αναπόδραστος αλλά και μάταιος. Από τη μια μεριά, βλέπουμε ότι η γραφή δεν μπορεί να βρει έρεισμα στον σολιψισμό και, από την άλλη, ότι ο τόπος τού είναι δεν ενδείκνυται για καταφύγιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα κείμενα τού Μπέκετ που ανήκουν στην περίοδο αυτή περιστρέφονται γύρω από το τίποτα. Εκφράζουν, με μεγάλη ενάργεια, το αδιέξοδο — τη μηδενική αξία — τού εν εξελίξει εγχειρήματος. Πρέπει, ωστόσο, να αποσαφηνιστεί ότι τα εν λόγω κείμενα αποτυπώνουν τη διαπίστωση ότι η γραφή είναι εκείνη που δεν έχει να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό και όχι το ότι δεν υπάρχει τίποτε. Ο Μπέκετ δεν ήταν ποτέ μηδενιστής. Επομένως, τα κείμενα αυτά αντανακλούν την αλήθεια μιας συγκεκριμένης κατάστασης, τού αδιεξόδου στο οποίο περιήλθε ο Μπέκετ κατά τα τέλη τής δεκαετίας τού ’50. Η άμεση αυτή εναλλαγή ανάμεσα στην ψυχαναγκαστική χρήση τής ουδέτερης απόχρωσης τού σταχτόμαυρου για την απεικόνιση τού είναι και την καταγραφή τού σισύφειου μαρτυρίου που συνεπάγεται το σολιψιστικό cogito δεν μπορούσε πλέον να αποτελέσει γόνιμη ύλη για τη συγγραφική του παραγωγή.

Ωστόσο, ο Μπέκετ συνέχισε να γράφει, πράγμα που θα μπορούσε βέβαια να αποδοθεί σε κάποιο καπρίτσιο τού συγγραφέα ή στην δουλική προσήλωσή του σε μια αποδεδειγμένα παράλογη εσωτερική προσταγή. Θεωρώ όμως προτιμότερο να εστιάσουμε την προσοχή μας στη νέα προοπτική που διάνοιξαν τα κείμενά του κατά τη μεταβατική περίοδο των αρχών τής δεκαετίας τού ’60, η οποία πιστεύω ότι σηματοδοτεί μια πραγματική διανοητική και καλλιτεχνική μετάλλαξη ή, ακριβέστερα. έναν αναπροσανατολισμό τής σκέψης τού Μπέκετ.

4. Ο αναπροσανατολισμός τής συγγραφικής παραγωγής τού Μπέκετ μετά το 1960

Είναι εντελώς εσφαλμένη η αντίληψη ότι το έργο τού Μπέκετ ακολούθησε μια γραμμική πορεία με βάση τις αρχικές παραμέτρους εντός των οποίων αυτός επέλεξε να κινηθεί. Σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη κριτική προσέγγιση τού έργου του, ο συγγραφέας θα συνεχίσει μέχρι τέλους να βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα στην «απελπισία», στον «μηδενισμό» και στην απώλεια τού νοήματος.

Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, με εργαλείο την πρόζα, ο Μπέκετ επιχείρησε πάντοτε να επεξεργαστεί συγκεκριμένα προβλήματα. Το έργο του δεν αποτελεί έκφραση μιας «αυθόρμητης» μεταφυσικής. Πράγματι, κάθε φορά που το μυθοπλαστικό πλαίσιο που χρησιμοποιούσε αποδεικνυόταν ανεπαρκές για την επίλυση των προβλημάτων που τον απασχολούσαν, ο Μπέκετ δεν δίσταζε να το τροποποιεί, να το αναμορφώνει ή ακόμα και να το απορρίπτει ως άχρηστο.

Κάτι τέτοιο προφανώς συνέβη στα τέλη τής δεκαετίας τού ’50 μετά τη δημοσίευση των «Κειμένων για το τίποτα». Ως ορόσημο όσον αφορά την εντυπωσιακή αλλαγή κατεύθυνσης που παρατηρείται στην συγγραφική διαδικασία που ακολουθεί ο Μπέκετ μπορεί να θεωρηθεί το ελάχιστα γνωστό βιβλίο του με τίτλο «Έτσι όπως είναι/Ν’ αρχίσουμε». Στο κείμενο αυτό εγκαταλείπεται ο μηχανισμός τής απεικόνισης τού μαρτυρίου τού cogito με φόντο το «ουδέτερο» σταχτόμαυρο τού είναι. Ο συγγραφέας δοκιμάζει να χρησιμοποιήσει μια σειρά εντελώς διαφορετικών μοτίβων και κατηγοριών, και ειδικότερα όχι μόνο αυτής τού «συμβάντος» (η οποία, ενώ μεν εμφανίζεται από τα πρώτα ήδη έργα του, χρησιμοποιείται εδώ με διαφορετικό περιεχόμενο), αλλά και αυτών τής ετερότητας, τής συνάντησης και τού Άλλου, που αναδεικνύονται σε κεντρικές θεματικές τού βιβλίου, καθώς μέσω αυτών επιχειρείται ο απεγκλωβισμός από τη σολιψιστική λογική τού cogito.

Προκειμένου να εναρμονιστεί με τις νέες αυτές κατηγορίες τής σκέψης τού Μπέκετ, η αρχιτεκτονική δομή τής γραφής θα υποστεί βαθιές τροποποιήσεις. Έχει ήδη επισημανθεί ότι η περιπλάνηση, η στάση και οι μονόλογοι που εκφωνούνται υπό καθεστώς εξαναγκασμού αποτελούν τις κυρίαρχες εναλλακτικές μορφές που απαντώνται στο πρώιμο έργο τού Μπέκετ. Τα μοτίβα αυτά δίνουν σιγά σιγά τη θέση τους σε αυτό που θα χαρακτήριζα ως «εικαστικό» [figural] ποίημα με αντικείμενο τις «στάσεις» τού υποκειμένου. Η μπεκετιανή πρόζα δεν φαίνεται πλέον ικανή να εκπληρώσει τις συνήθεις λειτουργίες της, δηλαδή τις «μυθιστοριογραφικές» πρακτικές τής αφήγησης και περιγραφής, έστω και με τη σκελετώδη τους μορφή με την οποία αυτές εμφανίζονται στο πρότερο έργο του (δηλαδή, το «σταχτόμαυρο» που περιγράφει αυστηρά και μόνο το είναι και την «περιπλάνηση» που αφηγείται τον εαυτό της). Είναι ακριβώς αυτός ο υποβιβασμός τής σημασίας των συνηθισμένων λειτουργιών τής πρόζας στο μεταγενέστερο έργο τού Μπέκετ που δικαιολογεί την αναφορά μου στον ποιητικό του χαρακτήρα. Όσον αφορά τον εν λόγω «ποιητικό» αναπροσανατολισμό, το ζητούμενο δεν είναι πλέον η η βασανιστική διαδικασία τής ταυτοποίησης ή τής αναγνώρισης τού υποκειμένου, όπως αυτή αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στον μονόλογο τού «Ακατονόμαστου», αλλά μάλλον η απεικόνιση και η καταγραφή των ιδιαιτέρων μορφών τού υποκειμένου, των επιμέρους στάσεων που το υποκείμενο δύναται να διαμορφώσει και να υιοθετήσει. Για την αποτύπωση λοιπόν τού στίγματος τού υποκειμένου, το μάταιο και απατηλό σχήμα τής αέναης αντανάκλασης τού «εγώ» κρίνεται ακατάλληλο και αντικαθίσταται από την παρουσίαση τής πληθώρας των στάσεων και προσανατολισμών που το υποκείμενο δύναται να υιοθετήσει όσον αφορά τις τυχαίες συναντήσεις και συμβάντα που σημαδεύουν τη ζωή του και, γενικότερα, όσον αφορά τη μορφή κάποιου Άλλου που αναδύεται από το σταχτόμαυρο φόντο τού είναι.

Προκειμένου να αναδειχθεί η ασυνέχεια που αντιπροσωπεύουν οι νέες αυτές υποκειμενικές μορφές έναντι τής στερεότυπης και ανιαρής επανάληψης τού «Ιδίου Εγώ», που αδυνατεί να απαλλαγεί από το μαρτύριο τής παραληρηματικής του λογοδιάρροιας, η ροή τής μπεκετιανής πρόζας τεμαχίζεται σε παραγράφους που λειτουργούν πλέον ως μουσικές ενότητες. Επιπλέον, ο θεματικός καμβάς που χρησιμοποιείται για τη νοητική σύλληψη και αποτύπωση τού υποκειμένου συντίθεται από επαναλήψεις των ίδιων φράσεων ενταγμένων, όμως, σε κειμενικά πλαίσια που μεταβάλλονται με αργούς ρυθμούς, την επαναληπτική απεικόνιση συγκεκριμένων εμπειριών και επεισοδίων, από επαναφορές, επιφορές[48] κ.ο.κ.

Κατά τη γνώμη μου, οι μορφικές αυτές μεταβολές αποτελούν ειδοποιό χαρακτηριστικό αυτού που εγώ αποκαλώ «γραφή τού γενολογικού». Από τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η αποτύπωση μιας γενολογικής αλήθειας για την ανθρωπότητα, το αφηγηματικό μοντέλο εμφανίζεται ανεπαρκές, ακόμη και αν αναχθεί στη γραμμική μορφή τής καθαρής περιπλάνησης. Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και για τους σολιψιστικούς «εσωτερικούς» μονολόγους, έστω κι αν μέσω αυτών επιχειρείται η κατασκευή μύθων και μυθοπλασιών. Αλλά και αυτές ακόμα οι συγγραφικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στο «Μολόι» ή στο «Ο Μαλόουν πεθαίνει» και οι οποίες εξακολουθούν να εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με τη λογοτεχνική μέθοδο τού Κάφκα, δεν θα επέτρεπαν στη μπεκετιανή πρόζα να αποκτήσει την απαραίτητη ευλυγισία για την αποτύπωση τού μη-διακρίσιμου αντικειμένου μιας γενολογικής αλήθειας.

Συνεπώς, για την αποτύπωση τής χασματώδους και θραυσματικής υφής τού υποκειμένου θεωρείται πλέον ανεπαρκές το τρίπτυχο «μονόλογος / διάλογος / αφήγηση». Συγχρόνως, όμως, δεν ακριβολογούμε όταν μιλάμε για την «ποιητική» διάσταση των συγκεκριμένων κειμένων τού Μπέκετ. Οι δηλωτικές [affirmatives] λειτουργίες τής ποίησης δεν έχουν [κατά κύριο λόγο] μυθοπλαστικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, προτιμότερη θα ήταν η διατύπωση ότι η τεχνική αυτή τής κατάτμησής τής πρόζας σε παραγράφους υπαγορεύεται από ένα ποίημα, το οποίο ναι μεν παραμένει άδηλο, αλλά συνάμα συνέχει και ενοποιεί τα επιμέρους πεζολογικά στοιχεία τής γραφής τού Μπέκετ. Η επιφάνεια τού κειμένου αποτυπώνει τις θεματικές επαναλήψεις και τον ρυθμό με τον οποίο αυτές εμφανίζονται, αλλά η κρυφή αυτή ποιητική μήτρα είναι εκείνη που κατά βάθος ρυθμίζει και ενοποιεί τη ροή τής [επαν]εμφάνισής τους.

Το άδηλο αυτό ποίημα άλλοτε προσεγγίζει και άλλοτε απομακρύνεται από την επιφάνεια τής πρόζας. Για παράδειγμα, στο κείμενο με τίτλο «Χωρίς/Ελαττονότητα» είναι σχεδόν ορατό, ενώ στο «Φαντασία νεκρή φαντάσου» μοιάζει κρυμμένο στα βάθη τού κειμένου. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση παρατηρείται κάποιου είδους ανατροπή ή υπονόμευση τής συνήθους μυθοπλαστικής λειτουργίας τής πρόζας προς όφελος ενός άδηλου ποιήματος που δεν αποτυπώνεται ποτέ πλήρως στην επιφάνεια τού κειμένου. Από τη δεκαετία τού ’60 και μετά ο Μπέκετ προσπαθεί, διατηρώντας αρκετές επιφυλάξεις και χωρίς να παραβιάζει ανοιχτά τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις, να τελειοποιήσει τον ανατρεπτικό αυτόν μηχανισμό, που κρίνεται ως ο μόνος κατάλληλος για την αποτύπωση τού νέου γενολογικού προσανατολισμού τής γραφής του.

Τοποθετούμενοι σε ένα γενικότερο επίπεδο, θα επισημαίναμε ότι, ενώ αρχικά η γραφή τού Μπέκετ ενσάρκωνε ένα σχέδιο που περιστρεφόταν γύρω από τη «Μονάδα» (υπό την έννοια τής αμετακίνητης προσήλωσής του στη θεματική τής ατέλειωτης περιπλάνησης και τού αδιάκοπου μονολόγου), στη συνέχεια καταπιάνεται με τη γονιμότερη θεματική τής «Δυάδας», η οποία ανοίγει τον δρόμο για το Άπειρο. Αυτή η ύστερη ανακάλυψη τού πολλαπλού θα οδηγήσει σε μια σειρά από υποθέσεις και κατασκευές με οιονεί κοσμολογικό χαρακτήρα, οι οποίες αντιμετωπίζονται, ως προς τη γλωσσική-γραφική τους αντικειμενικότητα, ως συγκεκριμένες καταστάσεις και όχι ως απλές εικασίες. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια μετάβαση από έναν μυθοπλαστικό μηχανισμό που προορίζεται για την κατασκευή δυνητικά αλληγορικών αφηγημάτων σε έναν ημι-ποιητικό μηχανισμό που εστιάζεται στην κατασκευή καταστάσεων με σκοπό την απαρίθμηση των καλοτυχιών ή των κακοτυχιών που περιμένουν το υποκείμενο.

Όσον αφορά τώρα το ζήτημα τού Άλλου, το νέο συγγραφικό σχέδιο τού Μπέκετ ταλαντεύεται ανάμεσα στην καταγραφή αποτυχημένων αποπειρών και τη διατύπωση ουσιαστικών διδαγμάτων στα οποία καταλήγει μετά από κοπιώδεις προσπάθειες. Ως εκ τούτου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, πίσω από το σημαίνον «ευτυχία», που χρησιμοποιείται — ενίοτε με ειρωνικό τρόπο, χωρίς όμως έτσι να αναιρείται το περιεχόμενό του — σε κείμενα όπως το «Αρκετά», «Ω, τι ωραίες μέρες!» ή το «Κακοϊδωμένο κακοειπωμένο», κυρίαρχη είναι η θετική χροιά, ενώ αντιθέτως στην πορεία τού κειμένου με τίτλο «Συντροφιά», που τελειώνει με τη λέξη «μόνος», βλέπουμε να καταρρέει, μέσα στο υπέροχο σκοτάδι τής νύχτας, το ψευδοαφήγημα μιας συνάντησης. Αλλά ακόμα και αυτή η αμφιταλάντευση εξυπηρετεί εν τέλει το εγχείρημα τής απελευθέρωσης από τη φυλακή τού cogito. Πράγματι, το μεταγενέστερο έργο τού Μπέκετ καλωσορίζει το «τυχαίο», που άλλωστε μπορεί να οδηγήσει τόσο στην επιτυχία όσο και στην αποτυχία, στη συνάντηση με την ετερότητα ή και στην απόλυτη μοναξιά. Το «τυχαίο» λειτουργεί, εν μέρει τουλάχιστον, ως αντίδοτο έναντι τού υπόρρητου σχήματος τού μοιραίου προκαθορισμού, που προφανώς παραμένει ενεργό στην περίοδο που εκτείνεται από το «Γουότ» μέχρι τη δημοσίευση τού «Έτσι όπως είναι».

Σχετικά με την απόρριψη τού σχήματος τού προκαθορισμού και την αποδοχή τής πιθανότητας να υπάρξει κάτι επιπλέον από ό,τι ήδη υπάρχει, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει κάποιες πρώιμες ενδείξεις κάθε φορά που τα παλαιότερα κείμενα τού Μπέκετ παραπέμπουν σιωπηρά στο εν λόγω σχήμα. Θυμίζω για παράδειγμα τη στιγμή που ο Μολόι λέει: «Είμαστε ό,τι είμαστε, εν μέρει τουλάχιστον». Η επιφύλαξη που εκφράζεται με το «εν μέρει» έχει το νόημα τής αναγνώρισης τής δυνατότητας ύπαρξης ενός σημείου μη-ταυτότητας με τον εαυτό, ενός τόπου όπου ελλοχεύει το ρίσκο μιας υποκειμενικής ελευθερίας. Αυτή η μερική αναγνώριση προαναγγέλλει την ακόλουθη διατύπωση που συναντάται στο «Αρκετά»: «Στείρα[49] γη, αλλά όχι πλήρως». Πρόκειται για τη χάραξη ενός σημαδιού πάνω στην επιφάνεια τού είναι, το οποίο λειτουργεί ως εξαίρεση από το καθεστώς τής άγονης ουδετερότητας τού «σταχτόμαυρου». Χρησιμοποιώντας μια λακανική έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε πράγματι με την αποδοχή τής λογικής τού μη-όλου τόσο όσον αφορά την ταύτιση με τον εαυτό, που ο λόγος προσπαθεί απεγνωσμένα να εντοπίσει μέσα στο σταχτόμαυρο τού είναι, όσο και σε σχέση με τη «στειρότητα» τής γης.

Τι όμως είναι αυτό το σημάδι, αυτή η χαρακιά που αυλακώνει την «ολότητα» τού είναι και τού εαυτού; Τι ακριβώς εμφανίζεται εκεί; Τι είναι αυτό που συνιστά το μη-όλο τού υποκειμένου και συγχρόνως το πλεόνασμα χάριτος που έρχεται να προστεθεί στο μονότονο σκηνικό τού είναι; Πρόκειται ακριβώς για το ζήτημα τού συμβάντος. Εκείνο που προέχει δεν είναι πλέον το ερώτημα που αφορά το «ὂν ᾗ ὂν» ή τη δυνατότητα τού υποκειμένου, που πέφτει θύμα τής ίδιας του τής φωνής, να ξαναβρεί την σιωπηρή του ταυτότητα, αλλά το ερώτημα «Συμβαίνει κάτι;» ή καλύτερα «Μπορεί κάποιος να δώσει ένα όνομα σε κάτι που εμφανίζεται απροσδόκητα, σε κάποιο αναπάντεχο συμβάν που “απο-ολοποιεί” το είναι και το οποίο λυτρώνει το υποκείμενο από τον προκαθορισμό τής ταυτότητάς του;»

5. Συμβάν, σημασία, ονοματοδοσία

Η διερεύνηση τού ζητήματος τού συμβάντος, δηλαδή τής δυνατότητας να καταστεί το συμβάν ως τέτοιο αντικείμενο σκέψης, είναι κυρίαρχο στοιχείο των πρωτολείων κειμένων τού Μπέκετ. Η θεματική αυτή, κατέχει, για παράδειγμα, κεντρική θέση στο «Γουότ», που γράφτηκε στη δεκαετία τού ’40. Ωστόσο, η συγκεκριμένη θεματική παραγκωνίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα μεταγενέστερα έργα στα οποία οφείλει τη φήμη του ο Μπέκετ και, πιο συγκεκριμένα, στο θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό», καθώς και στην τριλογία που απαρτίζεται από τον «Μολόι», το «Μαλόουν πεθαίνει» και τον «Ακατονόμαστο». Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τα εν λόγω κείμενα είναι ότι, σε τελική ανάλυση, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε πέρα από την άγονη αναμονή κάποιου συμβάντος. Ο Γκοντό, που τελικά δεν έρχεται, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο από την την υπόσχεση τού ερχομού του. Εν προκειμένω, το συμβάν επιτελεί την ίδια λειτουργία με τη «γυναίκα» στο έργο τού Κλοντέλ: είναι μια υπόσχεση που δεν μπορεί να τηρηθεί.

Αντιθέτως, στο «Γουότ» ο συγγραφέας θέτει σε πρώτο πλάνο το ζήτημα των «περιστατικών», όπως τα αποκαλεί ο ήρωας τού κειμένου. Πρόκειται για μια σειρά γεγονότων που στο βιβλίο περιγράφονται ως απολύτως πραγματικά.

Στο «Γουότ» συναντάμε επίσης έναν δομικό αλληγορικό τόπο που παρουσιάζεται ως προαιώνιος και αμετάβλητος. Πρόκειται για το σπίτι τού κ. Νοτ (τού κ. Κόμπου ή τού κ. Κομποδεμένου), που συμβολίζει το είναι ως Ολότητα και ως Νόμο:

« … στο σπίτι τού κ. Νοτ τίποτε δεν μπορούσε να προστεθεί και τίποτα να αφαιρεθεί· ως προς τα ουσιώδη, όπως ήταν στην αρχή, έτσι ήταν και τότε κι έτσι θα είναι μέχρι τον αιώνα τον άπαντα· κι αυτό γιατί, ανά πάσα στιγμή, κάθε σημαντική παρουσία — και στο σπίτι τού κ. Νοτ κάθε παρουσία είχε νόημα, ακόμα κι όταν κανείς δεν μπορούσε να πει ποιο ήταν αυτό — συνεπαγόταν την ίδια ακριβώς παρουσία στο διηνεκές».

Στο σπίτι τού κ. Νοτ η παρουσία και το νόημα δένονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να είναι αδιανόητη κάθε παραβίαση τής δομικής του υπόστασης είτε υπό τη μορφή προσθήκης είτε υπό μορφή αφαίρεσης κάποιου στοιχείου του. Το μόνο που επιτρέπεται είναι ο αναστοχασμός γύρω από τον Νόμο[50] τής αμεταβλητότητας τού δεδομένου τόπου τού είναι. Έτσι επιτρεπτά θεωρούνται τα ερωτήματα τής μορφής: «Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα των λειτουργιών που εκτελούνται στο συγκεκριμένο σπίτι; Σε ποιο χώρο βρίσκεται ο κ. Νοτ μια δεδομένη στιγμή; Στον κήπο ή στα πάνω πατώματα;» Πρόκειται για ερωτήματα που αφορούν την καθαρή «επιστημονική» γνώση τού συγκεκριμένου τόπου και με τα οποία δίνεται ένα επίχρισμα ορθολογικότητας στην υιοθέτηση μίας στάσης αναμονής για την έλευση τού κ. Νοτ.

Πέρα όμως από τον νόμο τού είναι και τής (αμφιβόλου αξίας) «επιστήμης» που του αντιστοιχεί, τίθεται και το ζήτημα των «περιστατικών», τα οποία ακριβώς θα ξυπνήσουν το διανοητικό πάθος τού Γουότ.[51] Για την περιγραφή τους ο Μπέκετ χρησιμοποιεί την ακόλουθη εντυπωσιακή διατύπωση: «λαμπρά ως προς την μορφική τους καθαρότητα και με ανεξήγητο περιεχόμενο». Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων από αυτά μπορούμε να αναφέρουμε την επίσκεψη ενός κουρδιστή πιάνου, ο οποίος συνοδεύεται από τον γιο του, καθώς και τη ρίψη σκουπιδιών στο κατώφλι τού σπιτιού, τα οποία προορίζονται για το τάισμα σκυλιών, των οποίων η προέλευση αποτελεί επίσης «ανεξιχνίαστο» μυστήριο.

Η σκέψη τού Γουότ διεγείρεται από την αντίφαση που υφίσταται μεταξύ αφενός τής λαμπρότητας τής μορφής τους και αφετέρου τής ερμητικότητας τού περιεχομένου τους, τής απομόνωσης από το περιβάλλον εμφάνισής τους και τού εξαιρετικού τους χαρακτήρα. Η επίμονη προσπάθειά του να διατυπώσει υποθέσεις αναφορικά με το «σκοτεινό» τους περιεχόμενο είναι αυτό που αφυπνίζει τον νου του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την υποβολή τού cogito στο βασανιστικό μαρτύριο τής ίδιας του τής φωνής, αλλά με την διατύπωση εκτιμήσεων και τη διενέργεια υπολογισμών με σκοπό την ανασύνθεση των εν λόγω περιστατικών, ούτως ώστε το περιεχόμενό τους να συνδυαστεί αρμονικά με την καθαρότητα τής μορφής τους.

Ωστόσο, αυτή η γραμμή έρευνας προσκρούει σε ένα εμπόδιο που ο Μπέκετ δεν κατόρθωσε να προσπελάσει παρά μόνο πολύ αργότερα. Οι υποθέσεις που διατυπώνει ο Γουότ αναφορικά με τα εν λόγω «περιστατικά» παραμένουν δέσμιες μιας προβληματικής που περιστρέφεται γύρω από το νόημα. Επομένως, έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με ένα εγχείρημα ερμηνευτικού τύπου, όπου το ζητούμενο είναι, στο πλαίσιο μιας αξιόπιστης ερμηνευτικής διαδικασίας, να συσχετιστεί και να εναρμονιστεί το περιεχόμενο αυτών των «περιστατικών» με το σύμπαν των ήδη καθιερωμένων σημασιών. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, όπου ιεραρχούνται οι δυνατότητες που έχει στη διάθεσή του ο Γουότ ως ερμηνευτής των εν λόγω περιστατικών:

«…η σημασία που απέδιδε ο Γουότ σε αυτού τού τύπου τα περιστατικά, στο πλαίσιο των σχέσεων στις οποίες εμπλεκόταν, ταυτιζόταν άλλοτε με το αρχικό ξεχασμένο τους νόημα, το οποίο ανακάλυπτε ξανά, άλλοτε με ένα νόημα εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχαν αρχικά και άλλοτε με ένα νόημα που προέκυπτε, με λιγότερο ή περισσότερο κόπο και με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση, από την αρχική απουσία νοήματος».

Ο ερμηνευτής διαθέτει, συνεπώς, τρεις δυνατότητες. Αν υποθέσει ότι το περιστατικό είχε εξαρχής κάποιο νόημα, τότε μπορεί να επιχειρήσει να εντοπίσει το νόημα αυτό ή, εναλλακτικά, να επιλέξει μεταξύ των καθιερωμένων νοημάτων κάποιο που να διαφέρει από το αρχικό. Και αν επιπλέον κρίνει ότι το περιστατικό στερούνταν εξαρχής κάθε νοήματος, τότε μπορεί κάλλιστα να επιχειρήσει να του δώσει ένα δικό του νόημα. Εννοείται ότι η τρίτη εναλλακτική επιλογή ή διαδικασία, που στηρίζεται στην υπόθεση ότι το περιστατικό στερούνταν κάθε σημασίας και, επομένως, ότι ήταν πραγματικά αποκομμένο από το κλειστό σύμπαν των καθιερωμένων σημασιών (όπως αυτό συμβολίζεται από το σπίτι τού κ. Νοτ), είναι η μόνη που μπορεί να αποτελέσει διαρκές[52] ερέθισμα για περαιτέρω προβληματισμό, διότι ακριβώς βάζει το μυαλό να δουλέψει.[53] Βέβαια, αν αυτό είναι όλο, αν δηλαδή το καθήκον τού Γουότ, ως ερμηνευτή, δεν έγκειται παρά στην εύρεση και απόδοση νοήματος, τότε είναι αδύνατο να ξεφύγει από τη φυλακή τής σημασίας, που εν προκειμένω λειτουργεί ως νόμος και ως προσταγή. Εν τέλει, το μόνο που καταφέρνει ο ερμηνευτής είναι να επανεισάγει το περιστατικό στο σύμπαν των καθιερωμένων σημασιών από το οποίο είχε απομακρυνθεί, δηλαδή να το συνταιριάξει με τα τελούμενα στο σπίτι τού κ. Νοτ. Επομένως, στον κειμενικό κόσμο τού «Γουότ», παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμβαίνει κάτι· αλλά, αμέσως μόλις πέσει στην απόχη τού ερμηνευτή, αυτό που συμβαίνει αποβάλλει τον χαρακτήρα του ως παραπληρώματος τού είναι, ως ρήγματος στο σύμπαν που συνιστά το σπίτι τού κ. Νοτ.

Ξεκινώντας με το θεατρικό του έργο «Τέλος τού Παιχνιδιού», ο Μπέκετ θα επιχειρήσει να εξαλείψει κάθε, έστω και επινοηµένη, σχέση υπαγωγής τού συμβάντος στο σύμπαν των σημασιών. Υιοθετεί στο εξής την υπόθεση ότι από την παραδοχή τής ύπαρξης ενός συμβάντος δεν μπορεί να προκύψει καμία υποχρέωση συμμόρφωσης με την επιταγή ανεύρεσης τού νοήματός του:

Χαμ: Τι τρέχει;
Κλοβ: Κάτι δείχνει να παίρνει το δρόμο του.
Χαμ: Ρε, Κλοβ;
Κλοβ: Τι είναι;
Χαμ: Ρε, συ, λες να αρχίσαμε να σημαίνουμε τίποτα;
Κλοβ: Να σημαίνουμε; Ποιοι; Εμείς; Α, καλά τώρα μας κούφανες!

Εν τέλει, ο Μπέκετ θα εγκαταλείψει το αρχικό του εγχείρημα, που προσανατολιζόταν στον εντοπισμό τού συμβάντος στο πλαίσιο τού δικτύου των διαθέσιμων σημασιών, προς όφελος μιας διαφορετικής διαδικασίας, η οποία δεν είναι άλλη από αυτή τής ονοματοδοσίας. Ως ριψοκίνδυνη διαδικασία παραπλήρωσης τού είναι, η ονοματοδοσία δεν αναζητεί κανένα νόημα, αντιθέτως προσπαθεί να ανασύρει κάποιο επινοημένο όνομα από το κενό, δηλαδή από το χάσμα που ανοίγει το ίδιο το συμβάν στο σύμπαν των καθιερωμένων σημασιών. Επομένως, η ερμηνεία δίνει τη θέση της σε ένα είδους ονοματοποίησης [poétique nominale], όπου το ζητούμενο πλέον είναι η «απαθανάτιση» τού φευγαλέου «περιστατικού», η γλωσσική αποτύπωση ενός ίχνους που να παραπέμπει στο γεγονός τής αποκοπής τού συμβάντος από το δίκτυο των σημασιών.

Η ποιητική τής ονοματοδοσίας αποκτά κεντρική σημασία στο «Κακοϊδωμένο κακοειπωμένο», όπως, εξάλλου, φαίνεται και από τον τίτλο του. Τι άλλο νόημα μπορεί να έχει ο προσδιορισμός «κακοϊδωμένο» εκτός από το ότι το συμβάν κείται κατ’ αρχήν εκτός τού πεδίου ισχύος των νόμων τής ορατότητας ενός τόπου τού είναι; Αν συμβαίνει πραγματικά κάτι, τότε αυτό που συμβαίνει δεν μπορεί να είναι «καλά ιδωμένο» — ή, ακόμα καλύτερα, είναι αδύνατο να ιδωθεί με καλό μάτι. Το «καλά ιδωμένο» θα είναι πάντα αυτό που θα συνταιριάζεται με το σταχτόμαυρο τού είναι· πράγμα που συνεπάγεται ότι θα στερείται των γνωρισμάτων τής απομόνωσης και τού αιφνιδιασμού που χαρακτηρίζουν το συμβάν. Επιπλέον, είναι προφανές ότι το «καλώς λέγειν» αναφέρεται στο συνολικό πεδίο των καθιερωμένων σημασιών. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως καταφέρνουμε να βρούμε ένα όνομα για το «άσχημα ιδωμένο», να βρούμε δηλαδή κάποιο όνομα που να αποτυπώνει το συμβάν ως τέτοιο,[54] τότε το όνομα αυτό θα πρέπει να διαφεύγει από την έλξη τού πεδίου των σημασιών που προσδίδονται στη μονοτονία τού σταχτόμαυρου τόπου τού είναι και, ως εκ τούτου, θα εμπίπτει υποχρεωτικά στο πεδίο τού «κακώς λέγειν». Συνεπώς, με τη φράση «κακοϊδωμένο κακοειπωμένο» νοείται η αντιστοιχία που μπορεί να επιτευχθεί ανάμεσα σε κάτι που εξαιρείται τού πεδίου τού ορατού (το «άσχημα ιδωμένο») και σε κάτι που εξαιρείται τού πεδίου των καθιερωμένων σημασιών (το «άσχημα ειπωμένο»). Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το συνταίριασμα ενός συμβάντος με την ποιητική τού ονόματός του.

Το κρίσιμο απόσπασμα έχει ως εξής:

«Κατά την οπτική επιθεώρηση ξαφνικά ένας θόρυβος. Παρά την έκπληξη το βλέμμα συνεχίζει να επιθεωρεί, αλλά ο νους ξυπνάει στο μεταξύ. Πώς να εξηγηθεί; Κι αν πεις πως δεν είναι ώρα γι’ αυτό, τότε πώς να ειπωθεί; Πίσω, πολύ πίσω, στο βάθος τού ματιού η έρευνα αρχίζει. Ατονεί, ό, τι κι αν ήταν, το συμβάν στο μεταξύ· και να το πετιέται απ’ την αρχή. Ξάφνου το (όχι και τόσο) κοινό[55] “σώριασμα”·[56] όνομα, που, λίγο μετά, θα επιταθεί, ή ίσως μετριαστεί, με το αδόκιμο “νωχελικό”. “Νωχελικό σώριασμα”. Ένα κι ένα, δύο. Μακριά από το βλέμμα π’ ακόμ’ αγωνιά μια αχτίδα ελπίδας. Πώς, χάρη σε τι; Απ’ την ασήμαντη αυτή αφορμή».

Το απόσπασμα μιλάει από μόνο του. Η «οπτική επιθεώρηση», που μάλιστα παρουσιάζεται ως μαρτύριο («το βλέμμα αγωνιά»), αντιστοιχίζεται με την ορατότητα και το «καλά ιδωμένο». Παρά τη βασανιστική αυτή υποταγή στον νόμο τού τόπου, ακούγεται «ξαφνικά» (όπως άλλωστε αρμόζει στη διαδικασία τής συμβαντικής παραπλήρωσης) «ένας θόρυβος». Ο απομονωμένος αυτός θόρυβος, ο οποίος ξεχωρίζει χάρη στην καθαρότητα τής μορφής του, αντιστοιχεί στο «έκτοπο». Όσον αφορά το «βλέμμα που επιθεωρεί», ο θόρυβος είναι «εκτός πεδίου ορατότητας» και, επομένως, είναι δυσδιάκριτος («άσχημα ιδωμένος»). Το πρόβλημα πλέον είναι να βρούμε κάποιο όνομα που να του ταιριάζει. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Μπέκετ απορρίπτει τη — φαινομενικά φιλόδοξη, αλλά στην πραγματικότητα περιοριστική — υπόθεση ότι η εξήγηση τού συμβάντος-θορύβου θα συνίστατο στη σωστή εκφορά [un bien-dire] τού «άσχημα ιδωμένου».

Με το παράδοξο ονοματικό σύνταγμα «νωχελικό σώριασμα», που περιλαμβάνει ένα «όχι και τόσο κοινό» όνομα και έναν «αδόκιμο» προσδιορισμό, ο Μπέκετ αφήνει να εννοηθεί ότι το όνομα τού συμβάντος συνιστά ποιητική επινόηση. Το όνομα προβάλλει μέσα από το κενό τής γλώσσας ως κάτι που είναι μεν «άσχημα ειπωμένο», αλλά συγχρόνως αρμόζει στο «άσχημα ιδωμένο» τού θορύβου.

Όμως, ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το ότι, σύμφωνα με το απόσπασμα, είναι δυνατόν να εμφανιστεί μια «αχτίδα ελπίδας» υπό έναν και μόνον όρο: τη χρησιμοποίηση τής φράσης «νωχελικό σώριασμα» για την περιγραφή τού αιφνιδιασμού που προκαλεί το άκουσμα τού θορύβου· δηλαδή, τη χρησιμοποίηση μιας φράσης που να λειτουργεί ως «ποιητικό» στοίχημα αναφορικά με το «άσχημα ιδωμένο».

Αλλά, τι είδους ελπίδα είναι αυτή; Είναι ακριβώς η ελπίδα να γεννηθεί μια αλήθεια, που θα προϋποθέτει την ονοματοδοσία ενός φευγαλέου συμβάντος και η οποία θα αφήνει το αποτύπωμά της πάνω στη σταχτόμαυρη επιφάνεια τού είναι. Πρόκειται ουσιαστικά για μια στιγμή χάριτος («Πώς, χάρη σε τι; Απ’ την ασήμαντη αυτή αφορμή»). Μια αλήθεια δεν μπορεί να να γεννηθεί αλλιώς, παρά μόνο μέσω μιας πράξης ονοματοδοσίας με την οποία θα αντιστοιχίζεται ένα «ποιητικό» όνομα, ένα όνομα χωρίς σημασία, σε ένα χωριστό παραπλήρωμα [τού είναι], που μπορεί μεν να φαίνεται σκοτεινό και να προσδιορίζεται ως «άσχημα ιδωμένο», πλην όμως θα είναι «λαμπρό ως προς την μορφική του καθαρότητα», καθώς θα διαχωρίζεται από το σταχτόμαυρο τού είναι.

Έτσι, διανοίγεται το πεδίο για την εμφάνιση μιας διαδικασίας αλήθειας. Λόγω μάλιστα τής χωριστής του προέλευσης, το πεδίο αυτό δίνει υπόσταση στην ετερότητα. Η ονοματοδοσία διαφυλάττει το ίχνος ενός «Άλλως-είναι» [=ενός Άλλου-από-το-είναι], που είναι συγχρόνως και κάτι άλλο από τον «εαυτό».

Επιπλέον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, με γνώμονα δηλαδή την ελπίδα που κομίζει η οντολογική ετερότητα — το αποτύπωμα που αφήνει η δύσοπτος αστραπή τού συμβάντος πάνω στο είναι — το υποκείμενο μπορεί πλέον να αποσείσει τα δεσμά τής φυλακής τής συνείδησής του, επωμιζόμενο το ρίσκο τού Άλλου και των ποικίλων μορφών εμφάνισής του.

6. Μορφές τού υποκειμένου και τύποι τής εμφυλοποίησης

Από τη δεκαετία τού ’60 και μετά ο Μπέκετ ασχολείται συστηματικά με τη μυθιστορηματική απεικόνιση των μορφών τού υποκειμένου. Τα σημαντικότερα έργα αυτής τής περιόδου είναι το «Έτσι όπως είναι» [1961] και οι «Ερημωμένοι/Απολωλότες», που δημοσιεύτηκε το 1970, τα οποία μάλιστα εμφανίζουν έντονα «στρουκτουραλιστικό» χαρακτήρα.

Και στα δύο αυτά κείμενα αναπαρίστανται αφηρημένοι τόποι που δεν παραπέμπουν σε καμία από τις παραδεδεγμένες μορφές τού αισθητού. Ο αναγνώστης δεν συναντά πλέον ούτε τα δάση και τα ανθόσπαρτα λιβάδια τής περιπλάνησης, αλλά ούτε και τα ερμητικά δωμάτια που θυμίζουν ψυχιατρείο. Οι οµοιογενείς χώροι που απεικονίζονται στα εν λόγω κείμενα μοιάζουν να είναι ειδικά διευθετημένοι και η γενική εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι πρόκειται για τόπους οι οποίοι ανταποκρίνονται σε αυστηρές παραμέτρους και κανόνες, που δημιουργούν τις συνθήκες για μια «ακριβή επιστήμη». Οι χώροι αυτοί, που, όπως φαίνεται, έχουν οικοδομηθεί με βάση κάποιο κώδικα, στο πρότυπο μιας κοσμολογίας που λειτουργεί ως πασπαρτού, παραπέμπουν στην Κόλαση τού Δάντη. Λόγω ακριβώς τής γυμνότητάς τους, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εστιάσει την προσοχή του στις μορφικές κατασκευές που έχουν ως θέμα τους το υποκείμενο.

Ο τόπος των «Ερημωμένων» είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από καουτσούκ, όπου οι αυξομειώσεις τής θερμοκρασίας, τού φωτισμού και τής έντασης των ήχων υπόκεινται σε αυστηρούς νόμους, οι οποίοι είναι μεν εμπειρικά παρατηρήσιμοι, αλλά των οποίων το εννοιολογικό περιεχόμενο είναι ανεξακρίβωτο. Πρόκειται για ένα απλό «καθαρό» σύμπαν. Η κλειστότητα και η νομοτέλεια είναι τα μόνα ειδοποιά του γνωρίσματα. Εκεί μέσα ζει ένας λαός νάνων που το μόνο που τους απασχολεί είναι η συμμόρφωση προς μια ιδιότυπη κατηγορική επιταγή: να ξαναβρούν το χαμένο έτερόν τους ήμισυ. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στον «Ακατονόμαστο», η βασανιστική προσταγή δεν αφορά πλέον την αναγνώριση τού εαυτού, τη γλωσσική εκφορά ή την ταυτοποίηση τού καθαρού σημείου τής σιωπής απ’ όπου πηγάζει ο λόγος, αλλά την αναζήτηση τού Έτερου που αντιστοιχεί στον καθένα από τους νάνους, όπως επισημαίνεται στην αρχή τής ιστορίας («Τόπος περιπλανώμενων σωμάτων που καθένα τους γυρεύει το χαμένο άλλο του μισό»).

Ο «απολωλός» [dépeupleur], που αντιστοιχεί σε κάθε έναν από τους κατοίκους τού κυλίνδρου, είναι, επομένως, αυτός που κάνει κάθε νάνο να ξεχωρίζει από το ανώνυμο πλήθος τού περιπλανώμενου λαού των «αναζητητών». Ο όρος «απολωλός» αναφέρεται στο καθήκον τής ανεύρεσης τού εαυτού μέσα από τη συνάντηση με τον απολωλότα που αντιστοιχεί σε κάθε νάνο. Η διαρκής αναζήτηση τού άλλου λαμβάνει ποικίλες μορφές, τις οποίες ο Μπέκετ περιγράφει με σχολαστικότητα. Έτσι βλέπουμε τους νάνους να αλωνίζουν το εσωτερικό τού κυλίνδρου, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σκάλες ψάχνοντας τον «απολολωλότα» τους στις εσοχές που έχουν διαμορφωθεί στα τοιχώματα κ.ο.κ. Παρά την πολυπλοκότητα τής όλης διαδικασίας, μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να διακρίνουμε τέσσερις μορφές αναζήτησης, που αντιστοιχούν σε τέσσερις μορφές τού υποκείμενου, δηλαδή σε τέσσερις στάσεις που είναι δυνατόν να υιοθετηθούν από τον «καθέναν» που αναζητεί το χαμένο άλλο του μισό.

Σε γενικές γραμμές, η διάκριση των υποκειμενικών μορφών γίνεται με βάση δύο κριτήρια. Το πρώτο διαφοροποιεί τους «αναζητητές» από εκείνους που έπαψαν οριστικά να αναζητούν τον «απολολωλότα» τους. Με άλλα λόγια, το εν λόγω κριτήριο διακρίνει ανάμεσα σε όσους κανονίζουν τη ζωή τους αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με την κατηγορική επιταγή τής αναζήτησης και σε εκείνους που αρνούνται πλέον να συμμορφωθούν με αυτή την επιταγή· πράγμα που σημαίνει, επιπλέον, ότι οι τελευταίοι έχουν απαρνηθεί οριστικά την επιθυμία τους, καθώς η αναζήτηση τού χαμένου άλλου είναι η μόνη δυνατή μορφή που μπορεί να λάβει η «επιθυμία» στον κόσμο των νάνων. Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή κατηγορία νάνων, τους οποίους ο Μπέκετ αποκαλεί «ηττημένους», θα λέγαμε ότι πρόκειται για εκείνους που έχουν απελπιστεί να ψάχνουν. Ας υπογραμμιστεί εδώ ότι ο όρος «ηττημένοι» δεν έχει το νόημα τής ήττας ή τής κατατρόπωσης από κάποιον αντίπαλο, αλλά το νόημα τής απάρνησης τού άλλου.

Το δεύτερο κριτήριο παραπέμπει στις πλατωνικές κατηγορίες τής στάσης και τής κίνησης, που, όπως έχω επισημάνει, παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη σκέψη τού Μπέκετ. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, έχουμε εκείνους που γυροφέρνουν ασταμάτητα, εκείνους που σταματούν αραιά και που, εκείνους που σταματούν συχνά και τέλος εκείνους που δεν κινούνται καθόλου.

Με βάση αυτά τα κριτήρια προκύπτουν οι εξής κατηγορίες υποκειμένων:

α) Οι νομάδες (ή, σύμφωνα με την ορολογία τού Μπέκετ, οι «αρχικά ζωντανοί»)· πρόκειται, δηλαδή, για εκείνους που κυκλοφορούν αδιάκοπα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, για παράδειγμα, τα «μωρά», που, γαντζωμένα στην πλάτη τής μάνας τους, κινούνται χωρίς ποτέ να σταματούν. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι «μάνες» τους, που επίσης περιπλανιούνται χωρίς να παίρνουν ανάσα.

β) Εκείνοι που κάποιες φορές σταματούν να «ξαποστάσουν».

γ) Οι νάνοι που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σταμάτησαν να περιπλανιούνται ή που έχουν ακινητοποιηθεί οριστικά, με την σημαντική όμως διαφορά ότι εξακολουθούν να αναζητούν με το βλέμμα το χαμένο άλλο τους μισό. Το σώμα τους είναι ακίνητο, αλλά τα μάτια τους κινούνται διαρκώς προς κάθε κατεύθυνση.

δ) Τέλος, οι «ηττημένοι», εκείνοι που έχουν απελπιστεί να ψάχνουν.

Όσοι διέκοψαν οριστικά ή για κάποιο χρονικό διάστημα την περιπλάνησή τους χαρακτηρίζονται με το επίθετο «καθιστοί». Η σωρευτική εφαρμογή τού κριτηρίου τής προσταγής (τής «αναζήτησης») και τής κίνησης επιτρέπει τη διάκριση ανάμεσα σε δύο ακραίες περιπτώσεις, ανάμεσα δηλαδή στους «απόλυτα ζωντανούς» νομάδες [μωρά/μάνες] και τους «ηττημένους». Μεταξύ των δύο ακραίων αυτών περιπτώσεων βρίσκονται οι νάνοι που έχουν, ολικά ή μερικά, υιοθετήσει τον «καθιστικό» τρόπο ζωής.

Η γενική αρχή στην οποία στηρίζεται η διάκριση των μορφών τού υποκειμένου είναι η εξής: δεδομένου ότι ο νόμος τής επιθυμίας συνίσταται στην αναζήτηση και εύρεση των απολωλότων, η οποιαδήποτε διακοπή τής αναζήτησης ενέχει το στοιχείο τής μη αναστρεψιμότητας,[57] καθώς συνεπάγεται την επίσπευση τής στιγμής τού θανάτου. Η εγκατάλειψη τής κατηγορηματικής επιταγής αντιπροσωπεύει ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Όσοι σταματούν τη περιπλάνησή τους εισέρχονται στο καθιστικό στάδιο τής ζωής τους και, στη συνέχεια, στο στάδιο τής ήττας.

Τα παραπάνω ισχύουν υπό το πρίσμα τής «ζωής», υπό το πρίσμα τής υποχρέωσης αναζήτησης των απολωλότων. Ωστόσο, αν δούμε τα πράγματα υπό το πρίσμα τού κριτηρίου τής «καθιστικότητας», οι δυνατότητες που διαθέτουν οι νάνοι κυμαίνονται από τη μερική μέχρι την πλήρη ακινησία. Επιπλέον, στον κόσμο των νάνων μπορεί να συμβεί και το εξής «θαύμα»: η επιστροφή ενός ηττημένου στην αρένα τής αναζήτησης. Πρόκειται για σπάνιες, εξαιρετικές περιπτώσεις, τόσο σπάνιες που δεν συμβαίνουν σχεδόν ποτέ, αλλά οι οποίες μαρτυρούν την παράδοξη αισιοδοξία που διακρίνει τον Μπέκετ. Εν προκειμένω, έχουμε ένα κειμενικό σχήμα συστροφής, όπου είναι έκδηλο το στοιχείο τής περιπέτειας, τής απροσδόκητης τροπής. Η εγκατάλειψη τής επιταγής είναι κάτι το μη αναστρέψιμο, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τις συνέπειες (ή την «τιμωρία») που επιφέρει αυτή η ήττα. Η απαθής αδράνεια που χαρακτηρίζει την «καθιστική» φάση τής ζωής των νάνων είναι μια κατάσταση που μπορεί να αναστραφεί· ή, καλύτερα, η μη αναστρεψιμότητα είναι απόρροια ενός νόμου που έχει να κάνει με την απόφαση τής στιγμής και ο οποίος δεν σχετίζεται με τη ρύθμιση συγκεκριμένων καταστάσεων πραγμάτων. Οι συνέπειες τής απόφασης, καθώς και οι καταστάσεις ή μορφές ζωής που προκύπτουν από αυτήν, μπορούν επομένως να αναστραφούν, πράγμα που, ωστόσο, δεν ισχύει για την απόφαση εγκατάλειψης τής αναζήτησης, η οποία μπορεί να ληφθεί ανά πάσα στιγμή.

Οι αρχές που ρυθμίζουν την υποκειμενική ζωή των νάνων μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: η εγκατάλειψη τής επιταγής είναι μη αναστρέψιμη, αλλά, παρά τα φαινόμενα, εξακολουθούν να υπάρχουν κρυμμένες δυνατότητες ακόμα και στο πλαίσιο των μορφών τής «καθιστικής» ζωής, πράγμα που επισημαίνεται από τον ίδιο τον Μπέκετ σε ένα δυσνόητο, αλλά εξαιρετικά περιεκτικό απόσπασμα το οποίο αναφέρεται στη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην επιταγή και το πεδίο των δυνατοτήτων ή επιλογών που ανοίγονται για την εφαρμογή της:

«…στον κύλινδρο η απουσία ακόμα και τής ελάχιστης δυνατότητας, όπου αυτή διαπιστώνεται, είναι προσωρινή, αλλά ακόμα και η παραμικρή απόκλιση [από την επιταγή] κρύβει όλο το τίποτα, εφόσον βέβαια κριθεί απαραίτητη η διατήρηση τής έννοιας αυτής [τής έννοιας, δηλαδή, τού τίποτα]».

Κάθε μορφή απόκλισης ισοδυναμεί με πλήρη εγκατάλειψη τής επιταγής (αφού το «παραμικρό» ταυτίζεται με το «τίποτα»), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την ολοσχερή εξαφάνιση κάθε δυνατότητας ή επιλογής (αφού η αδυναμία που οφείλεται στην εγκατάλειψη τής επιταγής είναι απλώς και μόνο προσωρινή).

Από τη μια μεριά η παραβίαση τού ηθικού κώδικα που διέπει την κοινωνία τού κυλίνδρου δεν επιφέρει την αιώνια καταδίκη, αλλά από την άλλη η συμμόρφωση με την επιταγή αναζήτησης τού Άλλου φαίνεται επίσης να μην επιδέχεται καμία διαβάθμιση. Με βάση τα δύο αυτά στοιχεία ή εκδοχές τού ηθικού συστήματος προκύπτουν, όπως είδαμε, οι ιδιαίτερες υποκειμενικές στάσεις που μπορούν να υιοθετήσουν οι κάτοικοι τού κυλίνδρου.

Στο «Έτσι όπως είναι» επιχειρείται μια εγγύτερη προσέγγιση τού κρίσιμου ζητήματος τής Δυάδας στο πλαίσιο μιας άλλης μυθοπλαστικής κατασκευής που επίσης αποσκοπεί στην περιγραφή των μορφών τού υποκειμένου.

Η τυπολογία που παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο κείμενο περιλαμβάνει επίσης τέσσερις υποκειμενικές μορφές. Στα κείμενα τού Μπέκετ, συναντάμε μεν, κατά κανόνα, τέσσερις μορφές υποκειμένου, το θέμα όμως είναι ποιες από αυτές μπορούν να λάβουν όνομα.

Εν παρενθέσει, θα ήθελα να αναφερθώ στη γνωστή λακανική θέση σύμφωνα με την οποία η αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί ολόκληρη, αλλά μισή. Σε σχέση λοιπόν με την εκφορά τής αλήθειας που αφορά τις μορφές τού υποκειμένου, το ποσοστό που προτείνει ο Μπέκετ είναι λίγο διαφορετικό. Από τη στιγμή που, σύμφωνα με τον Μπέκετ, μπορεί να δοθεί όνομα σε τρεις μόνο από τις τέσσερις μορφές τού υποκειμένου, το μέρος τής αλήθειας που μπορεί να ειπωθεί επί τού θέματος ανέρχεται πλέον στα τρία τέταρτα:

«…αυτό που άκουσα είναι ότι η φωνή είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να μπορεί να πει τη ζωή μας μόνο κατά τα τρία της τέταρτα…»

Οι τέσσερις υποκειμενικές στάσεις που περιγράφονται στο «Έτσι όπως είναι» έχουν ως εξής:

α) Το υποκείμενο που περιπλανιέται στο σκοτάδι με το σακίδιο στον ώμο. [=γυναίκα]

β) Το υποκείμενο που σκοντάφτει πάνω σε κάποιον στο σκοτάδι και του ορμάει. Πρόκειται για την ενεργητική στάση ή τη στάση τού «δημίου», όπως αποκαλείται από τον Μπέκετ. [=γυναίκα]

γ) Ο εγκαταλελειμμένος «δήμιος» [=άνδρας¸ πρώην γυναίκα]: το υποκείμενο που, έχοντας εγκαταλειφθεί από το «θύμα» του [=πρώην άνδρας, γυναίκα], κείτεται ακίνητο στο σκοτάδι.

δ) Το υποκείμενο [=άνδρας] που κείτεται ακίνητο στο σκοτάδι και στο οποίο εφορμά ένας οδοιπόρος [=ο «δήμιός» του, γυναίκα]. Πρόκειται για την παθητική στάση ή τη στάση τού «θύματος», την οποία ακριβώς η φωνή δεν καταφέρνει να περιγράψει. Από εδώ προκύπτει και το αξίωμα των τριών τετάρτων αναφορικά με τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην αλήθεια και τον λόγο.

Κάθε τι που μπορεί να συμβεί σε κάποιο μέλος τής ανθρωπότητας λαμβάνει μια από τις γενολογικές μορφές που απαριθμούνται ανωτέρω. Εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι οι μορφές αυτές είναι αξιολογικά ισοδύναμες.[58] Στο πλαίσιο τού εν λόγω συστήματος δεν υπάρχει κάποια ιεράρχηση, κάποιο στοιχείο που να υποδεικνύει ότι κάποια από αυτές είναι επικρατούσα ή, έστω, επιθυμητή και προτιμητέα έναντι των υπολοίπων. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τις λέξεις «δήμιος» και «θύμα». Εξάλλου, ο ίδιος ο Μπέκετ φροντίζει να μας προειδοποιήσει ότι αυτές οι συμβατικές λέξεις, τις οποίες επέλεξε να χρησιμοποιήσει, έχουν κάτι το υπερβολικό ή το ψευδοδραματικό. Επιπλέον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι στάσεις τού «θύματος» και τού «δημίου» συνοψίζουν και καλύπτουν όλες τις εκφάνσεις τής υπόστασης τού «ευτυχούς βίου». Οι ισοδύναμες αυτές μορφές δεν αποτελούν παρά τις γενολογικές ενσαρκώσεις τής ανθρώπινης ύπαρξης. Η ισότητα απέναντι στη μοίρα, που αποτελεί πεποίθηση τού Μπέκετ, δικαιολογεί την ακόλουθη αξιοσημείωτη διατύπωση: «Όπως και να έχει το πράγμα, ζούμε εν δικαιοσύνη· δεν έχω ποτέ ακούσει να λέγεται το αντίθετο». Η δικαιοσύνη, για την οποία γίνεται εδώ λόγος, συνιστά [υπαρκτική][59] κρίση που αφορά το συλλογικό είναι και προφανώς δεν παραπέμπει σε κάποιου είδους τελεολογία. Αναφέρεται αποκλειστικά στην εγγενή οντολογική ισότητα των μορφών τού υποκειμένου.

Στο πλαίσιο αυτής τής τυπολογίας μπορούμε να διακρίνουμε από τη μια μεριά τις μοναχικές μορφές και από την άλλη τις μορφές τής Δυάδας.

Οι δυαδικές μορφές ή στάσεις τού «δημίου» και τού «θύματος», οι οποίες είναι το αποτέλεσμα μιας τυχαίας συνάντησης στο σκοτάδι, αποκτούν υπόσταση στο πλαίσιο τής βίαιης εκμαίευσης μιας αφήγησης, ενός αφηγηματικού λόγου. Είναι «η ζωή όπως αυτή βιώνεται στο πλαίσιο τού στωικού έρωτα».

Το υποκείμενο που περιπλανιέται με το σακίδιο στον ώμο και το εγκαταλελειμμένο υποκείμενο που κείτεται ακίνητο στο σκοτάδι αποτελούν τις δυο μορφές τής μοναχικότητας.

Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε τον ρόλο τού σακιδίου, που αποτελεί την καλύτερη κατ’ εμέ απόδειξη για την ύπαρξη τού [σαδιστή] θεού.[60] Πράγματι, η απλούστερη υπόθεση για να εξηγηθεί το γεγονός ότι κάθε οδοιπόρος βρίσκει στον δρόμο του το σακίδιο του, λίγο πολύ γεμάτο με κονσέρβες, είναι ακριβώς η ύπαρξη τού σαδιστή θεού. Όλες οι άλλες εναλλακτικές υποθέσεις, που ο Μπέκετ μπαίνει στον κόπο να τις απαριθμήσει, χαρακτηρίζονται από αυξημένη περιπλοκότητα.

Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι το ταξίδι και η ακινησία, που αποτελούν τις δυο μορφές τής μοναξιάς, προκύπτουν ως αποτέλεσμα ενός χωρισμού. Η ακινησία στο σκοτάδι είναι η μοίρα ενός εγκαταλελειμμένου «δημίου», ενώ ο ταξιδιώτης θα είναι πάντα ένα «θύμα» που εγκατέλειψε τον «δήμιό» του. Πρόκειται προφανώς για έμφυλες μορφές, αλλά η συγκεκριμένη διαδικασία εμφυλοποίησης πραγματώνεται με έμμεσο τρόπο. Ο Μπέκετ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «άνδρας» και «γυναίκα», επειδή ακριβώς η χρησιμοποίησή τους θα δημιουργούσε τη λανθασμένη εντύπωση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σταθερή δομική Δυάδα. Ωστόσο, οι μορφές τού «θύματος» και τού «δημίου», όπως και τα ταξίδια και η καθήλωσή τους, που είναι το αποτέλεσμα μιας τυχαίας συνάντησης, δεν συνιστούν πραγμάτωση μιας προϋπάρχουσας διττής φύσης.

Στην πραγματικότητα, οι μοναχικές μορφές αποκτούν φύλο ως αποτέλεσμα τής εφαρμογής δύο υπαρκτικών θεωρημάτων, με την παρουσίαση και «απόδειξη» των οποίων καταπιάνεται το κείμενο τού «Έτσι όπως είναι»:

— πρώτο θεώρημα: μόνο οι γυναίκες ταξιδεύουν.
— δεύτερο θεώρημα: όποιος κείτεται ακίνητος στο σκοτάδι είναι άνδρας.

Σας αφήνω να σκεφτείτε το ακριβές περιεχόμενο και τις συνέπειες των δύο αυτών θεωρημάτων. Είναι ωστόσο φανερό ότι αυτή η διδασκαλία για τα φύλα — σύμφωνα με την οποία αφενός μεν η περιπλάνηση αποτελεί το ειδοποιό γνώρισμα τού γυναικείου φύλου, αφετέρου δε κάθε θνητός τον οποίο βρίσκει κανείς ακίνητο στο σκοτάδι είναι κατά λογική αναγκαιότητα άνδρας — δεν έχει εμπειρική ή βιολογική βάση. Η διάκριση των φύλων προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συνάντησης που γεννά τον «στωικό έρωτα» μέσα από την αντιπαράθεση τής ενεργητικής στάσης τού «δημίου» και τής παθητικής στάσης του «θύματος». Τα φύλα εμφανίζονται όταν ένας θνητός, που ως τέτοιος σέρνεται στο σκοτάδι με ένα σακίδιο στην πλάτη γεμάτο κονσέρβες, συναντά έναν άλλο θνητό που, όπως είναι φυσιολογικό, σέρνεται επίσης στο σκοτάδι. Βεβαίως, κάποια στιγμή, οι κονσέρβες θα τους τελειώσουν. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Αργά ή γρήγορα θα βρουν στον δρόμο ένα άλλο σακίδιο με κονσέρβες. Ο θεός προνοεί προκειμένου να μην σταματήσουν οι θνητοί ποτέ να σέρνονται στο σκοτάδι.

Αλλά αυτή η κατασκευή δεν είναι η τελευταία λέξη τού Μπέκετ επί τής εμφυλοποίησης. Για την αποσαφήνιση τού ζητήματος θα χρειαστεί να εξετάσουμε την ύστερη σκέψη τού Μπέκετ και, πιο συγκεκριμένα, το εγχείρημά του να μετουσιώσει τη δύναμη τής Δυάδας σε αλήθεια.

7. Ο έρωτας και η αριθμητικότητά του: Ένα, Δύο, Άπειρο

Το στοιχείο που παραμένει κοινό σε όλες τις παραλλαγές τού μπεκετιανού μύθου είναι η γένεση τού έρωτα μέσα από μια απλή συνάντηση. Τίποτε δεν προκαθορίζει τον έρωτα πέρα από την τυχαία διασταύρωση δύο διαφορετικών διαδρομών. Κανένα δύο και καμία έμφυλη δυαδικότητα δεν υπήρχε πριν από την τυχαία συνάντηση. Το μόνο που προϋπήρχε ήταν η μοναξιά των μοναχικών. Η έμφυλη διαφορά μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης μόνο υπό το πρίσμα τής συνάντησης, υπό το πρίσμα, δηλαδή, τής ίδιας τής ερωτικής διαδικασίας. Δεν χρειάζεται συνεπώς να προϋποθέσουμε την ύπαρξη μιας πρότερης διαφοράς που να προκαθορίζει ή να προσανατολίζει τη συνάντηση. Η πρωταρχική δύναμη τής Δυάδας και επομένως τού έρωτα είναι εγγενής στην ίδια την συνάντηση. Επιπλέον, αυτή η δύναμη, η πρώτη αρχή τής ερωτικής δομής, είναι ουσιαστικά αστάθμητη. Ως μέτρο της δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε η ένταση τού συναισθήματος, αλλά ούτε και η επιθυμητική ή σεξουαλική ένταση των σωμάτων. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Μπέκετ είχε επισημάνει από τη δεκαετία τού ’30 αυτό το στοιχείο τής άμετρης υπερβολής, τής ακρότητας, που χαρακτηρίζει τη συνάντηση. Γράφει έτσι στο «Μέρφι»:

«… η συνάντηση, όπως την καταλαβαίνω εγώ, ξεπερνά σε δύναμη ακόμα και τα πιο τρυφερά αισθήματα και σε γνώση ακόμα και τα πιο έμπειρα σώματα».

Ο Μπέκετ δεν θα ταυτίσει ποτέ τον έρωτα με το συνονθύλευμα συναισθηματισμού και σεξουαλικότητας που υποδηλώνει η κυρίαρχη αγοραία αντίληψη τού όρου. Ο έρωτας, σύμφωνα με την αλήθεια τού είναι του και όχι σύμφωνα με την κυρίαρχη κοινή γνώμη, έχει ως προϋπόθεσή του το απλό συμβάν τής συνάντησης, που κατισχύει τόσο τής σεξουαλικότητας όσο και τής αισθηματολογίας.

Η συνάντηση γεννά κάθε μορφής Δυάδα και, όσον αφορά τον έρωτα που προκύπτει από μια συνάντηση, η Δυάδα, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των φύλων, δηλαδή τής εμφυλοποιημένης της μορφής, είναι πάντα μεταγενέστερη τής συνάντησης. Ο έρωτας δεν είναι ποτέ κάτι που ενοποιεί δυο προϋπάρχουσες μονάδες και, επομένως, δεν σχετίζεται με συγχωνεύσεις και διαχύσεις. Αυτή, άλλωστε, είναι η ρομαντική εκδοχή τού έρωτα, την οποία ο Μπέκετ δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να διακωμωδεί. Ο έρωτας αποτελεί προϋπόθεση, συχνά δυσεπίτευκτη, προκειμένου να μπορέσει να υπάρξει η Δυάδα καθ’ εαυτή. Όταν, για παράδειγμα στο «Μαλόουν πεθαίνει», ο Μαλόουν σοφίζεται[61] το ραντεβού ανάμεσα στον Μάκμαν και τη νοσοκόμα του, τη Μόλι, ο Μπέκετ βρίσκει την ευκαιρία να παρεμβάλει μια αξιοθαύμαστη ερωτική αφήγηση, μια αφήγηση για έναν έρωτα που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστη λυρική ένταση, όπως συμβαίνει συχνά με τον έρωτα ανάμεσα σε ηλικιωμένους[62] ή σε ετοιμοθάνατους. Ο Μαλόουν σχολιάζει ως εξής τα αποτελέσματα αλήθειας που γεννά ένας τέτοιος έρωτας:

«…τι γλυκόλογα, τι ρίγη και τι άγαρμπα πασπατέματα, για τα οποία το μόνο που χρειάζεται να ειπωθεί είναι πως έδωσαν στον Μάκμαν μια γεύση τού τι σήμαινε η φράση “να είμαστε μαζί” [être deux]».

Η Δυάδα που γεννιέται μέσα από τη συνάντηση και τής οποίας η αλήθεια πραγματώνεται μέσω τού έρωτα δεν μπορεί να μείνει κλεισμένη στον εαυτό της. Η εμφάνιση τής Δυάδας αποτελεί ορόσημο, είναι ένα σημείο καμπής. Είναι η πρώτη μορφή αριθμητικότητας: η Δυάδα είναι εκείνη που επιτρέπει τη μετάβαση από τη Μονάδα τού σολιψισμού, που αποτελεί την αρχική δεδομενικότητα, στο Άπειρο τής ύπαρξης και τής εμπειρίας. Η Δυάδα τού έρωτα αποτελεί, καθ’ εαυτή, καθοριστική αλλά και ριψοκίνδυνη διαμεσολάβηση για την ετερότητα εν γένει. Η Δυάδα είναι αυτή που προκαλεί τη διάρρηξη τής Μονάδας τού cogito και, για αυτό ακριβώς, όχι μόνο δεν μπορεί να περιοριστεί στον εαυτό της, αλλά ανοίγει τον δρόμο που οδηγεί στην απέραντη πολλαπλότητα τού είναι. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η ερωτική Δυάδα προκαλεί την έλευση τού αισθητού. Ως αποτέλεσμα τής αλήθειας της θα εμφανιστούν οι αισθητές διαβαθμίσεις τού κόσμου,[63] εκεί που πρώτα υπήρχε το σταχτόμαυρο τού είναι. Ωστόσο, το αισθητό και το άπειρο είναι ένα και το αυτό, διότι η απειρότητα τού κόσμου αποτελεί την ανάστροφη μορφή τής καθ’ όλα συνεκτικής θέσης περί τής Μονάδας τού cogito. Ανάμεσα στις δύο αυτές διιστάμενες, αλλά εξίσου συνεκτικές θέσεις αναφορικά με την παρουσία,[64] το ερωτικό Δύο λειτουργεί ως δύναμη ρηγμάτωσης [τής Μονάδας] και σύστασης [τού άπειρου κόσμου].

Το ότι η Μονάδα και το Άπειρο αποτελούν τις δυο εξίσου συνεκτικές θέσεις για το είναι διατυπώνεται με τη μορφή αξιώματος στο «Έτσι όπως είναι». Ο ήρωας τού βιβλίου λέει, ενώ σέρνεται στο σκοτάδι:

«αυτό που άκουσα είναι με πολύ απλά λόγια το εξής: είτε είμαι μόνος και επομένως κανένα πρόβλημα, είτε είμαστε αναρίθμητοι, οπότε και πάλι κανένα πρόβλημα».

Η ερωτική Δυάδα είναι όμως αυτή που δίνει αισθητή μορφή στο αφηρημένο αυτό αξίωμα που, όπως αναφέρθηκε, συνηγορεί τόσο υπέρ τής θέσης περί τής Μονάδας τού cogito όσο και υπέρ τής θέσης περί τού απείρου είναι. Κι αυτό γιατί ο έρωτας γεννά την ομορφιά, το χρώμα και την απόχρωση. Ο έρωτας γεννά τη δεύτερη νυχτωδία, την πολύβουη νυχτωδία των φυλλωσιών, των δέντρων, τού νερού και των άστρων, που αντιπαρατίθεται προς το νυχτερινό τού σταχτόμαυρου τού είναι. Υπό τους αυστηρούς όρους τής συνάντησης και τής επίπονης προσπάθειας, το ερωτικό Δύο διαιρεί το μαύρο στα δύο, έτσι ώστε από τη μια μεριά να έχουμε το [αντιδιαλεκτικό[65]] σταχτόμαυρο τού είναι και από την άλλη τις άπειρες διαβαθμίσεις τού μαύρου τού αισθητού.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο ο πεζός λόγος τού Μπέκετ διακόπτεται από την απρόσμενη παρεμβολή ποιημάτων, για τα οποία έκανα ήδη λόγο και όπου, στο πλαίσιο των συνθηκών που απορρέουν από την εμφάνιση τής δυάδας, βλέπουμε μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας να ξεδιπλώνεται κάτι που δεν είναι παρά η διάπλωση τού ίδιου τού πολλαπλού. Ο έρωτας αποτελεί ουσιαστικά το θεμέλιο για την πολλαπλή ύπαρξη, η οποία ωστόσο τελεί υπό τον διαρκή κίνδυνο τής υποτροπής και μετάπτωσής της στην κατάσταση τού σταχτόμαυρου[66] όπου η πρωταρχική Μονάδα διαιωνίζει το μαρτύριο τής αυτοαναγνώρισης [=τής φωνής].

Θα παραθέσω στη συνέχεια τέσσερα από τα εν λόγω ποιήματα που κρύβονται στα πεζά κείμενα τού συγγραφέα, προκειμένου να ακουστεί μια άλλη φωνή, η φωνή ενός γενναιόδωρου Μπέκετ που μιλάει για την ευτυχία τού είναι.

Το πρώτο ποίημα προέρχεται από το θεατρικό με τίτλο «Η τελευταία μαγνητοταινία τού Κραπ» και πιο συγκεκριμένα από το επεισόδιο όπου, στο πλαίσιο τής ατέρμονης διαδικασίας τής ανάμνησης, ο πρωταγωνιστής, που ακούει ηχογραφήσεις τής φωνής του από κάθε περίοδο τής ζωής του, αναπολεί την κρίσιμη στιγμή που το πολλαπλό πρόβαλε μέσα από το ερωτικό Δύο:

«…στο πάνω μέρος τής λίμνης, με τη βάρκα,[67] βουτήξαμε κοντά στην όχθη, ύστερα ξανοιχτήκαμε κι αφεθήκαμε στο ρεύμα. Ήταν ξαπλωμένη στα σανίδια με τα χέρια κάτω από το κεφάλι και τα μάτια κλειστά. Ο ήλιος να καίει, ελαφρό το αεράκι, το νερό πάφλαζε λίγο, έτσι όπως μου αρέσει. Πρόσεξα μια γρατζουνιά στο μπούτι της και την ρώτησα πώς έγινε. Μάζευα φραγκοστάφυλα, μου είπε. Της είπα ξανά πως δεν έχουμε μέλλον μαζί, πως δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε και αυτή συμφώνησε, χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Της ζήτησα να με κοιτάξει και μετά από λίγο — μετά από λίγο με κοίταξε αλλά τα μάτια της ίσα που άνοιγαν απ’ την αντηλιά. Έσκυψα πάνω της για να της κάνω σκιά και τα μάτια της άνοιξαν. Με καλωσόρισαν. Μας παρέσυρε το ρεύμα κι η βάρκα σταμάτησε στις καλαμιές. Λύγιζαν μπροστά στην πλώρη στενάζοντας. Έσκυψα προς το μέρος της, το πρόσωπό μου στο στήθος της και το χέρι μου πάνω της. Μείναμε έτσι, ακίνητοι. Αλλά από κάτω όλα κινούνταν, και κινούσαν κι εμάς, απαλά, πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά.
Περασμένα μεσάνυχτα. Δεν θυμάμαι ξανά τέτοια ησυχία».

Όπως βλέπετε, πρόκειται για το ποίημα τής ανάβλυσης των υδάτων, τής εμφάνισης τής πολλαπλότητας κατά τη στιγμή τού απολύτου, τη στιγμή δηλαδή όπου ο έρωτας (έστω και επί τη αγγελία τού θανάτου του) παρουσιάζει ενώπιον των εραστών το άπειρο τού αισθητού.

Το δεύτερο παράθεμα προέρχεται από το «Αρκετά». Πρόκειται για ένα σύντομο κείμενο που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στον έρωτα και στο οποίο σκιαγραφείται το πλέγμα των σχέσεων που συνδέουν τον έρωτα με τη γνώση τού απείρου. Οι δυο εραστές, που βαδίζουν μαζί εποπτεύοντας έναν κόσμο γεμάτο από ανθισμένους λόφους, δεν είναι ποτέ τόσο κοντά όσο όταν συζητούν για τα μαθηματικά ή την αστρονομία:

«Σπάνια αναφερόταν στη γεωδαισία. Πρέπει όμως να είχαμε καλύψει μια απόσταση πολλαπλάσια τού μήκους τού ισημερινού, καθώς περπατούσαμε μέρα-νύχτα, κατά μέσο όρο πέντε χιλιόμετρα. Καταφύγιο βρίσκαμε στην αριθμητική. Πόσους και πόσους υπολογισμούς δεν κάναμε μαζί σκύβοντας τους ώμους! Χωρίς χαρτί και μολύβι υψώναμε στον κύβο ακέραιους τριαδικούς.[69] Μερικές φορές, ακόμα κι όταν έβρεχε με το τουλούμι. Ένα σωρό κυβικοί αριθμοί εντυπώνονταν όπως-όπως στη μνήμη του. Εν όψει τού μελλοντικού υπολογισμού τής κυβικής τους ρίζας· τότε, όταν ο χρόνος θα είχε κάνει τη δουλειά του».

Το τρίτο παράθεμα προέρχεται επίσης από το «Αρκετά». Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο απόσπασμα όπου βλέπουμε στο πρόσωπο τού ερωμένου να ενσαρκώνεται η εμπειρική γνώση των ουράνιων συστημάτων:

«Δίνοντας στο σώμα του κλίση 50%, προχωρούσε με τέτοιο τρόπο ώστε η μύτη του άγγιζε σχεδόν το χώμα. Δεν ξέρω να σας πω πώς απέκτησε τη συνήθεια αυτή. Ίσως από αγάπη για τη γη και για τις μυριάδες αποχρώσεις και τ’ αρώματα των λουλουδιών. Ή ίσως, πολύ απλά, για λόγους που σχετίζονταν με την ανατομία του. Ο ίδιος δεν αναρωτήθηκε ποτέ για αυτό. Εκείνο που τον απασχολούσε ήταν ότι μόλις έφτανε στην κορυφή θα έπρεπε δυστυχώς να αρχίσει ξανά την κατάβαση.
Χρησιμοποιούσε κι ένα στρογγυλό καθρεφτάκι για να μπορεί όποτε θέλει να απολαμβάνει τον ουρανό. Το χνότιζε, το έτριβε στη γάμπα του και μετά έψαχνε μέσα στον καθρέφτη τους αριστερισμούς. Τον άκουγες να φωνάζει «Σε τσάκωσα!» μιλώντας για την Λύρα ή τον Κύκνο. Και πρόσθετε συχνά ότι δεν υπήρχε τίποτα να δει, αφού ο ουρανός ήταν ο ίδιος όπως πάντα».

Το να είσαι ερωτευμένος σημαίνει να μπορείς να πεις ότι άδραξες τα αστέρια, ακόμα κι όταν ο ουρανός φαίνεται ίδιος κι απαράλλαχτος. Η εμφάνιση τής Δυάδας είναι το στοιχείο εκείνο που συνέχει το πολλαπλό των αστερισμών.

Το τελευταίο «ποίημα» είναι από τη «Συντροφιά». Στο συγκεκριμένο κείμενο διαφαίνεται καθαρά η χρήση τής μεταφοράς τής διαίρεσης τού μαύρου [=δυο ζευγάρια μάτια] ως προϋπόθεσης για τη δεύτερη νυχτωδία:

«Ακουμπάς στις ρίζες μιας λεύκας. Στην τρεμάμενη σκιά της. Αυτή έχει ξαπλώσει κάθετα, στηριγμένη στους αγκώνες. Ανοίγεις τα μάτια και τα κλείνεις μόλις νιώσεις πως τα μάτια της κοιτάζουν μέσα στα δικά σου. Στο σκοτάδι, βυθίζεσαι ξανά στα μάτια της. Ακόμα μια φορά. Νιώθεις στο μέτωπο τη φράντζα των μαύρων μακριών μαλλιών της να σαλεύει στον ακίνητο αέρα. Τα πρόσωπα κρυμμένα κάτω από το γείσο των μαλλιών. Μουρμουρίζει: Άκου τα φύλλα. Με τα μάτια τού ενός μέσα στου άλλου ακούτε το θρόισμα των φύλλων. Στην τρεμάμενη σκιά τους».

Βλέπουμε, λοιπόν, στα αποσπάσματα αυτά να πλέκεται το εγκώμιο τής ερωτικής Δυάδας ως σημείου μετάβασης από τη σολιψιστική μονάδα στην άπειρη πολλαπλότητα τού κόσμου, αλλά και ως διαδικασίας διαίρεσης[70] τού ίδιου τού σταχτόμαυρου τού είναι.[71]

Επιπλέον, σε αυτή τη διαδικασία ενύφανσης τής Δυάδας στον ιστό τού είναι προσδίδονται τα χαρακτηριστικά τής πιστότητας. Για τον Μπέκετ, η πιστότητα αποτελεί υπόβαθρο για την εμφάνιση και ανάπτυξη τεσσάρων διακριτών λειτουργιών, που αποτελούν μεν μορφές τού ερωτικού υποκειμένου [=ζεύγους], αλλά για τις οποίες πιστεύω (— χωρίς να μπορώ στα στενά πλαίσια τού παρόντος κειμένου να προσκομίσω τις σχετικές αποδείξεις) ότι έχουν καθολική αξία, με την έννοια ότι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε γενολογικής διαδικασίας, δηλαδή όχι μόνο τής ίδιας τής ερωτικής χρονικότητας, αλλά και τής διαδικασίας συσσώρευσης επιστημονικών επιτευγμάτων, τής καλλιτεχνικής καινοτομίας και τέλος τής πολιτικής πιστότητας και επιμονής.

Η πρώτη από αυτές είναι η λειτουργία τής περιπλάνησης μέσω τής οποίας εκδηλώνεται, στις άπειρες εκφάνσεις του, το στοιχείο τής τυχαιότητας που χαρακτηρίζει την πιστή πορεία τού έρωτα· το ταξίδι στο σκοτάδι (με ή χωρίς σακίδιο και προμήθειες), ο ατελεύτητος διάπλους ενός κόσμου εκτεθειμένου στις συνέπειες τής συνάντησης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής τής λειτουργίας αποτελούν οι αδιάκοπες περιπλανήσεις των δυο εραστών στους ανθισμένους λόφους τού «Αρκετά», αλλά και, σε περισσότερο αφηρημένο επίπεδο, οι περιπέτειες των χαρακτήρων τού «Έτσι όπως είναι». Η περιπλάνηση θεμελιώνει τον χρόνο και τη χρονικότητα τής Δυάδας υπό τη διαρκή αίρεση ενός τυχαίου συμβάντος.

Η δεύτερη λειτουργία, η οποία είναι η ακινησία — ή, καλύτερα, η αταραξία — είναι η αντίστροφη τής πρώτης. Η λειτουργία αυτή συνίσταται στη διαφύλαξη τής σταθερότητας, την εδραίωση τής πρώτης ονοματοδοσίας τού συμβάντος τής συνάντησης· δηλαδή, την εδραίωση των συνεπειών τής πράξης ονοματοδοσίας μέσω τής οποίας, αφενός, κρίνεται[72] ότι το απλό «περιστατικό» τής συνάντησης στερείται νοήματος και, αφετέρου, παγιώνεται, με τη μορφή ονόματος, ο πλεοναστικός του χαρακτήρας.[73] Το «όνομα» στο οποίο αναφέρομαι δεν είναι άλλο από το παράφορο «σ’ αγαπώ» ή το «αγαπιόμαστε» — ή κάθε παρόμοια φράση που, όσες φορές κι αν προφέρεται, θα προφέρεται για πρώτη πάντα φορά. Πρόκειται για την ακινησία τού δεύτερου νυχτερινού, την ακινησία τής βάρκας που «σταμάτησε στις καλαμιές»[74] ή τού βλέμματος που βυθίζεται στο βλέμμα τού ερωμένου.[75]

Η τρίτη λειτουργία είναι αυτή τής επιταγής, δηλαδή το να συνεχίζει κανείς [να αγαπά] ακόμα και στις περιόδους αποχωρισμού, το να θέτει κανείς ως κανόνα ότι ακόμα και ο αποχωρισμός συνιστά μορφή συνέχισης τού δεσμού. Η επιταγή τής Δυάδας κατέχει θέση αντίστοιχη με αυτή τής επιταγής τού ατέρμονος μονολόγου («πρέπει να συνεχίσω, θα συνεχίσω»[76]), χωρίς όμως το στοιχείο τού μάταιου μαρτυρίου που επιφέρει το σολιψιστικό cogito, καθώς συνεπάγεται την εκφορά τού αυστηρού και αμερόληπτου νόμου τής ευτυχίας, που επομένως ισχύει τόσο όσον αφορά την υποκειμενική στάση τού «θύματος» όσο και αυτής τού «δημίου».[77]

Η τέταρτη λειτουργία είναι αυτή τής αφήγησης, η οποία, από τη σκοπιά τής Δυάδας, απελευθερώνει τη λανθάνουσα απειρότητα τού κόσμου. Η αφήγηση καταγράφει εκ τού σύνεγγυς και σε όλη της την παραδοξότητα τη διαδικασία εκδίπλωσης τού απείρου. Πρόκειται για ένα είδος αρχειοθέτησης τού ιστορικού τής [ερωτικής] περιπλάνησης, για την καταγραφή όλων των ανακαλύψεων τής «ευλογημένης εποχής τού γαλάζιου».[78]

Όπως συμβαίνει και με κάθε άλλη γενολογική διαδικασία, ο έρωτας θα συνενώνει, στο πλαίσιο τής ιδιαίτερης χρονικότητάς του και με τον δικό του τρόπο, τις λειτουργίες τής περιπλάνησης, τής αταραξίας, τής επιταγής και τής αφήγησης.

Εκκινώντας από την υπόθεση τής συμβαντικότητας τού έρωτα και συνδυάζοντας αυτές τις τέσσερις λειτουργίες, ο Μπέκετ κατασκευάζει, στη συνέχεια, την Ιδέα των δύο φύλων, τον αρσενικό και θηλυκό πόλο τής Δυάδας, και μάλιστα ανεξάρτητα από κάθε είδους εμπειρική ή βιολογική εμφυλοποίηση.

Ο αρσενικός πόλος προκύπτει από τη συνένωση τής λειτουργίας τής αταραξίας με αυτήν τής επιταγής. Το να είναι κανείς «άνδρας» σημαίνει, αφενός, το να στέκεται κανείς αμετακίνητος στον έρωτά του διαφυλάγοντας το όνομα που τον θεμελιώνει και, αφετέρου, το να ενσαρκώνει τον νόμο τής συνέχισής του. Ωστόσο, η «κανονιστική» αυτή αταραξία είναι βουβή, επειδή ακριβώς στερείται τού στοιχείου τής αφήγησης. Στον έρωτα, ο «άνδρας» είναι ο βουβός φύλακας τού «σ’ αγαπώ». Επιπλέον, καθώς απουσιάζει από την «ανδρική» ιδιοσυγκρασία και η λειτουργία τής περιπλάνησης, ο «άνδρας» τού ερωτικού ζευγαριού δεν θα αναζητά τεκμήρια για τον έρωτά τους, αλλά, «ακίνητος στο σκοτάδι», θα διακατέχεται από την ισχυρή αλλά αφηρημένη πεποίθηση για το ότι αυτός εξακολουθεί όντως να υπάρχει.

Ο γυναικείος πόλος προκύπτει από τις λειτουργίες τής περιπλάνησης και τής αφήγησης. Επομένως, δεν είναι συμβατός με την παγίωση τού ονόματος, αλλά με την άπειρη διαδικασία τής ενδοκοσμικής εκδήλωσης των συνεπειών τής αρχικής ονοματοδοσίας, με τη διαδικασία τής αφήγησης τού άπειρου μεγαλείου τού «σ’ αγαπώ». Μη μπορώντας να συμβιβαστεί με την απλή επιταγή συνέχισης τού δεσμού, η «γυναίκα» απαιτεί αποδείξεις και για το σκοπό αυτό πραγματοποιεί αδιάκοπα έρευνες προκειμένου να επαληθεύσει τη δύναμη τού δεσμού. Η «γυναίκα» δεν ενεργεί με γνώμονα την εδραίωση τού ονόματος, αλλά αναλαμβάνει την επίβλεψη τής διατήρησης τού νοήματος τού «σ’ αγαπώ», πράγμα που συνεπάγεται συνεχείς έρευνες στα τυφλά, των οποίων τα ευρήματα θα καταγράφονται με τη μορφή αφηγήματος.

Η ύπαρξη τού έρωτα είναι αυτή που προσδιορίζει τον έμφυλο προσανατολισμό κατανέμοντας ανά φύλο τις τέσσερις αυτές λειτουργίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να εκδηλωθούν διαφορετικά. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μόνον ο έρωτας μπορεί να δικαιολογήσει και να θεμελιώσει τη διαπίστωση ότι όντως υπάρχει, αφενός, το «ανδρικό» φύλο (τ.έ. η σταθερότητα τής επιταγής σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη τού «σ’ αγαπώ») και, αφετέρου, το «γυναικείο» φύλο (τ.έ. η λεκτική αποτύπωση των συνεπειών τού «σ’ αγαπώ» σε συνδυασμό με την περιφοίτηση τής αλήθειας του). Χωρίς τον έρωτα τίποτα δεν θα μπορούσε να πιστοποιήσει την ύπαρξη ή μη τής έμφυλης δυάδας, διότι, στην υποθετική αυτή περίπτωση, δεν θα υπήρχε ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, αλλά μόνο κεχωρισμένες μονάδες που δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν καμία δυάδα.

Τα ανωτέρω θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια γενική θεωρία που θα αφορούσε την αριθμητικότητα των γενολογικών διαδικασιών.[79]

Έτσι, στον έρωτα, υπάρχει κατ’ αρχάς η σολιψιστική Μονάδα: η αντιπαράθεση ή, καλύτερα, η πάλη σώμα-με-σώμα μεταξύ τού cogito και τού σταχτόμαυρου τού είναι, το έπος τής οποίας αποτυπώνεται με τη μορφή ατέρμονος μονολόγου. Στη συνέχεια εμφανίζεται η Δυάδα ως αποτέλεσμα τού συμβάντος τής συνάντησης, που παίρνει τη μορφή τού παρακινδυνευμένου ποιήματος τής ονοματοδοσίας του [«σ’ αγαπώ»]. Τέλος, εμφανίζεται το Άπειρο τού αισθητού που οργώνει η ερωτική Δυάδα προσπαθώντας βήμα-βήμα να αποκρυπτογραφήσει μια αλήθεια που να αφορά την ίδια.[80] Αυτή η αριθμητικότητα (ένα-δύο-άπειρο) αποτελεί ειδοποιό γνώρισμα τής ερωτικής γενολογικής διαδικασίας. Θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι και οι υπόλοιπες γενολογικές διαδικασίες, δηλαδή η επιστήμη, η τέχνη και η πολιτική, χαρακτηρίζονται από διαφορετικές αριθμητικότητες, ότι δηλαδή ο τύπος κάθε διαδικασίας προσδιορίζεται από την ιδιαίτερη αριθμητικότητά της, πράγμα που εξηγεί το γεγονός ότι οι αλήθειες που προκύπτουν από κάθε διαδικασία ανήκουν σε εντελώς ετερογενή πεδία.

Ο τόπος όπου εδρεύει αυτό που δικαιολογημένα ο Μπέκετ αποκαλεί «ευτυχία» δεν είναι παρά αυτή η αριθμητικότητα τού έρωτα (ένα-δύο-άπειρο). Η «ευτυχία» είναι το στοιχείο που διακρίνει την ερωτική διαδικασία από τις υπόλοιπες γενολογικές διαδικασίες. Πρόκειται για το έπαθλο που αντιστοιχεί σε αυτού τού τύπου την αλήθεια. Στην τέχνη το έπαθλο είναι η απόλαυση, στην επιστήμη η αγαλλίαση, στην πολιτική ο ενθουσιασμός, αλλά μόνον στον έρωτα μπορεί να υπάρξει ευτυχία.

Ως κατηγορήματα ή ιδιότητες ενός υποκειμένου, η αγαλλίαση, η απόλαυση, ο ενθουσιασμός και η ευτυχία σηματοδοτούν την έλευση στον κόσμο τού κενού τού είναι. Η ευτυχία διακρίνεται από το ότι το εν λόγω κενό έχει χαρακτήρα μεσοδιαστηματικό. Το ερωτικό κενό τού είναι είναι σφηνωμένο στο μεσοδιάστημα τής έμφυλης διαφοράς, στο σημείο μη επαφής των δύο διακριτών φύλων, στο σημείο διαχωρισμού τής δυάδας, με άλλα λόγια στο στοιχείο που αποδίδει τον πραγματικό της χαρακτήρα. Και τούτο γιατί η ευτυχία δεν έχει καθόλου να κάνει με τον μύθο τής συγχώνευσης των δύο σε μία μονάδα, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί τον υποκειμενικό δείκτη[81] για την ύπαρξη μιας αλήθειας που αφορά τη διαφορά — και, εν προκειμένω, την έμφυλη διαφορά — μιας αλήθειας την οποία μόνον ο έρωτας μπορεί να καταστήσει αποτελεσματική.

Το σημείο αυτό, όπου βρίσκεται η καρδιά τής ευτυχίας, αποτελεί προφανώς τον τόπο διακύβευσης τής εμφυλοποίησης. Στην ευτυχία, ο «άνδρας» είναι ο τυφλός φύλακας τού χωρισμού, τού μεσοδιαστήματος. Η ηρωίδα τού «Αρκετά» θα δηλώσει: «Θα χωριζόμαστε στα δυο, αν ήταν αυτό που ήθελε». Ο ανδρικός πόλος υπόκειται στην επιθυμία τού χωρισμού, η οποία δεν έχει καθόλου να κάνει με την επιστροφή στο στάδιο τού σολιψισμού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την επιθυμία εμφάνισης τής δυάδας στο κενό μεσοδιάστημα των φύλων. Η ύπαρξη τής δυάδας προϋποθέτει το μεσοδιάστημα όπου εγκαθίσταται το κενό λειτουργώντας ως θεμέλιο τού είναι της. Η «ανδρική» επιθυμία προσανατολίζεται προς ή, καλύτερα, διεγείρεται από το εν λόγω κενό. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι από τη μια μεριά ο «άνδρας» επιθυμεί το τίποτα τού Δύο, ενώ από την άλλη η «γυναίκα» δεν επιθυμεί τίποτα άλλο εκτός από τη δυάδα. Με άλλα λόγια, ο «γυναικείος» πόλος προσανατολίζεται προς την ατέρμονη επιμονή που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση τής ύπαρξης τής δυάδας. Αυτή η «γυναικεία» επιμονή αποτυπώνεται με υπέροχο τρόπο στο τέλος τού «Αρκετά», όπου έναντι τού τίποτα τού Δύο — δηλαδή, τού κενού που ενεργοποιεί εσωτερικά την εμφάνιση τής δυάδας και που εκφράζεται συμβολικά από την αποχώρηση τού ετοιμοθάνατου εραστή — η γυναίκα αντιπροτείνει την επίμονη φράση «τίποτα άλλο εκτός από μας τους δυο», έστω και αν αυτή η φράση αποκτά πλέον αναμνηστική χροιά στο πλαίσιο πάντα τής διαρκούς ανακατασκευής τού αφηγήματος τής περιπλάνησης:

«Αυτή την ιδέα την πήρα απ’ αυτόν. Χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσα να τη σκεφτώ. Γι’ αυτό θα τα σβήσω όλα, όλα εκτός απ’ τα λουλούδια. Πάνε οι βροχούλες, πάνε και τα λοφάκια. Τίποτα άλλο εκτός από μας τους δυο να σέρνουμε τα πόδια μας μέσα στα λουλούδια. Φτάνει να νιώθω το γέρικο το χέρι του στα γέρικα τα στήθια μου».

Η ευτυχία είναι ανδρόγυνη, περιλαμβάνει αδιακρίτως και τον «άνδρα» και τη «γυναίκα». Συνίσταται τόσο στο διαχωριστικό κενό όσο και στη σύζευξη που το φέρνει στο φως. Το αποτύπωμά της είναι το τίποτα τής Δυάδας και τίποτε άλλο εκτός από τη Δυάδα. Είναι η αδιαίρετη και ακέραιη εμφυλοποίησή της: ακινησία αλλά και περιπλάνηση, επιταγή και συνάμα αφήγημα.

Αυτό που βλέπουμε να ξετυλίγεται στις σελίδες τού «Κακοϊδωμένου Κακοειπωμένου» δεν είναι παρά αυτή η ευτυχία. Στην αρχή το κείμενο περιστρέφεται γύρω από τη λέξη «δυστυχία», ενώ στο τέλος προσανατολίζεται προς το αντώνυμό της. Ενώ λοιπόν το κείμενο ξεκινά με την περιγραφή ενός χώρου όπου κυριαρχεί η ορατότητα και η καθήλωση τού βλέμματος στο νυχτερινό γκρίζο (στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου), στο τέλος βλέπουμε να εμφανίζεται ένα είδος φωτεινού κενού με φόντο τους ήχους τού «δεύτερου νυχτερινού». Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε εκτός από το να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τι συμβαίνει στις σελίδες τού βιβλίου; Παραθέτω την πρώτη παράγραφο τού κειμένου, κατά τη γνώμη μου ένα από τα ωραιότερα κείμενα που έχουν γραφτεί στη γλώσσα μας και το οποίο αποτυπώνει την αίγλη τής δυστυχίας:

«Από ’κεί που κάθεται βλέπει την Αφροδίτη ν’ ανατέλλει. Παρακάτω. Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, βλέπει από ’κεί που κάθεται πρώτα την Αφροδίτη ν’ ανατέλλει κι ύστερα τον ήλιο. Κι αρχίζει τότε να καταριέται την πηγή κάθε ζωής. Παρακάτω. Το βράδυ, όταν ο ουρανός είναι καθαρός, απολαμβάνει την εκδίκηση που παίρνει για χάρη της η Αφροδίτη. Στ’ άλλο παράθυρο. Ριζωμένη στην παλιοκαρέκλα της, παραφυλάει τον αποσπερίτη. Στην καρέκλα της από έλατο, με τα πηχάκια στην πλάτη και χωρίς μπράτσα. Μέσ’ απ’ τις στερνές αναλαμπές ξεπροβάλλει, όλο και λαμπρότερη, για να γείρει και να αφανιστεί, με τη σειρά της. Η Αφροδίτη. Παρακάτω. Στην καρέκλα στητή, μ’ άκαμπτη την πλάτη, κάθεται στο σκοτάδι που πυκνώνει. Ντυμένη στα μαύρα. Δύσκολα στέκεται στα πόδια της. Συχνά, όταν κάνει να πάει κάπου, κοκκαλώνει μισοδρομής. Μετά από πολλή ώρα μπορεί πάλι να κινηθεί, χωρίς όμως να ξέρει προς τα πού και με τι σκοπό. Έτσι και πέσει στα γόνατα, δύσκολο να μην μείνει γονατισμένη εκεί που ’πεσε. Με το ’να χέρι πάνω στο άλλο να πιάνεται από κάπου, όπως απ’ το πόδι τού κρεβατιού. Και πάνω στα χέρια, το κεφάλι της. Πετρωμένη απέναντι στη νύχτα. Μαύρα όλα, εκτός απ’ τα λευκά μαλλιά και το γαλαζόμαυρο των χεριών και τού προσώπου της. Ό,τι πρέπει για ένα μάτι που δε χρειάζεται φως να δει. Κι όλ’ αυτά τώρα, λες κι είναι συμφορά να ’ναι ακόμα ζωντανή».

Και να η τελευταία παράγραφος τού κειμένου, που περιγράφει τη δύσκολη στιγμή τής κατάκτησης τής ευτυχίας, στιγμή που συμπίπτει με το απειροελάχιστο διάστημα που διαρκεί η απρόσμενη εμφάνιση τού κενού:

«Απόφαση που παίρνεται μόλις … ή, μάλλον, πολύ αργότερα από την, από το … το πώς το λένε. Ποια είναι πάλι η λάθος λέξη που να λέει ότι μ’ αυτό τελειώνουμε οριστικά και μια για πάντα; Αργότερα από την απόσυρση … Όχι αυτό, κάτι άλλο που να λέει πως σβήνει σιγά, πολύ σιγά, έτσι όπως σκορπίζονται τ’ απομεινάρια τής μέρας όταν πέφτει η κουρτίνα. Όταν πέφτει από μόνη της, σιγά-σιγά, χιλιοστό με χιλιοστό, ή όταν την τραβάει κάποιο χέρι αόρατο. Αποχαιρετισμός στον αποχαιρετισμό. Και μετά το απόλυτο σκοτάδι, προανάκρουσμα πένθιμης καμπάνας, γλυκός ήχος αχνός, σήμα εκκίνησης, όχι, σήμα που δηλώνει ότι επίκειται η τελευταία άφιξη. Η πρώτη στιγμή απ’ τις τελευταίες. Αρκεί να μείνουν αρκετές για να ρουφήξουν τα πάντα. Αχόρταγα, στιγμή προς στιγμή. Ουρανό και γη κι όλα τα συμπράγκαλα. Κι απ’ το ψοφίμι ούτε κοκκαλάκι, πουθενά. Γλείψε και τα χείλια σου και και πάει κι αυτό. Όχι. Μια στιγμή ακόμα. Μια μόνο. Όσο χρειάζεται κάποιος για να αναπνεύσει το κενό. Να γευτεί την ευτυχία».

Πρόκειται για αυτό που θα αποκαλούσα «γραφή τού γενολογικού», δηλαδή το να παρουσιάζεται μέσα από την τέχνη το πέρασμα από τη δυστυχία τής ζωής και τού ορατού στην κατάσταση ευτυχίας που συνδέεται με την αυθεντική εμφάνιση τού κενού. Και για το σκοπό αυτό απαιτούνται η αστάθμητη δύναμη τής συνάντησης, το ρίσκο τής πράξης ονοματοδοσίας και το συνταίριασμα τής περιπλάνησης και τής ακινησίας, τής επιταγής και τής αφήγησης. Κι όταν όλα αυτά τα στοιχεία συνυφανθούν με φόντο τη διαδικασία διαίρεσης τού σταχτόμαυρου τής νύχτας, όταν λοιπόν ικανοποιηθούν αυτές οι αυστηρές προϋποθέσεις, τότε θα μπορούσαμε να πούμε μαζί με τον Μπέκετ: «Στείρα γη, αλλά όχι πλήρως».


[1] [μη-είναι: μη συνεκτικές πολλαπλότητες· Τσελάν: «Στηρίξου σε ό,τι δεν στέκει» (An die Haltlosigkeit sich schmeigen).
[2] [fléau: φραγγέλιο, μάστιγα, αλλά και «άξονας» [δοκός (joug)] τής ταλάντευσης· η φράση στο πρωτότυπο έχει ως εξής: «le fléau d’oscillation entre l’être et le non-être, la balance et la pesée de la chose»]
[3] [Η αγγλική μετάφραση συνεχίζει: «ποιος το λέει αυτό, λέγοντας “εγώ”». Το απόσπασμα δεν υπάρχει στο γαλλικό κείμενο τής διάλεξης]
[4] [πβ. «Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης ένας αποσταμένος περπατητής» Μ.Λ.]
[5] [=τής εμπειρίας]
[6] [=δομή, σύστημα]
[7] [NB: στον Σοφιστή, έχουμε το «ον» στη θέση τού λόγου· πβ. κατωτέρω ενότητα 2 («σταχτόμαυρο»: τόπος τού είναι)]
[8] [=στα πλαίσια τής διάλεξης]
[9] [=τής αλήθειας τού εντοπισμένου είναι, τής αλήθειας τού τόπου του]
[10] [: μπορούμε με βάση το αρχικό αξιωματικό σύστημα τού Μπέκετ να συλλάβουμε κάποια αλήθεια για το «ὂν ᾗ ὂν»;]
[11] [=ζήτημα τού ρεαλισμού στην τέχνη]
[12] [=«τοπικοποιημένο είναι» είναι συνώνυμο τού «κόσμου»]
[13] [=πλήρης αντιστοίχιση γλώσσας και φαινομένων]
[14] [Dépeupleur/The Lost Ones]
[15] [Se voir/Closed Place]
[16] [L’Expulsé/The Expelled]
[17] [Comment c’est/How It Is]
[18] [Assez/Enough]
[19] [Sans/Lessness]
[20] [«η νύχτα όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες» [Σέλινγκ-Χέγκελ]]
[21] [=ο όρος παραπέμπει στην «ποιητική» λειτουργία τής γλώσσας όπως την ορίζει ο Ρομάν Γιάκομπσον: εστίαση στο μήνυμα και στα σημεία από τα οποία αυτό συγκροτείται].
[22] [δεν αναφέρεται στις μη-συνεκτικές πολλαπλότητες, αλλά στο χιμαιρικό-είναι α λα Ντεμπόρ, πβ. désêtre: «il vaut mieux un désastre qu’un désêtre»]
[23] [Εναλλακτικά: «το κενό είναι πιο πραγματικό από το τίποτα»]
[24] [Η δωδέκατη παράγραφος από το τέλος τού κειμένου τού Μπέκετ]
[25] [βλ. ανωτέρω: «Όταν λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια μυθοπλασία όπου αναμειγνύεται το «μαύρο» ως τόπος τής περιπλάνησης με το «μαύρο» τής ακινησίας…»]
[26] [=αποτυπωθεί γλωσσικά]
[27] [=ως κενό· NB: η «θωμιστική» διδασκαλία για τη διαβάθμιση τού «είναι» [=ύπαρξη] αφορά τις λογικές των κόσμων]
[28] [πβ. υποσημείωση 27]
[29] [παρά τη ουσία (πβ. παράκλητος): κατά πάσα πιθανότητα, η «παράδοση» στην οποία αναφέρεται ο Μπαντιού παραπέμπει στην αριστοτελική κατηγορία τής στέρησης]
[30] [une compréhension véritable et dicible]
[31] [=βέβαιη πεποίθηση]
[32] [καμία έννοια δεν αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη βεβαιότητα]
[33] [το «σημαίνει» με την ίδια έννοια όπως στη φράση «Ὁ ἄναξ … οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλὰ σημαίνει»]
[34] [πβ. υποσημείωση 29]
[35] [Στη μετάφραση, το «ανάθεμα αν» αντιστοιχεί στην έκφραση «qu’on me les coupe si» (να μου τα κόψουν [τα γεννητικά όργανα] αν …)]
[36] [το στερητικό α– εδώ σημαίνει «μη εισέτι/όχι ακόμη»]
[37] [Εδώ απλοποίησα τη στρυφνή σύνταξη τού πρωτοτύπου]
[38] [Επίσκοπος Μπάρκλεϊ]
[39] [«Μίλα!»]
[40] [NB: Η ελληνική μετάφραση τού «Ακατονόμαστου» βασίστηκε στην αγγλική εκδοχή τού κειμένου και όχι στο πρωτότυπο γαλλικό κείμενο].
[41] [=αντανάκλαση ενός αντικειμένου]
[42] [βλ. αμέσως κατωτέρω («κείμενα για το τίποτα»)]
[43] [=ζητά το αδύνατο]
[44] [«το υποκείμενο εκφοράς (ή κατ΄ άλλους ομιλούν υποκείμενο ή επικοινωνούν υποκείμενο ή επικοινωνητής), παραπέμπει σε αυτόν/-ή που έχει την ευθύνη για μια διατύπωση» (Πολυτροπικότητα και πολυφωνικότητα)]
[45] [«ο/η γραμματέας» (βλ. σημ.44)]
[46] [εν προκειμένω, περί τού είναι τού ερωτώντος υποκειμένου]
[47] [Ένα από τα δύο: είτε ο θεός-φύση γεωμετρεί, είτε ο άνθρωπος]
[48] [«διαδοχή προτάσεων ληγουσών εις την αυτήν λέξιν» Λεξ. Δημητράκου· στο πρωτότυπο έχουμε «boucles» [βρόχους]]
[49] [Στην αγγλική εκδοχή έχουμε «πέτρινη» αντί για «στείρα/αχάριστη»]
[50] [=αντανάκλαση στη συνείδηση τού Νόμου … κ.ο.κ.]
[51] [Watt+Knot=whatnot (=και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς)]
[52] [πβ. «με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση»]
[53] [πβ. «με λιγότερο ή περισσότερο κόπο»]
[54] [=ως συμβαίνον]
[55] [=κάπως σπάνιο κοινό όνομα]
[56] [Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται το ουσιαστικό «collapsion», παλαιότερος τύπος τού «collapse» (κατακρήμνιση, κατάρρευση), ενώ στο γαλλικό κείμενο το ουσιαστικό «croulement» (σώριασμα)]
[57] [βλ. κατωτέρω]
[58] [=εξισωτικές]
[59] [«Έτσι όπως είναι»]
[60] [Ειρωνικό σχόλιο· ο «θεός» τού «Έτσι όπως είναι» είναι ένα σαδιστικό κτήνος· βλ. κατωτέρω]
[61] [Ο Μαλόουν είναι ο αφηγητής]
[62] [η Μόλι είναι ηλικιωμένη]
[63] [πβ. φιλότης, Εμπεδοκλής;]
[64] [πβ. ανωτέρω «[η παρουσία] αναφέρεται στο είναι, κατά το μέτρο που αυτό εξακολουθεί να μην παρουσιάζεται στο υπαρκτό κ.ο.κ.»
[65] [βλ. ανωτέρω: «Ωστόσο τι είναι το “σταχτόμαυρο”; …»]
[66] [δηλ. μετάπτωση από την ενδοκοσμική διαβαθμισμένη ύπαρξη στο απροσδιόριστο σταχτόμαυρο τού είναι]
[67] [«περαταριά» στο αγγλικό κείμενο]
[68] [Μετάφραση (ελαφρ. τροποποιημένη) Α. Αντωνόπουλου & Δ. Καραντζά]
[69] [σύστημα αρίθμησης με βάση τον αριθμό 3· δυαδικό σύστημα: 0/1, τριαδικό:0/1/2]
[70] [=νυχτερινό ταξίμι (τού Δύο)]
[71] [πβ. ανωτέρω: «το ερωτικό Δύο διαιρεί το μαύρο στα δύο … κ.ο.κ.»]
[72] [Στο πρωτότυπο, έχουμε: «μέσω τής οποίας το συμβάν αντιστοιχίστηκε με την απουσία νοήματός του»]
[73] [=ο έρωτας «παραπληρώνει» το είναι]
[74] [βλ. ανωτέρω, «Τελευταία μαγνητοταινία»]
[75] [βλ. ανωτέρω «Αρκετά»]
[76] [βλ. ανωτέρω «Ακατονόμαστος»]
[77] [βλ. ανωτέρω «Έτσι όπως είναι»]
[78] [«Χωρίς» (1969): «Θα πέσει πάνω του βροχή, σαν αυτή που φέρνει το περαστικό, βαρύ σύννεφο τής ευλογημένης εποχής τού γαλάζιου» (Pleuvra sur lui comme au temps béni du bleu la nuée passagère)]
[79] [Για την «αριθμητικότητα», δείτε κυρίως τα μεταγενέστερα σεμινάρια με τίτλο «Θεωρία τού κακού και τού έρωτα» (1990-91)]
[80] [πβ. «Γιατί δεν είναι … να μάθεις μόνο … εκείνο που έχεις γίνει, είναι να γίνεις ό,τι ζητάει η ευτυχία τού κόσμου» Γ.Ρ.]
[81] [=δείκτη (ή ιδιότητα) που διακρίνει το ερωτικό υποκείμενο (=ζεύγος) από τα υποκείμενα των άλλων γενολογικών διαδικασιών]

 

Ετικέτες: ,

Η μέθοδος τού Μαλαρμέ—A.Badiou

pierre_soulages3a

Η μέθοδος τού Μαλαρμέ: Αφαίρεση και ΑπομόνωσηA.Badiou
(Μόνο για φιλόλογους και μεταφραστές. Οι υπόλοιποι, παρακαλώ προσπεράστε) [pdf]

«Η στιγμή τής Έννοιας ενός αντικειμένου είναι ακριβώς […] η στιγμή τής αντανάκλασης, στον εαυτό του, τής καθαρής του παρουσίας ή τής παρούσας καθαρότητάς του».
Σ.Μαλαρμέ

1. «Πιο βουβό κι απ’ το σύννεφο βαρύ» [À la nue accablante tu]

Χωρίς περιστροφές, ο Μαλαρμέ επισημαίνει ότι όσον αφορά τη λογική του, τη μέθοδο που ακολουθεί, το ποίημα θα αποτυπώνει ακριβώς την απουσία της· με άλλα λόγια, πρόκειται για αυτό που το ποίημα θα «αποσιωπά» [taire]. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι το ποίημα είναι η «αποσιωπημένη [tue], μελωδική κωδικοποίηση των συστατικών μοτίβων μιας λογικής». Παραφράζοντας, μπορούμε επομένως να πούμε ότι, ως άσκηση σκέψης, το ποίημα «εξαιρεί», αφήνει δηλαδή στην άκρη την σκέψη τής εν λόγω σκέψης· το ίδιο το ποίημα αποτελεί την πράξη τής εν λόγω εξαίρεσης.

Το πολυσύνθετο τού ποιήματος προκύπτει, επομένως, από δύο παράγοντες:

α) τον άδηλο χαρακτήρα τού στοιχείου που το διέπει·
β) την πληθώρα των πράξεων αφαίρεσης, οι οποίες κάθε άλλο παρά ταυτίζονται με την (διαλεκτική;) απλότητα τής άρνησης. Όπως θα δείξω στη συνέχεια, υπάρχουν τα εξής τρία είδη «άρνησης» στον Μαλαρμέ: η έκλειψη/έλλειψη, η ακύρωση και η διάκλειση.

Το κατευθυντήριο νήμα τού εξηγητικού εγχειρήματος είναι συντακτικής υφής και δεν έχει καθόλου να κάνει με την ερμηνεία ή τη σημασιολογία. Ως προς το σημείο αυτό ο Μαλαρμέ είναι κατηγορηματικός: «Ποιος άξονας κατανοησιμότητας προϋποτίθεται σε αυτές τις αντιθέσεις; Ποιο είναι το εχέγγυο που πρέπει να διαθέτουμε; — Η σύνταξη».

Όσον αφορά το εγχείρημα τής φιλοσοφικής διασκευής τής ποίησης τού Μαλαρμέ, το οποίο προϋποθέτει την αποκατάσταση και ανασύνθεση τού ελλείποντος όρου (δηλαδή, τη σκέψη των [αποσιωπημένων] πράξεων σκέψης υπό το πρίσμα τής αλήθειας), λαμβάνουμε πάντα ως σημείο αφετηρίας την [πεζή] «μετάφραση» τού συντακτικού γίγνεσθαι τού ποιήματος, η οποία ουσιαστικά αποτελεί ένα είδος δισδιάστατης προβολής — ή στίξης[1] — τού κειμένου του.

Έστω το εξής ποίημα:

Πιο βουβό κι απ’ το σύννεφο βαρύ, μπάσο το ίδιο λάβας και βασάλτη, κι απ’ τους αντίλαλους ακόμα σκλάβους τής ξέπνοης μπουρούς,
Ποιο νεκρικό ναυάγιο (αφρέ, το ξέρεις, μα σαλιάζεις) γκρέμισε το κατάρτι του γυμνό, ύστατο, στα συντρίμμια ανάμεσα·
Ή: ποια μανία, απλωμέν’ η άβυσσος όλη, αντί για μια πληγή θεία, άκαρπη,
Στο λυτό τόσο λευκό λινάρι, άπληστα, να’χει πνίξει την παιδική υστέρα μιας σειρήνας.
[2]

Έχοντας, λοιπόν, ως φιλοσοφική πυξίδα τη γραμματική δομή τού ποιήματος, καταλήγουμε στα εξής:

— το «tu» [βουβό] τού πρώτου στίχου είναι μετοχή παρακειμένου τού ρήματος «taire» [αποσιωπώ],[3] η οποία αναφέρεται στο ναυάγιο («ποιο ναυάγιο, “κρυφά” από το σύννεφο, γκρέμισε το γυμνό κατάρτι του;»)·
— η προθετική φράση «par une trompe sans vertu» [από μια ξέπνοη μπουρού] προσδιορίζει τη μετοχή («ποιο ναυάγιο “απέκρυψε” από το σύννεφο η ξέπνοη μπουρού;»)·
— η πρόθεση «à même»[4] αναφέρεται στο «μπάσο» («το σύννεφο, μπάσο λάβας και βασάλτη, “εφάπτεται” των αντίλαλων,[5] που είναι “δέσμιοι” τής μπουρούς»)·
— το δεύτερο τετράστιχο[6] αποτελεί ερώτηση («ποιο ναυάγιο …;»)·
— στο προτελευταίο τρίστιχο, πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά από το «furibond» και το «faute» («[ποια] μανία, … αντί για μια πληγή θεία, … η άβυσσος όλη»)·[7]
— τέλος, το επίθετο[8] «furibond» [μανιασμένη, λυσσασμένη] προσδιορίζει την άβυσσο, που από τη λύσσα της[9] έπνιξε [ίσως] τη σειρήνα.

Με βάση αυτές τις κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες επιτρέπουν την πλήρη αφομοίωση τού υλικού τού ποιήματος, ολοκληρώνεται το πρώτο στάδιο ανασύνθεσής του, στο πλαίσιο τού οποίου το ποίημα αποσπάται από τον ποιητικό λόγο, έχοντας αναχθεί στο λανθάνον πεζολογικό στοιχείο του, προκειμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποτελέσει εκ νέου αντικείμενο αυστηρά φιλοσοφικής πραγμάτευσης:

Σε ποιο ναυάγιο άραγε να χάθηκε ακόμα και το γυμνό κατάρτι κάποιου πλοίου, το τελευταίο από τα συντρίμμια του; Ο αφρός τής θάλασσας — το μόνο ίσως ίχνος τής καταστροφής — το ξέρει, αλλά δεν λέει τίποτα. Κάποιες ενδείξεις θα μπορούσε ίσως να δώσει ο ήχος μιας μπουρούς, που όμως, ξέπνοος, μόλις και μετά βίας ξεχωρίζει από το φόντο τού ανταριασμένου ουρανού και τής φουρτουνιασμένης θάλασσας, που έχουν το χρώμα ηφαιστειακής πέτρας και που καταπνίγουν ακόμα και τον ήχο κινδύνου που ίσως εξέπεμψε η μπουρού τού πλοίου. — Εκτός ίσως αν η άβυσσος (θάλασσα και ουρανός μαζί), από τη λύσσα της γιατί δεν μπόρεσε να ρουφήξει κάποιο πλοίο, κατάπιε μια σειρήνα, οπότε, στην πραγματικότητα, ο λευκός αφρός δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τούφα από τα μαλλιά της.

Το ποίημα ξεκινά με την αναγνώριση μιας διαφοράς: υπάρχει ο τόπος, η κατάσταση (δηλ. ο ουρανός και η θάλασσα μαζί), αλλά υπάρχει και ο αφρός που προσδιορίζεται ως το ίχνος ενός συμβεβηκότος (ή, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιώ, το «όνομα ενός συμβάντος»). Το ποίημα οφείλει λοιπόν να πραγματευτεί το ίχνος απεικονίζοντάς το με πιστότητα.

Το ίχνος (ο αφρός) λειτουργεί ως όνομα που περικλείει μεν γνώση («αφρέ, το ξέρεις»), αλλά η γνώση αυτή παραμένει άδηλη και κρύφια («μα σαλιάζεις»). Επομένως, το ποίημα θα κάνει να ακουστεί το όνομα, δηλαδή θα το αξιοποιήσει ως συμβαντική ονομασία. Το εγχείρημα αυτό θα στηριχθεί σε δύο εναλλακτικές υποθέσεις, πράγμα που δηλώνεται με το διαζευκτικό μόριο «ή»:[10]

α) ο αφρός, λοιπόν, είτε θα είναι το ίχνος που άφησε στον τόπο το ναυάγιο ενός πλοίου,
β) είτε θα είναι το ίχνος τής βύθισης μιας σειρήνας.

Με αφετηρία επομένως τον αφρό που προστίθεται στην ερημιά τού τόπου, διαπιστώνουμε ότι το «πλοίο» και η «σειρήνα» αποτελούν δύο φευγαλέους, αμυδρά αντιληπτούς όρους, στους οποίους αποτυπώνεται η πρώτη διαδικασία αφαίρεσης που αφορά ακριβώς στο συμβάν, καθόσον αυτό παρουσιάζεται πάντα ως εξηλειμμένο. Ο «αφρός» δεν είναι παρά το όνομα που αντιστοιχίζεται σε αυτή την εξαφάνιση. Επομένως, το ναυάγιο προϋποθέτει το πλοίο, όπως ακριβώς ο πνιγμός ή η καταβύθιση προϋποθέτει τη σειρήνα.

Θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το όνομα τού συμβάντος συνάγεται αποκλειστικά και μόνο από το γεγονός τής εξάλειψής του, ο Μαλαρμέ κατασκευάζει με βάση τον φευγαλέο όρο, που ενσαρκώνει τρόπον τινά την εξαφάνιση αυτή, μια σειρά από μετωνυμικές αλυσίδες με τις οποίες το υποθετικό αυτό σώμα[11] «ρινίζεται» μέχρι σημείου εκμηδένισης. Πράγματι, το πλοίο υποδηλώνεται από την εξαφάνιση ενός μέρους του, από την εξαφάνιση δηλαδή τού καταρτιού του, τού τελευταίου από τα συντρίμμια του, ή από τον υποτιθέμενο ανεπαίσθητο ήχο τού σήματος κινδύνου τής μπουρούς, ενώ η σειρήνα ταυτίζεται ουσιαστικά με τα παιδικά μαλλιά της, από τα οποία τελικά απομένει μια μόνο λευκή τούφα.

Αν κατά σύμβαση απεικονίσουμε την αφαιρετική πράξη τής εξάλειψης τού όρου που υποτίθεται ότι εμφανίζεται ως πλεόνασμα στον τόπο (το συμβάν-«πλοίο» ή το συμβάν-«σειρήνα») με μια μπάρα, με το σύμβολο τής ακύρωσης, τότε οι δύο αλυσίδες που αντιδιαστέλλονται με τη χρήση τού μορίου «ή» εμφανίζονται με την εξής μορφή:

image_metonymy

Οι εξηλειμμένοι όροι έχουν όλα τα χαρακτηριστικά τής συμβαντικής ονοματοδοσίας:

α) το ότι είναι δύο διαφορετικοί όροι σημαίνει ότι υπάγονται στην έννοια τής αναποφανσιμότητας (πρέπει να ισχύει είτε το ένα, είτε το άλλο
β) οι δύο όροι καλούν να παρουσιαστεί το κενό ως στοιχείο τής κατάστασης ή τού τόπου, δηλαδή το Είναι-του-ως-τέτοιο (—το πλοίο έχει καταποντιστεί, την σειρήνα την έπνιξε η «άπληστη» άβυσσος), ενώ θα λέγαμε ότι αντλούν την αποτελεσματικότητά τους ακριβώς από την απορρόφησή τους στην κενή χοάνη τής θαλάσσιας αβύσσου, καθώς στην επιφάνεια τής αβύσσου, στον διφορούμενο αφρό, λειτουργούν ως φευγαλέες αναπαραστάσεις της.

Ωστόσο, το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικές υποθέσεις, δύο εξαφανίσεις, προκειμένου να προσδεθεί το ίχνος (ο αφρός) στην εξαφάνιση αυτού που ίσως έλαβε χώρα δείχνει ότι για τον Μαλαρμέ οι εν λόγω όροι δεν αποτελούν απλώς σύμβολο τής αναποφανσιμότητας. Και τούτο γιατί η εμφάνιση τής σειρήνας προϋποθέτει μια δεύτερη, διαφορετικού τύπου άρνηση. Υπό το πρίσμα, βεβαίως, τής διφορούμενης υπόθεσης τού ναυαγίου, το πλοίο έρχεται να προστεθεί δύο φορές στον τόπο: τα πανιά σκίστηκαν, η μπουρού (που είναι και αυτή σειρήνα, αλλά σειρήνα κινδύνου) σίγησε, το τελευταίο από το συντρίμμια του εξαφανίστηκε στην άβυσσο, αλλά στη συνέχεια τίθεται εν αμφιβόλω όχι μόνο το περιστατικό τού ναυαγίου, αλλά και η ίδια η ύπαρξη τού πλοίου. Ίσως επρόκειτο για τον πνιγμό μιας σειρήνας. Με την πρώτη μεν αφαίρεση αναπαριστάται η εξαφάνιση τού υποθετικού όρου, η οποία [εξαφάνιση] εξιστορείται πιθανώς από τον αφρό, με τη δεύτερη δε ακυρώνεται το ίδιο το γεγονός τής εξαφάνισης. Στο πλαίσιο αυτής τής ακύρωσης έρχεται να πραγματοποιηθεί η απαλοιφή[12] τού τελικού φευγαλέου όρου (τής σειρήνας).

Ο δεύτερος αυτός όρος αποτυπώνεται στο κείμενο μέσα από την πλήρη απόσυρση ή αποσιώπηση τού πρώτου όρου, υπό την έννοια ότι η πράξη αυτή τής αποσιώπησης δεν αφορά πλέον τον όρο αυτόν καθ’ εαυτόν (δηλαδή το πλοίο) αλλά την εξαφάνισή του (το ναυάγιο). Με τη χρήση, επομένως, τής διάζευξης «ή», με την οποία συντελείται η εξαφάνιση τού ήδη εξαφανισθέντος και η οποία λειτουργεί ως σχάση που απαιτεί την ακύρωση τής μιας εκ των δύο υποθέσεων, επισημαίνεται η αναποφανσιμότητα τού συμβάντος.

Εάν λοιπόν η συμβαντικότητα τού συμβάντος έγκειται στον αναποφάνσιμο χαρακτήρα του, τότε θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως αβέβαιο και το ίδιο το ενδεχόμενο τής εξαφάνισής· με άλλα λόγια, να αφεθεί μετέωρη η πρώτη πράξη αφαίρεσης στο πλαίσιο τής οποίας δόθηκε το πρωταρχικό όνομα «αφρός» στο καθαυτό συμβάν. Θα χρησιμοποιήσω στο εξής τον όρο «ακύρωση» για να χαρακτηρίσω τη δεύτερη αυτή πράξη αφαίρεσης, η οποία συνιστά, θα έλεγα, αφαίρεση υψωμένη στη δεύτερη δύναμη.[13]

Προκειμένου το ποίημα να μετασχηματιστεί σε σκέψη τού συμβάντος ως τέτοιου, πρέπει πρώτα το image_ship_cancel, αυτό δηλαδή που έλαβε χώρα, να ακροβατήσει ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία και μόνο κατόπιν μπορεί να εμφανιστεί η ιδεατή image_siren, που στο εξής θα αντιπροσωπεύει το συμβάν, υπό τον όρο ότι το εν λόγω συμβάν θα έχει ήδη εδραιώσει τον συμβαντικό του χαρακτήρα έχοντας περάσει από τη δοκιμασία τού αφανισμού τής εξαφάνισής του. Μόνο έτσι μπορεί το ποίημα να προσφέρει το συμβάν μαζί με την αναποφανσιμότητά του. Τέλος, η «ακύρωση» είναι αυτό που προσθέτει στην εφήμερη διαδικασία αφαίρεσης [=εξαφάνισης] τού ίδιου τού συμβάντος το στοιχείο τής ανάγκης λήψης απόφασης επί τού ζητήματος τής ονομασίας του. Γιατί με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε να σκηνοθετήσει ο ποιητής την εν λόγω απόφαση παρά αποσύροντας το πρώτο υποθετικό όνομα μέσω τής συντακτικής δήλωσης τής σχέσης διάζευξης («[αυτό] ή [αυτό]»);

Το ποίημα λοιπόν αυτό σκέφτεται τη σκέψη τού συμβάντος υποβάλλοντας ένα συγκεκριμένο όνομα («αφρός») — το οποίο ακόμη στερείται εννοίας, καθώς αφήνει μετέωρο το ενδεχόμενο τής σύγκλησης ή συνεκφοράς[14] τού κενού ως τού καθαυτό είναι τού τόπου — στη δοκιμασία μιας καθαρής, αφηρημένης επιλογής (—αφηρημένης μέχρι σημείου αναποφανσιμότητας) μεταξύ δύο εξίσου εφήμερων όρων («πλοίο/σειρήνα»), οι οποίοι καλούνται να επιτελέσουν τη λειτουργία τής υπόμνησης τού συμβεβηκέναι. Η ακύρωση έχει, επομένως, την έννοια ότι τίθεται υπό διαγραφή η εξαφάνιση τού συμβάντος μέσω τής αναγκαιότητας μιας απόφασης που απορρέει από την εξ ορισμού αναποφανσιμότητα τού αποσβενόμενου ή διαφεύγοντος στοιχείου, το οποίο έρχεται να προστεθεί, για το διάστημα που διαρκεί η διαδικασία εξαφάνισής του, στην ατονία τού τόπου.

2.Αφιερώνοντας τον όνυχα των διάφανων νυχιών της [Ses purs ongles très haut]

Η όλη διαδικασία τής αφαίρεσης βρίσκει τη διαχρονικά εμβληματική ποιητική της έκφραση στο ποίημα με τίτλο «Ses purs ongles très haut», για το οποίο ο Μαλαρμέ ήταν ιδιαίτερα περήφανος. Ο ποιητής περιγράφει το εν λόγω ποίημα ως «κενό σονέτο που παντοιοτρόπως αντανακλά τον εαυτό του» καθώς και ως «σονέτο-αλληγορία τού εαυτού του» (όπως το τιτλοφόρησε στην αρχική εκδοχή του).

Πράγματι, στο συγκεκριμένο ποίημα, που, ως είθισται για τον Μαλαρμέ, αφιερώνεται στη σκέψη τού καθαρού συμβάντος με αφετηρία το κριθέν ίχνος του, βλέπουμε τον ποιητή να εφαρμόζει το σύνολο των προαναφερθέντων αφαιρετικών διαδικασιών, καθώς στην έκλειψη/εξαφάνιση και την ακύρωση προσθέτει τον μηχανισμό τής διάκλεισης εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στην προβληματική τού ακατονόμαστου.

Στη συνέχεια, στο πλαίσιο μιας πρώτης προσέγγισης, παραθέτουμε το ποίημα μαζί με την πεζολογική του απόδοση, παραλείποντας να αναφερθούμε λεπτομερώς στον συντακτικό εξαρτισμό του:

 Αφιερώνοντας τον όνυχα των διάφανων νυχιών της, στο μεσονύχτι, λαμπαδηφόρα στενάζει η Αγωνία· τα ’σπερνά ονείρατα που της παραναλοί ο Φοίνιξ δεν τα περμάζεψε καμία τεφροδόχη.
Στο ντρεσουάρ τού άδειου σαλονιού, ούτε μια πτύχα, κάποιο σπασμένο μπιμπελό βαρύγδουπης μωρίας, (διότι «απουσιάζει ο Κύριος, ν’ αρμέξει πήγε τα δάκρυα τής Στύγας», με τού κενού ζωσμένος το μόνο καύχημα).
Μα, στο βορεινό κούφωμα δίπλα, κάτι χρυσό ψυχορραγεί, ίσως γιατί οι ανάγλυφοι μονόκεροι τη φλόγα τους ξερνούν στην ξωτικιά,
Που γυμνή μες στον καθρέφτη κείται, νεκρή, καθώς κορνιζωμέν’ η λήθη ανακλά μεμιάς το είδωλο τού λαμπερού σεπτέτου.[15]

Τα μεσάνυχτα, σε κάποια σάλα, κυριαρχεί μόνο η αγωνία, που την τροφοδοτεί η απώλεια τού φωτός. Σαν[16] να πρόκειται για τη σβηστή φλόγα κάποιου πυρσού, στον τοίχο, σε σχήμα χεριών ενωμένων σε ικεσία, η αγωνία τού κενού μάταια γυρεύει γιατρειά στα απομεινάρια τού δειλινού ή στις στάχτες των ονείρων της που θα εναποτίθεντο σε κάποια τεφροδόχο. Ο ποιητής-οικοδεσπότης έφυγε με προορισμό τη Στύγα παίρνοντας μαζί του κάποιο σημαίνον που δεν αντιστοιχεί σε τίποτε το υπαρκτό (την «πτύχα»). Ωστόσο, στο βορεινό παράθυρο, τρεμοφέγγει η χρυσή ανάγλυφη κορνίζα ενός καθρέφτη, όπου απεικονίζονται μονόκεροι να κυνηγούν μια νερονύφη. Η σκηνή σβήνει μέσα στο σκοτάδι, λες και πνίγεται η ξωτικιά μέσ’ το νερό τού καθρέφτη, όπου όμως σχηματίζεται ξαφνικά το είδωλο τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου.

Το συμβάν που προϋποτίθεται στο ποίημα είναι προφανώς η δύση τού ήλιου, το «εσπερινό όνειρο», που είναι η πλέον χρησιμοποιούμενη μεταφορά για την εξαφάνιση στο έργο τού Μαλαρμέ. Το σονέτο καταπιάνεται με τον εντοπισμό και την επεξεργασία — εντός τού τόπου, που δεν είναι πια η θάλασσα και ο ουρανός, αλλά μια άδεια σάλα — των «ιχνών» τής μεγαλοπρεπούς αυτής εξαφάνισης, δηλαδή των πρωταρχικών ονομάτων που, αποδιδόμενα στο συμβάν, λειτουργούν ως οχήματα αποτύπωσης τής αναποφανσιμότητάς του (κατά τρόπο ανάλογο με τη λειτουργία που επιτελεί ο «αφρός» στο προηγούμενο ποίημα).

Η στρυφνότητα τού ποιήματος προκύπτει αυτή τη τη φορά από το γεγονός ότι οι δύο πρώτες στροφές πραγματεύονται την προφανή απουσία οποιουδήποτε ίχνους. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο τίθεται φραγμός στη φαινομενικά παντοδύναμη πράξη τής ονοματοδοσίας τού συμβάντος. Όσον αφορά λοιπόν τη συμβαντική εξαφάνιση, θα μπορούσε κάποιο στοιχείο τού τόπου ή τής κατάστασης να είναι τόσο αλλόκοτο και απόκοσμο, ώστε να πρέπει να θεωρείται ακατονόμαστο.

Από την άλλη πλευρά, τα τρίστιχα διέπονται από την υπόρρητη λογική τής εξαφάνισης και τής ακύρωσης, την οποία εξετάσαμε ανωτέρω. Θα αναλύσουμε πρώτα τις φράσεις που έπονται τού συνδέσμου «μα» [mais], ο οποίος, ας σημειωθεί εδώ, λειτουργεί στο ποίημα ως αντίδοτο στην αγωνία που προκαλεί η κρύφια ύπαρξη τού ακατονόμαστου.

Όπως ήδη αναφέραμε, ο ήλιος που δύει είναι το συμβάν που τοποθετείται στο μεταίχμιο τής ημέρας και τής νύχτας. Αρχικά, το συμβάν ως στοιχείο τής κατάστασης ή τού τόπου (τής άδειας σάλας) εκφράζεται μεταφορικά με τη διαίρεση τού καθρέφτη: η χρυσή ανάγλυφη κορνίζα του με τους μονόκερους αντιδιαστέλλεται από την σκοτεινή του επιφάνεια. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο ήλιος που βασιλεύει υποδηλώνεται από τη χρυσή κορνίζα, ενώ η νύχτα από την επιφάνεια τού καθρέφτη. Το «ψυχορράγημα» τής χρυσής πατίνας δίνει το έναυσμα για την εμφάνιση τής ξωτικιάς που αποτελεί η ίδια μια ακόμα ενσάρκωση τής φευγαλέας αυτής σχάσης: προκειμένου να ξεφύγει από τη φλογερή ανάσα των μονόκερων, φεύγει από το κάδρο και, ως άλλη σειρήνα, βυθίζεται στο σκοτάδι τού καθρέφτη. Αυτός ο χαρακτηριστικός εφήμερος όρος πρέπει με τη σειρά του να απαλειφθεί, προκειμένου έτσι να επιβεβαιωθεί η αναποφανσιμότητα τού συμβάντος. Η ξωτικιά θα έπρεπε λοιπόν να θαφτεί κάτω από την επιφάνεια τού καθρέφτη («γυμνή … νεκρή»), αν δεν συνέβαινε να εμφανιστεί το είδωλο τού αστερισμού (εξέλιξη που δηλώνεται κλασικότροπα με τον σύνδεσμο «καθώς» [encore que] στο πλαίσιο τής διαδικασίας ακύρωσης[17]).

Εστιάζοντας στα τρίστιχα, βλέπουμε τα εξής στοιχεία:

α) τον «καθρέφτη»: το αρχικό υπόβαθρο στα πλαίσια τού οποίου τίθεται το διακύβευμα τής ονοματοδοσίας τού συμβάντος-«ήλιου»·
β) την «ξωτικιά», έναν εφήμερο όρο που προτείνεται στο πλαίσιο μιας πρώτης απόπειρας ονοματοδοσίας·
γ) τον «αστερισμό», δηλαδή έναν δεύτερο όρο, που παραπέμπει στον πρώτο[18] ακυρώνοντας την εξαφάνισή του και ο οποίος στο εξής θα αποτελεί το «έρεισμα» για μια ενδεχόμενη νυχτερινή προσήλωση στο αφανισμένο συμβάν.

Μέσω λοιπόν τής επιλογής τού ονόματος «αστερισμός», που ακυρώνει ή απορρίπτει την εναλλακτική λύση τής «ξωτικιάς» δείχνοντας έτσι προς την κατεύθυνση τού αναποφάνσιμου, μας προσφέρεται το συμβάν-«ήλιος» ως κάτι που έρχεται να προστεθεί στο κενό τής σάλας.

Ποια είναι, λοιπόν, η σημασία και ο σκοπός τής προπαρασκευαστικής οργάνωσης των δύο πρώτων τετράστιχων;

Σε αντίθεση με άλλα ποιήματα τού Μαλαρμέ, όπου εξαρχής πραγματοποιείται η παραπλήρωση τού τόπου με την προσθήκη ενός πλεονάζοντος όρου (όπως λ.χ. θάλασσα+αφρός), το σονέτο που αναλύουμε ξεκινάει με μια μάταιη επιθεώρηση τού τόπου και μόνο αργότερα αναγνωρίζεται ο καθρέφτης ως το στοιχείο εκείνο που μπορεί να υπερβεί την «αντικειμενική» μηδαμινότητα τού τόπου. Είναι σαφές πως οι όροι «τεφροδόχη», «κύριος (σε ταξίδι στη Στύγα)» και «(ανύπαρκτη) πτύχα», οι οποίοι προτείνονται διαδοχικά, λειτουργούν ως τριπλό «ανάθεμα» επί τού αφαιρετικού. Ο νεκρικός αμφορέας περιέχει μόνο στάχτες, ο οικοδεσπότης είναι μακαρίτης και η «πτύχα» είναι μια λέξη που δε λέει απολύτως τίποτα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι εντός τής κατάστασης δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επιβεβαιωθεί η παρουσία κανενός από αυτούς: «καμία τεφροδόχη», «απουσιάζει ο Κύριος», «καμία πτύχα». Οι οντότητες αυτές έχουν όπως φαίνεται τον χαρακτήρα τού «εφήμερου όρου», εμπίπτουν δηλαδή στο πεδίο τής συμβαντικής ονοματοδοσίας, καθώς αντλούν το είναι τους από το γεγονός ακριβώς ότι αποτελούν ονοματικούς προσδιορισμούς τού μη-είναι. Ωστόσο, δεν μπορούν οι ίδιοι να εξαφανιστούν, διότι, καθόσον εκφέρονται εντός τού τόπου, τελούν υπό το κράτος μιας ριζικής απουσίας και επομένως δεν παράγουν κανένα προσδιορίσιμο αποτέλεσμα. Ως προς το σημείο αυτό διαφέρουν ουσιωδώς τόσο από το υποθετικό πλοίο, τού οποίου η ύπαρξη συνάγεται από τον αφρό, όσο και από τον καθρέφτη που διακρίνεται στο ημίφως. Οι εν λόγω όροι δεν αποτυπώνουν τίποτε το συγκεκριμένο, το μόνο που κάνουν είναι να απουσιάζουν.

Επιπλέον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι τρεις αυτοί όροι έχουν υποστεί ακύρωση, όπως συμβαίνει με την «ξωτικιά» (ή το «πλοίο»). Κι αυτό γιατί, προκειμένου να ακυρωθεί ένας εφήμερος όρος ούτως ώστε να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω αφαίρεση για την παρουσίαση τού αναποφάνσιμου, θα πρέπει επιπλέον ο συγκεκριμένος όρος να βασίζεται και να παραπέμπει σε κάποιο ίχνος (όπως λ.χ. στον αφρό ή τον καθρέφτη), με αποτέλεσμα η ακύρωση να αποτελεί ένδειξη τού ότι το ίχνος δύναται να λάβει μια διάδοχη ονομασία (για παράδειγμα, «σειρήνα» ή «αστερισμός»).

Η τεφροδόχος, ο οικοδεσπότης και η πτύχα είναι οντότητες που φέρουν όλα τα γνωρίσματα τού εφήμερου όρου με την εξαίρεση τής εικαζόμενης πράξης τής απόσυρσης [=έκλειψης], η οποία μόνη προσδιορίζει την ικανότητά του[19] να υπομιμνήσκει το συμβάν. Επιπλέον, φέρουν, ομοίως, όλα τα γνωρίσματα τού ακυρωθέντος όρου, με τη διαφορά ότι ακυρώσιμο είναι μόνο ό,τι μπορεί να υποτεθεί ως εφήμερος όρος κατά τρόπον ώστε να καταφάσκεται η αναποφανσιμότητά του.

Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι στη θέση τους δεν μπορεί να τοποθετηθεί κανένας άλλος όρος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη «σειρήνα» που υποκαθιστά το «πλοίο» (ή τον «αστερισμό» που εμφανίζεται στη θέση τής «ξωτικιάς»). Οι εν λόγω όροι έχουν την ιδιότητα τού αναντικατάστατου.

Επομένως, σε αυτούς τους όρους πρέπει να αποδοθεί μια άλλου τύπου αφαιρετική λειτουργία, η οποία δεν ταυτίζεται ούτε με την έκλειψη/έλλειψη, η οποία παραπέμπει στο συμβάν, αλλά ούτε και με την αυτόβουλη ακύρωση, που παραπέμπει στην αναποφανσιμότητα. Για τη λειτουργία που αυτοί επιτελούν θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «διάκλειση». Με τη χρησιμοποίηση όρων αυτού τού τύπου δηλώνεται το ότι η δύναμη τής αλήθειας που διαχέεται από το συμβάν στο πλαίσιο μιας κατάστασης δεν καλύπτει συνολικά την εν λόγω κατάσταση. Εκτός τού πεδίου αυτής τής δύναμης τίθεται η ύπαρξη τού εξηρημένου ως τέτοιου, η ύπαρξη τής αχαρακτήριστης ή απροσδιόριστης έλλειψης, τού πράγματος εκείνου που δεν μπορεί να προσεγγιστεί και να λάβει όνομα, ούτε καν στο πλαίσιο τής πιστής αποτύπωσης τού ίχνους τού συμβάντος (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει αντιθέτως στην περίπτωση τού «αστερισμού» που θα λέγαμε ότι αποτελεί το γράφημα τού συμβάντος-«ήλιου»).

Αν, όσον αφορά την απεικόνιση τού συμβάντος, το διακύβευμα εστιάζεται κατά πρώτον στους πρωταρχικούς όρους («αφρός», «καθρέφτης») που οριοθετούν και προσδιορίζουν τον συμβαντικό χώρο· αν, επιπλέον, με τους αρχικούς εφήμερους όρους («πλοίο», «ξωτικιά») υλοποιείται με αφαιρετικό τρόπο η απεικόνιση αυτή, και αν, τέλος, οι όροι που προκύπτουν από τη διαδικασία τής ακύρωσης («σειρήνα», «αστερισμός») παραπέμπουν στην αναποφανσιμότητα προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τον θρίαμβο τής σκέψης, τότε με τους υπό διάκλειση όρους θα χαράσσεται εντός τού τόπου το περίγραμμα τής ζώνης τού ακατονόμαστου υπό μορφή απουσίας τού τόπου από τον εαυτό του. Οι εν λόγω όροι θα λειτουργούν πλέον ως φραγμός.

Όσον αφορά λοιπόν την πολυσυνθετότητα των ποιητικών αφαιρετικών λειτουργιών, θα πρέπει να διακρίνουμε τις εξής κατηγορίες:

α) την εξαφάνιση/έκλειψη, η οποία έχει τη σημασία τής οριοθέτησης [τού συμβαντικού χώρου
β) την ακύρωση, που λειτουργεί ως πειστήριο αναποφανσιμότητας και ως σκαλωσιά για την ανάπτυξη τής διαδικασίας τής αλήθειας·
γ) και, τέλος, τη διάκλειση η οποία επιτρέπει τη σύνδεση με το ακατονόμαστο τής κατάστασης, δηλαδή με ό,τι συνιστά ανυπέρβλητο φραγμό για τη συγκεκριμένη διαδικασία αλήθειας.

Πέραν τού ότι το ακατονόμαστο εκφράζεται μεταφορικά ως ριζική απουσία, ως αυτό που τίθεται εκτός τού πεδίου επενέργειας τής δύναμης τής μετασυμβαντικής αλήθειας, τι ακριβώς μας λέει το ποίημα όσον αφορά το «περιεχόμενο» τού ακατονόμαστου;

— Καταρχάς, ότι ο κύριος (δηλ. ο ποιητής) πήγε στη Στύγα, πράγμα που υποδηλώνει ότι, ως στοιχείο τής ζώνης απουσίας τού τόπου από τον εαυτό του, ο οικοδεσπότης συμβολίζει την αφαίρεση τού υποκειμένου. Το ότι η κατασκευή τού ποιητικού τόπου απαιτεί ως τίμημα τη διάκλειση τού υποκειμένου του αποτελεί, κατά κυριολεξία, θεώρημα τού Μαλαρμέ: «το δικαίωμα κάποιου να φέρει εις πέρας κάτι που να ξεφεύγει από τα πλαίσια τού συνηθισμένου, που να περιφρονεί τις αναίσχυντες μηχανορραφίες, αποκτάται με τίμημα την παράλειψη τού ονόματός του ή μάλλον με τον θάνατό του ως κυρίου τάδε». Εν προκειμένω, με τη διάκλειση εκφράζεται το γεγονός ότι εντός των ορίων τού ποιητικού τόπου ο δημιουργός του θα παραμένει άγνωστος και ανώνυμος. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι δεν μπορεί από το εσωτερικό μιας διαδικασίας αλήθειας να κατονομαστεί το υποκείμενό της.

— Δεύτερον, ότι δεν υπάρχει «καμία τεφροδόχη». Στην περίπτωση αυτή, η αφαίρεση αφορά τον θάνατο. Η θετική δύναμη μιας αλήθειας, που στο συγκεκριμένο ποίημα βρίσκει έρεισμα στον «αστερισμό» υπό την εξηλειμμένη συνθήκη τού συμβάντος-«ήλιου» , προσκρούει στον θάνατο ως αυτό που δεν είναι ποτέ εκεί.

— Τέλος, ότι η πτύχα δεν είναι απλώς «κάποιο σπασμένο μπιμπελό βαρύγδουπης μωρίας», δηλαδή σημαίνον χωρίς σημασία, αλλά συγχρόνως και «τού Κενού το μόνο καύχημα», δηλαδή υλικότητα χωρίς συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, ένα αντικείμενο άνευ αντικειμένου.[20] Είναι προφανές ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για τη γλώσσα αυτή καθ’ εαυτή, για την ποιητική τού ποιήματος, που ως μόνη εγγύηση έχει την ίδια τη γλώσσα, με την έννοια ότι το μη-όλο της δεν έχει καμία επαληθεύσιμη αναφορά πέραν τού Κενού επί τού οποίου εδράζεται το ποιητικό της διάκενο.[21]

Επομένως, με τους υπό διάκλειση όρους εκφράζεται το γεγονός ότι το ακατονόμαστο δηλώνεται πολλαχώς: ως υποκείμενο, ως θάνατος, αλλά και ως γλώσσα. Όσο μεγάλη κι αν είναι η νίκη που επιτυγχάνει (έστω και στην αρένα τού καθρέφτη τού ποιήματός μας, όπου βλέπουμε να αποσοβείται τελικά ο κίνδυνος τής σκοτεινής λήθης που απειλεί να καλύψει την κατάσταση), μια ποιητική αλήθεια δεν μπορεί λοιπόν ποτέ να καθηλώσει στο πεδίο τού λέγειν ούτε το εννοούμενο υποκείμενό της (τον ποιητή), ούτε την παύση που επωάζει (τον θάνατο), αλλά ούτε και το υλικό που επεξεργάζεται (τη γλώσσα «καθ’ εαυτή»).

Εν κατακλείδι, το γνώρισμα τής μη υποκαταστασιμότητας που χαρακτηρίζει τους συγκεκριμένους όρους δεν σημαίνει παρά ότι στη θέση τού ακατονόμαστου εντοπίζεται μια ενικότητα που δεν δύναται να αρθεί διαλεκτικά με τη χρήση οποιουδήποτε είδους μεταφοράς.

3. Πρόζα (για τον ντεζ Εσέντ)

Οι τρεις αφαιρετικές πράξεις (τής έκλειψης, ακύρωσης και τής διάκλεισης), καθώς και τα αντίστοιχα νοητικά αντικείμενα αναφοράς τους (δηλ. το συμβάν, το αναποφάνσιμο και το ακατονόμαστο) συνιστούν μεν, αφενός, τους όρους δυνατότητας ύπαρξης τού ποιήματος (πράγμα που σημαίνει ότι στο ποίημα πρέπει να συμβεί κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο του τον τόπο) και, αφετέρου, τα όριά του (με την έννοια ότι το ποιητικό λέγειν δεν μπορεί να καλύπτει το παν), πλην όμως δεν καθορίζουν το τελικό του διακύβευμα. Το ύστατο ζήτημα είναι αυτό τής αλήθειας (τής Ιδέας ή τής Έννοιας), η παρουσίαση τής οποίας προϋποθέτει σχήματα ρήξης και πρωτόκολλα συγκεκριμενοποίησης που δεν μπορεί να προσφέρει από μόνη της η αρνητική διαλεκτική.

Κατά πρώτον, ας παραμερίσουμε κάποιες προφάσεις εν αμαρτιαίς που συχνά προβάλλονται όσον αφορά το διακύβευμα τής ποίησης.

Καταρχάς, δεν τίθεται καν θέμα άμβλυνσης των ατελειών τού κόσμου μέσω ατάκτως ερριμμένων παραμυθητικών επινοήσεων. Καθώς «ο νεωτερικός άνθρωπος απεχθάνεται τη φαντασία»,[22] η πράξη τού ποιητή που προσεγγίζει τον τόπο τής αλήθειας συνίσταται στο να «αποκλείει την είσοδο σε αυτόν τής  ονειροφαντασίας, που λειτουργεί ως πρόσκομμα στην εκτέλεση τού καθήκοντός του».

Επιπλέον, δεν είναι σκόπιμο να επιχειρείται η αποτύπωση μιας φυσικής Παρουσίας. Όταν, λοιπόν, ο Μαλαρμέ γράφει ότι «η Φύση έχει ήδη λάβει χώρα· τι μπορεί κανείς να προσθέσει σε αυτή;» ή ακόμα ότι «[σ]το δροσερό πρωινό … απ’ τη φλογέρα μου χύνεται το νερό που κελαρύζει»,[23] θέλει να πει ότι καμιά φυσική έκσταση δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την πρόκληση τής ποιητικής παραγωγής.

Τέλος, το ποίημα δεν έχει τον χαρακτήρα προσωπικής εκμυστήρευσης. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι στο ποίημα το υποκείμενο έχει τη θέση τού ακατονόμαστου.

Επομένως, η ποίηση τού Μαλαρμέ δεν είναι ούτε ελεγειακή ούτε λυρική ούτε δοξαστική. Αλλά τότε τι είναι αυτό που εξωτερικεύει; Όπως αναφέρει ρητά ο ποιητής, το διακύβευμα τού ποιήματος συνίσταται στην Έννοια, που απεικονίζεται μεταφορικά, μεταξύ άλλων, και από τον Αριθμό. Τι είναι όμως μιας έννοια; «Η στιγμή τής Έννοιας ενός αντικειμένου είναι ακριβώς […] η στιγμή τής αντανάκλασης, στον εαυτό του, τής καθαρής του παρουσίας ή τής παρούσας καθαρότητάς του».[24] Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι επομένως η καθαρότητα. Σε αυτό λοιπόν συνίσταται το διακύβευμα τού ποιήματος· η ποιητική κατασκευή έχει χαρακτήρα αφαιρετικό, στο μέτρο ακριβώς που αποσκοπεί στον εξαγνισμό.

Προς επιβεβαίωση, θυμίζουμε μερικά μόνο από τα δεκάδες παραδείγματα που συναντάμε στα κείμενα τού Μαλαρμέ:

— ο σχηματισμός τού τυχαίου Αριθμού τής ζαριάς· κάτι που συμβαίνει ιδεωδώς ως «αστρική απόρροια»·
— τη μεταφορική παρθενικότητα τής Ηρωδιάδας·
— «το καθαρό δοχείο που δεν σπίλωσε ποτέ ποτό»·[25]
— «την αγνότερη σημασία» που προσδίδει ο ποιητής στις «φατριακές λέξεις»·[26]
— τον «άμωμο ήρωα τής μεταθανάτιας προσμονής»·[27]
— την «καθαρή στίλβη» τού Κύκνου·
— τις σημειώσεις για το τελευταίο μέρος τού Ίγκιτουρ, όπου διαβάζουμε το εξής: «με το κενό φευγάτο απομένει τής αγνότητας το κάστρο».

Τι είναι όμως αυτή η «καθαρότητα»; Πρόκειται, πιστεύω, για την κατασκευή μιας Ιδέας κατά τρόπο ώστε αυτή να μην περιλαμβάνεται σε καμία σχέση, δηλαδή μιας Ιδέας που να αναδεικνύει εκείνη τη διάσταση τού είναι που ελευθερώνεται από κάθε δεσμό, τη χωριστή του μαρμαρυγή, την πολλαπλότητά του από την οποία δεν προκύπτει καμία Ολότητα· την παγερότητά του («[αστερισμός] παγερός από τη λήθη και την αχρηστία»[28]· την απόζευξή του, σύμβολο τής οποίας είναι η θάλασσα που «αποσυνδέεται κυριολεκτικά από τη φύση»·[29] την παρθενικότητά του με την έννοια τής ειδοποιού λευκότητας, τής αυτόδηλης αποτομής (όπως συμβαίνει στο περίφημο εκείνο κείμενο όπου η καθαρή Διττότητα τού λευκού [τής κόλλας τού χαρτιού] (δηλ. ό,τι υπάρχει προ τής αποτύπωσης τού λόγου, αλλά και ό,τι απομένει μετά τη γραφή) αποτελεί το μόνο τεκμήριο τής Ιδέας: «παρθενικότητα που μοναχικά, μπροστά στη διαύγεια ενός καίριου βλέμματος, μοιάζει να διαιρείται από μόνη της σε σπαράγματα αληθολογίας, το καθένα τους γαμικό σύμβολο τής Ιδέας»[30]).

Η καθαρή παρουσία τής Έννοιας, που εκμαιεύεται μέσω τής διάρθρωσης τού ποιήματος, σημαίνει πρωτίστως την έρημη μοναξιά τού είναι, την αναποτελεσματικότητα κάθε νόμου, κάθε συμβόλου, που το ενοποιεί και το επανενοποιεί. Το ποίημα δηλώνει ότι το να μη συνδέεται με τίποτα άλλο αποτελεί συνθήκη τού είναι («τίποτα, τούτος ο αφρός, παρθένος στίχος»[31]). Το μεγαλείο τού ποιήματος-σκέψης λέγεται με τις εξής τρεις λέξεις: α) την «άρνηση» (κάθε φυσικής σχέσης)· β) τον «φραγμό», που πρέπει να υπερβαθεί και που δεν είναι άλλος από τον εαυτό, το υποκείμενο που το κατατρώει η αγωνία τής μη-σχέσης· και γ) τον «θρίαμβο» τής Ιδέας. Με αυτές, λοιπόν, τις τρεις λέξεις που συμπλέκονται στο κείμενο τού στίχου:

— «τη μοναξιά, την ξέρα και τ’ αστέρι» ή[32]
— «νύχτα, απελπισία και πετράδια».[33]

Διαμάντι, άστρο, κύκνος,[34] «ρόδο στα σκότη…:[35] — Έχοντας αποσπαστεί από το κανονιστικό πεδίο κάθε δυνατής σχέσης, έχοντας τεθεί εκτός φύσης και συνειδησιακού πάθους, αντίκρυ στο κενό που ενέχει το καθαρό πολλαπλό, το είναι λάμπει απόμακρα πάνω στο φόντο τού μηδενός. Μπορεί, εντούτοις, να σταθμιστεί με γνώμονα την αλήθεια. Όπως συμβαίνει και με την κίνηση τής χορεύτριας,[36] η καθαρότητα του, που αποτυπώνεται στην ποιητική κατασκευή, αποκαλύπτει «το γυμνό των εννοιών [της]» μεταφράζοντας «το θέαμά [της] στη γλώσσα τού Συμβόλου που η ίδια ενσαρκώνει».

Η αποτύπωση αυτή προϋποθέτει, πέραν των βασικών πράξεων αφαίρεσης με τις οποίες τυποποιείται το συμβάν ως όρος τής δυνατότητας ύπαρξης κάθε σκέψης, την εφαρμογή σχημάτων και πρωτοκόλλων αποτομής, που αποσκοπούν ακριβώς στη διάρρηξη των σχέσεων και των δεσμών στις οποίες εμπλέκεται αρχικά η ποιητική σκηνογραφία, στη διάλυση δηλαδή τής απεικονιστικής αυταπάτης των φυσικών ή συμβατικών σχέσεων.

Δύο είναι τα βασικά σχήματα ρήξης: ο αποχωρισμός και η απομόνωση.

Ο αποχωρισμός συνίσταται ουσιαστικά στην απότμηση ενός «άμα τη εμφανίσει του, κλειστού»[37] πολλαπλού από το φαινομενικό συνεχές τής χωρικής και χρονικής εμπειρίας. Πρόκειται για ένα είδος ντεκουπάζ από όπου προκύπτει μια σκηνή τής οποίας όλα τα στοιχεία μπορούν να απαριθμηθούν και να καταγραφούν. Έτσι καθίσταται δυνατή η μετάβαση από την υβριδική κατάσταση τής σχεσιακής αντίληψης τού δεσμού στην αποκαθαρμένη συνείδηση τής απαρίθμησης, δηλ. τής απλής παράθεσης των στοιχείων ενός κατ’ αυτόν τον τρόπο απο-ολοποιημένου πολλαπλού.

Με την απομόνωση, από την άλλη πλευρά, κατασκευάζεται γύρω από το αποχωρισμένο πολλαπλό και με υλικό το κενό ένας δακτύλιος που αποκόπτει τη δεδομένη κατάσταση από κάθε σχέση συγγένειας ή γειτνίασης με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Ξεκινώντας έτσι από το αριθμήσιμο ή συνεκτικό πολλαπλό περνάμε στο μη-υπαρκτό πολλαπλό-είναι, που εξαιρείται από την καταμέτρηση και που φέρει το γνώρισμα τής οντολογικής καθαρότητας.

Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο αποχωρισμός αποτελεί αλγεβρική κατασκευή, καθόσον αποβλέπει στο ξήλωμα των σχεσιακών νόμων χάριν τής αριθμητικής παράθεσης, ενώ η απομόνωση είναι τοπολογικής υφής, καθώς καταργεί τις σχέσεις συγγένειας ή γειτνίασης που προκύπτουν είτε λόγω ομορότητας είτε λόγω τής εφαρμογής των ισχυόντων κάθε φορά κανόνων παραγωγής τής ακολουθίας στην οποία συμβαίνει να ανήκει το δεδομένο πολλαπλό.

Και ναι μεν ο αποχωρισμός αποτελεί αναγκαία προπαρασκευαστική διαδικασία, προκειμένου να καθοριστεί ο αριθμητικός τόπος, το σκηνικό εφαρμογής τού σχήματος τής απομόνωσης, αλλά η δεύτερη αυτή διαδικασία κατέχει την πλέον εξέχουσα θέση στη μαλαρμική ποιητική, καθόσον αυτή συνιστά εγχείρημα που αποβλέπει στην αλήθεια. Πράγματι, η μαλαρμική Ιδέα αποτελεί απόρροια τής εν λόγω διαδικασίας, όπως άλλωστε επισημαίνεται από τον ίδιο τον ποιητή: «Η ποίηση […] προχωρεί κατά μόνας μέσα από ασκητικές κρίσεις, πραγματοποιώντας πειράματα, ενώ εξελίσσεται η άλλη επώαση».[38] Η απομόνωση είναι αυτή που προσδιορίζει κατ’ ουσίαν τον στίχο, ο οποίος σύμφωνα με τον Μαλαρμέ «επιτυγχάνει τη ζητούμενη απομόνωση τής ομιλίας», δίνοντας «το τελειωτικό χτύπημα στο τυχαίο που εξακολουθεί να εμφιλοχωρεί στους λεκτικούς όρους».[39] Παρομοιάζοντας την ποίηση τού Γκοτιέ[40] με «κατανυκτικό σκίρτημα τής ζωντανής πνοής τού λόγου», προσφέρει στον μακαρίτη το μεγαλύτερο δυνατό έπαινο γράφοντας ότι ο στίχος του είναι αυτό που «απομονώνει το διάφανο βλέμμα του στις ώρες και τις αχτίδες τού φωτός». Ο νεκρός ποιητής γνώριζε ότι η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας αλήθειας, την κατασκευή τού «αιώνιου τόπου των θαλερών αλσών μας».

Ταγμένο στο καθήκον τής Ιδέας, το ποίημα επιχειρεί να απομονώσει «σπαράγματα αληθολογίας».

Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να επισημάνω τα συνεργιστικά αποτελέσματα των δύο αυτών διαδικασιών στο χαρακτηριστικά μαλαρμικό τεχνούργημα που επιγράφεται «Πρόζα (για τον ντεζ Εσέντ)». Ακολουθεί το ποίημα:

Υπερβολή! απ’ τη μνήμη θριαμβικά δεν ξέρεις, σολομωνική, πώς σήμερα ν’ανασκιρτήσεις σιδερόδετη·
Γιατί κατέχω ’γω την επιστήμη να σταλάξω των ανοιχτόμυαλων καρδιών τον ύμνο στο έργο τής υπομονής, στα βοτανολόγια μου, τους χάρτες και τις λειτουργίες.
Περπατώντας πιανότανε το βλέμμα μας στα βρόχια τού τοπίου — ήμαστε δυο, αλήθεια λέω — αντιβάλλοντάς τα προς τα δικά σου, αδερφούλα.
Τής αυθεντίας οι μέρες σκοτεινιάζουν, όταν χωρίς λόγο λέμε, γι’ αυτή τη μεσημβρία που ανασκάφτει η διπλή μας αγνωσία,
Ότι ο τόπος της, των μυρίων ιριδιδών η γη (πραγματική; αυτοί το ξέρουν) κανένα δεν έχει απ’ όσ’ ονόματα σαλπίζει το καλοκαιρινό χρυσάφι.
Σ’ ένα νησί ναι στον άνεμο μεστό από βλέμμ’ αθέατο ανοίγοντας χωρίς μιλιά τ’ άνθη όλα γέμιζαν,
Ώσπου πελώρια καθένα τους αρμονικά κοσμούνταν με χείλι λαμπρό απ’ τα περβόλια χώρια.
Δόξα τού αρχαίου ίμερου των ιδεών αγάλλετο το είναι μου, καθώς γεννιότανε στο νέο τους προορισμό το γένος των ιρίδων.
Μα λοξοκοιτώντας, φρόνιμη η αδερφή και τρυφερή, χαμογελά και, σα’ συνεννοημένος, με πιάνει ο αρχαίος ο καημός μου.
Ω, Πνεύμα τής αντιδικίας, την ώρα αυτή τής σιωπής μας, μάθε πως τού στίφους των κρίνων ο μίσχος παραθέριεψε για το φτωχό το νου μας.
Μα όχι όπως μονότονα παρηγορεί το περιγιάλι πως τάχα από μόνη της η απεραντοσύνη θα’ρθει· κι ας λένε ό,τι λένε και τ’ άστρα και ο χάρτης και το κύμα που απ’ τ’ αλαφιασμένο βήμα μου τραβιέται, πως η χώρα αυτή ποτέ δεν είχ’ υπάρξει.
Μα η τετραπέρατη παιδούλα ανανήφει προφέροντας τ’ αγέννητο «Αναστάσης», σ’ άφθαρτη περγαμηνή για να γραφθεί,
Πριν κάποιος τάφος κάπου να καγχάσει πως, κρυμμένο στη γιγάντεια της σκιά, που ρίχνει η γλαδιόλα, τ’ όνομα τής νόνας η ταφόπετρ’ αναγράφει: «Πουλχερία»!

Για τη φιλοσοφική ανασύνθεση τού εγγενούς πεδίου εφαρμογής των διαδικασιών τής μαλαρμικής ποίησης, θα δανειστούμε από το σχετικά πρόσφατο βιβλίο τού Γκάρντνερ Ντέιβις την πεζολογική απόδοση τού συγκεκριμένου ποιήματος, όπου ο κριτικός τής ποίησης, πιστός στη ρήση τού Μαλαρμέ, καταφέρνει να αναδημιουργήσει «το κατ’ ελάχιστον αναγκαίο υπόστρωμα κατανοησιμότητάς του».[41] Ακολουθεί η σύνοψη τού ποιήματος:

Στον πρώτο στίχο ο ποιητής επικαλείται το γνώριμό του σχήμα λόγου τής υπερβολής για να τον βοηθήσει, ως άλλη Μούσα, να ανασύρει από τη μνήμη μια καβαλιστική επωδή που θα άξιζε να περιληφθεί σε ένα αρχαίο σιδερόδετο γριμόριο. Κι αυτό γιατί, όπως ο ίδιος δηλώνει, παρομοιάζοντας μάλιστα το έργο του με τη σύνταξη ατλάντων, την κατασκευή φυτολογίων ή και τη σύνθεση θείων λειτουργιών, ο ποιητής έχει ως αποστολή του την επιστημονική απόδοση τής ενθουσιώδους έξαρσης των ιδεών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δηλώνεται το θέμα τού ποιήματος. Στη συνέχεια, ο ποιητής αναπολεί έναν καλοκαιρινό περίπατο που έκανε με τη μικρή του αδερφή σε ένα τοπίο τόσο όμορφο όσο και η ίδια. Όσοι εμφανίζονται στα μάτια των παιδιών ως αυθεντία έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν όταν τα ακούουν να λένε αθώα ότι σε αυτόν τον τόπο με τα μύρια λουλούδια, που τον εξερευνούν με όργανο την παιδική τους φαντασία, δεν αντιστοιχεί κανένα από τα ονόματα που μπορεί να διαβάσει κανείς στα τουριστικά φυλλάδια. Γιατί, αντίθετα με τους συνηθισμένους ανθόκηπους, στο παράξενο αυτό νησί, όπου ο αέρας έμοιαζε να ενθαρρύνει τη διείσδυση τού βλέμματος [τού επισκέπτη], αντί να τροφοδοτεί τη λάμψη των πραγμάτων, κάθε λουλούδι μεγάλωνε αρμονικά ώσπου πελώριο στολιζόταν με φωτοστέφανο. Ο ποιητής έβλεπε με ενθουσιασμό τις ίριδες να εκπληρώνουν τον πρωτόγνωρο αυτό προορισμό τους, καθώς θεωρούσε ότι έτσι πραγματωνόταν ο παλιός του πόθος να προσεγγίσει τον τόπο των ιδεών. Ωστόσο, τη στιγμή αυτή, η παιδούλα τού έριξε ένα σοβαρό αλλά τρυφερό βλέμμα, προκαλώντας την αμηχανία του. Για να προλάβει τις όποιες σχολαστικές ενστάσεις, ο ποιητής δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι, όσο οι δυο τους μοιράζονταν τη σιωπή, οι μίσχοι των αλλόκοτων λουλουδιών είχαν ψηλώσει τόσο που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια τής ανθρώπινης κατανόησης. Προσθέτει μάλιστα ότι η γιγάντωσή τους δεν πραγματοποιούνταν σταδιακά, με τον ρυθμό των κυμάτων που σπάνε στην ακτή. Μια τέτοια μονότονη διαδικασία δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει η αιτία για να γεννηθεί στον νου η έννοια τής απεραντοσύνης. Άλλωστε, δεν θα πάψει ποτέ να τον εκπλήσσει το γεγονός ότι ως αποδείξεις για την ανυπαρξία τού νησιού παρατίθενται επ’ άπειρον τα ίδια πάντα δεδομένα, δεδομένα που έχουν αποτυπωθεί σε κάθε είδους χάρτες. Θυμάται όμως ότι κάποια στιγμή η τετραπέρατη παιδούλα, βγαίνοντας από την εκστατική της σιωπή, πρόφερε τη λέξη «Αναστάσης», όνομα που έμελλε να απαθανατιστεί στις σελίδες τού αιώνιου γριμορίου. Η παιδούλα έδωσε τον χρησμό της, πριν να υπάρξει κάποιος τάφος με την προγονική επιγραφή «Πουλχερία» (το «κάλλος» από το οποίο η ίδια έλκει την καταγωγή της) —επιγραφή, που, εν πάση περιπτώσει, θα παραμείνει κρυμμένη στη συμβολική σκιά ενός από τα γιγάντεια άνθη. [Γκ. Ντέιβις]

Επί τη βάσει τής προφιλοσοφικής πεζής απόδοσης τού ποιήματος θα καταστεί δυνατή η επάνοδος στην ποιητική του ουσία, αφού όμως πρώτα υπογραμμιστούν πέντε σημεία σε σχέση με τον ακριβή τρόπο εφαρμογής από τον Μαλαρμέ των δύο προαναφερθέντων σχημάτων — δηλαδή τού αποχωρισμού και τής απομόνωσης — με τα οποία επιχειρείται η διάρρηξη τής φαινομενικότητας τού πλέγματος των σχέσεων, προκειμένου έτσι να ανατείλει το άστρο τού είναι.

α) Στις δύο πρώτες στροφές, όπου ουσιαστικά ο Μαλαρμέ διατυπώνει τους προγραμματικούς στόχους για το συγκεκριμένο ποίημα, γίνεται μια βασική διάκριση μεταξύ [ποιητικής] «επιστήμης» (μέσω τής οποίας «ενσταλάζεται [στο έργο] ο ύμνος [των καρδιών] …») και «υπομονής». Η «υπομονή» έχει εδώ την έννοια τής επίπονης προσπάθειας («το έργο τής υπομονής μου»), με την οποία προετοιμάζεται το σκηνικό για την αιφνίδια ανακάλυψη που παρουσιάζεται στις επόμενες στροφές.

Από τη στιγμή που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορική του περιγραφή αντικείμενα ή όροι εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα, το «υπομονετικό» αυτό «έργο» μπορεί άνευ άλλου τινός να εξομοιωθεί με τη «γνώση» (κατ’ αντιδιαστολή με το περιεχόμενο αλήθειας τής ίδιας τής ποιητικής «επιστήμης»). Πράγματι, οι όροι «βοτανολόγια, χάρτες και λειτουργίες» παραπέμπουν στη λεξικογραφική, ταξινομική γνώση, δηλαδή σε συνδεδεμένα μεταξύ τους πολλαπλά-αντικείμενα που ενσωματώνονται σε κάποια ολότητα. Αντιθέτως, η αλήθεια που περιέχεται στην ποιητική «επιστήμη» φαίνεται να συγγενεύει με τις δημιουργίες εκ τού μηδενός των αλχημιστών ή με τις επωδές ενός γριμορίου. Άλλωστε, όπως βλέπουμε στους τελευταίους στίχους, για την αιώνια σωτηρία τής καθαρής Ιδέας τού ωραίου αρκεί να ειπωθεί μία και μόνη λέξη: «Αναστάσης» [Ανάσταση]. Το συγκεκριμένο αυτό όνομα αποχωρίζεται από το πυκνό φόντο που συνθέτουν οι παραδεδομένες γνώσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με το άκουσμα τού ονόματος αυτού διαλύεται το πυκνό σχεσιακό πλέγμα των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητη η επίπονη και εξαντλητική ενασχόληση με το περιεχόμενό τους. Η αιφνίδια διάρρηξη των δεσμών τού είναι δεν αποτελεί παρά αποτέλεσμα τής όλης διαδικασίας, έστω και αν απαιτείται για αυτό η επίκληση τού τυχαίου.

β) Η εμπειρία από την οποία προκύπτει η Ιδέα προϋποθέτει μια Δυάδα. Βλέπουμε πράγματι ότι αντικρούεται κατηγορηματικά ο υπονοούμενος ισχυρισμός ότι κάτι τέτοιο είναι ανώφελο («ήμαστε δυο, αλήθεια λέω»). Ας επισημανθεί ότι αυτή η Δυάδα παίρνει αρχικά τη μορφή τής εκστατικής και σιωπηρής συνεύρεσης στον χώρο όπου γιγαντώνονται τα ιδεατά άνθη («η διπλή μας αγνωσία», «χωρίς μιλιά», «την ώρα αυτή τής σιωπής μας», «η παιδούλα ανανήφει»). Το μόνο που επικοινωνείται μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών είναι, αφενός, μια ανεπαίσθητη έξαψη ενθουσιασμού από την πλευρά τού ποιητή («αγάλλετο το είναι μου»), και, αφετέρου, από την πλευρά τής αδερφής, μια πρόσχαρη και γαλήνια στάση προσήλωσης στα τεκταινόμενα («λοξοκοιτώντας … χαμογελά»). Επιπλέον, καθώς αυτή η σιωπηλή γαλήνη φαίνεται να αποτελεί την αληθινή οδό προς την καθαρότητα τής Έννοιας, ο ποιητής βρίσκεται υποχρεωμένος να προσανατολίσει την παλιά του επιθυμία προς την κατεύθυνση που υποδεικνύεται από την αδερφή του. Και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από την πλατωνική αναλυτική τού έρωτα, η λειτουργία που επιτελεί η Δυάδα συνίσταται ακριβώς στην επίκληση ή συνεκφορά τής Ιδέας επί τη βάσει τού αισθητού. Ωστόσο, δεν υφίσταται διαλογική ή διαλεκτική επικοινωνία ανάμεσα στην Ιδέα και την Δυάδα. Από τη στιγμή που το άπειρο τού ουσιώδους άνθους αναδύεται επιβλητικά στο επέκεινα τού υπολογιστικού λόγου, ο εκστατικός ενθουσιασμός πρέπει να θεωρείται ύποπτος και αμφιλεγόμενος, ενώ τα πολλά λόγια δεν ωφελούν πλέον σε τίποτα.

γ) Με την μετάβαση από τη σκηνή τού περιπάτου τής τρίτης στροφής στον μαγικό ανθισμένο Τόπο, που αναδύεται ολόκληρος μέσα από τους στίχους τής έκτης στροφής, βλέπουμε να εφαρμόζονται τα δύο προαναφερθέντα σχήματα, και πρωτίστως αυτό τού αποχωρισμού. Από τη μεταμόρφωση αυτή προκύπτει το πολλαπλό εντός τού οποίου έρχεται τελικά να εμφανιστεί το άστρο τού είναι — πράγμα που, όπως αναφέραμε, εξαρτάται από το απρόβλεπτο στοιχείο τής πρότερης εκφοράς κάποιου ονόματος. Ο μετασχηματισμός αυτός προετοιμάζει την απομόνωση τής Ιδέας.

Ως παιδική ανάμνηση, το αρχικό πολλαπλό τής σκηνής τού περιπάτου είναι μεν ασαφές και μη-οριοθετημένο, αλλά είναι συνάμα συνεχές και πολυσχιδές. Επιπλέον, το εν λόγω πολλαπλό γίνεται αντικείμενο σχολιασμού, σύγκρισης και συσχέτισης με άλλα πολλαπλά («αντιβάλλοντας … τα βρόχια τού τοπίου, [με] τα δικά σου, αδερφούλα»). Στην πέμπτη μάλιστα στροφή βλέπουμε να πραγματοποιείται η οριοθέτησή του, ενώ συγχρόνως επιχειρείται καταμέτρηση των στοιχείων του («των μυρίων ιριδιδών η γη»). Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το πολλαπλό αυτό τίθεται εκτός τού πεδίου τής εγκυκλοπαιδικής γνώσης, δηλαδή ανακηρύσσεται μη προσβάσιμο σε αυτού τού είδους τη γνώση, καθώς δηλώνεται ότι δεν μπορεί να του δοθεί κανένα ήδη γνωστό όνομα ή, εναλλακτικά, ότι το όποιο όνομά του είναι άρρητο και ανεκλάλητο («κανένα δεν έχει απ’ όσ’ ονόματα σαλπίζει το καλοκαιρινό χρυσάφι»). Βλέπουμε μάλιστα ότι στα λαμπρά άνθη που σκεπάζουν όλο τον τόπο, φωτίζοντάς τον άπλετα, δίδονται αλλεπάλληλες εφήμερες ονομασίες: «ιριδίδες», «ίριδες», «τ’ άνθη [όλα]», «στίφος των κρίνων», «γλαδιόλα». Εκείνο, λοιπόν, που προέχει είναι η δημιουργία ενός νοητού τόπου, η κατασκευή δηλαδή ενός καθαρού πολλαπλού το οποίο, αφενός, συντίθεται από φως, αλλά που, αφετέρου, δεν συνδέεται ή καλύτερα δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε εμπειρικό σχηματισμό ή δομή («μεστό από βλέμμ’ αθέατο»).

Εν προκειμένω, η διαδικασία τού αποχωρισμού συνδυάζει τα εξής στοιχεία: τον αριθμό («μύρια ιριδοειδή», «στίφος των κρίνων»), την ερμητική κλειστότητα τού οριοθετημένου πολλαπλού και, τέλος, την επιβλητική σιωπή υπό την έννοια τής άρσης κάθε αμφισημίας που προκύπτει από την ένταξή του σε κάποιο σχεσιακό πλέγμα — και, επομένως, τής υπέρβασης των παλινωδιών. Η διαδικασία ολοκληρώνεται επιτυχώς με τη χρήση τής χωρικής μεταφοράς τού απομονωμένου νησιού, που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το απόλυτο αντίθετο τού αρχικού ελκυστικού τοπίου (πβ. «πιανότανε το βλέμμα μας στα βρόχια τού τοπίου»).

δ) Με το ανθισμένο νησί, με την μεταφορική απεικόνιση τού τόπου των ιδεών, αποσκοπείται η παρουσίαση ενός αποσυσχετισμένου πολλαπλού τού οποίου η δομή είναι καθεαυτή μη απεικονίσημη και μη αναπαραστάσιμη και το οποίο δεν σχηματίζει και δεν ανήκει σε καμία ολότητα [sans Tout]. Ο τύπος τού απείρου στον οποίο ανήκει ένα τέτοιο πολλαπλό δεν υπόκειται σε μέτρηση ή σύγκριση. Πριν ακόμη από την οριστική απομόνωση τής Ιδέας, το ποίημα δηλώνει ότι ο καθαυτό δεσμός, η σχέση ως τέτοια, στερείται τού Είναι.

Όσον αφορά τώρα τη μεταβολή τού «προορισμού» για την οποία κάνει λόγο το ποίημα, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η διαδικασία αναπροσανατολισμού προς την καθαρή έννοια δεν επηρεάζει τον τόπο ή κάποιας άλλης μορφής ενοποιημένη πολλαπλότητα, αλλά το «γένος των ιριδιδών»· με άλλα λόγια, αφορά το ίδιο το πολλαπλό των ιδεατών ανθών που είναι το μόνο που μπορεί να αντιστοιχηθεί με αυτό των ιδεών («δόξα τού αρχαίου ίμερου των ιδεών»). Πέραν αυτού, τα στοιχεία τού συγκεκριμένου πολλαπλού είναι αποσυνδεδεμένα μεταξύ τους. Πράγματι, το κάθε άνθος απομονώνεται από τα υπόλοιπα φαινομενικά ομοειδή άνθη, καθώς καθένα τους στολίζεται με «χείλι λαμπρό απ’ τα περβόλια χώρια». Με την προσθήκη τού φωτοστέφανου, που είναι φτιαγμένο από το τίποτα («χείλι λαμπρό») και με το οποίο περιβάλλεται κάθε άνθος χωριστά, επιτυγχάνεται σε πρώτο στάδιο η απόσπαση τού τόπου από το σχεσιακό πλέγμα στο οποίο αρχικά ανήκε.

Ο Γκάρντνερ Ντέιβις υπογραμμίζει σωστά ότι με τον αποχωρισμό από το περιβόλι επισημαίνεται η ιδεατότητα τού άνθους που δεν φυτρώνει σε κανέναν τόπο (όπως συμβαίνει και με το περίφημο λουλούδι που «λείπει από κάθε μπουκέτο»[42]). Ωστόσο, με την μεταφορά τού «χείλους» υπονοείται κάτι το βαθύτερο, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο απορρίπτεται και η υπόθεση τού ιδεατού περιβολιού, που θα αποτελούσε το σχεσιακό πλαίσιο στο οποίο θα εντάσσονταν τα υπεραισθητά άνθη. Εδώ λοιπόν ξεδιπλώνονται σε όλο τους το εύρος οι συνέπειες τής διαδικασίας τής απομόνωσης, τής χρήσης δηλαδή ενός τελεστή που αποσκοπεί ακριβώς στην ακύρωση των σχέσεων γειτνίασης, στη διάρρηξη όλων των τοπολογικών δεσμών. Οι ίριδες είναι ξένες προς κάθε ολότητα και, αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα δανείζονταν τα λόγια τής Ηρωδιάδας: «ναι, έρμη, για μένα μόν’ ανθίζω». Με τον αποχωρισμό προσφέρεται στο «βλέμμα» τού ποιητή ένα πολλαπλό που δεν μπορεί να ολοποιηθεί, μια ποικιλία «καθαρών» ανθών που δεν ανταποκρίνεται σε καμία ήδη γνωστή έννοια ή κατηγορία.

Για τον ίδιο λόγο το γιγάντεμα των λουλουδιών, με το οποίο συμβολίζεται το άπειρο τής ιδέας, δεν προσφέρεται για ποιοτική σύγκριση, αλλά ούτε και μπορεί να μετρηθεί με βάση κάποια κλίμακα. Και αυτό σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με την αέναη κίνηση, το παρηγορητικό τροπάρι των κυμάτων, όπου αναγνωρίζεται χωρίς αμφιβολία η κίβδηλη εγελιανή απειρότητα που, όπως είναι γνωστό, επαναλαμβάνεται «επ’ άπειρον». Ακόμα και όταν ενσαρκώνεται σε κάποιο πολλαπλό, η πραγματική απειρότητα τού είναι δεν μπορεί να παγιδευτεί στα δεσμά τού υπολογιστικού λόγου, ούτε και μπορεί να κατανοηθεί υπό το πρίσμα τής αναλογίας. Αυτό το νόημα έχει το ότι ο μίσχος των λουλουδιών «παραθέριεψε για το φτωχό το νου μας». Άλλωστε, οι τελευταίοι στίχοι τού ποιήματος αναφέρονται στο άμετρο τού είναι. Η πανύψηλη γλαδιόλα αποτελεί το έσχατο θριαμβικό σύμβολο τού αποκαθαρμένου είναι, στη σκιά τού οποίου βυθίζεται πλέον η εξουσία τού θανάτου («κάποιος τάφος») — στην οποία, όμως, εξακολουθεί να υπόκειται το «ωραίο» που συμβολίζει το όνομα «Πουλχερία». Με άλλα λόγια, το λειψό αποσυνδεδεμένο πολλαπλό, που δεν σχηματίζει και δεν ανήκει σε καμία ολότητα και το οποίο προκύπτει από τις διαδικασίες τού αποχωρισμού και τής απομόνωσης, αντιπροσωπεύει το πλεόνασμα χάριτος από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία τής Ιδέας.

ε) Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ανυπαρξία τού νοητού Τόπου θα πρέπει μάλλον να συμπεριληφθεί μεταξύ των σχημάτων ρήξης, όχι κατ’ αντιπαραβολή προς το αρχικό σκηνικό (την ανάμνηση τού εξοχικού περιπάτου), αλλά αυτή τη φορά σε σχέση με τις οντότητες των οποίων η ύπαρξη μπορεί να επαληθευθεί με βάση τις αποκτηθείσες «εγκυκλοπαιδικές γνώσεις», με βάση δηλαδή τα δεδομένα που περιέχονται στους «άτλαντες, τα φυτολόγια και τις ιεροτελεστίες». Όπως φαίνεται, ο συγκεκριμένος υπαρκτικός ισχυρισμός υποβάλλεται σε ενδελεχή εξέταση. Σε ρόλο κατηγόρου εμφανίζονται οι ρεαλιστές και οι φυσιοδίφες που απαιτούν να αποδειχθεί η ύπαρξη τού νησιού (πβ. «οι μέρες τής αυθεντίας σκοτεινιάζουν …» «ω, πνεύμα τής αντιδικίας»). Στην τέταρτη ήδη στροφή τού ποιήματος, οι «κατήγοροι» φαίνεται να διακατέχονται από σκεπτικισμό, καθώς διαπιστώνεται ότι καμία καταγεγραμμένη ονομασία δεν αντιστοιχεί στον ιδεατό αυτό τόπο. Στην προτελευταία μάλιστα στροφή επιστρατεύεται ολόκληρο το οπλοστάσιο των γνώσεών τους (χάρτες, περίπλοι, τα δεδομένα των οργάνων ναυσιπλοΐας), προκειμένου να αποδειχθεί ότι «η χώρα αυτή ποτέ δεν είχ’ υπάρξει».

Όμως τη στιγμή ακριβώς που η σκηνή τού ιδεατού πολλαπλού τίθεται εκτός τού πεδίου τής εγκυκλοπαιδικής γνώσης, η αδερφή συνέρχεται από την ηδονική έκσταση που της προκαλεί η ιδέα τού αληθινού («ανανήφει») και, ως ένδειξη συγκατάβασης προς τη «γνώση» («τετραπέρατη»), προφέρει το όνομα «Αναστάσης». Με μια τέτοια λέξη, χρησιμοποιούμενη ως προσδιορισμός τού μη-υπαρκτού, απαθανατίζεται για πάντα το καθαρό του είναι. Καθώς απομακρύνεται το φάσμα τού θανάτου,[43] εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο η πανύψηλη γλαδιόλα, μια ενική ύπαρξη που σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό της και με την οποία συμβολίζεται ο διανοητικός θρίαμβος τού ποιήματος.

Αυτή η νίκη συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί πλέον να γεννηθεί η «λέξη» — το ίδιο το ποίημα ως πλήρωμα τής δύναμης τής γραφής — ούτως ώστε, στη συνέχεια, να απαθανατιστεί στις άφθαρτες σελίδες τού γριμορίου. Επομένως, το βασικό φιλοσοφικό δίδαγμα που αποκομίζουμε από το ποίημα είναι ότι για την επίτευξη αυτής τής νίκης απαιτείται η χρήση των διαδικασιών τού αποχωρισμού και τής απομόνωσης ως αντίδοτο στις επίμονες ψευδαισθήσεις, τις δοξασίες που αναπτύσσονται στο έδαφος τού δεσμού, τής σχέσης, τής ομοιότητας, τού οικείου και τού γειτονικού.

— Αλήθεια μπορεί να υπάρξει μόνο όταν «το άπειρο εγκαταλείψει επιτέλους την οικογενειακή εστία».[44]


[1] [Να σημειωθεί ότι το ποίημα που αναλύεται στη συνέχεια δεν έχει σημεία στίξης, με την εξαίρεση μιας παρένθεσης, δύο κομμάτων και τής τελείας στο τέλος].
[2] Α la nue accablante tu/ Basse de basalte et de laves/ Α même les échos esclaves/ Par une trompe sans vertu
Quel sépulcral naufrage (tu/ Le sais, écume, mais y baves)/ Suprême une entre les épaves/ Abolit le mât dévêtu
Ou cela que furibond faute/ De quelque perdition haute/ Tout l’abîme vain éployé/
Dans le si blanc cheveu qui traîne/ Avarement aura noyé/ Le flanc enfant d’une sirène.
[3] [«taire qch à qn»: αποσιωπώ, κρύβω κάτι από κάποιον. Εν προκειμένω, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το ποιητικό αίτιο είναι η «ξέπνοη μπουρού» [«par une trompe sans vertu»], η οποία «αποσιωπά» το ναυάγιο από το σύννεφο. Στη μετάφραση χρησιμοποίησα τη μεταφορά τής «βωβότητας» αντί αυτής τής «αποσιώπησης», ενώ αντικατέστησα τη σχέση αιτίου-αιτιατού με αυτή τής ηχητικής σύγκρισης ανάμεσα στο «ναυάγιο» (δηλ. τον αφανή, απόλυτα σιωπηλό όρο), τους (ξέπνοους) «αντίλαλους» τής (καταποντισμένης) μπουρούς και το βαρύ «σύννεφο» («μπάσο λάβας και βασάλτη») (δες κατωτέρω «μπάσο/à même»)].
[4] «à même»: σύρριζα, ξυστά· π.χ. «dormir à même le sol»: κοιμάμαι καταγής.
[5] [=το μπάσο τού σύννεφου δύσκολα διακρίνεται από τους αντίλαλους]
[6] «Quel sépulcral naufrage le mât dévêtu»
[7] [Εννοεί ότι πρέπει να διαβάσουμε «faute/ De quelque perdition haute» [αντί για μια πληγή θεία] ως προθετική παρενθετική φράση].
[8] [Στη μετάφραση, χρησιμοποίησα παραθετικό/επεξηγηματικό προσδιορισμό: «μανία» αντί για «μανιασμένη»].
[9] [=από τη λύσσα της που δεν μπόρεσε να βυθίσει κάποιο καράβι («άκαρπη»· βλ. κατωτέρω)]
[10] «ou cela que»: ή
[11] [=αφρός]
[12] [Εδώ ο μεταφραστής τής αγγλικής έκδοσης διαβάζει εσφαλμένα «s’élève» [=προβάλλει] αντί για «s’enlève» [=εξαλείφεται, απαλείφεται]].
[13] «soustraction à soi de la soustraction même»
[14] [συνεκφέρω: φέρω έξω, φανερώνω. παρουσιάζω, εκφράζω ομού ή συγχρόνως (Δημητράκ.)]
[15] Ses purs ongles très haut dédiant leur onyx, / L’Angoisse, ce minuit, soutient, lampadophore, / Maint rêve vespéral brûlé par le Phénix / Que ne recueille pas de cinéraire amphore
Sur les crédences au salon vide : nul ptyx, / Aboli bibelot d’inanité sonore, / (Car le Maître est allé puiser des pleurs au Styx / Avec ce seul objet dont le Néant s’honore).
Mais proche la croisée au nord vacante, un or / Agonise selon peut-être le décor / Des licornes ruant du feu contre une nixe,
Elle, défunte nue en le miroir, encore / Que, dans l’oubli fermé par le cadre, se fixe / De scintillations sitôt le septuor.
[16] [Telle une [torche]: εισάγει σύγκριση].
[17] [βλ.αμέσως κατωτέρω]
[18] [η «ξωτικιά»]
[19] [=τού εφήμερου όρου]
[20] [=χώρα]
[21] [ποιητικό διάκενο: πρόκειται για κυριολεξία (βλ. τις αναφορές στον Μαλαρμέ, στο «La clameur de l’être»]
[22] [Divagations]
[23] [«Απόγευμα ενός Φαύνου»]
[24] [«Σημειώσεις για τη γλώσσα»]
[25] [«Surgi de la croupe et du bond» (“προβάλλοντας από την κοίλη βάση του και τον κορμό” [αναφορά στο φύσημα τού γυαλιού]) ]
[26] [«Ο τάφος τού Έντγκαρ Πόε»]
[27] [«Πένθιμη Πρόποση»]
[28] [«Coup des dés»]
[29] [Divagations]
[30] [«Μυστήριο των γραμμάτων»]
[31] [Πρόποση]
[32] [Πρόποση]
[33] [Au seul souci de voyager (“με μόνη έγνοια το ταξίδι”) [«πετράδια»: οι βράχοι τής ακτής]
[34] [«Ηρωδιάδα»]
[35] [δες σημ.25]
[36] [Divagations]
[37] [«Coup des dés»]
[38] [Divagations («η άλλη επώαση»: πιθανώς η «εκδήλωση» τού Πλήθους)].
[39] [«Avant-dire au Traité du verbe de René Ghil»]
[40] [«Πένθιμη Πρόποση»]
[41] [Gardner Davies, Mallarmé ou «la couche suffisante d’intelligibilié» (1988)]
[42] [«Crise de Vers»]
[43] [πβ. Dylan Thomas, And death shall have no dominion]
[44] [Igitur]

 
1 σχόλιο

Posted by στο 17/09/2016 σε Ποίηση, Φιλοσοφία

 

Ετικέτες: ,

Φυσική Απειρότητα—A.Badiou

rodchenko_belij_krug

 

Στοχασμός 14—Η οντολογική απόφαση: «υπάρχει άπειρο στα φυσικά πολλαπλά»

(L’Être et l’événement, σελ. 169-179 [pdf])

Δεδομένου, αφενός, ότι η οντολογική δομή[1] για τα φυσικά πολλαπλά παρέχεται από την έννοια τού διατακτικού αριθμού και, αφετέρου, ότι η [αυθεντική] ιστορικότητα[2] τής απόφασης επί τού είναι τού απείρου αποτυπώνεται στη θέση ότι «η φύση είναι άπειρη» (και όχι, βεβαίως, στη θέση περί τής απειρότητας τού Θεού), η δήλωση «υπάρχει κάποιο άπειρο διατακτικό» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογη και λογική διατύπωση ενός αξιώματος για το άπειρο.[3] Ωστόσο, το εν λόγω αξίωμα στερείται νοήματος· και τούτο διότι, εφόσον εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι το άπειρο έχει ήδη εδραιωθεί στη θέση τού είναι του, υποπίπτει στο σφάλμα τής λήψεως τού ζητουμένου. Εκείνο, λοιπόν, που απαιτείται είναι να μετασχηματιστεί η έννοια τού απείρου σε κατηγορική μορφή που θα έχει μάλιστα εκφραστεί στη γλώσσα τής συνολοθεωρίας και θα είναι επιπλέον συμβατή με τις ήδη παραδεκτές Ιδέες [=αξιώματα] για το πολλαπλό.

Θα πρέπει, επίσης, να αποκλειστεί εκ των προτέρων η επιλογή ορισμού τής φυσικής απειρότητας βάσει τής ολότητας των διατακτικών. Έχει ήδη αποδειχτεί (πβ. κεφ. 12) ότι, κατά αυτόν τον τρόπο νοούµενη, η Φύση στερείται ύπαρξης, διότι το υποτιθέμενο πολλαπλό που παρουσιάζει κάθε διατακτικό αριθμό — και, επομένως, όλα τα πιθανά όντα των οποίων η μορφή είναι φυσική — αντιβαίνει στην απαγόρευση τού να ανήκει στον εαυτό του και, ως εκ τούτου, δεν έχει ύπαρξη. Πρέπει εν προκειμένω να υιοθετηθεί η θέση τού Καντ ότι είναι απαράδεκτη κάθε κοσμολογική αντίληψη για το Όλο. Αν, επομένως, υποτεθεί ότι το άπειρο υπάρχει, τότε η ύπαρξή του πρέπει να λάβει τη μορφή ενός ή περισσοτέρων φυσικών όντων και όχι αυτή τής «Μεγάλης Ολότητας». Τόσον όσον αφορά το άπειρο όσο και γενικότερα, το πολλαπλό-ένα [=πολλαπλή μονάδα] — το αποτέλεσμα, δηλαδή, τής παρουσίασης — θα υπερισχύει έναντι τής χίμαιρας τού υπερσυνόλου όλων των συνόλων.

Ένα πρόσθετο εμπόδιο που αντιμετωπίζουμε έχει να κάνει με την ομοιογένεια τού οντολογικού σχήματος των φυσικών πολλαπλών. Εάν η ποιοτική αντίθεση μεταξύ απείρου και πεπερασμένου διαπερνά την έννοια τού διατακτικού, αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχουν δύο θεμελιωδώς διαφορετικά είδη φυσικών πολλαπλών όντων. Εάν όντως απαιτείται, εν προκειμένω, μια απόφαση, αυτή θα συνίσταται στην αποδοχή τής ειδοποιού διαφοράς μεταξύ των δύο ειδών και, ως εκ τούτου, στη διάσπαση/διχοτόμηση τής παρουσιαστικής ομοιογένειας τού φυσικού είναι. Το να καθορίσουμε τον τόπο μιας τέτοιας απόφασης σημαίνει ουσιαστικά να σκεφτούμε, όσον αφορά τον ορισμό των διατακτικών, πού ακριβώς εντοπίζεται το εν λόγω ρήγμα — η εννοιολογική ασυνέχεια, η οποία, προκειμένου να θεμελιωθεί η διάκριση των δύο ειδών, προϋποθέτει ως αναγκαία συνθήκη τη νομοθέτηση επί τής ύπαρξής τους. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ως οδηγό μας την (ήδη αναληφθείσα) ανασκόπηση τής ιστορίας τής έννοιας τού απείρου (βλ. κεφ. 13).

1. Σημείο-τού-είναι και τελεστής τής διάνυσης/μετάβασης

Όπως ήδη επισημάνθηκε, πρέπει να διαθέτουμε τρία πράγματα προκειμένου να σκεφτούμε την ύπαρξη τού απείρου. Πιο συγκεκριμένα, χρειαζόμαστε κάποιο αρχικό σημείο-τού-είναι, έναν κανόνα για την παραγωγή τού «ίδιου άλλου» και, τέλος, μια υπαρξιακή ένδειξη-σφραγίδα μέσω τής οποίας θα ορίζεται, για το «άλλο», ο τόπος τού Άλλου.

Για την οντολογία, το όνομα τού κενού (\varnothing ) αποτελεί το αφετηριακό σημείο-τού-είναι. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί (πβ. κεφ. 12), τίποτε δεν απαγορεύει να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη ονομασία για τον προσδιορισμό κάποιου φυσικού πολλαπλού. Πρόκειται, εξάλλου, για τη μόνη μέχρι τούδε αποδεκτή υπαρξιακή Ιδέα,[4] ενώ, επιπροσθέτως, η αποδοχή τής ύπαρξης πολλαπλών βάσει τού ονόματος τού κενού (όπως, για παράδειγμα, τής ύπαρξης τού μονοσυνόλου \{\varnothing\} ) είναι συμβατή και με τα υπόλοιπα αξιώματα — τις κατασκευαστικές Ιδέες — τής θεωρίας των συνόλων.

Η διατύπωση ενός κανόνα για τη μετάβαση από το ένα φυσικό πολλαπλό στο άλλο με σημείο αφετηρίας το \varnothing επιτρέπει την αδιάκοπη κατασκευή και άλλων υπαρκτών πολλαπλών, δηλαδή την «αέναη» διαδικασία παραγωγής «ενός ακόμη» μεταβατικού[5] πολλαπλού τού οποίου τα στοιχεία είναι επίσης μεταβατικά και τού οποίου, επιπλέον, η ύπαρξη θα κρίνεται αποδεκτή σύμφωνα πάντα με τις αξιωματικές Ιδέες τής παρουσίασης τού καθαρού πολλαπλού.

Ως σημείο αναφοράς λαμβάνουμε την υπαρκτή μορφή τού Δύο (κεφ. 12), δηλαδή το πολλαπλό \{\varnothing,\{\varnothing\}\} , που έχει ως στοιχεία το κενό και το μονοσύνολο με στοιχείο το ίδιο το κενό. Από το αξίωμα τής αντικατάστασης (κεφ. 5)[6] συνεπάγεται ότι, από τη στιγμή που υπάρχει το Δύο, θα υπάρχουν επίσης και όλα τα σύνολα που προκύπτουν από την αντικατάσταση των στοιχείων τού εν λόγω Δύο[7] από άλλα στοιχεία των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ήδη δεδομένη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτούμε την αφηρημένη έννοια τού Δύο: εάν, λοιπόν, υπάρχουν τα στοιχεία α και β, τότε θα υπάρχει και το σύνολο \{\alpha,\beta\} που περιέχει τα στοιχεία α και β και μόνον αυτά (δηλαδή, το σύνολο που κατασκευάζω αντικαθιστώντας τα στοιχεία \varnothing και \{\varnothing\} τού υπαρκτού Δύο με τα α και β αντιστοίχως). Το σύνολο \{\alpha,\beta\} ονομάζεται «ζεύγος» των α και β. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την πρόσδοση δυαδικής μορφής [mise-en-deux] στα [ξεχωριστά] στοιχεία α και β.

Με βάση, λοιπόν, το «ζεύγος», ορίζουμε στη συνέχεια την κλασσική πράξη τής ένωσης δύο συνόλων, δηλ. το σύνολο \alpha\cup\beta , που θα περιέχει («συνενωμένα» [mis ensemble]) τα στοιχεία τού α και τού β [και μόνον αυτά]. Έστω λοιπόν το ζεύγος \{\alpha,\beta\} . Το αξίωμα τής ένωσης (κεφ. 5)[8] ορίζει ότι υπάρχει το σύνολο το οποίο έχει στοιχεία τα στοιχεία των στοιχείων ενός δεδομένου συνόλου (δηλαδή, ότι υπάρχει η «διασπορά» [dissémination] τού εν λόγω [υπαρκτού] συνόλου). Εάν, λοιπόν, υπάρχει το ζεύγος \{\alpha,\beta\} ¸ τότε θα υπάρχει και η ένωσή του \cup\{\alpha,\beta\} , που έχει στοιχεία τα στοιχεία των στοιχείων τού ζεύγους, δηλαδή τόσο τα στοιχεία τού α όσο και τα στοιχεία τού β. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταλήγουμε στο ζητούμενο. Κατόπιν, ορίζουμε ότι \alpha\cup\beta  είναι κανονική έκφραση για το \cup\{\alpha,\beta\} . Επιπλέον, όπως μόλις είδαμε, εάν υπάρχουν τα α και β, τότε θα υπάρχει και η ένωσή τους \alpha\cup\beta .

Επομένως, ο κανόνας τής μετάβασης λαμβάνει την εξής μορφή:

\alpha\rightarrow\alpha\cup\{\alpha\}

Με βάση, λοιπόν, ένα δεδομένο διατακτικό [εν προκειμένω, το α], ο συγκεκριμένος κανόνας «παράγει» ένα νέο πολλαπλό, τ.έ. την ένωση τού εν λόγω διατακτικού και τού μονοσυνόλου του. Επομένως, η ένωση θα παρουσιάζει ως στοιχεία όχι μόνο τα στοιχεία τού ίδιου τού α αλλά επιπλέον και το ίδιο το α, που, μάλιστα, θα λέγαμε πως παρουσιάζεται εδώ «αυτοπροσώπως», καθόσον αποτελεί το μοναδικό στοιχείο τού μονοσυνόλου του [δηλ. τού \{\alpha\} ]. Με λίγα λόγια, θα έχουμε προσθέσει στο διατακτικό α το όνομά του — ή, κατ’ ισοδύναμη διατύπωση, το πολλαπλό-ένα[9] α στα πολλαπλά που αυτό παρουσιάζει.

Να σημειωθεί ότι με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζουμε κάτι-άλλο. Πράγματι, είδαμε ότι το α είναι μεν στοιχείο τού [πολλαπλού] \alpha\cup\{\alpha\} , όχι όμως και στοιχείο τού εαυτού του (τού α), και τούτο διότι αποκλείεται να ισχύει \alpha\in\alpha . Επομένως, βάσει τού αξιώματος τής έκτασης,[10] το α είναι διάφορο τού \alpha\cup\{\alpha\} , διότι διαφέρει από αυτό κατά ένα πολλαπλό (τ.έ. το ίδιο το α).

Στο εξής, γράφουμε το \alpha\cup\{\alpha\} με τη μορφή S(\alpha) , το οποίο διαβάζεται «ο διάδοχος [ή επόμενος διατακτικός] τού α». Ο εν λόγω κανόνας μάς επιτρέπει να «μεταβούμε» από έναν διατακτικό αριθμό στον διάδοχό του.

Αυτό το «άλλο», που είναι ο διάδοχος διατακτικός αριθμός, είναι συγχρόνως και ένα «ίδιο», λόγω τού ότι ο επόμενος ενός διατακτικού είναι και ο ίδιος διατακτικός αριθμός. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν κανόνα μετάβασης που ενυπάρχει στα φυσικά πολλαπλά. Ας το αποδείξουμε.

Εν προκειμένω, ισχύει αφενός ότι όλα τα στοιχεία τού S(\alpha) είναι μεταβατικά. Πράγματι, εφόσον το α είναι διατακτικός αριθμός, τότε τόσο ο ίδιος όσο και τα στοιχεία του είναι μεταβατικά, ενώ γνωρίζουμε ήδη ότι το S(\alpha)  αποτελείται ακριβώς από όλα τα στοιχεία τού α, με την επιπλέον προσθήκη τού ίδιου τού α.

Αφετέρου το πολλαπλό S(\alpha) είναι και το ίδιο μεταβατικό. Πράγματι, έστω \beta\in S(\alpha) . Τότε,

— είτε ισχύει ότι \beta\in\alpha και επομένως \beta\subset\alpha [11] (λόγω τού ότι το α είναι μεταβατικό). Αλλά, καθώς ισχύει ότι S(\alpha)=\alpha\cup\{\alpha\} , πρέπει να ισχύει και ότι \alpha\subset S(\alpha) . Αλλά, εφόσον το υποσύνολο ενός υποσυνόλου είναι και το ίδιο υποσύνολο,[12] τότε έχουμε ότι \beta\subset S(\alpha) ·

— είτε ότι \beta=\alpha και, επομένως, ότι \beta\subset S(\alpha) , λόγω τού ότι \alpha\subset S(\alpha) .

Επιπλέον, κάθε πολλαπλό που ανήκει στο S(\alpha) περιέχεται σε αυτό. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι το S(\alpha) είναι μεταβατικό.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που το α είναι διατακτικός αριθμός, το ίδιο θα ισχύει και για το S(\alpha) , αφού, όπως δείξαμε, το S(\alpha) είναι μεταβατικό πολλαπλό τού οποίου όλα τα στοιχεία είναι επίσης μεταβατικά.

Εξάλλου, ο όρος «επόμενος διατακτικός» έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία. Το να πούμε ότι ο S(\alpha) είναι ο επόμενος διατακτικός, ότι δηλαδή είναι ο διατακτικός αριθμός που έπεται αμέσως τού α, σημαίνει ακριβώς ότι κανένας άλλος διατακτικός δεν μπορεί να παρεμβληθεί «μεταξύ» τού α και τού S(\alpha) . Σύμφωνα με ποιον κανόνα διάταξης ισχύει κάτι τέτοιο; Σύμφωνα με την ίδια τη σχέση τού «ανήκειν» που, όσον αφορά τους διατακτικούς, είναι σχέση ολικής διάταξης (πβ. κεφ.12), υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρχει κανένας διατακτικός β τέτοιος ώστε \alpha\in\beta\in S(\alpha) .

Δεδομένου ότι S(\alpha)=\alpha\cup\{\alpha\} , η έκφραση \beta\in S(\alpha) σημαίνει:

— είτε ότι \beta\in\alpha , πράγμα που επίσης σημαίνει ότι αποκλείεται να ισχύει \alpha\in\beta ¸ διότι ως σχέση διάταξης μεταξύ διατακτικών αριθμών η σχέση τού ανήκειν είναι μεταβατική και τότε εκ των \beta\in\alpha και \alpha\in\beta θα συναγόταν η σχέση \beta\in\beta , που είναι άτοπο.

— είτε ότι \beta\in\{\alpha\} , που ισοδυναμεί με το ότι \beta=\alpha , καθώς το α είναι το μοναδικό στοιχείο τού μονοσυνόλου του \{\alpha\} . Αλλά είναι προφανές ότι από την ισότητα \beta=\alpha προκύπτει ότι αποκλείεται να ισχύει \alpha\in\beta , λόγω τού ότι η σχέση τού ανήκειν-εις-εαυτόν απορρίπτεται πάντοτε ως άτοπη.

Σε κάθε, λοιπόν, περίπτωση, ισχύει ότι δεν μπορεί να παρεμβληθεί κάποιος διατακτικός β μεταξύ τού α και τού S(\alpha) . Βλέπουμε επομένως ότι ο κανόνας τής διαδοχής έχει μία και μόνο σημασία.[13] Επιτρέπει τη μετάβαση από έναν διατακτικό στον μοναδικό επόμενο διατακτικό σύμφωνα με τη σχέση τού ανήκειν η οποία, όπως αναφέρθηκε, είναι σχέση ολικής διάταξης.

Παίρνοντας ως αρχικό σημείο-τού-είναι το \varnothing κατασκευάζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ακολουθία των υπαρκτών διατακτικών (δεδομένου ότι υπάρχει το \varnothing) :

succesionΚατά μια πρώτη, «διαισθητική» προσέγγιση, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι έτσι «κατασκευάσαμε εκ τού μηδενός» μια απειρία διατακτικών και ότι, ως εκ τούτου, αποφανθήκαμε υπέρ τής φυσικής απειρότητας. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε ότι υποκύψαμε στα απατηλά θέλγητρα τής Ολότητας. Το ότι αυτό που προκύπτει μέσω τής επανάληψης τού αποτελέσματος που υπαγορεύεται από κάποιο κανόνα είναι η απροσδιοριστία των «ίδιων άλλων» και όχι κάποιο υπαρκτό άπειρο ήταν, στην πραγματικότητα, κοινός τόπος για όλους τους κλασικούς φιλοσόφους. Εξάλλου, µπορεί να διαπιστωθεί διαισθητικά ότι οι παραγόμενοι με αυτόν τον τρόπο διατακτικοί είναι όλοι τους ανεξαιρέτως πεπερασμένοι. Ως ο νι-οστός διάδοχος τού ονόματος τού κενού, καθένας εξ αυτών θα έχει ν στοιχεία, όλα τους κατασκευασμένα από το κενό με την επαναληπτική διαδικασία τής ενο-ποίησης [mise-en-un].[14] Εξάλλου, καμία από τις αξιωματικές Ιδέες τού καθαρού πολλαπλού δεν μας επιτρέπει να συνθέσουμε σε ένα ενιαίο σύνολο τους διατακτικούς που μας είναι προσιτοί μέσω τής εφαρμογής τού κανόνα τής διαδοχής. Καθένας εξ αυτών υπάρχει σε συνάρτηση με τη διαδικασία παραγωγής «ενός ακόμη» διατακτικού,[15] δυνάμει τής οποίας η ετερότητα κάθε διατακτικού προσδιορίζεται αναδρομικά ως ταυτότητα. Με άλλα λόγια, θα προσδιορίζεται τελικά ως όμοιος μεταξύ ομοίων, παραμένοντας στις παρυφές τής διαδικασίας τής επανάληψης στην οποία υπόκειται. Ωστόσο, η Ολότητα είναι απρόσιτη.[16] Εδώ ανοίγεται ένα αβυσσαλέο χάσμα που μπορεί να γεφυρωθεί μέσω μόνο μιας απόφασης.

2. Διαδοχή και όριο

Μεταξύ των διατακτικών αριθμών, των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνεται στον κανόνα κατασκευής τής ακολουθίας τους, διακρίνεται καταρχάς ο \varnothing ως απολύτως εξαιρετική περίπτωση, τόσο εν γένει, όσο και ως προς τη σημασία του για την οντολογία στο σύνολό της. Στην ακολουθία των διατακτικών, κάθε διατακτικός διάφορος τού \varnothing θα έπεται ενός άλλου. Γενικότερα, μπορούμε να δώσουμε τον ακόλουθο ορισμό καθολικής ισχύος: «Ένας διατακτικός α λέγεται επόμενος διατακτικός (και γράφεται ως Sc(\alpha)) ,[17] εάν υπάρχει κάποιος διατακτικός β τού οποίου έπεται ο α: Sc(\alpha)\leftrightarrow(\exists\beta)[\alpha=S(\beta)] ».

Δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς την ύπαρξη των επόμενων διατακτικών, καθώς κατασκευάσαμε ήδη μια σειρά από αυτούς. Το πραγματικό διακύβευμα τής απόφασης όσον αφορά το άπειρο εντοπίζεται στην ύπαρξη ή μη διατακτικών αριθμών που δεν είναι επόμενοι. Δίνουμε, λοιπόν, τον εξής ορισμό: «Ένας διατακτικός α καλείται οριακός διατακτικός (και γράφεται ως lim(\alpha)) , αν δεν έπεται κανενός άλλου διατακτικού (πχ. κάποιου β): lim(\alpha)\leftrightarrow\neg Sc(\alpha)\leftrightarrow\neg(\exists\beta)[\alpha=S(\beta)] ».

Αν επομένως υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος οριακός διατακτικός, τότε η εσωτερική του δομή πρέπει να να διαφέρει από αυτή τού επόμενου διατακτικού. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια ποιοτική ασυνέχεια στο ομοιογενές σύμπαν των φυσικών πολλαπλών. Όσον αφορά λοιπόν το άπειρο, το στοίχημα επικεντρώνεται σε αυτού τού είδους την ασυνέχεια και τούτο διότι ο οριακός διατακτικός θα αντιπροσωπεύει, για την ακολουθία των «ίδιων άλλων» που ανήκουν σε αυτόν, τον τόπο τού Άλλου.

Το κρίσιμο σημείο είναι το εξής: εάν κάποιος διατακτικός [β] ανήκει σε έναν οριακό διατακτικό, το ίδιο θα ισχύει και για τον επόμενό του διατακτικό.[18] Πράγματι, εάν ισχύει ότι \beta\in\alpha (όπου α κάποιος οριακός διατακτικός), τότε αποκλείεται να ισχύει \alpha\in S(\beta) ¸ γιατί στην περίπτωση αυτή ο α θα παρεμβαλλόταν μεταξύ τού β και τού S(\beta) (και μόλις δείξαμε[19] ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άτοπο). Επιπλέον, αποκλείεται να ισχύει ότι S(\beta)=\alpha , διότι ως οριακός διατακτικός ο α δεν είναι[20] επόμενος κάποιου άλλου. Επομένως, καθώς η σχέση τού ανήκειν είναι σχέση ολικής διάταξης για τους διατακτικούς, από το άτοπο που προκύπτει από τις σχέσεις \alpha\in S(\beta) και \alpha=S(\beta) συμπεραίνουμε λοιπόν ότι S(\beta)\in\alpha .

Εν όψει των ανωτέρω προκύπτει ότι μεταξύ ενός οριακού διατακτικού και ενός διατακτικού που του ανήκει παρεμβάλλεται μια «απειρία» διατακτικών αριθμών (όπου ο όρος «απειρία» νοείται εδώ με τη διαισθητική έννοια). Πράγματι, εάν \beta\in\alpha  και ο α είναι οριακός, τότε έχουμε ότι S(\beta)\in\alpha , S(S(\beta))\in\alpha κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι ο οριακός διατακτικός είναι ο Άλλος-τόπος όπου εγγράφεται αενάως ο άλλος τής διαδοχής. Βλέπουμε λοιπόν ότι, στο σύνολό της, η ακολουθία των επόμενων διατακτικών που κατασκευάζονται διαδοχικά βάσει τού κανόνα S έχοντας ως αφετηρία κάποιον διατακτικό που ανήκει σε έναν οριακό διατακτικό, θα ξεδιπλώνεται «στο εσωτερικό» τού δεδομένου οριακού, με την έννοια ότι θα ανήκουν σε αυτόν όλοι οι όροι τής εν λόγω ακολουθίας. Συγχρόνως, όμως, ο ίδιος ο οριακός θα είναι Άλλος, καθώς δεν μπορεί ποτέ να είναι ο «ακόμη ένας» διατακτικός που διαδέχεται κάποιον άλλο.

Άλλη μια δομική διαφορά που παρατηρούμε ανάμεσα στους επόμενους και τους οριακούς διατακτικούς είναι ότι οι πρώτοι, σε αντίθεση με τους δεύτερους, περιέχουν εντός τους ένα μέγιστο πολλαπλό. Αυτό συμβαίνει γιατί εάν κάποιος διατακτικός α είναι τής μορφής S(\beta) , τ.έ. \beta\cup\{\beta\} , τότε ο β που του ανήκει θα είναι ο μέγιστος μεταξύ όλων των διατακτικών που συνθέτουν τον α (όπου η σύγκριση θα γίνεται σύμφωνα με τη σχέση διάταξης τού «ανήκειν»). Έχουμε ήδη δει ότι κανένας διατακτικός δεν παρεμβάλλεται μεταξύ τού \beta και τού S(\beta) . Επομένως, ο διατακτικός β είναι αναμφίβολα το μέγιστο πολλαπλό μεταξύ αυτών που περιέχονται στο S(\beta) . Απεναντίας, κανένας μέγιστος όρος που να έχει αυτή τη μορφή δεν μπορεί να ανήκει σε κάποιον οριακό διατακτικό. Διότι, έστω ότι ισχύει ότι \beta\in\alpha . Τότε, εφόσον ο α είναι οριακός, θα υπάρχει κάποιος γ τέτοιος ώστε \beta\in\gamma\in\alpha . Όσον αφορά λοιπόν τους επόμενους διατακτικούς, το οντολογικό σχήμα τού «διατακτικού» ταιριάζει σε αυστηρά ιεραρχημένα — τρόπον τινά «κλειστά» — φυσικά πολλαπλά, όπου μπορεί να προσδιοριστεί, κατά σαφή και εγγενή τρόπο, ο όρος που κυριαρχεί. Αντιθέτως, οι οριακοί διατακτικοί αποτελούν τυποποίηση τής οντολογικής υποδομής των «ανοικτών» φυσικών πολλαπλών, υπό την έννοια ότι στην εσωτερική τους διάταξη δεν περιέχεται κανένας μέγιστος όρος, με αποτέλεσμα να είναι τρόπο τινά άνευ πέρατος και ορίου. Εν προκειμένω, ο οριακός διατακτικός θα αποτελεί τον κυρίαρχο όρο τής διάταξης, παραμένοντας ωστόσο εκτός αυτής. Πράγματι, εφόσον αποκλείεται να ανήκει στον εαυτό του, ο οριακός θα ίσταται εκτός [ek-siste] τής ακολουθίας για την οποία αποτελεί το όριο.

Ο οριακός διατακτικός είναι άμοιρος[21] τού ταυτού, που περιέχεται στο έτερο φέροντας την ένδειξη «ακόμη [-ένα]». Ο οριακός είναι το μη-ταυτό για όλη την ακολουθία των επόμενων διατακτικών που προηγούνται αυτού· δεν είναι «ένας ακόμη» διατακτικός, αλλά η πολλαπλή-Μονάδα[22] όπου, υπό μορφή εξαίρεσης [ek-sistance],[23] συντελείται αδιάκοπα η εφαρμογή τού κανόνα τής ακολουθίας. Όσον αφορά τις ακολουθίες διατακτικών, όπως αυτή που κατασκευάσαμε πιο πάνω περνώντας διαδοχικά από τον έναν διατακτικό στον επόμενό του, ο οριακός διατακτικός είναι εκείνο μέσω τού οποίου καταγράφεται ως εξαίρεση — πέρα δηλαδή από τη χωριστή ύπαρξη καθενός από τους όρους τής δεδομένης ακολουθίας — η καθαυτό διαδικασία τής διάνυσης. Πρόκειται για το πολλαπλό-υπόβαθρο όπου αποτυπώνονται ο ένας μετά τον άλλο οι διανυθέντες διατακτικοί. Στον οριακό διατακτικό, στον οποίο, όπως αναφέρθηκε, ανήκουν όλοι οι όροι μιας δεδομένης ακολουθίας, συναιρείται ο τόπος τής ετερότητας με το σημείο-τού-Άλλου, καθώς το όνομά του θα χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός και μοναδικού διατακτικού α που βρίσκεται επέκεινα εκείνων που εμφανίζονται στη δεδομένη ακολουθία. Εξ αυτού απορρέει και η ονομασία του ως οριακού, καθώς, ως «τελικός» όρος[24] τον οποίο προσεγγίζει επ’ άπειρον μια δεδομένη ακολουθία, θα καθορίζει την ύπαρξή της ως ενιαίου και συνεκτικού πολλαπλού.

Η εν λόγω «συναίρεση», η οποία πραγματοποιείται οριακά μεταξύ τού τόπου τού Άλλου και τής μονάδας[25] του, έχοντας ως σημεία αναφοράς ένα δεδομένο αρχικό σημείο-τού-είναι (εν προκειμένω, το κενό σύνολο (\varnothing )) και έναν κανόνα μετάβασης (εν προκειμένω, τον κανόνα τής ακολουθίας), μας δίνει την γενική έννοια τού απείρου.

3. Η δεύτερη υπαρξιακή σφραγίδα

Στο παρόν στάδιο τής ανάλυσης, τίποτε δεν μας υποχρεώνει να αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός οριακού διατακτικού. Όλες οι αξιωματικές Ιδέες για το πολλαπλό τις οποίες χρησιμοποιήσαμε μέχρι τώρα (δηλ. τα αξιώματα τής έκτασης, τής συμπερίληψης, τής ένωσης, τού διαχωρισμού, τής αντικατάστασης και τού κενού) — ακόμα και αν προσθέσουμε σε αυτές τα αξιώματα τής θεμελίωσης [ή κανονικότητας] και τής επιλογής (βλ. κεφ.18 & 22 αντίστοιχα) — είναι απόλυτα συμβατές με τη μη-ύπαρξη ενός τέτοιου διατακτικού. Έχουμε, βέβαια, διαπιστώσει την «ύπαρξη» μιας ακολουθίας διατακτικών, η οποία κατασκευάστηκε έχοντας ως αρχικό σημείο-τού-είναι το κενό, αλλά η οποία δεν μπορεί να διανυθεί πλήρως με βάση τον κανόνα τής διαδοχής. Επομένως, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, θα πρέπει να πούμε ότι, εν προκειμένω, αυτό που υπάρχει δεν είναι η ακολουθία αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά εις έκαστος εκ των (πεπερασμένων) όρων της. Μόνο μια νέα αξιωματική απόφαση θα μας επέτρεπε να συνθέσουμε σε ενιαίο όλο την ίδια την ακολουθία των διατακτικών. Η εν λόγω απόφαση, η οποία, στο επίπεδο τού οντολογικού σχήματος των φυσικών πολλαπλών, καταφάσκει την ύπαρξη τού απείρου, δίνοντας τυπική μορφή στην ιστορική τομή που πραγματοποιήθηκε από τους φυσικούς φιλοσόφους τού 17ου αιώνα, μπορεί να διατυπωθεί απλά ως εξής: «υπάρχει κάποιο οριακό διατακτικό». Η εν λόγω υπαρξιακή δήλωση, η οποία είναι η δεύτερη που διατυπώνουμε μετά την αποδοχή τής ύπαρξης τού ονόματος τού κενού, αποτελεί λοιπόν τη δεύτερη υπαρξιακή σφραγίδα επί τής οποίας θεμελιώνεται η απειρότητα τού είναι.

4. Επιτέλους ένας ορισμός για το άπειρο

Το να πούμε ότι «υπάρχει κάποιο οριακό διατακτικό» συνιστά, λοιπόν, τη δεύτερη υπαρξιακή δήλωση στην οποία προβαίνουμε μετά από εκείνη για την ύπαρξη τού ονόματος τού κενού. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι έτσι πραγματοποιείται μια νέα συρραφή μεταξύ τού οικοδομήματος των αξιωματικών Ιδεών για το πολλαπλό και τού είναι-ως-τέτοιου. Όπως συμβαίνει και για τα υπόλοιπα πολλαπλά, το πρωταρχικό σημείο-τού-είναι ενός οριακού διατακτικού είναι το ίδιο το κενό, ενώ τα στοιχεία του[26] δεν είναι παρά δομές που αποτελούν συνδυασμούς τού κενού με τον εαυτό του και οι οποίες διέπονται από τα αξιώματα τής συνολοθεωρίας. Από αυτή την άποψη, το άπειρο δεν συνιστά επ’ ουδενί ένα «δεύτερο είδος» τού Είναι που θα ερχόταν να προστεθεί στο οντολογικό είδος που προκύπτει από το κενό. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα τής αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, θα λέγαμε επομένως ότι δεν υπάρχουν δύο Αρχές (δηλαδή, το κενό και το άπειρο), και τούτο παρά την παραδοχή, εκ μέρους μας, των δύο αντίστοιχων υπαρξιακών αξιωμάτων. Η «ύπαρξη» επομένως τού απείρου είναι δεύτερη τη τάξει, γιατί εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το κενό είναι ήδη στοιχείο του (πράγμα που καθίσταται προφανές από την αξιωματική τυποποίηση τής αντίστοιχης απόφασης). Στην πραγματικότητα, με την παραδοχή τού εν λόγω αξιώματος έρχεται στην ύπαρξη ο Άλλος των άλλων, δηλαδή ο τόπος όπου πραγματοποιείται μια επανάληψη, το πεδίο όπου εφαρμόζεται ένας συγκεκριμένος τελεστής (αυτός τής διαδοχής). Κατ’ αντιδιαστολή, το \varnothing συγκαλεί στην οντολογική παρουσίαση το Είναι-ως-τέτοιο. Η απόφαση για την ύπαρξη ενός οριακού διατακτικού αφορά τη δύναμη τού Είναι και όχι το καθαυτό του Είναι. Το άπειρο δεν εγκαινιάζει ένα δόγμα περί συμμείξεως, όπου το Είναι θα προέκυπτε συνολικά από το διαλεκτικό παιχνίδι δύο ετερογενών μορφών. Το μόνο που υπάρχει είναι το κενό και οι [αξιωματικές] Ιδέες. Εν ολίγοις, στο αξίωμα ύπαρξης ενός οριακού διατακτικού υποκρύπτεται μια Ιδέα με τη μορφή, απλώς, μιας υπαρξιακής πρότασης. Και πιο συγκεκριμένα, η Ιδέα ότι μέσω μιας επανάληψης (τού «ακόμη ένα») θα καλείται να εμφανιστεί η συναίρεση τού τόπου και τού εν-είναι της[27] προκειμένου αυτή[28] να λάβει μια δεύτερη υπαρξιακή σφραγίδα («σημείο» που αποτυπώνεται υποδειγματικά στον στίχο τού Μαλαρμέ: «μακριά μέχρι εκεί που συναιρείται ένας τόπος με ένα επέκεινα»).[29] Και καθώς στην οντολογία η ύπαρξη ταυτίζεται με το πολλαπλό-ένα, ο εντοπισμός και η αναγνώριση τού τόπου που είναι και ένα επέκεινα λαμβάνει τη μορφή τής επέκτασης [adjonction] τού σώματος των πολλαπλών με έναν ακόμη διατακτικό.

Παρόλα αυτά, δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να δώσουμε έναν ορισμό για το άπειρο. Δηλώσαμε απλώς ότι υπάρχει κάποιο οριακό διατακτικό. Από τη δήλωση όμως αυτή δεν συνάγεται ότι η έννοια τού απείρου ταυτίζεται με την έννοια τού οριακού διατακτικού και ότι, ακολούθως, η έννοια τού πεπερασμένου με εκείνη τού επόμενου διατακτικού. Και τούτο γιατί αν α είναι ένας οριακός διατακτικός, ο επόμενος διατακτικός S(\alpha) θα είναι «μεγαλύτερος» από αυτόν, καθώς ισχύει ότι \alpha\in S(\alpha) . Αν λοιπόν υποθέταμε ότι η έννοια τού επόμενου ταυτίζεται με την έννοια τού πεπερασμένου και ότι, αντίστοιχα, η έννοια τού οριακού με αυτή τού απείρου, θα προέκυπτε αμέσως το εξής «αδιανόητο»: ο «πεπερασμένος» επόμενος S(\alpha)  θα ήταν μεγαλύτερος από τον «άπειρο» οριακό α που προηγείται αυτού, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να καθίσταται αναστρέψιμη η χειρονομία «μετάβασης στο άπειρο». Η απόφαση για το άπειρο τού φυσικού-Είναι αφορά μεν πράγματι τους οριακούς, αλλά ο ορισμός πάνω στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω απόφαση είναι εντελώς άλλης φύσης, πράγμα που μπορεί να εκληφθεί ως πρόσθετη απόδειξη τού ότι το «πραγματικό» — ο σκόπελος στον οποίο προσκρούει η σκέψη — σπανίως έχει να κάνει με την εύρεση ενός ορθού ορισμού. Θα λέγαμε μάλλον ότι κάθε επαρκής ορισμός προκύπτει από την εστίαση στο ενικό και έκκεντρο σημείο όπου γίνεται για πρώτη φορά αισθητή η ανάγκη να τεθεί εκ νέου το ζήτημα τού προσανατολισμού [sens],[30] έστω και αν κάτι τέτοιο φαντάζει άσχετο με το αρχικό πρόβλημα. Η λογική τού ριψοκίνδυνου ελιγμού υπαγορεύει τον αναπροσανατολισμό τού υποκειμένου προς την κατεύθυνση ενός σημείου που απέχει ανυπολόγιστα από το αρχικό του αντικείμενο. Και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει μία και μοναδική Μέθοδος.

Στο κεφάλαιο 12, επισημάνθηκε ότι η ελαχιστότητα αποτελεί μια θεμελιώδη ιδιότητα των διατακτικών. Πιο συγκεκριμένα, αν υπάρχει κάποιος διατακτικός που ικανοποιεί μια δεδομένη ιδιότητα, τότε υπάρχει μοναδικός διατακτικός που είναι \in -ελάχιστος για τη συγκεκριμένη ιδιότητα (πράγμα που σημαίνει ότι η εν λόγω ιδιότητα δεν ικανοποιείται από κανένα από τα στοιχεία του). Επιπλέον, η ιδιότητα τού «να είναι οριακός διατακτικός» πρέπει να εκφράζεται από έναν τύπο \lambda(\alpha)  με μια ελεύθερη μεταβλητή, ενώ το αξίωμα ότι «υπάρχει κάποιος οριακός» δηλώνει ουσιαστικά ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας διατακτικός που ικανοποιεί τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μοναδικός διατακτικός που είναι \in -ελάχιστος για την εν λόγω ιδιότητα.[31] Έτσι προκύπτει ο ελάχιστος οριακός διατακτικός, «κάτω από» τον οποίο δεν υπάρχουν παρά μόνο επόμενοι διατακτικοί (εξαιρουμένου τού κενού). Το συγκεκριμένο οντολογικό σχήμα[32] είναι θεμελιώδους σημασίας, διότι προσδιορίζει το κατώφλι τού απείρου. Με άλλα λόγια, ορίζει το πολλαπλό που ήδη από την εποχή τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είχε αξία υποδείγµατος για τη μαθηματική σκέψη. Πρόκειται για το πολλαπλό \omega_{0} \aleph_{[0]} ή άλεφ-μηδέν, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται). Το όνομα \omega_{0} λειτουργεί ως φορέας για την παρουσίαση, με τη μορφή ενός πολλαπλού, τής πρώτης ύπαρξης που συνεπάγεται η απόφαση για την απειρότητα τού είναι. Έτσι, τίθεται η εν λόγω απόφαση σε εφαρμογή, με τη μορφή ενός συγκεκριμένου καθαρού πολλαπλού. Στο πλαίσιο τής φυσικής ομοιογένειας, ο \omega_{0} αντιπροσωπεύει το χείλος τού ρήγματος που χωρίζει την (κλειστή και ιεραρχική) ακολουθία των επόμενων από την ανοικτή ακολουθία των οριακών, η οποία σφραγίζεται από την ύπαρξη ενός εξ-ιστάμενου όρου.

Η θεμελίωση τού ορισμού τού απείρου γίνεται στο χείλος αυτής τής αβύσσου: ένας οριακός θα καλείται άπειρος εάν είναι ο \omega_{0} ή εάν του ανήκει ο \omega_{0} , ενώ θα καλείται πεπερασμένος εάν ανήκει στον \omega_{0} .

Όσον αφορά λοιπόν τα φυσικά πολλαπλά, «\omega_{0} » είναι το όνομα που προσδιορίζει τη διαίρεσή τους σε πεπερασμένα και άπειρα. Σε επίπεδο φυσικής διάταξης, το μαθήμιο τού απείρου προϋποθέτει απλώς ότι ο \omega_{0} προσδιορίζεται από την ιδιότητα τής ελαχιστότητας τού ορίου — βάσει τής οποίας ορίζεται ένας μοναδικός διατακτικός (πράγμα που άλλωστε δικαιολογεί τη χρήση συγκεκριμένης ονομασίας [\omega_{0} ]):

lim(\omega_{0})\,\land\,(\forall\alpha)[[(\alpha\in\omega_{0})\,\land\,(\alpha\neq\varnothing)]\rightarrow Sc(\alpha)]

ενώ, όσον αφορά τους άπειρους (Inf) και τους πεπερασμένους (Fin) διατακτικούς, τίθενται οι εξής πρόσθετοι ορισμοί:

Inf(\alpha)\leftrightarrow[(\alpha=\omega_{0})\,\lor\,(\omega\in\alpha)]

Fin(\alpha)\leftrightarrow(\alpha\in\omega_{0})

Ο \omega_{0} θα «παρουσιάζει»[33] πεπερασμένα φυσικά πολλαπλά. Αντιθέτως, κάθε τι που «παρουσιάζει»[34] τον \omega_{0} είναι άπειρο. Ο \omega_{0} , στο σημείο τής διαίρεσης, θα αποκαλείται άπειρος, καθώς, αφού βρίσκεται στην πλευρά τού ορίου, δεν έπεται κανενός άλλου διατακτικού.[35]

Από τα άπειρα σύνολα, κάποια θα είναι «επόμενοι διατακτικοί» (π.χ. ο επόμενος τού \omega_{0} : \omega_{0}\cup\{\omega_{0}\} ), ενώ άλλα θα είναι «οριακοί» (π.χ. ο \omega_{0} ). Αντιθέτως, κάθε πεπερασμένο σύνολο είναι επόμενος διατακτικός (εξαιρουμένου τού \varnothing ). Βλέπουμε λοιπόν ότι, όσον αφορά τη φυσική παρουσίαση, ο κρίσιμος για τον διαχωρισμό τελεστής (βάσει, δηλαδή, τού οποίου διακρίνονται οι επόμενοι από τους οριακούς διατακτικούς) δεν συστοιχίζεται με τον διαχωρισμό μεταξύ απείρου/πεπερασμένου, όπως αυτός προκύπτει από την εφαρμογή του.

Από αυτή την άποψη, πρέπει να επισημανθεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας τού \omega_{0} . Λόγω τής ιδιότητας τής ελαχιστότητας, ο \omega_{0} είναι, πράγματι, ο μόνος άπειρος διατακτικός στον οποίο δεν ανήκει κανένας οριακός. Σε όλους τους υπόλοιπους οριακούς θα ανήκει τουλάχιστον ο οριακός \omega_{0} , ο οποίος βεβαίως δεν μπορεί να ανήκει στον εαυτό του. Υπάρχει. λοιπόν, μια αγεφύρωτη άβυσσος ανάμεσα στους πεπερασμένους διατακτικούς (σε όσους, δηλαδή, ανήκουν στον \omega_{0} ) και τον ίδιο τον \omega_{0} .

Το να γνωρίζουμε εάν στο σώμα των άπειρων πολλαπλών διανοίγεται εκ νέου ένα ανάλογο ρήγμα είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η διδασκαλία τού πολλαπλού (πρόβλημα που, ας σημειωθεί, έχει γίνει γνωστό ως θεωρία των «μεγάλων πληθικών αριθμών»). Εν προκειμένω, το ζήτημα που τίθεται είναι αν μπορεί να υπάρχει ένας άπειρος διατακτικός μεγαλύτερος από τον \omega_{0} , τέτοιος ώστε να μην μπορεί να προσεγγιστεί με βάση τις διαθέσιμες κατασκευαστικές διαδικασίες. Πρόκειται, δηλαδή, για το ζήτημα τής απουσίας κάθε δυνατής διαμεσολάβησης μεταξύ τού εν λόγω διατακτικού και των άπειρων πολλαπλών που προηγούνται αυτού, κατά τρόπο ανάλογο με αυτό που συμβαίνει όσον αφορά τους πεπερασμένους διατακτικούς και τον Άλλο τους (τον \omega_{0} ).

Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι για την κατάφαση μιας τέτοιας ύπαρξης[36] απαιτείται μια νέα απόφαση, η διατύπωση ενός νέου αξιώματος για το άπειρο.

5. Δεύτερο και καταϊδρωμένο, το πεπερασμένο[37]

Σε επίπεδο ύπαρξης, το πεπερασμένο είναι πρώτο τη τάξει, διότι το \varnothing εκλαμβάνεται ως η αρχική οντότητα, από την οποία κατασκευάζονται όλα τα υπόλοιπα «πεπερασμένα» πολλαπλά (\{\varnothing\}, S(\varnothing),\ldots , κ.ο.κ.). Ωστόσο, σε επίπεδο έννοιας, το πεπερασμένο έρχεται δεύτερο. Πράγματι, τα σύνολα \varnothing,\{\varnothing\},\ldots χαρακτηρίζονται «πεπερασμένα» δυνάμει μόνον τού αναδρομικού αποτελέσματος τής ύπαρξης τού οριακού διατακτικού \omega_{0} . Διαφορετικά, τα εν λόγω πολλαπλά δεν θα είχαν καμία άλλη ιδιότητα εκτός αυτής τού υπαρκτού πολλαπλού-ένα [un-multiple existant].[38] Στο μαθήμιο τού πεπερασμένου (δηλ. στην έκφραση Fin(\alpha)\leftrightarrow(\alpha\in\omega_{0}) ) βλέπουμε ότι το σχετικό κριτήριο εξαρτάται από την προγενέστερη απόφαση για την ύπαρξη οριακών διατακτικών. Το γεγονός ότι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία το είναι ταυτίζεται με το πεπερασμένο οφείλεται στο ότι, εν απουσία μιας απόφασης για την ύπαρξη τού απείρου, κάθε τι που υπάρχει δεν μπορεί, τελικά, παρά να ταυτίζεται με το «πεπερασμένο». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ουσία τού πεπερασμένου δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή τού πολλαπλού-Είναι ως τέτοιου. Ωστόσο, από τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση υπέρ τής ύπαρξης άπειρων φυσικών πολλαπλών, το πεπερασμένο αντιμετωπίζεται πλέον, ως ένα από τα υποπεδία τού είναι, ως μια ελάσσονα μορφή τής παρουσίας του. Η έννοια τού πεπερασμένου μπορεί να αποσαφηνιστεί αποκλειστικά και μόνο βάσει τής εγγενούς φύσης τού απείρου. Μία απó τις πιο βαθιές διαισθήσεις τού Κάντορ ήταν η πεποίθησή του ότι, στο μαθηματικό βασίλειο τής σκέψης, ο αέναος πολλαπλασιασμός των άπειρων οντοτήτων αντιπροσώπευε, πράγματι, τον «παράδεισο» (όπως το έθετε ο Χίλμπερτ), ενώ το πεπερασμένο ερχόταν σε δεύτερη θέση.

Στην πραγματικότητα, η αριθμητική, η βασίλισσα τής ελληνικής σκέψης μέχρι τη «γεωμετρίζουσα» επανάσταση τού Ευδόξου, δεν είναι άλλη από την επιστήμη τού πρώτου οριακού διατακτικού \omega_{0} . Αγνοώντας όμως τη λειτουργία του ως Άλλου, η αριθμητική παραμένει δέσμια τής στοιχειακής εμμένειας των πολλαπλών που του ανήκουν, δηλαδή των πεπερασμένων διατακτικών. Η δύναμή της έγκειται στην υπολογιστική κυριαρχία που εξασφαλίζεται μέσω τής διάκλεισης [forclusion][39] τού ορίου και τής ακραιφνούς εφαρμογής τής διαδικασίας συναλύσωσης των «ίδιων άλλων», ενώ η αδυναμία της εντοπίζεται στο ότι αγνοεί την παρουσιαστική ουσία των πολλαπλών που χρησιμοποιεί για τους υπολογισμούς της — άγνοια η οποία αίρεται μόνον εφόσον καταλήξουμε στην απόφαση ότι η ακολουθία των άλλων δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στον τόπο τού Άλλου και ότι η διαδικασία τής επανάληψης προϋποθέτει το έκτοπο εκείνο σημείο[40] όπου, έχοντας διακοπεί, η όλη διαδικασία θα παραπέμπει μετωνυμικά [en abîme] στην ολότητα της — δηλαδή στο πολλαπλό-ένα που τη συνιστά και το οποίο στο εξής θα αποκαλείται «άπειρο».


[1] [=μορφή, σχήμα]
[2] [=επιστημολογική τομή]
[3] [contra Zermelo ή contra Μοσχοβάκη;· πβ. Σ.Καπελλίδης, Σημειώσεις στη Θεωρία Συνόλων [ΣΘΣ], σελ.228]
[4] [=αξίωμα ύπαρξης: πβ. «Αξίωμα τού κενού συνόλου: Εξασφαλίζει την ύπαρξη κενού συνόλου. Υπάρχει σύνολο χωρίς στοιχεία και μόνον. (\exists A)(\forall y)(\neg y\in A) (Σ.Καπελλίδης, ΣΘΣ,, σελ.232) [εναλλακτικά, (\exists\beta)[\neg(\exists\alpha)(\alpha\in\beta)] ]]
[5] [«Ένα σύνολο Α λέγεται μεταβατικό, αν και μόνον αν τα στοιχεία των στοιχείων τού Α είναι επίσης στοιχεία τού Α, δηλαδή x\in y\land y\in A\Rightarrow x\in A » (Καπελλίδης, ό.π. σελ.232).]
[6] [πβ.«Αξίωμα τής αντικατάστασης: Έστω P(x,y) τύπος τής θεωρίας των συνόλων, ο οποίος ορίζει απεικόνιση — δηλαδή για κάθε x υπάρχει ακριβώς ένα y, τέτοιο ώστε ο P(x,y) να είναι αληθής. Τότε για κάθε σύνολο A υπάρχει ακριβώς ένα σύνολο B, του οποίου τα στοιχεία είναι τα y και μόνον αυτά που για κάποιο x\in A επαληθεύουν τον τύπο P(x,y) , δηλ. \forall A\exists B(\forall y(y\in B\Leftrightarrow(\exists x\in A)P(x,y))) » (Καπελλίδης, ό.π. σελ.228-29).]
[7] [Εδώ, ο μεταφραστής τής αγγλικής έκδοσης μεταφράζει άλλα αντί άλλων]
[8] [«Αξίωμα τής ένωσης: Αν ένα σύνολο Α έχει ως στοιχεία σύνολα Β, τότε επιτρέπεται να κατασκευάσουμε το σύνολο, το οποίο θα έχει στοιχεία τα στοιχεία των Β και μόνον αυτά: (\forall A)(\exists B)((\forall X)(x\in B\Leftrightarrow(\exists C)(x\in C\land C\in A)) » (Καπελλίδης, ό.π. σελ.228) [εναλλακτικά, (\forall\alpha)(\exists\beta)[(\delta\in\beta)\leftrightarrow(\exists\gamma)[(\gamma\in\alpha)\land(\delta\in\gamma)]]  ]
[9] [=πολλαπλή μονάδα, πολλαπλό σύνολο]
[10] [«Αξίωμα τής έκτασης [ή εκτατικότητας]: Ορίζει την έννοια τής ισότητας συνόλων. Δύο σύνολα είναι ίσα, όταν έχουν ακριβώς τα ίδια στοιχεία. (\forall A,B),((\forall z)(z\in A\Leftrightarrow z\in B)\Rightarrow A=B) ή αλλιώς ένα σύνολο καθορίζεται πλήρως από τα στοιχεία του και μόνον (εξ ου και η έκφραση έκταση)» (Καπελλίδης, ό.π. σελ.227). [εναλλακτικά, (\forall\gamma)[(\gamma\in\alpha)\leftrightarrow(\gamma\in\beta)]\rightarrow(\alpha=\beta)  ]
[11] [β γνήσιο υποσύνολο τού α]
[12] [τού αρχικού υπερσυνόλου]
[13] [=μονόσημος]
[14] [=μοναδο-ποίησης]
[15] [εναλλακτικά, «σε συνάρτηση με το επόμενο “ακόμα ένα”»]
[16] [Εδώ αναφέρεται εμμέσως και στο ζήτημα των μεγάλων πληθάριθµων (large cardinals)]
[17] [NB: Sc(\alpha) δεν είναι το ίδιο με S(\alpha) · Sc(\alpha) σημαίνει ότι ο α είναι επόμενος διατακτικός, ενώ S(\alpha) σημαίνει τον επόμενο τού α.]
[18] [δηλ. ο διατακτικός που έπεται τού β θα ανήκει στον οριακό διατακτικό στον οποίο ανήκει και ο β]
[19] [πβ. ανωτέρω «Σε κάθε, λοιπόν, περίπτωση, ισχύει ότι δεν μπορεί να παρεμβληθεί … κ.ο.κ.»
[20] [=εξ ορισμού]
[21] [=εξαιρείται, τίθεται εκτός τού συνόλου των «ίδιων άλλων» διατακτικών]
[22] [=πολλαπλό-Εν]
[23] [=εξαίρεσης από την ακολουθία των επόμενων· πβ. εξαιρώ: αφαιρώ, εκβάλλω τι εκ τινος, βγάζω από μέσα· το πρωτότυπο έχει ως εξής: «cet Un-multiple où ek-siste l’insistance de la règle — de la succession»]
[24] [=terminus ad quem]
[25] [δηλ. τού συνόλου, τού «ένα» τής ακολουθίας]
[26] [=τα στοιχεία τού οριακού]
[27] [=τής επανάληψης, τής ακολουθίας]
[28] [=η επανάληψη, η ακολουθία]
[29] [«Un Coup de dés»]
[30] [=ο «στραβισμός» τού υποκειμένου]
[31] [=«οριακότητα»]
[32] [=μορφή]
[33] [=Στον \omega_{0} θα ανήκουν … ]
[34] [=κάθε τι στο οποίο ανήκει ο \omega_{0} ]
[35] [=δεν είναι επόμενος]
[36] [=δηλαδή, τής ύπαρξης ενός απείρου διατακτικού μεγαλύτερου από τον \omega_{0} , τέτοιος ώστε κ.ο.κ.]
[37] [=Ζήνων]
[38] [=υπαρκτής πολλαπλής-μονάδας]
[39] [=καταναγκαστικό αποκλεισμό]
[40] [=όριο]

 
2 Σχόλια

Posted by στο 28/07/2016 σε Φιλοσοφία

 

Ετικέτες:

Όριο, Φραγμός, Άπειρο: διαλεκτικό άλμα (στο κενό) —A.Badiou

Α.Ροντσένκο, Μη-Αντικειμενικός Πίνακας 1917

Α.Ροτσένκο, Μη-Αντικειμενικός Πίνακας 1917

[—Σε όσους επιχειρήσουν την ανάγνωση συνιστώ να διαβάσουν πρώτα στα γρήγορα τις ενότητες 2 και 4 και έπειτα να μελετήσουν όλο το κείμενο. Το βασικό που πρέπει να συγκρατήσετε είναι ότι ο Μπαντιού αποδέχεται, με ορισμένες επιφυλάξεις, τη διδασκαλία τού Χέγκελ για το ποιοτικό άπειρο και απορρίπτει ως πεπαλαιωμένη [θεολογική] την εγελιανή επεξεργασία τής έννοιας τού ποσοτικού [μαθηματικού] απείρου.]


«Κάποτε που είχα ρευματισμούς και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, διάβασα τη Μεγάλη Λογική τού Χέγκελ. Ένα από τα χιουμοριστικά αριστουργήματα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κάτι σαν τους βίους των αγίων, με πρωταγωνιστές όμως τις έννοιες· το βιβλίο περιγράφει την ανεύθυνη, την άσωτη, την πανούργα τη ζωή τους, πώς δηλαδή αλληλοβρίζονται, πώς αλληλομαχαιρώνονται και πώς μετά κάθονται να φαν’ μαζί, λες και δεν τρέχει τίποτα. Πώς να στο εξηγήσω; Να, οι έννοιες πηγαίνουν πάντα σαν τους Χιώτες· το ταίρι τους το διαλέγουν με κριτήριο την ασυμφωνία των χαρακτήρων τους· πάντα ανά δύο κανονίζουν τους λογαριασμούς τους, δυο δυο υπογράφουν τα συμβόλαια και μετά αλληλομηνύονται· δυο δυο δημοσιεύουν σπουδαία βιβλία, δυο δυο σχεδιάζουν ληστείες και διαρρήξεις, και δυο δυο πηγαίνουν στην αστυνομία για ένορκη κατάθεση· αλλά πάντα θα αλληλοτρώγονται. Εκεί που ο κύριος Λόγος πιάνει την εφημερίδα να ξελασκάρει, και λέει τι ωραία ησυχία, τσουπ, πετάγεται από το πουθενά η αξιαγάπητη σύζυγος, η κυρία Αναμπουμπούλα, και άντε πάλι από την αρχή τα εξ αμάξης. Ούτε μαζί μπορούν, ούτε χώρια.»

Flüchtlingsgespräche (Προσφυγικοί διάλογοι), Μπ. Μπρεχτ


Στοχασμός 15-Χέγκελ (Όριο, Φραγμός, Άπειρο)
(L’Être et l’événement, σελ. 181-190) [το κείμενο σε pdf]

«Η απειρότητα είναι καθεαυτήν το άλλο τού κενού άλλως-Είναι»*[1]

Το οντολογικό αδιέξοδο στο οποίο προσκρούει η σκέψη τού Χέγκελ έγκειται, ουσιαστικά, στον ισχυρισμό του περί υπάρξεως τού Ενός ή, ακριβέστερα, στον ισχυρισμό ότι η παρουσίαση επαρκεί για την παραγωγή τής δομής, ότι δηλαδή το καθαρό πολλαπλό περικλείει εγγενώς τη διαδικασία [=νόμο] τής καταρίθμησης/καταμέτρησης. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι το έργο του αποτυπώνει, ακατάπαυστα, τη μη-διαφοροποιημένη ενότητα τού άλλου και τού Άλλου. Με αυτόν τον τρόπο, απορρίπτει κατ’ αρχήν την αντίληψη ότι η οντολογία μπορεί, καθεαυτή, να συνιστά κατάσταση. Εν είδει αποδείξεως, μπορούμε να αναφέρουμε τις ακόλουθες συνέπειες τού συγκεκριμένου στοχαστικού προσανατολισμού:

α) Ακριβώς λόγω τού ότι οι έννοιες τού «κανόνα», τού «[κάτι-]άλλου» και τού «Άλλου [τόπου]»[2] συναρθρώνονται στην έννοια τού απείρου, είναι προδιαγεγραμμένο ότι το εν λόγω αδιέξοδο θα προκύψει σε συνάρτηση με αυτήν την τελευταία έννοια. Μάλιστα, η διάκριση/αντιδιαστολή μεταξύ άλλου και Άλλου, που ο Χέγκελ επιχειρεί να εξαλείψει, επανεμφανίζεται στο κείμενο τής Λογικής υπό τη μορφή δύο διαλεκτικών αναπτύξεων οι οποίες είναι ταυτόσημες και συνάμα αποσυνδεδεμένες μεταξύ τους.

β) Επιπλέον, καθώς είναι η μαθηματική επιστήμη που συγκροτεί και κατασκευάζει την οντολογική κατάσταση, ο Χέγκελ αισθάνεται την ανάγκη να υποβιβάσει τη σημασία της. Ως εκ τούτου, στο κεφάλαιο για το ποσοτικό άπειρο προστίθεται μια εκτενέστατη «παρατήρηση» για την έννοια τού απείρου στα μαθηματικά, όπου ο Χέγκελ επιχειρεί να υποστηρίξει ότι, σε σύγκριση με την «έννοια», η μέθοδος που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη επιστήμη δεν έχει εγκυρότητα, με συνέπεια να αντιπροσωπεύει μια σαφώς «υποδεέστερη» κατάσταση τής σκέψης.

1. Επανεξέταση τού μαθημίου τού απείρου

Η μήτρα παραγωγής τής εγελιανής έννοιας τού απείρου εντοπίζεται στο εξής: «[Όσον αφορά την ποιοτική και την ποσοτική απειρότητα, πρέπει να επισημανθεί ότι] το πεπερασμένο δεν [υπερβαίνεται …] από μια δύναμη παρούσα έξω απ’ αυτό· απεναντίας, είναι [η προσδιοριστικότητα που, αυτο-αναιρούμενη, υπερβαίνει] τον εαυτό της» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ 276).[3]

Τα δομικά συστατικά τής έννοιας είναι επομένως η προσδιοριστικότητα (Bestimmtheit), που αποτελεί το σημείο εκκίνησης κάθε διαλεκτικής, και η υπέρβαση (hinausgehen über).[4] Διαπιστώνουμε εύκολα ότι οι δύο αυτές έννοιες βρίσκονται σε σχέση αντιστοιχίας με το εννοιολογικό ζεύγος που απαρτίζεται από το αφετηριακό σημείο-τού-είναι και τον τελεστή τής διάνυσης [τής διαδρομής][5] — ή. όπως το αποκάλεσα, το ζεύγος «ήδη-προσέτι» (πβ. κεφάλαιο 13). Χωρίς υπερβολή θα έλεγα ότι ολόκληρη η εγελιανή φιλοσοφία θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι το «προσέτι» είναι εμμενές[6] στο «ήδη»,[7] στο ότι δηλαδή κάθε τι είναι ήδη «προσέτι» [=κάτι το επιπλέον].

Για τον Χέγκελ, το «κάτι» — ο καθαυτό παρουσιαζόμενος όρος — είναι προσδιορισμένο μόνον εφόσον μπορεί να νοηθεί ως διαφοροποιημένο από ένα άλλο. Επομένως, η σημασία τού νόμου τής καταρίθμησης/καταμέτρησης[8] έγκειται στο ότι το καταμετρημένο σημείο φέρει εντός του την ένδειξη «κάτι-άλλο από αυτό που είναι». Ή, καλύτερα, το «ένα» θα αποδίδεται ως κατηγόρημα στο «είναι» υπό την προϋπόθεση μόνον ότι το «είναι» περικλείει εντός εαυτού το δικό του χαρακτηριστικό «μη-είναι», δηλαδή μόνο εφόσον το «είναι» είναι άλλο από αυτό που είναι: «η εξωτερικότητα τού άλλως-Είναι […] είναι εντός τής ιδίας εσωτερικότητας τού Κάτι»[9] Κατά τον Χέγκελ, υπάρχει ταυτότητα μεταξύ τού γίγνεσθαι τού υπάρχειν (τής παρουσίασης καθ’ εαυτήν) και τού υπάρχειν τού ενός (τής δομής), η οποία μάλιστα διαμεσολαβείται από την εσωτερικότητα τού αρνητικού. Ο Χέγκελ κάνει την παραδοχή ότι το «κάτι» οφείλει να φέρει διακριτικό τής ταυτότητάς του. Εξ αυτού προκύπτει ότι κάθε σημείο-τού-είναι είναι τοποθετημένο «μεταξύ» τού εαυτού του και τής σήμανσης που το ίδιο φέρει. Η προσδιοριστικότητα συνίσταται, ουσιαστικά, στο ότι για τη θεμελίωση τού Ταυτού [=τής ταυτότητας] απαιτείται να υπάρχει Άλλος[10] μέσα στο άλλο. Από εδώ απορρέει το άπειρο.

Στο σημείο αυτό η αποδεικτική ανάλυση είναι λεπτομερώς επεξεργασμένη. Εάν το εν τού σημείου-τού-είναι (το αποτέλεσμα τής καταμέτρησης ενός παρουσιαζόμενου όρου· με άλλα λόγια, το όριο του, ό,τι δηλαδή το διακρίνει) προκύπτει εκ τού ότι το εν λόγω σημείο-τού-είναι φέρει εντός του την ένδειξη «άλλο» (δηλαδή εκ τού ότι είναι εκείνο που δεν είναι αυτό το ίδιο), τούτο συνεπάγεται ότι το είναι τού εν λόγω σημείου — ως ένα-κάτι — συνίσταται στο να χωρεί πέρα και πάνω από το όριό του: «Το ίδιον όριο τού Κάτι,[11] έτσι τεθειμένο από τούτο ως ένα αρνητικό,[12] […] δεν είναι μόνο όριο ως τέτοιο, αλλά φραγμός» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ 244).

Η μετάβαση από το καθαυτό όριο (Grenze) στον φραγμό (Schranke) λειτουργεί ως μηχανισμός παραγωγής μιας απειρότητας αναγκαίως απαιτούμενης από το το σημείο-τού-είναι.

Η δήλωση ότι κάποιο πράγμα φέρει εντός του την ένδειξη «ένα» νοείται υπό δύο έννοιες, και τούτο διότι το κάτι μετατρέπεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο,[13] στον κενό χώρο, το διάκενο, που υφίσταται ανάμεσα στο είναι του και στο εν-είναι τού είναι του. Επομένως, στη μια πλευρά τού διάκενου θα βρίσκεται προφανώς το κάτι που είναι ένα, ήτοι περιορισμένο από ό,τι αυτό δεν είναι. Εδώ, λοιπόν, βλέπουμε το στατικό αποτέλεσμα τής σήμανσης/διάκρισης, δηλαδή το όριο (Grenze). Στην άλλη, όμως, πλευρά τού διάκενου, βλέπουμε ότι το κάτι δεν είναι πλέον αυτό που είναι· το κάτι έχει γίνει ένα άλλο από τον εαυτό του. Εδώ θα έχουμε τον φραγμό, τον περιορισμό του (Schranke). Αλλά ο φραγμός θα εμφανίζεται ως το δυναμικό αποτέλεσμα τής διάκρισης/σήμανσης,[14] διότι το κάτι υπερβαίνει, αναπόφευκτα, τον φραγμό του. Πράγματι, ο φραγμός είναι η μηδαμινότητα[15] μέσω τής οποίας ανακύπτει το όριο. Ωστόσο το κάτι είναι [καθεαυτό]. Το είναι του ολοκληρώνεται [=πληρούται] μέσω τής υπέρβασης τού μη-είναι [τού είναι του], μέσω δηλαδή τής υπέρβασης τού φραγμού/περιορισμού.[16] Η εν λόγω κίνηση εδράζεται στο ότι, καθώς θα περικλείει εντός εαυτού την διάκριση τού είναι,[17] το ένα[18] θα αναιρείται[19] από το είναι που το ίδιο διακρίνει. Ο Χέγκελ είχε πλήρη επίγνωση τού ότι η καταμέτρηση συνιστά νόμο. Αλλά, επιδιώκοντας πάση θυσία να αναγορεύσει τον εν λόγω νόμο σε νόμο τού είναι,[20] τον μετατρέπει σε υποχρέωση. Συνεπώς, το είναι-τού-ενός θα έγκειται στο ότι οφείλει να υπερβεί τον περιορισμό του. Το κάτι θα είναι η προσδιοριστικότητά του υπό την έννοια ότι αυτό που [είναι και] οφείλει να είναι δεν είναι παρά ό,τι είναι παρόν εντός του ως μη-είναι:[21] «το καθεαυτό-Είναι [τού προσδιορισμού ως τέτοιου], ως η [αρνητική] αναφορά στο [διαφοροποιημένο επίσης απ’ αυτό] όριο του, [δηλαδή] ως η [αρνητική] αναφορά στον εαυτό του ως φραγμό, είναι δέον» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.245).[22]

Εφόσον λοιπόν υφίσταται, το ένα θα συνιστά υπέρβαση τού μη-είναι του. Επομένως, το εν-είναι (το προσδιορισμένο-είναι) θα ολοκληρώνεται [=πληρούται] ως υπέρβαση τού φραγμού. Αλλά, ταυτόχρονα, το εν-είναι είναι καθεαυτό δέον-είναι· με άλλα λόγια, το είναι του συνίσταται στην υποχρέωση [=την επιτακτική ανάγκη] να χωρήσει πέρα και πάνω από τον εαυτό του, δηλαδή πέρα και πάνω από την εν-ότητά του.[23] Το υπερβαίνειν-εαυτόν, και συνεπώς και η διαλεκτική τού πεπερασμένου και τού απείρου, απορρέει εκ τού ότι το πάντοτε διακριτό σημείο-τού-είναι περικλείει εντός του το ένα:[24] «Στο δέον-είναι [εμφανίζεται, για πρώτη φορά, η κατηγορία τής περατότητας εν γένει, και συγχρόνως] αρχίζει [εκεί] να εκτυλίσσεται η πράξη τής υπέρβαση τής περατότητας, δηλαδή αρχίζει η απειρότητα. Το δέον [μάλιστα περιέχει εκείνο που] [σε επόμενη ανάπτυξη] θα παρουσιαστεί ως η πρόοδος στο άπειρο» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.249)[25]

Σε αυτό το σημείο τής ανάλυσης, η εγελιανή θέση για το άπειρο συνοψίζεται στο εξής: λόγω τού ότι είναι πάντα εγγενώς διακριτό, το σημείο-τού-είναι παράγει αφ’ εαυτού τον τελεστή τού απείρου, τ.έ. την υπέρβαση, που, όπως ισχύει για κάθε τέτοιου είδους τελεστή, θα συνδυάζει το επόμενο-βήμα (το «προσέτι» [=διαδοχή βημάτων]), που, εν προκειμένω, αντιστοιχεί στον φραγμό, και τον αυτοματισμό τής επανάληψης (εν προκειμένω, το δέον-είναι).

Στο πλαίσιο μιας αφαιρετικής οντολογίας επιτρέπεται ή/και απαιτείται να υπάρχει το εξωγενές [extrinsèque], και τούτο διότι [εδώ] η διαδικασία καταμέτρησης[26] δεν αποτελεί απόρροια τής μη-συνεκτικής παρουσίασης. Στο πλαίσιο όμως τής εγελιανής διδασκαλίας, που ουσιαστικά αποτελεί μια γενετική οντολογία, το κάθε τι είναι ενδογενές, διότι το άλλως-είναι δεν είναι άλλο από το εν-τού-είναι, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το κάθε τι να εμπερικλείει ένα σημείο ταυτότητας υπό τη μορφή τής εσωτερικότητας [=τού εντός-εαυτού-είναι] τού μη-είναι. Εξ αυτού προκύπτει ότι για τον Χέγκελ η απειρότητα συνιστά νόμο [τού είναι], ενώ αντιθέτως, για την αφαιρετική οντολογία, το άπειρο αποτελεί (οντολογική) απόφαση. Στο πλαίσιο επομένως τής εγελιανής ανάλυσης, εκ τού ότι το είναι-τού-ενός[27] είναι εσωτερικό στο είναι-εν-γένει συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι η απειρότητα[28] αποτελεί ίδιον γνώρισμα τής εν-ότητας.[29]

Με μεγάλη μαεστρία, ο Χέγκελ επιχειρεί να κατασκευάσει τόσο το πεπερασμένο όσο και το άπειρο με μόνο υλικό το σημείο-τού-είναι. Με αυτόν τον τρόπο, το άπειρο καθίσταται εσωτερικός λόγος [ύπαρξης] για το ίδιο το πεπερασμένο, μετατρέπεται δηλαδή σε απλό κατηγόρημα τής εμπειρίας εν γένει. Και τούτο γιατί το άπειρο προκύπτει ως συνέπεια τού καθεστώτος-τού-ενός· εμφανίζεται, θα λέγαμε, στο σταυροδρόμι όπου βρίσκεται το «κάτι», δηλαδή στο σημείο συρραφής τού είναι του[30] με το εν-είναι του.[31] Τουτέστιν, το είναι οφείλει να είναι άπειρο: «η περατότητα είναι αυτή η υπέρβαση τού εαυτού της, και τούτο το [αρνητικό ή] υπερπέραν/επέκεινα τού πεπερασμένου είναι το άπειρο».[32]

2. Πώς μπορεί κάποιο άπειρο να εκμαυλιστεί;

Αλλά, περί τι είδους απείρου πρόκειται; Η εννοιολογική διάκριση μεταξύ ορίου και φραγμού είναι ικανή να θεμελιώσει το δέον-Είναι τού πεπερασμένου, δηλαδή την επαναληπτικότητα [insistance] τής διαδικασίας κατά την οποία το πεπερασμένο χωρεί πέρα και πάνω από τον εαυτό του. Πιο συγκεκριμένα, το δέον-Είναι προκύπτει ως συνέπεια τού γεγονότος ότι ο τελεστής τής διάνυσης [τής διαδρομής][33] ανάγεται άμεσα στο σημείο-τού-είναι (την προσδιοριστικότητα). Υπάρχει άραγε ένα μόνο άπειρο εδώ; Ή μήπως πρόκειται απλώς για την επανάληψη τού πεπερασμένου και μάλιστα υπό τον νόμο τού ενός; Σε αυτό που αποκάλεσα μαθήμιο τού απείρου, βλέπουμε ότι η επανάληψη τού όρου ως «ίδιου άλλου» δεν αποτελεί καθεαυτήν «άπειρο». Για να υπάρχει το άπειρο, πρέπει να υπάρχει και ο Άλλος-τόπος[34] όπου ανακύπτει αενάως [insiste] το άλλο. Έχω ήδη χρησιμοποιήσει την έκφραση «απαίτηση θέσης τής δεύτερης υπαρξιακής σφραγίδας», για να αναφερθώ σε αυτή την προαπαίτηση, δυνάμει τής οποίας το αρχικό σημείο-τού-είναι καλείται να εγγράψει την επανάληψή του στον τόπο τού Άλλου. Και μόνον αυτή η δεύτερη μορφή ύπαρξης αξίζει πραγματικά την ονομασία «άπειρο». Είναι προφανής ο τρόπος με τον οποίο ο Χέγκελ κατασκευάζει τον τελεστή τής διάνυσης έχοντας ως σημείο εκκίνησης την πάγια και εγγενή ταυτότητα τού «κάτι». Αλλά πώς αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για την ανασκόπηση τής όλης διαδικασίας τής μετάβασης;

Είναι προφανές ότι ο Χέγκελ έχει επίγνωση αυτής τής δυσκολίας. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι ο Χέγκελ αποκαλεί την εν λόγω μετάβαση — δηλαδή, το δέον-Είναι, την επ’ άπειρον πρόοδο — «κακό [ή κίβδηλο] άπειρο», αποδίδοντάς της περιορισμένη σημασία. Πράγματι, από τη στιγμή που η υπέρβαση αποτελεί εσωτερικό, εγγενή νόμο τού σημείου-τού-είναι, το είναι τού εξ αυτής απορρέοντος απείρου δεν είναι άλλο από αυτό τού σημείου-τού-είναι. Εν προκειμένω, δεν ισχύει πλέον ότι το πεπερασμένο είναι άπειρο, αλλά μάλλον ότι το εν λόγω άπειρο είναι ένα «πεπερασμενοποιημένο άπειρο».[35] Ή, κατ’ ακριβέστερη διατύπωση, ότι το εν λόγω άπειρο δεν είναι παρά το κενό όπου διενεργείται η λειτουργία τής επανάληψης τού πεπερασμένου. Σε κάθε διαδοχικό βήμα θα καλείται, τρόπον τινά, να εμφανιστεί το κενό, ο μόνος τόπος όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί το αμέσως επόμενο βήμα: «Σε τούτο το [εκείθεν τού πεπερασμένου] κενό, τι ανακύπτει; […] τούτο το νέο όριο είναι το ίδιο μόνο ένα τέτοιο που πρέπει να αναιρεθεί ή να υπερβαθεί. Ως εκ τούτου, και πάλι ανακύπτει το κενό, το Μηδέν, στο οποίο εξίσου συναντάμε εκείνη την προσδιοριστικότητα,[36] ένα νέο όριο — και ούτω καθεξής ως το άπειρο». (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.266-67)

Επομένως, δεν θα έχουμε παρά μια απλή εναλλαγή ανάμεσα στο όριο και το κενό: την «μονοτονία μιας ανιαρής επανάληψης που παραμένει μία και η αυτή»,[37] μιας επανάληψης όπου οι καταφατικές κρίσεις «το πεπερασμένο είναι άπειρο» και «το άπειρο είναι πεπερασμένο» διαδέχονται εν-τω-δέοντι η μια την άλλη. Όπως φαίνεται, αυτή η μονοτονία αποτελεί ίδιον τού κακού απείρου, πράγμα που επιβάλλει ένα καθήκον ανώτερης τάξης: την υπέρβαση τής [αφηρημένης αυτής] υπέρβασης, την ολική[38] κατάφαση τού νόμου τής επανάληψης. Με άλλα λόγια, καλείται πλέον να παραστεί επί σκηνής ο μεγάλος Άλλος.

Αλλά, αυτή τη φορά, το προς επίλυση πρόβλημα είναι ιδιαίτερα ακανθώδες. Άλλωστε, για τον Χέγκελ, το κίβδηλο άπειρο είναι κίβδηλο για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο καθίσταται καλό, δηλαδή για το ότι δεν διαρρηγνύει την οντολογική εμμένεια τού ενός (ή, καλύτερα, επειδή, σε τελευταία ανάλυση, ανάγεται σε αυτό). Ο περιορισμένος (ή πεπερασμένος) χαρακτήρας του οφείλεται στο ότι δεν μπορεί να οριστεί παρά μόνο σε τοπικό επίπεδο, μέσω δηλαδή τής εφαρμογής τού τελεστή «προσέτι» [αὖθις] επί τού «ήδη» που αντιπροσωπεύει η προσδιοριστικότητα. Όπως και να έχει, το τοπικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται[39] παρέχει επαρκές έρεισμα για το ένα, δεδομένου ότι η καταμέτρηση (ή «διάκριση») κάθε όρου διεξάγεται πάντοτε σε τοπικό επίπεδο. Αλλά, η αναγωγή στο όλο, η μετάβαση στο «καλό άπειρο», δεν επιβάλλει άραγε τη διατύπωση μιας διαζευκτικής κρίσης που θα σημάνει το παρέρχεσθαι [=τον αφανισμό] τού ενός;

3. Η επιστροφή και η ονοματοδοσία

Καθώς το πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί χωρίς να διασπαστεί η όλη διαλεκτική συνέχεια, βρισκόμαστε υποχρεωμένοι να επανέλθουμε στην εγελιανή θεματική τού «κάτι». Πέρα από τις έννοιες τού «είναι», τού «ενιαίου-Είναι»,[40] τού «ορίου», τού «φραγμού» και τέλος τού «δέοντος-Είναι», όπου το «κάτι» επαναλαμβάνεται αενάως, διαθέτουμε άλλα μέσα που θα επέτρεπαν — καθ’ υπέρβαση τής εγελιανής υπέρβασης — την ολιστική σύλληψη και κατανόηση μιας μη-κενής άπειρης ολότητας; Όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόβλημα, ο Χέγκελ είχε την ιδιοφυή (ή ίσως και «θεία») έμπνευση να στρέψει ξανά το βλέμμα του προς την καθαρή παρουσία, την ασυστασία [inconsistance] καθ’ εαυτήν, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το καλό άπειρο συνίσταται ακριβώς στην παρουσία τού κακού. Η «φαυλότητα», λοιπόν, τού κακού απείρου έγκειται ακριβώς στο ότι το εν λόγω άπειρο αδυνατεί να «δικαιολογήσει» την ενεργό πραγματικότητά του. Επιπλέον τού ότι επαναλαμβάνεται, το «κάτι» θα περιέχει, εν είδει [ανεξάντλητου] αποθέματος, την ουσιώδη, εν δυνάμει παρούσα ικανότητά του να αυτο-επαναλαμβάνεται.

Επομένως, η αντικειμενική (ή κακή) απειρότητα θα είναι η περιοδική ταλάντωση, η επαναλαμβανόμενη συνάντηση ρουτίνας μεταξύ τού πεπερασμένου ως δέοντος-είναι και τού κενού απείρου. Αντιθέτως, ως δυνητικότητα που εμπερικλείεται στην καθαρή παρουσία τού πεπερασμένου, η αυθεντική απειρότητα θα είναι υποκειμενική. Ως εκ τούτων, η αντικειμενικότητα τής αντικειμενικής επανάληψης θα είναι [ήδη] καταφατική απειρότητα, δηλαδή παρουσία: «η ενότητα τού πεπερασμένου και τού απείρου είναι [ήδη] καθεαυτήν [=δυνάμει] παρούσα».[41] Θεωρούμενο ως παρουσία τής διαδικασίας τής επανάληψης, το «κάτι» διαρρηγνύει πλέον την εξωτερική του σχέση προς το άλλο, από το οποίο ελάμβανε τον προσδιορισμό του. Από τούδε και στο εξής θα είναι αυτο-αναφορά (καθαρή εμμένεια), καθώς το άλλο [του] θα έχει καταστεί ενεργά πραγματικό [effectif] υπό τη μορφή τού απείρου κενού [άπειρης μηδαμινότητας], όπου το εν λόγω κάτι θα επαναλαμβάνεται. Εν τέλει, το καλό άπειρο θα συνίσταται στο εξής: στην επαναληπτικότητα τής επανάληψης ως το άλλο τού κενού. «[Αυτό] το άπειρο […] ως άλλο τού κενού άλλως-Είναι* [είναι] συντελεσθείσα-επιστροφή-εντός εαυτού [και] αναφορά τού εαυτού προς εαυτόν».[42]

Η εν λόγω υποκειμενική απειρότητα, η οποία όντας για-τον-εαυτό-της αποτελεί την «καλή» παρουσία τής «κίβδηλης» [διαλεκτικής] πράξης δεν είναι πλέον απεικονίσιμη, διότι εκείνο που την απεικονίζει είναι απλώς η επανάληψη τού πεπερασμένου. Αυτό όμως που δεν μπορεί να επαναληφθεί από την επανάληψη είναι η παρουσία της καθ’ εαυτήν· εδώ, [στην καθαυτό παρουσία της,] η επανάληψη επαναλαμβάνεται άνευ επαναλήψεως. Βλέπουμε λοιπόν να χαράσσεται μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα:

— στο κακό άπειρο, δηλ. την αντικειμενική διαδικασία, την υπερβατικότητα (το δέον-είναι), την απεικόνιση· και
— στο καλό άπειρο, δηλ. την υποκειμενική δυνητικότητα, την εμμένεια, το μη-απεικονίσιμο.

Σε σχέση, λοιπόν, με την πρώτη, η δεύτερη αυτή έννοια εμφανίζεται, θα λέγαμε, σε ρόλο κασκαντέρ. Επιπλέον προκαλεί εντύπωση ότι για τη σύλληψή της ο Χέγκελ αναγκάζεται να προσφύγει στις έννοιες τής καθαρής παρουσίας και τού κενού, έννοιες οι οποίες αποτελούν θεμελιακές κατηγορίες τής οντολογίας.

Παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα γιατί, ακόμη και εδώ, στο σύμπαν δηλαδή τού καλού απείρου, η παρουσία (η δυνητικότητα) εξακολουθεί να αποκαλείται «άπειρο». Όσον αφορά το φαύλο άπειρο, αντιλαμβανόμαστε τη σύνδεσή του με το μαθήμιο, μέσω δηλαδή των εννοιών τής προσδιοριστικότητας (τού αρχικού σημείου-τού-είναι) και τής υπέρβασης (τού τελεστή τής επανάληψης). Αλλά τι τρέχει με το καλό άπειρο;

Στην πραγματικότητα, η εν λόγω ονομασία είναι το τελικό αποτέλεσμα ολόκληρης τής διαδικασίας, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στα εξής έξι στάδια:

α) Το «κάτι» τίθεται ως ένα [«κάτι»] βάσει μιας εξωτερικής διαφοράς (είναι κάτι-άλλο από το-άλλο-του).

β) Αλλά, καθώς οφείλει να είναι εγγενώς [δηλ. καθαυτό] διακρίσιμο, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε ότι πρέπει να φέρει, μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, την εξής ένδειξη: «έτερον τού ενός-κάτι-που-είναι». Ενδοβάλλοντας την εξωτερική διαφορά, το κάτι θα «κενώνει» το άλλο-κάτι που μετατρέπεται έτσι, όχι σε έναν άλλο όρο, αλλά σε έναν κενό χώρο, σε ένα άδειο-άλλο.[43]

γ) Καθώς θα περικλείει εντός εαυτού το μη-είναι του, το κάτι-που-είναι «βλέπει» ότι το όριό του είναι επίσης και φραγμός, ότι όλο-του-το-είναι είναι ένα υπερβαίνειν (ότι, δηλαδή, το είναι του έχει πλέον τη μορφή τού δέοντος-είναι).

δ) Από το σημείο β προκύπτει ότι η υπέρβαση γίνεται στο κενό. Προκύπτει. λοιπόν, μια εναλλαγή ανάμεσα σε αυτό το κενό και την επανάληψη τού «κάτι» (το οποίο θα θέτει εκ νέου το όριό του και, στη συνέχεια, θα το ξαναξεπερνά, καθόσον αυτό[44] θα είναι παρόν μέσα του ως φραγμός). Αυτό είναι το κακό άπειρο.[45]

ε) Η εν λόγω επανάληψη είναι παρούσα. Η καθαρή παρουσία τού κάτι περικλείει εν δυνάμει τόσο την παρουσία τής επανάληψης όσο και τον νόμο της. Θα αντιπροσωπεύει την ολική διάσταση τής διαδικασίας που τοπικά θα εμφανίζεται με τη μορφή διαδοχικών ταλαντώσεων μεταξύ πεπερασμένου (τού προσδιορισμένου [κάτι][46] και απείρου (τού κενού).

στ) Όσον αφορά τώρα την ονοματοθεσία τής εν λόγω δυνητικότητας, θα πρέπει να εξάγω το όνομά της από το κενό· και αυτό γιατί, στο σημείο που βρισκόμαστε, η καθαρή παρουσία ως σχέση προς εαυτόν θα ταυτίζεται με το ίδιο το κενό. Αφού, λοιπόν, το κενό αντιπροσωπεύει εδώ την υπερπεπερασμένη πολικότητα[47] τού κακού απείρου, το (καλό) «άπειρο» θα είναι η πλέον ενδεδειγμένη ονομασία για την εν λόγω δυνητικότητα.

Επομένως, ο όρος «άπειρο» αναφέρεται στην εν δυνάμει αναγωγική ταύτιση[48] τής επανάληψης με την παρουσία τού επαναλαμβανόμενου[49] — αναγωγή που αποκαλείται «άπειρο» βάσει τού κενού[50] στο οποίο καταλήγει η επανάληψη. Το «καλό άπειρο» είναι η ονομασία για αυτό που επισυμβαίνει στο επαναλήψιμο [στοιχείο] τού κακού απείρου — ονομασία που προκύπτει από το κενό με το οποίο γειτνιάζει η εν λόγω διαδικασία, η οποία είναι μεν μονότονη, αλλά που οφείλει να αναγορευτεί υποκειμενικά άπειρη, από τη στιγμή που αντιμετωπίζεται ως παρουσία [στο πλαίσιο πάντα τής εγελιανής διαλεκτικής].

Η διαλεκτική τού απείρου φαίνεται να έχει πλήρως ολοκληρωθεί. Και το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι: Γιατί, λοιπόν, ξαναρχίζει από την αρχή;

4. Τα μυστήρια τής ποσότητας

Το άπειρο διασπάται, κατά πρώτον, σε καλό και σε κακό άπειρο. Στη συνέχεια, όμως, βλέπουμε ότι διασπάται εκ νέου σε ποσοτικό και σε ποιοτικό άπειρο (—το οποίο τελευταίο εξετάστηκε μόλις ανωτέρω σε συνάρτηση με την αρχή που το διέπει).

Το κλειδί για την περιστρεφόμενη αυτή πόρτα βρίσκεται κρυμμένο στους λαβυρίνθους τού Ενός. Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να καταπιαστούμε ξανά με το ζήτημα τού απείρου είναι ότι, στην ποσότητα, το-είναι-τού-ενός [=τού-κάτι][51] λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην ποιότητα. Ή, καλύτερα, η ποσοτική κατασκευή τού σημείου-τού-είναι (δηλ. τής προσδιοριστικότητας) συνδέεται κατ’ ανάστροφο τρόπο με την ποιοτική του δόμηση.

Έχω ήδη επισημάνει ότι κατά το πέρας τής πρώτης διαλεκτικής [κίνησης], το κάτι θα σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό του. Στο «καλό» άπειρο, το είναι είναι για-τον-εαυτό του, δηλαδή θα έχει τρόπον τινά «κενώσει» το άλλο του. Πώς όμως θα διατηρεί εντός του την ένδειξη-τού-ενός που το καθιστά διακριτό; Το ποιοτικό «κάτι» θα διακρίνεται από το ότι έχει το άλλο του σε αυτό το ίδιο. Αντίθετα, στο ποσοτικό «κάτι» λείπει το άλλο του, με αποτέλεσμα η προσδιοριστικότητά του να έχει γίνει αδιάφορη.[52] Θα πρέπει εδώ να γίνει αντιληπτό ότι το ποσοτικό Ένα είναι το είναι-τού-καθαρού-Ενός, το οποίο δεν διαφέρει από κανένα άλλο [κάτι]. Το θέμα δεν είναι ότι το εν λόγω Ένα είναι μη-διακρίσιμο. Απεναντίας, διακρίνεται έναντι παντός άλλου λόγω ακριβώς τού ότι είναι το μη-διακρίσιμο-τού-Ενός.

Η κατάσταση μη-διαφοροποίησης τής διαφοράς (δηλ. το ανώνυμο Ένα) είναι αυτό ακριβώς που θεμελιώνει και καθιστά διακριτή την ποσότητα. Αλλά εάν το ποσοτικό εν-είναι είναι άνευ διαφοράς, τότε κατ’ ανάγκη το όριό του είναι τέτοιο μόνο κατ’ όνομα, διότι, όπως είδαμε, κάθε όριο προκύπτει από την ενδοβολή ενός άλλου-κάτι. Ο Χέγκελ θα εξετάσει, στη συνέχεια, εκείνη την «προσδιοριστικότητα που, [έχοντας] καταστεί αδιάφορη απέναντι στο είναι, [αποτελεί] ένα όριο που εξίσου δεν είναι τέτοιο».[53] Αλλά ένα όριο χωρίς τον χαρακτήρα ορίου θα είναι διαπερατό. Το ποσοτικό Ένα, δηλαδή το αδιάφορο/αδιαφοροποίητο Ένα που συνιστά τον αριθμό, θα συνιστά επίσης και τις πολλαπλές-μονάδες[54] [=αριθμητικά σύνολα]· και τούτο γιατί το μη-διαφοροποιημένο-είναι του συνίσταται και στον συνεχή αναδιπλασιασμό τού όμοιου-προς-εαυτό έξω από τον εαυτό του. Πράγματι, το Ένα τού οποίου το όριο είναι συγχρόνως και μη-όριο πραγματώνεται «στην εξωτερική προς εαυτήν πολλαπλότητα, τής οποίας αρχή και μονάδα αποτελεί το αδιαφοροποίητο Ένα».[55]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται πλέον κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στις δύο [διαλεκτικές] κινήσεις με τις οποίες παράγονται το ποιοτικό και το ποσοτικό άπειρο. Όσον αφορά το ποιοτικό κάτι, το ουσιώδες χρονοδιάστημα θα αντιστοιχεί στον χρόνο ενδοβολής τής ετερότητας (δια μέσου τής οποίας το όριο μετατρέπεται σε φραγμό), ενώ, για το ποσοτικό κάτι, θα αντιστοιχεί στον χρόνο εξωτερίκευσης τής ταυτότητας. Στην πρώτη περίπτωση, όπου το ένα παίζει με το είναι [του], θα πρόκειται για το μεσοδιάστημα όπου το δέον θα συνίσταται στην υπέρβαση τού φραγμού. Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση, όπου το Ένα μετασχηματίζεται σε πολλαπλές-Μονάδες, θα πρόκειται για τη [χρονική] ενότητα όπου η κατάσταση στάσης του θα συνίσταται στον εκτός εαυτού αναδιπλασιασμό [=εξάπλωση, «διάπλωση»]. Η ποιότητα είναι άπειρη σύμφωνα με μια διαλεκτική ταύτισης, όπου το ένα απορρέει από το έτερο. Κατ’ αντιδιαστολή, η ποσότητα είναι άπειρη σύμφωνα με μια διαλεκτική αναδιπλασιασμού, όπου το ταυτό προκύπτει από το Ένα.

Επομένως, το εξωτερικό τού αριθμού δεν είναι το κενό όπου εκτελείται αενάως [insiste] η επανάληψη. Το εξωτερικό τού αριθμού είναι ο ίδιος ο αριθμός ως πολλαπλή διάπλωση [=συνεχής αναδιπλασιασμός]. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι το ποιοτικό και το ποσοτικό διαφέρουν ως προς τους χρησιμοποιούμενους τελεστές. Ο τελεστής τού ποιοτικού απείρου είναι η υπέρβαση, ενώ ο αναδιπλασιασμός θα παίζει τον ρόλο τού ποσοτικού τελεστή. Ο πρώτος τελεστής θα επανα-θέτει το κάτι («προσέτι»), ενώ ο άλλος θα το α-θετεί [=θα το παρακάμπτει] («εσαεί»).[56] Στην ποιότητα, η διαδικασία που επαναλαμβάνεται είναι η εξής: το έτερο είναι εκείνο το εσωτερικό που οφείλει να υπερβεί το όριό του. Αντιθέτως, στο ποσοτικό, το στοιχείο τής επανάληψης έγκειται στο ότι το ταυτό είναι εκείνο ακριβώς το εξωτερικό που οφείλει να εξαπλωθεί [=αναδιπλασιαστεί].

Κρίσιμη συνέπεια τής ύπαρξης αυτών των διαφορών είναι το ότι το καλό ποσοτικό άπειρο δεν μπορεί να ταυτιστεί με την καθαρή παρουσία, την εσωτερική δυνητικότητα, δηλαδή με το «υποκειμενικό», διότι ακόμη και εκεί εξαπλώνεται [=πολλαπλασιάζεται][57] το ταυτό τού ποσοτικού Ενός. Ενώ στο εξωτερικό του το ταυτό είναι άμεσα και αδιαλείπτως αριθμός (τ.έ. το απειρομέγιστο), αντίθετα στο εσωτερικό του [το ταυτό] παραμένει κάτι το εξωτερικό· είναι, δηλαδή, το απειροελάχιστο. Η μετάσταση [dissémination][58] τού Ενός εντός τού εαυτού του αντισταθμίζει [=ακυρώνει] τον [εξωτερικό] πολλαπλασιασμό του [prolifération]. Δεν υπάρχει καμία παρουσία τού ποσοτικού στην εσωτερικότητά του. Το ταυτό θα α-θετεί [=παρακάμπτει, απορρίπτει] παντού το όριο, διότι αυτό θα του είναι αδιάφορο.[59] Ο αριθμός ως διάταξη τού ποσοτικού απείρου μοιάζει να είναι καθόλα «κίβδηλος».

Αντιμέτωπος με το αδιέξοδο αυτό τής παρουσίας (πράγμα που βεβαίως αποτελεί για εμάς χαράς ευαγγέλιο, καθόσον διαπιστώνουμε ότι ο αριθμός επιτάσσει την ανάληψη τού κινδύνου τού αφαιρετικού, τ.έ. τού ρίσκου τής μη-παρουσίας), ο Χέγκελ θα δώσει την εξής οδηγία για την επίλυσή του: το αδιάφορο όριο είναι εκείνο που τελικά παράγει την πραγματική διαφορά. Το γνήσιο (ή καλό) ποσοτικό άπειρο θα αποτελεί τη διαφοροποίηση[60] τού αδιαχώριστου.[61] Έτσι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, για παράδειγμα, ότι, πέραν τού Ενός/Μονάδας που πολλαπλασιαζόμενο/-η συνθέτει κάποιον αριθμό, το άπειρο τού αριθμού θα συνίσταται ακριβώς στο είναι του ως αριθμού. Επομένως, το ποσοτικό άπειρο θα είναι η ποσότητα ως ποσότητα, ο αναδιπλασιαστής τού αναδιπλασιασμού· δηλαδή, απλώς, η ποιότητα τής ποσότητας, το ποσοτικό ως τέτοιο, όπως αυτό μπορεί να διακριθεί ποιοτικά έναντι παντός άλλου προσδιορισμού.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, πρόκειται περί αποτυχημένης απόπειρας. Η αποτυχία της εντοπίζεται μάλιστα στο στοιχείο τής ονοματοθεσίας. Ουδεμία αντίρρηση όσον αφορά την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης ποιότητας που συνιστά την ουσία τού ποσοτικού. Γιατί όμως θα πρέπει να αποκαλέσουμε αυτή την ποιότητα «άπειρο»; Εξηγμένο από το κενό, το όνομα αυτό ταίριαζε στο ποιοτικό άπειρο, διότι στην εν λόγω περίπτωση το κενό αντιπροσώπευε, πράγματι, την υπερπεπερασμένη πολικότητα[62] τής όλης διαδικασίας. Αντιθέτως, στον αριθμητικό αναδιπλασιασμό¸[63] δεν υφίσταται κενό, διότι εν προκειμένω το εξωτερικό τού Ενός δεν είναι παρά το εσωτερικό του, αποτελεί δηλαδή τον καθαρό νόμο δυνάμει τού οποίου εξαπλώνεται [=αναδιπλασιάζεται] το ταυτό τού Ενός. Η παραδοχή περί ριζικής απουσίας «άλλου» (τ.έ. το αδιάφορο/αδιαχώριστο) καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι είναι άπειρη η ουσία τού πεπερασμένου αριθμού (δηλαδή, η αριθμητικότητά του).

Με άλλα λόγια, ο Χέγκελ αποτυγχάνει να παρέμβει επί τού αριθμού. Και τούτο γιατί η ονομαστική ισοδυναμία που προτείνει ανάμεσα στην εντός τού κενού καθαρή παρουσία τής υπέρβασης (το καλό ποιοτικό άπειρο) και την ποιοτική έννοια τής ποσότητας (το καλό ποσοτικό άπειρο) δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη, ένας ψευδαισθητικός διάκοσμος τού θεωρησιακού θεάτρου. Δεν υφίσταται συμμετρία ανάμεσα στο ταυτό και το έτερο, ανάμεσα στον αναδιπλασιασμό και την ταύτιση. Όσο ηρωικό και να είναι, το εγχείρημά του προσκρούει εκ των πραγμάτων στην ίδια την εξωτερικότητα τού καθαρού πολλαπλού. Τα μαθηματικά εμφανίζονται εδώ με τη μορφή ασυνέχειας στην ίδια τη διαλεκτική. Είναι αυτό ακριβώς το μάθημα που ο Χέγκελ επιχειρεί να το περάσει στο ντούκου, όταν χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο («άπειρο») προκειμένου να συρράψει μεταξύ τους δύο διαφορετικές τάξεις τού λόγου.

 5. Η διάζευξη

Στο σημείο αυτό το εγελιανό εγχείρημα έρχεται αντιμέτωπο με το πραγματικό του υπό τη μορφή τής αδυνατότητας τής καθαρής διάζευξης. Ακόμη και αν υιοθετήσουμε τις ίδιες παραδοχές με αυτές τού Χέγκελ, οφείλουμε εν τέλει να διαπιστώσουμε ότι η επανάληψη τού Ενός στον αριθμό δεν είναι δεκτική άρσης από την εσωτερικότητα τού αρνητικού. Ο Χέγκελ αδυνατεί να διανοηθεί τη διαφορά μεταξύ ταυτού και ταυτού, δηλαδή την καθαρή θέση δύο [διακριτών] γραμμάτων. — Κάθε τι στο [εγελιανό] ποιοτικό πηγάζει από την εν λόγω πρόσμειξη που απαιτεί όπως το δεδομένο σημείο-τού-Είναι λάβει την ένδειξη τού ενός από το έτερο. Αντιθέτως, στο [εγελιανό] ποσοτικό η έκφραση τού Ενός δεν δύναται να λάβει ένδειξη, με αποτέλεσμα κάθε αριθμός να είναι διακριτός έναντι παντός άλλου και συνάμα συντεθειμένος από το ταυτό. Αν όμως στόχος είναι το άπειρο, τότε τίποτε δεν μπορεί να αποσοβήσει την απόφαση δυνάμει τής οποίας διαζευγνύεται ο τόπος τού Άλλου από την ομαλή και αέναη επανάληψη των «ίδιων άλλων». Επιθυμώντας αφενός μεν να διατηρήσει αδιάσπαστη τη συνέχεια τής διαλεκτικής και πέραν τού σημείου όπου αρχίζουν οι μαίανδροι τού καθαρού πολλαπλού, αφετέρου δε να τη συναγάγει εκ μόνου τού σημείου-τού-Είναι, ο Χέγκελ χάνει το ραντεβού του με το άπειρο· με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αναβάλλεται επ’ αόριστον η θέση τής δεύτερης υπαρξιακής «σφραγίδας» [βλ. ανωτέρω].

Έχοντας τεθεί εκτός τού πεδίου τής εμπειρίας και τής αναπαράστασης, η απόφαση διάζευξης κάνει την επιστροφή της στο ίδιο το κείμενο τής Λογικής μέσα από το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στις δύο διαλεκτικές τής ποσότητας και τής ποιότητας, οι οποίες, ωστόσο, είναι τόσο όμοιες μεταξύ τους ώστε το μόνο που μας απαλλάσσει από το καθήκον τής βυθομέτρησης τής αβύσσου τής διδυμότητάς τους και τού εντοπισμού τού παραδόξου τής παραφωνίας τους είναι αυτή η ακριβώς η εύθραυστη λεκτική γέφυρα που ρίχνεται από τη μια στην άλλη και η οποία φέρει το όνομα «άπειρο».

Το «καλό ποσοτικό άπειρο» δεν αποτελεί παρά φρεναπάτη τού ίδιου τού Χέγκελ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κάντορ θα υποχρεωθεί αργότερα να αντλήσει τα μέσα για τη θεμιτή ονοματοθεσία των άπειρων πολλαπλοτήτων από μια άλλου τύπου ψυχωτική φαντασίωση, αυτή τής ασυστασίας τού Θεού,[64] πληρώνοντας όμως το τίμημα τής μετάδοσης σε αυτές τού στοιχείου τού συνεχούς αναδιπλασιασμού [prolifération],[65] που, καθότι «κίβδηλο», ο Χέγκελ πίστευε ότι θα μπορούσε να το ελέγξει μέσω τού τεχνάσματος τού διχότομου αδιαφοροποίητου.[66]


[1] [βλ. σημ.42 κατωτέρω]
[2] [βλ. κατωτέρω: ««απαίτηση θέσης τής δεύτερης υπαρξιακής σφραγίδας»]
[3] [Το πλήρες παράθεμα έχει ως εξής: «Το πεπερασμένο δεν αναιρείται από το άπειρο σαν από μια δύναμη παρούσα έξω απ’ αυτό· απεναντίας, η απειρότητά του έγκειται στο να αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ 276). — Να σημειωθεί ότι με αγκύλες επισημαίνονται στο κύριο κείμενο οι διαφοροποιήσεις τού γαλλικού πρωτοτύπου σε σύγκριση με την ελληνική μετάφραση τής Λογικής, ενώ με πλάγιους χαρακτήρες, οι δικές μου προσθήκες.]
[4] [«χωρώ πέρα και πάνω από»]
[5] [δηλ. τής διαδρομής κατά την οποία το κάτι/ το πεπερασμένο «χωρεί πέρα και πάνω από τον εαυτό του, προκειμένου να συμπέσει με τον εαυτό του» (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.256)· πβ. κατωτέρω]
[6] [immanence-insistance (εμμένεια, αέναη επανάληψη) είναι οιονεί συνώνυμα· πβ. κατωτέρω]
[7] [«προσέτι»=διαδοχή βημάτων, τελεστής τής διάνυσης· «ήδη»=η προσδιοριστικότητα, το προσδιορισμένο-είναι»· πβ. κατωτέρω]
[8] [compte-pour-un: μοναδοποίηση, το να καταμετρείται κάτι ως μία μονάδα]
[9] [Στο γαλλικό πρωτότυπο έχουμε τη φράση: «…είναι η ίδια η εσωτερικότητα τού κάτι»]
[10] [βλ. κατωτέρω: «ο τόπος τού Άλλου, ο Άλλος-τόπος» [V-not-identical-to-L].
[11] [Στο γαλλικό πρωτότυπο έχουμε τη φράση: «το όριο που προσδιορίζει το κάτι»]
[12] [Στο γαλλικό πρωτότυπο έχουμε: «ως ένα μη-είναι» όπου «ως ένα αρνητικό»]
[13] [=μέσω τής σήμανσης, διάκρισης]
[14] [=τής σήμανσης με την ένδειξη «ένα κάτι», δηλ. το να διακρίνεται το κάτι ως ένα]
[15] [=το μη-είναι]
[16] [πβ. «Επειδή το πεπερασμένο, ας πούμε, ένα Κάτι, είναι το ίδιο το μη τού μη-Είναι τού Είναι του. Και τούτο το μη δεν είναι ένα τίποτα, ένα μηδέν που υποδηλώνει πλήρη αφανισμό, αλλά ένα τέτοιο, όπως λέει ο Χέγκελ στην αρχή τής Λογικής, που αφανίζεται μέσα στο Είναι και έτσι γίνεται μια στιγμή, μια φάση και μια πτυχή τού προσδιορισμένου Είναι, γίνεται Κάτι. Το κάθε Κάτι ωστόσο έχει δειχθεί ότι είναι, κατ’ αναγκαιότητα, πεπερασμένο […]· επομένως πρέπει ο αφανισμός, η φθορά (Vergehen), να έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία ενός άλλου Κάτι και ενός άλλου κ.ο.κ. ως το άπειρο» (ΕτΛ¸ Α´, Τμήμα Ι´, σελ 255 [σημείωση τού μεταφραστή τής Λογικής]).]
[17] [πβ. «Το προσδιορισμένο-Είναι ωστόσο, ως εκείνο που περικλείει εντός εαυτού το μη-Είναι, είναι προσδιορισμένο Είναι, ένα Είναι που στο εσωτερικό τού εαυτού του έχει υποστεί άρνηση» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.215)]
[18] [το ένα-κάτι]
[19] [στο γαλλικό κείμενο, χρησιμοποιείται το ρήμα «υπερβαίνεται»]
[20] [=σε οντολογικό νόμο]
[21] [«La chose est déterminité en tant que devoir-être cet un qu’elle est en ne l’étant pas»: για τη μετάφραση προτίμησα τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στη σελ. 247 τής ελληνικής μετάφρασης («Το καθεαυτό-Είναι τού Κάτι στον προσδιορισμό του υποβιβάζεται λοιπόν σε ένα δέον, επειδή το ίδιο, που συνιστά το καθεαυτό-Είναι τού Κάτι, από τη μια και την αυτή άποψη, είναι παρόν ως μη-Είναι»)]
[22] [Το πλήρες παράθεμα έχει ως εξής: «Το ίδιον όριο τού Κάτι, έτσι τεθειμένο από τούτο ως ένα αρνητικό, το οποίο συγχρόνως είναι ουσιαστικό, δεν είναι μόνο όριο ως τέτοιο, αλλά φραγμός. Ο φραγμός όμως δεν είναι μόνο ό,τι έχει τεθεί ως τέτοιο που έχει υποστεί άρνηση· η άρνηση είναι δίκοπη, καθόσον εκείνο που ετούτη θέτει ως τέτοιο που έχει υποστεί άρνηση είναι το όριο· αυτό-εδώ δηλαδή είναι εν γένει το κοινό στο Κάτι και στο άλλο, επίσης προσδιοριστικότητα τού καθεαυτό-Είναι τού προσδιορισμού ως τέτοιου. Ετούτο το καθεαυτό-Είναι συνεπώς, ως η αρνητική αναφορά στο διαφοροποιημένο επίσης απ’ αυτό όριο του, ως η αρνητική αναφορά στον εαυτό του ως φραγμό, είναι δέον» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.245). — Να σημειωθεί ότι με αγκύλες επισημαίνονται στο κύριο κείμενο οι διαφοροποιήσεις τού γαλλικού πρωτοτύπου σε σύγκριση με την ελληνική μετάφραση τής Λογικής, ενώ με πλάγιους χαρακτήρες, οι δικές μου προσθήκες].
[23] [πβ. ενδεικτικά σημ.28 και 31]
[24] [=εν-είναι, κάποιο-είναι, ένα-είναι]
[25] [Να σημειωθεί ότι η φράση: «[t]he concept of the finite is inaugurated, in general, in having-to-be; and, at the same time, the act of transgressing it, the infinite, is born; having-to-be contains what presents itself as progress towards infinity», η οποία χρησιμοποιείται στην αγγλική μετάφραση τού βιβλίου τού Μπαντιού για την απόδοση τού «[d]ans le devoir-être s’inaugure en général le concept de la finité et par là en même temps l’acte de la transgresser, l’infinité; le devoir-être contient cela même qui se présente comme le progrès à l’infini» δεν εμφανίζεται στο κείμενο τής μετάφρασης τού A.V. Miller. Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για απόδοση κατά παράφραση τής φράσης που αντιστοιχεί στο εξής: «Στο δέον αρχίζει να εκτυλίσσεται η υπέρβαση τής περατότητας, δηλαδή αρχίζει η απειρότητα. Το δέον είναι εκείνο που, σε επόμενη ανάπτυξη, σύμφωνα με την εν λόγω αδυνατότητα, [=την αμοιβαία αναφορά τού ενός στο άλλο, τού φραγμό στο δέον και τούμπαλιν] θα παρουσιαστεί ως η πρόοδος στο άπειρο» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.249).]
[26] [compte-pour-un: μοναδοποίηση, το να καταμετρείται κάτι ως μία μονάδα]
[27] [=τού κάτι, τής μονάδας]
[28] [το να είναι, δηλαδή, άπειρη η μονάδα/εν-ότητα]
[29] [=αποτελεί συστατικό γνώρισμα τής ουσίας ενός κάτι, καθόσον αυτό αντιμετωπίζεται ως ενιαία μονάδα (ως ένα κάτι) — einsein: μονάδα-ουσία, εν-είναι, ενιαίο-είναι]
[30] [η αντωνυμία αναφέρεται στο «κάτι»]
[31] [einssein: εν-είναι, ενιαίο-είναι, το να-είναι-μονάδα]
[32] [Να σημειωθεί ότι η φράση «[t]he finite is therefore itself that passing over of itself, it is itself the fact of being infinite», η οποία χρησιμοποιείται στην αγγλική μετάφραση για την απόδοση τού «le fini est donc lui-même cette relève de soi, il est lui-même le fait d’être infini» δεν εμφανίζεται στο κείμενο τής μετάφρασης τού A.V. Miller. Όσον αφορά την τελευταία αυτή φράση, πιθανώς πρόκειται για απόδοση κατά παράφραση είτε τής φράσης που αντιστοιχεί στο εξής: «το πεπερασμένο, από την πλευρά του, είναι εκείνο που πρέπει να υπερβαίνεται, η άρνηση τού εαυτού του απ’ αυτό το ίδιο, και τούτη η άρνηση είναι η απειρότητα» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.271)· είτε τής φράσης: «η περατότητα είναι παρούσα μόνο ως μια υπέρβαση τού εαυτού της· περιέχει επομένως την απειρότητα, το άλλο τού ίδιου τού εαυτού της» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.276)· είτε τέλος τής φράσης: «[π]ρώτον, υπάρχει το πεπερασμένο· έπειτα, η κίνηση χωρεί πέρα και πάνω απ’ αυτό, και τούτο το αρνητικό ή υπερπέραν/επέκεινα τού πεπερασμένου είναι το άπειρο» (ΕτΛ, Α´, Τμήμα Ι´, σελ.279).]
[33] [δηλ. τής διαδρομής κατά την οποία το κάτι/ το πεπερασμένο «χωρεί πέρα και πάνω από τον εαυτό του, προκειμένου να συμπέσει με τον εαυτό του» (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.256)]
[34] [τόπος τού Άλλου]
[35] [ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.274 («verendlichtes Unendliches»)]
[36] [Οι γάλλοι μεταφραστές γράφουν: «…στο οποίο μπορεί επίσης να τεθεί εκείνη η προσδιοριστικότητα…»]
[37] [ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.268 «Η πρόοδος ως το άπειρο είναι, συνεπώς, μόνο η αυτο-επαναλαμβανόμενη ομοιομορφία [=μονοτονία], η μια και η αυτή ανιαρή εναλλαγή αυτού τού πεπερασμένου και τού απείρου»]
[38] [ολική: στο ολική επίπεδο, σε επίπεδο όλου]
[39] [ως υποκείμενο νοείται το κακό άπειρο]
[40] [Einssein: εν-Είναι]
[41] [Κατά πάσα πιθανότητα, το συγκεκριμένο παράθεμα αντιστοιχεί στο εξής: «σε τούτο το αλληλοπροσδιορίζειν τού πεπερασμένου και τού απείρου, εναλλασσόμενο από το ένα στο άλλο και πίσω πάλι, η αλήθεια τους είναι ήδη καθεαυτήν [=δυνάμει] παρούσα […] Αυτό το εναλλάσσεσθαι από το ένα στο άλλο και πίσω πάλι συγκροτεί την εξωτερική πραγματοποίηση τής έννοιας· σε τούτη την πραγματοποίηση είναι τεθειμένο ό,τι περιέχει η έννοια, αλλά τεθειμένο εξωτερικά, ως εκείνο που συμβαίνει χωριστά· ό,τι χρειάζεται είναι μόνο η σύγκριση αυτών των διαφορετικών φάσεων· ετούτη η σύγκριση αποφέρει την ενότητα, η οποία δίνει την ίδια την έννοια. (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.270 [καταφατική απειρότητα]).]
[42] (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.283: «Αυτό το άπειρο, ως συντελεσθείσα-επιστροφή-εντός εαυτού, ως αναφορά τού εαυτού προς εαυτόν είναι Είναι»). — Να σημειωθεί ότι η φράση «as other of the void being-other»,* η οποία χρησιμοποιείται στην αγγλική μετάφραση τού βιβλίου τού Μπαντιού για την απόδοση τού «autre de l’être-autre vide» δεν εμφανίζεται στο κείμενο τής μετάφρασης τού A.V. Miller. Όσον αφορά την τελευταία αυτή φράση, πιθανώς πρόκειται για απόδοση κατά παράφραση τής φράσης που αντιστοιχεί στο εξής: «[ως άλλο] τού μη-Είναι τού άλλως-Είναι» (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι΄, σελ.231 [«το-εντός-εαυτού-Είναι είναι το μη-Είναι τού άλλως-Είναι τού Κάτι»]· πβ. επίσης αυτόθι, σελ.233, σημ.160).
[43] [πβ. «το Κάτι αναφέρεται στο όριο σαν σε ένα μη-ον» (ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι, σελ.245).]
[44] [το όριο]
[45] [ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι, σελ.246).]
[46] [ή προσδιορισμένου-Είναι]
[47] [το κενό είναι ο πόλος προς τον οποίο προσανατολίζεται το κακό άπειρο]
[48] [contraction: συρρίκνωση, συστολή· εναλλακτικά «ο όρος “άπειρο” αναφέρεται στην εν δυνάμει συστολή τής επανάληψης προκειμένου αυτή να ταυτιστεί με την [καθαρή] παρουσία τού επαναλαμβανόμενου»]
[49] [επαναλαμβανόμενου: επαναλαμβανόμενης διαδικασίας]
[50] [=εκμηδένισης]
[51] [δηλ. το να είναι κάποιο πράγμα ένα «κάτι»]
[52] [πβ. ΕτΛ, Α΄ [Τμήμα Ι, Κεφάλαιο Β΄, «Το προσδιορισμένο είναι»] σελ. 196 σημ.90]
[53] [Science of Logic, μετάφρ. A. V. Miller (Λονδίνο: George Allen & Unwin, 1969), [Βιβλίο Α´, Τμήμα ΙΙ] σελ.185] (η συγκεκριμένη ενότητα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά).]
[54] [multiples-uns]
[55] [Μου ήταν αδύνατο να εντοπίσω το συγκεκριμένο παράθεμα στην αγγλική έκδοση τής Λογικής. Ο μεταφραστής τής αγγλικής έκδοσης τού βιβλίου τού Μπαντιού φαίνεται να μεταφράζει επί λέξει το εν λόγω παράθεμα.]
[56] [dis-pose]
[57] [prolifère]
[58] [πβ. métastase: Figure de pensée, par laquelle un orateur rejette sur le compte d’autrui ce qu’il est contraint d’avouer (GrRob) [ρητορικό σχήμα όπου ο ρήτορας καταλογίζει στον αντίπαλό του ό,τι ο ίδιος αναγκάζεται να παραδεχτεί].
[59] [το όριο είναι αδιάφορο]
[60] [τη θέση-εν-διαφορά τής αδιαφορίας/τού αδιάφορου/αδιαχώριστου]
[61] [gleichgültig/untrennbar—Gleichgültigkeit/Untrennbarkeit· πβ. «ακριβώς αυτή η μηδαμινότητα [τού πεπερασμένου[ είναι η απειρότητα, από την οποία αυτό είναι αχώριστο, αναπόσπαστο», ΕτΛ, Α΄, Τμήμα Ι σελ. 271]
[62] [δηλ. τον άλλο — τον «υπερπεπερασμένο» — πόλο τής διαδικασίας]
[63] [δηλ. στην ακολουθία των αριθμών]
[64] [inconsistance du Dieu, Dieu inconsiste: θεία ασυναρτησία, ο Θεός «α-συνέχεται»]
[65] [αναδιαπλασιασμός: πολλαπλασιασμός απείρων]
[66] [différenciable indifférence: το διχότομο αδιαφοροποίητο [τού στοιχείου] τού αναδιπλασιασμού: πβ. ανωτέρω («[α]ντιθέτως, στο [εγελιανό] ποσοτικό η έκφραση τού Ενός δεν δύναται να λάβει ένδειξη, με αποτέλεσμα κάθε αριθμός να είναι διακριτός έναντι παντός άλλου και συνάμα συντεθειμένος από το ταυτό»)· εναλλακτικά «τού επινοήματος τού διαφοροποιήσιμου αδιαφοροποίητου»]

 
 

Ετικέτες:

«Συσχέτιση Δυνάμεων» (Χέγκελ)—A.Badiou [4/3/1975]

rodchenko-forceagainst

Α. Ροτσένκο, Μη-Αντικειμενικός Πίνακας αρ.80 [Μαύρο-σε-Μαύρο]

4 Μαρτίου 1975

Χέγκελ: «η ενεργητικότητα τής δύναμης είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό»
(Théorie du Sujet, σελ.47-54) [pdf]

Το αίνιγμα τής συσχέτισης — Δύναμη: από την ενεργητικότητα/παθητικότητα στην ποιοτική χωροκατακτητικότητα — Το Όλο, η δύναμη και η αλληλοδιαπλοκή εσωτερικού/εξωτερικού

1

Σήμερα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην έννοια τής συσχέτισης, που αποτελεί το αίνιγμα τής αντίφασης. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και οι ίδιοι, η συσχέτιση ως στοιχείο ενοποίησης των αντιθέτων αντιφάσκει την αντίφαση στο εσωτερικό της.

Ο Λένιν λέει ότι ολόκληρη η διαλεκτική απορρέει από την αρχή τής ενότητας των αντιθέτων. Αυτό είναι μεν ορθό, αλλά, αν περιωριζόμεθα στη συγκεκριμένη διατύπωση, αυτό θα σήμαινε ότι η διαλεκτική θα κυριαρχείτο ακριβώς από το στοιχείο εκείνο που την αποκηρύττει. Εξάλλου, όταν τα αντίθετα νοούνται, κατά τρόπο αυστηρό και απαρέγκλιτο, στο πλαίσιο τής ενότητάς τους, τότε η μεταξύ τους αντίθεση θα έχει δευτερογενή χαρακτήρα, θα πρόκειται τρόπο τινά για μία ήδη αρθείσα αντίφαση.

Σημειώστε επιπλέον ότι αν περιοριστείτε στη δομική εκδοχή τού εν λόγω αινίγματος, γλιτώνετε από όλους τους μπελάδες, διότι στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα παύει να υφίσταται· η συσχέτιση θα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δύο ως τέτοιο. Ωστόσο, στο χέρι θα σας έχει μείνει στο μεταξύ μόνο το Ένα, επειδή ακριβώς σπεύσατε να αδράξατε αυτό το δύο.[1] Με άλλα λόγια, μετά από μια πρόχειρη επιθεώρηση τού χώρου τοποθέτησης και των όσων αυτός αφήνει στην άκρη (τ.έ. τού εκτόπου), θα μπορούσατε να θέσετε την ενότητα τής όλης διαδικασίας υπό τη μορφή τού αποκλεισμού [=εξαίρεσης] λέγοντας: «υπάρχει αυτό-εδώ, που δεν είναι το ίδιο με αυτό-εκεί».[2]

Η προφανής ένσταση στην αντίληψη αυτή είναι ότι έτσι το Ένα τής αντίφασης αφομοιώνεται ομαλά στο Ένα τού χώρου τής τοποθέτησης. Είναι σαν να λέμε ότι η ενότητα τής αντίφασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου δεν θέτει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς θα ταυτίζεται με το ιστορικό είναι  … τής αστικής κοινωνίας, την οποία βεβαίως διέπει η εν λόγω αντίφαση. Ως έκτοπο το προλεταριάτο θα μετέχει τού τόπου. Το ένα τής ενότητάς του με το έτερόν του ήμισυ θα είναι το έτερόν του ήμισυ ως Όλο.

Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημαίνουσα αλυσίδα επί τής οποίας εμφανίζεται το λακανικό υποκείμενο θα έπρεπε να νοηθεί ως … καταναγκασμός για επανάληψη, καθόσον είναι αυτή που επιτελεί την ενότητα τής επανάληψης και τής ορμής κ.ο.κ.

Η δομικότητα εμφανίζεται αδύναμη απέναντι στο ένα τού χώρου τής τοποθέτησης (απέναντι στο «υπάρχειν τού ενός»,[3] όπως λέει και ο Λακάν). Η εν λόγω διαλεκτική πραγματικότητα μοιάζει — και είναι — άχρωμη και αδιάφορη.

Ειδικά στη χώρα μας, υπάρχουν αρκετοί μεταξύ των επαγγελματιών τής λεγόμενης «μαρξιστικής» πολιτικής που θεωρούν κεκτημένο τους δικαίωμα να παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση αδυναμίας· μελετούν, λοιπόν, με προσήλωση τους «νόμους» τής αστικής κοινωνίας, από τους οποίους, μάλιστα, αντλούν τα κατάλληλα συμπεράσματα όσον αφορά το-είναι-και-το-δέον-πράττειν, προς όφελος, εννοείται, τού προλεταριάτου. Αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι η «προλεταριακή κοινωνία» (—αν θα μπορούσε να επιτραπεί η αδιανόητη και ακατανόητη αυτή έκφραση) ή, εναλλακτικά, ο «σοσιαλισμός», στο όνομα τού οποίου ομνύουν όπου σταθούν και όπου βρεθούν, διέπεται εξίσου από την αντίφαση μπουρζουαζίας/προλεταριάτου, πράγμα που αποδεικνύεται παταγωδώς από τις πολιτιστικές επαναστάσεις. Διότι τι άλλο μπορεί να σηματοδοτεί το νέο αυτό δεδομένο πέρα από το ότι η έκφραση «ενότητα των αντιθέτων» δεν έχει το νόημα που συνήθως της αποδίδεται;

Δείτε επίσης τους γιάνκηδες ψυχαναλυτές τής μεταπολεμικής μπελ επόκ οι οποίοι, στρατόκαυλοι όντες, ήθελαν σώνει και καλά να «ενισχύσουν τις άμυνες» τού κακομοιριασμένου «Εγώ» των ασθενών τους. Και πού στο διάολο νομίζετε ότι αναζητούσαν την ενότητα μεταξύ τού «επιτιθέμενου» (τού οικτρά ακοινώνητου φροϋδικού «Εκείνου») και τού «αμυνόμενου» (τού «Εγώ» των αβρών ομαλοτήτων), αν όχι στο ομαλό μονοπάτι τής ομαλότητας που, όχι χωρίς λόγο, αποκαλείται αμερικανικός «τρόπος ζωής»;

Και, για να μη μείνουν παραπονεμένοι και οι ρώσοι, οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι αυτοί μας άφησαν άφωνους με την τελευταία νούμερο-ένα ατραξιόν τους τού Ενός: λόγω ακριβώς τού «παλλαϊκού» του χαρακτήρα, ο κρατικός μηχανισμός των γερομπαμπαλήδων δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μορφή διαφωνίας πέραν τής φρενοβλάβειας, εξού και το φρενοκομείο ως τόπος τοποθέτησης τού ρωσικού εκτόπου.

Αλλά αρκετά με τις ιστορίες για λωλούς.

Για τη διεξοδική ανάλυση τής έννοιας τής συσχέτισης, θα πρέπει πρώτα να διατυπωθεί ολόκληρο το αίνιγμα τής ενότητας των αντιθέτων ως εξής: θα υπάρχει διαλεκτική ενότητα — με την έννοια ότι η εν λόγω ενότητα δεν θα συνθέτει σε ενιαίο Όλο τα μέρη που συσχετίζει — τότε και μόνο τότε, όταν τα συσχετιζόμενα αντίθετα θα είναι ετερογενή και μη ευθυγραμμίσιμα [=ασυμβίβαστα]· όταν δηλαδή κανένας «ανακρεόντειος»[4] τόπος τού χώρου τοποθέτησης δεν θα μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για το έκτοπο.[5]

Η διάκριση τού Ενός από το Όλο: το απλό και υπέρτατο τέλος. Έχετε υπόψιν πως σε αυτόν τον διαχωρισμό εντοπίζεται όλη η προβληματική τού Υποκειμένου.

Αυτός είναι όμως και ο λόγος που η έκθεση τού ζητήματος προσκρούει σε ένα σοβαρότατο πρόβλημα: είναι αδύνατο να σχηματοποιηθεί η συσχέτιση ετερογενών ποιοτήτων. Μπορεί μόνο μόλις και μετά βίας να εκφραστεί. Κάθε σχήμα διανέμει θέσεις και, επομένως, οδηγεί πίσω στις δομές. Κάθε λόγος καθορίζει τον χώρο τοποθέτησης ακόμη και για όλα όσα αποσιωπά.

Η παρουσίαση υπονομεύεται από το «όλο» και τις «θέσεις» που η ίδια παράγει ως αποτέλεσμα: τιθέμενο μονόπλευρα, το Ένα τής αντίφασης αλλοιώνεται.

Όσον αφορά το σχήμα τής διαλεκτικής ακολουθίας, καμιά χρωμοτυπία δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τη συσχέτιση — δηλ. το A_{p}, δυνάμει τού οποίου ο όρος (εν προκειμένω, το έκτοπο) επηρεάζεται ή καλύτερα μολύνεται από το συγκεκριμένο του αντίθετο (τον χώρο τής τοποθέτησης). Ο υπό στενή έννοια συσχετισμός, στην πρακτική διάσταση τού οποίου παραπέμπει άλλωστε η λέξη «πάλη», υπάγεται στο πεδίο μιας έμμεσης έρευνας και μιας έννοιας χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση.

Επομένως, η λέξη «δύναμη» παραπέμπει σε εκείνο που επικαθορίζει την εξαίρεση [=εκτόπιση] κάθε τόπου όπου εμφανίζεται το έκτοπο.

2

Τι είναι εκείνο που μπορεί να συσχετίσει δύο ετερογενείς ποιότητες; Είναι αποκλειστικά και μόνο η αλληλεπίδρασή τους ως επεκτεινόμενες δυνάμεις που παραμένουν ουδέτερες έναντι οιουδήποτε τρίτου πράγματος.

«Συσχέτιση» σημαίνει «δύναμη εναντίον δύναμης». Είναι ο «συσχετισμός των δυνάμεων».

Ας ξεμπερδεύουμε ευθύς εξαρχής με τις υποτροπές (τις παρεκκλίσεις), στις οποίες υπόκειται η εισέτι σκοτεινή αυτή ιδέα: — Aν ξεκινήσουμε με το θέμα τής περιστολής ή παρεμπόδισης μιας «παθητικής» (αντιδρώσας) δύναμης από μια άλλη «ενεργητική» (δρώσα) δύναμη, θα διαπιστώσουμε ότι διολισθαίνουμε στον στατισμό [=στατική] τής ασυμμετρίας [των δυνάμεων]. Η ποιοτική ετερογένεια αποσυντίθεται εκ νέου στο αφαιρετικό ζεύγος ενεργητικότητα/παθητικότητα. Η δεύτερη (αντιδρώσα) δύναμη θα προσδιορίζεται κατά τρόπο αρνητικό από την πρώτη μόνο δύναμη· ο χώρος τοποθέτησης θα έχει εκ των προτέρων καθορίσει τη θέση τού εκτόπου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού τού είδους των υποτροπών αποτελεί η καθαρά αντι-κατασταλτική αντίληψη για τη πολιτική που οφείλει να ασκεί ο λαός. Οι άνθρωποι «κινητοποιούνται» γιατί υπόκεινται σε «ακραία» κακομεταχείριση εκ μέρους τής μόνης, ουσιαστικά, «δρώσας» δύναμης στο πολιτικό πεδίο (εκ μέρους, δηλαδή, τού Κράτους, των εργοδοτών, των αστυνομικών αρχών). Οι καταχθόνιες αυτές οντότητες, που ως γνωστόν απεργάζονται διαρκώς σκοτεινά σχέδια, δείχνουν ξαφνικά να ξεπερνούν «κάθε όριο». Ξεσηκώνεται γενική κατακραυγή: «Κάτω η καταστολή!» Ο αγανακτισμένος μικροαστός αφρίζει από το κακό του.

Προσέξτε όμως: ο μικροαστός μας έχει βασικά δίκιο, ενώ επιπλέον τα εν λόγω «δεινά» — που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να ταλανίζουν τις λαϊκές τάξεις — μπορούν να αποτελέσουν και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου να απαλλαγεί από τη μόνιμη απόγνωση που τον βασανίζει (—ή από την αυταρέσκειά του).

Αλλά η φιλοσοφία που διαπνέει την εν λόγω αντίληψη δεν μπορεί να πάει μακριά και αυτό γιατί, ουσιαστικά, αρνείται κάθε ενεργό αυτονομία, κάθε πραγματική ανεξαρτησία, κάθε πραγματική θετική δυνητικότητα σε αυτό που ορθώνεται με τη μορφή τού άδολου στασιαστή. Το σύνθημα «κάτω η καταστολή» μπορεί το πολύ πολύ να οδηγήσει στην τεθειμένη αντίδραση [=αντίσταση], όπου η δύναμη τού λαού δεν θα είναι παρά ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει η βαρβαρότητα τού Κράτους και όπου η ανταγωνιστική συσχέτιση θα παραμένει παγιδευμένη στην ενοποιητική αδυναμία τής δομικότητας.

Πώς θα μπορέσω, μέσα στη θύελλα των ύβρεων και των καταγγελιών κατά τής καταστολής, να εδραιώσω την ικανότητά μου να καταστείλω την καταστολή; Εδώ βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς το κρασί τής εξέγερσης μετουσιώνεται σε χολή και ξίδι.

Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθούμε είναι ότι αυτό που με θέτει ως αντιδρώσα δύναμη έναντι τής ενεργητικότητας τού Άλλου πρέπει επίσης να ταυτίζεται με την ενεργητικότητα μιας δύναμης όπου πλέον δεν απεικονίζεται αυτός ο Άλλος. Έστω κι αν επιτάσσεται [=επιστρατεύεται] από την κατασταλτική υπερβολή τής αντίπαλης δύναμης, η δύναμη που ορθώνεται ενάντια στην καταπίεση είναι εσωτερικά πλεοναστική έναντι τής εν λόγω επίταξης. Αυτό είναι κάτι που ο Χέγκελ σαφώς αντιλαμβάνεται με οξυδέρκεια.

3

Θα πρέπει εδώ να διαβάσουμε ολόκληρο ένα από τα αξιολογότερα κομμάτια τής Μεγάλης Λογικής, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η ουσιώδης σχέση», πράγμα αρκετό για να υποδηλώσει την αναφορά του στο αίνιγμα τού συσχετισμού.

Ως πρόγευση ακολουθεί ένα απόσπασμα, όπου ο Χέγκελ πραγματεύεται ρητά την ιδέα ότι η ουσία τής αντίδρασης [=αντίστασης] συνίσταται κατ’ ανάγκη στην ενεργό εσωτερικότητα, με την επιφύλαξη βέβαια τής περίπτωσης που υπολείπεται των απαιτήσεων τής «ουσιώδους σχέσης», δηλαδή τού συσχετισμού με την αυστηρή έννοια τού όρου.

[Τ]ο γεγονός ότι μια ώθηση σε μια δύναμη συμβαίνει μέσω μιας άλλης δύναμης, ότι στην ίδια αναλογία [=επομένως, υπό αυτό το πρίσμα] η πρώτη δύναμη συμπεριφέρεται [= δέχεται την ώθηση] παθητικά, αλλά εκ νέου μεταβαίνει από τούτη την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, [το γεγονός αυτό είναι] η επάνοδος τής δύναμης σ’ αυτή την ίδια. Η δύναμη εξωτερικεύεται. Η εξωτερίκευση είναι αντίδραση με την έννοια ότι αυτή θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο και έτσι αναιρεί [sursume[6]] το γεγονός ότι αυτή έχει διεγερθεί από μια άλλη δύναμη. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ.303)[7]

Εδώ κρύβεται όλη η ουσία τής υπόθεσης: όταν ακριβώς η δύναμη θα «θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο», τότε ακριβώς θα αποκτά χαρακτήρα αυτόκεντρου [=αυτόνομου] ποιοτικού συσχετισμού, με την έννοια ότι η μετωπική αντιπαράθεση των δυνάμεων δεν θα εξασθενίζει την ανομοιογένειά τους. Συνακόλουθα, όταν ο λαός θα έχει σχηματίσει ιδία αντίληψη για τη μορφή τού «αντιπάλου», ενσωματώνοντάς την στη δική του πολιτική, τότε ακριβώς θα «αναιρεί» την αντι-κατασταλτική [=αντι-κρατική] του εξάρτηση, θα αυτο-εξαιρείται από κάθε συμπερίληψη και θα είναι σε θέση να επιχειρήσει μια καταφατική σχάση.

Ο στοχασμός πάνω στη συσχέτιση είναι και στοχασμός τής ενεργού δύναμης — τής δύναμης εκείνης που μπολιάζεται σε μια άλλη δύναμη — υπό την οπτική όμως τής άτεγκτής της ποιότητας [irréductible qualité], για την οποία ο χώρος τοποθέτησης δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά την κατεδαφιστέα διαμεσολάβησή της.[8]

Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι, παρά την ιδεαλιστική του εφεκτικότητα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο τής Λογικής συγκεφαλαιώνει τα κυριότερα ζητήματα τού εγχειρήματός μας.

Ας δούμε τώρα τη δομή του.

Το κεφάλαιο αποτελείται από τις εξής τρεις ενότητες:

(1) την προβληματική τού όλου και των μερών·
(2) τη δύναμη·
(3) το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αυτός είναι και ο δικός μας χάρτης πορείας, γιατί η σχέση όλου και μερών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θεωρία για τον χώρο τής τοποθέτησης, όπου επαληθεύεται ότι, από πλευράς δομής, κάθε αντιφατική συσχέτιση δεν είναι παρά ένας αποκλεισμός, ένα έκτοπο, για το οποίο η σχέση τής συμπερίληψης (δηλαδή το μέρος ως αυτό που μετέχει τού γένους τού όλου [=τού συντεθειμένου]) θα αντιπροσωπεύει την αρχή τής ενότητας.

Όπως ήδη είδαμε, η δύναμη έρχεται να επικαθορίσει — μέσω τής μη-αναγώγιμης θέσης [position irréductible] τής ποιοτικής εσωτερικότητας στο πλαίσιο τής αντιπαράθεσης των δυνάμεων — το ενοποιητικό αδιέξοδο στο οποίο επανανάγεται η δομή τής συμπερίληψης στο όλο.

Προαναγγέλλοντας κατά τρόπο απροσδόκητο τον Λακάν, ο Χέγκελ αποτυπώνει το αδιέξοδο αυτό με τη μορφή τού παλμού, τής ταλάντευσης, τής εναλλασσόμενης έκλειψης:

Στο βαθμό τώρα που το υπάρχον είναι μέρος, δεν είναι όλο, δεν [είναι] κάτι το συντεθειμένο [δεν είναι σύνολο: pas du tout]· άρα [είναι] απλό. Αλλ’ εφόσον η αναφορά σε ένα όλο [=η σχέση προς ένα όλο] είναι εξωτερική σ’ αυτό, τότε αυτή [η αναφορά/σχέση] δεν το αφορά καθόλου· το αυθύπαρκτο [l’autonome], έτσι, δεν είναι, επίσης, καθεαυτό μέρος· [διότι μέρος θα ήταν] μόνο μέσω εκείνης τής αναφοράς [σχέσης]. [‒] Αλλ’ εφόσον τώρα αυτό δεν είναι μέρος, τότε είναι όλο, γιατί μόνο τούτη η σχέση όλου και μερών είναι παρούσα [=παρουσιάζεται], και το αυθύπαρκτο [l’autonome] είναι ένα από τα δύο. Αλλ’ εφόσον αυτό είναι όλο, τότε είναι εκ νέου συντεθειμένο [composé]· αποτελείται πάλι από μέρη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. — Τούτη η απειρότητα δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά στη διαρκή εναλλαγή των δύο όρων τής σχέσης, μέσα στον καθένα εκ των οποίων ο άλλος ανακύπτει [surgit: αναφαίνεται] άμεσα, έτσι ώστε το τεθειμένο-Είναι καθενός να [συνίσταται στον] εξαφανισμό [=έκλειψη] αυτού τού ίδιου. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ. 295) [9]

Αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος τη δύναμη,[10] θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το τεθειμένο-Είναι, τού οποίου η ουσία έγκειται στο να εξαφανίζεται στο πλαίσιο μιας αέναης εναλλαγής, αυτός, επομένως, ο εφήμερος όρος, στον οποίο συρράπτεται η διαλεκτική τού Όλου, θα αντιπροσωπεύει τον μοναδικό προορισμό και κατάληξη, αφενός μεν, τού εκτόπου — που εδώ τίθεται εξαρχής ως μέρος [=υποσύνολο]) και το οποίο αποκτά τη θέση του [στο Όλο] υπό την προϋπόθεση ότι ως αυτόνομο [=αυθύπαρκτο] αυτοαποκλείεται από αυτή,[11] και, αφετέρου, τού ίδιου τού χώρου-τοποθέτησης (εν προκειμένου τού Όλου), που, ως ρυθμιστής των τόπων, επιδέχεται το έκτοπο μέσω μόνο τής πλήρους αυτοκατάργησής του.[12]

Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι η αέναη ταλάντωση ανάμεσα σε αυτό που είναι με μόνο προορισμό το μη-Είναι και σε αυτό που δεν είναι [=τίθεται εκτός είναι] προς-χάριν-τού-Είναι αντιπροσωπεύει τη μόνη μορφή διαδικασίας ανεκτής από τη δομική διαλεκτική. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εδώ νοητή η συσχέτιση ως καθαρή σχάση, καθόσον το να πούμε ότι τα δύο είναι ένα σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δύο· ενώ εάν πούμε ότι [τα δύο] είναι δύο, εννοώντας δύο-φορές-το-ένα, αυτό θα σημαίνει ότι το Ένα ταυτίζεται με το Δύο κ.ο.κ. — Ειρήσθω εν παρόδω, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν παύει να είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η συνεπής και συνεκτική πραγμάτευση τού εφήμερου όρου [τής διαλεκτικής τού Όλου] αντιπροσωπεύει το ρεαλιστικό απόγειο τής δομικής διαλεκτικής.

Ωστόσο, ο Χέγκελ δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ, πόσω μάλλον, εφόσον επιδιώκει την κυκλική τελείωση, πράγμα στο οποίο άλλωστε έγκειται το σφάλμα τής αλήθειας του. Βγάζοντας από το μανίκι του τον άσο τής δύναμης, θα καμωθεί πως τη συνάγει από τη δομή τής ταλάντωσης, παρόλο που η δύναμη αντιπροσωπεύει έναν μη επαγώγιμο, πρωταρχικό και ουσιώδη επικαθορισμό τής τελευταίας.

Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών, χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί, η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο όχι απλώς τής λειτουργίας τού όλου στο πλαίσιο τού συστήματος τού χώρου τοποθέτησης (δηλ. τού συστήματος τής διανομής των θέσεων των μερών), αλλά πλέον τής εν κινήσει συνεκτικότητάς του, τής έμπρακτης ενοποίησής του.

Η θεωρία τής δύναμης αντιπροσωπεύει την «ιστορική» (ενο-ποιητική) όψη τής θεωρίας τού διαλεκτικού συσχετισμού, που ναι μεν βρίσκει έρεισμα στον εν-εκλείψει συσχετισμό τού συστήματος των θέσεων, αλλά δεν προκύπτει αναγωγικά από αυτόν (παρά τις ανειλικρινείς διαβεβαιώσεις τού Χέγκελ περί τού αντιθέτου).

4

Αυτή η ιστορικότητα τής συσχέτισης εμβαθύνεται στη χαρακτηριστικά εγελιανή τρισκελή[13] προσέγγιση τού ζητήματος, όπου κατά πρώτον τίθεται το «ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι» τής δύναμης, με άλλα λόγια, η καθαρή της ουσία ως συσχετισμός. Η δύναμη αυτή καθ’ εαυτή δεν νοείται παρά μόνο ως δραστηριότητα σχετιζόμενη με μια άλλη δύναμη: «Το ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι μέσω μιας άλλης δύναμης είναι, έτσι, καθεαυτό η δράση τής ίδιας τής δύναμης» (ΕτΛ, σελ.300). Εδώ ακριβώς — στη διαπίστωση ότι ο συσχετισμός συνιστά «δράση»[14] — βρίσκεται η καρδιά τού μη απεικονίσιμου. Η σχάση ως τόπος των δυνάμεων θέτει, ως απόλυτα πρότερη, την πρακτική ύπαρξη έναντι τής κατανοησιμότητας τής συσχέτισης.

Κατά δεύτερον, χρησιμοποιώντας, όπως είδαμε, τον όρο «διέγερση τής δύναμης», ο Χέγκελ αποσαφηνίζει την ερμηνεία τής συσχέτισης με άξονα το δίπολο δραστηριότητα/παθητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει το εσωτερικό ενεργό της[15] θεμέλιο¸ καθώς η παθητικότητα δεν είναι παρά καθαρή φαινομενικότητα, ένας παρεπόμενος εμπειρικός συσχετισμός.

Στο οξυδερκέστερο κομμάτι τής ανάλυσής του, ο Χέγκελ ορίζει ότι, δεδομένου ότι η δύναμη παρουσιάζεται ως ουσιωδώς ενεργητική στη συσχέτισή της με μια άλλη δύναμη, η «προϋποθέτουσα ενέργεια» [=το προϋποθέτειν της],[16] που καταρχάς εμφανίζεται ως μια άλλη εξωτερική δύναμη [=διεγείρουσα δύναμη], εντοπίζεται στην πραγματικότητα στο εσωτερικό της. Επομένως, η κίνηση μέσω τής οποίας η δύναμη εκδιπλώνεται και αναπτύσσεται προς το εξωτερικό της, έναντι δηλαδή τής άλλης δύναμης, διέπεται μάλλον από το στοιχείο τής χωροκατακτητικής απόσπασης από τον ίδιο της τον εαυτό.

Με την πραγμάτωση τής εσωτερικής της ενότητας, την αποκάθαρσή της από τον «προσδιορισμό» (δηλ. την εσωτερική της διαίρεση) που της έχει επιβληθεί από τη μπουρζουαζία, η εργατική τάξη προβάλλει τον εαυτό της μεγεθυμένο στο πεδίο τής πάλης για την καταστροφή τού ιμπεριαλιστικού χώρου τοποθέτησης.[17] «Διεγερμένη» από την αστική καταπίεση, ενεργεί πλέον ως «δύναμη» και παίρνει μέρος στην ανταγωνιστική της συσχέτιση με τον «αντίπαλο»¸ έχοντας αυτοπροσδιορισθεί ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στην εσωτερική μορφή τής πρότερης αδυναμίας της. — Ομοίως και το άτομο θα μπορέσει, στο πλαίσιο των δεδομένων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, να ανοίξει τη στρόφιγγα τής δικής του δύναμης, μόνο εάν συγκρουστεί με το πλέγμα των αδρανών συνηθειών που του υπαγορεύουν οι περιστάσεις.

Η καθαρή ικανότητα χωροκατακτητικής επέκτασης μιας ετερογενούς ποιότητας συνιστά τη μη-απεικονίσιμη εσωτερική κινητήρια δύναμη τής συσχέτισης.

Ή, όπως το θέτει ο Χέγκελ, «η ενεργητικότητα είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό» (ΕτΛ, σελ.304).

Αυτό το στοιχείο τής απόσπασης από τον εαυτό, ή, αν προτιμάτε, τής εσωτερικής εξωτερίκευσης, ο Χέγκελ το αποκαλεί «άπειρο [ή απειρότητα] τής δύναμης». Πρόκειται δε για το τρίτο σκέλος τής παρουσίασης τού ζητήματος. Το να κάνει κανείς λόγο για την άπειρη διάσταση τής δύναμης ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό τής πράξης ως συσχέτισης, ισοδυναμεί δηλαδή με την αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής πρακτικής. Το «άπειρο τής δύναμης» δεν είναι τίποτε άλλο από το αξίωμα τού Φάουστ τού Γκαίτε: «εν αρχή ην η πράξη».

Το εν λόγω άπειρο τής εξωτερίκευσης οδηγεί στην τελική διαλεκτική τού κεφαλαίου, όπου βλέπουμε το εσωτερικό και το εξωτερικό να αλληλοσυμπλέκονται:

Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε [καθένας] από τούτους τους δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ’ αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια τού άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσδιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. (ΕτΛ, σελ.308)

Ένα μάτι εκπαιδευμένο στη λακανική θεωρία θα αναγνωρίσει εδώ την καίρια[18] εμφάνιση τής τοπολογίας τού Υποκειμένου η οποία απεικονίζεται μέσω των μη-προσανατολίσιµων επιφανειών, όπως είναι για παράδειγμα η ταινία τού Μέμπιους. Όσο για εμάς, αναγνωρίζουμε εν προκειμένω ότι, στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, ο χώρος τής τοποθέτησης και το έκτοπο συσχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να τεθεί ο δεύτερος όρος ως απλό εξηρημένο εξωτερικό τού πρώτου.

Στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, η ιστορική ουσία τής ενότητας των αντιθέτων έγκειται στο ότι η εν λόγω ενότητα δεν συνιστά προσανατολίσιμη συσχέτιση — και αυτό παρόλο που το μη-προσανατολίσιμο μπορεί μόνον να οριοθετηθεί δυνάμει ενός υποκειμένου (δομικού) προσανατολισμού.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το προλεταριάτο ως πολιτική τάξη (νοούμενο δηλαδή ως «δύναμη») θα έρχεται σε «σχέση» με τη μπουρζουαζία με τη μορφή μιας καθόλα ιστορικής ενότητας τής πάλης [των αντιθέτων], τής οποίας[19] δεν θα είναι δυνατή η «κατανομή»[20] ανά πεδίο τού κοινωνικού όλου και η οποία [ενότητα], επιπλέον, θα παρέχει δομή σε ένα και το αυτό ον (τον λαό) — πράγμα που όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά, αντίθετα, επιβάλλει τον [ανα-]προσανατολισμό τής ταξικής «θέσης» προς το τεθειμένο/τοποθετημένο της θεμέλιο: τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.

Ενδεικτικό τής σημασίας που έχει η εν λόγω τοπολογική ενότητα των αντιθέτων, η οποία, υπό την κυριαρχία τής δύναμης, προβαίνει στη συσχέτιση εσωτερικού και εξωτερικού, είναι, αφενός μεν, ότι αντιπροσωπεύει για τον Χέγκελ, ούτε λίγο ούτε πολύ, την «ενότητα τής ουσίας και τής ύπαρξης» (ΕτΛ, σελ. 315), αφετέρου δε, ότι αποτελεί το κομβικό μεταβατικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το κείμενο τής Μεγάλης Λογικής.

Όσον αφορά την υλιστική διαλεκτική, αν συναντήσετε κάτι προχωρώντας στα τυφλά μέσα στον λαβύρινθο τής δύναμης — στον λαβύρινθο τού έξω και τού μέσα, τής νύχτας και τής καταχνιάς, εκεί όπου ο χώρος ούτε τοποθετεί ούτε εκτοπίζει — αυτό δεν θα είναι άλλο από το Υποκείμενο, έναν Μινώταυρο χωρίς Θησέα.[21]

Τότε, λοιπόν, το υποκείμενο (κάθε υποκείμενο) θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει τη θέση του,[22] στο μέτρο που η ιδιαίτερη ποιότητά του συνίσταται στον στραβισμό του [d’être désorienté].[23]


[1] [πβ. το μεταγενέστερο κείμενο τού P. Macherey “Eins teilt sich in zwei” (γερμ. μτφρ) [1988] (που δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στις «Θέσεις» [1995]· [Histoires de dinosaure-Faire de la philosophie-1965/1997]]
[2] [Il y a ceci, dont cela n’est pas: στου οποίου την ταυτότητα (ή το είναι) δεν μετέχει αυτό-εκεί]
[3] [Y-a d’l’un: η φράση έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ποικιλοτρόπως («υπάρχει κάτι σαν το ένα», «υπάρχει το Ένα», «το μόνο που υπάρχει είναι το ένα» κ.ο.κ.)]
[4] [conviviale]
[5] [sollicite: διεγείρει· βλ. κατωτέρω]
[6] [sursumer: νεολογισμός των γάλλων μεταφραστών τής Λογικής, από το λατινικό «sursum corda» («άνω σχώμεν τας καρδίας»)]
[7] [Επιστήμη τής Λογικής, Α Τόμος, Βιβλίο ΙΙ, εκδ. Δωδώνη, 1998, (Μετφρ. Δ.Τζωρτζόπουλος)]
[8] [ο χώρος τοποθέτησης είναι η διαμεσολάβηση τής ποιότητας]
[9] [Μετφρ. τροποποιημένη· σε αγκύλες με πλάγιους χαρακτήρες οι δικές μου προσθήκες/τροποποιήσεις]
[10] Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει, να διαβάσετε το παραμύθι τού Χ.Κρ. Άντερσεν «Κάθε τι στη θέση του» [Alt på sin rette plads], όπου η μουσική τής φλογέρας παίζει το ρόλο τής εγελιανής «δύναμης»]
[11] [από αυτή: από τη θέση του ή από το όλο στο οποίο εμπεριέχεται· s’en exclure: η αντωνυμία en παραπέμπει είτε στη θέση είτε στο Όλο]
[12] [αυτοκατάργηση: ως υποκείμενο νοείται ο «χώρος τοποθέτησης» και όχι το «έκτοπο»]
[13] [τριαδική]
[14] [tätigkeit: πράξη, έργο κ.ο.κ.]
[15] [«τής διέγερσης»]
[16] [«Η παρούσα για τη δύναμη εσωτερικότητα είναι, λοιπόν, η ίδια η δική της προϋποθέτουσα ενέργεια, η οποία το πρώτον είναι τεθειμένη ως μια άλλη δύναμη» (ΕτΛ, σελ.300)]
[17] [se projette expansivement dans la lutte destructrice contre l’esplace impérialiste: πρόκειται για σύμφυρση τής κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας τής φράσης «se projette dans» («χωρική προβολή» και «αντίληψη/κατανόηση τής θέσης της»)]
[18] [cruciale: κρίσιμη αλλά και «χιαστί»]
[19 [τής οποίας: ενότητας]
[20] [πβ. ανωτέρω: «Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών — χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί — η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο κ.λπ. »— Στο εξής, θα υπάρχουν δύο δομούσες ολικές «ποιότητες»]
[21] [χωρίς Θησέα: «χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση» (βλ. ανωτέρω)]
[22] [ή εναλλακτικά, «να προσπερνά τη θέση που του έχει ανατεθεί»]
[23] [στο λεξικό τού Μπαμπινιώτη διαβάζουμε: «αλλήθωρος ή αλλοίθωρος: […] η παλαιότερη γραφή τής λέξης με -οι- στηρίζεται στην παραγωγής της από το «ἀλλοῖα θεωροῦντες > ἀλλοιόθωρος > ἀλλοίθωρος»· πβ. επίσης ἀλλοῖος: ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, άλλης ποιότητας, διαφορότροπος [Δημητράκ.]]

 

Ετικέτες:

7 Ιανουαρίου,1975 — A. Badiou

kino
Théorie du Sujet, σελ. 21-30 (Διόρθωση τής μετάφρασης) [pdf]

7 Ιανουαρίου,1975

Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στον βαθμό που περιέχεται σε αυτό.

Ο παλιός Χέγκελ χωρισμένος στα δύο — Σχάση, προσδιορισμός, όριο — Χώρος-θέσης και έκτοπο — Αριστερές και δεξιές παρεκκλίσεις

1

Υπάρχουν δύο διαλεκτικές μήτρες στον Χέγκελ και είναι αυτό που μετατρέπει την περίφημη ιστορία τού κουκουτσιού και τής σάρκας σε μια πραγματική σπαζοκεφαλιά. Στον Χέγκελ, είναι ο ίδιος ο πυρήνας που είναι διαρρηγμένος, όπως σε αυτά τα ροδάκινα που είναι επί πλέον ενοχλητικό να τα τρως και των οποίων το σκληρό εσωτερικό αντικείμενο σπάει γρήγορα σε δύο μέρη που περιστρέφονται ανάμεσα στα δόντια.

Στο ροδάκινο υπάρχει όμως και ο πυρήνας τού κουκουτσιού, η πικρή ψίχα τής αναπαραγωγής του ως δέντρο. Αλλά από την εγελιανή διαίρεση δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να συναγάγουμε κάποια δευτερογενή ενότητα, ούτε καν μια ενότητα πικρή σαν φαρμάκι.

Πρέπει να κατανοήσουμε αυτό που ο Λένιν δεν έπαψε ποτέ να επαναλαμβάνει: το συνοπτικό ευαγγέλιο τού υλισμού τής εγελιανής φιλοσοφίας! Τι νόημα άλλωστε θα είχε να αντιδιαστέλλουμε έναν (υποτιθέμενα αποδεκτό) διαλεκτικό πυρήνα από το (βδελυρό) ιδεαλιστικό του περίβλημα; Η διαλεκτική, καθόσον είναι ο νόμος τού είναι, είναι κατ’ ανάγκη υλιστική. Αν ο Χέγκελ την άγγιξε, τότε θα πρέπει να ήταν υλιστής. Η άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα ήταν αυτή μιας εγελιανής «ιδεαλιστικο-διαλεκτικής», εν ολίγοις μιας «διαλεκτικής» χωρίς ίχνος πραγματικού, ούτε καν με τη μορφή μιας ανεστραμμένης συμβολικής ένδειξης (που, όπως το έθεσε ο Μαρξ, θα στεκόταν πάνω στο κεφάλι της).

Οπότε στην καρδιά τής εγελιανής διαλεκτικής πρέπει να διακρίνουμε δύο διαδικασίες, δύο έννοιες τής κίνησης, και όχι απλώς μια κατ’ αρχήν μεν ορθή οπτική για το γίγνεσθαι, που, υποτίθεται, θα διαβρωθεί στη συνέχεια από ένα «υποκειμενικό» γνωσιακό σύστημα.

Επομένως, θα πρόκειται:

α) αφενός, για μια διαλεκτική μήτρα που θα καλύπτεται από τον όρο τής αλλοτρίωσης· την ιδέα, δηλαδή, τής εκδίπλωσης ενός απλού όρου στο πλαίσιο τής διαδικασίας τού «έτερον-γίγνεσθαι», κατά τρόπον ώστε να επιστρέφει στον εαυτό του ως απόλυτη έννοια·

β) και, αφετέρου, για μια διαλεκτική μήτρα τής οποίας τελεστής είναι η σχάση· με άλλα λόγια, το μοτίβο ότι κάθε ενότητα είναι διαιρεμένη, χωρίς καμία επιστροφή-στον-εαυτό [της] και χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ αρχής και τέλους (ούτε καν με τη μορφή τού «ολοκληρωμένου κομμουνισμού» ως «επιστροφή» — μετά το στάδιο τής εξωτερίκευσης στο Κράτος — στην [απόλυτη] «έννοια», σε σχέση με την οποία ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» θα είχε το ρόλο [ή τη θέση] τής απλής αμεσότητας.

Αλλά τα πράγματα απέχουν πολύ από το να είναι τόσο απλά.

2

Ας ξεκινήσουμε από μια «κούφια» έννοια, δηλαδή από μια περιορισμένη και συνάμα εξαιρετικά γενική έννοια και, πιο συγκεκριμένα, από την έννοια τού «κάτι», που είναι η πρώτη μορφή τού είναι-εκεί στη Λογική τού Χέγκελ.

Σε αυτό το «κάτι» ο Χέγκελ θεμελιώνει την ίδια τη δυνατότητα έναρξης τής διαλεκτικής τού Ενός και των πολλών, τού απείρου και τού πεπερασμένου· με άλλα λόγια, την αρχή εκείνου που εμείς οι ορθόδοξοι μαρξιστές αποκαλούμε ποσοτική συσσώρευση, που ως γνωστόν θεωρείται ότι συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποιοτικού άλματος.

Επιπλέον, εκείνο που προκαλεί απορία είναι ότι στη Λογική τού Χέγκελ όλα αυτά θα τα βρείτε κάτω από την επικεφαλίδα «ποιότητα», που, όσον αφορά τη σειρά παρουσίασης, προηγείται τής ποσότητας.

Ωστόσο, όπως πάντα, αποδεικνύεται ότι ο Χέγκελ είναι αυτός που έχει δίκιο. Κι αυτό γιατί τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί για το Ένα χωρίς την ενασχόληση με το ποιοτικό και τη δύναμη. Αυτός είναι ο λόγος που ένας από τους στόχους τής παρούσας συζήτησης είναι η απόδειξη τού ότι το διάσημο «άλμα» από το ποσοτικό στο ποιοτικό ουδόλως συνιστά τον «αντικειμενικό» πήχη που κάνει όλα τα [πολιτικά] θερμόμετρα να χτυπάνε [κομμουνιστικό] «κόκκινο», αλλά, απεναντίας, συνεπάγεται και εμπεριέχει ένα «υποκειμενικό» αποτέλεσμα.

Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η ιδεαλιστική του τάση τον ωθεί πάντοτε να συναγάγει το «όλο» επί τη βάσει ενός απλού όρου, ο Χέγκελ καταπιάνεται με την κατασκευή τού πολλαπλού (τού αριθμήσιμου). Αλλά πώς μπορεί το πολλαπλό να έλκει την καταγωγή του από το Ένα, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα; Αυτό είναι ένα ερώτημα τόσο παλιό όσο η φιλοσοφία, που όμως πάντοτε αποκτά ιδιαίτερη σημασία για όσους ισχυρίζονται ότι ιστορικοποιούν το Όλο, αντί απλώς να περιγράφουν τον νόμο τής εγκαθιδρυμένης τάξης του. Ήδη από τους Πατέρες τής Εκκλησίας, αυτούς τους σπουδαίους θεμελιωτές τής εννοιακής ιστορίας, θεωρήθηκε αναγκαίο να δικαιολογηθεί το παράδοξο ότι ο Θεός, η απόλυτη μορφή τού Ενός, ήταν σε θέση να συντρίψει ένα αενάως πολλαπλό σύμπαν.[1] Είναι ένα πράγμα το να αποδείξει κανείς τον Θεό από τα φαινόμενα τής φύσης — από τον βάτραχο μέχρι τον μονόκερο (παραβλέποντας το ότι ο μονόκερος αποδεικνύει μάλλον την ύπαρξη τού Διαβόλου)· ωστόσο, πολύ δυσκολότερη είναι η απόδειξη των φυσικών θαυμάτων από την ίδια την ύπαρξη τού Θεού, καθόσον ο Θεός [το Ένα] είναι κατ’ ανάγκη το θαύμα των θαυμάτων.

Ο Χέγκελ είναι ο μοντέρνος ταχυδακτυλουργός αυτού τού εκκλησιαστικού παραδόξου. Αντί να υποστηρίξει ότι το Ένα δημιουργεί το Όλο, ο Χέγκελ θα δείξει ότι το Όλο είναι η ιστορία τού Ενός, δηλαδή ότι ο χώρος τού πολλαπλού είναι το αποτέλεσμα τού χρόνου που απαιτείται για την ανάπτυξη τής απόλυτης έννοιας. Ο Χέγκελ αντικαθιστά το στοιχείο τής «επίδειξης ισχύος» εκ μέρους τού θαυματουργού Δημιουργού με τον μόχθο, την οδύνη και την κυκλική διάρκεια ενός είδους αυτο-παρουσίασης, μέσω τής οποίας το απόλυτο φτάνει στην πλήρως εμφανισμένη ενατένιση/ανασκόπηση τού εαυτού του. Κατά συνέπεια, για τον Χέγκελ, η ολότητα τού κόσμου δεν συνίσταται παρά σε αυτήν την ιστορική διαδρομή εντός τής δαιδαλώδους πινακοθήκης τού Ενός.

Βεβαίως, η αρχική πράξη ισχύος,[2] που έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο συσκοτιστεί, ξεμυτίζει σε κάθε επόμενη παράγραφο τού κειμένου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι στη συσσώρευση των αυθαίρετων αυτών τοπικών διαταγμάτων έγκειται τόσο η υπομονετική κατασκευή τού οξυδερκούς αλλά ημιτελούς πλαισίου τού εγελιανού υλισμού, όσο και η κινητήρια δύναμη τού δυσκίνητου μηχανισμού τού όλου Συστήματος.

3

Ευθύς εξαρχής, ο Χέγκελ δεν περιορίζεται στο να θέσει απλώς και μόνο το «κάτι», αλλά θέτει συγχρόνως τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το κάτι και σε κάτι άλλο (Etwas und Anderes). Επομένως, αυτό που ομολογείται είναι ότι καμία διαλεκτική δεν είναι νοητή αν δεν προϋποθέτει τη διαίρεση. Είναι το Δύο που δίνει την έννοιά του στο Ένα, και όχι το αντίστροφο.

Φυσικά, ο Χέγκελ επιδίδεται σε κάθε είδους ακροβασίες προκειμένου να συγκαλύψει αυτή την ομολογία. Ειδικά στην πρώτη έκδοση τού 1812 — η οποία είναι περισσότερο ιδεαλιστική, διότι αντίθετα από ό,τι μερικές φορές ακούγεται, ο όψιμος Χέγκελ θα στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε κάποια μορφή τής αρχής τής πραγματικότητας — κάθε τι συμβαίνει ως εάν το «κάτι άλλο» να αποτελεί τη μετάθεση-μετατόπιση τού «κάτι», το κατηγορικό του γίγνεσθαι. Αλλά πρόκειται για προπέτασμα καπνού. Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ θα μελετήσει τη σχάση τού «κάτι» στο πλαίσιο μιας κίνησης που έχει ήδη δομηθεί στη βάση μιας πρότερης σχάσης, η οποία παραμένει, τρόπον τινά, κρυμμένη, διότι είναι κατ’ ουσίαν επαναληπτική: μιας σχάσης που επαναλαμβάνει το «κάτι» ως άλλο (ως κάτι-άλλο) στη θέση τού εαυτού του. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο επιτελεί η εισαγωγή τής Λογικής, όπου βλέπουμε το είναι και το μη-είναι να είναι το ίδιο πράγμα τεθειμένο δύο φορές. Εδώ, διαπιστώνει ξανά κανείς ότι η διαδικασία τής σχάσης μιας κατηγορίας μπορεί να γίνει αντικείμενο «παρατήρησης», μόνο επειδή έχει ρητά ή σιωπηρά προϋποτεθεί ως δυνατότητα αυτό το πρωταρχικό ελάχιστο διαφορικό: ο διπλασιασμός τού Ενός.

Χρησιμοποίησα τη διατύπωση αυτή, ότι δηλαδή πρόκειται για το «ίδιο πράγμα» που έχει τεθεί δύο φορές, διότι η ετερότητα δεν διαθέτει εδώ κανένα ποιοτικό στήριγμα. Βρισκόμαστε, αν θέλετε, στην αυγή τού ποιοτικού, έχοντας απέναντί μας τον δομικό του σκελετό. Αυτό-εδώ θα διαφέρει από εκείνο-εκεί λόγω ακριβώς τής δήλωσης τής διαφοράς τους, λόγω τής τοποθέτησής τους μέσω τής χρήσης ενός γραμματικού δείκτη. Κάποιος μπορεί να ονομάσει αυτήν τη χρονικά απειροελάχιστη στάση [ή αναστολή] τής αντίφασης δεικτική στάσησυγκειμενική αναστολή]. Υπάρχει το Α, αλλά υπάρχει και το \mathrm{A_{p}} (όροι που διαβάζονται ως εξής: «το Α ως τέτοιο» και «το Α κάπου αλλού», δηλαδή, στη θέση/τόπο p που αντιστοιχείται από τον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. από τον P).

Πρόκειται, επομένως, για το ίδιο Α δύο φορές κατονομασμένο, δηλαδή δύο φορές τοποθετημένο, πράγμα υπεραρκετό για την αλληλοδιαφθορά των δύο όρων.

Και αυτό γιατί το Α μπορεί να εξεταστεί είτε ως προς την καθαρή, κλειστή του ταυτότητα, είτε ως προς τη δεικτική διαφορά του έναντι τής δεύτερης εμφάνισής του. Το Α είναι μεν ο εαυτός του, αλλά συγχρόνως συνίσταται και στη δύναμή του να επαναλαμβάνεται, στην αναγνωσιμότητά του σε απόσταση από τον εαυτό του, στο γεγονός ότι στον τόπο p, στον άλλο τόπο, είναι πάντα το ίδιο Α που διαβάζουμε — παρά το ότι είναι «άλλο» [διαφέρει] από τον τόπο όπου στέκεται (πράγμα που ισχύει ακόμη και όταν βρίσκεται στο πουθενά) — και αυτό για τον απλό λόγο ότι εμφανίζεται επίσης και εκεί.

Ο Χέγκελ ονομάζει αυτούς τους δύο προσδιορισμούς το κάτι-καθ’ εαυτό και το κάτι-για-το-άλλο. Το «κάτι», ως καθαρή κατηγορία, είναι η ενότητα αυτών των δύο προσδιορισμών, η κίνηση τής δυαδικότητάς τους.

Αυτό είναι απόδειξη τού ότι για να σκεφτεί κανείς διεξοδικά ένα οποιοδήποτε πράγμα, πρέπει πρώτα να το χωρίσει στα δύο.

Ποιο είναι το νόημα τού κάτι-καθ’ εαυτό και τού κάτι-για-το-άλλο; Πρόκειται ακριβώς για την καθαρή και την τεθειμένη ταυτότητα· για το γράμμα και τον χώρο όπου σημειώνεται το γράμμα· για τη θεωρία και την πράξη.

Το δεδομένο τής ελάχιστης διαφοράς (το «κάτι» και το «κάτι άλλο») ανάγεται υποχρεωτικά στον σταθερό όρο τής διαφοράς, τ.έ. στο «πράγμα», είτε αυτό είναι κάτι είτε κάτι-άλλο. Όπως επισημάνθηκε, το Α (—και εδώ, στο Α, βρίσκεται η ουσία τής όλης υπόθεσης), είναι συγχρόνως Α και \mathrm{A_{p}} , όπου το \mathrm{A_{p}} είναι ο γενολογικός όρος όσον αφορά κάθε δυνατή τοποθέτηση τού Α. Μπορεί επομένως να έχουμε \mathrm{A}_{\mathrm{p}1},\mathrm{A}_{\mathrm{p}2},\mathrm{A_{p3}\ldots} κ.ο.κ., όπου τα \mathrm{p}_{1},\mathrm{p}_{2}\ldots,\mathrm{p}_{n}\ldots έχουν ως πεδίο αναφοράς, για παράδειγμα, το P. Πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχει το άπειρο των τόπων. Το \mathrm{A_{p}} είναι το Α υπό την ενική-γενική μορφή τής τοποθέτησής του. Ωστόσο, είναι πάντοτε με αυτόν τον τρόπο (δηλαδή ως τοποθετημένο) που το Α φανερώνεται κρυπτόμενο (διότι, ως τοποθετημένο, δεν είναι πλέον μόνο ο εαυτός του, Α, αλλά είναι συγχρόνως και ο τόπος του, το \mathrm{A_{p}}) . Επιπλέον, αυτό είναι κάτι που αληθεύει γενικά, για το άλβα ή βήτα πράγμα αλλά και για οποιοδήποτε εν γένει πράγμα.

Πρέπει λοιπόν να τεθεί η εξής καταστατική σχάση: \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{p}) .

Ο δείκτης p παραπέμπει στον χώρο τής τοποθέτησης P, στον τόπο κάθε δυνατού αναδιπλασιασμού τού Α. Σημειώστε ότι ο τόπος αυτός δεν χρειάζεται να είναι χωρικός ή γεωμετρικός: ο αναδιπλασιασμός μπορεί να είναι χρονικός ή ακόμη και πλασματικός.

Αυτό που ο Χέγκελ δεν λέει ξεκάθαρα είναι ότι, κατ’ αρχήν, το πραγματικό αρχικό αντίθετο τού «κάτι», τού Α, δεν είναι ένα άλλο πράγμα, ούτε καν το ίδιο το Α «τοποθετημένο» (το \mathrm{A_{p}} ). Όχι, το πραγματικό καμουφλαρισμένο αντίθετο τού Α είναι ο χώρος τής τοποθέτησης P, ο οποίος ακριβώς θέτει σε αντιστοιχία τον δείκτη με το «κάτι». Με άλλα λόγια, η δεδομενικότητα τού εσχασμένου Α, με τη διττή μορφή:

– τού καθαρού του είναι (Α) και

– τού τοποθετημένου-είναι του (\mathrm{A_{p}} ) (ή, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, τού οντολογικού και τού οντικού του είναι),

είναι το αποτέλεσμα, επί τού Α, τής αντίφασης η οποία υφίσταται μεταξύ τής καθαρής ταυτότητάς του και τού δομημένου χώρου στον οποίο αυτό ανήκει, δηλαδή τής αντίφασης μεταξύ τού είναι του και τού Όλου. Η διαλεκτική διαιρεί το Α πάνω στη βάση τής αντίφασης μεταξύ τού Α και τού P, τής αντίφασης μεταξύ τού υπαρκτού και τού τόπου του. Είναι αυτή η αντίφαση, το κρυφό μοτίβο τής οποίας είναι μαλλάρμειο («Δεν θα έχει λάβει τόπο τίποτα, πάρεξ ο τόπος»), η οποία, ενδοβολημένη στο Α, θεμελιώνει το πραγματικό του είναι ως σχάση.

Όλα αυτά αποτελούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μια προεικόνιση, διότι, στην πραγματικότητα, η αντίφαση μεταξύ τού Α και τού P αντιτάσσει μια δύναμη στο σύστημα των τόπων και δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε αυτό το σημείο τής συζήτησης.

Ας μου επιτραπεί όμως εδώ να ρίξω — άπλετο — φως στην εν λόγω υπόθεση:

Το πραγματικό αντώνυμο τού προλεταριάτου δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά ο αστικός κόσμος, η ιμπεριαλιστική κοινωνία, συστατικό στοιχείο τής οποίας αποτελεί κατά κοινή ομολογία το προλεταριάτο και μάλιστα με τη διττή μορφή τής κύριας παραγωγικής δύναμης και τού ανταγωνιστικού πολιτικού πόλου, πράγμα το οποίο πρέπει να υπογραμμιστεί. Η περίφημη αντίφαση μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι ένα περιορισμένο δομικό σχήμα που αδυνατεί να συλλάβει τη διαδικασία στρέψης τού Όλου, το δυναμικό διάγραμμα τής οποίας[3] καταρτίζεται από το ίδιο το προλεταριάτο ως υποκείμενο. Το να συνεχίζουμε να μιλάμε για την αντίθεση προλεταριάτου και μπουρζουαζίας είναι σαν να παίζουμε την κολοκυθιά εγκλωβισμένοι εντός των ορίων τού εγελιανού επινοήματος. Έτσι, κουβέντα να γίνεται για το «κάτι» και το «κάτι-άλλο». Και γιατί αυτό; Επειδή το σχέδιο τού προλεταριάτου, το ενδόμυχό του είναι, δεν συνίσταται στο να αντικρούει τους ισχυρισμούς τής μπουρζουαζίας ή στο να πριονίζει τα πόδια της. Το σχέδιό του δεν είναι άλλο από τον κομμουνισμό. Συνίσταται δηλαδή στην κατάργηση κάθε τόπου όπου μπορεί να εγκατασταθεί κάτι παρόμοιο με το προλεταριάτο. Το πολιτικό σχέδιο τού προλεταριάτου είναι επομένως η εξαφάνιση τού χώρου τής τοποθέτησης των τάξεων. Συνίσταται, όσον αφορά το συγκεκριμένο ιστορικό «κάτι» [δηλ. όσον αφορά το προλεταριάτο], στην εξάλειψη κάθε εν γένει δείκτη τής τάξης.

Θα μου πείτε, και τι γίνεται με τον σοσιαλισμό, όπου, στην πραγματικότητα, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο βρίσκονται περισσότερο από ποτέ σε πόλεμο, πόλεμο που, μεταξύ άλλων μπορεί να λάβει και τη πρωτόγνωρη μορφή των λεγόμενων πολιτιστικών επαναστάσεων; Λοιπόν, ο σοσιαλισμός δεν υπάρχει. Είναι απλώς ένα όνομα που παραπέμπει σε ένα σκοτεινό και παράδοξο σύμπλεγμα νέων συνθηκών στις οποίες η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού καθίσταται κάπως ευκρινέστερη. Ο όρος «σοσιαλισμός» χαρακτηρίζει μια εμφανιζόμενη μετάλλαξη στον χώρο τοποθέτησης των τάξεων. Ο σοσιαλισμός είναι το P´ στη θέση τού P. Αν υπάρχει κάποιο σημαντικό στοιχείο στον Μαρξισμό, το οποίο ο 20ός αιώνας επιβεβαιώνει σχεδόν μέχρι αηδίας, αυτό είναι ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διογκώνουμε τη σημασία τού ζητήματος τού «σοσιαλισμού» και τής «οικοδόμησής» του. Το πραγματικό ερώτημα — ή καλύτερα το ακριβές ερώτημα — είναι ο κομμουνισμός. Αυτός είναι ο λόγος που ανέκαθεν η πολιτική επεκρέματο τού Κράτους, χωρίς να ανάγεται περιοριστικά σε αυτό. Όλα αυτά δεν μπορούν ποτέ να αναχθούν στη δυαδική φτώχεια τής αντίφασης μεταξύ των δύο όρων, τού προλεταριάτου και τής μπουρζουαζίας. Ο Μαρξισμός αρχίζει πέρα από αυτή την αντίφαση.

4

Ακολουθώντας, λοιπόν, τον Χέγκελ, θέτουμε τη σχάση \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{p}) , η οποία αντιπροσωπεύει το αποτέλεσμα τής πλήρως αποκρυμμένης συγκρουσιακής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στο Α και τον «διαμοιραστή» των θέσεων/τόπων με τους οποίους αυτό συνδέεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε τι που υπάρχει είναι συγχρόνως ο εαυτός του και ο εαυτός-του-σύμφωνα-με-τη-θέση του.

Ωστόσο ο Χέγκελ λέει ότι αυτό που καθορίζει τον εσχασμένο όρο, αυτό που του δίνει τη μοναδικότητα τής ύπαρξής του, δεν είναι βεβαίως το Α — ο έγκλειστος στον εαυτό του γενολογικός όρος, ο οποίος δεν επιδέχεται κανενός είδους διαλεκτικής — αλλά μάλλον το \mathrm{A_{p}} , δηλαδή το Α νοούμενο σύμφωνα με το αποτέλεσμα τής διαδικασίας δόμησης τού όλου εντός τού οποίου αυτό εγγράφεται.

Δείτε, για παράδειγμα, την εξής περίπτωση: αν η εργατική τάξη είναι διαιρεμένη στο εσωτερικό της — ακόμη και κατά τη διάρκεια των πλέον δραματικών επεισοδίων που σημαδεύουν τα μαζικά κινήματα — διαιρεμένη ανάμεσα στο προσάναμμα τής πραγματικής πολιτικής της ταυτότητας και τη λανθάνουσα διάβρωσή της από τις αστικές ή ιμπεριαλιστικές ιδέες και πρακτικές, τότε αυτό οφείλεται σίγουρα στην επίδραση τού παράγοντα εκείνου που εξακολουθεί να υπαγορεύει τη θέση τής εργατικής τάξης μέσα σε ένα (εθνικό ή παγκόσμιο) Όλο, το οποίο κυβερνάται από το κεφάλαιο και τις αυτοκρατορίες. Αυτός λοιπόν είναι ο παράγοντας που, στα πλαίσια τής πρακτικής ενότητας μιας εξέγερσης, θα συγκολλά μεταξύ τους δύο τόσο ασύμφωνους προσανατολισμούς εντός των κόλπων τής εργατικής τάξης και ο οποίος, στο πλαίσιο τής διαιρέσιμης επαφής τής εργατικής τάξης με το αντίθετό της, θα μετατρέπει την καθαρή ανάδυση τού εαυτού της σε μια διαδικασία εκκαθάρισης.[4]

Αυτό ισχύει ακόμα και στον σοσιαλισμό. Το 1967, σε όλα τα μεγάλα κινεζικά εργοστάσια, οπλισμένες φράξιες έρχονται μεταξύ τους σε σύγκρουση. Ο Μάο, λοιπόν, δηλώνει: «τίποτα το σημαντικό δεν διαιρεί την εργατική τάξη». Πρόκειται μήπως για μια διαπίστωση όσον αφορά την ύπαρξη ενός σταθερού και πάγιου τόπου; Όχι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια Οδηγία μάχης, που υποδεικνύει ότι το προλεταριάτο πρέπει να πρωτοστατήσει στην επανάσταση και ότι αυτός είναι ο ιστορικός προσανατολισμός τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητά του, με άλλα λόγια, η ίδια του η ύπαρξη (ως πολιτικό υποκείμενο).

Επομένως, το καθετί θα αυτοσχετίζεται απέχοντας από εκείνο που επέχει τη θέση τού εαυτού του.[5]

Άρα, αν έχουμε τη σχέση \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , τότε αυτή η σχέση θα καθορίζεται από την επίδραση που ασκείται στο A από τον χώρο P μέσω τής αντιστοίχισης ενός δείκτη. Θα γράψουμε έτσι: \mathrm{A}_{\mathit{\mathrm{p}}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , πράγμα που συνιστά μια πρώτη τυποποίηση τού προσδιορισμού τής σχάσης, ένα πρώτο αλγόριθμο για την ενότητα των αντιθέτων.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για αυτό το οποίο ο Χέγκελ αποκαλεί Bestimmung.

Ο προσδιορισμός [Bestimmung] θα διαιρείται, με τη σειρά του, από αυτό που ο ίδιος ενοποιεί. Ένα από τα ισχυρά σημεία τής διαλεκτικής είναι η κατανόηση τού τρόπου με τον οποίο το «Ένα» τής ενότητας των αντιθέτων θεμελιώνει, μέσα στο ίδιο του το είναι, την εναντιότητα.

Ας αρχίσουμε δίνοντας το εξής παράδειγμα: στη συγκεκριμένη ιστορική της έκφανση, η εργατική τάξη θα είναι πάντοτε η αντιφατική ενότητα τού εαυτού της ως προλεταριάτου και τής κάθε φορά συγκεκριμένης αστικής αναστροφής της (—που, σήμερα, αντιπροσωπεύεται από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό, από το ΚΚΓ, από τα συνδικάτα, καθώς και από οτιδήποτε άλλο οργανώνει την προσχώρηση τής εργατικής τάξης στην ιμπεριαλιστική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και τής υιοθέτησης τής ιδέας τής διαχείρισης τής κοινωνίας αυτής προς άμεσο όφελος και για λογαριασμό τής εργατικής αριστοκρατίας, πράγμα που δικαιολογείται εν μέρει από το φαινόμενο τού κρατικο-γραφειοκρατικού καπιταλισμού). Η εν λόγω ενότητα των αντιθέτων θα προσδιορίζεται (υπό την έννοια τού εγελιανού Bestimmung) από τον εν γένει αστικό χώρο, που θα αποτελεί συγχρόνως το πεδίο τής πιθανής συγκρότησης τής ενότητας τού πολιτικά ενεργού, μαρξιστικού προλεταριάτου αλλά και τής εργατικής τάξης ως Τόπου τής νέας κρατικο-γραφειοκρατικής μπουρζουαζίας (τού ρεβιζιονισμού). Επομένως θα έχουμε: Α = “εργατική τάξη” και P = “σύγχρονη ιμπεριαλιστική κοινωνία”. Αυτό μας δίνει τη σχέση \mathrm{A}_{\mathrm{p}}= “μοντέρνος ρεβιζιονισμός” και τον αλγόριθμο \mathrm{A}\shortrightarrow\mathrm{A}_{\mathrm{p}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , ο οποίος δηλώνει ότι το στοιχείο που προσδιορίζει σήμερα τη διαλεκτική ενεργό πραγματικότητά τού προλεταριάτου είναι το εσωτερικό του διαζύγιο από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό.

Αλλά τι σημαίνει εδώ «προσδιορισμός»; Δύο πράγματα:

— Αφενός μεν ότι ο μαχητικός μαρξιστικός πυρήνας τής εργατικής τάξης προσδιορίζεται από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία. Πρόκειται για διαλεκτικό προσδιορισμό με την αυστηρή έννοια τού όρου, πράγμα που μπορεί να γραφτεί ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) .

— Αφετέρου δε ότι, σε τελική ανάλυση, ο ρεβιζιονισμός αποτελεί, ολοένα και περισσότερο, τη συγκεκριμένη, ομοιογενή και προσαρμοσμένη στην εργατική τάξη μορφή τού γενικού αστικού και ιμπεριαλιστικού χώρου P. Στον αγώνα αυτοκάθαρσής του από το άγος τού ρεβιζιονισμού, το προλεταριάτο ξεμπροστιάζει (—αυτή είναι η αρμόζουσα διατύπωση) το μέρος τού εαυτού του που εμπλέκεται με τον ρεβιζιονισμό, αντιμετωπίζοντάς το πλέον ως αναπόσπαστο μέρος τού εξωτερικού ανταγωνιστικού όρου, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά η ιμπεριαλιστική κοινωνία τής οποίας το ΚΚΓ, τα συνδικάτα κ.ο.κ. είναι οι σύγχρονοι, ενεργοί και δυναμικοί φορείς. Επομένως, ο προσδιορισμός θα επανασυσπειρώνει — θα επαναλαμβάνει — απλώς και μόνο τον χώρο τής τοποθέτησης, τη γενική ετερότητα P, όπου το p θα είναι δείκτης για το Α. Αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A_{p}})=\mathbf{P} , πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει τρόπον τινά τον νεκρό κλάδο τής διαλεκτικής διαδικασίας, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο προσδιορισμός τής σχάσης, δηλ. \mathrm{A}[=](\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , προέρχεται από το γεγονός ότι το Α εξ-ίσταται[6] αποκλειστικά και μόνο εντός τού τόπου P. Πρόκειται λοιπόν για το αδρανές διαιρετό τμήμα τού συνολικού προσδιορισμού, ενώ το άλλο κομμάτι του (που σημειώνεται ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A})) θα αντιπροσωπεύει, για το A, τον ενδόμυχο πυρήνα τού προσδιορισμού. Μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο προσδιορισμός οποιουδήποτε εσχασμένου υπαρκτού είναι επιμεριστικός:

diagram_b

Μιλάει άραγε ο Χέγκελ για αυτούς τους νεκρούς κλάδους τής διαλεκτικής διαδικασίας; Βεβαίως. Τις αποκαλεί μάλιστα «υποτροπές» (Rückfalle). Είναι η σκιά που ρίχνει ο τόπος στην καθαρή υποβλητική του διάσταση, ενώ ο προσδιορισμός θα αντιπροσωπεύει το καινοφανές στοιχείο.

Σε αυτό λοιπόν το στάδιο, έχουμε πλέον στη διάθεσή μας τις εξής σπουδαίες διαλεκτικές έννοιες, οι οποίες μάλιστα έχουν απόλυτα γενική οντολογική εφαρμογή:

α) τη διαφορά τού πράγματος από τον εαυτό του, Α και \mathrm{A}_{\mathrm{p}} , η οποία θα κυριαρχείται από την αντίφαση που υφίσταται μεταξύ τής δύναμης Α και τού χώρου τής τοποθέτησης P, η δεικτική περίπτωση[7] τού οποίου [χώρου], όσον αφορά το A, θα αντιπροσωπεύεται από το \mathrm{A}_{\mathrm{p}} . Το ουσιαστικό σημείο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι είναι η αντίφαση που κυριαρχεί επί τής διαφοράς, και όχι το αντίστροφο.

β) τη σχάση ως τη μόνη μορφή ύπαρξης κάθε εν γένει πράγματος: \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) .

γ) τον προσδιορισμό ως ενότητα τής σχάσης, που μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά και μόνο με βάση τον δεικτοδοτημένο όρο (και όχι με βάση τον καθαρό όρο): \mathrm{A}_{\mathrm{p}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) .

δ) τη σχάση τού προσδιορισμού που θα λαμβάνει τις ακόλουθες μορφές, ανάλογα με τον όρο στον οποίο εφαρμόζεται ο προσδιορισμός:

– προσδιορισμός τού νέου, \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) ·

– υποτροπή: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A_{p}})=\mathbf{P} .

Η ουσία τής υποτροπής έγκειται στον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. στον τόπο P.

Ορολογική παρατήρηση: αν επιλέξουμε να αντιδιαστείλουμε την έννοια τής «δύναμης» από αυτήν τής «θέσης» (—επιλογή που προκρίνεται στο παρόν κείμενο), θα ενδείκνυται, εν πάση περιπτώσει, η χρήση τού όρου «χώρος τής τοποθέτησης», προκειμένου να δηλωθεί η δράση τής δομής· προτιμότερο όμως θα ήταν να εισάγουμε τον νεολογισμό «χώρο-θέσης» [=«χώρος τής τοποθέτησης»]. —Αν, αντιθέτως, χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τόπο», που παραπέμπει περισσότερο στον Μαλαρμέ, τότε θα χρειαστεί να κάνουμε λόγο, χρησιμοποιώντας το ιδίωμα τού Λακάν, για «τοποτηρητεία» αντί για «θέση». Τότε όμως θα ήταν παράταιρο να χρησιμοποιηθεί ο όρος «δύναμη» για τον χαρακτηρισμό τής α-δομικής τοπολογικής, οπότε προτιμότερο θα ήταν να αντικατασταθεί ο όρος «δύναμη» με τον όρο «έκτοπο».

Στη γεμάτη πριονίδια αρένα τής κατηγοριακής πάλης, η διαλεκτική θα είναι το έκτοπο έναντι τού τόπου.

5

Η υποτροπή θα είναι το αδρανές αρνητικό τού αυστηρού προσδιορισμού [δηλ. τού \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) ], μόνον εάν ο αυστηρός προσδιορισμός θα ενσωματώνει μια ειδική αντίσταση τού όρου Α, υπό την έννοια ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν θα επιτρέπει τον εξαντλητικό του προσδιορισμό από την δεικτική του εξειδίκευση \mathrm{A_{p}} . Διαφορετικά, το \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) θα καταποντίζεται στο \mathrm{A_{p}} . Με άλλα λόγια, θα έχουν εκδηλωθεί μόνον υποτροπές. Αυτή είναι η αρχή τού στρουκτουραλισμού σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις του.

Αλλά ούτε εγώ ούτε ο Χέγκελ είμαστε στρουκτουραλιστές. Για παράδειγμα, εγώ πιστεύω ότι, στην ειδική μορφή τού ανταγωνιστικού του προσδιορισμού από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία, το προλεταριάτο εμφανίζεται ως μια λαμπρή θετική καινοφάνεια, με τη μορφή μάλιστα ενός ολοκληρωτικά μετασχηματισμένου μαρξισμού (μαοϊσμός). Αυτό συνέβη, δειλά, στη διάρκεια τού Μάη ’68 στην Γαλλία, και, με μεγάλο ντόρο, τον Ιανουάριο 1967 στην Κίνα. Η προσιδιάζουσα στο Α εσωτερικότητα έρχεται έτσι να προσδιορίσει τον προσδιορισμό: στην Πολιτιστική Επανάσταση είναι ο εξεγερμένος λαός που, σε τελική ανάλυση, προσδιορίζει τη νέα γραφειοκρατική μπουρζουαζία, η οποία, όπως επισημάνθηκε, αντιπροσωπεύει τον ολικό προσδιορισμό τού ίδιου τού επαναστατικού ανταγωνισμού. Με την επιφύλαξη τής περίπτωσης που το νεοφανές τής διαλεκτικής διαδικασίας θα ακυρωθεί μέσω τής καθαρής υποτροπής του στον P (τον τόπο ή τον χώρο τής τοποθέτησης), είναι επομένως απαραίτητο να θέσουμε και τον προσδιορισμό τού προσδιορισμού, δηλαδή: \mathbf{A}(\mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A})) .

Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαδικασία στρέψης, μέσω τής οποίας η δύναμη [εργατική τάξη] επανεφαρµόζεται σε αυτό [ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία] από το οποίο έλκει την εναντιωματική της ύπαρξη.

Με τη σειρά του, ο προσδιορισμός τού προσδιορισμού θα διαιρείται κατά τρόπο επιμεριστικό, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο προσδιορισμός. [βλ. διάγραμμα]

Μπορεί έτσι να πρόκειται για μια απλή επανεπιβεβαίωση τής καθαρής ταυτότητας τού Α: \mathbf{A(A)} , δηλαδή, για μια καθαρή ανάδυση τού εαυτού του, σε εναντίωση με (αλλά έξω από) τον προσδιορισμό, — και μάλιστα κατ’ αυστηρό παραλληλισμό με τη διαδικασία υποτροπής στο P [βλ. διάγραμμα, β΄ κλάδο]. Στην περίπτωση αυτή θα υπάγεται, για παράδειγμα, μια εξέγερση χωρίς μέλλον, όπου το μαχητικό τμήμα τής [γαλλικής] εργατικής τάξης θα ερχόταν αντιμέτωπο με τη νέα μπουρζουαζία τού ΚΚΓ και των συνδικάτων αποκλειστικά και μόνο εν’ ονόματι τής χαμένης τους καθαρότητας και, επομένως, με μόνο επίδικο ζήτημα την «προδοσία» τού ΚΚΓ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται κατανοητή η εσωτερική ιδιομορφία τού συγκεκριμένου νεοαστικού φαινομένου [τής «προδοσίας τού ΚΚΓ»]. Κάτι τέτοιο συνέβη, σε μεγάλο βαθμό, τον Μάη τού ’68, οδηγώντας αρκετούς να ονειρεύονται είτε ένα «ανακαινισμένο» ΚΚΓ, είτε μια νέα κεκαθαρμένη εργατική τάξη στα πρότυπα των μεγάλων προγόνων της τού 19ου αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ενδόμυχη δύναμη τού Α θα επανασυσπειρώνεται με σκοπό να συμμετάσχει στην ψευδαισθητική αναπαράσταση τού δράματος τού αυτοεγκλεισμού της και τής παρεπόμενης αδυναμίας της να επωμιστεί τον προσδιορισμό.

Επομένως, θα υπάρχει η παρέκκλιση «στα δεξιά», η οποία παρεκτείνει την αντικειμενική βαρβαρότητα τού τόπου P, αναιρώντας τη δυνατότητα ύπαρξης τού νέου που ενυπάρχει στο παλιό. Αλλά θα υπάρχει και η αναπόφευκτη παρέκκλιση «στα αριστερά», η οποία θα διεκδικεί την πρωταρχική, αυθεντική καθαρότητα τής δύναμης, καθώς θα αρνείται, τρόπο τινά, να αναγνωρίσει το παλιό που ενυπάρχει στο νέο, δηλαδή, τον προσδιορισμό. Τα σχήματα για αυτές τις δύο παρεκκλίσεις είναι \mathbf{A_{p}(A_{p})=P} , και \mathbf{A(A)=A} .

Αλλά εάν το ζητούμενο δεν είναι αυτή η επανεδραίωση των ουσιωδών [απ]αρχών, τότε επίδικο δεν μπορεί παρά να είναι η αποτελεσματική διαδικασία περιορισμού τού προσδιορισμού, η επενέργεια τής δύναμης πάνω στον τόπο, η διαφορική απόκλιση τού Α, που, επιστρέφοντας στον προσδιορισμό του, επιχειρεί να περιορίσει το πεδίο τής δεσμευτικής εφαρμογής τού προσδιορισμού. Θα πρόκειται, λοιπόν, για το \mathbf{A(A_{p})} , για την άμεση, περιοριστική εφαρμογή τής δράσης τού Α πάνω στον προσδιορισμό που το συγκροτεί.

Καθετί που ανήκει σε έναν τόπο επιστρέφει σε εκείνο το μέρος τού εαυτού του που προσδιορίζεται από τον τόπο, προκειμένου να μετατοπίσει τη θέση του, να προσδιορίσει τον προσδιορισμό του και να διασχίσει το όριό του.

Αυτή την αντι-διαδικασία ο Χέγκελ τη βαφτίζει «όριο» (Grenze), όρος που πρέπει να γίνει κατανοητός με τον ίδιο τρόπο όπως και η φράση «περιορισμός τού αστικού δικαίου» — που δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη μείωση τού χάσματος μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας κ.ο.κ. Το όριο και ο φραγμός αποτελούν την ουσία τής εργασίας τού θετικού.

Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στο βαθμό που περιέχεται σε αυτό.

Αυτός είναι ο λόγος που ο «ολοκληρωτισμός» δεν υπάρχει. Είναι απλώς μια δομική σχηματοποίηση χωρίς κανένα ιστορικό έρμα. Πρόκειται ουσιαστικά για την ιδέα ότι σε αυτό τον κόσμο υπάρχουν μονάχα η δεσμευτική δεξιά υποτροπή και ο ανίσχυρος αυτοκτονικός αριστερισμός. Είναι η διπλοβάρδια τού \mathrm{A_{p}(A_{p})} και τού \mathrm{A(A)} , δηλαδή, τού P και τού Α στην αδρανή τους εξωτερικότητα.

Το Κράτος και η πλέμπα.

Αλλά οι πραγματικοί όροι κάθε ιστορικής ζωής αντιπροσωπεύονται μάλλον από το \mathbf{A_{p}(A)} , δηλ. τον προσδιορισμό, και από το \mathbf{A(A_{p})} , το όριο· όροι μέσω των οποίων, από τη μια μεριά, το Όλο θα καταφάσκει τον εαυτό του χωρίς να ολοκληρώνεται και, από την άλλη, το στοιχείο θα εμπεριέχεται σ’ αυτό [το όλο], χωρίς να αυτοκαταργείται.


[1] [δηλ. το παράδοξο πώς το «ένα» ως ένα μπορεί να υπερισχύει τού απείρου-πολλαπλού]
[2] η δημιουργία τού κόσμου]
[3] [στρέψης]
[4] [ασύμφωνους προσανατολισμούς-δρόμους: αναφέρεται στους δύο δρόμους τού Μάο, τον αντιδραστικό και τον «άλλο» δρόμο.]
[5] [ή «Το καθετί αυτοσχετίζεται διαφέροντας από τον εαυτό του εξαιτίας τού τόπου όπου βρίσκεται»]
[6] [ex-siste: αποχωρίζεται από τον εαυτό του, διαιρούμενο και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά ύπαρξη]
[7] [ή δεικτική εξειδίκευση]

 

Ετικέτες:

«Εμμένειες»—A.Badiou

 

[Τον περασμένο χρόνο ασχοληθήκαμε με την τεκμηρίωση των εξής πέντε σημείων]:

1) Η φράση «εμμένεια των αληθειών» σημαίνει, αφενός, ότι οι αλήθειες δεν έχουν υπερβατικό χαρακτήρα, καθώς αυτές αποτελούν δομήματα εντός συγκεκριμένων κόσμων, και, αφετέρου, ότι, όσον αφορά την απάντηση στο κατ’ εξοχήν, αν όχι το μόνο, ουσιώδες φιλοσοφικό ερώτημα («τι σημαίνει να ζει κανείς;»), εκείνο που προέχει είναι διαμορφώσουμε συνολική αντίληψη για έναν συγκεκριμένο κόσμο υπό το πρίσμα μιας διαδικασίας αλήθειας, είτε αυτή είναι πολιτική, είτε επιστημονική, είτε καλλιτεχνική ή, τέλος, ερωτική.

2) Συνεπώς, η κατηγορηματική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι άλλη από τη συμμετοχή στη σύνθεση ενός υποκειμένου εμμενούς σε μια διαδικασία αλήθειας, η οποία με τη σειρά της είναι εμμενής σε έναν συγκεκριμένο κόσμο.

3) Η αληθινή ζωή έχει, λοιπόν, τον χαρακτήρα διττής εμμένειας. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η ζωή αυτή διασταυρώνεται με μια μορφή αιωνιότητας που όχι μόνο δεν βρίσκεται εκτός χρόνου, αλλά αντιθέτως συνιστά βαθύτατο ρήγμα στον ίδιο τον χρόνο, σύμφωνα με τη διατύπωση τού Σπινόζα «αἰσθανόμεθα και ἐννοοῦμεν ὃτι εἴμεθα αἰώνιοι».

4) Είδαμε ότι το βασικότερο πρόσκομμα στην πορεία αυτή, ο πυρήνας των πρακτικών καταπίεσης, που μας υποχρεώνουν να αγνοήσουμε την απάντηση στο ερώτημα «τι σημαίνει να ζει κανείς;», είναι η πολυειδής ιδεολογία περί τού πεπερασμένου τής ζωής, κάτι που δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη, δεδομένου τού ότι κάθε διαδικασία αλήθειας είναι δυνητικά άπειρη.

5) Ασχοληθήκαμε επίσης με τις πολυδαίδαλες μορφές που λαμβάνει το ζεύγος πεπερασμένο-άπειρο, αξιοποιώντας στοιχεία των μαθηματικών και τις ενορατικές συλλήψεις ορισμένων ποιητών.

[Εν είδει ανακεφαλαίωσης]

Το πρώτο σημείο αναφέρεται στο ότι η «εμμένεια» είναι ένας όρος με διττή σημασία. Το «αντικειμενικό» περιεχόμενο τού όρου έγκειται στο γεγονός ότι οι αλήθειες, εφόσον βεβαίως γίνει δεκτό ότι είναι κατασκευάσιμες και όχι αδημιούργητες, είναι πάντοτε εμμενείς σε έναν καθορισμένο κόσμο. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μια αντιθεολογική θέση. Οι αλήθειες δεν ενδιαιτώνται σε έναν άλλο, υπεραισθητό κόσμο ή στο ενδότερο Είναι μιας θεότητας. Η παραγωγή, κατασκευή και η εξαγωγή των αληθειών από τις πρώτες ύλες ενός συγκεκριμένου κόσμου είναι αποτέλεσμα επίπονης και επίμονης προσπάθειας. Ως προϊόντα μάλιστα ενός συγκεκριμένου κόσμου, τα υλικά τής καθολικότητας χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητα. Από την άλλη όμως πλευρά η εμμένεια έχει και μια «υποκειμενική» διάσταση, καθώς αποτελεί τον ιδιάζοντα τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο ζώο (ατομικά ή συλλογικά) δύναται να συμμετάσχει στην κατασκευή, την αναβίωση ή τη μετάδοση μιας αλήθειας (εξού και η διατύπωση που χρησιμοποίησα στο παρελθόν ότι δηλαδή το ζήτημα των αληθειών πρέπει να αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα τής διττής εμμένειας). Υπάρχει, πράγματι, μια μακρά φιλοσοφική παράδοση όσον αφορά τη διχοτόμηση τού όρου «εμμένεια», όπως άλλωστε και μια αντίστοιχη μαθηματική τυποποίηση. Ο Σπινόζα ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που εξέλαβε ως δεδομένη την εμμένεια τού Θεού. Πιο συγκεκριμένα, προϋποθέτει την ενότητα ή μάλλον τη μονοσημαντότητα [univocité] τού όντος που αποκαλεί «Θεό», και τού οποίου το άλλο όνομα είναι «Ουσία». Ο Σπινόζα προτείνει μια θεωρία απόλυτης εμμένειας, υποστηρίζοντας ότι κάθε τι που υπάρχει είναι εμμενές στην Ουσία. Υπάρχουν ωστόσο δύο διακριτοί τρόποι εμμένειας στην Ουσία: τα κατηγορήματα [attributa] και οι τρόποι [modi]. Τα κατηγορήματα είναι οι τρόποι συνολικής έκφρασης τής Ουσίας (να υπενθυμίσω εδώ ότι ο Ντελέζ έγραψε μερικές ωραίες σελίδες για τη θεωρία τής έκφρασης στον Σπινόζα). Στα κατηγορήματα αποτυπώνεται η σχέση τής πλήρους εμμένειας, καθόσον σε αυτά εκφράζεται το σύνολο τής Ουσίας. Ως συνέπεια, όμως, τής ένδειας τής ανθρώπινης ύπαρξης, η γνώση μας περιορίζεται σε δύο μόνο κατηγορήματα: την έκταση και την σκέψη. Η σκέψη είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η Ουσία παίρνοντας τη μορφή τής ιδέας, ενώ η έκταση είναι η αισθητή μορφή έκφρασης τής Ουσίας. Η Ουσία αποτελείται, ωστόσο, από άπειρα κατηγορήματα και αυτό γιατί η έκφρασή της με έναν πεπερασμένο αριθμό τρόπων (για παράδειγμα, με δύο) θα αποτελούσε λογικά ανεπίτρεπτο εγγενή περιορισμό της. Ως εκ τούτου, η εκφραστική απειρότητα τής Ουσίας υπερβαίνει την πεπερασμένη ανθρώπινη σκέψη. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος μες στην ένδειά του δεν γνωρίζει παρά δύο (;) κατηγορήματα θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως μείζον φιλοσοφικό αίνιγμα. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος [modus] βρίσκεται εντός ενός συγκεκριμένου κατηγορήματος, τού οποίου μάλιστα αποτελεί τροποποίηση. Πρόκειται για ένα καθορισμένο αντικείμενο, που μπορεί να είναι είτε σώμα είτε ιδέα και το οποίο είναι απόλυτα αναγνωρίσιμο ως ιδιαίτερη ύπαρξη. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πεπερασμένη διάσταση ή μορφή τής απειρότητας ενός κατηγορήματος. Έτσι, ως παράδειγμα, το κατηγόρημα τής έκτασης εκφράζει απειροτρόπως το σύνολο των τροποποιήσεων ή μεταβολών τής Ουσίας και εμπεριέχει όλα τα σώματα κατά το μέτρο που αυτά αποτελούν μέσα τής εκφραστικότητας αυτής. Όπως βλέπετε, το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε τρόπος έχει έναν χαρακτήρα διττής εμμένειας: ο τρόπος είναι εμμενής αφενός καθόσον ανήκει σε ένα συγκεκριμένο κατηγόρημα, αφετέρου δε διότι το κατηγόρημα αυτό εκφράζει εμμενώς την ολότητα τής Ουσίας. Η πρώτη μορφή εμμένειας είναι «στοιχειώδης», ενώ η δεύτερη «εκφραστική». Το ότι τα κατηγορήματα (έκταση και σκέψη) εκφράζουν την αυτή Ουσία επισημαίνεται από το γεγονός ότι οι νόμοι τής σειριακής σύνδεσης των σωμάτων ταυτίζονται με τους νόμους τής σειριακής σύνδεσης των ιδεών (δόγμα περί παραλληλισμού). Αλλά και αντιστρόφως, η εμμενής τους σχέση με τα κατηγορήματα δηλώνει το γεγονός ότι, όσο κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, τα σώματα και οι ιδέες, εν τέλει, εκφράζουν εξίσου την ίδια Ουσία.

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 16/07/2013 σε Φιλοσοφία

 

Ετικέτες:

«μὴ φῦναι»—A.Badiou

nadbits2

Στον Λακάν υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίληψη όσον αφορά τη μόνιμη απειλή που βαραίνει τη διαδικασία απειροποίησης για την οποία είναι δυνητικά ικανός ο λόγος (στο πεδίο τής δημιουργίας, τής σκέψης, ή ακόμη και τής ίδιας τής ψυχανάλυσης). Όπως είχε ήδη επισημάνει στο πρώτο του σεμινάριο, η δημιουργία ενός νέου χώρου για το θάρρος και τη δικαιοσύνη τελεί υπό την χαρακτηριστική απειλή τής προδοσίας. Ο Λακάν θεωρεί πάντα ότι το στοιχείο που εμποδίζει τη διαδικασία υποκειμενοποίησης τού ατόμου υπάγεται στην τάξη τής προδοσίας: — είτε γιατί κανείς προδίδει (αθετεί τις δεσμεύσεις του), είτε γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την προδοσία σε βάρος του, με την έννοια ότι η αβάσταχτη δοκιμασία τής προδοσίας οδηγεί στην απιστία προς την προσίδια υποκειμενοποίησή του. Ορίζουμε την καθαυτή έννοια τής προδοσίας ως την υποκειμενικότητα τής απάρνησης τού απείρου χάριν των προσδοκιών και αξιώσεων τού πεπερασμένου. Ο Λακάν ονομάζει την ατομική αυτή έφεση «υπηρεσία των αγαθών». Και πιστεύω ότι έχει απόλυτα δίκιο όταν λέει ότι το κίνητρο τής προδοσίας είναι πάντα η υπηρεσία των αγαθών: η απόκτηση κάποιων προνομίων, η εξασφάλιση πρόσβασης στην εξουσία ή ακόμη και η απλή επιβίωση. Σύμφωνα επομένως με τον Λακάν, ήρωας είναι εκείνος που αρνείται να υποχωρήσει, ακόμη και όταν έχει προδοθεί. Γιατί αυτή είναι η αληθινή απόδειξη και δοκιμασία τής άπειρης υποκειμενικότητας απέναντι στην υπηρεσία των αγαθών. «Ο εξωτερικός περιορισμός που κρατάει τον άνθρωπο δέσμιο στην υπηρεσία των αγαθών είναι η επιταγή “πρώτα ζήσε” και, όπως μας διαβεβαιώνουν, το καθοριστικό κίνητρο είναι ο φόβος. Ωστόσο, αντιλαμβάνεστε πόσο επιδερμική είναι, εν προκειμένω, η επίδραση τού φόβου. Μεταξύ των δύο,[i] αναπτύσσεται για τον κοινό άνθρωπο η διαδικασία τής ενοχής ως αντανάκλαση τού μίσους που τρέφει για τον Δημιουργό του — όπως κι αν λέγεται αυτός — επειδή ακριβώς τον έπλασε ενδεή και αδύναμο. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, ο άνθρωπος παραμένει δημιουργιστής. Για τον ήρωα, όλα αυτά είναι καθαρές ανοησίες […]. [Και συνεχίζει αναφερόμενος στον Οιδίποδα:] Η είσοδός του στη ζώνη αυτή [τού ηρωισμού] συντελείται με την απάρνηση των αγαθών και τής εξουσίας και σε αυτό φαίνεται να συνίσταται η τιμωρία του. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν [ο Οιδίπους] αποχωρίζεται από τον κόσμο μέσω τής πράξης τής τύφλωσης είναι επειδή συνειδητοποιεί ότι πρόσβαση στην αλήθεια μπορεί να έχει μόνο ο δραπέτης των φαινομένων. Και αυτό ήταν κάτι που οι αρχαίοι το γνώριζαν: ο μεγάλος Όμηρος ήταν τυφλός, όπως άλλωστε και ο Τειρεσίας.»[16] Η απειροποίηση ως διαδικασία υποκειμενικής ενσωμάτωσης δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μια δόση ηρωισμού. Γι’ αυτό, άλλωστε, μοιάζει να είναι ιδιαίτερα ανάρμοστη στον κόσμο μας, που βλέπει με απέχθεια τους ήρωες. Τι σημαίνει όμως να μπορεί κανείς να υποφέρει τη δοκιμασία τής προδοσίας που συνδέεται με το επικρατούν καθεστώς τής υπηρεσίας των αγαθών; Ο ηρωισμός δεν συνίσταται στην αντίσταση στον «πειρασμό» (με την αγοραία έννοια τού όρου) τής υπηρεσίας των αγαθών, αλλά στην ικανότητα να υπομένει κανείς την προδοσία τού άλλου, τής οποίας μόνο κίνητρο είναι η επιστροφή στην υπηρεσία των αγαθών. Επομένως, ο αληθινός ηρωισμός συνίσταται στην μη απάρνηση, ακόμη και τότε όταν οι άλλοι αποστατούν. Ήρωας είναι εκείνος τού οποίου η επιθυμία μπορεί να υποφέρει την προδοσία αυτή. Αντιδιαστέλλοντας τον κοινό άνθρωπο με τον ήρωα, ο Λακάν δεν εκλαμβάνει ως δεδομένη την ύπαρξη δύο ουσιωδώς διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών: όλοι μας ως κοινοί άνθρωποι είμαστε επιρρεπείς στον συνήθη πειρασμό τής υπηρεσίας των αγαθών. Στο επόμενο μάλιστα σεμινάριο θα επισημάνει τα εξής: «Την περασμένη φορά αντιδιέστειλα τον κοινό άνθρωπο προς τον ήρωα και κάποιος από εσάς το θεώρησε προσβολή. Δεν τους διεχώρισα ως δύο διαφορετικά ανθρώπινα είδη. Το ηρωικό μονοπάτι έχει χαραχθεί για κάθε έναν από εμάς και όποιος το διαβαίνει, το διαβαίνει ως κοινός άνθρωπος.»[17] Σε κάθε άτομο υπάρχει χαραγμένος ο δρόμος για να γίνει το υποκείμενο που επιθυμεί και όποιος ακολουθεί το δρόμο αυτό τον ακολουθεί ως απλό άτομο. Και προσθέτει εν είδει συμπεράσματος: «1° Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι κανείς ένοχος είναι το να έχει κάνει ένα βήμα πίσω ως προς την επιθυμία του.Όσον αφορά τον ορισμό τού ήρωα: ήρωας είναι εκείνος που μπορεί να προδοθεί ατιμωρητί.Αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι που μπορεί να καταφέρει ο καθένας. Και η διαφορά ανάμεσα στον ήρωα και τον κοινό άνθρωπο, πολύ πιο μυστηριώδης απ’ όσο νομίζουμε, συνίσταται ακριβώς σ’ αυτό: για τον κοινό άνθρωπο, η προδοσία, που επέρχεται σχεδόν νομοτελειακά, οδηγεί στον εξοβελισμό και την οριστική του επιστροφή στην υπηρεσία των αγαθών, υπό τον όρο όμως ότι στο εξής ποτέ δεν θα ξαναβρεί εκεί τον προσανατολισμό του».[18] Ο Λακάν εδώ διευκρινίζει ότι η διαφορά ανάμεσα στον κοινό άνθρωπο και τον ήρωα, ανάμεσα στο άτομο και το υποκείμενο, εντοπίζεται στην καρτερία απέναντι στην προδοσία. Η μοίρα εκείνου που δεν μπορεί να υπομείνει την προδοσία είναι να επιστρέψει ως απόβλητος στην υπηρεσία των αγαθών, όπου θα περιφέρεται στο εξής χωρίς ουσιαστικό προορισμό, καθώς δεν θα μπορεί να βρει κάποιο σημείο προσανατολισμού. Και αυτό γιατί, έχοντας γευτεί την εμπειρία τού απείρου, μπορεί βέβαια κανείς να επιλέξει την οδό τής αποστασίας, αλλά η επιλογή αυτή δεν θα του επιτρέψει την επάνοδο στην προηγούμενη κατάσταση, καθώς η επιστροφή στην υπηρεσία των αγαθών θα σημάνει και τον οριστικό του αποπροσανατολισμό. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ατιμωρητί την ευκαιρία τής αλήθειας. (22/05/13)


[i] «αγάπης και μίσους»

[16] J. Lacan, Le Séminaire livre VII (« L’éthique de la psychanalyse ») σελ. 357 (αγγλ. μετάφραση, σελ.308-09).
[17] Ibid. σελ. 368 (αγγλ. μετάφραση, σελ.319).
[18] Ibid. σελ. 370 (αγγλ. μετάφραση, σελ.321).

 
 

Ετικέτες:

A.Badiou—«Prose pour des Esseintes»

Prose pour des Esseintes

[…]

 Στη βάση αυτών θα διαπιστώσουμε ότι δεν περιοριζόμαστε κατ’ ανάγκην στο πεπερασμένο και ότι κάθε στιγμή τής «αληθινής ζωής» αποδεικνύεται να είναι μια μορφή απειροποίησης. Η διαδικασία ενσωμάτωσης σε μια αλήθεια συνίσταται από στιγμές απειροποίησης, από υπαρξιακές διαστολές, στιγμές, όπου κατά κάποιο τρόπο η ύπαρξη υπερβαίνει τον εαυτό της. Ο Αριστοτέλης συνόψισε το τέλος τής ηθικής στη φράση «χρὴ ἀθανατίζειν». Για τους Έλληνες, η ζωή εν αθανασία δεν ταυτιζόταν με τη μετά θάνατον ζωή, αλλά με την ανακάλυψη τής ικανότητας τού διάγειν τον βίον ως θεοί. Εν προκειμένω, ο «αθάνατος» θεός δεν είναι μια ύπαρξη που έχει αποσυρθεί σε μια άφατη υπερβατικότητα, αλλά κάποιος όμοιός μας (κάποιος που μοιράζεται τα πάθη μας) — με τη διαφορά ότι είναι «αθάνατος». Ωστόσο, οι Έλληνες — και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν μονοθεϊστές — αποστρέφονταν την ιδέα τής καθαυτό ύπαρξης τού άπειρου-είναι, θεωρώντας ότι το πεπερασμένο συνιστά απόλυτο νόμο τού είναι. Καθώς δεν διέθεταν την διαλεκτική έννοια τού απείρου, προσανατολίστηκαν στην αναζήτηση τής αθανασίας ως αρχετυπικής μορφής τής ζωντανής ύπαρξης που έχει προικιστεί με τη δυνατότητα αυθυπέρβασης, τ.έ. στην αναζήτηση τού αρχετύπου των εγγενών δυνατοτήτων υπέρβασης των ορίων της. Το «αθάνατο-είναι» θα πρέπει εδώ να γίνεται αντιληπτό ως μεταφορά μυθολογικού χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι, εν τη απουσία κατάλληλης έννοιας, οι Έλληνες προσέφευγαν κατά γενικό κανόνα στον μύθο· οι ελληνικοί θεοί πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν ως απεικόνιση τού ελλείποντος απείρου. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η εμφάνιση τού απείρου σήμανε την εξαφάνιση των αθανάτων — με την παράπλευρη απώλεια ότι κανείς πλέον δεν είχε επίγνωση τού νοήματος τής ζωής εν αθανασία. Στο εξής, η αθανασία, ως υπόσχεση τού επέκεινα τής ζωής, θα τελεί υπό την εγγύηση ενός υπερβατικού απείρου. Ως εκ τούτου, η εμφάνιση τής εμμενούς (τής μη θεολογικής) έννοιας τού απείρου θα συνοδευτεί από την επανανάδυση ενός τρόπο τινά παγανιστικού στοιχείου, καθόσον η εν λόγω έννοια συνίσταται στον επαναπροσανατολισμό και επαναδιάταξη τής δυνατότητας τής ίδιας τής ανθρώπινης ζωής προς την κατεύθυνση τής δυνητικής τής απειρότητας. Από αυτή την άποψη, ο ιστορικός προσδιορισμός τής εποχής μας (ως «νεωτερικής») έγκειται ακριβώς στο έργο τού εμμενούς απείρου. Άλλωστε, η εποχή αυτή αρχίζει με την κριτική των μονοθεϊσμών κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, με τον εγκαινισμό τού θανάτου τού Θεού, με το λυκόφως του. Ωστόσο, το λυκόφως των θεών είχε ήδη συντελεστεί: η αντικατάστασή τους από τον έναν Θεό προϋπέθετε ακριβώς την επέλευση τού θανάτου τους.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

«Κοινό πρόγραμμα» [泛希社運] —A.Badiou

泛希社運

Ο ρεβιζιονιστικός κινηματογράφοςA.Badiou
Για έναν συνθετικό απολογισμό παλιών — και μελλοντικών — ταινιών, όπως το «1900» [Μπ. Μπερτολούτσι], «Η Κόκκινη Αφίσα» [Φ. Κασαντί], «Μαντό» [Κ. Σοτέ], «Ο Θίασος» [Θ. Αγγελόπουλος], «Ο Δικαστής και ο Δολοφόνος» [Μπ. Ταβερνιέ] κ.ά.
[Cinéma, σελ.61-71]

Το ρεβιζιονιστικό φιλμ χαρακτηρίζεται εξαρχής από το ότι έχει ως φαινομενικό θέμα τον «λαό», ως διακηρυγμένο δόγμα την ύπαρξη δύο στρατοπέδων και ως ρητό σκοπό τη στοίχιση πίσω από μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ιστορία και την πολιτική.

Μα πώς στο καλό προκύπτει ο αστικός του χαρακτήρας;

Η νέα μπουρζουαζία οχυρώνεται πίσω από το ρητορικό σχήμα τής «λαϊκής ενότητας». Από τους κόλπους της αποκλείονται μόνο τα «μεγάλα τραστ» — και οι μαοϊκοί επαναστάτες. Σε τι συνίσταται ο «λαϊκός» χαρακτήρας τής εν λόγω «ενότητας»; Αυτό είναι κάτι που ο ρεβιζιονιστικός κινηματογράφος πασχίζει να μεταφράσει σε εικόνες.

Τι δείχνει η παλιά μπουρζουαζία;

Απέναντί τους όμως έχουν έναν «σκληρό» αντίπαλο. Η νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία θεσπίζει την απλή παρουσία τού «λαού» ως την ειδοποιό της διαφορά έναντι τής κλασσικής μπουρζουαζίας. Έχοντας περιέλθει σε στάδιο προχωρημένης σήψης, αυτή η τελευταία έχει παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση επί τού σημαίνοντος «λαού». Έχει παρέλθει προ πολλού η εποχή τού Μπαλζάκ και τού Ζολά. Τα πάντα περιστρέφονται πλέον γύρω από την ψυχή. Και όταν λέμε «ψυχή», εννοούμε τη σεξουαλικότητα.

Η άθλια αυτή θεματική αντικατοπτρίζει ένα τέλος. Ως αντικείμενο αναπαράστασης επιλέγονται πρόσωπα παραμορφωμένα από την αγωνία, παιχνίδια θανάτου, οι δυνάμεις τής χαμερπούς επιθυμίας, τα σκοτεινά μυστήρια τής τρέλας. Ο Μπέργκμαν είναι ο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτών των κινηματογραφιστών. Ακόμη και όταν επιχειρεί να καταγράψει τα ρήγματα τής ιστορίας, ο κινηματογράφος τής κλασσικής μπουρζουαζίας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να καταφεύγει στο γνωστό του οπλοστάσιο: δήμιοι και θύματα αλληλοταυτίζονται στα κάτοπτρα τής επιθυμίας και τού θανάτου, η τυχαιότητα καταργεί τη διαφορά μεταξύ προδοσίας και αντίστασης, η «ερευνητική» ματιά αποκαλύπτει ότι η ηθική νωθρότητα, ο δισταγμός, η υποταγή και η αμφιταλάντευση αποτελούν τις συνιστώσες τού νόμου τού αναπαριστώμενου κόσμου.[1]

Τα πάντα ματαιότης. Αυτό είναι επίσης και το ηθικό δίδαγμα τού Κιούμπρικ,[2] που έχει καταξιωθεί στη χώρα μας ίσως όσο πουθενά αλλού στον κόσμο: ακόμη και ο δυναμισμός τού αυτοδημιούργητου θεωρείται απαράδεκτος. Η κοινωνική αναρρίχηση είναι εκδήλωση παραφροσύνης. Εξ ου και οι εξεζητημένες, καλογυαλισμένες εικόνες, όπου η κάμερα με πλάνο τράβελινγκ πίσω παραπέμπει σταθερά τις φιγούρες που σχηματίζουν ασήμαντα ανθρωπάκια στην καλαίσθητη αμεταβλητότητα των λόφων, των κήπων και των αρχοντικών: εδώ δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε.

Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι, όσον αφορά την οπτική τής κίνησης, το μόνο που δύναται πλέον να κάνει η κλασσική μπουρζουαζία είναι να καθιστά ορατή την αρχή τής αναλυτικής αποσύνθεσης.

Και όταν στο νευρωτικό αυτό μισόφωτο αφήνεται να σκιαγραφηθεί το περίγραμμα μιας λαϊκής τυπολογίας, ο ρόλος της θα περιορίζεται στα στενά πλαίσια τής γαλλικής κωμωδίας, και μάλιστα μιας κωμωδίας εμπλέου επαρχιώτικης νοσταλγίας για την παλιά Γαλλία τής τρίτης δημοκρατίας: καφετζήδες και θυρωρίνες, σκουπιδιάρηδες και μπεκρήδες, όμορφες γραμματείς και φαιδροί παραθεριστές, καρικατουρίστες, υπαλληλίσκοι και πονηροί χωριάτες, καθηγητές που δεν μπορούν βάλουν σε τάξη τα σχολιαρόπαιδα, κρασοπώληδες και παιδιά στο βενζινάδικο. Αυτά είναι μερικά από τα πρόσωπα σε ρόλο κομπάρσου σε άνευρες οπερέτες με εξωσυζυγικά παραπατήματα, κυνήγια θησαυρών, μακάβρια κωμικές δολοφονίες και βουλεβαρδιέρικους καυγάδες. Το πενιχρό αυτό δείγμα αντιδραστικής ευρωστίας — τέχνη κατεξοχήν «μαζική» — αντικατοπτρίζει με πιστότητα τη διεστραμμένη εμβρίθεια των μηδενιστικών αποφάνσεων που προορίζονται για την αποκλειστική χρήση τού σνομπ κοινού.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες: