RSS

Tag Archives: Valéry

Α.Μπαντιού—«Το Θαλασσινό Κοιμητήριο»

[Σημειώσεις τού Ντανιέλ Φισέρ]
17 Δεκεμβρίου 2003

«Δεν υπάρχουν παρά μόνο σώματα και γλώσσες, με την επιφύλαξη όμως τής ύπαρξης αληθειών». Αυτή είναι η γενική επιταγή τού φιλοσοφικού προσανατολισμού αναφορικά με τον οποίο πρότεινα να χρησιμοποιηθεί ο όρος «υλιστική διαλεκτική». Πρόκειται για προσανατολισμό που τελεί υπό την αίρεση μιας ρήξης: προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου «υπάρχειν», που έχει ως όνομα το όνομα των αληθειών. Θα ήθελα να επισημάνω το αναδρομικό αποτέλεσμα των αληθειών επί των σωμάτων και των γλωσσών — με άλλα λόγια, το αποτέλεσμά τους επί των στοιχείων τού κόσμου σε σχέση με τα οποία αυτές αποτελούν την εξαίρεση.

Η ύπαρξη των αληθειών αναπροσανατολίζει τη σημασία που εμπεριέχουν τα σώματα και οι γλώσσες με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση μιας διαδικασίας σχάσης στο εσωτερικό των γλωσσών. Η ρήση «υπάρχουν γλώσσες» αποκτά πλέον διττή σημασία. Κατά την πρώτη έννοια, υφίστανται κανονιστικές διαδικασίες και πρωτόκολλα επικοινωνίας, μετάδοσης μηνυμάτων, κ.λπ. Όσο για τη δεύτερη έννοια, αυτή ενσωματώνει μεν την πρώτη, αλλά συνοδεύεται από ένα επιπλέον στοιχείο μη αναγώγιμο στη διάσταση τής επικοινωνίας· θα υπάρχει στο εξής και ένα υποκείμενο γλώσσας [langage-sujet] που τελεί σε στενή συνάρτηση προς την καθαυτό υποκειμενική ανάδυση: στην επικοινωνιακή γλώσσα αναδύεται ένα στοιχείο που βρίσκεται σε ρήξη, σε ασυνέχεια με αυτήν. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Μαλαρμέ είχε ήδη αντιδιαστείλει τη γλώσσα που χαρακτήριζε ως «συναλλακτική» — δηλαδή τη γλώσσα που είχε τεθεί στην υπηρεσία τής διαπροσωπικής «συναλλαγής» και την οποία μάλιστα συνέκρινε με τα νομίσματα που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι — προς αυτήν τής θεμελίωσης, τη γλώσσα που με θεμέλιο την απουσία δημιουργεί νέες οντότητες.

Σε ό,τι αφορά τα σώματα, είχα επισημάνει την περασμένη φορά ότι η «ελεύθερη» χρήση και ανάπτυξη των δυνητικοτήτων τους αποτελεί θεμελιακό κανόνα τού δημοκρατικού υλισμού. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτή η ελευθερία δεν είναι καθόλου ασύμβατη με την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών (όπως είναι, για παράδειγμα, η απαγόρευση να φέρουν ορισμένα σώματα ισλαμικές μαντίλες …).[] Σε όλες τις τάσεις τής σύγχρονης φιλοσοφίας (για παράδειγμα, τόσο στη φιλοσοφία τού Χάιντεγκερ, όσο και στο φιλοσοφικό μου έργο), το καθεστώς τής ασυνέχειας ή τής εξαίρεσης, το οποίο θεσπίζει έναντι των σωμάτων η ύπαρξη των αληθειών, φέρει το όνομα τού συμβάντος. Από πλευράς υλιστικής διαλεκτικής, το αποτέλεσμα τής αναδρομικής δράσης των αληθειών επί των σωμάτων διατυπώνεται ως εξής: στις απορρέουσες από το συμβάν συνέπειες υφίσταται η δυνατότητα ανάδυσης νέων σωμάτων. Δεν πρόκειται πλέον για μια λογική αδιάλειπτης ανάπτυξης των δυνητικοτήτων τού «φυσικού» σώματος — μια λογική αδιάσπαστης αλληλουχίας αποτελεσμάτων εντός τού σωματικού γίγνεσθαι —, αλλά για μια λογική μεταμόρφωσης. Η ένταξη σ’ ένα νέο σώμα έχει πάντοτε χαρακτήρα δεύτερης γέννησης. Ίσως αισθάνεσθε ότι οι όροι αυτοί έχουν έντονες θρησκευτικές συνδηλώσεις. Απεναντίας, τα σώματα αυτά έχουν ως υλικό υπόστρωμα άλλα σώματα, τα οποία ήδη υπάρχουν ως τέτοια και που συμβαίνει να εν-τάσσονται στα νέα σώματα, καθόσον αυτά δύνανται να γίνουν φορείς ενός νέου υποκειμενικού φορμαλισμού· πρόκειται, επομένως, για εν-σωμάτωση και όχι για εν-σάρκωση πνεύματος. Ας ξαναδούμε το παράδειγμα τής πολιτικής διαδήλωσης: η συγκρότηση τού νέου συλλογικού σώματος που διαδηλώνει γίνεται αποκλειστικά και μόνο βάσει τής ενσωμάτωσης σε αυτό ήδη υφισταμένων σωμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα, όπου έχουμε την ενσωμάτωση δύο σωμάτων που προϋπήρχαν σ’ ένα νέο σώμα-φορέα τού ερωτικού σχήματος. Γνωρίζουμε καλά πως καθένα από τα δύο σώματα θα μεταβληθεί, καθόσον θα ελκυστεί και θα αιχμαλωτιστεί από το σώμα τού άλλου· και το νέο σώμα που θα προκύψει — το καινό ερωτικό σώμα — θα είναι προικισμένο με την ικανότητα νέων ερωτικών ομολογιών, νέων κοσμικών αναζητήσεων, κ.λπ.

Ως εκ τούτου, η «φυσική»[] τού υποκειμένου καταδεικνύει ότι σ’ έναν κόσμο που συνταράσσεται από ένα συμβάν θα εμφανιστεί μια νέας μορφής συνεκτικότητα και επιπλέον ότι ορισμένα ήδη υφιστάμενα στοιχεία μιας εκ των προτέρων συγκροτημένης δομής τού κόσμου θα αποκτήσουν μια νέα ορατότητα ως συνέπεια τής ενσωμάτωσής του σε μια νέα δομή. Η υλιστική αυτή θέση μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: υπό ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατή η εμφάνιση νέων σωμάτων. Πρόκειται για ζήτημα λογικής, πράγμα που δεν προκαλεί καμία έκπληξη σε όσους γνωρίζουν τη σύνδεση που κάνω μεταξύ λογικής και τού εν γένει ζητήματος τού φαίνεσθαι.

[*]

Ας επιστρέψουμε στην ερμηνεία τού Θαλασσινού Κοιμητηρίου τού Βαλερύ. Εντός τού κόσμου που κατασκευάζει το ποίημα η ύπαρξη τής θάλασσας, τού ήλιου (που αναφέρεται και με τον όρο «μεσηβρία») και των νεκρών είναι αδιαφιλονίκητη. Με τον όρο κόσμο εννοώ ένα σύνολο στου οποίου τα στοιχεία έχουν αντιστοιχηθεί μεταβλητοί βαθμοί ύπαρξης, οι οποίοι αποτελούν — ομοίως μεταβλητό — μέτρο τής εμμένειάς των ως προς τον κόσμο αυτό. Με άλλα λόγια, κάθε κοσμικό αντικείμενο θα αποτελεί συσχέτιση ενός στοιχείου και μιας αποτίμησης τής υπαρξιακής του έντασης. Επιπλέον, τόσο ισχυρότερη θα είναι η ενδοκοσμική ύπαρξη τού στοιχείου όσο εντονότερη η κατάφαση τής ταυτότητάς του. Υπό την έννοια αυτή, τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία τού ποιήματος τού Βαλερύ έχουν μέγιστη τιμή ύπαρξης στον κόσμο τον οποίο πραγματεύεται το κείμενο.[1] Όπως σας είπα την περασμένη φορά, υπάρχει όμως ένα τέταρτο στοιχείο με αμφίβολο βαθμό ύπαρξης: η συνείδηση τού ποιητή. Θα προσέθετα ακόμη ότι το στοιχείο αυτό βρίσκεται στις παρυφές τής ανυπαρξίας.

Ο ήλιος και η θάλασσα βρίσκονται σε σχέση αμετάθετης αμοιβαιότητας. Αυτό, τουλάχιστον, γίνεται αντιληπτό, εφόσον λάβουμε ως γνώμονα την οπτική τού τρίτου όρου, των νεκρών· την οπτική δηλ. τής αποσύνθεσης και διάλυσης που αντιπροσωπεύει ο θάνατος. «Κλειστό, σεπτό, περιλουσμένο μ’ ἄυλο πῦρ, / τμῆμα γῆς προσφερμένο στό φῶς, / τό μέρος τοῦτο τ’ ἀγαπῶ, ὅπου πυρσοί δεσπόζουν, / ὅπου πέτρες, χρυσός καί μαῦρα δέντρα συνταιριάξαν, / καί ὅπου τόσο μάρμαρο σέ τόσους ἥσκιους πάνω τρεμοφέγγει. Κοιμᾶτ’ ἡ θάλασσα, πιστό τήν ἔχουν φύλακά τους οἱ τάφοι!» (στροφή ι΄· δείτε επίσης στροφές ιβ΄, ιγ΄)

Σε σχέση με την εν λόγω τριάδα, που συνιστά έκφραση μιας αρχής οντολογικής αμεταβλητότητας, διαφαίνονται οι προβληματικές διαστάσεις τού ζητήματος που άπτεται τού βαθμού ύπαρξης τού τέταρτου όρου — τής συνείδησης τού ποιητή. Οι νεκροί εκπροσωπούν το τμήμα εκείνο τής ανθρώπινης ύπαρξης που θα συντασσόταν με την αμεταβλητότητα αυτή — «[ὅ]μως, μές στή νύχτα τους, πού τόσες τήν βαραίνουν πλάκες μαρμάρου, / ἄδειος λαός / μέ σένα ἤδη, στῶν δεντρῶν τίς ρίζες, / βραδέως συνετάχθη» (στροφή ιδ΄· δείτε επίσης στροφή ιε΄)· η συνείδηση μπαίνει, επομένως, στον πειρασμό να ταυτισθεί με τους νεκρούς και να μετατραπεί στο κενό σημείο τού χώρου συνολικά: «μεταξύ κενοῦ καί καθαροῦ συμβάντος, / τόν ἀντίλαλο προσμένω τοῦ ἔσω μεγαλείου μου, / — δεξαμενή πικρή, μαύρη, βαθύηχη, / πού στήν ψυχή μέσα, ἔνα κοῖλο πάντα μελλοντικό ἀποδίδει!» (στροφή η΄).[2] Αυτό όμως θα σήμαινε τη νίκη τού Παρμενίδη και τού Ζήνωνα, δηλαδή εκείνων που αρνήθηκαν την ύπαρξη τής κίνησης: «γιά ψυχή, ποιά χελώνης σκιά ὁ Ἀχιλλεύς [έχει], ἀκίνητος μέ βήματα μεγάλα!» (στροφή κα΄) — υπαινιγμός σ’ ένα από τα ελεατικά παράδοξα, όπου, μέσω τής επ’ άπειρον αποσύνθεσης τής κίνησης, αποδεικνύεται ότι ο Αχιλλέας δεν θα φτάσει ποτέ την χελώνα. Οι νεκροί έχουν ήδη επιστρέψει στην υπερβατικότητα στην οποία συνίσταται η αμεταβλητότητα τού είναι· όσο για τη συνείδηση, η επιλογή τού θανάτου[3] θα ισοδυναμούσε με την παλιννόστησή της στη γενική μοίρα τού είναι. «Καλά ’ναι οἱ νεκροί σ’ αὐτή τή γῆ μέσα κρυμμένοι / πού τούς κρατᾶ ζέστα κι ἀποξηραίνει τό μυστικό τους· / κεῖ ψηλά, ἡ Μεσηβρία, ἡ Μεσηβρία, στο αὐτό πάντα στέκει σημεῖο, ἐπαρκεστάτη κι αὐθύπαρκτη σκέψη…» (στροφή ιγ΄)

Κι όμως κάτι άλλο συμβαίνει στην πορεία τού ποιήματος. «Ὄχι! Ὄχι! ὀρθοί! / στήν ἀλληλοδιάδοχη τοῦ αἰῶνος ροή! / σῶμα μου, σπᾶσε τή μορφήν ἐτούτη πού συλλογᾶται!» (στροφή κβ΄) Έρεισμα αυτής τής μεταστροφής θα αποτελούσε «το σώμα [μου]»· σύμφωνα επομένως με μια αγοραία νιτσεϊκή ερμηνεία, η ζωή θα διεκδικούσε, μέσω τού σώματος, τα δικαιώματά της έναντι τής μαγείας που ασκεί η αμεταβλητότητα τού είναι (αυτή άλλωστε είναι μια συνήθης ερμηνεία τού ποιήματος).[4] Ωστόσο, κατ’ εμέ, το αξιοσημείωτο στο ποίημα, αυτό που επιτρέπει και καθιστά εφικτό τον αναπροσανατολισμό του, είναι η μεταβολή τής υπόστασης τής θάλασσας. Η θάλασσα υφίσταται μια μεταμόρφωση και τάσσεται πλέον στο πλευρό τού ανέμου: «[Σ]τῆθος μου, πιέ τή γέννηση τ’ ἀνέμου! / Μιά αὔρα πού ἡ θάλασσα ἀναδίδει, / μοῦ ἀποδίδει τήν ψυχή…» (στροφή κβ΄). «Η θάλασσα, η θάλασσα πού ὅλο ἀρχινᾶ καί πάλι!» τής πρώτης στροφής παραπέμπει τόσο στο ότι η θάλασσα παραμένει ταυτόσημη με τον εαυτό της, όσο και στην έννοια τής αέναης αυτοδιαφοροποίησής τής. Αναφορικά λοιπόν με τη θάλασσα, επέρχεται, υπό την ώθηση τού συμβάντος,[5] μια μετατόπιση ως προς τις δύο αυτές έννοιες· πρόκειται για μια εμμενή, ως προς τον κόσμο, ταλάντευση και μεταβολή τής υπερβατολογικής τιμής ενός εκ των στοιχείων του. Στην περίπτωσή μας, το στοιχείο αυτό είναι η θάλασσα,[6] εξόχως φιλοσοφικό αντικείμενο, διότι ανέκαθεν συνιστούσε σύμβολο τόσο τής (παρμενίδειας) αδυνατότητας τού συμβάντος (η θάλασσα, γαλήνια και αμετάβλητη), όσο και τής (ηρακλείτειας) δυνατότητάς του (η μανιασμένη θάλασσα, η τρικυμία, οι παλίρροιες). Σ’ αυτό, άλλωστε, έγκειται η σαγήνη που ασκεί: «Πάντα τη θάλασσα, άνθρωπε λεύτερε, θ’ αγαπάς!»[7]

Για τον Βαλερύ, η φυσική τάξη των πραγμάτων δεν προσφέρει τη δυνατότητα τής ζωής. Η σύμφωνη με την τάξη των πραγμάτων ύπαρξη εξαντλείται στην απλή συμμόρφωση με τήν αρχέτυπη διάταξή τους· μια τέτοια ύπαρξη δε διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από αυτήν των νεκρών. Το σώμα που επιλέγει αυτόβουλα τον κόσμο, που συναινεί στην τάξη των πραγμάτων, είναι ένα σώμα τού οποίου η ζωή δεν διακρίνεται από τον θάνατο: «[μ]ία πυκνή τούς ἔχει ἀπουσία πλήρως ἀφομοιώσει· / ἡ ἐρυθρά ἄργιλος τό λευκό ρούφηξεν εἶδος· / τῆς ζωῆς τό χάρισμα στῶν λουλουδιῶν τούς μίσχους περιῆλθε.» (στροφή ιε΄)[8] — πλην όμως δύναται πάντα να προκύψει κάτι το απρόσμενο λόγω τής δυνατότητας μεταβολής των τιμών τού πλαισίου που χαρακτηρίζω με τον όρο «υπερβατολογικό». Με άλλα λόγια, σε κάθε κόσμο είναι δυνατή η εμφάνιση ενός συμβαντικού τόπου, πράγμα το οποίο συνιστά προαπαιτούμενο για την ανάδυση ενός νέου σώματος.

Το συμβάν συγκαλεί ήδη υφιστάμενα στοιχεία τής κατάστασης που ενσωματώνονται στον συμβαντικό τόπο, καθιστώντας έτσι δυνατή την έλευση τού νέου σώματος. Με την ενσωμάτωση των στοιχείων τής κατάστασης (τής θάλασσας, τού ανέμου, τού ποιητή και, σε τελική ανάλυση, ολόκληρου τού τόπου) δημιουργείται μια νέα συνεκτική ενότητα που αντιστοιχεί σ’ ένα καινό σώμα, τα συστατικά στοιχεία τού οποίου καθίστανται, κατά κάποιο τρόπο, αδιαφοροποίητα μεταξύ τους.[9] Το πρωτόγνωρο αυτό σώμα θα γίνει φορέας τής ζωής, καθ’ όσον, όμως, αυτή αντιπροσωπεύει μια νέα δυνατότητα: «Ἄς τρέξουμε, κι ἀπ’ τό νερό ἄς βγοῦμε [ζωντανοί]!» (στροφή κβ΄).[10]

Το σώμα που προηγουμένως ελκόταν «πρός τ’ οστεῶδες χῶμα» (στροφή θ΄), το σώμα που η ψυχή του [υπέμενε τη] «θαυμαστή δικαιοσύνη / τῶν ἀμειλίκτων τοῦ φωτός ὅπλων!» (στροφή ζ΄) εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Έχει αποκτήσει νέες ικανότητες, υπακούει πλέον σε μια διαφορετική υποκειμενική επιταγή: «πρέπει ν’ ἀποπειραθοῦμε νά ζήσουμε!» (στροφή κδ΄) Λέει «ναι»» και «όχι» με διαφορετικό τρόπο: «Ὄχι! Ὄχι! ὀρθοί!» (στροφή κβ΄)· «Ναί! Μέγα πέλαγος μέ τά πολλά παραληρήματά σου, […] ἀπό χιλιάδες τοῦ ἡλίου εἴδωλα διάτρητη χλαμύδα»[11] (στροφή κγ΄) — το οποίο σημαίνει ότι το σώμα έχει πλέον την ευχέρεια να επεξεργάζεται διαφορετικά τα σημεία τού κόσμου.

«[Φ]ύσηξε!… πρέπει ν’ ἀποπειραθοῦμε νά ζήσουμε!» (στροφή κδ΄): πρέπει να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε έμπρακτα τις ικανότητες τού νέου σώματος, τις ικανότητες νέας επεξεργασίας σημείων τού κόσμου· με άλλα λόγια, να προσπαθήσουμε να καλέσουμε την πολλαπλότητα τού κόσμου να παραστεί με διαφορετικό τρόπο ενώπιον τής ικανότητας απόφασης ή κρίσης μας, ενώπιον τής ικανότητάς μας να εκφέρουμε καταφατική ή αποφατική κρίση. Όπως άλλωστε όλοι γνωρίζουμε, η ζωή συνίσταται ακριβώς στην ικανότητα ενός νέου σώματος να λέει ναι ναι στον συμβαντικό τόπο, να λέει ναι στο νέο σώμα και ναι σε κάθε ναι που ακολουθεί κατά σειρά το προηγούμενο: «Ναί! Μέγα πέλαγος μέ τά πολλά παραληρήματά σου» (στροφή κγ΄)


[] [Κριτήριο τού [επιτρεπτού] πλήθους των γλωσσών — τού επιτρεπτού τής επιβολής απαγορεύσεων ή/και τής αναγνώρισης ευχερειών — συνιστά εδώ η αρχή τού «ελάχιστου δυνατού περιορισμού» των σωμάτων, όσον αφορά την ανάπτυξη και εφαρμογή των ικανοτήτων τους. Η οντολογία τού δημοκρατικού υλισμού μάλιστα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας «φυσικής» σωματικής φύσης, πράγμα που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε σε ποιες περιπτώσεις οι γλώσσες είναι περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου περιοριστικές αναφορικά με τις ικανότητες των σωμάτων.]

[] [Η λογική των σωμάτων, με την ισχυρή έννοια τού όρου]

[1] Όπως γνωρίζετε, το ποίημα παραπέμπει σ’ ένα πραγματικό σημείο αναφοράς, το κοιμητήριο τής Σετ, που σας προτρέπω να το ανακαλύψετε μόνοι σας· θα το αναγνωρίσετε αμέσως διότι ανταποκρίνεται απόλυτα στην προσπάθεια σύλληψης τής ουσίας τής ύπαρξής του από το ποίημα — πράγμα που, άλλωστε, αποτελεί βασικό γνώρισμα τής μεγάλης ποίησης.

[2] [Θα μεταβαλλόταν τότε στην αμιγή μηδαμινότητα (στη «μαύρη δεξαμενή», όπως θα πει ο ποιητής), την ομοιογενή με την αμεταβλητότητα τού ήλιου και τής θάλασσας].

[3] [Πράγματι, μέσω τής επιλογής τού θανάτου συντελείται η οντολογικοποίηση τής συνείδησης. Κι αυτό γιατί ο θάνατος αποτελεί διαμεσολάβηση μεταξύ τής αβεβαιότητας τής συνείδησης και τής βεβαιότητας τού είναι. Και, κατά τρόπο μεταφορικό ή ποιητικό, ο λαός των νεκρών διαμεσολαβεί εδώ ανάμεσα στην αδύναμη ύπαρξη τής συνείδησης και την λαμπρή αμεταβλητότητα τού ζεύγους ήλιος‒θάλασσα].

[4] [{Κατά την ερμηνεία αυτή,} γίνεται εδώ επίκληση των δυνητικών αποθεμάτων τού σώματος, με συνέπεια το σώμα να αντιπροσωπεύει την κατάφαση τής ζωής έναντι τής θαλασσινής μαγείας τού ήλιου. Ως εκ τούτου, το ποίημα θα εξέφραζε μια φιλοσοφία ζωτικού αυθορμητισμού κατ’ αντιπαράθεση με μια φιλοσοφία δόλιας αφομοίωσης τού πνεύματος στην αμεταβλητότητα τού είναι.]

[5] [{Συμβάν:} η ξαφνική ανάδυση ενός τόπου. Θα ονομάσουμε {συμβαντικό} «τόπο» το στοιχείο ενός κόσμου τού οποίου η υπερβατολογική τιμή μεταβάλλεται κατά τρόπο αιφνίδιο και απόλυτο· […] ναι μεν το στοιχείο παραμένει το ίδιο, τροποποιείται όμως ριζικά η τιμή τής υπαρξιακής του έντασης — πράγμα που, ως όρο τής δυνατότητας έλευσης τού συμβάντος, προϋποθέτει ότι το κοσμικό αντικείμενο είναι ζεύγος ενός στοιχείου και τής τιμής τής υπαρξιακής του έντασης.]

[6] [Νοουμένη εδώ ως μεταφορά τής διαφοράς· δηλαδή, λόγω τού ότι η αμεταβλητότητα είχε εκτοπίσει τη διαφορά, η υπερβατολογική τιμή τής τελευταίας στον κόσμο τού θαλασσινού κοιμητηρίου ήταν μηδενική· αλλά ξαφνικά — με την «αὔρα πού ἡ θάλασσα ἀναδίδει», με «τό κῦμα [που] τολμᾶ κι ὀρμᾶ ἀπό τούς βράχους [σκορπώντας] ἀφρούς» — βλέπουμε ότι το στοιχείο τής καθαυτό διαφοράς, δηλ. η θάλασσα ως σύμβολο τής διαφοράς, εμφανίζεται να αποκτά κρίσιμη υπερβατολογική τιμή].

[7] [Κ.Μποντλέρ, Ο άνθρωπος και η θάλασσα]. — Η θάλασσα μπορεί πάντοτε να παίξει τόσο τον ρόλο τού συμβόλου τού εκμηδενιστικού αντικατοπτρισμού (στις όχθες της, όπου ο ήλιος μάς συνθλίβει, μετέχουμε τής φύσης της ως απειρομεγέθους σκεύους τού ήλιου), όσο και τον αντίστροφο ρόλο, καθ’ όσον δηλώνει την φουσκοθαλασσιά, την τρικυμία, το σπαρτάρισμα τής ζωής.]

[8] [Η φράση «ἡ ἐρυθρά ἄργιλος τό λευκό ρούφηξεν εἶδος» δεν ανάγεται στη σφαίρα ενός υπαρξιακού δράματος, αλλά εμφανίζεται ως οντολογική μορφή· συνιστά μορφή τού είναι, δηλώνει […] την πλήρη αναγωγή τής ενικότητας στην ιδιότητα τού στοιχείου τού κόσμου, την ολοκληρωτική ένταξη και ενσωμάτωσή της στο είναι, […] μια «αφομοίωση» που δεν μπορεί να διακριθεί από τον θάνατο.]

[9] [{Το νέο σώμα} είναι το σύνολο εκείνων των στοιχείων τού κόσμου που η ύπαρξή τους προσανατολίζεται προς αυτή τού συμβαντικού τόπου· […] όλα τα στοιχεία εκείνα που ο συμβαντικός τόπος θα συμπαρασύρει στο πλεόνασμα τής ύπαρξής του· […] το σύνολο των στοιχείων που ταυτίζονται κατά το μέγιστο δυνατό με το συμβάν.]

[10] [Mε την αποστροφή αυτή ο ποιητής απευθύνεται στη «δύναμη ἄλμης», στον άνεμο που σηκώνεται, στη νέα σημασία τής θάλασσας, κ.λπ., έτσι ώστε το σώμα στη φράση «σῶμα μου, σπᾶσε τή μορφήν ἐτούτη πού συλλογᾶται!» δεν ταυτίζεται με το σώμα του, αλλά πρόκειται για θραύσμα τού τόπου που περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω […] δηλ. όλα εκείνα που ήρθαν στο φως από και μαζί με την προαναφερθείσα μεταμόρφωση τής έννοιας τής θάλασσας.]

[11] [{Ας σημειωθεί, εν παρόδω, ότι εδώ συμβαίνει} μια μετάβαση από τον ήλιο ως σύμβολο τού Απόλυτου Ενός τής θάλασσας σε μια νέα κατάσταση διάτρητης διασποράς. Ενώ λοιπόν προηγουμένως η θάλασσα ήταν το κάτοπτρο τού ήλιου, εδώ μεταμορφώνεται σε σύμβολο τού απόλυτου σκεδασμού του.]

 

Ετικέτες: ,