RSS

Tag Archives: Wagner

A.Badiou—Πάρσιφαλ

[…]

Αυτό το ζήτημα τής παραίτησης από την εξουσία θα μου επιτρέψει να στρέψω τη συζήτηση στον Πάρσιφαλ, το τρίτο παράδειγμά μου, όπου επίσης τίθεται το θέμα τής διαδοχής στην εξουσία ή τής έλευσης ενός νέου τύπου κυριαρχίας.1

Πιο συγκεκριμένα θα ασχοληθώ με το φινάλε τής όπερας και το γενικότερο πλαίσιο, όπου τοποθετείται η ερμηνεία μου, έχει ως εξής: έχουμε, κατ’ αρχάς, το ψυχορράγημα τού παλαιού χριστιανισμού στο πρόσωπο τού Τίτουρελ, που, εν ολίγοις, είναι πεθαμένος κι όμως περπατάει, και τού γιου του, τού Αμφόρτας, που βρίσκεται στην ίδια και χειρότερη κατάσταση.

Ο Αμφόρτας έχει υποστεί ένα θανάσιμο τραύμα, που πυορροεί και προκαλεί ιδιαίτερη απέχθεια, κι αυτό γιατί υπέκυψε στους πειρασμούς. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα ερωτικά αλισβερίσια, στα οποία ο Βάγκνερ συνηθίζει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, χωρίς όμως να έχουν κρίσιμη σημασία.

Για ποιον λόγο όμως ο παλαιός χριστιανισμός ψυχορραγεί; Διότι έχει εξ αρχής ταυτισθεί με τη μεταθανάτια ζωή, εφόσον σύνθημα τού παλαιού αυτού χριστιανισμού είναι ότι «πρέπει να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας και την επιβίωση τού ίδιου τού χριστιανισμού» μέσα από μια διαρκώς αυξανόμενη απομόνωση, που χαρακτηρίζεται από μια ολοένα και εντονότερη αμυντικότητα και αρνητικότητα. Αυτό μας επιτρέπει να διατυπώσουμε και άλλες εκτιμήσεις, όπως, για παράδειγμα, ότι ο μόνος προορισμός του είναι πλέον να συνεχίζει να επιβιώνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Όμως, από το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση μεταθανάτιας επιβίωσης προκύπτει ότι δεν έχουμε καμία άμυνα απέναντι στην επιθυμητική ορμή, τής οποίας το πραγματικό μας αφανίζει, ενώ είμαστε επιπλέον εκτεθειμένοι στην οργασμική απόλαυση, η οποία εδώ συμβολίζεται από την απόλυτη αισχρότητα τής πληγής τού Αμφόρτας, που στο φιλμ τού Σύμπερμπεργκ απεικονίζεται εύστοχα σαν γυναικείος κόλπος, και μάλιστα με τόσο χυδαίο τρόπο, ώστε να προκαλεί φρίκη: η κατάσταση μεταθανάτιας επιβίωσης μάς στερεί από κάθε άμυνα απέναντι στο αισχρό — μπορούμε, για παράδειγμα, να αναρωτηθούμε εάν η εκκλησία σήμερα είναι πράγματι αισχρή, άποψη που τελευταία θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί…

Ο Πάρσιφαλ, δίνοντας τέλος σ’ αυτόν τον ετοιμοθάνατο χριστιανισμό, οφείλει, λοιπόν, να προσδιορίσει έναν διαφορετικό σκοπό, τον οποίο θα χαρακτήριζα ως την εκ νέου κατάφαση τού χριστιανισμού ή ως τη λύτρωση τού λυτρωτή, προβάλλοντας ως πρόταγμα κάτι το διαφορετικό από την επιβίωση ή τη συντήρηση, προκειμένου αυτή να αντιδιασταλεί από την μέριμνα για τον εαυτό.

Στην πραγματικότητα, κάθε μορφής επιβίωση συνιστά μέριμνα για τον εαυτό, πράγμα το οποίο εξηγεί την αδυναμία τής τακτικής αυτής να προσφέρει προφύλαξη έναντι τής αισχρότητας τής οργασμικής απόλαυσης. Ο Τίτουρελ, ο γέρος πατριάρχης αυτής τής ιστορίας, απαιτεί συνεχώς να του δείχνουν το Γκράαλ, μόνο και μόνο για να συνεχίσει να επιβιώνει, αφού διαφορετικά θα πέθαινε επί τόπου… Τον βλέπουμε να εμφανίζεται σ’ έναν τάφο, όχι και σε πολύ καλή κατάσταση, να παρακαλάει τον γιο του να τελέσει τη λειτουργία. Εφόσον η προσκομιδή των τιμίων δώρων έχει ως μόνο σκοπό να επιτρέψει στον Τίτουρελ να διατηρηθεί στη ζωή για κάποιο διάστημα, είναι αυτονόητο ότι έχοντας ξεπέσει σε αυτό το σημείο ο χριστιανισμός είναι πλέον με το ένα πόδι στον τάφο. Ο Αμφόρτας, απεναντίας, επιθυμεί τον θάνατο και, συνεπώς, δεν έχει καμιά επιθυμία να τελέσει τη λειτουργία.

Σε τελική ανάλυση, έχουμε εδώ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συμμετρία: ο ένας θέλει με κάθε κόστος να επιβιώσει και, επομένως, η λειτουργία πρέπει να συνεχίσει να τελείται, ενώ ο άλλος δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στην ιεροτελεστία, αφού ακριβώς θέλει να πεθάνει. Όλ’ αυτά σχετίζονται με τη μέριμνα για τον εαυτό· άρα, αναγκαστικά, η αυταπάρνηση θα συνιστούσε τη μοναδική θετική υπέρβαση: το ζεύγος έλεος/αυταπάρνηση ή έλεος/ανιδιοτέλεια που θα ενσαρκωθεί στον Πάρσιφαλ, δηλ. η απόλυτα μέριμνα για τον άλλον και η θυσία τού προσωπικού οφέλους, δεν προτείνεται, κατά τη γνώμη μου, ως ηθική φόρμουλα κατάλληλη για όλες τις περιστάσεις, ή τουλάχιστον με γενική ισχύ για την συγκεκριμένη περίοδο, αλλά για τον λόγο ότι ο χριστιανισμός συνιστά πλέον αποκλειστικά επιβίωση και, συνεπώς, αυτό αποτελεί τη μόνη διέξοδο, ώστε να εξασφαλιστεί η λύτρωση τού ίδιου τού χριστιανισμού.

Από μουσική άποψη, τα ζεύγη έλεος/αυταπάρνηση και χριστιανισμός/επιβίωση αναπαριστώνται, αφενός, από το διπλό μοτίβο τού Αμφόρτας και τής πληγής του και, αφετέρου, από το θέμα τού Πάρσιφαλ που είναι κάπως συνεσταλμένο και φευγαλέο, ελάχιστα τονισμένο από τα χάλκινα πνευστά, παρ’ όλο που είναι κατ’ αρχήν ο κεντρικός ήρωας τής όπερας. Αυτός ο συσχετισμός ανάμεσα στο λυρικό και συναισθηματικά έντονα φορτισμένο θέμα τού μαρτυρίου τού Αμφόρτας και τού αρκετά συγκρατημένου θέματος τού Πάρσιφαλ αναπαριστά, όντως, το ζεύγος τού αισθησιακού, άσεμνου και, συγχρόνως, θανάσιμου χριστιανισμού που ψυχορραγεί και τής υπόθεσης τής υπερκέρασης ή λύτρωσής του.

Επίσης, από μουσικής άποψης, θα έλεγα ότι το φινάλε που, στο σύνολό του, διαπραγματεύεται την αντικατάσταση τού ναρκισσιστικού, ετοιμοθάνατου και θανάσιμου χριστιανισμού μέσω τής κατάφασης ενός νέου χριστιανισμού, τού οποίου ο πυρήνας θα είναι η αθώα αυταπάρνηση, επιχειρεί να αναπαραστήσει σκηνικά ένα θέμα που θα χαρακτήριζα ως την εξαΰλωση ή, μάλλον, τη μεταστοιχείωση τής κυριαρχίας σε πραότητα. Εδώ πρέπει αναζητηθεί, από μουσική άποψη, το βασικό διακύβευμα τού φινάλε. Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο στόχος αυτός στέφεται με επιτυχία αποτελεί, σε κάποιο βαθμό, θέμα ανάλυσης και προσωπικής αισθητικής. Έτσι, ο Μπουλέζ διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις σε σχέση με το γλυκερό χαρακτήρα τού τέλους τού Πάρσιφαλ και θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει μαζί του, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το κύριο μέλημα τού φινάλε που είναι το εξής: αν έχει κάποια βάση ο ισχυρισμός μου ότι αυτή είναι η πραγματική σημασία τού τέλους τής όπερας, όπου ο Πάρσιφαλ καταφθάνει με τη λόγχη και, αφού θεραπεύσει τον Αμφόρτας, τον διαδέχεται στην εξουσία, τότε η ανάρρωσή αυτή συνιστά ουσιαστικά θάνατο, όπως άλλωστε υποδεικνύει και η επί σκηνής αναπαράσταση. Ο νέος χριστιανισμός οφείλει να υπερβεί αυτό το καθεστώς τής φθισικής και επιβιωτικής κυριαρχίας, που ενσαρκώνουν ο Αμφόρτας και ο Τίτουρελ, ώστε να μεταστοιχειωθεί στη μειλίχια και αθώα αυταπάρνηση που δηλώνεται από τη λύτρωση τού λυτρωτή. Η μουσική οφείλει, λοιπόν, να μετατρέψει τη δύναμη σε γλυκύτητα και επαναλαμβάνω ότι αυτή η μεταμόρφωση αποτελεί το κύριο μέλημα τού φινάλε τού Πάρσιφαλ.

Θα κάνω μόνο ορισμένες επισημάνσεις αναφορικά με την κινηματογραφική σκηνοθεσία τού Σύμπερμπεργκ.

Κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται για απλή σκηνική αναπαράσταση, αλλά για ένα εντελώς εξαιρετικό φιλμ, που δεν διστάζει να κάνει χρήση όλων των κινηματογραφικών μέσων, και, επομένως, σας το συνιστώ ως τρόπο προσέγγιση τής όπερας.

Η γενική σκηνογραφία τού έργου συνίσταται, στην πραγματικότητα, σ’ ένα γιγαντιαίο ομοίωμα τής νεκρικής μάσκας τού Βάγκνερ και η όπερα εκτυλίσσεται έτσι μέσα στο κεφάλι τού τελευταίου, σαν να πρόκειται — ας μου επιτραπεί η έκφραση — για ένα κρανιακό δράμα. Γίνεται χρήση μιας ηθελημένης μπαρόκ υπερβολής, ώστε να φανεί σε ποιο βαθμό το σύμπαν αυτό είναι παραδομένο στο λυκόφως και, επομένως, στην χυδαιότητα που συνοδεύει κάθε τέλος.

Όσο για την ερμηνεία τού κεντρικού ρόλου, αυτή είναι διττή, δηλ. ο ρόλος τού Πάρσιφαλ ερμηνεύεται άλλοτε από ένα αγόρι και άλλοτε από ένα κορίτσι, σαν να μην μπορεί να αναπαρασταθεί η υπέρβαση τού κλίματος τής θανάσιμης λαγνείας και χυδαίας απόλαυσης, στο οποίο αφανίζεται ο παλαιός χριστιανισμός, με τρόπο διαφορετικό από την άθροιση ή, εναλλακτικά, τη σύγχυση ή εφεκτικότητα των φύλων.

Στη δεύτερη πράξη, υπάρχει μια εντυπωσιακή σκηνή, την οποία δεν θα δούμε απόψε, όπου ο Πάρσιφαλ οφείλει να υποβάλλει σε δοκιμασία την αυταπάρνησή του αντιστεκόμενος στον πειρασμό — ας σημειωθεί ότι η αντίσταση στον πειρασμό αποτελεί το μόνο δραματουργικό μέσο για την απεικόνιση μιας γνήσιας αυταπάρνησης — και ο πειρασμός αυτός παίρνει τη μορφή μιας σαγηνευτικής γυναίκας, τής Κούντρυ, που έχει ήδη από παλιά αποπλανήσει τους πάντες, ακόμα και τον ίδιο τον Αμφόρτας, και η οποία, στην προσπάθειά της να παρασύρει τον Πάρσιφαλ, εκμεταλλεύεται το πλέον ευάλωτο σημείο του και επιχειρεί να ζωντανεύσει τη μορφή τής μητέρας τού Πάρσιφαλ με τρόπο σχεδόν αιμομικτικό. Θα του ανακοινώσει τον θάνατο τής μητέρας του, παίρνοντας συγχρόνως την αισθησιακή μορφή, κατά κάποιο τρόπο, τού μητρικού φαντάσματος: έχουμε, επομένως, μια καθαρά οιδιπόδεια σκηνή αποπλάνησης τού γιου από μια μορφή νεκροζώντανης υποκατάστατης μητέρας, από ένα είδος ηδυπαθούς βρυκόλακα. Ο Πάρσιφαλ υποκύπτει σε σημαντικό βαθμό, αφού τον βλέπουμε να παραδίδεται στην απόλαυση τού φιλιού τής Κούντρυ· αλλά κατά τη διάρκεια τού φιλιού, θα αισθανθεί τον πόνο τής πληγής τού Αμφόρτας. Διακόπτει, λοιπόν, την ερωτική σχέση, το βάζει στα πόδια και, στη συνέχεια, αρχίζει ξανά την ατέλειωτη περιπλάνησή του, όπως άλλωστε όλοι οι ήρωες τού Βάγκνερ, μέχρις ότου ξαναβρεί τον χαμένο δρόμο τής επιστροφής στη χριστιανική πολιτεία, όπου κείτεται τού θανατά ο Αμφόρτας.

Το ιδιαίτερα συναρπαστικό στοιχείο στη σκηνοθεσία τού Σύμπερμπεργκ είναι ότι, τη στιγμή ακριβώς τού φιλιού, όταν δηλ. δίνεται το φιλί και διακόπτεται πάραυτα, συμβαίνει αυτή η διαίρεση στα δύο τού Πάρσιφαλ ως έφηβου, με την αντικατάστασή του από ένα κορίτσι, σαν να πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για την αναγγελία μιας νέας μορφής εμφυλοποίησης: η ανακαίνιση τού χριστιανισμού συνιστά και μια εμφυλοποίηση, αναφορικά με την οποία ο μόνος ισχυρισμός που προβάλλεται — κάτι το εκπληκτικό και, συγχρόνως, απόλυτα πειστικό, κάτι εντελώς έξω από τα συνηθισμένα — είναι αυτή η υποκατάσταση τού νεαρού άνδρα από μια νέα γυναίκα, υποκατάσταση η οποία συντελείται, ακριβώς, υπό τη δοκιμασία τού αισθησιασμού.

Όταν μάλιστα έρχεται η λύση τού δράματος, οι δυο τους πλέον συναποτελούν ένα μόνο πρόσωπο: ενώ, κατ’ αρχάς, πρόκειται για υποκατάσταση, στο τέλος έχουμε μια άθροιση, εφόσον πραγματοποιείται σύζευξη έφηβου και έφηβης.

Αποπλάνηση: Κούντρυ & Πάρσιφαλ

Ας εξετάσουμε τη σεκάνς τής επιστροφής τού Πάρσιφαλ και τής αναγγελίας εκ μέρους του ότι περιβάλλεται τώρα με την εξουσία κάθε έσχατης μεταμόρφωσης που συνδέεται με την εκφορά τής φράσης «λύτρωση στον λυτρωτή».

Φινάλε: Έφηβος/-η (δυστυχώς δεν είναι πλήρες)

Δύο μόνο παρατηρήσεις προς το παρόν: και ο ίδιος ο Σύμπερμπεργκ2 θεώρησε, επίσης, αναγκαίο να ολοκληρώσει το φιλμ του μ’ ένα αινιγματικό βλέμμα, σαν, κατά κάποιο τρόπο, η οπτική επεξεργασία κάθε δυνατού συμπεράσματος, κάθε συμπεράσματος που αφορά σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, είτε πρόκειται για το μέλλον τής ανθρωπότητας είτε για το μέλλον τού χριστιανισμού, οφείλει εκ των πραγμάτων να λάβει τη μορφή ενός ερωτηματικού βλέμματος ή ενός βλέμματος που στρέφεται προς το κοινό. Το χορωδιακό φινάλε τής λύτρωσης τού λυτρωτή ακολουθεί το επεισόδιο τής ανάληψης τής εξουσίας από τον Πάρσιφαλ ως καινό, πλέον, ζεύγος στην ερμηνεία τού Σύμπερμπεργκ, κατά κάποιο τρόπο, ως καινός/-ή Αδάμ και Εύα, ως την εκ νέου έναρξη τής ανθρωπότητας εντός μιας ανακαινισμένης αθωότητας. Πρόκειται για τη δυνατότητα τού χριστιανισμού να εξελιχθεί σε αλληγορία μιας θεμελιακής αθωότητας, σε αντιπαράθεση προς τη διαιώνιση μιας νοσούσας κυριαρχίας· με άλλα λόγια, για την υποκατάσταση μιας νοσούσας κυριαρχίας από μια προοπτική που θα συνιστά κατάφαση μιας θεμελιακής αθωότητας.

Το θέαμα τού κρανίου τού Πάπα αποτελεί, επίσης, ένδειξη ότι όλα έχουν πράγματι τελειώσει, ότι ο χριστιανισμός είναι όντως νεκρός. Ένα θέμα προσφιλές στον Ζαν-Λικ Νανσί είναι αυτό τής αποδόμησης τού χριστιανισμού — κατ’ αυτόν, ένα από τα θεμελιώδη μας καθήκοντα, που δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί. Όσο για μένα, δεν θα δίσταζα να ερμηνεύσω τον Πάρσιφαλ ως μια τέτοια προσπάθεια αποδόμησης τού χριστιανισμού. Είναι άλλο θέμα αν θα κριθεί ότι στέφθηκε με επιτυχία ή ως σχέδιο που ναυάγησε· θεωρώ, όμως, ότι πρόκειται πράγματι για εγχείρημα αποδόμησης, εάν με τον όρο αποδόμηση αναφερόμαστε σ’ ένα εγχείρημα που θα επιχειρούσε την εκ νέου διαβεβαίωση, κατά τρόπο όμως διαφορετικό, ενός πράγματος που θα έχει ήδη λάβει χώρα, και δεν θα περιοριζόταν σε μια απλή κριτική τού χριστιανισμού, στο μέτρο μάλιστα που η επαναδιατύπωση μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα πολύ πιο ριζοσπαστικό βήμα σε σύγκριση με την απλή κριτική.

Το ερώτημα είναι αν ο χριστιανισμός διαθέτει μεγαλύτερες αντοχές απέναντι σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα. Στον πρόλογο που έγραψε ο μεταφραστής τού λιμπρέτου, ο Μαρσέλ Μπωφίς, υποστηρίζει ότι σε τελική ανάλυση ο Βάγκνερ θεώρησε, εσφαλμένα, ότι θα μπορούσε να προσεγγίσει τον χριστιανισμό με τον ίδιο τρόπο που πραγματεύθηκε τις παγανιστικές θεότητες, αλλά, όπως κατέστη σαφές από την όπερα, το πάνω χέρι, τελικά, το είχε ο χριστιανισμός και όχι ο Βάγκνερ. Εν ολίγοις, το τέχνασμα τής λύτρωσης τού λυτρωτή ήταν αδύνατο να δουλέψει, καθώς δεν είχε ακόμα έρθει ο καιρός για μια καθαρά μυθολογική πραγμάτευση τού χριστιανισμού· επομένως, θα ήταν πρόωρο να επιχειρηθεί η αποδόμησή του, στο μέτρο που ο χριστιανισμός, ακριβώς ως μυθολογικό υλικό, εξακολουθούσε να αποτελεί, σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, συστατικό μέρος τού καθ’ όλου νοητικού κόσμου μας, έτσι ώστε να είναι αδύνατος ο χειρισμός του κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, πιστεύω ότι πρόθεση τού Βάγκνερ ήταν πράγματι να πραγματευθεί τον χριστιανισμό ακολουθώντας την ίδια διαδικασία που χρησιμοποίησε για τις θεότητες τής γερμανικής μυθολογίας, ώστε να δείξει ότι είναι δυνατή η υπέρβαση τού χριστιανισμού μέσω ενός ιδιαίτερου επαναπροσδιορισμού του ως διαθέσιμου υλικού. Ίσως αυτό δεν ήταν και τόσο προφανές, ίσως να μην έπρεπε να χαρακτηρίσει ως ιερό δράμα την όπερα, αφού, βεβαίως, εδώ είμαστε ενώπιον μιας μορφής ιερού που βρίσκεται επέκεινα τού ιερού, ίσως να πρόκειται για άφρον εγχείρημα — αυτά είναι τα σχετικά θέματα προς συζήτηση.

[…]

[1] Βίντεο από τη διάλεξη: http://www.diffusion.ens.fr/index.php?res=conf&idconf=713
Μετάφραση σελ.31-33 από http://www.entretemps.asso.fr/philo/Wagner.pdf
[2] Αναφέρεται στο Λυκόφως των Θεών των Chéreau/Boulez/Regnault.

(WordCnt: 2088)
Εικόνα: http://countrad.blogspot.com/2009/02/quote-for-day_04.html

 

Ετικέτες: ,