RSS

Category Archives: Βία

«Συσχέτιση Δυνάμεων» (Χέγκελ)—A.Badiou [4/3/1975]

rodchenko-forceagainst

Α. Ροτσένκο, Μη-Αντικειμενικός Πίνακας αρ.80 [Μαύρο-σε-Μαύρο]

4 Μαρτίου 1975

Χέγκελ: «η ενεργητικότητα τής δύναμης είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό»
(Théorie du Sujet, σελ.47-54) [pdf]

Το αίνιγμα τής συσχέτισης — Δύναμη: από την ενεργητικότητα/παθητικότητα στην ποιοτική χωροκατακτητικότητα — Το Όλο, η δύναμη και η αλληλοδιαπλοκή εσωτερικού/εξωτερικού

1

Σήμερα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην έννοια τής συσχέτισης, που αποτελεί το αίνιγμα τής αντίφασης. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και οι ίδιοι, η συσχέτιση ως στοιχείο ενοποίησης των αντιθέτων αντιφάσκει την αντίφαση στο εσωτερικό της.

Ο Λένιν λέει ότι ολόκληρη η διαλεκτική απορρέει από την αρχή τής ενότητας των αντιθέτων. Αυτό είναι μεν ορθό, αλλά, αν περιωριζόμεθα στη συγκεκριμένη διατύπωση, αυτό θα σήμαινε ότι η διαλεκτική θα κυριαρχείτο ακριβώς από το στοιχείο εκείνο που την αποκηρύττει. Εξάλλου, όταν τα αντίθετα νοούνται, κατά τρόπο αυστηρό και απαρέγκλιτο, στο πλαίσιο τής ενότητάς τους, τότε η μεταξύ τους αντίθεση θα έχει δευτερογενή χαρακτήρα, θα πρόκειται τρόπο τινά για μία ήδη αρθείσα αντίφαση.

Σημειώστε επιπλέον ότι αν περιοριστείτε στη δομική εκδοχή τού εν λόγω αινίγματος, γλιτώνετε από όλους τους μπελάδες, διότι στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα παύει να υφίσταται· η συσχέτιση θα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δύο ως τέτοιο. Ωστόσο, στο χέρι θα σας έχει μείνει στο μεταξύ μόνο το Ένα, επειδή ακριβώς σπεύσατε να αδράξατε αυτό το δύο.[1] Με άλλα λόγια, μετά από μια πρόχειρη επιθεώρηση τού χώρου τοποθέτησης και των όσων αυτός αφήνει στην άκρη (τ.έ. τού εκτόπου), θα μπορούσατε να θέσετε την ενότητα τής όλης διαδικασίας υπό τη μορφή τού αποκλεισμού [=εξαίρεσης] λέγοντας: «υπάρχει αυτό-εδώ, που δεν είναι το ίδιο με αυτό-εκεί».[2]

Η προφανής ένσταση στην αντίληψη αυτή είναι ότι έτσι το Ένα τής αντίφασης αφομοιώνεται ομαλά στο Ένα τού χώρου τής τοποθέτησης. Είναι σαν να λέμε ότι η ενότητα τής αντίφασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου δεν θέτει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς θα ταυτίζεται με το ιστορικό είναι  … τής αστικής κοινωνίας, την οποία βεβαίως διέπει η εν λόγω αντίφαση. Ως έκτοπο το προλεταριάτο θα μετέχει τού τόπου. Το ένα τής ενότητάς του με το έτερόν του ήμισυ θα είναι το έτερόν του ήμισυ ως Όλο.

Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημαίνουσα αλυσίδα επί τής οποίας εμφανίζεται το λακανικό υποκείμενο θα έπρεπε να νοηθεί ως … καταναγκασμός για επανάληψη, καθόσον είναι αυτή που επιτελεί την ενότητα τής επανάληψης και τής ορμής κ.ο.κ.

Η δομικότητα εμφανίζεται αδύναμη απέναντι στο ένα τού χώρου τής τοποθέτησης (απέναντι στο «υπάρχειν τού ενός»,[3] όπως λέει και ο Λακάν). Η εν λόγω διαλεκτική πραγματικότητα μοιάζει — και είναι — άχρωμη και αδιάφορη.

Ειδικά στη χώρα μας, υπάρχουν αρκετοί μεταξύ των επαγγελματιών τής λεγόμενης «μαρξιστικής» πολιτικής που θεωρούν κεκτημένο τους δικαίωμα να παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση αδυναμίας· μελετούν, λοιπόν, με προσήλωση τους «νόμους» τής αστικής κοινωνίας, από τους οποίους, μάλιστα, αντλούν τα κατάλληλα συμπεράσματα όσον αφορά το-είναι-και-το-δέον-πράττειν, προς όφελος, εννοείται, τού προλεταριάτου. Αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι η «προλεταριακή κοινωνία» (—αν θα μπορούσε να επιτραπεί η αδιανόητη και ακατανόητη αυτή έκφραση) ή, εναλλακτικά, ο «σοσιαλισμός», στο όνομα τού οποίου ομνύουν όπου σταθούν και όπου βρεθούν, διέπεται εξίσου από την αντίφαση μπουρζουαζίας/προλεταριάτου, πράγμα που αποδεικνύεται παταγωδώς από τις πολιτιστικές επαναστάσεις. Διότι τι άλλο μπορεί να σηματοδοτεί το νέο αυτό δεδομένο πέρα από το ότι η έκφραση «ενότητα των αντιθέτων» δεν έχει το νόημα που συνήθως της αποδίδεται;

Δείτε επίσης τους γιάνκηδες ψυχαναλυτές τής μεταπολεμικής μπελ επόκ οι οποίοι, στρατόκαυλοι όντες, ήθελαν σώνει και καλά να «ενισχύσουν τις άμυνες» τού κακομοιριασμένου «Εγώ» των ασθενών τους. Και πού στο διάολο νομίζετε ότι αναζητούσαν την ενότητα μεταξύ τού «επιτιθέμενου» (τού οικτρά ακοινώνητου φροϋδικού «Εκείνου») και τού «αμυνόμενου» (τού «Εγώ» των αβρών ομαλοτήτων), αν όχι στο ομαλό μονοπάτι τής ομαλότητας που, όχι χωρίς λόγο, αποκαλείται αμερικανικός «τρόπος ζωής»;

Και, για να μη μείνουν παραπονεμένοι και οι ρώσοι, οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι αυτοί μας άφησαν άφωνους με την τελευταία νούμερο-ένα ατραξιόν τους τού Ενός: λόγω ακριβώς τού «παλλαϊκού» του χαρακτήρα, ο κρατικός μηχανισμός των γερομπαμπαλήδων δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μορφή διαφωνίας πέραν τής φρενοβλάβειας, εξού και το φρενοκομείο ως τόπος τοποθέτησης τού ρωσικού εκτόπου.

Αλλά αρκετά με τις ιστορίες για λωλούς.

Για τη διεξοδική ανάλυση τής έννοιας τής συσχέτισης, θα πρέπει πρώτα να διατυπωθεί ολόκληρο το αίνιγμα τής ενότητας των αντιθέτων ως εξής: θα υπάρχει διαλεκτική ενότητα — με την έννοια ότι η εν λόγω ενότητα δεν θα συνθέτει σε ενιαίο Όλο τα μέρη που συσχετίζει — τότε και μόνο τότε, όταν τα συσχετιζόμενα αντίθετα θα είναι ετερογενή και μη ευθυγραμμίσιμα [=ασυμβίβαστα]· όταν δηλαδή κανένας «ανακρεόντειος»[4] τόπος τού χώρου τοποθέτησης δεν θα μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για το έκτοπο.[5]

Η διάκριση τού Ενός από το Όλο: το απλό και υπέρτατο τέλος. Έχετε υπόψιν πως σε αυτόν τον διαχωρισμό εντοπίζεται όλη η προβληματική τού Υποκειμένου.

Αυτός είναι όμως και ο λόγος που η έκθεση τού ζητήματος προσκρούει σε ένα σοβαρότατο πρόβλημα: είναι αδύνατο να σχηματοποιηθεί η συσχέτιση ετερογενών ποιοτήτων. Μπορεί μόνο μόλις και μετά βίας να εκφραστεί. Κάθε σχήμα διανέμει θέσεις και, επομένως, οδηγεί πίσω στις δομές. Κάθε λόγος καθορίζει τον χώρο τοποθέτησης ακόμη και για όλα όσα αποσιωπά.

Η παρουσίαση υπονομεύεται από το «όλο» και τις «θέσεις» που η ίδια παράγει ως αποτέλεσμα: τιθέμενο μονόπλευρα, το Ένα τής αντίφασης αλλοιώνεται.

Όσον αφορά το σχήμα τής διαλεκτικής ακολουθίας, καμιά χρωμοτυπία δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τη συσχέτιση — δηλ. το A_{p}, δυνάμει τού οποίου ο όρος (εν προκειμένω, το έκτοπο) επηρεάζεται ή καλύτερα μολύνεται από το συγκεκριμένο του αντίθετο (τον χώρο τής τοποθέτησης). Ο υπό στενή έννοια συσχετισμός, στην πρακτική διάσταση τού οποίου παραπέμπει άλλωστε η λέξη «πάλη», υπάγεται στο πεδίο μιας έμμεσης έρευνας και μιας έννοιας χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση.

Επομένως, η λέξη «δύναμη» παραπέμπει σε εκείνο που επικαθορίζει την εξαίρεση [=εκτόπιση] κάθε τόπου όπου εμφανίζεται το έκτοπο.

2

Τι είναι εκείνο που μπορεί να συσχετίσει δύο ετερογενείς ποιότητες; Είναι αποκλειστικά και μόνο η αλληλεπίδρασή τους ως επεκτεινόμενες δυνάμεις που παραμένουν ουδέτερες έναντι οιουδήποτε τρίτου πράγματος.

«Συσχέτιση» σημαίνει «δύναμη εναντίον δύναμης». Είναι ο «συσχετισμός των δυνάμεων».

Ας ξεμπερδεύουμε ευθύς εξαρχής με τις υποτροπές (τις παρεκκλίσεις), στις οποίες υπόκειται η εισέτι σκοτεινή αυτή ιδέα: — Aν ξεκινήσουμε με το θέμα τής περιστολής ή παρεμπόδισης μιας «παθητικής» (αντιδρώσας) δύναμης από μια άλλη «ενεργητική» (δρώσα) δύναμη, θα διαπιστώσουμε ότι διολισθαίνουμε στον στατισμό [=στατική] τής ασυμμετρίας [των δυνάμεων]. Η ποιοτική ετερογένεια αποσυντίθεται εκ νέου στο αφαιρετικό ζεύγος ενεργητικότητα/παθητικότητα. Η δεύτερη (αντιδρώσα) δύναμη θα προσδιορίζεται κατά τρόπο αρνητικό από την πρώτη μόνο δύναμη· ο χώρος τοποθέτησης θα έχει εκ των προτέρων καθορίσει τη θέση τού εκτόπου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού τού είδους των υποτροπών αποτελεί η καθαρά αντι-κατασταλτική αντίληψη για τη πολιτική που οφείλει να ασκεί ο λαός. Οι άνθρωποι «κινητοποιούνται» γιατί υπόκεινται σε «ακραία» κακομεταχείριση εκ μέρους τής μόνης, ουσιαστικά, «δρώσας» δύναμης στο πολιτικό πεδίο (εκ μέρους, δηλαδή, τού Κράτους, των εργοδοτών, των αστυνομικών αρχών). Οι καταχθόνιες αυτές οντότητες, που ως γνωστόν απεργάζονται διαρκώς σκοτεινά σχέδια, δείχνουν ξαφνικά να ξεπερνούν «κάθε όριο». Ξεσηκώνεται γενική κατακραυγή: «Κάτω η καταστολή!» Ο αγανακτισμένος μικροαστός αφρίζει από το κακό του.

Προσέξτε όμως: ο μικροαστός μας έχει βασικά δίκιο, ενώ επιπλέον τα εν λόγω «δεινά» — που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να ταλανίζουν τις λαϊκές τάξεις — μπορούν να αποτελέσουν και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου να απαλλαγεί από τη μόνιμη απόγνωση που τον βασανίζει (—ή από την αυταρέσκειά του).

Αλλά η φιλοσοφία που διαπνέει την εν λόγω αντίληψη δεν μπορεί να πάει μακριά και αυτό γιατί, ουσιαστικά, αρνείται κάθε ενεργό αυτονομία, κάθε πραγματική ανεξαρτησία, κάθε πραγματική θετική δυνητικότητα σε αυτό που ορθώνεται με τη μορφή τού άδολου στασιαστή. Το σύνθημα «κάτω η καταστολή» μπορεί το πολύ πολύ να οδηγήσει στην τεθειμένη αντίδραση [=αντίσταση], όπου η δύναμη τού λαού δεν θα είναι παρά ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει η βαρβαρότητα τού Κράτους και όπου η ανταγωνιστική συσχέτιση θα παραμένει παγιδευμένη στην ενοποιητική αδυναμία τής δομικότητας.

Πώς θα μπορέσω, μέσα στη θύελλα των ύβρεων και των καταγγελιών κατά τής καταστολής, να εδραιώσω την ικανότητά μου να καταστείλω την καταστολή; Εδώ βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς το κρασί τής εξέγερσης μετουσιώνεται σε χολή και ξίδι.

Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθούμε είναι ότι αυτό που με θέτει ως αντιδρώσα δύναμη έναντι τής ενεργητικότητας τού Άλλου πρέπει επίσης να ταυτίζεται με την ενεργητικότητα μιας δύναμης όπου πλέον δεν απεικονίζεται αυτός ο Άλλος. Έστω κι αν επιτάσσεται [=επιστρατεύεται] από την κατασταλτική υπερβολή τής αντίπαλης δύναμης, η δύναμη που ορθώνεται ενάντια στην καταπίεση είναι εσωτερικά πλεοναστική έναντι τής εν λόγω επίταξης. Αυτό είναι κάτι που ο Χέγκελ σαφώς αντιλαμβάνεται με οξυδέρκεια.

3

Θα πρέπει εδώ να διαβάσουμε ολόκληρο ένα από τα αξιολογότερα κομμάτια τής Μεγάλης Λογικής, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η ουσιώδης σχέση», πράγμα αρκετό για να υποδηλώσει την αναφορά του στο αίνιγμα τού συσχετισμού.

Ως πρόγευση ακολουθεί ένα απόσπασμα, όπου ο Χέγκελ πραγματεύεται ρητά την ιδέα ότι η ουσία τής αντίδρασης [=αντίστασης] συνίσταται κατ’ ανάγκη στην ενεργό εσωτερικότητα, με την επιφύλαξη βέβαια τής περίπτωσης που υπολείπεται των απαιτήσεων τής «ουσιώδους σχέσης», δηλαδή τού συσχετισμού με την αυστηρή έννοια τού όρου.

[Τ]ο γεγονός ότι μια ώθηση σε μια δύναμη συμβαίνει μέσω μιας άλλης δύναμης, ότι στην ίδια αναλογία [=επομένως, υπό αυτό το πρίσμα] η πρώτη δύναμη συμπεριφέρεται [= δέχεται την ώθηση] παθητικά, αλλά εκ νέου μεταβαίνει από τούτη την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, [το γεγονός αυτό είναι] η επάνοδος τής δύναμης σ’ αυτή την ίδια. Η δύναμη εξωτερικεύεται. Η εξωτερίκευση είναι αντίδραση με την έννοια ότι αυτή θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο και έτσι αναιρεί [sursume[6]] το γεγονός ότι αυτή έχει διεγερθεί από μια άλλη δύναμη. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ.303)[7]

Εδώ κρύβεται όλη η ουσία τής υπόθεσης: όταν ακριβώς η δύναμη θα «θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο», τότε ακριβώς θα αποκτά χαρακτήρα αυτόκεντρου [=αυτόνομου] ποιοτικού συσχετισμού, με την έννοια ότι η μετωπική αντιπαράθεση των δυνάμεων δεν θα εξασθενίζει την ανομοιογένειά τους. Συνακόλουθα, όταν ο λαός θα έχει σχηματίσει ιδία αντίληψη για τη μορφή τού «αντιπάλου», ενσωματώνοντάς την στη δική του πολιτική, τότε ακριβώς θα «αναιρεί» την αντι-κατασταλτική [=αντι-κρατική] του εξάρτηση, θα αυτο-εξαιρείται από κάθε συμπερίληψη και θα είναι σε θέση να επιχειρήσει μια καταφατική σχάση.

Ο στοχασμός πάνω στη συσχέτιση είναι και στοχασμός τής ενεργού δύναμης — τής δύναμης εκείνης που μπολιάζεται σε μια άλλη δύναμη — υπό την οπτική όμως τής άτεγκτής της ποιότητας [irréductible qualité], για την οποία ο χώρος τοποθέτησης δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά την κατεδαφιστέα διαμεσολάβησή της.[8]

Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι, παρά την ιδεαλιστική του εφεκτικότητα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο τής Λογικής συγκεφαλαιώνει τα κυριότερα ζητήματα τού εγχειρήματός μας.

Ας δούμε τώρα τη δομή του.

Το κεφάλαιο αποτελείται από τις εξής τρεις ενότητες:

(1) την προβληματική τού όλου και των μερών·
(2) τη δύναμη·
(3) το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αυτός είναι και ο δικός μας χάρτης πορείας, γιατί η σχέση όλου και μερών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θεωρία για τον χώρο τής τοποθέτησης, όπου επαληθεύεται ότι, από πλευράς δομής, κάθε αντιφατική συσχέτιση δεν είναι παρά ένας αποκλεισμός, ένα έκτοπο, για το οποίο η σχέση τής συμπερίληψης (δηλαδή το μέρος ως αυτό που μετέχει τού γένους τού όλου [=τού συντεθειμένου]) θα αντιπροσωπεύει την αρχή τής ενότητας.

Όπως ήδη είδαμε, η δύναμη έρχεται να επικαθορίσει — μέσω τής μη-αναγώγιμης θέσης [position irréductible] τής ποιοτικής εσωτερικότητας στο πλαίσιο τής αντιπαράθεσης των δυνάμεων — το ενοποιητικό αδιέξοδο στο οποίο επανανάγεται η δομή τής συμπερίληψης στο όλο.

Προαναγγέλλοντας κατά τρόπο απροσδόκητο τον Λακάν, ο Χέγκελ αποτυπώνει το αδιέξοδο αυτό με τη μορφή τού παλμού, τής ταλάντευσης, τής εναλλασσόμενης έκλειψης:

Στο βαθμό τώρα που το υπάρχον είναι μέρος, δεν είναι όλο, δεν [είναι] κάτι το συντεθειμένο [δεν είναι σύνολο: pas du tout]· άρα [είναι] απλό. Αλλ’ εφόσον η αναφορά σε ένα όλο [=η σχέση προς ένα όλο] είναι εξωτερική σ’ αυτό, τότε αυτή [η αναφορά/σχέση] δεν το αφορά καθόλου· το αυθύπαρκτο [l’autonome], έτσι, δεν είναι, επίσης, καθεαυτό μέρος· [διότι μέρος θα ήταν] μόνο μέσω εκείνης τής αναφοράς [σχέσης]. [‒] Αλλ’ εφόσον τώρα αυτό δεν είναι μέρος, τότε είναι όλο, γιατί μόνο τούτη η σχέση όλου και μερών είναι παρούσα [=παρουσιάζεται], και το αυθύπαρκτο [l’autonome] είναι ένα από τα δύο. Αλλ’ εφόσον αυτό είναι όλο, τότε είναι εκ νέου συντεθειμένο [composé]· αποτελείται πάλι από μέρη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. — Τούτη η απειρότητα δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά στη διαρκή εναλλαγή των δύο όρων τής σχέσης, μέσα στον καθένα εκ των οποίων ο άλλος ανακύπτει [surgit: αναφαίνεται] άμεσα, έτσι ώστε το τεθειμένο-Είναι καθενός να [συνίσταται στον] εξαφανισμό [=έκλειψη] αυτού τού ίδιου. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ. 295) [9]

Αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος τη δύναμη,[10] θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το τεθειμένο-Είναι, τού οποίου η ουσία έγκειται στο να εξαφανίζεται στο πλαίσιο μιας αέναης εναλλαγής, αυτός, επομένως, ο εφήμερος όρος, στον οποίο συρράπτεται η διαλεκτική τού Όλου, θα αντιπροσωπεύει τον μοναδικό προορισμό και κατάληξη, αφενός μεν, τού εκτόπου — που εδώ τίθεται εξαρχής ως μέρος [=υποσύνολο]) και το οποίο αποκτά τη θέση του [στο Όλο] υπό την προϋπόθεση ότι ως αυτόνομο [=αυθύπαρκτο] αυτοαποκλείεται από αυτή,[11] και, αφετέρου, τού ίδιου τού χώρου-τοποθέτησης (εν προκειμένου τού Όλου), που, ως ρυθμιστής των τόπων, επιδέχεται το έκτοπο μέσω μόνο τής πλήρους αυτοκατάργησής του.[12]

Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι η αέναη ταλάντωση ανάμεσα σε αυτό που είναι με μόνο προορισμό το μη-Είναι και σε αυτό που δεν είναι [=τίθεται εκτός είναι] προς-χάριν-τού-Είναι αντιπροσωπεύει τη μόνη μορφή διαδικασίας ανεκτής από τη δομική διαλεκτική. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εδώ νοητή η συσχέτιση ως καθαρή σχάση, καθόσον το να πούμε ότι τα δύο είναι ένα σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δύο· ενώ εάν πούμε ότι [τα δύο] είναι δύο, εννοώντας δύο-φορές-το-ένα, αυτό θα σημαίνει ότι το Ένα ταυτίζεται με το Δύο κ.ο.κ. — Ειρήσθω εν παρόδω, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν παύει να είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η συνεπής και συνεκτική πραγμάτευση τού εφήμερου όρου [τής διαλεκτικής τού Όλου] αντιπροσωπεύει το ρεαλιστικό απόγειο τής δομικής διαλεκτικής.

Ωστόσο, ο Χέγκελ δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ, πόσω μάλλον, εφόσον επιδιώκει την κυκλική τελείωση, πράγμα στο οποίο άλλωστε έγκειται το σφάλμα τής αλήθειας του. Βγάζοντας από το μανίκι του τον άσο τής δύναμης, θα καμωθεί πως τη συνάγει από τη δομή τής ταλάντωσης, παρόλο που η δύναμη αντιπροσωπεύει έναν μη επαγώγιμο, πρωταρχικό και ουσιώδη επικαθορισμό τής τελευταίας.

Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών, χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί, η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο όχι απλώς τής λειτουργίας τού όλου στο πλαίσιο τού συστήματος τού χώρου τοποθέτησης (δηλ. τού συστήματος τής διανομής των θέσεων των μερών), αλλά πλέον τής εν κινήσει συνεκτικότητάς του, τής έμπρακτης ενοποίησής του.

Η θεωρία τής δύναμης αντιπροσωπεύει την «ιστορική» (ενο-ποιητική) όψη τής θεωρίας τού διαλεκτικού συσχετισμού, που ναι μεν βρίσκει έρεισμα στον εν-εκλείψει συσχετισμό τού συστήματος των θέσεων, αλλά δεν προκύπτει αναγωγικά από αυτόν (παρά τις ανειλικρινείς διαβεβαιώσεις τού Χέγκελ περί τού αντιθέτου).

4

Αυτή η ιστορικότητα τής συσχέτισης εμβαθύνεται στη χαρακτηριστικά εγελιανή τρισκελή[13] προσέγγιση τού ζητήματος, όπου κατά πρώτον τίθεται το «ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι» τής δύναμης, με άλλα λόγια, η καθαρή της ουσία ως συσχετισμός. Η δύναμη αυτή καθ’ εαυτή δεν νοείται παρά μόνο ως δραστηριότητα σχετιζόμενη με μια άλλη δύναμη: «Το ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι μέσω μιας άλλης δύναμης είναι, έτσι, καθεαυτό η δράση τής ίδιας τής δύναμης» (ΕτΛ, σελ.300). Εδώ ακριβώς — στη διαπίστωση ότι ο συσχετισμός συνιστά «δράση»[14] — βρίσκεται η καρδιά τού μη απεικονίσιμου. Η σχάση ως τόπος των δυνάμεων θέτει, ως απόλυτα πρότερη, την πρακτική ύπαρξη έναντι τής κατανοησιμότητας τής συσχέτισης.

Κατά δεύτερον, χρησιμοποιώντας, όπως είδαμε, τον όρο «διέγερση τής δύναμης», ο Χέγκελ αποσαφηνίζει την ερμηνεία τής συσχέτισης με άξονα το δίπολο δραστηριότητα/παθητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει το εσωτερικό ενεργό της[15] θεμέλιο¸ καθώς η παθητικότητα δεν είναι παρά καθαρή φαινομενικότητα, ένας παρεπόμενος εμπειρικός συσχετισμός.

Στο οξυδερκέστερο κομμάτι τής ανάλυσής του, ο Χέγκελ ορίζει ότι, δεδομένου ότι η δύναμη παρουσιάζεται ως ουσιωδώς ενεργητική στη συσχέτισή της με μια άλλη δύναμη, η «προϋποθέτουσα ενέργεια» [=το προϋποθέτειν της],[16] που καταρχάς εμφανίζεται ως μια άλλη εξωτερική δύναμη [=διεγείρουσα δύναμη], εντοπίζεται στην πραγματικότητα στο εσωτερικό της. Επομένως, η κίνηση μέσω τής οποίας η δύναμη εκδιπλώνεται και αναπτύσσεται προς το εξωτερικό της, έναντι δηλαδή τής άλλης δύναμης, διέπεται μάλλον από το στοιχείο τής χωροκατακτητικής απόσπασης από τον ίδιο της τον εαυτό.

Με την πραγμάτωση τής εσωτερικής της ενότητας, την αποκάθαρσή της από τον «προσδιορισμό» (δηλ. την εσωτερική της διαίρεση) που της έχει επιβληθεί από τη μπουρζουαζία, η εργατική τάξη προβάλλει τον εαυτό της μεγεθυμένο στο πεδίο τής πάλης για την καταστροφή τού ιμπεριαλιστικού χώρου τοποθέτησης.[17] «Διεγερμένη» από την αστική καταπίεση, ενεργεί πλέον ως «δύναμη» και παίρνει μέρος στην ανταγωνιστική της συσχέτιση με τον «αντίπαλο»¸ έχοντας αυτοπροσδιορισθεί ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στην εσωτερική μορφή τής πρότερης αδυναμίας της. — Ομοίως και το άτομο θα μπορέσει, στο πλαίσιο των δεδομένων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, να ανοίξει τη στρόφιγγα τής δικής του δύναμης, μόνο εάν συγκρουστεί με το πλέγμα των αδρανών συνηθειών που του υπαγορεύουν οι περιστάσεις.

Η καθαρή ικανότητα χωροκατακτητικής επέκτασης μιας ετερογενούς ποιότητας συνιστά τη μη-απεικονίσιμη εσωτερική κινητήρια δύναμη τής συσχέτισης.

Ή, όπως το θέτει ο Χέγκελ, «η ενεργητικότητα είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό» (ΕτΛ, σελ.304).

Αυτό το στοιχείο τής απόσπασης από τον εαυτό, ή, αν προτιμάτε, τής εσωτερικής εξωτερίκευσης, ο Χέγκελ το αποκαλεί «άπειρο [ή απειρότητα] τής δύναμης». Πρόκειται δε για το τρίτο σκέλος τής παρουσίασης τού ζητήματος. Το να κάνει κανείς λόγο για την άπειρη διάσταση τής δύναμης ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό τής πράξης ως συσχέτισης, ισοδυναμεί δηλαδή με την αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής πρακτικής. Το «άπειρο τής δύναμης» δεν είναι τίποτε άλλο από το αξίωμα τού Φάουστ τού Γκαίτε: «εν αρχή ην η πράξη».

Το εν λόγω άπειρο τής εξωτερίκευσης οδηγεί στην τελική διαλεκτική τού κεφαλαίου, όπου βλέπουμε το εσωτερικό και το εξωτερικό να αλληλοσυμπλέκονται:

Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε [καθένας] από τούτους τους δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ’ αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια τού άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσδιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. (ΕτΛ, σελ.308)

Ένα μάτι εκπαιδευμένο στη λακανική θεωρία θα αναγνωρίσει εδώ την καίρια[18] εμφάνιση τής τοπολογίας τού Υποκειμένου η οποία απεικονίζεται μέσω των μη-προσανατολίσιµων επιφανειών, όπως είναι για παράδειγμα η ταινία τού Μέμπιους. Όσο για εμάς, αναγνωρίζουμε εν προκειμένω ότι, στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, ο χώρος τής τοποθέτησης και το έκτοπο συσχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να τεθεί ο δεύτερος όρος ως απλό εξηρημένο εξωτερικό τού πρώτου.

Στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, η ιστορική ουσία τής ενότητας των αντιθέτων έγκειται στο ότι η εν λόγω ενότητα δεν συνιστά προσανατολίσιμη συσχέτιση — και αυτό παρόλο που το μη-προσανατολίσιμο μπορεί μόνον να οριοθετηθεί δυνάμει ενός υποκειμένου (δομικού) προσανατολισμού.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το προλεταριάτο ως πολιτική τάξη (νοούμενο δηλαδή ως «δύναμη») θα έρχεται σε «σχέση» με τη μπουρζουαζία με τη μορφή μιας καθόλα ιστορικής ενότητας τής πάλης [των αντιθέτων], τής οποίας[19] δεν θα είναι δυνατή η «κατανομή»[20] ανά πεδίο τού κοινωνικού όλου και η οποία [ενότητα], επιπλέον, θα παρέχει δομή σε ένα και το αυτό ον (τον λαό) — πράγμα που όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά, αντίθετα, επιβάλλει τον [ανα-]προσανατολισμό τής ταξικής «θέσης» προς το τεθειμένο/τοποθετημένο της θεμέλιο: τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.

Ενδεικτικό τής σημασίας που έχει η εν λόγω τοπολογική ενότητα των αντιθέτων, η οποία, υπό την κυριαρχία τής δύναμης, προβαίνει στη συσχέτιση εσωτερικού και εξωτερικού, είναι, αφενός μεν, ότι αντιπροσωπεύει για τον Χέγκελ, ούτε λίγο ούτε πολύ, την «ενότητα τής ουσίας και τής ύπαρξης» (ΕτΛ, σελ. 315), αφετέρου δε, ότι αποτελεί το κομβικό μεταβατικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το κείμενο τής Μεγάλης Λογικής.

Όσον αφορά την υλιστική διαλεκτική, αν συναντήσετε κάτι προχωρώντας στα τυφλά μέσα στον λαβύρινθο τής δύναμης — στον λαβύρινθο τού έξω και τού μέσα, τής νύχτας και τής καταχνιάς, εκεί όπου ο χώρος ούτε τοποθετεί ούτε εκτοπίζει — αυτό δεν θα είναι άλλο από το Υποκείμενο, έναν Μινώταυρο χωρίς Θησέα.[21]

Τότε, λοιπόν, το υποκείμενο (κάθε υποκείμενο) θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει τη θέση του,[22] στο μέτρο που η ιδιαίτερη ποιότητά του συνίσταται στον στραβισμό του [d’être désorienté].[23]


[1] [πβ. το μεταγενέστερο κείμενο τού P. Macherey “Eins teilt sich in zwei” (γερμ. μτφρ) [1988] (που δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στις «Θέσεις» [1995]· [Histoires de dinosaure-Faire de la philosophie-1965/1997]]
[2] [Il y a ceci, dont cela n’est pas: στου οποίου την ταυτότητα (ή το είναι) δεν μετέχει αυτό-εκεί]
[3] [Y-a d’l’un: η φράση έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ποικιλοτρόπως («υπάρχει κάτι σαν το ένα», «υπάρχει το Ένα», «το μόνο που υπάρχει είναι το ένα» κ.ο.κ.)]
[4] [conviviale]
[5] [sollicite: διεγείρει· βλ. κατωτέρω]
[6] [sursumer: νεολογισμός των γάλλων μεταφραστών τής Λογικής, από το λατινικό «sursum corda» («άνω σχώμεν τας καρδίας»)]
[7] [Επιστήμη τής Λογικής, Α Τόμος, Βιβλίο ΙΙ, εκδ. Δωδώνη, 1998, (Μετφρ. Δ.Τζωρτζόπουλος)]
[8] [ο χώρος τοποθέτησης είναι η διαμεσολάβηση τής ποιότητας]
[9] [Μετφρ. τροποποιημένη· σε αγκύλες με πλάγιους χαρακτήρες οι δικές μου προσθήκες/τροποποιήσεις]
[10] Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει, να διαβάσετε το παραμύθι τού Χ.Κρ. Άντερσεν «Κάθε τι στη θέση του» [Alt på sin rette plads], όπου η μουσική τής φλογέρας παίζει το ρόλο τής εγελιανής «δύναμης»]
[11] [από αυτή: από τη θέση του ή από το όλο στο οποίο εμπεριέχεται· s’en exclure: η αντωνυμία en παραπέμπει είτε στη θέση είτε στο Όλο]
[12] [αυτοκατάργηση: ως υποκείμενο νοείται ο «χώρος τοποθέτησης» και όχι το «έκτοπο»]
[13] [τριαδική]
[14] [tätigkeit: πράξη, έργο κ.ο.κ.]
[15] [«τής διέγερσης»]
[16] [«Η παρούσα για τη δύναμη εσωτερικότητα είναι, λοιπόν, η ίδια η δική της προϋποθέτουσα ενέργεια, η οποία το πρώτον είναι τεθειμένη ως μια άλλη δύναμη» (ΕτΛ, σελ.300)]
[17] [se projette expansivement dans la lutte destructrice contre l’esplace impérialiste: πρόκειται για σύμφυρση τής κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας τής φράσης «se projette dans» («χωρική προβολή» και «αντίληψη/κατανόηση τής θέσης της»)]
[18] [cruciale: κρίσιμη αλλά και «χιαστί»]
[19 [τής οποίας: ενότητας]
[20] [πβ. ανωτέρω: «Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών — χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί — η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο κ.λπ. »— Στο εξής, θα υπάρχουν δύο δομούσες ολικές «ποιότητες»]
[21] [χωρίς Θησέα: «χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση» (βλ. ανωτέρω)]
[22] [ή εναλλακτικά, «να προσπερνά τη θέση που του έχει ανατεθεί»]
[23] [στο λεξικό τού Μπαμπινιώτη διαβάζουμε: «αλλήθωρος ή αλλοίθωρος: […] η παλαιότερη γραφή τής λέξης με -οι- στηρίζεται στην παραγωγής της από το «ἀλλοῖα θεωροῦντες > ἀλλοιόθωρος > ἀλλοίθωρος»· πβ. επίσης ἀλλοῖος: ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, άλλης ποιότητας, διαφορότροπος [Δημητράκ.]]

 

Ετικέτες:

«Κοινή Ευρώπη»-Ντ.Λοζούρντο

Ντ. Λοζούρντο, Αναθεωρητισμός στην Ιστορία, Κεφ. 4
[«Αποσχιστικός Πόλεμος μεταξύ των Λευκών», «Διεθνής Εμφύλιος», «Αμερικανικός Αιώνας» & «Δεύτερος Τριακονταετής Πόλεμος»] [το κείμενο σε pdf]

4.2. Το δράμα τής γερμανικής κουλτούρας: Από τον Βέμπερ στους Νόλτε & Χίλγκρουμπερ

Κάνοντας τον απολογισμό τού δεύτερου τριακονταετή πολέμου, διαπιστώνουμε τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η γερμανική κουλτούρα. Απέναντι σε μια παράδοση που, στα μάτια τουλάχιστον ενός οξυδερκούς παρατηρητή, χαρακτηρίζεται από κρίσιμα διακυβεύματα τόσο από υλικής όσο και από γεωπολιτικής πλευράς, η στροφή προς το πνεύμα ενός μάλλον ιστοριογραφικού αν όχι καθαρά πολιτικού ρεβανσισμού συνεχίζει να εμφανίζεται ανθεκτική. Πριν ακόμη σιγήσουν τα όπλα, ο Βέμπερ χλεύαζε τον υποτιθέμενο δημοκρατικό παρεμβατισμό τής Αντάντ, επισημαίνοντας ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, την χώρα που ανέλαβε στο εξής να ηγηθεί των συμμαχικών δυνάμεων στην σταυροφορία τους ενάντια στη Γερμανία, οι μαύροι όχι μόνο στερούνταν κάθε πολιτικού δικαιώματος αλλά υπόκειντο σε ένα λεπτομερέστατο καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού και σε αυστηρές νομοθετικές απαγορεύσεις όσον αφορά τη σύναψη μεικτών φυλετικών γάμων.[33] Τη στιγμή μάλιστα που θα ξεκινήσει η συζήτηση για την πολεμική «ευθύνη» με αφορμή τη συνθήκη των Βερσαλλιών, ο Βέμπερ θα υπογραμμίσει την ύπαρξη μιας ισχυρής «ιδεολογίας πολέμου» ακόμη και στις ΗΠΑ — και μάλιστα μεταξύ των «επιφανέστερων στρωμάτων τής “νέας Αμερικής”». Έτσι, το 1904, ήταν ένας διακεκριμένος αμερικανός ερευνητής που έδωσε κύρος στην ευρύτατα διαδεδομένη αλλά ωστόσο «εντελώς εσφαλμένη θεωρία για την υποτιθέμενη αναγκαιότητα ενός πολέμου για το εμπόριο»· στο βιβλίο τού Βέμπλεν, στο οποίο αναφέρεται ο Βέμπερ:

θα μπορούσε να διαβάσει κανείς το πασίχαρο συμπέρασμα ότι πλησίαζε ο καιρός που η πολεμική επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν στον τομέα τού παγκοσμίου εμπορίου θα αντιμετωπιζόταν εκ νέου ως μια έλλογη υπόθεση [a sound business view], πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την επαναφύπνιση τού φιλοπόλεμου πνεύματος και την αντικατάσταση τού άθλιου κυνηγιού των δολαρίων από ένα αίσθημα αξιοπρέπειας.[34]

Δεν είναι τυχαίο που ο Βέμπερ ήταν μεταξύ των πρώτων που επισήμαναν την έλευση τού «αμερικανικού αιώνα» — όπως θα αποκληθεί, δύο δεκαετίες αργότερα, το φαινόμενο αυτό τής ακαταμάχητης ανόδου μιας νέας δύναμης προσηλωμένης στον στόχο τής «οικονομικής υπεροχής» και τής «παγκόσμιας ηγεμονίας» κατά το πρότυπο τής αρχαίας Ρώμης.[35]

Παρ’ όλ’ αυτά η βούληση απομυθοποίησης τής κοινότοπης μανιχαϊκής ερμηνείας τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης στην οποία προβαίνουν οι νικητές τού πολέμου δεν συνοδεύεται από κανένα αυτοκριτικό απολογισμό τής ιστορίας τού γερμανικού ιμπεριαλισμού, τής οποίας γνώστης ήταν δίχως άλλο ο Βέμπερ, αφού ήδη στα τέλη τού 19ου αιώνα είχε προβλέψει με βεβαιότητα το επικείμενο τέλος τού «διαλείμματος τού φαινομενικά ειρηνικού ανταγωνισμού» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.[36] Με το ενδιαφέρον του στραμμένο στον αγώνα ενάντια στον τσαρισμό, ο μεγάλος κοινωνιολόγος εξακολουθεί αντιθέτως να υποστηρίζει το γερμανικό σκεπτικό: η ίδια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν συμμεριζόταν, άλλωστε, την εκτίμηση ότι «ο πόλεμος ενάντια σε ένα τέτοιο σύστημα ήταν ένας δίκαιος πόλεμος»;[37] Ο αγώνας για τη «συντριβή τού τσαρισμού» δεν μπορούσε επομένως παρά να είναι ένας «καλός πόλεμος».[38] Αν και αντικείμενο αποδοκιμασίας, καθόσον ασκείται από τις δυνάμεις τής Αντάντ, ο δημοκρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται ως πλήρως νομιμοποιημένος στην περίπτωση τής ανατολικής εκστρατείας τής αυτοκρατορίας τού Γουλιέλμου τού Β΄. Στο τέλος όμως η εν λόγω ιδεολογία διαψεύδεται από τον ίδιο τον Βέμπερ, όταν δηλώνει ότι «έχουμε συντρίψει τον τσαρισμό, αλλά η αντιπαράθεσή μας με την Ανατολή δεν θα λάβει ποτέ τέλος».[39] Εν προκειμένω, η αιωνιότητα τής διαπάλης μοιάζει να παραπέμπει, όχι τόσο στα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος, όσο στην γεωπολιτική ή, ακόμη χειρότερα, στο μοτίβο τής αιώνιας αντίθεσης μεταξύ σλάβων και γερμανών. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που υπονοείται είναι ότι ο πόλεμος εναντίον τής Γαλλίας, μιας χώρας που ανέκαθεν ενδιαφερόταν να έχει «έναν αδύναμο γείτονα»,[40] δεν χρειάζεται καν να καταστεί αντικείμενο αυτοκριτικού αναστοχασμού — πόσο δε μάλλον ο επιβεβλημένος και δίκαιος πόλεμος εναντίον τής Ρωσίας: «Το δυστύχημα για μας ήταν ότι ο πόλεμος αυτός εξελίχθηκε σε πόλεμο εναντίον τής Δύσης, εναντίον τού αγγλοσαξωνικού κόσμου».[41]

Είναι αλήθεια ότι εν μέσω τής διαμάχης που ξέσπασε για την «ευθύνη» και τις «φρικαλεότητες» τού πολέμου ο Βέμπερ δεν θα διστάσει να καταγγείλει τον «προφανώς παράνομο» και απάνθρωπο «αγγλικό ναυτικό αποκλεισμό» που προκάλεσε «επτακόσια πενήντα χιλιάδες περίπου» θύματα μεταξύ τού αμάχου γερμανικού πληθυσμού.[42] Και όμως, η βαθύτερή του πρόθεση από πλευράς ιστοριογραφίας και πολιτικής συνίσταται στη θεραπεία τού ατυχούς σχίσματος ανάμεσα στη Γερμανία και τις αγγλοσαξωνικές χώρες και στην αποκατάσταση τής ενότητας τού πολιτισμένου κόσμου, θέτοντας, για το σκοπό αυτό, στο εδώλιο των κατηγορουμένων την τσαρική και μετέπειτα μπολσεβίκικη Ρωσία. Η ίδια τάση συναντάται αργότερα και στον Σμιτ, ο οποίος, ήδη από τα πρώτα χρόνια τού μεσοπολέμου, θα καταδικάσει τον αγγλικό «θαλάσσιο πόλεμο» και «ναυτικό αποκλεισμό» ως μορφές ολικού πολέμου που καταργούν την «ηπειρωτική διάκριση μεταξύ εμπολέμων και αμάχων» και πλήττουν αδιακρίτως «το σύνολο τού πληθυσμού τής ζώνης στην οποία επιβάλλεται ο αποκλεισμός».[43] Κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο, ο Σμιτ θα επαναλάβει την καταγγελία του αυτή, όσον αφορά ειδικότερα τις πολεμικές επιδόσεις τού αγγλοαμερικανικού αεροστόλου, υποστηρίζοντας ότι δυνητικά επρόκειτο για έναν «καθαρά εξοντωτικό πόλεμο».[44] Εντούτοις, ο γερμανός δημοσιολόγος θα επιρρίψει, κατ’ ανάλογο τρόπο, το μεγαλύτερο μερίδιο τής ευθύνης για την εμφάνιση τού ολικού πολέμου, όπως επίσης και για τις γενοκτονίες και τις σφαγές που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα, στην επαναστατική παράδοση, τής οποίας επιστέγασμα ήταν η μπολσεβίκικη οκτωβριανή επανάσταση. Σύμφωνα με τον Σμιτ, το σφάλμα των δυτικών εχθρών τής Γερμανίας συνίστατο κυρίως στο ότι έθεσαν σε κρίση το jus publicum europeum [ευρωπαϊκό δημόσιο δίκαιο], διακυβεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ενότητα τού πραγματικά πολιτισμένου κόσμου.

Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει και τις κριτικές αναφορές τού Νόλτε στα γεγονότα τής Δρέσδης ή την εκτίμησή του για την ύπαρξη μιας «σαφούς και απροκάλυπτης γενοκτονικής» πρόθεσης εκ μέρους τού Τσέρτσιλ, όταν ο τελευταίος δήλωνε, σε ομιλία του το 1941, ότι:

Υπάρχουν σήμερα λιγότεροι από 70 εκ. κακοήθεις ούννοι, εκ των οποίων ορισμένοι είναι ιάσιμες περιπτώσεις, ενώ άλλοι είναι, για να το πω απλά, για σκότωμα· πολλοί εξ αυτών συμμετέχουν ήδη ενεργά στην καταπίεση των αυστριακών, των τσέχων, των πολωνών, των γάλλων και πολλών άλλων ιστορικών, αρχαίων φυλών, τις οποίες λεηλατούν και καταδυναστεύουν.[45][i]

Προς επίρρωση τής θέσης του, ο γερμανός ιστορικός θα αποδώσει τη λέξη «others» που χρησιμοποιεί ο Τσέρτσιλ ως «die Anderen», έτσι ώστε το υποτιθέμενο νόημα να είναι ότι θα έπρεπε να εξοντωθούν όλοι οι υπόλοιποι γερμανοί εκτός από τους ελάχιστους που θα μπορούσαν να «ανανήψουν». Και όμως, για μια ακόμη φορά και παρά την μάλλον ακραία αυτή υπερβολή (δεδομένου τού ότι, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, ο άγγλος πολιτικός είχε πράγματι κατά νου ένα σχέδιο μαζικής εκκαθάρισης των «ούνων»), ο Νόλτε θα εστιάσει τα πυρά του στην ασιατική και μπολσεβίκικη βαρβαρότητα. Η σύγκλιση των πολλαπλών οπτικών ανάλυσης τού δεύτερου τριακονταετή πολέμου με κοινό πλέον παρονομαστή την κατηγορία τού διεθνούς εμφυλίου επιτελείται σε συνάρτηση με την απόδειξη τής πρότασης ότι η μοναδική γνήσια αντίφαση των υπό εξέταση δεκαετιών είναι αυτή τής σύγκρουσης ανάμεσα στη Δύση συνολικά (συμπεριλαμβανομένης εδώ και τής Γερμανίας) και τον κομμουνισμό. Ως εκ τούτου, όμως, καθίσταται δυσεξήγητο το γεγονός τής μη εμπλοκής τής Σοβιετικής Ένωσης στην παγκόσμια σύρραξη πριν από την έναρξη τής επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Εν προκειμένω, ο γερμανός ιστορικός επιχειρεί να παρακάμψει τη δυσκολία αυτή επισημαίνοντας απλώς τον «παράδοξο» χαρακτήρα των εν λόγω εξελίξεων.[46]

Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και τον Α. Χίλγκρουμπερ, ο οποίος είναι αλήθεια ότι εφιστά την προσοχή στο ότι ήταν η αγγλική κυβέρνηση που πίεζε για τη «μαζική μεταφορά πληθυσμών από τα ανατολικογερμανικά εδάφη και τη Σουδητία», καθώς και στο ότι η ιδέα τής «εκτόπισης στη Σιβηρία των γερμανών τής Ανατολικής Πρωσίας και τής Άνω Σιλεσίας» διατυπώθηκε το πρώτον από τον άγγλο υφυπουργό Σάρτζεντ. Ο γερμανός ιστορικός μάλιστα θα σκιαγραφήσει το πορτραίτο ενός Στάλιν που ενδίδει, με μισή καρδιά, «στις πιέσεις τού Μπένες [;] για τη βίαιη μετακίνηση των γερμανών σουδητών από το έδαφος τής ανασυσταθείσης Τσεχοσλοβακίας».[47] Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτές αποδεικνύονται ασήμαντες, όταν έρχεται η στιγμή τού γενικού απολογισμού. Ξανά και ξανά, η «βαρβαρότητα» εντοπίζεται εκτός τής Δύσης — στους κόλπους τής οποίας η Γερμανία προσδοκά να γίνει ξανά δεκτή με όλες τις πρέπουσες τιμές. Εδώ αναγνωρίζουμε την κοινή κατευθυντήρια γραμμή τού φαινομένου τού γερμανικού αναθεωρητισμού στο σύνολό του. Τα εγκώμια και οι ευχαριστίες εκ μέρους τού Νόλτε κάθε άλλο παρά εμποδίζουν τον Φυρέ, όταν ασχολείται με τη συγγραφή τής ιστορίας τού 20ού αιώνα, να ταυτιστεί με την εμπειρία των πρωταγωνιστών τής αντι-γερμανικής σταυροφορίας. Και, όπως συμβαίνει και με τις συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, βλέπουμε και εδώ να επιχειρείται, στο μέτρο τού δυνατού, η δημιουργική ανασύνθεση των διαφόρων ρευμάτων τού αναθεωρητισμού στη βάση τής αποκατάστασης τής ενότητας τής Δύσης και τής καταγγελίας τού ανατολίτικου-μπολσεβίκικου Οκτώβρη.

Εκείνο λοιπόν που προέχει είναι να ξαναγραφεί η ιστορία τής ΕΣΣΔ. Πρόσφατα δε κυκλοφόρησαν και βιβλία που επιχειρούν να δείξουν ότι η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα προηγήθηκε μόλις τής επίθεσης που είχε προγραμματιστεί από τον Στάλιν κατά τής Γερμανίας.[48] Αυτή όμως η θέση κινδυνεύει να υπονομεύσει μια από τις βασικές κατηγορίες τού κατηγορητηρίου εναντίον τής μπολσεβίκικης επανάστασης, που, όπως μας πληροφορεί ο Φυρέ, θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος το οποίο θα τιμούσε μέχρι τέλους τη συμμαχία του με τον Χίτλερ. Πιθανώς για να αποφύγει αντιφάσεις αυτού τού είδους, ο ιστορικός αναθεωρητισμός προκρίνει μια διαφορετική επιχειρηματολογική στρατηγική. Επιχειρείται επομένως να δειχθεί ότι ο πόλεμος τής ΕΣΣΔ εναντίον τής Γερμανίας είναι ανάλογος με αυτόν που εξαπέλυσε το Γ΄ Ράιχ με την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα· υποστηρίζεται έτσι ότι η σοβιετική πολεμική αντεπίθεση στο έδαφος τής ανατολικής Ευρώπης προκαλεί αδιακρίτως θύματα μεταξύ των κρατουμένων πολέμου και τού άμαχου πληθυσμού. Πέραν τής κατανοητής επιθυμίας για εκδίκηση, τα δεδομένα αυτά μοιάζουν να παραπέμπουν, σύμφωνα με τον Χίλγκρουμπερ, στον εγγενώς «βάρβαρο» χαρακτήρα «τής σοβιετικής αντίληψης για τον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου».[49]

Ο a priori χαρακτήρας τής δήλωσής αυτής συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι ο ιστορικός δεν επιχειρεί καν να προβεί σε μια συγκριτική ανάλυση με τα τεκταινόμενα στα άλλα μέτωπα τού Β΄ ΠΠ ή με τη συμπεριφορά που επέδειξαν τα αντι-μπολσεβίκικα ρωσικά στρατεύματα που, σε συνεργασία με τους Ναζί, έσπειραν τον τρόμο σε περιοχές όπως η Καρνία.[50][ii] Κυρίως όμως απουσιάζει κάθε μορφή συγκριτικής ανάλυσης με τη συμπεριφορά τού τσαρικού στρατού στην ανατολική Πρωσία είκοσι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης. Στις 23 Αυγούστου τού 1914, ένας συνεργάτης τού Λούντερντορφ σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Δεν υπήρξε και, αναμφίβολα, δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά άλλος πόλεμος σαν αυτόν, όπου οι συγκρούσεις έφθασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα κτηνώδους βίας. Οι ρώσοι κατακαίουν και καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους».[51] Ομοίως, στο έργο τού Χίλγκρουμπερ, απουσιάζει κάθε προσπάθεια αυτοκριτικού στοχασμού όσον αφορά τη συμβολή που είχε ήδη παράσχει η προχιτλερική Γερμανία στην ερμηνεία μέσα από ένα φυλετικό πρίσμα τής πάλης μέχρι θανάτου που εκτυλισσόταν στην Ανατολή. Στις παραμονές τού πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Γουλιέλμος ο Β΄ βλέπει να διαγράφεται στον ορίζοντα «η τελική μάχη ανάμεσα στους σλάβους και τους γερμανούς»· «δεν πρόκειται καθόλου για ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα, αλλά για ένα καθαρά φυλετικό ζήτημα […]. Το ερώτημα πλέον είναι αν, στην Ευρώπη, θα ανήκει κανείς ή όχι στη γερμανική φυλή».[52] Οι πολεμικοί στόχοι προς επίτευξη είναι επίσης πρωτοφανείς. Το Β΄ Ράιχ επιδιώκει να «προκαλέσει τη διάσπαση τής Ρωσίας, προκειμένου να απωθηθεί ο ανατολικός γείτονας στα προγενέστερα σύνορα, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί προ τής βασιλείας τού Μεγάλου Πέτρου».[53] Μετά την ειρήνη τού Μπρεστ-Λίτοβσκ και το ξέσπασμα τού εμφυλίου, ιθύνοντες κύκλοι τής βιλχελμιανής αυτοκρατορίας στοιχημάτιζαν όχι μόνο σε μια ενδεχόμενη μελλοντική επέκταση των εδαφικών κατακτήσεων, αλλά ακόμη και στην ολοκληρωτική αποσύνθεση τής Ρωσίας. Για τον Γουλιέλμο τον Β΄, «δεν [υπήρχε] καμία δυνατότητα για ειρήνη μεταξύ σλάβων και γερμανών».[54] Αυτό ακριβώς το πρόγραμμα κληρονόμησε και ριζοσπαστικοποίησε ο Χίτλερ.

Η θέση, άλλωστε, τού Χίλγκρουμπερ διαψεύδεται και από τα κείμενα και τις πηγές που περιέχονται στον συλλογικό τόμο στον οποίο παραπέμπει.[55] Υπήρξαν βέβαια κάποια περιστατικά σφαγών, αλλά συγχρόνως απευθύνθηκαν εκκλήσεις από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές προς τους στρατιώτες, προκειμένου να αντιμετωπισθούν με αξιοπρέπεια και σεβασμό οι αιχμάλωτοι πολέμου και ο άμαχος πληθυσμός και να αποφευχθούν «συμπεριφορές ανάρμοστες για τον Κόκκινο Στρατό»· διαβάζουμε, επί παραδείγματι, για τις επανειλημμένες παραινέσεις και συστάσεις όσον αφορά τον διαχωρισμό των καλών από τα σάπια μήλα στο εχθρικό στράτευμα, δεδομένου ότι «καθήκον μας είναι να φροντίσουμε ώστε ο γερμανός στρατιώτης να συμπαραταχθεί στο πλευρό τού Κόκκινου Στρατού». Θα μπορούσε ακόμη κανείς να μείνει απλώς στη διαπίστωση τού επιμελητή τού εν λόγω συλλογικού τόμου, ότι δηλαδή οι άνωθεν εντολές βρίσκονταν σε προφανή αναντιστοιχία με την πραγματική συμπεριφορά στα πεδία των μαχών και τα κατεχόμενα εδάφη.[56] Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι τις πρώτες μέρες τού Φεβρουαρίου τού 1945 οι σοβιετικές αρχές κατέβαλαν «κάθε προσπάθεια για να μετριάσουν το εκδικητικό μένος των στρατιωτών τους», οι οποίοι, διασχίζοντας «ορισμένες από τις πλέον κατεστραμμένες από τον δεύτερο τριακονταετή πόλεμο περιοχές»,[57] βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα κάνει τον Ρούσβελτ να πει ότι «διψάει για το αίμα των γερμανών». Όσον δε αφορά τους σοβιετικούς στρατιώτες, είναι αδιαμφισβήτητη η σημασία τού κινήτρου τής προσωπικής εκδίκησης που επιδίωκαν να πάρουν οι νεοσύλλεκτοι χωρικοί — ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των οποίων είδαν συγγενικά τους πρόσωπα να εκτελούνται, να βασανίζονται ή να εκτοπίζονται ως δούλοι των κατακτητών. Δεν τίθεται καν θέμα ύπαρξης σχεδίου πολιτικής εξόντωσης. Για παράδειγμα, είναι κάθε άλλο παρά τυχαίο το ότι «οι πράξεις βαρβαρότητας που διεπράχθησαν από τους ρώσους» αντιμετωπίσθηκαν συχνά από το στρατιωτικό επιτελείο με αυστηρότατα μέτρα καταστολής, όπως ήταν η καταδίκη των υπευθύνων σε ποινές υπηρεσίας στα «πειθαρχικά τάγματα».[58]

Από την άλλη, όμως, πλευρά, ο ίδιος ο Χίλγκρουμπερ επισημαίνει το γεγονός ότι «η ιδέα μιας εθνοφυλετικής ανασύνθεσης τής περιοχής» πρωτοεμφανίστηκε «στη διάρκεια των εθνοτικών διαμαχών στην περιφέρεια τής Ευρώπης», ήδη κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο[59] και, επομένως, σε χρονικό σημείο προγενέστερο τής οκτωβριανής επανάστασης. Υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για την προαναφερθείσα αναφορά στη «σοβιετική αντίληψη για τον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου» πέραν τής ιδεολογικής προκατάληψης βάσει τής οποίας επιχειρείται η εξίσωση τής ναζιστικής με την κομμουνιστική «βαρβαρότητα»; Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η σαφής διαφορά μεταξύ των όρων τής σύγκρισης προκύπτει από την εικόνα που σκιαγραφεί ο ίδιος ο γερμανός ιστορικός: ο Χίτλερ επιδίωκε να «οικοδομήσει στα ερείπια τής ΕΣΣΔ μια γερμανική αυτοκρατορία μέσω τής εξαφάνισης τής μπολσεβίκικης άρχουσας τάξης, τού μαζικού αποδεκατισμού τού σλαβικού πληθυσμού και τής συστηματικής εξόντωσης των εβραίων»·[60] ο «πραγματικός αγώνας για επιβίωση» στον οποίο υποχρεώθηκε να επιδοθεί η ΕΣΣΔ ώθησε τον Στάλιν να «ενισχύσει την ασφάλεια τής χώρας μέσω τής επέκτασης προς δυσμάς τής σοβιετικής επικράτειας, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο συνεπαγόταν την αναστροφή ή ανατροπή τής πολιτικής δημιουργίας “υγειονομικού κλοιού” που είχε πρωτοεφαρμοστεί τη διετία 1919-20 με σαφώς εχθρικές προθέσεις έναντι τής ΕΣΣΔ»[61]. Είναι προφανές ότι ο σκοπός τής ένταξης τής Γερμανίας στη σφαίρα επιρροής τής Μόσχας, για την επιδίωξη τού οποίου χρησιμοποιήθηκαν, ομολογουμένως, σκληρότατα μέσα, δεν έχει καμία σχέση με το χιτλερικό σχέδιο περιαγωγής των «ιθαγενών» τής ανατολικής Ευρώπης στο καθεστώς των ερυθρόδερμων τής Βορείου Αμερικής.

Δεν έχει νόημα να κατηγορεί κανείς το καθεστώς που γεννήθηκε από την οκτωβριανή επανάσταση για το ότι αποδύθηκε σε έναν αγώνα που έλαβε τα χαρακτηριστικά τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου και, συγχρόνως, σε έναν πόλεμο φυλετικής εξολόθρευσης. Αυτές οι δύο μορφές σύγκρουσης διαφέρουν ριζικά, καθόσον βασίζονται σε διαφορετικούς τύπους «αποπροσδιορισμού» [déspécification][iii] που δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι το όριο ανάμεσα στον ηθικοπολιτικό και τον νατουραλιστικό «αποπροσδιορισμό» είναι ασταθές και ευμετάβλητο και ότι ορισμένες δηλώσεις και εκκλήσεις, το περιεχόμενο των οποίων στόχευε στην απανθρωποποίηση τού γερμανικού λαού στο σύνολό του, υπερέβησαν το όριο αυτό. Εδώ όμως γίνεται αισθητό το βάρος τής παλιότερης πολιτικο-πολιτισμικής παράδοσης και όχι τής υποτιθέμενης πολεμικής ιδεολογίας τής οκτωβριανής επανάστασης. Θα δούμε στη συνέχεια ότι οι Σοβιετικοί κατέβαλαν συστηματικές προσπάθειες προκειμένου να πάρουν με το μέρος τους όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες, αξιωματικούς και ακόμα και στρατηγούς τού εχθρικού στρατού. Το ξέσπασμα τού εμφυλίου στη Γερμανία προϋπόθετε τον κάθετο διχασμό τής χώρας και όχι τη μονολοθική αντιμετώπισή της ως μιας ενιαίας μάζας καταδικασμένης σε εξαφάνιση. Ακόμη και από τον ίδιο τον Νόλτε αναγνωρίζεται «ένα προτέρημα στον σοβιετικό κομμουνισμό»:

Κατά τη διάρκεια τού πολέμου, [ο κομμουνισμός] υιοθέτησε για μικρό μόνο διάστημα την αποκαλούμενη σήμερα «ρατσιστική» θεώρηση («Σλάβοι εναντίον Γερμανών»), πριν ασπαστεί εκ νέου την αντίληψη ότι ο γερμανικός λαός αποτελούνταν από εθνικοσοσιαλιστές ή φασίστες, από αντιφασίστες, από μη εθνικοσοσιαλιστές και τέλος από αντι-εθνικοσοσιαλιστές. Το περί ου ο λόγος «υποκείμενο» συγκροτούνταν στη βάση τού εθνικο-σοσιαλισμού ή και στη βάση τού μονοπωλιακού κεφαλαίου που υποκρυπτόταν πίσω από αυτόν. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας μάλλον ιστορικής αντίληψης, την ίδια μάλιστα στιγμή που στη Δύση, όλως παραδόξως, εμφανιζόταν μια θεώρηση που αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, πιστό αντίγραφο τής προσφιλούς στον εθνικοσοσιαλισμό αντίληψης, σύμφωνα με την οποία οι λαοί αποτελούσαν τα μόνα υποκείμενα. Η πολεμική φιλολογία των συμμάχων απέπνεε την ίδια αίσθηση υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που οδηγεί από τον Αρμίνιο στον Χίτλερ ή από τον Λούθηρο στον Χίτλερ κ.ο.κ.[62]

Με τη σειρά της, η ιστορικός Ντέμπορα Ε. Λίπσταντ, υιοθετώντας θέσεις διαμετρικά αντίθετες από αυτές τού αναθεωρητισμού, έρχεται να καταδικάσει τους κομμουνιστές, επειδή δίδαξαν ότι «οι φασίστες (και όχι οι γερμανοί) ήταν εκείνοι που σκότωναν τους κομμουνιστές (και όχι τους εβραίους)», αναιρώντας έτσι το «χαρακτηριστικά εβραϊκό στοιχείο τής τραγωδίας» που διαδραματίστηκε στο Γ΄ Ράιχ.[63] Όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόκειται για έναν προβληματικό, αν όχι εντελώς αυθαίρετο, ισχυρισμό. Τουλάχιστον εδώ αναγνωρίζεται, έστω και με τίμημα την ανωτέρω ιδιαίτερα αρνητική αξιολογική κρίση, ότι η μαρξιστική διδασκαλία όσον αφορά την ανάλυση τού συγκεκριμένου παρεμπόδισε ή απέτρεψε την ταύτιση των γερμανών με τους ναζί.

Δίνοντας έμφαση στα αντικειμενικά γνωρίσματα τού ιμπεριαλισμού, ο Λένιν είχε αρνηθεί να καταλογίσει την αποκλειστική ευθύνη για το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ στη Γερμανία βάσει τής καθαρά ανεδαφικής κατασκευής ενός υποτιθέμενα φιλοπόλεμου γερμανικού λαού που, στη συντριπτική του πλειοψηφία και καθ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, χαρακτηριζόταν από άκρατο μιλιταρισμό. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι, κατά τη σύναψη τής ειρήνης τού Μπρεστ-Λιτόφσκ, που ο Λένιν καταδίκασε ως ληστρική, ο μπολσεβίκος ηγέτης συνέκρινε την πάλη τής νέας σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό με τον αγώνα ενάντια στην εισβολή και κατοχή τού στρατού τού Ναπολέοντα, που είχε στο παρελθόν διεξάγει η Πρωσία, κάτω όμως από την ηγεσία των Χοεντσόλερν, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να διστάσει να χαρακτηρίσει τον ίδιο τον Ναπολέοντα «πειρατή που δεν διέφερε σε τίποτα από τους σημερινούς Χοεντσόλερν».[64] Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αντίδρασης και προόδου, όπως και μεταξύ των δυνάμεων τής ειρήνης και τού πολέμου, δεν μπορεί να καθοριστεί άπαξ και διαπαντός και, εν πάση περιπτώσει, δεν δύναται ποτέ να ταυτιστεί με κάποια εθνικά σύνορα. Επομένως, είναι αναγκαία κάθε φορά η συγκεκριμένη ανάλυση τής συγκεκριμένης κατάστασης. Και ενώ αρχικά ο Λένιν θα επικαλεστεί — την ίδια ακριβώς ώρα που ο στρατός τού Γουλιέλμου κατάγει περιφανείς νίκες — το ενδεχόμενο εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό ακόμη και εντός τής Ευρώπης, δεν θα διστάσει, στη συνέχεια, να καταγγείλει την εθνική καταπίεση την οποία υφίσταται ο γερμανικός λαός. Είτε εξαιτίας των οικονομικών ρητρών που περιελήφθησαν στη συνθήκη των Βερσαλιών, είτε επειδή, μέσω τής ρήτρας ενοχής, καταλογίστηκε στη Γερμανία η πλήρης ευθύνη για τον πόλεμο, η εν λόγω συνθήκη εμφανίζεται στα μάτια τού μπολσεβίκου ηγέτη ως εξαιρετικά εκδικητική και βάρβαρη, ακόμη και εν συγκρίσει με εκείνη τού Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά έκφραση τής ίδιας ιμπεριαλιστικής αρπακτικότητας, την οποία οι δυνάμεις τής Αντάντ θεωρούν, αδίκως, ότι συνιστά εγγενές χαρακτηριστικό των γερμανών ή καλύτερα των ούννων. Στο λενινιστικό εννοιολογικό σύμπαν δεν έχει θέση η φυλετική ταυτοποίηση των γερμανών ως ούννων ή ως βανδάλων, μια μορφή φυλετικοποίησης που, όπως θα δούμε, αντιθέτως, εξαπλώνεται στις τάξεις των δυτικών εχθρών τής Γερμανίας.

Από μια άλλη άποψη, η επαναστατική ρήξη διαιρεί στα δύο την ίδια τη ρωσική ιστορία: οι πρώτες φασιστικές συμμορίες, οι επονομαζόμενες «λευκές φρουρές», παρομοιάζονται από τον Λένιν με τις μαύρες εκατονταρχίες, τις ένοπλες συμμορίες τής αντίδρασης στην τσαρική Ρωσία. Διδασκόμενος από τη συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία, ο Κίροφ, λίγο μετά την άνοδο τού Χίτλερ στην εξουσία, θα αποκηρύξει «τον γερμανικό φασισμό, με τον αντισημιτισμό του, την ιδεολογική του εμμονή στις διώξεις και τα πογκρόμ, την αντίληψη περί ανώτερων και κατώτερων φυλών» ως ιδεολογικό απόγονο των «μαύρων εκατονταρχιών».[65] Η χιτλερική εισβολή δεν αρκεί για να γεφυρωθεί το ρήγμα που υπέστη η ρωσική ιστορία. Παρά τις ανείπωτες απώλειες και καταστροφές που προκλήθηκαν από την επίθεση και παρά το ότι το επιθετικό εγχείρημα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο συνέχειας που ανάγεται στο απώτερο παρελθόν των τευτόνων ιπποτών, τους οποίους εξάλλου επικαλείται ρητά ο «Αγών μου»,[66] ο Στάλιν δεν είναι καθόλου πρόθυμος να προβεί στη φυλετικοποίηση και τη συλλήβδην καταδίκη τού γερμανικού λαού. Όπως δηλώνει τον [Φεβρουάριο] τού 1942:

Θα ήταν γελοίο να ταυτίσουμε την χιτλερική κλίκα με τον γερμανικό λαό ή με το γερμανικό κράτος. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι Χίτλερ έρχονται και φεύγουν, αλλά το γερμανικό κράτος, ο γερμανικός λαός μένει. Η δύναμη τού Κόκκινου Στρατού έγκειται στο γεγονός ότι δεν τρέφει, δεν μπορεί να τρέφει κανένα φυλετικό μίσος για κανέναν λαό, ούτε ακόμη και για τον γερμανικό λαό. [67][iv]

Επομένως, η στάση τού Στάλιν δείχνει πόσο ελάχιστα ήταν διατεθειμένος να ταυτίσει την ιστορία τής Γερμανίας με αυτή τού Γ΄ Ράιχ, πράγμα που, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε, όταν απηύθυνε μια φλογερή έκκληση για εθνική ενότητα στον «πατριωτικό αγώνα» ενάντια στον εισβολέα, να καταδικάσει το ναζιστικό καθεστώς ως συνέχεια, από πλευράς ορισμένων ουσιωδών πτυχών, τού τσαρικού καθεστώτος που κατέρρευσε μετά τη ρωσική επανάσταση:

Το χιτλερικό καθεστώς είναι ουσιαστικά αντίγραφο τού αντιδραστικού εκείνου καθεστώτος που υπήρχε στη Ρωσία με τον τσαρισμό. Είναι γνωστό, πως οι χιτλερικοί με την ίδια προθυμία καταπατούν τα δικαιώματα των εργατών, τα δικαιώματα των διανοουμένων και τα δικαιώματα των λαών, όπως τα καταπατούσε το τσαρικό καθεστώς, πως με την ίδια προθυμία οργανώνουν μεσαιωνικά πογκρόμ κατά των Εβραίων, όπως τα οργάνωνε και το τσαρικό καθεστώς.
Το χιτλερικό κόμμα είναι κόμμα των εχθρών των δημοκρατικών ελευθεριών, κόμμα τής μεσαιωνικής αντίδρασης και των πιο φανατικών πογκρόμ.

Δεν πρόκειται για κάποιο μεμονωμένο περιστατικό· οι ναζί στιγματίζονται διαρκώς ως «πρωταγωνιστές των πογκρόμ», ενώ επίσης υπογραμμίζεται ότι επιχειρούν, εις μάτην, να συγκαλύψουν ή να εξωραΐσουν τον «πογκρομιστικό, αντιδραστικό τους χαρακτήρα».[68] Ανεξάρτητα από την όποια ηθικο-πολιτική αξιολόγηση τού Στάλιν, δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι, στη βάση τής λενινιστικής διδασκαλίας, ο σοβιετικός ηγέτης επισήμανε ότι οι γενεσιουργές αιτίες και οι συγκεκριμένες εκφάνσεις τού πολέμου «δεν μπορούν να αναχθούν στην ιδιοσυγκρασία των γιαπωνέζων ή των γερμανών».[69] Όταν, προς το τέλος τού πολέμου, ο συγγραφέας Έρενμπουργκ, σε μια στιγμή αδυναμίας, δήλωσε ότι οι γερμανοί ήταν «όλοι τους ίδιοι», η Πράβδα παρενέβη καταδικάζοντας απερίφραστα τις στερεοτυπικές αυτές αντιλήψεις και υπενθυμίζοντας την προαναφερθείσα δήλωση τής 23ης Φεβρουαρίου τού 1942 τού σοβιετικού ηγέτη.[70] Δεν αποκλείεται βεβαίως η στάση αυτή να υπαγορεύτηκε για λόγους προπαγάνδας ή, εξίσου πιθανό, να ήταν απόρροια διπλωματικών υπολογισμών. Ωστόσο, αυτό δεν ακυρώνει ούτε στο ελάχιστο τη σημασία της.

4.3 Το δράμα τής γερμανικής κουλτούρας: Από τον Σουμπέτερ στον Χάμπερμας

Δίπλα στην ιστοριογραφική και πολιτισμική παράδοση που έλκει την καταγωγή της από το έργο τού Νόλτε και τού Χίλγκρουμπερ εμφανίζεται στη Γερμανία και μια άλλη, φαινομενικά αντίθετη προς αυτή προσέγγιση, η οποία βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι, υιοθετώντας δουλικά την ιδεολογία των νικητών, συμβάλλει στην προαγωγή τής ειρηνικής και δημοκρατικής αναγέννησης τής χώρας. Στις ηττημένες Κεντρικές Αυτοκρατορίες, τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο, οι φιλελεύθεροι κύκλοι, καθώς και οι κύκλοι που ήταν ιδεολογικά συγγενείς με τη μερίδα εκείνη τής σοσιαλδημοκρατίας που αφενός μεν ήθελε να ξεχαστεί η ψήφος της υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, αφετέρου δε ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει την επιρροή τού Λένιν, φάνηκαν να υιοθετούν το σκεπτικό τού «δημοκρατικού παρεμβατισμού» τής Αντάντ. Ενώ λοιπόν ο μεγάλος ρώσος επαναστάτης εντόπιζε τις αιτίες τού Α΄ ΠΠ στην αντικειμενική διαλεκτική τού καπιταλισμού και τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, βλέπουμε τώρα τον Κάουτσκι και τον Χίλφερντιγκ να υπογραμμίζουν τις ριζικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ τού αγγλοσαξωνικού κόσμου και τής Γερμανίας: από τη μια μεριά καταβάλλεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εξιδανικευμένη εικόνα των υποτιθέμενα «φιλειρηνικών» αγγλοσαξωνικών χωρών, με ειδική μάλιστα αναφορά στον αμερικανό πρόεδρο Γουίλσον, ενώ, από την άλλη, η Γερμανία στιγματίζεται ως η μόνη γνήσια κοιτίδα τού μιλιταρισμού, αλλά και ως η έδρα τής λατρείας τού κράτους και τής σύμφυτης με αυτό «βούλησης», η οποία κατευθύνεται «προς την κατάφαση και ενίσχυση τής ισχύος του».[71]

Στη συνέχεια, η εν λόγω θεώρηση θα τύχει πληρέστερης «επιστημονικής» επεξεργασίας στο έργο τού Γιόζεφ Σουμπέτερ, που είχε διατελέσει υπουργός οικονομικών τής Αυστρίας από το 1919 έως το 1920. Σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, ο ιμπεριαλισμός, αντί να αποτελεί το «ανώτατο στάδιο τού καπιταλισμού», όπως υποστήριζε ο Λένιν, δεν είναι παρά έκφραση τής επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχηματισμών και τής συναφούς «στενότητας πνεύματος». Ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τον εν λόγω ισχυρισμό χρησιμοποιείται το παράδειγμα των ΗΠΑ, οι οποίες μπόρεσαν, με ήπια μέσα, να εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους τον Καναδά, το Μεξικό, καθώς και άλλες αχανείς ζώνες τού δυτικού ημισφαιρίου, παραμένοντας πάντα πιστές στον ειρηνικό τους προσανατολισμό. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαφωτιστική περιγραφή και απεικόνιση τής εξωτερικής πολιτικής μιας μεγάλης δύναμης που, κατά την περίοδο που εξετάζει ο Σουμπέτερ, δεν διστάζει να ανάγει σε θεωρητικό δόγμα την αναγκαιότητα και τον επωφελή χαρακτήρα τής πολιτικής τής «ράβδου» [big stick policy]. Καθίσταται, εποµένως, προφανές ότι οι επανειλημμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις και επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική δεν θεωρούνται ότι υπάγονται στην κατηγορία τού πολέμου. Ο μεγάλος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος δεν υποψιάζεται καν ότι ακριβώς στο στοιχείο αυτό τής μη υπαγωγής εντοπίζεται από τον Λένιν η καταδικαστέα αλαζονεία που χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί «μια ολόκληρη σειρά πολέμων, που δεν θεωρούνταν πόλεμοι, γιατί συχνά ήταν μόνο μακελειό, όπου τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά στρατεύματα, οπλισμένα με τα πιο σύγχρονα όπλα εξόντωσης, εξολόθρευαν τους άοπλους και ανυπεράσπιστους κατοίκους των αποικιακών χωρών».[72]

Θα ήταν εύκολο κανείς να συγκρίνει τη θέση τού Σουμπέτερ με τον πολύ πιο ρεαλιστικό ιστορικό απολογισμό των αγγλοσαξώνων συγγραφέων. Χαρακτηριστικά διαφορετική και απαλλαγμένη από τέτοιες προκαταλήψεις είναι η στάση που υιοθετεί ο Κίσινγκερ, όταν πραγματεύεται την πολιτική των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική. Είδαμε, εξάλλου, ότι ο Βέμπλεν, με τον οποίο ασχολήθηκε ο Βέμπερ, προσπάθησε να κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα στην κατάκτηση των διεθνών αγορών και την εθνική καπιταλιστική οικονομία. Πίσω από αυτή την ανάλυση βρίσκεται η εμπειρία τής στενής σύνδεσης μεταξύ τής βιομηχανικής ανάπτυξης και τής διάδοσης τού «πολεμοχαρούς πνεύματος» στις ΗΠΑ. Το 1895, ο επιφανής αμερικανός γερουσιαστής Χένρι Κάμποτ Λοτζ, αφού εκθείασε τις αρετές τής χώρας του, η οποία είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υλοποίηση ενός προγράμματος «κατάκτησης, αποικισμού και επέκτασης που δεν [είχε] προηγούμενο μεταξύ των εθνών τού 19ου αιώνα», απαίτησε να υπάρξει μια νέα ισχυρή ώθηση προς τα εμπρός:

Μεταξύ τού Ρίο Γκράντε και τού Αρκτικού Ωκεανού πρέπει να κυματίζει η σημαία μίας και μόνης χώρας […]. Για τη διασφάλιση τής εμπορικής κυριαρχίας μας στον Ειρηνικό, πρέπει να θέσουμε υπό τον έλεγχό μας τα νησιά τής Χαβάης και να διατηρήσουμε την επιρροή μας στη Σαμόα.[73]

Εδώ βλέπουμε να αναγγέλλεται η έλευση τού «αμερικανικού αιώνα», που θα σημάνει τη σταδιακή αντικατάσταση τής ηγεμονίας τής Μεγάλης Βρετανίας από εκείνη των ΗΠΑ, τόσο από πλευράς βιομηχανικής ανάπτυξης, όσο και από πλευράς αποικιακής εξάπλωσης. Στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο βρετανός φιλελεύθερος Ρίτσαρντ Κόμπντεν διατυπώνει τις εξής αυτοκριτικές παρατηρήσεις:

Είμαστε η πλέον μαχητική και επιθετική κοινωνία που υπήρξε ποτέ από την εποχή τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από την επανάσταση τού 1688 και μετά, έχουμε ξοδέψει πάνω από 1,5 δις [στερλίνες] σε πολέμους που κανένας τους δεν έγινε στις ακτές μας ή για την υπεράσπιση των σπιτιών και των οικογενειών μας […]. Η εριστικότητά μας είναι ένα στοιχείο που ποτέ δεν διέφυγε τής προσοχής όλων όσων ασχολήθηκαν με τον εθνικό μας χαρακτήρα.[74][v]

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, στους προαναφερθέντες συγγραφείς και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση τού Σουμπέτερ, δεν υπάρχει κανένας κραυγαλέος εξωραϊσμός τού αγγλοσαξωνικού κόσμου και τής αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Ο Σουμπέτερ, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι η εγγενώς ειρηνική φύση τού αμερικανικού καπιταλισμού συνάγεται αβίαστα από την υποτιθέμενη άρνηση τής χώρας αυτής να συγκροτήσει «επαγγελματικό στρατό»· όπως όμως γνωρίζουμε, η χώρα που ο αυστροαμερικανός συγγραφέας επέλεξε ως πρότυπο διαθέτει σήμερα τεράστια στρατιωτική ισχύ, πράγμα που της επιτρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες επαγγελματιών στρατιωτών έτοιμων να επέμβουν οπουδήποτε στον κόσμο ή να βομβαρδίσουν οποιαδήποτε χώρα, ώσπου να την στείλουν πίσω στη «λίθινη εποχή». Δεν είναι όμως αυτό το εντυπωσιακότερο στοιχείο. Υποχρεωμένος να αναγνωρίσει τη δραστηριοποίηση κάθε άλλο παρά φιλειρηνικών δυνάμεων εντός των ίδιων των ΗΠΑ, ο Σουμπέτερ ισχυρίζεται, προκειμένου να παρακάμψει τη δυσκολία αυτή, ότι η αιτία τού φαινομένου δεν είναι άλλη από την ύπαρξη «προκαπιταλιστικών καταλοίπων» που συνδέονται με τα μεταναστευτικά ρεύματα από τις πλέον καθυστερημένες χώρες τής Ευρώπης![75] Στον πυρήνα, λοιπόν, τής «επιστημονικής» αυτής ερμηνείας τού ιμπεριαλισμού βρίσκονται μια σειρά εθνικά στερεότυπα, που εξάλλου βρίθουν από κραυγαλέες αντιφάσεις. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι οι ευρωπαίοι μετανάστες εντάχθηκαν μαζικά στις γραμμές τού σοσιαλιστικού και φιλειρηνικού κινήματος που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, καθώς και ότι, όταν κατήγγειλε την επεκτατική πολιτική τής χώρας του στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο Κόμπτεν έθεσε στο στόχαστρο τον «εθνικό χαρακτήρα» των άγγλων, που, όπως γνωρίζουμε, απετέλεσαν τον πρωταρχικό εθνοτικό κορμό τής αμερικανικής δημοκρατίας.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η ανάλυση και αξιολόγηση από τον Σουμπέτερ τού αμερικανικού καπιταλισμού στηρίζεται μάλλον στην αυτο-απολογητική εικόνα που η χώρα αυτή συνηθίζει να προβάλει προς τα έξω με σκοπό τον εξωραϊσμό τής παρουσίας και τής δράσης της στη διεθνή πολιτική σκηνή, παρά στην αντικειμενική πραγματικότητα των πολιτικών και κοινωνικών της σχέσεων. Παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν να προβληθούν και σε σχέση με άλλους συγγραφείς, όπως ο Χάγιεκ, ο Μίζες και ο Πόπερ (όλοι τους επίσης διανοούμενοι αυστριακής καταγωγής που, έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία τους να μετοικήσουν σε χώρες τού αγγλοσαξωνικού κόσμου, δεν έπαψαν ποτέ να τον εκθειάζουν με τον φανατικό ζήλο των νεοφώτιστων). Για να αντιληφθούμε περί τίνος πρόκειται, αρκεί να αντιπαραβάλουμε τις απόψεις τους για τον ρόλο τής Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ στους δύο παγκοσμίους πολέμους με τις σχετικές εκτιμήσεις συγγραφέων όπως ο Τέιλορ και ο Κίσινγκερ — για να μην αναφερθούμε καν στον Κέινς, που εξέφρασε κατά καιρούς την περιφρόνησή του απέναντι ακόμη και στον Γουίλσον!

Το φαινόμενο τής εσωτερίκευσης τής ιδεολογίας των νικητών τού πολέμου συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο, να έχει αντίκτυπο στη σύγχρονη γερμανική ιστοριογραφία. Η σημαντική μονογραφία τού Φριτς Φίσερ, η οποία δημοσιεύτηκε τη δεκαετία τού εξήντα, έχει το προτέρημα ότι καταρρίπτει μια για πάντα τον ευσεβή μύθο τής σταδιακής και ανεπαίσθητης ολίσθησης τού Β΄ Ράιχ στην τραγωδία τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης. Ωστόσο, ο ιστορικός επιμένει να θεωρεί ότι ο ιμπεριαλισμός είχε μία και μοναδική έκφανση, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει ότι η Γερμανία (συμπεριλαμβανομένης εδώ και τής χιτλερικής Γερμανίας), που, βέβαια, δεν ήταν η μοναδική ιμπεριαλιστική δύναμη,[76] αντιμετώπιζε πάντα με θαυμασμό και φθόνο το παράδειγμα τής βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο Χάμπερμας κινείται στο ίδιο πλαίσιο. Η οξεία του πολεμική εναντίον τού ιστορικού αναθεωρητισμού αναπτύσσεται στο όνομα τού εκθειασμού των «δυτικών μορφών ζωής».[77] Άθελά του ο γερμανός φιλόσοφος συναντά εδώ τον Νόλτε, που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, συνέδεσε το όνομά του με τη προσπάθεια κατάδειξης τού ασιατικού ή ανατολικού χαρακτήρα τού ναζισμού. Και, για μια ακόμη φορά, βλέπουμε, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, να πραγματοποιείται η απώθηση ή αποσιώπηση τής επιρροής που άσκησε η δυτική και κυρίως η αγγλοσαξωνική αποικιακή παράδοση στον χιτλερικό πόλεμο εξόντωσης και τα ιμπεριαλιστικά σχέδια τής ναζιστικής Γερμανίας.

4.4. Ο Πόλεμος στην Ασία: Λευκοί & Έγχρωμοι Πληθυσμοί

Ενώ από τη μια μεριά ο Χίλγκρουμπερ καταγγέλλει τον «βάρβαρο» τρόπο με τον οποίο διεξήγαγαν τον πόλεμο οι σοβιετικοί, από την άλλη ο Νόλτε υποχρεώνεται να αναγνωρίσει ότι τα φαινόμενα φυλετικοποίησης τού γερμανικού λαού ήταν περισσότερο διαδεδομένα στους δυτικούς εχθρούς τής Γερμανίας από ό,τι στην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με τον ιστορικό, πρόκειται για «προτέρημα» εγγενές στην έννοια και πρακτική τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου και, γενικότερα, στην επαναστατική παράδοση, η οποία όμως στιγματίζεται από τον ίδιο ως πηγή κάθε κακού. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, όπου η παράδοση αυτή έχει μικρή ή καθόλου επιρροή, η διαδικασία τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» τού εχθρού θα συναντά ελάχιστα προσκόμματα, κάτι που επαληθεύτηκε στη διάρκεια τού αμερικανοϊαπωνικού πολέμου. Είναι γνωστά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν από τους Ιάπωνες, οι οποίοι, σε αντίποινα για τους μαζικούς και αδιάκριτους βομβαρδισμούς των πόλεών τους, ξεσπούσαν πάνω στους αιχμαλώτους πολέμου, στέλνοντάς τους στο απόσπασμα ή, συχνότερα, μετατρέποντάς τους σε δούλους καταδικασμένους να πεθάνουν μαζικά από την εξάντληση και τις στερήσεις κατά την κατασκευή στρατιωτικών έργων.[78] Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά σε ένα ελάχιστα γνωστό κεφάλαιο τής ιστορίας. Η ιδεολογία που ενέπνεε τους αμερικανούς στρατιώτες περιγράφεται ως εξής: «το 90% εξ αυτών» θεωρούσαν ως «ισχυρότερα κίνητρα: α) τον εθνικισμό […], [και] β) τη φυλετική προκατάληψη» έναντι των εχθρών, που τους ενέτασσαν στην ίδια κατηγορία με τους «νέγρους» και τους οποίους συχνά αποκαλούσαν «τσακάλια», «πιθηκάνθρωπους» ή «υπάνθρωπους», στερώντας τους έτσι συστηματικά την ανθρώπινη υπόστασή τους.[79] Εναντίον αυτών των «υπανθρώπων», που, σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων τού αμερικανικού τύπου, συνιστούσαν «φυλετική απειλή», έπρεπε να διεξαχθεί ένας πολύ σκληρός «φυλετικός πόλεμος» — ο οποίος, πριν ακόμη λάβει χώρα η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, είχε χαρακτηρισθεί ως «ανηλεής» από τον τότε στρατηγό (και μετέπειτα υπουργό εξωτερικών) Τζορτζ Κ. Μάρσαλ.[80]

Ας δούμε τώρα τι συνέβαινε στο μέτωπο σύμφωνα με την εικόνα που μας δίνουν δύο αμερικανοί ιστορικοί, οι οποίοι, ας σημειωθεί, έχουν ελάχιστη σχέση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό:

Οι πεζοναύτες διασκέδαζαν χρησιμοποιώντας ως στόχο σκοποβολής τους ιάπωνες που τους πλησίαζαν για να παραδοθούν και ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση βλέποντας τα θύματά τους να πέφτουν στο έδαφος και να σφαδάζουν, ενώ τους τύλιγαν οι φλόγες των ναπάλμ. Τα ιαπωνικά κρανία δεν ήταν τα μόνα περιζήτητα τρόπαια: μεγάλη ζήτηση είχαν και τα χρυσά δόντια, που μερικές φορές τα αφαιρούσαν από το στόμα των ζωντανών θυμάτων τους χρησιμοποιώντας τη λαβή των μαχαιριών Κα-Μπαρ, που ήταν μέρος τού εξοπλισμού των πεζοναυτών.[81]

Αυτή είναι η οπτική των ιστορικών. Ας ακούσουμε όμως τι έχει να μας πει ένας πολεμικός ανταποκριτής τής εποχής:

Πυροβολήσαμε εν ψυχρώ αιχμαλώτους πολέμου, καταστρέψαμε νοσοκομεία, σφυροκοπήσαμε σκάφη και λέμβους διάσωσης· σκοτώσαμε ή κακομεταχειριστήκαμε τον άμαχο πληθυσμό και δώσαμε τη χαριστική βολή στους τραυματίες τού εχθρού· ρίξαμε σε λάκκους τους ημιθανείς μαζί με τους νεκρούς και, στον Ειρηνικό, βράσαμε τα κρανία τους, για να φτιάξουμε μπιμπελό για τις φιλενάδες μας, ενώ τα κόκαλα τού εχθρού κατέληξαν να γίνουν χαρτοκόπτες.[82]

Πεπεισμένος ότι «το κρανίο των ιαπώνων βρισκόταν περίπου 2.000 χρόνια πίσω σε εξέλιξη σε σχέση με το δικό μας», ένας διακεκριμένος ανθρωπολόγος έκρινε σκόπιμο να πληροφορήσει σχετικά τον αμερικανό πρόεδρο.[83] Πρόκειται για «ανακάλυψη», που, όπως πληροφορούμαστε, συνέβαλε στη χαλάρωση των συνηθισμένων αναστολών: «Θα ήταν ανάρμοστο ή ίσως και ιερόσυλο να μεταχειριστεί κάποιος με τον ίδιο τρόπο το κρανίο ενός γερμανού ή ενός ιταλού ή, με άλλα λόγια, το κρανίο ενός “λευκού”». Ο επικεφαλής τού αμερικανικού στόλου στον Ειρηνικό υποχρεώθηκε, εκ των υστέρων, να παρέμβει για να βάλει τέλος και να αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη παρόμοιων περιστατικών σε βάρος των «κίτρινων».[84]

Δεδομένης τής ύπαρξης τού φαινομένου τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» τού εχθρού, γίνεται κατανοητή η εμφάνιση σχεδίων που έτειναν να λάβουν τον χαρακτήρα γενοκτονίας. Ως ο μετριοπαθέστερος μεταξύ των εμπνευστών παρόμοιων σχεδίων αποδεικνύεται ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο οποίος για κάποιο διάστημα έπαιζε με την ιδέα τής αναγκαστικής στείρωσης («τους βάζουμε να περάσουν μέσα από ένα στενό διάδρομο και …. μπιζζζ … ακούγεται ο ήχος τής ηλεκτρικής συσκευής») ή με την ιδέα τής «αναγκαστικής υβριδοποίησής τους με τους ιθαγενείς των νότιων θαλασσών, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η ιαπωνική βαρβαρότητα». Ο γιος του Έλιοτ, πολύ πιο ευφάνταστος σε σύγκριση με τον πατέρα του, πρότεινε τον βομβαρδισμό τής εχθρικής χώρας «για να μειωθεί στο μισό ο άμαχος πληθυσμός».[85] Δεν έλειψαν βέβαια και ορισμένες ριζοσπαστικότερες ή δελεαστικότερες προτάσεις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο τού 1944, το 13 τοις εκατό των αμερικανών συμφωνούσαν με την ολοκληρωτική εξολόθρευση τού ιαπωνικού λαού· στο ερώτημα τι έπρεπε να γίνει με τη γονατισμένη και εξουθενωμένη ασιατική χώρα, μια ομάδα αξιωματικών, ειδικά εκπαιδευμένων για να αναλάβουν τη μελλοντική στρατιωτική διακυβέρνηση τής χώρας, έδωσαν την εξής απάντηση: «οι “κίτρινοι μπάσταρδοι” έπρεπε να αφεθούν να πεθάνουν από την πείνα».[86] Τέλος, ο πρόεδρος τής «War Manpower Commission»[vi] Πολ Β. Μακ Νατ τάχθηκε υπέρ μιας τρόπο τινά τελικής λύσης στο ιαπωνικό πρόβλημα, απαιτώντας την «ολική εξόντωση τού ιαπωνικού πληθυσμού».[87]

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο φαινόμενο τής φυλετικοποίησης και την εκστρατεία μαζικών βομβαρδισμών που εξαπέλυσαν οι αμερικανικές δυνάμεις με αποκορύφωμα την καταστροφή τής Χιροσίμα και τού Ναγκασάκι. Με δεδομένη την εξάπλωση τού μίσους ενάντια στους «κίτρινους» πριν ακόμη από τα γεγονότα τού Περλ Χάρμπορ και την επίσημη έναρξη τού πολέμου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σχέδια και οι προβλέψεις τού στρατηγού Τζορτζ Κ. Μάρσαλ, όσον αφορά τον επικείμενο «ανηλεή» πόλεμο, περιελάμβαναν και τη διεξαγωγή μαζικών και αδιάκριτων εμπρηστικών βομβαρδισμών, με δηλωμένο σκοπό την καταστροφή των εύφλεκτων κατασκευών από ξύλο και χαρτόνι στις πυκνοκατοικημένες ιαπωνικές πόλεις. Στην πραγματικότητα, αυτού τού είδους τα σχέδια ανάγονται στις αρχές τής δεκαετίας τού ’30. Στη διάρκεια τού πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν εκτός από εμπρηστικές βόμβες και βόμβες βραδείας ανάφλεξης, με αντικειμενικό σκοπό τη δυσχέρανση τού έργου των επιχειρήσεων διάσωσης.[88] Κατά τη στιγμή τής λήψης τής απόφασης για τη χρήση πυρηνικών όπλων, ο Τρούμαν θα προσπαθήσει να καταπνίξει τις επικριτικές φωνές και τις ηθικές του αναστολές λέγοντας τα εξής: «όταν έχω να κάνω με ζώα, οφείλω να συμπεριφερθώ αναλόγως»· «οι ιάπωνες διεξήγαγαν τον πόλεμο με τρόπο σκληρό, βάρβαρο και φαύλο».[89]

Το χρώμα τού δέρματος διαδραμάτισε βεβαίως καίριο ρόλο στις αμοιβαίες διαδικασίες φυλετικοποίησης. Ωστόσο, ο παράγοντας αυτός δεν πρέπει να ιδωθεί μεμονωμένα ή να απολυτοποιηθεί. Ενώ, από τη μια μεριά, η Ιαπωνία καλεί σε αγώνα ενάντια στις «λευκές αυτοκρατορίες»,[90] εντούτοις τα σοβαρότερα πολεμικά της εγκλήματα στρέφονται εναντίον των «κίτρινων» κορεατικών και κινεζικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν την επιπλέον ατυχία να αντιμετωπίζονται ως αποικιακοί λαοί, που η μοίρα τους είναι να υποδουλωθούν, να υποχρεωθούν σε καταναγκαστική εργασία ή να υποβληθούν σε πειράματα βακτηριολογικού πολέμου.[91] Ωστόσο, η ιδεολογία και η συμπεριφορά των αμερικανών παραπέμπει επίσης στην αποικιακή παράδοση. Οι κίτρινοι εχθροί εξομοιώνονται με τους μαύρους και τους ερυθρόδερμους και κατατάσσονται στους έγχρωμους πληθυσμούς. Η «χειροτεχνία» με υλικά τα κρανία ή τα κόκαλα των νεκρών εχθρών φέρνει στο νου τον πόλεμο εναντίον των αμερινδών, όταν ακόμα και ο ίδιος ο πρόεδρος Τζάκσον μοίραζε παρόμοια αναμνηστικά στις «κυρίες τού Τενεσί».[92] Ο αμερικανός ιστορικός Φάσελ, στον οποίο αναφέρθηκα επανειλημμένα, παρομοιάζει την ιδεολογία των ΗΠΑ κατά τον πόλεμο στην Ασία με την πολεμική ιδεολογία τού Γ΄ Ράιχ κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας στην Ανατολική Ευρώπη· πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ που εξομοίωνε τους πολωνούς και ρώσους «ιθαγενείς» με τους ερυθρόδερμους τής Αμερικής.

4.5 Ηθική οργή και φυλετικοποίηση τού εχθρού

Ας εξετάσουμε τώρα ορισμένα χαρακτηριστικά τού πολέμου στο δυτικό μέτωπο. Από το 1914 και μετά, η Γερμανία βρέθηκε στο στόχαστρο μιας εκστρατείας ηθικο-πολιτικού «αποπροσδιορισμού» στη βάση τής αντίληψης ότι αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν φορέα τού αυταρχισμού και τού μιλιταρισμού τού «παλαιού καθεστώτος». Ωστόσο, το εν λόγω μοτίβο, που, σε τελική ανάλυση, παραπέμπει στην επαναστατική παράδοση ( — και αφήνοντας κατά μέρος τη συζήτηση, η οποία αναπτύσσεται σε συνάρτηση με το επαναστατικό κύμα τού 1789 και, στη συνέχεια, τού 1917, για το κατά πόσον είναι θεμιτή ή εφικτή η «εξαγωγή τής επανάστασης») συνυπάρχει αντιφατικά με το μοτίβο κατά το οποίο οι ευθύνες για τον πόλεμο επιρρίπτονται στις βαρβαρικές ορδές των «γότθων» ή στους «απογόνους των ούννων και των βανδάλων».[93] Ανάλογες εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για την πολεμική ιδεολογία των ΗΠΑ: η ιδέα τής δημοκρατικής σταυροφορίας υποκαθίσταται συχνά από τον προσδιορισμό των γερμανών είτε ως «ούννων», είτε ως «βαρβάρων» που αψηφούν τον «πολιτισμό», είτε τέλος ως απολίτιστων αγρίων που κατατάσσονται σε κατηγορία χαμηλότερη και από αυτή των «ερυθρόδερμων τής Αμερικής ή των μαύρων φυλών τής Αφρικής».[94]

Η συνύπαρξη και εναλλαγή τού ηθικο-πολιτικού και νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού», όπως επίσης και η τάση μεταλλαγής μεταξύ των δύο αυτών μορφών «αποπροσδιορισμού», καθίστανται πιο έκδηλες κατά τη διάρκεια τής δεύτερης παγκόσμιας σύρραξης. Ενδεικτικά μπορεί εδώ να αναφερθεί η δριμύτατη καταγγελία των εγκλημάτων των «ούννων» εκ μέρους τόσο τού Τσέρτσιλ,[95] όσο και τού Αϊζενχάουερ.[96] Ο δεύτερος, μάλιστα, θα γράψει τα εξής στη γυναίκα του: «Θεέ μου, πόσο μισώ τους γερμανούς».[97] Το μίσος του είναι «αιώνιο»[98] και ασίγαστο: «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους γερμανούς να αποποιηθούν την ευθύνη τους, τον ρόλο τους στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την υφήλιο».[99] Ο μελλοντικός αμερικανός πρόεδρος συνεχίζει με την κάθε άλλο παρά ασήμαντη επισήμανση ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για «εξατομικευμένη [!] ευθύνη» που, ωστόσο, βαρύνει κάθε άτομο που ανήκει στο γερμανικό έθνος.[100] Το ηθικό πάθος ρίχνει λάδι στη φωτιά τής αγανάκτησης και τού μίσους: «Ο γερμανός είναι άγριο θηρίο». Επιπλέον, από ό,τι φαίνεται, η εισαγωγή διακρίσεων στο εσωτερικό τού καταραμένου αυτού έθνους θεωρείται αδιανόητη και ανεπίτρεπτη: «Θα τους κάνουμε να το πληρώσουν ακριβά, μόλις παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία»·[101] «πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με σκληρότητα».[102] Παρόμοια ήταν και η εν γένει στάση τού αμερικανικού επιτελείου στρατού, που θεωρούσε ως δεδομένο ότι «οι γερμανοί είναι όλοι τους ένοχοι, αν και ορισμένοι είναι περισσότερο ένοχοι από τους υπόλοιπους»· αυτό ήταν το σκεπτικό τής πολιτικής που συνίστατο στην αντιμετώπιση «όλων των γερμανών ως λεπρών»[103] και τής αρχικής απαγόρευσης που αφορούσε την ανάπτυξη σχέσεων συμπάθειας μεταξύ των στρατευμάτων κατοχής και τού πληθυσμού τής ηττημένης χώρας.[104]

Ο ηθικός φανατισμός φαίνεται να έπαιξε κάποιο ρόλο και στη σύλληψη τού σχεδίου Μοργκεντάου [1944] (υπουργού των οικονομικών των ΗΠΑ), που προέβλεπε την ολοκληρωτική διάλυση τού βιομηχανικού συστήματος τής Γερμανίας και, στη συνέχεια, τη μετατροπή τής οικονομίας της σε «αγροτο-ποιμενική». Από τη μια μεριά, το σχέδιο αυτό ανταποκρινόταν σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους, δεδομένου ότι, αφενός, η ΕΣΣΔ εξέταζε τη δυνατότητα να λάβει στην κατοχή της σημαντικό μέρος τού γερμανικού βιομηχανικού εξοπλισμού (ως αποζημίωση για τις υλικές ζημιές και τη βιομηχανική αποδιάρθρωση που υπέστη κατά τη διάρκεια τού πολέμου) και, αφετέρου, η Αγγλία εμφανιζόταν έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία για να εκτοπίσει έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή από τη διεθνή αγορά. Από την άλλη, όμως, μεταξύ των εκπροσώπων τής αμερικανικής κυβέρνησης δεν έλειπαν και εκείνοι που επιθυμούσαν ο γερμανικός πληθυσμός να φτάσει στο «κατώτατο επίπεδο διαβίωσης», προκειμένου έτσι «να εξιλεωθεί για τα αμαρτήματά του» και για «τα δεινά που προκάλεσε στα θύματά του».[105]

Έχοντας προηγηθεί η πλήρης αποσιώπηση των ανηλεών διώξεων στις οποίες υπέβαλε τους εσωτερικούς του αντιπάλους το Γ΄ Ράιχ, η ηθική αγανάκτηση στρέφεται πλέον συνολικά κατά τού γερμανικού λαού, γεγονός το οποίο καθίσταται δυνατό μόνο μέσω τής σύμφυρσης τού ηθικού και τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» — στο μέτρο, λοιπόν, που ο εχθρός μπορεί να θεωρηθεί συλλήβδην ένοχος, καταλήγει σταδιακά να ενσαρκώνει μια «παράδοση» ή μια «φυλή», που η συμπεριφορά και η διαγωγή της παραπέμπει όχι τόσο στην ιστορία όσο στην ίδια τη φύση. Είδαμε ήδη τον Τσέρτσιλ να αποκαλεί υποτιμητικά τους γερμανούς «κακοήθεις ούννους» και, ενώ, στη συνδιάσκεψη τής Γιάλτας, ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ θα πει αναφερόμενος στα ναζιστικά εγκλήματα ότι «διψάει περισσότερο από ποτέ για το αίμα των γερμανών»,[106] θα καταλήξει να επαναφέρει στο προσκήνιο μια πρόταση, που, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, είχε διατυπωθεί από έναν επιφανή αμερικανό ιερωμένο κατά τη διάρκεια τού Α΄ ΠΠ.[107] Πιο συγκεκριμένα, ο αμερικανός πρόεδρος θα δηλώσει τα εξής:

Πρέπει να είμαστε σκληροί απέναντι στη Γερμανία και με αυτό εννοώ ολόκληρο τον γερμανικό λαό και όχι μόνο τους ναζί. Πρέπει να ευνουχίσουμε τον γερμανικό λαό ή να προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να βρούμε κάποιο τρόπο, ώστε να εμποδιστούν να αναπαράγουν ανθρώπους που θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν.[108][vii]

Η ιδέα αυτή τού «ευνουχισμού» αποτελεί ξεκάθαρα το αποκορύφωμα τής διαδικασίας φυλετικοποίησης τού εχθρού. Επομένως, δεν μπορεί κανείς παρά να κατανοήσει την αγανάκτηση που εξέφρασε εν προκειμένω ο Μπενεντέτο Κρότσε. Όπως είχε ήδη επισημάνει ο ιταλός φιλόσοφος κατά τη διάρκεια τού Α΄ ΠΠ, η θεώρηση τού πολέμου υπό την οπτική γωνία τής σύγκρουσης μεταξύ «γερμανισμού» και «λατινικότητας» δεν αποβάλλει τον απεχθή χαρακτήρα της, ακόμη και αν επιχειρηθεί από την πλευρά των ιταλών (ή/και των αγγλογάλλων) η αλλαγή τού προσήμου τής σχετικής αξιολογικής κρίσης: η ιδέα τής συλλήβδην καταδίκης των γερμανών ως «απόκληρου λαού» είναι «εξίσου ανόητη» με την εξύμνησή του ως «περιούσιου λαού».[109] Κατά τον Β΄ ΠΠ ο φιλόσοφος υπογραμμίζει μεν τον «ιστορικό χαρακτήρα» τού «κακού» που ενσαρκώνει το ναζιστικό καθεστώς και ιδεολογία, ταυτοχρόνως όμως επισημαίνει ότι όσοι προτείνουν το μέτρο των αναγκαστικών «στειρώσεων» μιμούνται ουσιαστικά «το παράδειγμα, που έδωσαν οι ίδιοι οι ναζί».[110] Πράγματι, στην περίοδο τού Γ΄ Ράιχ, μια σειρά από προγράμματα ή προτάσεις σχετικά με τη «μαζική στείρωση των εβραίων» είχαν προηγηθεί τής υιοθέτησης τής «τελικής λύσης» τού εβραϊκού ζητήματος.[111]

Προσδίδοντάς του μόνιμα, αν όχι αιώνια, χαρακτηριστικά και απαγορεύοντας την εισαγωγή διακρίσεων στο εσωτερικό τού αντίπαλου έθνους, ο νατουραλιστικός «αποπροσδιορισμός» τού εχθρού στρώνει τον δρόμο σε μορφές βίας που τείνουν να πάρουν τον χαρακτήρα γενοκτονίας. Στην συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, υπάρχει πιθανώς σχέση ανάμεσα στα προαναφερθέντα φαινόμενα φυλετικοποίησης και την απόφαση τής βρετανικής κυβέρνησης και γενικού επιτελείου στρατού να προχωρήσουν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς που είχαν ως στόχο να προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα μεταξύ τού άμαχου γερμανικού πληθυσμού μέσω τής συστηματικής καταστροφής, κατά κύριο λόγο, των λαϊκών συνοικιών (δηλαδή των περιοχών με τη μεγαλύτερη αστική πυκνότητα).[112] Μεταξύ των πρωτεργατών τής εφαρμογής τού σχεδίου αυτού, βρίσκουμε έναν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες τής σταυροφορίας εναντίον των «κακοήθων ούννων», τον Ουίνστον Τσέρτσιλ, ο οποίος δεν φαίνεται να πτοείται από το γεγονός ότι μετά το τέλος τού Α΄ ΠΠ είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να προσαχθούν ως εγκληματίες πολέμου στη δικαιοσύνη οι γερμανοί πιλότοι οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις βομβαρδισμών συγκριτικά μικρότερης κλίμακας.[113] Ανάλογες εκτιμήσεις ισχύουν όσον αφορά και τον Ρούσβελτ, ο οποίος, το 1939, είχε καλέσει τα εμπόλεμα μέρη να απέχουν από τη «βάρβαρη και απάνθρωπη» πρακτική των βομβαρδισμών κατά τού αμάχου πληθυσμού·[114] κατά τη διάρκεια, ωστόσο, τού τελικού σταδίου τού ολικού πολέμου, ο αμερικανός πρόεδρος θα προκαλέσει μαζικές και αδιάκριτες καταστροφές πολύ μεγαλύτερης έκτασης από εκείνες που ο ίδιος είχε αποδοκιμάσει στο παρελθόν.

Οι ολέθριες συνέπειες τής φυλετικοποίησης τού εχθρού συνεχίζουν να είναι αισθητές και μετά το πέρας τού πολέμου. Πρόσφατα, ο καναδός ιστορικός Τζέιμς Μπακ κατηγόρησε τον Αϊζενχάουερ ότι καταδίκασε σε θάνατο από την πείνα και τις στερήσεις χιλιάδες γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου και ζήτησε για τον λόγο αυτό να καταστραφούν τα μνημεία που ανεγέρθηκαν προς τιμήν τού αμερικανού στρατηγού και πολιτικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διευθυντής τού Κέντρου Αϊζενχάουερ τού Πανεπιστημίου τής Νέας Ορλεάνης, αν και υπερασπίστηκε την υστεροφημία τού μεγάλου ανδρός διαψεύδοντας τις σοβαρότερες από τις διατυπωθείσες κατηγορίες, παραδέχτηκε τελικά ότι:

Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1945 σημειώθηκαν εκτεταμένα περιστατικά κακομεταχείρισης των γερμανών αιχμαλώτων πολέμου, οι οποίοι ξυλοκοπούνταν, στερούνταν επαρκών ποσοτήτων πόσιμου νερού, λάμβαναν πενιχρό συσσίτιο, υποχρεώνονταν να ζουν στην ύπαιθρο, χωρίς κατάλυμα και χωρίς επαρκή ιατρική φροντίδα· εμποδιζόταν επίσης η επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο και τους παρακρατούνταν η αλληλογραφία· σε ορισμένες περιπτώσεις, για να ξεγελάσουν την πείνα τους, οι αιχμάλωτοι έφτιαχναν «ζωμό» βράζοντας χόρτα.[115]

Ωστόσο, η εικόνα που περιγράφουν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι οποίοι, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, έγιναν «μάρτυρες φρικαλεοτήτων», είναι πολύ πιο τραγική:

Δεν υπήρχε έλλειψη νερού, αφού βρισκόμαστε δίπλα στο Ρήνο· αυτό που συνέβαινε ήταν ότι δεν τους δίναμε αρκετό νερό. Κάποιοι από αυτούς, τρελαμένοι από τη δίψα, σέρνονταν κάτω από το συρματόπλεγμα και έτρεχαν στο ποτάμι, μέσα από τα χωράφια μέρα μεσημέρι, ενώ τους πυροβολούσαν οι αμερικανοί δεσμοφύλακες.
Ένας φίλος που δούλευε στην κουζίνα τού στρατοπέδου μού έδειξε τις άφθονες προμήθειες τροφίμων και παραδέχτηκε ότι οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να σιτίζονται καλύτερα. Όταν δοκίμασα να τους προσφέρω, πάνω από το συρματόπλεγμα, λίγο από το συσσίτιο που μου περίσσεψε, απειλήθηκα με φυλάκιση. Διαμαρτυρήθηκα σχετικά στους υπευθύνους αξιωματικούς, οι οποίοι με πληροφόρησαν ότι υπήρχε άνωθεν εντολή για την επιβολή καθεστώτος πείνας και ότι το εν λόγω μέτρο αποτελούσε γενικότερη πολιτική επιλογή.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ένας άλλος αυτόπτης είναι το εξής: «Μερικές φορές ξεπεράσαμε τα όρια τής πολιτισμένης συμπεριφοράς και τελικά, σε κάποιο βαθμό, γίναμε ίδιοι με αυτούς που πολεμούσαμε».[116]

Ενώ το μοτίβο τής δημοκρατικής σταυροφορίας παραπέμπει ως ένα βαθμό στην επαναστατική παράδοση, ο προσδιορισμός τού εχθρού ως βαρβαρικού φύλου έλκει την καταγωγή του από μια διαφορετική παράδοση που θέτει στο στόχαστρο τους ίδιους τους επαναστάτες, καθόσον αυτοί περιγράφονται από τους αντιπάλους τους ως «τούρκοι», ως «άγριοι» ή ακόμα και ως «βάρβαροι εισβολείς» που απειλούν να καταστρέψουν τον πολιτισμό. Από τη μια μεριά, λοιπόν, μετά την εξέγερση τού Ιούνη τού 1848, οι επαναστατημένοι εργάτες εμφανίζονται στα μάτια μιας πολύ μεγάλης μερίδας τής κοινής γνώμης ως «γότθοι» και «βάνδαλοι», σύμφωνα τουλάχιστον με την προαναφερθείσα παρατήρηση τού Τοκβίλ. Από την άλλη όμως μεριά, στη διάρκεια τού δεύτερου τριακονταετούς πολέμου, βλέπουμε τους ίδιους τους γερμανούς να μεταμορφώνονται πλέον σε «βανδάλους», «γότθους» και «ούννους». Ο «αποπροσδιορισμός» αυτής τής μορφής, που δημιουργεί ένα γεωγραφικό, ανθρωπολογικό ή εθνικό χάσμα εχθρότητας ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, φτάνει στο αποκορύφωμά του με τη στάση που υιοθετείται απέναντι στους πληθυσμούς που κατοικούν στις ζώνες τής αποικιακής επέκτασης. Επιπλέον, καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο νέες οξύτατες αντιπαραθέσεις, το φαινόμενο τής φυλετικοποίησης αγγίζει πλέον και τους άμαχους πληθυσμούς των πολιτισμένων χωρών. Έτσι, από τη μια μεριά, βλέπουμε τους αμερικανούς, με μακρά εμπειρία στις εκστρατείες κατά των νέγρων και των ερυθροδέρμων, να απαξιώνουν χωρίς ιδιαίτερες αναστολές τους ιάπωνες ως «κίτρινους», ενώ, από την άλλη, βλέπουμε να αναπτύσσεται στην Ευρώπη μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύπλοκη διαλεκτική. Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο Τσέρτσιλ — έχοντας αποκαλέσει τον Χίτλερ «Αττίλα» — καλεί τους Ιταλούς να αρνηθούν να συμμαχήσουν με τη Γερμανία, δείχνοντας ανυπακοή στα κελεύσματα τού Μουσολίνι: «Στον τελευταίο πόλεμο κατά των βάρβαρων ούννων ήμαστε στο ίδιο στρατόπεδο […]. Ένας και μόνον άνδρας υποχρεώνει σήμερα εσάς, τους κληρονόμους και συνεχιστές τής αρχαίας Ρώμης, να συμπαραταχθείτε με τους βάρβαρους ειδωλολάτρες».[117][viii] Ενώ, λοιπόν, στις αρχές τού δεύτερου τριακονταετούς πολέμου, ο άγγλος πολιτικός πίστευε ότι η βαρβαρότητα ενδημούσε αποκλειστικά στον εξωευρωπαϊκο κόσμο και πιο συγκεκριμένα στις αποικιακές περιοχές, τώρα όμως θεωρεί ότι αυτή ενσαρκώνεται στους «ούννους», που ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή συνιστούν διαρκή απειλή για τον πολιτισμό. Γίνεται έτσι κατανοητό το περιεχόμενο μιας πινακίδας που χρησιμοποιήθηκε προς το τέλος τού Β΄ ΠΠ και η οποία προειδοποιούσε τους στρατιώτες που επρόκειτο να εισέλθουν στην ηττημένη πλέον Γερμανία από τα ολλανδογερμανικά σύνορα ότι: «Εδώ τελειώνει ο πολιτισµένος κόσµος».[118] Δεδομένου ότι η χάραξη των ορίων μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας είναι αποτέλεσμα μονομερούς διακήρυξης, παραμένει πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο να υποβιβαστούν στην κατηγορία των βαρβάρων οι λαοί και οι χώρες που έχουν εμπλακεί σε έναν ανηλεή πόλεμο: η ιδεολογία που διαμορφώνεται με σκοπό τη νομιμοποίηση και την αποθέωση των πολεμικών επιχειρήσεων σε βάρος των «βαρβάρων» καταλήγει να εμφανίζεται και να εφαρμόζεται ακόμη και στο εσωτερικό τής καπιταλιστικής μητρόπολης.

Η εν λόγω διαδικασία διευκολύνεται από το γεγονός ότι, ακόμη και εν καιρώ ειρήνης, η οριοθέτηση τού πολιτισμένου κόσμου συντελείται με ποικίλους και συχνά αντιφατικούς τρόπους. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται και από τον ίδιο τον Σμιτ, όταν, αφήνοντας κατά μέρος τη συνήθη καταγγελτική ρητορική εναντίον τής επαναστατικής παράδοσης, υποχρεώνεται να αναφερθεί στο δόγμα Μονρόε και στη γεωπολιτική κοσμοθεώρηση που θεμελιώνεται σε αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Αμερική το όριο ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα αντιβαίνει στις αντιλήψεις των ευρωπαίων ηγετών και στοχαστών. Ο πολιτισμός εξακολουθεί μεν να ταυτίζεται με τη Δύση, αλλά η Δύση μετατοπίζεται τώρα στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού:

Κατά τρόπο παράδοξο, η έννοια τού δυτικού ημισφαιρίου λαμβάνει πολεμική χροιά, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής της την Ευρώπη, την αρχαία Δύση. Αρνητικό σημείο αναφοράς αποτελεί πλέον όχι η παλιά Ασία ή η Αφρική, αλλά η παλιά Δύση. Η νέα Δύση διεκδικεί για τον εαυτό της τον τίτλο τής γνήσιας Δύσης, τής αληθινής Ευρώπης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «η παλιά Ευρώπη» τίθεται εκτός πολιτισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση τής Ασίας και τής Αφρικής, με τις οποίες πλέον μοιράζεται κοινή μοίρα.[119]

Αρκεί εδώ να αναφερθεί ότι, στο αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον είχε καλέσει τους συμπολίτες του να μην εμπλακούν στο πλέγμα «των ανταγωνισμών, των φιλοδοξιών, των συμφερόντων, των αντιφατικών βλέψεων και των απρόβλεπτων συγκρούσεων»[120][ix] των ευρωπαϊκών δυνάμεων, των οποίων τη συμπεριφορά παρομοίασε με εκείνη των ερυθροδέρμων:

[Τ]ην ίδια στιγμή που όλα σχεδόν τα έθνη τής Ευρώπης συγκλονίζονται από πολέμους και ταραχές, παντού στον τόπο μας επικρατεί ειρήνη και ηρεμία — με εξαίρεση ορισμένες περιοχές στα δυτικά μας σύνορα, όπου οι Ινδιάνοι μάς προκαλούν κάποια προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων έχουν ήδη ληφθεί τα κατάλληλα σωφρονιστικά μέτρα.[121][x]

Η τάση εξοβελισμού τής Ευρώπης από τον πολιτισμένο κόσμο επανεμφανίζεται κατά τον πόλεμο τού 1812 εναντίον των Άγγλων. Πέραν τής κατηγορίας ότι στον πόλεμο κατά των αποικιών δεν είχαν διστάσει να χρησιμοποιήσουν τη βοήθεια των «άγριων» αμερικανικών φυλών (—κατηγορία, που, ας σημειωθεί, είχε διατυπωθεί στο κείμενο τής Διακήρυξης τής Ανεξαρτησίας), οι Άγγλοι κατηγορούνται τώρα από τον Μάντισον για το ότι οι πρακτικές στις οποίες καταφεύγουν δεν διαφέρουν καθόλου από εκείνες των «απολίτιστων» ερυθροδέρμων, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τους ναυτικούς βομβαρδισμούς, που προκαλούν αδιακρίτως θύματα, μεταξύ των οποίων και γυναικόπαιδα.[122]

Η εν λόγω τάση εξακολουθεί να γίνεται αισθητή κατά τον δεύτερο τριακονταετή πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στις εβδομάδες και μήνες που ακολουθούν το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ, οι αποδοκιμασίες στρέφονται εναντίον όλων ανεξαιρέτως των εμπολέμων, που, όπως επισημαίνεται σε κύριο άρθρο τής εφημερίδας Times στις 2 Αυγούστου 1914, «έχουν περιπέσει στην κατάσταση των πρωτόγονων φυλών».[123] Στην ομιλία που εκφωνεί στις 26 Οκτωβρίου 1916, ο Γουίλσον καταγγέλλει για μια ακόμα φορά το «ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του», που με τη μορφή ενός «πολύπλοκου πλέγματος συμμαχιών και συμφωνιών, ενός σκοτεινού δικτύου κατασκοπείας και σκευωριών, […] ενέπλεξε» σε έναν καταστροφικό πόλεμο «ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια».[124][xi] Στη συνέχεια, καθώς αρχίζει να διαγράφεται η προοπτική τής αμερικανικής επέμβασης στο πλευρό τής Αντάντ, οι καταγγελίες εστιάζονται αποκλειστικά στους γερμανούς, οι οποίοι, όπως είδαμε, αποκαλούνται απαξιωτικά «ούννοι» και «βάρβαροι» και θεωρούνται χειρότεροι και από τους «ερυθρόδερμους τής Αμερικής και τις μαύρες αφρικανικές φυλές». Μια ανάλογη διαλεκτική θα αναπτυχθεί και κατά τη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ. Ακόμη και τον Απρίλιο τού 1939, ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ εξακολουθούσε να κατηγορεί συλλήβδην τις ευρωπαϊκές χώρες για το ότι δεν μπόρεσαν να βρουν άλλες μεθόδους επίλυσης των διαφορών τους από εκείνες που χρησιμοποιούσαν «οι ούννοι και οι βάνδαλοι πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια»· ευτυχώς, όμως, χάριν στον «τυπικά αμερικανικό θεσμό» τής παναμερικανικής ένωσης, που περιελάμβανε όλες τις χώρες τής «αμερικανικής οικογένειας», «οι δημοκρατίες τού δυτικού κόσμου [Western World]», τουτέστιν τής αμερικανικής ηπείρου, κατάφεραν να προάγουν «τον κοινό τους πολιτισμό στο πλαίσιο ενός συστήματος ειρήνης» και να προστατεύσουν τη «δύση» από τη σκληρή μοίρα που επιφυλάχθηκε στον «παλιό κόσμο».[125] Μετά την είσοδο τής Αμερικής στον πόλεμο, ο Ρούσβελτ επικεντρώνει τα πυρά του αποκλειστικά στη Γερμανία, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ύπαρξη διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό τής χώρας, όπως άλλωστε φαίνεται και από την προαναφερθείσα πρότασή του όσον αφορά την «αναγκαστική στείρωση» τού γερμανικού λαού.

4.6 Αποσχιστικός Πόλεμος των Λευκών στη Δύση, Αποικιακός Πόλεμος στην Ανατολή

Κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι χώρες τής Δύσης επαίρονταν για το ότι ανήκαν όλες στην ίδια οικογένεια χωρών — ή ακόμα και στην ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια φυλών, ο προαιώνιος προορισμός των οποίων ήταν να υποτάξουν τις λοιπές «κατώτερες» φυλές· υπήρχε, λοιπόν, μια «ανώτερη, επεκτατική φυλή» ή μια «αυτοκρατορική φυλή» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τού Θίοντορ Ρούσβελτ και τού Τόμας Μακόλεϊ αντίστοιχα),[126-7] η οποία προσδιοριζόταν είτε ως «νορδική» είτε ως «άρια» είτε, ακόμη, ως «τευτονική». Ένας διακεκριμένος άγγλος εθνολόγος, γράφοντας το 1842, σημειώνει ότι «κατά σχεδόν γενική παραδοχή, το συλλογικό σώμα των ευρωπαϊκών εθνών [είναι] ινδοευρωπαϊκής ή άριας καταγωγής»· δέκα περίπου χρόνια αργότερα, ένας απολογητής τού βρετανικού ιμπεριαλισμού θα πλέξει το εγκώμιο των άγγλων και των γερμανών, που αποτελούν «τα δύο μεγάλα παρακλάδια τής τευτονικής φυλής».[128] Το 1899, ο βρετανός υπουργός αποικιών Τζόζεφ Τσάμπερλεν θα απευθύνει έκκληση στις ΗΠΑ και τη Γερμανία για τη σύναψη μιας τριμερούς «τευτονικής» συμμαχίας.[129] Έπρεπε να μεσολαβήσει το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ για να μετατραπούν οι εν λόγω έννοιες από όργανα εξύμνησης εν χορώ τής Ευρώπης και τής Δύσης (και προπαντός των ηγέτιδων δυτικών δυνάμεων) σε όργανα «αδελφοκτόνου» πάλης. Στις ΗΠΑ, μετά την εμπλοκή τής χώρας στον πόλεμο κατά τής Γερμανίας, ο όρος «τεύτονας» χάνει τις θετικές συνδηλώσεις που είχε αποκτήσει μέχρι τότε σε ευρείς κύκλους διανοουμένων και πολιτικών και μετατρέπεται στο εξής σε προσβολή στρεφόμενη κατά τού εχθρού.[130]

Ο διχασμός στους κόλπους τής Ευρώπης, τής Δύσης και τής άριας φυλής προκαλεί έντονες αποδοκιμασίες και βαθιές απογοητεύσεις. Ενώ μαίνεται ο πόλεμος, δεν λείπουν τα παραδείγματα γερμανών συγγραφέων που εκφράζουν τη λύπη τους για το ότι γίνονται μάρτυρες τόσο μιας αιματηρής σύγκρουσης μεταξύ «δύο αδελφών εθνών γερμανικής καταγωγής» όσο και τής «συναδέλφωσης μεταξύ τής ινδογερμανικής Μεγάλης Βρετανίας και τής μογγολικής Ιαπωνίας».[131] Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκαλεί η παρουσία στο πλευρό των συμμάχων τής Αντάντ και, κατόπιν, στις τάξεις τού στρατού κατοχής στη Γερμανία μαύρων στρατιωτών, οι οποίοι κατηγορούνται για τη ροπή τους προς την ακολασία. Η εκδικητική μανία των νικητών θα φτάσει, άραγε, μέχρι την αναγκαστική «μιγαδοποίηση» των ηττημένων; Ακολουθεί σωρεία διαμαρτυριών με αποδέκτες τα πολιτισμένα κράτη και την Αγία Έδρα τού Βατικανού για την πρωτόγνωρη αυτή παραβίαση τής αλληλεγγύης μεταξύ των λευκών εθνών και των επιταγών τής φυλετικής (και κοινωνικής) ιεραρχίας:

Η Γερμανία βλέπει, με φρίκη και αποτροπιασμό, να απειλείται η καθαρότητα τού αίματός της […]· μολύνουν το αίμα μας, βεβηλώνουν την ιερότητα τού αίματός μας, για να μας μετατρέψουν σε λαό μιγάδων, καθώς για χρόνια ολόκληρα το αίμα μας θα αναμειγνύεται με το αίμα των πλέον πρωτόγονων φυλών. Μια τέτοια προσβολή δεν θα γίνει ποτέ ανεκτή! Οι υπόλοιποι λαοί τής Ευρώπης, που τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αυτό έχουν χάσει κάθε αίσθημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ολόκληρη η Ευρώπη, εάν η Γερμανία κατοικούνταν από έναν ασεβή, προλεταροποιημένο και μιγαδοποιημένο λαό.

Το κείμενο τής έκκλησης, με τίτλο «κραυγή απόγνωσης των γερμανίδων γυναικών», ζητά να δοθεί άμεσα τέλος σε έναν τέτοιου είδους φυλετικό εμφύλιο πόλεμο:

Με καλυμμένη την κεφαλή, παρουσιαζόμαστε ενώπιον σας, άνδρες και γυναίκες τής λευκής φυλής, και δείχνοντάς σας την σπαραγμένη μας καρδιά, […] σας καλούμε να υψώσετε μαζί μας τη δική σας φωνή διαμαρτυρίας και αγανάκτησης ενάντια στην απολίτιστη φυλή που στο πρόσωπό μας εξευτελίζει την παγκόσμια φυλή των λευκών.[132]

Η εν λόγω θεματική γνωρίζει μεγάλη διάδοση και στην άλλη όχθη τού Ατλαντικού. Ο Λόθροπ Στόνταρντ — το έργο τού οποίου θα γίνει γρήγορα παγκοσμίως γνωστό, αποσπώντας μάλιστα τα εγκώμια δύο αμερικανών προέδρων, τού Γ. Χάρντινγκ και τού Χ. Χούβερ — εκφράζει τη θλίψη και την απογοήτευσή του για τον «εμφύλιο» ή «αποσχιστικό πόλεμο μεταξύ των λευκών» ή ακόμη για τον «νέο πελοποννησιακό πόλεμο» τού «λευκού πολιτισμού».[133] Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρόκειται για έναν αδελφοκτόνο αγώνα, που, μέσω τής διάρρηξης τής «λευκής αλληλεγγύης» και τού σπαραγμού, κατά κύριο λόγο, τής Ευρώπης, «τής χώρας των λευκών, τής καρδιάς τού λευκού κόσμου», συνιστά «αυτοκτονία για τη λευκή φυλή». Όπως συνέβη και στην περίπτωση τού καθαυτό πολέμου απόσχισης των νότιων πολιτειών, ο οποίος οδήγησε στη μαζική κατάταξη των μαύρων στις τάξεις τού στρατού τής Ένωσης, έτσι και ο Α΄ ΠΠ κατέστησε αναγκαία τη μεγάλης κλίμακας χρήση εκ μέρους τής Αντάντ έγχρωμων στρατευμάτων. Αυτός ο διχασμός τού λευκού πολιτισμένου κόσμου και το συνακόλουθο φαινόμενο τής κατάργησης των συνόρων μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας φτάνουν στο απόγειό τους με την εμφάνιση τού μπολσεβικισμού, ο οποίος, καθώς επιδιώκει τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας συμμαχίας με τους αποικιακούς λαούς εναντίον τής Δύσης και των Λευκών, ενισχύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την «ανερχόμενη πλημμυρίδα των έγχρωμων λαών», θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «ο αποστάτης, ο προδότης στις τάξεις μας, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να παραδώσει τα κλειδιά τού φρουρίου» και, επομένως, ως «θανάσιμος εχθρός τού πολιτισμού και τής φυλής μας».[134]

Ο Σπένγκλερ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα και καταγγέλλει την «υποδαύλιση μίσους κατά τής Ευρώπης» και «τής λευκής ανθρωπότητας», στην οποία σημαντικό ρόλο παίζουν οι μπολσεβίκοι, που όχι μόνο έχουν συμμαχήσει με τους «έγχρωμους πληθυσμούς τού πλανήτη», αλλά, στην πραγματικότητα, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Ο γερμανός συγγραφέας θα ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορική αναδόμηση τής ολέθριας αυτής αλληγορίας με πρώτο ιστορικό σταθμό την αναζήτηση εκ μέρους τής Αγγλίας τής βοήθειας των ερυθροδέρμων (μοτίβο που, όπως ήδη αναφέρθηκε, πρωτοεμφανίζεται με την αμερικανική Διακήρυξη τής Ανεξαρτησίας)· επόμενο σταθμό αποτελεί η σύναψη συμμαχίας μεταξύ των γάλλων ιακωβίνων και των μαύρων τής Αϊτής, στο όνομα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»· έπεται η χρήση από τους συμμάχους τής Αντάντ έγχρωμων στρατευμάτων,[135] ενώ, τέλος, η μπολσεβίκικη επανάσταση θα σημάνει το αποκορύφωμα τής όλης αυτής διαδικασίας.

Οι εν λόγω στάσεις και αντιλήψεις ασκούν επιρροή και στον Χίτλερ, ο οποίος στο «Μάιν Καμπφ» εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα αποικιακής επέκτασης στην ευρωπαϊκή ανατολή, για την αποφυγή, ακριβώς, ενός αδελφοκτόνου πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία. Όπως μάλιστα παρατηρεί σε συνέντευξή του σε βρετανό δημοσιογράφο λίγο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, ο Α΄ ΠΠ αποτέλεσε τραγωδία για τα «δύο γερμανικά έθνη». Ένα χρόνο αργότερα, συνομιλώντας με έναν άλλο βρετανό δημοσιογράφο, ο Φύρερ διατυπώνει την ιδέα ότι «οι γερμανικοί λαοί, όπως οι δικοί μας, πρέπει να είναι φίλοι μεταξύ τους, για τον απλό και μόνο λόγο ότι αυτό υπαγορεύουν τα φυσικά τους ένστικτα. Το ναζιστικό κίνημα θα θεωρούσε φυλετικό έγκλημα τον πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Αγγλίας». Το 1937, η «Ντέιλι Μέιλ» θα δημοσιεύσει επιστολή τού Χίτλερ, με την οποία αυτός εκθειάζει «τη ναυτική ισχύ και την ιστορικά μοναδική αποικιακή στάση και νοοτροπία τής Μεγάλης Βρετανίας» και διατυπώνει την επιθυμία του για τη σύναψη βρετανογερμανικής συμφωνίας, στην οποία θα μπορούσε αργότερα «να προσχωρήσει και το αμερικανικό έθνος», ούτως ώστε να κρατηθεί ψηλά η σημαία τής «λευκής φυλής».[136] Αυτή την έννοια έχει και η εξύμνηση εκ μέρους τού Ρόζενμπεργκ των «δημιουργικών αξιών» και «τού εν γένει πολιτισμού τού δυτικού κόσμου» ή ακόμη των «γερμανικο-δυτικών αξιών», που πρέπει να σωθούν από το «χάος των λαών».[137]

Μην μπορώντας να αποφύγει τον πόλεμο στη Δύση, ο Φύρερ δηλώνει ότι θα συμμορφωθεί ουσιωδώς με τις επιταγές τού jus publicum europeum κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τής Γαλλίας, τής Αγγλίας και των ΗΠΑ (— ας σημειωθεί παρενθετικά ότι το θέμα τής καταστολής τού αντάρτικου απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση λόγω των συναφών διεθνοδικαιικών ζητημάτων), ενώ, ταυτόχρονα, επιχειρεί να προσδώσει θεωρητικό επίχρισμα στον πόλεμο εξόντωσης κατά των «ιθαγενών» τής αποικιακής αυτοκρατορίας που προτίθεται να οικοδομήσει. Έτσι, από τη μια μεριά, ασκεί κριτική στην Αγγλία (η οποία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, είχε πλούσια ιστορική εμπειρία από τις επεμβάσεις της σε βάρος «ξένων» βαρβαρικών λαών) για τους βομβαρδισμούς αστικών περιοχών και τη μη συμμόρφωσή της προς τους «παραδεδεγμένους κανόνες που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή τού πολέμου μεταξύ ίσων», ενώ, από την άλλη, δηλώνει ότι δεν αποδίδει «καμιά σημασία στην αντιμετώπιση και έκβαση, από πλευράς δικαίου, τού πολέμου στην Ανατολή»[138] Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν ξεκάθαρα αποικιακό πόλεμο εναντίον των «βαρβάρων». Μετά την ολοκλήρωση τής κατάκτησης και τής αποίκισης των νέων εδαφών, θα είναι αναγκαία η δημιουργία «ενός τεράστιου αναχώματος για την απόκρουση των μαζών τής κεντρικής Ασίας».[139] Το πάθος για την ενότητα των γερμανικών εθνών, από το οποίο εξακολουθεί να διαπνέεται η πολιτική τού Γ΄ Ράιχ, δεν είναι παρά η άλλη όψη τής φυλετικής αντιπαράθεσης με την Ανατολή, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο ακραίος νατουραλιστικός αποπροσδιορισμός τού «ασιατικού» εχθρού εμποδίζει, παρά τον ολικό χαρακτήρα τού πολέμου, την πλήρη εκδήλωση τού φαινομένου τού νατουραλιστικού αποπροσδιορισμού τού «δυτικού» εχθρού, που, παρά ταύτα, εξακολουθεί να θεωρείται ότι ανήκει στον πολιτισμένο κόσμο.

Με τη λήξη τού πολέμου ο Χίμλερ παραδίδεται στον «φυλετικά συγγενή εχθρό», τους αγγλοσάξωνες, που δεν παύουν να αποτελούν «τμήμα τής νορδικής φυλετικής οικογένειας». Το ηγετικό στέλεχος τής ναζιστικής συμμορίας είναι πιθανό να έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι θα τον αντιμετώπιζαν με κατανόηση,[140] αφού, σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος που εξαπέλυσε το Γ΄ Ράιχ στράφηκε κυρίως εναντίον τής Ανατολής και των «ιθαγενών» της. Η εν λόγω στάση έχει μακρά ιστορία πίσω της. Έχει επισημανθεί επανειλημμένα το γεγονός τής «χρήσης δύο μέτρων και δύο σταθμών σε σχέση με τον αμερικανικό τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου», ανάλογα με το αν οι εχθροί ήταν λευκοί ή ερυθρόδερμοι. Η αντίληψη αυτή εκδηλώθηκε και στον πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Ωστόσο, παρά την σφοδρότητά του, ο εμφύλιος αυτός πόλεμος δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συγκριθεί ή να εξισωθεί με τις διαδοχικές εκστρατείες εξόντωσης που, την ίδια περίοδο, εξαπολύοντο εναντίον των εξεγερμένων ινδιάνικων πληθυσμών, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τής Ένωσης. Εν προκειμένω, οι ρητές διαταγές προς τα στρατεύματα ήταν να μην πιάνουν αιχμαλώτους· στην «επονείδιστη σφαγή στο Σαντ Κρικ» το φθινόπωρο τού 1864, τα θύματα ήταν κυρίως γυναικόπαιδα.[141] Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η εφαρμογή «δύο μέτρων και σταθμών» αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ιστορίας ολόκληρου τού δυτικού κόσμου. Το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην περίπτωση των ΗΠΑ οφείλεται απλώς και μόνο στην παρουσία αποικιακών πληθυσμών στο μητροπολιτικό έδαφος τής χώρας. Η εν λόγω πρακτική θα φτάσει στο απόγειο της κατά την περίοδο τού Γ΄ Ράιχ: η κατά το μάλλον ή ήττον «ιπποτική» μονομαχία στη Δύση, σύμφωνα πάντα με την εκπεφρασμένη ευχή των ναζί στο πλαίσιο τού διαρκούς και ολέθριου εμφυλίου μεταξύ των λευκών, συνδέεται αναπόσπαστα με την αποικιακή εκστρατεία εξόντωσης των βαρβάρων που έχουν τεθεί εκτός τού πολιτισμένου κόσμου.

4.7 Ολικός Πόλεμος και «Βάρβαροι»

Έτσι, βλέπουμε να καταρρέει κάτω από το βάρος των αντιφάσεών του ο ισχυρισμός τού Σμιτ (αλλά και γενικότερα τού ιστορικού αναθεωρητισμού), κατά τον οποίον η ευθύνη για την εμφάνιση τού ολικού πολέμου πρέπει να αποδοθεί στην επαναστατική πολιτική παράδοση και κυρίως στο γεγονός τής κήρυξης τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μια απαράδεκτη ερμηνευτική κατασκευή όχι μόνο για τον λόγο ότι, σε περιόδους οξείας κρίσης, μια πληθώρα συντηρητικών και αντιδραστικών διανοουμένων απηύθυναν εκκλήσεις για σταυροφορίες, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η κρίση στην οποία περιήλθε το jus publicum europeum και το jus in bello οφείλεται, όχι τόσο στον ιδεολογικό φανατισμό και το συνακόλουθο φαινόμενο τού ηθικοπολιτικού «αποπροσδιορισμού», όσο κυρίως στην αιφνίδια είσοδο των «βαρβάρων» στο προσκήνιο τής ιστορίας. Άκρως ενδεικτικά είναι τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια τού αμερικανικού εμφυλίου. Καθώς ο πόλεμος παρατείνεται και καθώς οι συγκρούσεις γίνονται όλο και σκληρότερες, αυξάνεται αλματωδώς ο αριθμός των μαύρων από τον Βορρά και τον Νότο που συρρέουν στις τάξεις των Βορείων. Ως πρόεδρος τής Συνομοσπονδίας, ο Τζέφερσον Ντέιβις καλεί την παγκόσμια κοινή γνώμη των Λευκών να εκφράσει την αγανάκτηση και την οργή της για το σκάνδαλο τής μαζικής στράτευσης στο πλευρό τής Ένωσης των βαρβάρων, μελών μιας «υποδεέστερης φυλής», ενώ συγχρόνως αρνείται να θεωρήσει ως αιχμαλώτους πολέμου τους συλληφθέντες μαύρους στρατιώτες, όπως επίσης και τους λευκούς αξιωματικούς που έχουν τεθεί επικεφαλής έγχρωμων στρατιωτικών μονάδων και οι οποίοι, εκ τού λόγου τούτου, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη θανατική ποινή για το έγκλημα τής υποκίνησης σε εξέγερση των σκλάβων.[142]

Επιστρέφουμε τώρα στη θεματική τού αποσχιστικού πολέμου μεταξύ των λευκών, ο οποίος, όπως είδαμε, προκάλεσε αποτροπιασμό κυρίως στην αμερικανική και γερμανική κοινή γνώμη εξαιτίας τής συμμετοχής έγχρωμων στρατευμάτων σε έναν πόλεμο μεταξύ πολιτισμένων λαών. Παρά το γεγονός ότι οι διεθνοδικαιικοί θεσμοί κατάφεραν να επιβιώσουν τής δοκιμασίας τού Μεγάλου Πολέμου, το σύστημα τού jus publicum europeum θα περιέλθει σε βαθιά κρίση κατά τη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ. Όπως έγινε και με τους μαύρους τής Συνομοσπονδίας, έτσι και στην περίοδο τού Γ΄ Ράιχ ο «ιθαγενής» πληθυσμός τής Ανατολικής Ευρώπης θα τεθεί εκτός διεθνούς νομιμότητας· συγχρόνως, η μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους λευκούς διοικητές των έγχρωμων μονάδων δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου τη μεταχείριση από το ναζιστικό καθεστώς των πολιτικών επιτρόπων τού Κόκκινου Στρατού, των σοβιετικών και κομματικών στελεχών, καθώς επίσης και των εβραίων, οι οποίοι θεωρούνταν ως οι εγκέφαλοι τού μπολσεβίκικου συστήματος και επομένως υπάγονταν στην ίδια κατηγορία με τους προηγούμενους. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι η καταστροφικότερη κρίση τού συστήματος τού jus publicum europeum σημειώθηκε στην Ανατολή, με πρωταγωνιστή τη χώρα που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή τής «άριας επανάστασης».

Το παράδειγμα τού αμερικανικού εμφυλίου είναι σημαντικό και για άλλον έναν λόγο. Επιδιώκοντας να κάμψουν την αντίσταση των Νοτίων, τα στρατεύματα τής Ένωσης καταστρέφουν συστηματικά τις σοδιές, ενώ δεν διστάζουν να πυρπολούν ακόμη και πόλεις. Εκείνο όμως που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι «η πορεία τού Σέρμαν προς τη θάλασσα είχε τις ρίζες της στις εκστρατείες εναντίον των Ινδιάνων κατά την αποικιακή και την επαναστατική περίοδο» — εκστρατείες από τις οποίες αναδείχθηκαν «τα στελέχη, όπως και το νέο στρατιωτικό δόγμα, που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα στις ιμπεριαλιστικές περιπέτειες των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική και στις Φιλιππίνες».[143] Με άλλα λόγια, σε περιόδους έντονων συγκρούσεων μεταξύ των μελών τού δυτικού κόσμου, οι μορφές πολέμου που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά εναντίον των βαρβάρων τείνουν να εμφανίζονται και στους κόλπους τού πολιτισμένου κόσμου. Φαίνεται, μάλιστα, ότι κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων μαζικής εξόντωσης εναντίον των «ιθαγενών» τής ανατολικής Ευρώπης ο Χίτλερ, εμπνεόμενος από το παράδειγμα τού Σέρμαν,[144] επικαλέστηκε ρητά το προηγούμενο τού πολέμου εναντίον των ερυθροδέρμων.

Επομένως, μπορούμε τώρα να δούμε κάτω από νέο φως την κατηγορία που διατύπωσε ο Σμιτ εναντίον τής επαναστατικής παράδοσης, ότι, δηλαδή, κατέστρεψε το jus publicum europeum — τα όρια και τις αρχές που οφείλουν να διέπουν κάθε σύγκρουση μεταξύ των πολιτισμένων λαών. Αυτή η θεματική έχει πίσω της μακρά παράδοση που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ανάγεται στον ίδιο τον Πλάτωνα, ο οποίος διακρίνει μεταξύ καθαυτό «πολέμου» και «στάσεως», δηλαδή μεταξύ τού απεριόριστου πολέμου ανάμεσα σε έλληνες και βαρβάρους (οι οποίοι, σε περίπτωση ήττας, δύνανται να θανατωθούν ή και να στερηθούν τής ελευθερίας τους) και τού εμφυλίου πολέμου μεταξύ ελλήνων (η διεξαγωγή τού οποίου, αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει πάντα να υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς, όπως την απαγόρευση τής θανάτωσης ή τής υποδούλωσης των ηττημένων). Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους ομόαιμους «συγγενείς» οφείλει να υπακούει σε διαφορετικούς κανόνες απ’ ό,τι ο ολικός πόλεμος εναντίον ενός όλως διόλου ξένου και βαρβάρου «γένους».[145] Με τη σειρά του, ο Κικέρωνας διακρίνει αυστηρά μεταξύ ενός πολέμου όπου διακυβεύεται η ηγεμονία ανάμεσα σε ανταγωνιστές [competītōrēs], των οποίων οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση, και έναν πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσα σε ολικούς εχθρούς [inimīcōs] και όπου το μόνο διακύβευμα είναι η επιβίωση· στη δεύτερη περίπτωση, για παράδειγμα, ανήκει ο πόλεμος εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων, όπου το ζητούμενο ήταν «ποιος θα επιζήσει και όχι ποιος θα κυριαρχήσει» (uter esset, non uter imperaret). Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η εκ θεμελίων καταστροφή τής Καρχηδόνας ή τής Νουμαντίας δεν φαίνεται να εγείρει κανένα πρόβλημα, η ανάλογη τύχη τής Κορίνθου προξενεί επιφυλάξεις, διότι επρόκειτο για μια ελληνική πόλη που κατοικούνταν από ένα πολιτισμένο λαό (πέρα από το ότι η Ελλάδα πρωτοστατούσε στον αγώνα εναντίον των «βαρβάρων» από τον καιρό ήδη τού Τρωικού πολέμου).[146]

Στη συνέχεια, η πανελλήνια κοινότητα τού Πλάτωνα μετασχηματίζεται στη respublica christiana τού Εράσμου, ο οποίος αποδίδει τον όρο «πόλεμος» ως «bellum» και τον όρο «στάσις» ως «seditio» (με τη δεύτερη έννοια να εξακολουθεί να υποδηλώνει την απαίτηση εφαρμογής όσο το δυνατόν αυστηρότερων περιορισμών στον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου).[147] Ωστόσο, αργότερα, ο αββάς ντε Σαιν-Πιερ έρχεται να διατυπώσει τον παράτολμο στόχο τής εδραίωσης μιας διαρκούς ειρήνης στο εσωτερικό τής χριστιανικής κοινότητας, με τη διευκρίνηση ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι, τότε, σε θέση να εκμεταλλευτούν «τις ευκαιρίες να καλλιεργήσουν το στρατιωτικό πνεύμα και τις δεξιότητες» στον αγώνα τους εναντίον των «τούρκων», των «κουρσάρων τής Αφρικής» και των «ταρτάρων».[148] Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Φίχτε αποδοκιμάζει τον Ναπολέοντα, επειδή προκάλεσε με τους πολέμους του τη διάσπαση τής ενότητας τής «κοινής Ευρώπης», τής «μόνης αληθινής πατρίδας» των «χριστιανών ευρωπαίων»:[149] θα ήταν προτιμότερο ο γάλλος κοντοτιέρος να είχε διοχετεύσει τον επεκτατικό δυναμισμό του εκτός «τού βασιλείου τού πολιτισμού», εκεί δηλαδή όπου υπήρχε «περίσσεια βαρβάρων» που έπρεπε να συντριβούν με τη βία και τον πόλεμο, πράγμα που θα επέτρεπε και την εκτόνωση τής ζωτικότητας τής «ευρωπαϊκής νεολαίας» σε υγιή και δημιουργικά κανάλια.[150] Τέλος, στα κείμενα τού Σμιτ, η πανελλήνια κοινότητα, η respublica christiana και η «κοινή Ευρώπη» μετασχηματίζονται στη «δυτική κοινότητα», η οποία έχει πλέον ως συνδετικό ιστό το jus publicum europeum και όχι βέβαια τη «διαρκή ειρήνη»· ομοίως, ο πλατωνικός «πόλεμος» και η ερασμική έννοια τού «bellum» επανεμφανίζονται με τη μορφή τού ασύμμετρου πολέμου εξόντωσης, που σύμφωνα με τον Σμιτ θα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία στο εσωτερικό και μόνον τού πολιτισμένου κόσμου, ενώ η «στάσις» ή η seditio αντιστοιχεί τώρα στον «συμμετρικό» πόλεμο-μονομαχία, ο οποίος δεν πρέπει ποτέ να μετατραπεί στο είδος εκείνο τής «εμφύλιας» πάλης όπου όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται και που συνήθως συνοδεύεται από εκκλήσεις για σταυροφορία, προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο διχασμό στο εσωτερικό τής δυτικής-ευρωπαϊκής κοινότητας ή και των κρατών που την αποτελούν. Σύμφωνα με τον γερμανό πολιτειολόγο, η επαναστατική παράδοση, η οποία, παρασυρμένη από το πάθος τού καθολικού, αντιπαρέρχεται ή σκόπιμα καταστέλλει τις ιστορικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες τού «νόμου τής γης», αμαυρώνεται από το γεγονός ότι καταργεί ή καθιστά ασαφή τη διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και βαρβάρων με αποτέλεσμα και τη συσκότιση των ορίων μεταξύ στάσεως και πολέμου, seditio και bellum, συμμετρικού και ασύμμετρου πολέμου εξόντωσης.

Ο Σμιτ θα επικαλεστεί και τον «μεγάλο και γενναίο διανοητή τού παλαιού καθεστώτος», τον Ζοζέφ Ντε Μεστρ, που ομοίως καταδικάζει τη γαλλική επανάσταση για το ότι συνέβαλε στον εκβαρβαρισμό και εκφυλισμό τού «ιπποτικού ευρωπαϊκού πολέμου», στον οποίο «εμπλέκονταν πολεμιστές, που πολεμούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, και ποτέ τα ίδια τα έθνη». Ο προσφιλής στον γερμανό πολιτειολόγο συγγραφέας εκθειάζει επίσης «τον πολεμικό οίστρο και την αιμοδιψία των [παλαιών] μαχητών», ενώ όπως φαίνεται θεωρεί δικαιολογημένη και την εξόντωση των ινδιάνων, «των εκφυλισμένων αυτών ανθρώπων», τους οποίους οι «Ευρωπαίοι» αρνούνταν εύλογα να αναγνωρίσουν ως «ομοίους» τους. Η θρηνολογία για την εξαφάνιση τού ιπποτικού πολέμου αφορά αποκλειστικά και μόνο το τμήμα εκείνο τού πλανήτη που καταυγάζεται από το «θείο πνεύμα»· κατά τα άλλα, όπως καθίσταται σαφές στο πλαίσιο τής «διαρκούς σφαγής» που ανήκει στο «ευρύτερο σχέδιο» τής θείας οικονομίας, υπάρχουν «ορισμένα έθνη» που ο «εξολοθρευτής άγγελος» πασχίζει με κάθε τρόπο να βυθίσει στο αίμα.[151] Το γεγονός όμως παραμένει ότι, στον θλιβερό απολογισμό που καταγράφει ο «Νόμος τής Γης» όσον αφορά την ιστορική εμφάνιση των πολέμων εξολόθρευσης, δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε κριτική εξέταση των αποικιακών πολέμων εξολόθρευσης, συμπεριλαμβανομένου και τού πολέμου που εξαπέλυσε ο Χίτλερ εναντίον των «ιθαγενών» τής Ανατολικής Ευρώπης.

Η αποβολή από τους κόλπους τής Ευρώπης συνεπάγεται και την αποβολή από τους κόλπους τού χριστιανισμού (πρόκειται ακριβώς περί αφορισμού). Δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζει ο Σμιτ, η «διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και μη- ή ημι-πολιτισμένων λαών» συνιστά «εκκοσμίκευση τής διάκρισης μεταξύ χριστιανικών και μη λαών»,[152] συμβαίνει συχνά ο πόλεμος εναντίον των βαρβάρων στα μέσα τού 20ού αιώνα να παίρνει κυριολεκτικά τη μορφή θρησκευτικού πολέμου· έτσι, για παράδειγμα, ο Εμίλ Μπουτρού εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι η Γερμανία «δεν έχει ακόμη πλήρως ασπαστεί τη χριστιανική διδασκαλία τής αγάπης και τής καλοκαγαθίας»,[153] ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Τσέρτσιλ καλεί σε αγώνα εναντίον των γερμανών (ή των ούνων), τους οποίους αποκαλεί «βάρβαρους ειδωλολάτρες».

Στο έργο τού Σμιτ, η καταδίκη τής επαναστατικής παράδοσης, η οποία σύμφωνα πάντα με τον γερμανό νομικό κατάργησε τη διαφορά ή τη διάκριση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας, πηγαίνει χέρι-χέρι με την καταδίκη των αποικιακών επαναστάσεων: η φιγούρα τού παρτιζάνου, που εμπνέεται από τον μαρξισμό και συμμετέχει ενεργά στον απελευθερωτικό, αντιαποικιακό αγώνα, ευθύνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, «για την κατάρρευση τού παλιού ευρωκεντρικού κόσμου, που ο Ναπολέων θέλησε να διασώσει και τον οποίο το Συνέδριο τής Βιέννης ήλπιζε να αποκαταστήσει»,[154] ενώ άμεση συνέπεια τής κατάρρευσης αυτής είναι και ο μαρασμός τού «jus publicum europeum, ενός, δηλαδή, καθαρά ευρωκεντρικού διεθνούς δικαίου».[155]


[i] «There are less than seventy million malignant Huns – some of whom are curable and others killable – many of whom are already engaged in holding down Austrians, Czechs, Poles, French, and the many other ancient races they now bully and pillage.»
[ii] Αναφέρεται στους Κοζάκους που το 1944 εγκαταστάθηκαν στην Καρνία, στη βορειοδυτική Ιταλία.
[iii] Άρνηση τής ανθρώπινης ιδιότητας.
[iv] πβ. G.Roberts, Stalin’s Wars, σελ. 116.
[v] [Since the revolution of 1688 we have expended more than fifteen hundred millions of money upon wars, not one of which has been upon our own shores, or in defence of our hearths and homes. […] [Τ]his pugnacious propensity has been invariably recognised by those who have studied our national character.]
[vi] «Πολεμική Επιτροπή Ανθρώπινου Δυναμικού».
[vii] «We have got to be tough with Germany and I mean the German people not just the Nazis. We either have to castrate the German people or you have got to treat them in such a manner so they can’t just go on reproducing people who want to continue the way they have in the past» [Η συγκεκριμένη δήλωση φέρεται να έγινε στον Μοργκεντάου].
[viii] «In the last war against the barbarous Huns we were your comrades […]. It is all one man [who …] has arrayed the trustees and inheritors of ancient Rome upon the side of the ferocious pagan barbarians».
[ix] «Why by interweaving our destiny with that of any part of Europe, entangle our peace and prosperity in the toils of European ambition, rivalry, interest, humor or caprice?» [17/09/1796]
[x] «[W]hile in Europe, wars or commotions seem to agitate almost every nation, peace and tranquillity prevail among us, except on some parts of our western frontiers, where the Indians have been troublesome, to reclaim or chastise whom proper measures are now pursuing». [28/07/1791]
[xi] «There has been growing up in Europe […] an interlacing of alliances and understandings, a complex web of intrigue and spying, that presently was sure to entangle the whole of the family of mankind on that side of the water in its meshes».


33. Weber, 1988, σελ. 354.
34. Weber, 1971, σελ. 495 & 585; Weber, 1988, σελ. 44.
35. Mommsen, 1974, σελ. 92-93.
36. Για τον Βέμπερ και τον ιμπεριαλισμό, δες Losurdo, 1993, σελ. 176-180.
37. Weber, 1971, σελ. 492.
38. Στο Mommsen, 1993, σελ. 711.
40. Weber, 1971, σελ. 492.
41. Weber, 1988, σελ. 356.
42. Weber, 1971, σελ. 494.
43. Schmitt, 1988, σελ. 238; Schmitt, 1985a, σελ. 382 και επ.
44. Schmitt, 1991a, σελ. 423.
45. Churchill, 1974, σελ. 6384 (ομιλία τής 27ης Απριλίου 1941)· πβ. Nolte, 1987a, σελ. 503.
46. Canfora, 1992, σελ. 96.
47. Hillgruber, 1991, σελ. 439.
48. Hoffmann, 1995, σελ. 18-64.
49. Hillgruber, 1990, σελ. 45; πβ. επίσης Hoffmann, 1995.
50. Rigoni Stern, 1996.
51. Gilbert, 1994.
52. Fischer, 1965, σελ. 33.
53. Ibid., σελ. 139.
54. Ibid., σελ. 743.
55. Hillgruber, 1990, σελ. 78, σημ. 9.
56. Zayas, 1984, σελ. 287-289.
57. Mayer, 1990, σελ. 436.
58. Duffy, 1991, σελ. 273-275.
59. Hillgruber, 1990, σελ. 71.
60. Ibid., σελ. 53.
61. Ibid., σελ. 63.
62. Στο Schmidt-Stein, 1993, σελ. 29.
63. Lipstadt, 1993, σελ. 7.
64. Lénine, 1958, τομ. XXVII, σελ. 191 & 102 [πβ. «Report On Ratification Of The Peace Treaty March 14» & «The Junius Pamphlet»
65. Στο Tucker, 1990, σελ. 258.
66. Hitler, 1939, σελ. 154.
67. Staline, 1972, σελ. 50 [«Order of the Day»]. Είναι αστήρικτη η θέση ότι «στη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ» ο Στάλιν δήλωσε ότι «ο γερμανικός λαός στο σύνολό του είναι εχθρός τού σοσιαλισμού και των σοβιετικών λαών»: πβ. Rosdolsky, 1964, σελ. 149, υποσ. 11.
68. Staline, 1972, σελ. 28-29 & 137 [«Ομιλία τού Στάλιν στην πανηγυρική συνεδρίαση για την επέτειο τού Μεγάλου Οχτώβρη, το 1941»]. Χωρίς να παραθέτει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του, ο Φυρέ δηλώνει ότι «ήδη από την αρχή τής εμφάνισης τού χιτλερισμού, ο Στάλιν δεν έδειξε την παραμικρή συμπάθεια προς τους Εβραίους.» (Furet, 1995, σελ. 621-622). Στην πραγματικότητα, αναφορικά με την υπό εξέταση περίοδο, η καταδίκη τού αντισημιτισμού παίζει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην εν γένει στη διαμόρφωση των θέσεων των σοβιετικών ηγετών, αλλά και ειδικά σε σχέση με την τραγωδία τού Κατίν, όπου οι πολωνοί αξιωματικοί εκτελέστηκαν ως «αντισημίτες». Τυφλωμένος ίσως από το αντικομμουνιστικό του μένος, ο αναθεωρητής ιστορικός φαίνεται να συγχέει ανεπίτρεπτα τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες διήλθαν οι σχέσεις μεταξύ τής Σοβιετικής Ένωσης και τού εβραϊκού κόσμου. Κατά το τέλος τού πολέμου, η ΕΣΣΔ έχαιρε ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των «σιωνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο», σε σημείο που αυτοί οι τελευταίοι να «ενθουσιάζονται με κάθε τι ρωσικό»· πρόκειται για διαπίστωση τής Χ. Άρεντ, η οποία, ακόμα και τον Μάιο τού 1948, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τον προσοβιετικό προσανατολισμό τού σιωνιστικού κινήματος που, ελαφρά τη καρδία, στηλίτευε τον «αντισημιτισμό» τής Μεγάλης Βρετανίας και καταδίκαζε τις ΗΠΑ ως «ιμπεριαλιστική δύναμη».
69. Staline, 1972, σελ. 192.
70. Deutscher, 1969, σε. 755· Boffa, 1979, τόμ.11, σελ. 273-274.
71. Losurdo, 1987b, σελ. 101-102.
72. Lénine, 1958, τόμ. XXXI, σελ. 222· τόμ. XXIV, σελ. 422-23. [«Εισήγηση για τη διεθνή κατάσταση και τα βασικά καθήκοντα τής κομμουνιστικής διεθνούς»]
73. Στο Millis, 1989, σελ. 27.
74. Στο Pick, 1994, σελ. 33.
75. Schumpeter, 1974, σελ. 76 & 79-80.
76. Fischer, 1965.
77. Habermas, 1987, σελ. 164.
78. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 170· La Forte-Marcello, 1993.
79. Fussell, 1991, σελ. 177-178 & 152-153.
80. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 191 & 165.
81. Fussell, 1991, σελ. 155.
82. Stannard, 1992, σελ. 252.
83. Ibid., σελ. 252.
84. Fussell, 1991, σελ. 152-153.
85. Στο Thomas, 1988, σελ. 891 & 585.
86. Friedman-Lebard, 1991, σελ. 95.
87. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 190.
88. Ibid., σελ. 165, 173 & 178.
89. Alperovitz, 1995, σελ. 563-564.
90. Morgenstern, 1991, σελ. 101.
91. Harris, 1994.
92. Fussell, 1991, σελ. 177-178 & 152-153· Stannard, 1992, σελ. 252.
93. Losurdo, 1992, σελ. 347-348.
94. Gabriel, 1986, σελ. 394-399.
95. Harbutt, 1986, σελ. 28.
96. Ambrose, 1992, σελ. 31.
97. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 25.
98. Eisenhower, 1948, σελ. 470.
99. Ibid., σελ. 287.
100. Ambrose, 1992, σελ. 33 (η έμφαση δική μου).
101. Bacque, 1993, σελ. 35-36.
102. Ibid., σελ. 21.
103. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 12.
104. Ambrose, 1992, σελ. 33-34.
105. Σύμφωνα με τη σαφώς προκλητική δήλωση τού τότε υπουργού πολέμου Χ.Λ. Στίμσον· πβ. Stimson-Bundy, 1971, σελ. 571-579.
106. Bacque, 1993, σελ. 27.
107. Canedy, 1990, σελ. 10-11.
108. Bacque, 1993, σελ. 21.
109. Croce, 1950, σελ. 75 & 64.
110. Croce, 1993, σελ. 157-158.
111. Breitman, 1993, σελ. 184 & 199-200.
112. Veale, 1979, σελ. 18-19· Irving, 1992, σελ. 44 και επ.
113. Schmid, 1974, σελ. 322.
114. Johnson, 1989, σελ. 470.
115. Ambrose, 1991, σελ. 35.
116. The New York Times Book Review, 1991, σελ. 26-27· πβ. επίσης Adams, 1995, σελ. 217. Η έλλειψη αυτοκριτικού στοχασμού όσον αφορά το φαινόμενο τής φυλετικοποίησης τού εχθρού εξηγεί την επανειλημμένη παρουσίαση ιστορικών αναλύσεων στο πλαίσιο των οποίων εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η τάση ενοχοποίησης ενός ολόκληρου λαού. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση ενός δημοφιλούς αμερικανού ιστορικού, ο οποίος ορίζει τον αντισημιτισμό και, πιο συγκεκριμένο, τον «δολοφονικό αντισημιτισμό» ως «γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα τού γερμανικού λαού». Με την απάλειψη από τον ιστορικό πίνακα των δεδομένων που αφορούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη μαζική αποδημία προς αποφυγή των διώξεων και τον ανήλεη προληπτικό εμφύλιο πόλεμο που εξαπέλυσε ο ναζισμός με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή τής επανάληψης τής επανάστασης τού Νοέμβρη, η πρόθεση παρουσίασης ενός αδυσώπητου κατηγορητηρίου τείνει να μετατραπεί στο αντίθετό της: ο Χίτλερ εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί σε μια «ειρηνική επανάσταση στην οποία συμμετέχει οικειοθελώς ο γερμανικός λαός» (στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα επίμονο μοτίβο τής προπαγάνδας τού Τρίτου Ράιχ, που, κατά παράδοξο τρόπο, αναπαράγεται άκριτα στο εν λόγω βιβλίο). Ο αμερικανός ιστορικός υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία το γεγονός τής ύπαρξης μαζικής συναίνεσης στη Γερμανία όσον αφορά τις αντιεβραϊκές διώξεις που αποκορυφώθηκαν με την «τελική λύση». Όμως, τότε, εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς τι είδους και ποιας έκτασης ήταν η συναίνεση που εκφράστηκε στις ΗΠΑ σε σχέση με τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτών ιαπωνικής καταγωγής, τη ρίψη ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, καθώς και για τις προτάσεις συστηματικών εκκαθαρίσεων ή ολικής εξόντωσης σε βάρος τού «κίτρινου» εχθρού. Οπωσδήποτε η απλή πρόθεση διαφέρει ουσιαστικά από την αποπεράτωση τού εγκλήματος τής γενοκτονίας. Ωστόσο, εν τη απουσία οποιασδήποτε συγκριτικής ανάλυσης, η στάση αδιαλλαξίας τού αμερικανού ιστορικού όχι μόνο στερείται αξίας από τη σκοπιά τής ιστοριογραφίας, αλλά ακόμη και αν αντιμετωπιστεί με όρους ατομικής αγανάκτησης, αποδεικνύεται τελικά ανειλικρινής και αναξιόπιστη (πβ. Goldhagen, 1996, σελ. 454-456, 49 και επ. και σποράδην).
117. Churchill, 1965, σελ. 687-689 (ραδιοφωνικό μήνυμα στις 23/12/1940).
118. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 17.
119. Schmitt, 1991a, σελ. 381.
120. Washington, 1988, σελ. 525.
121. Ibid., σελ. 555.
122. Στο Commager, 1963, τόμ. 1, σελ. 208-209.
123. Στο Gabriel, 1986, σελ. 388.
124. Στο Schmitt, 1991a, σελ. 348.
125. Στο Commager, 1963, τόμ. II, σελ. 414.
126. Roosevelt, 1951, τόμ. 11, σελ. 377 & 620· Roosevelt, 1901, σελ. 251 & 275.
127. Στο Charmley, 1993, σελ. 424.
128. MacDougall, 1982, σελ. 120 & 98.
129. Στο Kissinger, 1994, σελ. 186.
130. Gosset, 1965, σελ. 341.
131. Ernst Haeckel, όπως παρατίθεται στο Buchner-Baumgart, 1976, τόμ. VII, σελ. 417.
132. Fattorini, 1991, σελ. 47-50.
133. Stoddard, 1925, σελ. 7-8 & 153· αναφορά στην κολακευτική αξιολόγηση εκ μέρους τού προέδρου Χάρντινγκ γίνεται στην αρχή τής γαλλικής μετάφρασης· για την εκτίμηση που έτρεφε ο Χούβερ προς το πρόσωπο τού Στόνταρντ, πβ. Kühl, 1994, σελ. 61.
134. Ibid., σελ. 7-8, 159, 173 & 193-195.
135. Spengler, 1933, σελ. 150.
136. Kilzer, 1994, σελ. 122-123.
137. Alfred Rosenberg, 1937, σελ. 81-82.
138. Hitler, 1952, τόμ. 1, σελ. 92 και τόμ. 11, σελ. 325 (συνομιλίες που έλαβαν χώρα στις 26-27 Οκτωβρίου 1941 και στις 6 Σεπτεμβρίου 1942).
139. Hitler, 1989 [1952], σελ. 69, 237 & 449 (συνομιλίες στις 9-10 Σεπτεμβρίου 1941 και στις 23 Απριλίου και 21 Ιουλίου 1942).
140. Breitmann, 1993, σελ. 9.
141. Grimsley, 1995, σελ. 18.
142. Du Bois, 1992, σελ. 113-114.
143. Slotkin, 1994, σελ. 304 & 322.
144. Kilzer, 1994, σελ. 53 & 185.
145. Πολιτεία, V, 469 c – 471 b.
146. De officiis, I, 35-38, et III, 99.
147. Érasme, 1992, σελ. 912 και επ.
148. Σύμφωνα, τουλάχιστον, με τη συνθετική παρουσίαση τής μελέτης του με τίτλο «Projet pour rendre la paix perpétuelle en Europe» από τον Ρουσό (Rousseau, 1959, τόμ. III, σελ. 585-586).
149. Fichte, 1971, vol. VII, σελ. 204-205.
150. Ibid., τόμ. XI, σελ. 426.
151. Maistre, 1984, τόμ. IV, σελ. 83 και τόμ V, σελ. 18-28· Schmitt, 1981, σελ. 41.
152. Schmitt, 1988, σελ. 163.
153. Boutroux, 1926, σελ. 234.
154. Schmitt, 1981, σελ. 41.
155. Schmitt, 1991a, σελ. 29.


Βιβλιογραφία

Adams, Michael C. C., 1995: Retelling the Tale: Wars in Common Memory, in Gabor S. Boritt éd., War Comes Again. Comparative Vistas on the Civil War and World War II, avec une introduction de David Eisenhower, New York-Oxford, Oxford University Press.
Ambrose, Stephen E., 1991: «Ike and the Disappearing Atrocities», The New York Times Book Review, 24 février.
—, 1992: «Eisenhower and the Germans», in Günther Bischof-Stephen E. Ambrose éd., Eisenhower and the German POW’s. Facts against Falsehood, Baton Rouge-Londres, Louisiana State University Press.
Alperovitz, Gar, 1995: The Decision to Use the Atomic Bomb and the Architecture of an American Myth, New York, Knopf.
Bacque, James, 1993: Other Losses (1989), New York, Saint Martin’s Press, 1991.
Bischof G.-Ambrose, Stephen E., 1992: Introduction à G. Bischof-Stephen E. Ambrose (éd.), Eisenhower and the German POWs [cf. Ambrose, 1992].
Boffa, Giuseppe, 1979: Storia dell’Unione Sovietica, Milan, Mondadori.
Boutroux, Émile, 1926: Études d’histoire de la philosophie allemande, Paris, Vrin.
Breitman, Richard D., 1993: The Architect of Genocide (1991), New York, Knopf.
Canedy, Suzan, 1990: America’s Nazis. A Democratic Dilemma, Markgraf, Menlo Park.
Canfora, Luciano, 1992: Marx vive a Calcutta, Bari, Dedalo.
Charmley, John, 1993: Churchill. The End of Glory, Londres-Sydney-Auckland, Hodder & Staughton.
Churchill, Winston, 1965: Great Destiny, anthologie éditée par F. W. Heath (1962), Putnam’s Sons, New York.
—, 1974: His Complete Speeches 1897-1963, vol. VI, New York-Londres, Chelsea House.
Commager, Henry S. (éd.), 1963: Documents of American History (7 éd.) New York, Appelton-Century-Crofts.
Croce, Benedetto, 1950: L ‘Italia dal 1914 al 1918. Pagine sulla guerra, Bari, Laterza.
—, 1993: Scritti e discorsi politici (1943-1947), A. Carella éd., vol. I (vol. VII, I de l’édition nationale), Naples, Bibliopolis.
Deutscher, Isaac, 1969: Stalin. A Political Biography (1965); trad. fr. Jean-Pierre Herbert, Staline, Paris, Gallimard, 1953.
Du Bois, William E. B., 1992: Black Reconstruction in America, 1860-1880 (1935), D. L. Lewis éd., New York, Atheneum.
Duffy, Christopher, 1991: Red Storm in the Reich. The Soviet March on Germany, 1945, New York, Atheneum.
Eisenhower, Dwight D., 1948: Crusade in Europe (1948), New York, Doubleday; trad. fr. Paule de Beaumont, Mémoires sur la Deuxième Guerre mondiale, Paris, Robert Laffont, 1949.
Breitman, Richard D., 1993: The Architect of Genocide (1991), New York, Knopf.
Buchner, Rudolf et Baumgart, Winfried (éd.), 1976: Quellen zum politischen Denken der Deutschen im 19. und 20. Jahrhundert. Freiherr vom Stein-Gedächtnisausgabe, Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1976 sqq.
Érasme, 1992: Querela pacis (1517); trad. fr. J.-C. Margolin, in Érasme, Paris, Robert Laffont.
Fattorini, Emma, 1991: Il colpo di grazia sessuale. La violenza delle truppe nere in Renania negli anni venti, in A. Bravo (éd.), Donne e uomini nelle guerre mondiali, Rome-Baril Laterza.
Fichte, Johann G., 1971: Werke, I. H. Fichte (éd.), Berlin, De Gruyter.
Fischer, Fritz, 1965: Griff nach der Weltmacht (1961); trad. fr. Geneviève Migeon et Henri Thies, Les Buts de l’ Allemagne impériale, Trévise, Paris, 1970.
Friedman, George et Lebard, Meredith, 1991: The Coming War with Japan, New York, Saint Martin’s Press.
Furet, François, 1995: Le Passé d’une illusion. Essai sur l’idée communiste au XXe siècle, Paris, le Livre de Poche, Robert Laffont.
Fussell, Paul, 1991: Wartime (1989), Oxford, Oxford University Press; tract. fr. Paul Chemla, À la guerre, Paris, Seuil, 1992.
Gabriel, Ralph H. 1986: The Course of American Democratic Thought, Greenwood Press (3e éd.), New York-Westport-Londres.
Gilbert, Martin, 1994: The First World War. A Complete History, New York, Henry Holt and Company.
Goldhagen, Daniel J., 1996: Hitler’s Willing Executioners. Ordinary Germans and the Holocaust, Londres, Little Brown and Company; tract. fr. Pierre Martin, Les Bourreaux volontaires de Hitler. Les Allemands ordinaires et l’Holocauste, Paris, Seuil, 1998.
Gosset, Thomas F., 1965: Race. The History of an Idea in America, New York, Schocken Books.
Grimsley, Mark, 1995: The Hard Hand of War. Union Military Policy Toward Southern Civilians 1861-1865, Cambridge, Cambridge University Press.
Habermas, Jürgen, 1987: Nachspiel (1987); trad. it. de G. E. Rusconi, Germania: un passato the non passa, Turin, Einaudi.
Harbutt, Fraser J., 1986: The Iron Curtain. Churchill, America and the Origin of the Cold War, New York-Oxford, Oxford University Press.
Harris, Sheldon H., 1994: Factories of Death. Japanese Biological Warfare and the American Cover Up, Londres-New York, Routledge.
Hillgruber, Andreas, 1990: Zweierlei Untergang. Die Zerschlagung des Deutschen Reich und das Ende des europäischen Judentums (1986), Berlin, Siedler, 1986.
—, 1991: Die Zerstörung Europas. Beiträge zur Weltkriegsepoche 1914 bis 1945 (1988), Berlin, Propyläen, 1988.
Hitler, Adolf, 1939: Mein Kampf (1925-1927), Zentral Verlag der NSDAP, Munich.
—, 1952: Tischgespräche, H. Picker, Ullstein, Francfort-sur-le-Main-Berlin; trad. fr. Françoise Genoud, Libres propos sur la guerre et la paix (conversations de table recueillis par Martin Bormann), Paris, Flammarion.
Hoffmann, Joachim, 1995: Stalins Vernichtungskrieg, 1941-1945, Verlag für Wehrwissenschaften, Munich; trad. fr. Erik Strasser, La Guerre d’ extermination de Staline, 1941-1945, Saint-Genis-Laval, Akribeia, 2003.
Irving, David, 1992: The Destruction of Dresden (1963); trad. fr. Jean-Daniel Katz, La Destruction de Dresde, Paris, Robert Laffont, 1964.
Johnson, Paul, 1989: A History of the Modern World from 1917 to the 1980s (1983); trad. fr. Philippe Delranc et Philippe Vitrac, Une histoire du monde moderne, Paris, Robert Laffont, 1985.
Kilzer, Louis C., 1994: Churchill’s Deception. The Dark Secret that Destroyed Nazi Germany, New York, Simon & Schuster.
Kissinger, Henry, 1994: Diplomacy, New York, Simon & Schuster; trad. fr. Marie-France de Paloméra, Diplomatie, Paris, Fayard, 1996.
Kühl, Stefan, 1994: The Nazi Connection. Eugenics, American Racism and German National Socialism, New York-Oxford, Oxford University Press.
LaForte, Robert S. et Marcello, Ronald E., 1993: Building the Death Railway. The Ordeal of American POWs in Burma, 1942-1945, Wilmington, SR Books.
Lénine, Vladimir I., 1958: Œeuvres complètes, Éditions sociales, Paris, et Éditions en langues étrangères, Moscou, 1958 sq.
Lipstadt, Deborah E., 1993: Denying the Holocaust. The Growing Assault on Truth and Memory, New York-Toronto, The Free Press-Macmillan.
Losurdo, Domenico, 1987b: La catastrofe della Germania e l’immagine di Hegel, Guerini, Milano; trad. fr. Charles Alunni, Hegel et la catastrophe allemande, Paris, Albin Michel, 1994.
—¸ 1992: Hegel e la libertà dei moderni, Editori Riuniti, Rome.
—¸ 1993: Democrazia o bonapartismo. Trionfo e decadenza del suffragio universale, Bollati Boringhieri, Turin; trad. fr. Jean-Michel Goux, Démocratie ou bonapartisme, Paris, Le Temps des cerises, 2003.
MacDougall, Hugh A., 1982: Racial Myth in English History. Trojans, Teutons and Anglo-Saxons, Montréal-Londres, Harvest-University Press of New England.
Maistre, Joseph de, 1984: Œuvres complètes, Lyon 1884, réimpression anastatique, Hildesheim-Zürich-New York, Olms.
Markusen, Eric et Kopf, David, 1995: The Holocaust and Strategic Bombing. Genocide and Total War in the Twentieth Century, Boulder-San Francisco-Oxford, Westview Press.
Mayer, Arno J., 1990: Why Did the Heavens not Darken?, New York, Pantheon Books, 1988.
Millis, Walter, 1989: The Martial Spirit (1931), Chicago, Elephant Paperbacks.
Mommsen, Wolfgang J., 1974: Max Weber. Gesellschaft, Politik and Geschichte, Francfort-sur-le-Main, Suhrkamp.
—, 1993: Max Weber and die deutsche Politik, 1890-1920 (2e éd., 1974); trad. fr. Jean Amsler, Jean-Rodolphe Amsler, Delphine Bechtel et al., Max Weber et la politique allemande, Paris, PUE, 1985.
Morgenstern, George, 1991: Pearl Harbor. The Story of the Secret War (1947), Newport, Institute for Historical Review.
Pick, Daniel, 1994: War Machine. The Rationalization of Slaughter in the Modern Age (1993).
Rigoni, Stern, 1996: Introduction à Leonardo Zanier, Carnia, Kosakenland, Kazackajia Zemlja, Udine, Mittelcultura.
Roosevelt, Theodore, 1901: The Strenuous Life. Essays and Adresses, New York, The Century.
—, 1951: The Letters, E. E. Morison, J. M. Blum, J. J. Buckley (éd.), Cambridge (Mass.), Harvard University Press, 1951 sqq.
Rosdolsky, Roman, 1964: «Friedrich Engels und das Problem der «geschichtslosen Völker»», in Archiv für Sozialgeschichte, Bd IV.
Rosenberg, Alfred, 1937: Der Mythus des XX. Jahrhunderts (1930), Munich, Hoheneichen; trad. fr. Adler von Scholle, Le Mythe du XXe siècle, Paris, Deterna, 1999.
Rousseau, Jean-Jacques, 1959: Œuvres complètes, B. Gagnebin et P. Raymond (éd.), Paris, Gallimard, 1959 sqq.
Schmid, Alex P., 1974: Churchills privater Krieg. Intervention und Konterrevolution im russischen Bürgerkrieg, November 1918-März 1920, Zürich, Atlantis.
Schmidt, Martin et Stein, Dieter, 1993: Im Gespräch mit Ernst Nolte, Postdam, Junge Freiheit.
Schmitt, Carl, 1985a: Verfassungsrechtliche Aufsätze (1958), 3e éd., Berlin, Dunker & Humblot.
— 1981: Theorie der Partisanen (1963); trad. fr. Marie-Louise Steinhauser, Théorie du partisan, Paris, Flammarion, 1992.
— 1988: Positionen und Begriffe im Kampf mit Weimar-Genf-Versailles 1932-1939 (1940), Berlin, Duncker & Humblot.
—, 1991a: Der Nomos der Erde im Völkerrecht des Jus Publicum Europeum (1950); trad. fr. Lilyane Deroche-Gurcel, Le Nomos de la terre, Paris, PUE, 2001.
Schumpeter, Joseph, A. 1974: Zur Soziologie der Imperialismen (1919; 1953); trad. fr. Suzanne de Segonzac, Impérialisme et classes sociales, Paris, Flammarion, 1984.
Slotkin, Richard, 1994: The Fatal Environment. The Myth of the Frontierin the Age of Industrialization 1800-1890 (1985), NewYork, Harper Perennial.
Spengler, Oswald, 1933: Jahre der Entscheidung, Beck, Munich, trad. fr. Raïa Hadekel-Bogdanovitch, 1933: année décisive, Paris, Copernic, 1980.
Staline, Joseph W., 1972: Über den grossen Vaterländischen Krieg der Sowietunion, Francfort­-sur-le-Main, Roter Druckstock.
— 1995: Letters to Molotov, L. T Lih, O. V Naumov et O. V Khlevniuk éd., préface de R. C. Tucker, New Haven-Londres, Yale University Press.
Stannard, David E., 1992: American Holocaust. The Conquest of the New World, Oxford, Oxford University Press.
Stimson, Henry L. et Bundy, Mc George, 1971: On Active Service in Peace and War, New York, Octagon Books.
Stoddard, Lothrop, 1925: The Rising Tide of Color Against White-World-Supremacy (1920); trad. fr. A. Doysié, Le Flot montant des peuples de couleur contre la suprématie mondiale des Blancs, Paris, Payot, 1925.
Thomas, Hugh, 1988: Armed Truce. The Beginnings of the Cold War 1945-1946 (1986), Londres, Sceptre.
Tucker, Robert C., 1990: Stalin in Power. The Revolution from Above, 1928-1941, New York-Londres, Norton.
Veale, Frederick J. P., 1979: Advance to Barbarism. The Develoment of Total Warfare (1948), Newport, Institute for Historical Review.
Washington, George, 1988: A Collection, W.B. Allen éd., Indianapolis, Liberty Classics.
Weber, Max, 1971: Gesammelte politische Schriften (1958), J. Winckelmann éd., 3e éd., Tübingen, Mohr (Siebeck).
— 1988. Zur Politik im Weltkrieg. Schriften und Reden 1914-1918, W J. Mommsen éd., en collaboration avec G. Hübinger, Tübingen, Mohr.
Zayas, Alfred M. de (éd.), 1984: Die Wehrmachtuntersuchungstelle. Deutsche Ermittlungen über allierte Völkerrechtsverletzungen im zweiten Weltkrieg, édité par A. M. de Zayas avec la collaboration de Walter Rabus, 4e éd., Munich, Universitas.

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (VI)

Φ. Σασέν [σοσιαλδημοκράτης «δουλέμπορος», μέλος τής «Επιτροπής Φίλων τής Waffen SS»]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΠρος την κατεύθυνση τής εφαρμογής «πραγματικά δικτατορικών εξουσιών»: από την τύχη που επιφυλάχθηκε στους κομμουνιστές βουλευτές έως την έκδοση τού διατάγματος Σερόλ
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Η απόφαση τής άρσης τής κοινοβουλευτικής ασυλίας και τής παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών επέσπευσε τη διαδικασία «εκφασισμού τής δημοκρατίας». Τα νομοθετικά διατάγματα τής 1ης και τής 26ης Σεπτεμβρίου [1939] αποτέλεσαν τη βάση για την κατάλυση τής συνταγματικής νομιμότητας, ενώ ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η «επιστολή προς τον [πρόεδρο τής Βουλής] Εριό» που έφερε τις υπογραφές των κομμουνιστών βουλευτών Αρτίρ Ραμέτ και Φλοριμόν Μποντ. Η επιστολή συνετάχθη την 1η Οκτωβρίου από την «εργατοαγροτική [κοινοβουλευτική] ομάδα» (GOP), που είχε συγκροτηθεί στις 27-28 Σεπτεμβρίου ως απάντηση στην επιβληθείσα στις 26 Σεπτεμβρίου απαγόρευση λειτουργίας τού κόμματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω είχαν τηρηθεί οι σχετικές διαδικασίες που προέβλεπε ο κανονισμός τής Βουλής και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και καθ’ υπόδειξη τού προέδρου Εριό και τού κοσμήτορα Εντουάρ Μπαρντ:[1219] η GOP είχε ζητήσει από τον Εριό «να παρέμβει στις αρμόδιες αρχές προκειμένου (1) να διεξαχθεί δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση για το ζήτημα τής ειρήνης και (2) να δοθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα στους επιστρατευμένους βουλευτές να συμμετάσχουν στις διαβουλεύσεις για το συγκεκριμένο θεμελιώδες ζήτημα, εκ τού οποίου εξαρτώνται η ζωή και ο θάνατος εκατομμυρίων γάλλων πολιτών».[1220] Κατά την έναρξη τής δικαστικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα στις αρχές τού επόμενου έτους, ο συνήγορος κ. Μαρσέλ Βιλάρ έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι η ενέργεια αυτή των κομμουνιστών βουλευτών αφορούσε αποκλειστικά το ενδεχόμενο προσφοράς κλάδου ελαίας από το Βερολίνο, υπό τον όρο ότι «θα συμφωνούσε και η Σοβιετική Ένωση».[1221]

Η απόφαση παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών «προϋπ[έθετε] τη διακοπή των εργασιών τής Βουλής και τής Γερουσίας», πράγμα που «αποφασίστηκε σε άκρως μυστική σύσκεψη» τού υπουργικού συμβουλίου στις 4 Οκτωβρίου, μία ημέρα πριν από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ τού διατάγματος με το οποίο «επετράπη η διενέργεια των πρώτων συλλήψεων».[1222] Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη κατά παραβίαση τού άρθρου 13 τού συνταγματικού νόμου τού 1875 — με το οποίο ρυθμίζονταν τα θέματα τής ασυλίας των βουλευτών — και στη βάση μιας παντελώς ατεκμηρίωτης δικογραφίας, όπως προσπάθησε, επί ματαίω, να αποδείξει η υπεράσπιση κατά τη διάρκεια τής δίκης.[1223] Προς υποστήριξη τού ισχυρισμού αυτού, μπορεί να αναφερθεί ενδεικτικά η έκθεση 305 σελίδων τής γενικής επιθεώρησης των υπηρεσιών τής διοικητικής αστυνομίας τής Εθνικής Ασφάλειας, η οποία ξεκινά με μια ενότητα 114 σελίδων, όπου αναλύονται, με κακόπιστο τρόπο, οι ιστορικοί «δεσμοί» μεταξύ τού ΚΚΓ και τής κομμουνιστικής Διεθνούς (— κύριος τομέας ειδίκευσης τής υπηρεσίας από το 1919 και εφεξής). Ο τίτλος τής έκθεσης («περί τού ρόλου που διαδραμάτισαν στους κόλπους τού κομμουνιστικού κόμματος τα σημερινά μέλη τής εργατοαγροτικής κοινοβουλευτικής ομάδας»), η παραπομπή στην «παρούσα δικαστική παραγγελία»[1224] και ο τελικός πίνακας με τίτλους δημοσιευμάτων για το διάστημα από 3 έως 8 Οκτωβρίου 1939 μαρτυρούν ότι το ντοσιέ πληροφοριών ετοιμάστηκε στο πόδι (τέλη Σεπτεμβρίου‒8 Οκτωβρίου). Τα «δύο μέρη» τής έκθεσης (αφενός, οι φάκελοι των 43 βουλευτών με στοιχεία για την αγωνιστική τους πορεία και κυρίως για το περιεχόμενο και το είδος τής προπαγάνδας που διακινούσαν και, αφετέρου, οι «πληροφορίες» τής Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας [DGSN]) είχαν περιορισμένη ή και καμία χρησιμότητα για την εισαγγελία.

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 30/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (V)

Ρ. Λανζερόν [εξελέγη στην Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το 1960]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου Τα νομοθετικά διατάγματα μιας γερμανικής Γαλλίας; [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»]

Η ψυχορραγούσα γαλλική δημοκρατία δεν διέπραξε τόσα εγκλήματα όσα γνωρίζουμε ότι διέπραξαν, με τη συνδρομή των κατακτητών, οι ιθύνοντες τού καθεστώτος τού Βισί. Ωστόσο, όπως θα δούμε, το υπόμνημα, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941, τής «γενικής επιθεώρησης τής εγκληματολογικής αστυνομίας» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [IGSPC] καταδεικνύει τη σαθρότητα τού (ψυχολογικού) επιχειρήματος για την υποτιθέμενη ασυνέχεια[1200] μεταξύ τής «δημοκρατικής» αντικομμουνιστικής καταστολής τής περιόδου Σεπτεμβρίου 1939 ‒ Ιουνίου 1940 και των εγκλημάτων τής Κατοχής. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι την ευθύνη τής καταστολής ανέλαβαν τα ίδια πρόσωπα — όπως, για παράδειγμα, ο αρχιβασανιστής και διοικητής τής RG[i] Λ. Ροτέ, τού οποίου «ο αντικομμουνισμός» επρόκειτο να «ενταθεί ως αποτέλεσμα τής στάσης που τήρησε το ΚΚΓ μετά την κήρυξη τού πολέμου».[1201] Ομοίως, είναι δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στην εδραίωση ενός «καθεστώτος εξαίρεσης» στα πλαίσια ενός κράτους που «[παρέμενε] κράτος δικαίου υπό τους Νταλαντιέ και Ρεϊνό» και το κατοχικό καθεστώς τού Βισί, «όπου η δημόσια διοίκηση, ο τύπος, οι οργανώσεις και οι πολίτες όφειλαν να λειτουργούν ως ιμάντες τού ολοκληρωτικού εγχειρήματος, ενίοτε σε συνεργασία με τον κατακτητή»[1202]: τόσο το υπόμνημα τού Απριλίου 1941, όσο και οι ομολογίες και εκμυστηρεύσεις των Μπονέ και Νταλαντιέ στους ιταλούς και γερμανούς αξιωματούχους σχετικά με το γαλλικό σχέδιο για επιβολή δικτατορικού καθεστώτος κατά τα ξένα πρότυπα, όπως άλλωστε και η γαλλογερμανική αστυνομική συνεργασία των ετών 1938-1939, αποτελούν τεκμήριο συνέχειας όσον αφορά τις δομές και τους στόχους των δύο καθεστώτων.

Έχοντας αναλάβει, από τον «Οκτώβριο τού 1939», το έργο τής «καταστολής των κομμουνιστικών συνωμοσιών», η γενική επιθεώρηση εγκληματολογικής αστυνομίας έδρασε σε συνεργασία με τη γερμανική αστυνομία για το διάστημα από τον Ιούλιο και, κυρίως, τον Σεπτέμβριο τού 1940 και μετά, χωρίς να χρειαστεί καμία αλλαγή στη δομή της υπό το καθεστώς τού Βισί: η «απόφαση» τού Οκτωβρίου 1939, με την οποία προβλέφθηκε η εξειδίκευση «τού 2ου τμήματος τής υπηρεσίας […] στον τομέα τής [αντικομμουνιστικής] καταστολής», απλώς «συμπληρώθηκε και οριστικοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου τού 1940». Η απολογιστική έκθεση για τις «δραστηριότητές» της κατά την περίοδο από «2ας Σεπτεμβρίου» [1939] και εφεξής[1203] (δηλ. αρχής γενομένης από την επομένη τής έκδοσης τού αντικομμουνιστικού διατάγματος τού Νταλαντιέ) μαρτυρεί επίσης τη συνέχεια των στόχων των δύο καθεστώτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έκθεση πεπραγμένων τού τμήματος τής υπηρεσίας, όπου εκτίθενται τα αποτελέσματα τής πολύμηνης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών στον τομέα τής δίωξης των κομμουνιστών, γκολιστών και εβραίων,[1204] υποβλήθηκε «στις γερμανικές αρχές» προς στήριξη τού γαλλικού αιτήματος «όπως επιτραπεί στους υπαλλήλους τής κεντρικής υπηρεσίας τής επιφορτισμένης με την καταστολή τής κομμουνιστικής προπαγάνδας να κυκλοφορούν κατά μήκος τής διαχωριστικής γραμμής των συνόρων, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, σε όλα τα συνοριακά σημεία διέλευσης, και ανεξαρτήτως τού χρησιμοποιούμενου μεταφορικού μέσου», ούτως ώστε να αρθούν τα όποια εμπόδια στην αποτελεσματικότητα τής διασυνοριακής αστυνόμευσης.[1205] Ομοίως, τα στοιχεία τής έκθεσης που αφορούν το σύνολο τής χώρας[1206] και τα οποία περιλαμβάνονται υπό τον τίτλο «καταστολή των αντεθνικών συνωμοσιών για την περίοδο από τη 2α Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι την 1η Απριλίου 1941» δεν συνιστούν ένδειξη αναπροσανατολισμού των δραστηριοτήτων τής υπηρεσίας. Άλλωστε, μεγάλο μέρος των διωκτικών «επιτυχιών» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [SN] τοποθετούνται σε χρόνο προγενέστερο τού Ιουνίου τού 1940 (—το 65% των διενεργηθεισών ερευνών, το 60% των συλλήψεων,[1207] το σύνολο σχεδόν των «διοικητικών εγκλεισμών», των απαγορεύσεων λειτουργίας οργανώσεων και των υποθέσεων αναστολής λειτουργίας εφημερίδων[1208]). Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και ο απολογισμός για τη συνεργαζόμενη με την SN αστυνομική διεύθυνση τού Παρισιού.[1209] Επομένως, όπως συμβαίνει και με άλλα ανάλογα αστυνομικά έγγραφα,[1210] από τον εισαγωγικό πίνακα με τα στοιχεία των διώξεων τής έκθεσης τής SN με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941 δεν σηματοδοτείται καμία αλλαγή κατεύθυνσης όσον αφορά την κατοχική περίοδο:

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 13/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (IV)

Ο Νταλαντιέ δήλωσε «ειλικρινά ενθουσιασμένος» με τη συγκυρία, η οποία πίστευε ότι θα συνέβαλε «στην εδραίωση μιας νέας ευρωπαϊκής συνείδησης και μιας διαρκούς αλληλεγγύης βασισμένης στη δύναμη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών» [Στη φωτ.: Τσάμπερλεν‒Νταλαντιέ-Χίτλερ-Μουσολίνι-Τσιάνο]


Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΗ σημασία των νομοθετικών διαταγμάτων τού φθινοπώρου τού 1939
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Στις 26 Αυγούστου 1939, ο Μπονέ, ο οποίος την 1η Ιουλίου είχε αναλάβει τη δέσμευση, απέναντι στο Βερολίνο, να «σωφρονίσει τους κομμουνιστές», παρουσίασε στον Γκαρίλια την πρόοδο που είχε σημειωθεί στον τομέα αυτό: «Η κατάσταση στη Γαλλία έχει αλλάξει ριζικά, τα σοσιαλκομμουνιστικά κόμματα έχουν οδηγηθεί σε αδυναμία αντίδρασης και, ως εκ τούτο, ο ίδιος [ο Μπονέ] “[ήταν] πλέον σε θέση να υλοποιήσει τους αρχικούς του στόχους, πράγμα που μέχρι σήμερα δεν ήταν εφικτό λόγω τής εσωτερικής κατάστασης στη χώρα”».[1173]

Από τη στιγμή τής υπογραφής τού γερμανο-σοβιετικού συμφώνου το κράτος, με άψογα ενορχηστρωμένο τρόπο, επέδειξε σιδερένια πυγμή σε βάρος τού ΚΚΓ. Το αρχικό έναυσμα δόθηκε από το κύμα τού «πατριωτισμού» που σάρωσε το σύνολο των μη κομμουνιστικών εφημερίδων, ανεξαρτήτως απόχρωσης, όπως επίσης και όλα «τα γαλλικά πολιτικά κόμματα» (γεγονός που επισημάνθηκε από τον εμπορικό ακόλουθο τής γερμανικής πρεσβείας Κουρτ Μπρόιερ ήδη από τις 23 Αυγούστου). Ο τύπος, με την κρυφή παρότρυνση τής κυβέρνησης, κάλεσε το κράτος να λάβει σε βάρος των προδοτών κομμουνιστών τα μέτρα για τα οποία πίεζε η αγανακτισμένη κοινή γνώμη. «Η γαλλική κυβέρνηση» όφειλε «να έρθει σε συνεννόηση» με τα κοινοβουλευτικά κόμματα «για την υιοθέτηση των διαφόρων σχετικών μέτρων», προκειμένου να κατασταλεί η ελευθερία τής κομμουνιστικής έκφρασης.[1174] Στις 25 Αυγούστου, «δυνάμει τού διατάγματος τής 24ης […] που αφορούσε δημοσιεύματα επιβλαβή εις τα συμφέροντα τής εθνικής άμυνας», επιβλήθηκαν «κατασχέσεις των κομμουνιστικών εφημερίδων L’Humanité και Ce soir» και, «με το αιτιολογικό ότι [έθεταν] “σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και την άμυνα τής χώρας”», απαγορεύτηκε «μέχρι νεωτέρας» η έκδοσή τους. Στις 26,[1175] την ημέρα ακριβώς που ο Νταλαντιέ, στο μελιστάλαχτο μήνυμά του προς τον γερμανό καγκελάριο, προσφώνησε τον Χίτλερ ως «σύντροφο βετεράνο τού τελευταίου πολέμου»,[1176] προβλέφθηκε με απόφαση τού υπουργείου εσωτερικών η «οριστική αναστολή» τής κυκλοφορίας τους. Στις 27, ο Μπρόιερ σημειώνει σε τηλεγράφημά του ότι «σύμφωνα με ημιεπίσημη ανακοίνωσή της που δημοσιεύθηκε στην Petit Parisien, η κυβέρνηση προειδοποίησε ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί διαδηλώσεις τού κομμουνιστικού κόμματος και ότι [ήταν] διατεθειμένη να λάβει, εν ανάγκη, μέτρα για την απαγόρευσή τους». Στη συνέχεια, ο γερμανός ακόλουθος περιγράφει λεπτομερώς τις αποτυχημένες προσπάθειες των κομμουνιστών προκειμένου να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον Νταλαντιέ και τον Σαρό[i] και καταλήγει επισημαίνοντας πως ο Νταλαντιέ σκόπευε «να συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο αγώνα με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων και να ρίξει το σύνθημα τής πάλης κατά τού κομμουνισμού».[1177]

Το διάταγμα τής 1ης Σεπτεμβρίου, που «απαγόρευε τη δημοσίευση πληροφοριών ικανών να επηρεάσουν δυσμενώς το ηθικό τού στρατού και των πολιτών» και το οποίο προέβλεπε μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 ετών, εξειδίκευσε τις ρυθμίσεις των προγενέστερων διαταγμάτων με ημερομηνία, αντίστοιχα, 21 Απριλίου (αναφορικά με την «ξένη προπαγάνδα») και 24 Ιουνίου 1939 (για την απαγόρευση τής «διανομής και κυκλοφορίας ξένων φυλλαδίων»). Το οπλοστάσιο ενάντια στην «Τρίτη Διεθνή» εμπλουτίστηκε από το νομοθετικό διάταγμα τής 9ης Σεπτεμβρίου για την αντιμετώπιση των «υπηκόων τρίτων κρατών», όρος με σχετικά νεοπαγή σημασία, εφόσον εναπόκειτο στην ευχέρεια τού κράτους να καθορίσει ποιοι νοούνταν ως αλλοδαποί. Προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το μέτρο τής έκπτωσης από την ιθαγένεια τού καθεστώτος τού Βισί, ο Σαρό και ο Μπονέ μπόρεσαν έτσι να «κινήσουν τη διαδικασία αφαίρεσης τής γαλλικής ιθαγένειας» σε βάρος των κομμουνιστών βουλευτών που διέφυγαν (ή που εφέροντο ότι διέφυγαν) «στο εξωτερικό». Το μέτρο, που η κυβέρνηση τού Βισί θα διατηρούσε σε ισχύ, επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε βάρος των εβραίων και των διαφωνούντων «αρίων» μελών τής γαλλικής ελίτ, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, στις 25 Ιανουαρίου 1940, στην περίπτωση τού βουλευτή Ζαν Ριγκάλ: «Μέλος μιας οργάνωσης που, ως γνωστόν τοις πάσι, καθοδηγείται από το εξωτερικό, [ο Ριγκάλ], αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τη Γαλλία, έδειξε εμπράκτως την πρόθεσή του να διαρρήξει τους δεσμούς του με τη χώρα μας, […] τέθηκε αυτοβούλως εκτός τού εθνικού σώματος [και, συνεπώς, πρέπει] οπωσδήποτε να θεωρηθεί ότι συμπεριφέρθηκε ως υπήκοος τρίτης χώρας».[1178]

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 06/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (III)

Κ. Μπέμελμπουργκ, στο κέντρο χωρίς ζώνη [Γκεστάπο 1941]

Από την αστυνομική συνεργασία έως την εξύμνηση τού γερμανικού «κοινωνικού» μοντέλου [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]
(I & II μέρος)

«Εντυπωσιασμένος» ίσως, αλλά καθόλου έκπληκτος, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις προχωρημένες σχέσεις οικειότητας που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. «Η επιθετική και αποφασιστική στάση που υιοθέτησε ο κ. Νταλαντιέ απέναντι στον κομμουνισμό μετά το ξέσπασμα τής κρίσης τού Σεπτεμβρίου» συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Αν και έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος της από τα δημοσιευμένα γερμανικά αρχεία,[636] η στενή αυτή συνεργασία αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πρωτότυπα αρχειακά έγγραφα που αφορούν τον Καρλ [Carl ή Karl] Μπέμελμπουργκ.

Άνθρωπος τού Ράινχαρντ Χάιντριχ και τού Χάινριχ Μίλερ, ο Μπέμελμπουργκ διορίστηκε και μετέβη στο κατεχόμενο Παρίσι τον Ιούνιο τού 1940, για να αναλάβει ως επικεφαλής τού τμήματος Δ΄ τής Γκεστάπο.[637] Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η λαμπρή παριζιάνικη καριέρα του, που έφτασε στο απόγειό της κατά την Κατοχή,[639] ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, τον Ιούνιο τού 1938. «Ευρισκόμενος σε αποστολή στη χώρα μας, ήδη κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 1938, επί τη ευκαιρία τής επίσκεψης των βρετανών ηγεμόνων», ο τότε πενηντατριάχρονος[638] Μπέμελμπουργκ θα επιστρέψει ξανά στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου και, στη συνέχεια, στις 6 τού μήνα, θα υποδειχθεί «ως μέλος τής επίσημης ακολουθίας τού κ. φον Ρίμπεντροπ». Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι, ως «ακόλουθος τής γερμανικής πρεσβείας», επικαλούμενος, κατά περίσταση, διάφορα προσχήματα, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα «την παροχή συνδρομής στη γαλλική αστυνομία σε σχέση με τη διαλεύκανση τής δολοφονίας τού φομ Ρατ».[640] Από τον Ιανουάριο τού 1939, οι αρμόδιες για την απέλασή του αρχές — και, ειδικότερα, αφενός, το Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας) και η διεύθυνση τής αστυνομίας και, αφετέρου, το Κε Ντ’ Ορσέ — πετούσαν το μπαλάκι η μία στην άλλη, αφήνοντάς τον να δρα ανενόχλητος.[641] Μετά την επίσκεψή του στο Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας, έγινε γνωστό «ότι ο κ. Μπέμελμπουργκ [ήρθε] στο Παρίσι για να εκτελέσει αστυνομικού χαρακτήρα αποστολή: διακρίβωση στοιχείων, παρακολουθήσεις, έρευνες, κ.λπ., […] ότι περίμενε σύντομα την άφιξη και άλλων γερμανών αστυνομικών και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επρόκειτο να εγκατασταθεί, σε γαλλικό έδαφος, ένα ανεπίσημο παράρτημα τής Γκεστάπο». Στις υπόλοιπες κρατικές αρχές επικρατούσε η ίδια αδιαφορία έναντι «των σοβαρών κινδύνων» που «εγκυμονούσε η κατάσταση αυτή».[642] Μόνιμη επωδός των πληροφοριών που συνέρρεαν από τις υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών ήταν ότι ο επικεφαλής και τα στελέχη τού παριζιάνικου παραρτήματος τής Γκεστάπο «ασχολούντ[αν] με το ζήτημα των προσφύγων στη Γαλλία».[643]

Ένας τέτοιος εφησυχασμός δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μετά την άνοδο στην εξουσία των χιτλερικών, η γαλλική δημοκρατία έδωσε το ελεύθερο στους αστυνομικούς και πολιτικούς υπαλλήλους τού Ράιχ να καταδιώκουν και να συλλαμβάνουν επί τόπου τους εβραίους και αντιφασίστες πρόσφυγες από τη Γερμανία. Ωστόσο, το Ράιχ δεν κατείχε την πρωτιά στον τομέα αυτό: ήδη από τη δεκαετία τού ’20, η OVRA[i], όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες τού ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, μπορούσαν επίσης ελεύθερα να διώκουν τους ιταλούς αντιφασίστες που έβρισκαν καταφύγιο στη Γαλλία.[644] Η ιστορικός Βίκι Κέιρον, που μελέτησε την περίπτωση των γερμανοεβραίων προσφύγων μετά το 1933, αγνοεί ότι οι γαλλικές αρχές αποδέχθηκαν αμέσως το σχετικό αίτημα των χιτλερικών. Η ιστορικός εντοπίζει χρονικά στο 1938 το «προοίμιο» των διώξεων τής κατοχής και αποδίδει το φαινόμενο στην αδιαφορία ή την ενδοτικότητα τής γαλλικής κυβέρνησης.[645] Ο Ροζέ Μπουρντερόν και ο Ιβάν Αβακούμοβιτς διαισθάνθηκαν μεν τη σημασία τής περίπτωσης Μπέμελμπουργκ, αλλά θεώρησαν ότι οι «γαλλικές αρχές» απέρριψαν το αίτημα που απηύθυνε προς αυτές ο Χάιντριχ, προκειμένου να επιτραπεί «επισήμως στον προστατευόμενό του [να] παραμείνει στο Παρίσι, για να παρακολουθεί τις ίντριγκες των γερμανών κομμουνιστών που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Γαλλία μετά τη διάλυση των διεθνών Ταξιαρχιών» (—αναφέροντας επίσης εσφαλμένα ότι ο Μπέμελμπουργκ «αναχώρησε από τη Γαλλία» μαζί με τον Ρίμπεντροπ).[646] Συνεπώς, η ελευθερία αυτή που παραχωρήθηκε στην OVRA και στην Γκεστάπο θα πρέπει να καταλάβει εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ενδείξεων για τις «δημοκρατικές απαρχές τού καθεστώτος τού Βισί».[647] Σε τι διαφέρει άραγε το άρθρο 19 τής συνθήκης ανακωχής τής 22ας Ιουνίου 1940, που προέβλεπε την παράδοση στις γερμανικές αρχές των γερμανών προσφύγων, από το καθεστώς ασυδοσίας κινήσεων στη γαλλική επικράτεια που απολάμβαναν οι ναζιστικές διωκτικές αρχές, με τις ευλογίες τής παρακμάζουσας τρίτης δημοκρατίας, καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ τού 1933 και τού φιάσκου τού ’40;

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (II) — Νοέμβριος 1938

ΣΥΝΕΚ-Παρεμβάσεις α λα φρανσέ—1938-39 «Πίσω στο μέλλον»

Νοέμβριος 1938: τα προεόρτια τής υποδοχής τού Ρίμπεντροπ [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]

Η CGT[i] πλέον στα πρόθυρα τής διάσπασης, ετοιμάστηκε για τη μετωπική σύγκρουση, πρόγευση τής οποίας αποτέλεσε η σκληρή αντιμετώπιση που επεφύλαξαν Κράτος και εργοδοσία στη μακρά καλοκαιρινή απεργία των λιμενεργατών τής Μασσαλίας (11 Ιουλίου‒13 Σεπτεμβρίου). Ο Μονζί — που ανέλαβε επικεφαλής τού υπουργείου δημοσίων έργων στις 23 Αυγούστου συνεπεία τής κρίσης που προέκυψε από την πρώτη ανοιχτή επίθεση τού Νταλαντιέ κατά τής εβδομάδας των σαράντα ωρών [586] — σε συνεργασία με τον τότε υπουργό εργασίας Πομαρέ, εφάρμοσε επιτυχώς το μέτρο τής επίταξης των απεργών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η «ηθελημένα προκλητική» εφαρμογή εκ μέρους τής εργοδοσίας των διαταγμάτων για την οργάνωση τής εβδομαδιαίας εργασίας (με πρόβλεψη για υπολογισμό τού Σαββάτου ως πλήρους εργάσιμης ημέρας) προκάλεσε, ήδη από την τελευταία εβδομάδα τού Νοεμβρίου, τις έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων. Ο Ζουό, [ii] έχοντας επιστρέψει από τη συνεδρίαση τής 24ης Νοεμβρίου τού γενικού συμβουλίου τής Τράπεζας τής Γαλλίας, εξέφρασε τη διαπίστωση ότι ήταν «αντιοικονομική» «η εφαρμογή τού ίδιου ωραρίου καθ’ όλη τη διάρκεια τής εργάσιμης εβδομάδας». Σε αυτό συμφώνησε και ο Φουρνιέ,[iii] δηλώνοντας ότι «είναι ασύμφορο το άνοιγμα των επιχειρήσεων το πρωί τού Σαββάτου».[587] Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, το μέτρο προοριζόταν να λειτουργήσει ως «κόκκινο πανί» και δεν αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση κόστους: έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των φασιστικών ομάδων που δρούσαν στα εργοστάσια (Πυροσταυρίτες, Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα [PPF] κ.λπ.), όπως επίσης και τής αστυνομίας (ως δύναμης κρούσης εναντίον κυρίως των μεταναστών), οι εργοδότες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν «απίστευτες» μεθόδους προβοκάτσιας και εκφοβισμού σε βάρος τού κόσμου τής εργασίας. Σκοπός τους ήταν η «πρόκληση βίαιων εργατικών αντιδράσεων»,[588] γνωρίζοντας ότι αυτές ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, δεδομένης τής δέσμευσης τής ηγεσίας τής CGT να σαμποτάρει κάθε προσπάθεια για την οργάνωση συντονισμένης απάντησης εκ μέρους τού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στις επίμονες παρακλήσεις του προς τον Ρίμπεντροπ να επισπεύσει την επίσκεψή του στο Παρίσι, ο Μπονέ[iv] δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει τις δεσμεύσεις τής κυβέρνησής του για την καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων. Κατά το δεκαπενθήμερο που προηγήθηκε τής επίσκεψης τού ναζιστή ηγέτη το θέμα αυτό μονοπώλησε το ενδιαφέρον τής γαλλικής κυβέρνησης. Την πρώτη Δεκεμβρίου, ο Ζουό, έχοντας λερωμένη τη φωλιά του, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα των ενωτικών στη συνεδρίαση τής κεντρικής επιτροπής τού Συνδέσμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: «Τα νομοθετικά διατάγματα […] ήρθαν ως αποτέλεσμα των συμφωνιών τού Μονάχου και μιας συνειδητής πολιτικής που επιδιώκει να καταργήσει τις εργατικές ελευθερίες. Αναμένοντας την επίσκεψη τού κ. Ρίμπεντροπ, ο κ. Νταλαντιέ θέλησε να δείξει ότι μπορεί να τηρήσει την ίδια στάση με τον Χίτλερ απέναντι στην εργατική τάξη».[589] Στη συνέχεια, το Κράτος και η εργοδοσία βάλθηκαν να αντιμετωπίσουν τις πρώτες εργατικές απεργίες. Τόσο το Σάββατο 19 Νοεμβρίου αλλά κυρίως την ακόλουθη Δευτέρα, το εργατικό κίνημα, παρά τον κατακερματισμό του, έδωσε δυναμική απάντηση στην προκλητική ανάρτηση των «οδηγιών» χρονοδιαγράμματος, ενέργεια η οποία προκάλεσε την αγανάκτηση των εργατών κυρίως στον Βορρά και στην περιοχή τού Παρισιού, που αποτελούσαν τότε προπύργια των κομμουνιστών.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

K.Gossweiler—Παραλλαγές τού Φασισμού (ΙΙΙ)

Οι κύριοι τύποι φασιστικών δικτατοριών [pdf]
[Κουρτ Γκόσβαϊλερ, «Αφετηρίες και Παραλλαγές τού Φασισμού: Φασισμός, Δικτατορία και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» (Hitler, l’irrésistible ascension? σελ. 195-210· αρχ. δημοσίευση Jahrbuch für Geschichte der sozialistischen Länder Europas, τόμ.24/1, Berlin 1980, σελ.7-36)]

Στις χώρες, λοιπόν, τής περιοχής αυτής[i] και στο διάστημα μεταξύ 1919 και 1923, εγκαθιδρύθηκαν (λιγότερο ή περισσότερο) περιορισμένα αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα και δύο ανοιχτά δικτατορικά καθεστώτα.

Έχουν διατυπωθεί — και εξακολουθούν να διατυπώνονται — διάφορες απόψεις σε σχέση με τον χαρακτήρα των δύο αυτών δικτατορικών καθεστώτων, όπως και σε σχέση με τον χαρακτήρα παρόμοιων καθεστώτων που θα διαμορφωθούν αργότερα (για παράδειγμα, στην Πολωνία μετά το πραξικόπημα τού Ιωσήφ Πιλσούντσκι τον Μάιο τού 1926). Σε κείμενό του τού 1928, ο Γκεόργκι Δημητρόφ τα χαρακτηρίζει ως καθεστώτα δικτατορικού τύπου με ορισμένες ιδιομορφίες: «Οι ειδικές συνθήκες των χωρών τής νοτιοανατολικής Ευρώπης προσδίδουν στον φασισμό έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία, ο φασισμός δεν αναπτύσσεται από τα κάτω ως μαζικό κίνημα που στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, αλλά προωθείται και αναπτύσσεται από τα πάνω, έως ότου επιτευχθεί ο στόχος τής εγκαθίδρυσής του ως μορφή κρατικής διακυβέρνησης. Μέσω τού σφετερισμού τής κρατικής εξουσίας και κάνοντας χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων τής αστικής τάξης και τής οικονομικής ισχύος τού τραπεζιτικού κεφαλαίου, ο φασισμός επιχειρεί, εν προκειμένω, να διεισδύσει στις μάζες, αναζητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ερείσματα».[43]

Το 7ο συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς επιβεβαίωσε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία οι δικτατορίες αυτές αποτελούν «μορφές φασισμού». Η άποψη αυτή γίνεται ευρέως αποδεκτή ακόμα και σήμερα.[44] Ορισμένοι όμως θεωρούν ότι τα δικτατορικά αυτά καθεστώτα θα πρέπει να διακρίνονται από τις φασιστικές δικτατορίες, διότι δεν εμφανίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων. Υποστηρίζουν, έτσι, ότι οι εν λόγω χώρες χαρακτηρίζονταν από την απουσία ανάπτυξης ή την περιορισμένη ανάπτυξη τού χρηματιστικού κεφαλαίου· ότι, εν προκειμένω, η ανάληψη τής εξουσίας όχι μόνο δεν συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, αλλά, αντίθετα, η εγκαθίδρυση των δικτατορικών αυτών καθεστώτων συνέβαλε στο να αποτραπεί η εμφάνιση τέτοιων κινημάτων·[45] ότι η τρομοκρατική εκστρατεία δεν πήρε την έκταση και τις διαστάσεις των τρομοκρατικών διώξεων που εξαπολύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία· ότι, επιπλέον, παρέμενε νόμιμη η λειτουργία των συνδικάτων αλλά και των ίδιων των κομμουνιστικών κομμάτων· και ότι, τέλος, οι δικτατορικές κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν είχαν τη δύναμη και τη σταθερότητα που διέθεταν τα «γνήσια» φασιστικά καθεστώτα.

Είναι προφανές ότι, αν συγκρίναμε τις δικτατορίες τού Χόρτι και τού Ζάνκοφ με τον γερμανικό φασισμό, δεν θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε τις σημαντικές αυτές διαφορές. Ωστόσο, όπως είναι λάθος να κατατάσσουμε στην κατηγορία των «φασιστικών δικτατοριών» όλες εκείνες τις εκφάνσεις τής πολιτικής πραγματικότητας που συνδέονται με την άσκηση τής καπιταλιστικής εξουσίας και οι οποίες δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά τής αστικής δημοκρατίας, εξίσου λάθος είναι να θεωρούνται ως γνήσια φασιστικά καθεστώτα αποκλειστικά και μόνο τα καθεστώτα εκείνα που εγκαθιδρύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

Κύπρος: Καλώς ήρθατε στον Φασισμό!

 […]

Η Κύπρος φέρει την τυπική ευθύνη για την επιβολή των μέτρων ελέγχου των κεφαλαιακών ροών. Ωστόσο, όπως παρατηρεί η κορυφαία οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, η ουσιαστική εξουσία  θα βρίσκεται στα χέρια τής ΕΚΤ, η οποία θα μπορεί για παράδειγμα να ελέγχει την καταβολή των συντάξεων και των άλλων κοινωνικών παροχών. Με ανατριχιαστική ψυχρότητα, η εφημερίδα προσθέτει ότι στους κύπριους πολίτες θα «παρέχονται τα αναγκαία προς το ζην».
Jordan Shilton & Chris Marsden

[…]

Ας θυμηθούμε τα επιχειρήματα με τα οποία ο Τολιάτι επιχειρεί να εξηγήσει ότι ο «ολοκληρωτικός» χαρακτήρας τού ιταλικού φασισμού προκύπτει ευθύς εξ αρχής από τη σύνδεσή του όχι με το φασιστικό κόμμα αλλά με την ιταλική μονοπωλιακή αστική τάξη. Στο ερώτημα «ποια πορεία θα ακολουθήσει ο φασισμός;», ο Τολιάτι έδωσε μια απάντηση που οδηγεί απευθείας στον πυρήνα τού φαινομένου: «το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εκτελεί τις εντολές τού κυρίου του, τις εντολές τής αστικής τάξης».[57] Και συνεχίζει: «κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει το ολοκληρωτικό φασιστικό καθεστώς. Ο φασισμός δεν γεννιέται, αλλά γίνεται ολοκληρωτικός, τη στιγμή που οι κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι αγγίξουν τον μέγιστο βαθμό οικονομικής και πολιτικής τους ενοποίησης. Διότι πηγή και αυτής της ίδιας τής ιδέας τού ολοκληρωτισμού δεν είναι η φασιστική ιδεολογία. Ο ολοκληρωτισμός πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως η αντανάκλαση τής επελθούσας μεταβολής και συνάμα τής κυριαρχίας τού χρηματιστικού κεφαλαίου. […] Αν η αστική τάξη αλλάξει τις αντιλήψεις της, ο φασισμός οφείλει να την ακολουθήσει κατά πόδας!»[58]

Κουρτ Γκόσβαϊλερ, Αφετηρίες και Παραλλαγές τού Φασισμού («Hitler, l’irrésistible ascension?», σελ. 208)


[57]. Togliatti, Lektionen, σελ. 27.
[58] Ibidem, σελ. 30. Η εν λόγω έννοια στον Τολιάτι δεν έχει, προφανώς, καμία σχέση με αυτή των σύγχρονων θεωρητικών τού «ολοκληρωτισμού» — σύμφωνα με τους οποίους ο ολοκληρωτισμός συνιστά μια κατάσταση απόλυτης κυριαρχίας που πηγάζει από ένα κέντρο εξουσίας (το παντοδύναμο κυβερνητικό κόμμα, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση τής προσωποπαγούς εξουσίας) και η οποία ασκείται πάνω στο σύνολο της κοινωνίας, πάνω σε όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα. Αντιθέτως, στον Τολιάτι, η έννοια αναφέρεται αποκλειστικά στη νόμιμη άνοδο και παρουσία τού φασιστικού κόμματος στην εξουσία.

 
 

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung-ΕΚΜ — Νοέμβριος 1938

Ρίμπεντροπ στο μνημείο τού άγνωστου στρατιώτη, Παρίσι, Δεκ.1938

Η κατάργηση τής εβδομάδας των 40 ωρών με φόντο την ξενοφοβία [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί,
Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]

Η αποθάρρυνση τής εργατικής τάξης, όπως διεφάνη με την αποτυχία τής μακράς απεργίας των λιμενεργατών στη Μασσαλία (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1938), κρίθηκε επαρκής προκειμένου να δοθεί το τελειωτικό χτύπημα, όπως απαιτούσαν η Τράπεζα τής Γαλλίας και η Γενική Συνομοσπονδία Παραγωγής τής Γαλλίας,[i] χωρίς τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρών αντιδράσεων. Στις 21 Αυγούστου, ο Νταλαντιέ ανακοίνωσε σε ραδιοφωνική του ομιλία ότι σκόπευε «να στρώσει τη Γαλλία ξανά στη δουλειά» και ότι θα προέβαινε σε επιμήκυνση τής εργάσιμης εβδομάδας των 40 ωρών — που μπορούσε πλέον να φτάνει «μέχρι και τις 48 ώρες την εβδομάδα στις επιχειρήσεις που ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα»—, χωρίς να είναι διατεθειμένος να «αναλωθεί» σε επιβλαβείς «αντιπαραθέσεις», από τη στιγμή μάλιστα που η χώρα είχε «απέναντί της μια σειρά από αυταρχικά κράτη που εξοπλίζονται χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη διάρκεια τού εργάσιμου χρόνου».[513] Όπως παρατήρησε ο Γκι Λα Σαμπρ,[ii] ο πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος να δείξει πυγμή γνωρίζοντας ότι «οι προτάσεις του για τον νόμο των 40 ωρών ήταν απίθανο να προκαλέσουν σοβαρή εργατική εξέγερση και να οδηγήσουν σε πτώση την κυβέρνηση».[514]

Μετά τη σύναψη των συμφωνιών τού Μονάχου η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έντονου αντικομμουνισμού συνέβαλε στο να παραμεριστούν τα συνδικαλιστικά εμπόδια. «Στη διάρκεια τής κρίσης τού Σεπτεμβρίου», ο [συνδικαλιστής] Μπελέν — τον οποίο οι ενωτικοί [κομμουνιστές τής CGT] αποκαλούσαν «τσανακογλείφτη τού Νταλαντιέ»[515] — και η παρέα του (Φρουαντεβάλ, Ντιμουλέν, Αντρέ Ντελμά, Ζαν Ματέ, Ρενέ Μπαρ, κ.λπ.) «ξημεροβραδιάζονταν στους προθαλάμους τού Υπουργείου των Εξωτερικών τού κ. Μπονέ» και στα πολιτικά γραφεία των συναδέλφων του. Κατά το ίδιο διάστημα, πέραν των «συνεστιάσεων» με πρόσωπα όπως ο Ντεά, ο Μπαρτελεμί Μοντανιόν, ο Ζαν Πιό, ο Εμίλ Ρος[516], ο ντε Μονζί κ.ά., τα συνδικαλιστικά στελέχη πολλαπλασίασαν τις «επαφές» και τις διαβουλεύσεις τους, μεταξύ άλλων, με τον Φλαντέν,[iii] πράγμα που ο Ματέ υποχρεώθηκε να το παραδεχθεί, εν μέσω αποδοκιμασιών, στο συνομοσπονδιακό συνέδριο τής CGT, στα μέσα Νοεμβρίου,[517] όταν ο Ντελμά εκφώνησε μια πανομοιότυπη ομιλία με εκείνη τού προέδρου τής Δημοκρατικής Συμμαχίας στο συνέδριο τού κόμματός του, επαναλαμβάνοντας, μάλιστα, κατά γράμμα, τη σχετική στιχομυθία με τον Ρεϊνό περί «κρουνών» και «μυδραλιοβόλων».[518][iv] Οι ενωτικοί δεν έδωσαν τότε συνέχεια στο θέμα. Χρειάστηκε, ωστόσο, να περιμένουμε μέχρι το 1941, για να μάθουμε από τον Μονζί μέρος, μόνον, τής αλήθειας (—την εποχή, δηλαδή, που ο ίδιος και ο Μπελέν δεν έκρυβαν πλέον τον δωσιλογισμό τους): τον Σεπτέμβριο τού 1938, «μέρα με τη μέρα — ή, ακριβέστερα, βράδυ με το βράδυ — συνέρρεαν όλο και περισσότεροι «ειρηνόφιλοι»: ταχυδρόμοι, μεταλλωρύχοι, οι νεοαποστάτες τής CGT» (21 Νοεμβρ.). Αυτοί οι «διαβόητοι και μέχρι πρότινος επικίνδυνοι συνδικαλιστές», όπως, λόγου χάρη, «ο φίλος [τ]ου ο Μπαρ» (τού συνδικάτου μεταλλωρύχων) και αγωνιστικά στελέχη τού συνδικάτου «Ταχυδρομείων & Τηλεπικοινωνιών» [P.T.T.], περίμεναν, στον «προθάλαμο» τού γραφείου τους, την έξοδο τού [Εμίλ] Ρος και τού Ζοζέφ Καϊγιό (ένας άλλος διαβόητος γερμανόφιλος και γνωστός δολοπλόκος), για να εξυμνήσουν εν χορώ — «αφήνοντας πίσω τους τις κοινωνικές διαμάχες των τελευταίων δέκα–δώδεκα ετών» — την αγάπη για την «ειρήνη» που διέκρινε αυτόν τον «αριστοκράτη», τον Καϊγιό (23 Νοεμβρ.). Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Μονζί, όλες οι πρωτοβουλίες που, υποτίθεται, ανέλαβε το συνδικαλιστικό ρεύμα Syndicats υπαγορεύθηκαν από εκείνα τα μέλη τού υπουργικού συμβουλίου που συγκαταλέγονταν στους πλέον ένθερμους οπαδούς τής πολιτικής τού Μονάχου — όπως, για παράδειγμα, η «έκκληση, συντεταγμένη σε άψογο ύφος» των «ταχυδρόμων και των […] δασκάλων» στις 26 Σεπτεμβρίου, «τής οποίας οι συντάκτες ήσαν ομοτράπεζοι και οικείοι μας και μοιράζονταν τις ίδιες ελπίδες και τις ίδιες αγωνίες με εμάς».[519]

Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο ειδικός επί τού θέματος φον Βελτσέκ,[v] ο Νταλαντιέ μπόρεσε άφοβα να χρησιμοποιήσει στις 6 Οκτωβρίου «την έξυπνη τακτική τού διατάγματος ανάθεσης πλήρων εξουσιών» για να πάρει τη ρεβάνς για το αποτέλεσμα τού 1936. Το SFIO,[vi] αρκούμενο στις θολές διαβεβαιώσεις των ριζοσπαστών, παραχώρησε «στον Νταλαντιέ, σε μία κρίσιμη στιγμή για τη χώρα και για δεύτερη φορά στη διάρκεια τής πρωθυπουργικής του θητείας, πλήρεις δημοσιονομικές εξουσίες κατά παράκαμψη του Κοινοβουλίου. [… Η ] προσωπική παρέμβαση τού Εριό, αργά τα μεσάνυχτα, και […] οι υποσχέσεις τού Νταλαντιέ να μην θίξει κατ’ αρχήν το εβδομαδιαίο ωράριο των 40 ωρών» ήταν αρκετές για να πείσουν τα μέλη τής «σοσιαλιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας» να απόσχουν από την ψηφοφορία, προκειμένου, υποτίθεται, «να μην θέσουν σε κίνδυνο την κυβέρνηση […]. Καθώς η Γερουσία είχε, το ίδιο απόγευμα, εγκρίνει σχεδόν ομόφωνα και χωρίς τροποποιήσεις το σχέδιο νόμου για την ανάθεση έκτακτων εξουσιών, θεωρείτ[ο] βέβαιη η υιοθέτηση τού νομοσχεδίου κατά την ολοκλήρωση τής έκτακτης συνεδρίασης τού Κοινοβουλίου».[520] Στις 12 Οκτωβρίου, ο Φιπς[vii] επιβεβαίωσε ότι το SFIO θα τηρούσε διαλλακτική στάση σε σχέση με την κατάργηση τού σαραντάωρου δεδομένης «τής γενικής αναγνώρισης τής κρισιμότητας τής οικονομικής κατάστασης και τής ανάγκης δραστικής αύξησης τής παραγωγής». Πράγματι, το κόμμα βρισκόταν ήδη σε μυστικές διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους και οι μόνες διαφωνίες του περιορίζονταν σε διαδικαστικά ζητήματα: «Στον χώρο τής Δεξιάς και τού Κέντρου υπάρχει έντονη επιθυμία να αναμορφωθεί ριζικά το σύστημα τής εβδομάδας των σαράντα ωρών, αλλά […] οι κκ. Μπλουμ και Ζουό [CGT], τη γνώμη των οποίων ζήτησε πρόσφατα ο κ. Νταλαντιέ, εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη λήψη σχετικών άμεσων μέτρων, [… με το επιχείρημα ότι] αυτή η ανταγωνιστική αντίληψη τού προβλήματος ενέχει τους μεγαλύτερους κινδύνους πρόκλησης ζητημάτων και αυτό ήταν κάτι που η δεξιά και η [μη κομμουνιστική] αριστερά θα προτιμούσαν να αποφύγουν».[521]

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες: