RSS

Category Archives: Κράτος

«Συσχέτιση Δυνάμεων» (Χέγκελ)—A.Badiou [4/3/1975]

rodchenko-forceagainst

Α. Ροτσένκο, Μη-Αντικειμενικός Πίνακας αρ.80 [Μαύρο-σε-Μαύρο]

4 Μαρτίου 1975

Χέγκελ: «η ενεργητικότητα τής δύναμης είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό»
(Théorie du Sujet, σελ.47-54) [pdf]

Το αίνιγμα τής συσχέτισης — Δύναμη: από την ενεργητικότητα/παθητικότητα στην ποιοτική χωροκατακτητικότητα — Το Όλο, η δύναμη και η αλληλοδιαπλοκή εσωτερικού/εξωτερικού

1

Σήμερα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην έννοια τής συσχέτισης, που αποτελεί το αίνιγμα τής αντίφασης. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και οι ίδιοι, η συσχέτιση ως στοιχείο ενοποίησης των αντιθέτων αντιφάσκει την αντίφαση στο εσωτερικό της.

Ο Λένιν λέει ότι ολόκληρη η διαλεκτική απορρέει από την αρχή τής ενότητας των αντιθέτων. Αυτό είναι μεν ορθό, αλλά, αν περιωριζόμεθα στη συγκεκριμένη διατύπωση, αυτό θα σήμαινε ότι η διαλεκτική θα κυριαρχείτο ακριβώς από το στοιχείο εκείνο που την αποκηρύττει. Εξάλλου, όταν τα αντίθετα νοούνται, κατά τρόπο αυστηρό και απαρέγκλιτο, στο πλαίσιο τής ενότητάς τους, τότε η μεταξύ τους αντίθεση θα έχει δευτερογενή χαρακτήρα, θα πρόκειται τρόπο τινά για μία ήδη αρθείσα αντίφαση.

Σημειώστε επιπλέον ότι αν περιοριστείτε στη δομική εκδοχή τού εν λόγω αινίγματος, γλιτώνετε από όλους τους μπελάδες, διότι στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα παύει να υφίσταται· η συσχέτιση θα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο δύο ως τέτοιο. Ωστόσο, στο χέρι θα σας έχει μείνει στο μεταξύ μόνο το Ένα, επειδή ακριβώς σπεύσατε να αδράξατε αυτό το δύο.[1] Με άλλα λόγια, μετά από μια πρόχειρη επιθεώρηση τού χώρου τοποθέτησης και των όσων αυτός αφήνει στην άκρη (τ.έ. τού εκτόπου), θα μπορούσατε να θέσετε την ενότητα τής όλης διαδικασίας υπό τη μορφή τού αποκλεισμού [=εξαίρεσης] λέγοντας: «υπάρχει αυτό-εδώ, που δεν είναι το ίδιο με αυτό-εκεί».[2]

Η προφανής ένσταση στην αντίληψη αυτή είναι ότι έτσι το Ένα τής αντίφασης αφομοιώνεται ομαλά στο Ένα τού χώρου τής τοποθέτησης. Είναι σαν να λέμε ότι η ενότητα τής αντίφασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου δεν θέτει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς θα ταυτίζεται με το ιστορικό είναι  … τής αστικής κοινωνίας, την οποία βεβαίως διέπει η εν λόγω αντίφαση. Ως έκτοπο το προλεταριάτο θα μετέχει τού τόπου. Το ένα τής ενότητάς του με το έτερόν του ήμισυ θα είναι το έτερόν του ήμισυ ως Όλο.

Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημαίνουσα αλυσίδα επί τής οποίας εμφανίζεται το λακανικό υποκείμενο θα έπρεπε να νοηθεί ως … καταναγκασμός για επανάληψη, καθόσον είναι αυτή που επιτελεί την ενότητα τής επανάληψης και τής ορμής κ.ο.κ.

Η δομικότητα εμφανίζεται αδύναμη απέναντι στο ένα τού χώρου τής τοποθέτησης (απέναντι στο «υπάρχειν τού ενός»,[3] όπως λέει και ο Λακάν). Η εν λόγω διαλεκτική πραγματικότητα μοιάζει — και είναι — άχρωμη και αδιάφορη.

Ειδικά στη χώρα μας, υπάρχουν αρκετοί μεταξύ των επαγγελματιών τής λεγόμενης «μαρξιστικής» πολιτικής που θεωρούν κεκτημένο τους δικαίωμα να παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση αδυναμίας· μελετούν, λοιπόν, με προσήλωση τους «νόμους» τής αστικής κοινωνίας, από τους οποίους, μάλιστα, αντλούν τα κατάλληλα συμπεράσματα όσον αφορά το-είναι-και-το-δέον-πράττειν, προς όφελος, εννοείται, τού προλεταριάτου. Αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι η «προλεταριακή κοινωνία» (—αν θα μπορούσε να επιτραπεί η αδιανόητη και ακατανόητη αυτή έκφραση) ή, εναλλακτικά, ο «σοσιαλισμός», στο όνομα τού οποίου ομνύουν όπου σταθούν και όπου βρεθούν, διέπεται εξίσου από την αντίφαση μπουρζουαζίας/προλεταριάτου, πράγμα που αποδεικνύεται παταγωδώς από τις πολιτιστικές επαναστάσεις. Διότι τι άλλο μπορεί να σηματοδοτεί το νέο αυτό δεδομένο πέρα από το ότι η έκφραση «ενότητα των αντιθέτων» δεν έχει το νόημα που συνήθως της αποδίδεται;

Δείτε επίσης τους γιάνκηδες ψυχαναλυτές τής μεταπολεμικής μπελ επόκ οι οποίοι, στρατόκαυλοι όντες, ήθελαν σώνει και καλά να «ενισχύσουν τις άμυνες» τού κακομοιριασμένου «Εγώ» των ασθενών τους. Και πού στο διάολο νομίζετε ότι αναζητούσαν την ενότητα μεταξύ τού «επιτιθέμενου» (τού οικτρά ακοινώνητου φροϋδικού «Εκείνου») και τού «αμυνόμενου» (τού «Εγώ» των αβρών ομαλοτήτων), αν όχι στο ομαλό μονοπάτι τής ομαλότητας που, όχι χωρίς λόγο, αποκαλείται αμερικανικός «τρόπος ζωής»;

Και, για να μη μείνουν παραπονεμένοι και οι ρώσοι, οφείλω εδώ να ομολογήσω ότι αυτοί μας άφησαν άφωνους με την τελευταία νούμερο-ένα ατραξιόν τους τού Ενός: λόγω ακριβώς τού «παλλαϊκού» του χαρακτήρα, ο κρατικός μηχανισμός των γερομπαμπαλήδων δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μορφή διαφωνίας πέραν τής φρενοβλάβειας, εξού και το φρενοκομείο ως τόπος τοποθέτησης τού ρωσικού εκτόπου.

Αλλά αρκετά με τις ιστορίες για λωλούς.

Για τη διεξοδική ανάλυση τής έννοιας τής συσχέτισης, θα πρέπει πρώτα να διατυπωθεί ολόκληρο το αίνιγμα τής ενότητας των αντιθέτων ως εξής: θα υπάρχει διαλεκτική ενότητα — με την έννοια ότι η εν λόγω ενότητα δεν θα συνθέτει σε ενιαίο Όλο τα μέρη που συσχετίζει — τότε και μόνο τότε, όταν τα συσχετιζόμενα αντίθετα θα είναι ετερογενή και μη ευθυγραμμίσιμα [=ασυμβίβαστα]· όταν δηλαδή κανένας «ανακρεόντειος»[4] τόπος τού χώρου τοποθέτησης δεν θα μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για το έκτοπο.[5]

Η διάκριση τού Ενός από το Όλο: το απλό και υπέρτατο τέλος. Έχετε υπόψιν πως σε αυτόν τον διαχωρισμό εντοπίζεται όλη η προβληματική τού Υποκειμένου.

Αυτός είναι όμως και ο λόγος που η έκθεση τού ζητήματος προσκρούει σε ένα σοβαρότατο πρόβλημα: είναι αδύνατο να σχηματοποιηθεί η συσχέτιση ετερογενών ποιοτήτων. Μπορεί μόνο μόλις και μετά βίας να εκφραστεί. Κάθε σχήμα διανέμει θέσεις και, επομένως, οδηγεί πίσω στις δομές. Κάθε λόγος καθορίζει τον χώρο τοποθέτησης ακόμη και για όλα όσα αποσιωπά.

Η παρουσίαση υπονομεύεται από το «όλο» και τις «θέσεις» που η ίδια παράγει ως αποτέλεσμα: τιθέμενο μονόπλευρα, το Ένα τής αντίφασης αλλοιώνεται.

Όσον αφορά το σχήμα τής διαλεκτικής ακολουθίας, καμιά χρωμοτυπία δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τη συσχέτιση — δηλ. το A_{p}, δυνάμει τού οποίου ο όρος (εν προκειμένω, το έκτοπο) επηρεάζεται ή καλύτερα μολύνεται από το συγκεκριμένο του αντίθετο (τον χώρο τής τοποθέτησης). Ο υπό στενή έννοια συσχετισμός, στην πρακτική διάσταση τού οποίου παραπέμπει άλλωστε η λέξη «πάλη», υπάγεται στο πεδίο μιας έμμεσης έρευνας και μιας έννοιας χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση.

Επομένως, η λέξη «δύναμη» παραπέμπει σε εκείνο που επικαθορίζει την εξαίρεση [=εκτόπιση] κάθε τόπου όπου εμφανίζεται το έκτοπο.

2

Τι είναι εκείνο που μπορεί να συσχετίσει δύο ετερογενείς ποιότητες; Είναι αποκλειστικά και μόνο η αλληλεπίδρασή τους ως επεκτεινόμενες δυνάμεις που παραμένουν ουδέτερες έναντι οιουδήποτε τρίτου πράγματος.

«Συσχέτιση» σημαίνει «δύναμη εναντίον δύναμης». Είναι ο «συσχετισμός των δυνάμεων».

Ας ξεμπερδεύουμε ευθύς εξαρχής με τις υποτροπές (τις παρεκκλίσεις), στις οποίες υπόκειται η εισέτι σκοτεινή αυτή ιδέα: — Aν ξεκινήσουμε με το θέμα τής περιστολής ή παρεμπόδισης μιας «παθητικής» (αντιδρώσας) δύναμης από μια άλλη «ενεργητική» (δρώσα) δύναμη, θα διαπιστώσουμε ότι διολισθαίνουμε στον στατισμό [=στατική] τής ασυμμετρίας [των δυνάμεων]. Η ποιοτική ετερογένεια αποσυντίθεται εκ νέου στο αφαιρετικό ζεύγος ενεργητικότητα/παθητικότητα. Η δεύτερη (αντιδρώσα) δύναμη θα προσδιορίζεται κατά τρόπο αρνητικό από την πρώτη μόνο δύναμη· ο χώρος τοποθέτησης θα έχει εκ των προτέρων καθορίσει τη θέση τού εκτόπου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού τού είδους των υποτροπών αποτελεί η καθαρά αντι-κατασταλτική αντίληψη για τη πολιτική που οφείλει να ασκεί ο λαός. Οι άνθρωποι «κινητοποιούνται» γιατί υπόκεινται σε «ακραία» κακομεταχείριση εκ μέρους τής μόνης, ουσιαστικά, «δρώσας» δύναμης στο πολιτικό πεδίο (εκ μέρους, δηλαδή, τού Κράτους, των εργοδοτών, των αστυνομικών αρχών). Οι καταχθόνιες αυτές οντότητες, που ως γνωστόν απεργάζονται διαρκώς σκοτεινά σχέδια, δείχνουν ξαφνικά να ξεπερνούν «κάθε όριο». Ξεσηκώνεται γενική κατακραυγή: «Κάτω η καταστολή!» Ο αγανακτισμένος μικροαστός αφρίζει από το κακό του.

Προσέξτε όμως: ο μικροαστός μας έχει βασικά δίκιο, ενώ επιπλέον τα εν λόγω «δεινά» — που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να ταλανίζουν τις λαϊκές τάξεις — μπορούν να αποτελέσουν και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου να απαλλαγεί από τη μόνιμη απόγνωση που τον βασανίζει (—ή από την αυταρέσκειά του).

Αλλά η φιλοσοφία που διαπνέει την εν λόγω αντίληψη δεν μπορεί να πάει μακριά και αυτό γιατί, ουσιαστικά, αρνείται κάθε ενεργό αυτονομία, κάθε πραγματική ανεξαρτησία, κάθε πραγματική θετική δυνητικότητα σε αυτό που ορθώνεται με τη μορφή τού άδολου στασιαστή. Το σύνθημα «κάτω η καταστολή» μπορεί το πολύ πολύ να οδηγήσει στην τεθειμένη αντίδραση [=αντίσταση], όπου η δύναμη τού λαού δεν θα είναι παρά ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει η βαρβαρότητα τού Κράτους και όπου η ανταγωνιστική συσχέτιση θα παραμένει παγιδευμένη στην ενοποιητική αδυναμία τής δομικότητας.

Πώς θα μπορέσω, μέσα στη θύελλα των ύβρεων και των καταγγελιών κατά τής καταστολής, να εδραιώσω την ικανότητά μου να καταστείλω την καταστολή; Εδώ βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς το κρασί τής εξέγερσης μετουσιώνεται σε χολή και ξίδι.

Επομένως, το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθούμε είναι ότι αυτό που με θέτει ως αντιδρώσα δύναμη έναντι τής ενεργητικότητας τού Άλλου πρέπει επίσης να ταυτίζεται με την ενεργητικότητα μιας δύναμης όπου πλέον δεν απεικονίζεται αυτός ο Άλλος. Έστω κι αν επιτάσσεται [=επιστρατεύεται] από την κατασταλτική υπερβολή τής αντίπαλης δύναμης, η δύναμη που ορθώνεται ενάντια στην καταπίεση είναι εσωτερικά πλεοναστική έναντι τής εν λόγω επίταξης. Αυτό είναι κάτι που ο Χέγκελ σαφώς αντιλαμβάνεται με οξυδέρκεια.

3

Θα πρέπει εδώ να διαβάσουμε ολόκληρο ένα από τα αξιολογότερα κομμάτια τής Μεγάλης Λογικής, το κεφάλαιο που επιγράφεται «Η ουσιώδης σχέση», πράγμα αρκετό για να υποδηλώσει την αναφορά του στο αίνιγμα τού συσχετισμού.

Ως πρόγευση ακολουθεί ένα απόσπασμα, όπου ο Χέγκελ πραγματεύεται ρητά την ιδέα ότι η ουσία τής αντίδρασης [=αντίστασης] συνίσταται κατ’ ανάγκη στην ενεργό εσωτερικότητα, με την επιφύλαξη βέβαια τής περίπτωσης που υπολείπεται των απαιτήσεων τής «ουσιώδους σχέσης», δηλαδή τού συσχετισμού με την αυστηρή έννοια τού όρου.

[Τ]ο γεγονός ότι μια ώθηση σε μια δύναμη συμβαίνει μέσω μιας άλλης δύναμης, ότι στην ίδια αναλογία [=επομένως, υπό αυτό το πρίσμα] η πρώτη δύναμη συμπεριφέρεται [= δέχεται την ώθηση] παθητικά, αλλά εκ νέου μεταβαίνει από τούτη την παθητικότητα στην ενεργητικότητα, [το γεγονός αυτό είναι] η επάνοδος τής δύναμης σ’ αυτή την ίδια. Η δύναμη εξωτερικεύεται. Η εξωτερίκευση είναι αντίδραση με την έννοια ότι αυτή θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο και έτσι αναιρεί [sursume[6]] το γεγονός ότι αυτή έχει διεγερθεί από μια άλλη δύναμη. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ.303)[7]

Εδώ κρύβεται όλη η ουσία τής υπόθεσης: όταν ακριβώς η δύναμη θα «θέτει την εξωτερικότητα ως δικό της ιδιαίτερο στάδιο», τότε ακριβώς θα αποκτά χαρακτήρα αυτόκεντρου [=αυτόνομου] ποιοτικού συσχετισμού, με την έννοια ότι η μετωπική αντιπαράθεση των δυνάμεων δεν θα εξασθενίζει την ανομοιογένειά τους. Συνακόλουθα, όταν ο λαός θα έχει σχηματίσει ιδία αντίληψη για τη μορφή τού «αντιπάλου», ενσωματώνοντάς την στη δική του πολιτική, τότε ακριβώς θα «αναιρεί» την αντι-κατασταλτική [=αντι-κρατική] του εξάρτηση, θα αυτο-εξαιρείται από κάθε συμπερίληψη και θα είναι σε θέση να επιχειρήσει μια καταφατική σχάση.

Ο στοχασμός πάνω στη συσχέτιση είναι και στοχασμός τής ενεργού δύναμης — τής δύναμης εκείνης που μπολιάζεται σε μια άλλη δύναμη — υπό την οπτική όμως τής άτεγκτής της ποιότητας [irréductible qualité], για την οποία ο χώρος τοποθέτησης δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά την κατεδαφιστέα διαμεσολάβησή της.[8]

Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι, παρά την ιδεαλιστική του εφεκτικότητα, το συγκεκριμένο κεφάλαιο τής Λογικής συγκεφαλαιώνει τα κυριότερα ζητήματα τού εγχειρήματός μας.

Ας δούμε τώρα τη δομή του.

Το κεφάλαιο αποτελείται από τις εξής τρεις ενότητες:

(1) την προβληματική τού όλου και των μερών·
(2) τη δύναμη·
(3) το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αυτός είναι και ο δικός μας χάρτης πορείας, γιατί η σχέση όλου και μερών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θεωρία για τον χώρο τής τοποθέτησης, όπου επαληθεύεται ότι, από πλευράς δομής, κάθε αντιφατική συσχέτιση δεν είναι παρά ένας αποκλεισμός, ένα έκτοπο, για το οποίο η σχέση τής συμπερίληψης (δηλαδή το μέρος ως αυτό που μετέχει τού γένους τού όλου [=τού συντεθειμένου]) θα αντιπροσωπεύει την αρχή τής ενότητας.

Όπως ήδη είδαμε, η δύναμη έρχεται να επικαθορίσει — μέσω τής μη-αναγώγιμης θέσης [position irréductible] τής ποιοτικής εσωτερικότητας στο πλαίσιο τής αντιπαράθεσης των δυνάμεων — το ενοποιητικό αδιέξοδο στο οποίο επανανάγεται η δομή τής συμπερίληψης στο όλο.

Προαναγγέλλοντας κατά τρόπο απροσδόκητο τον Λακάν, ο Χέγκελ αποτυπώνει το αδιέξοδο αυτό με τη μορφή τού παλμού, τής ταλάντευσης, τής εναλλασσόμενης έκλειψης:

Στο βαθμό τώρα που το υπάρχον είναι μέρος, δεν είναι όλο, δεν [είναι] κάτι το συντεθειμένο [δεν είναι σύνολο: pas du tout]· άρα [είναι] απλό. Αλλ’ εφόσον η αναφορά σε ένα όλο [=η σχέση προς ένα όλο] είναι εξωτερική σ’ αυτό, τότε αυτή [η αναφορά/σχέση] δεν το αφορά καθόλου· το αυθύπαρκτο [l’autonome], έτσι, δεν είναι, επίσης, καθεαυτό μέρος· [διότι μέρος θα ήταν] μόνο μέσω εκείνης τής αναφοράς [σχέσης]. [‒] Αλλ’ εφόσον τώρα αυτό δεν είναι μέρος, τότε είναι όλο, γιατί μόνο τούτη η σχέση όλου και μερών είναι παρούσα [=παρουσιάζεται], και το αυθύπαρκτο [l’autonome] είναι ένα από τα δύο. Αλλ’ εφόσον αυτό είναι όλο, τότε είναι εκ νέου συντεθειμένο [composé]· αποτελείται πάλι από μέρη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. — Τούτη η απειρότητα δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά στη διαρκή εναλλαγή των δύο όρων τής σχέσης, μέσα στον καθένα εκ των οποίων ο άλλος ανακύπτει [surgit: αναφαίνεται] άμεσα, έτσι ώστε το τεθειμένο-Είναι καθενός να [συνίσταται στον] εξαφανισμό [=έκλειψη] αυτού τού ίδιου. (ΕτΛ, Α΄, ΙΙ, σελ. 295) [9]

Αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος τη δύναμη,[10] θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το τεθειμένο-Είναι, τού οποίου η ουσία έγκειται στο να εξαφανίζεται στο πλαίσιο μιας αέναης εναλλαγής, αυτός, επομένως, ο εφήμερος όρος, στον οποίο συρράπτεται η διαλεκτική τού Όλου, θα αντιπροσωπεύει τον μοναδικό προορισμό και κατάληξη, αφενός μεν, τού εκτόπου — που εδώ τίθεται εξαρχής ως μέρος [=υποσύνολο]) και το οποίο αποκτά τη θέση του [στο Όλο] υπό την προϋπόθεση ότι ως αυτόνομο [=αυθύπαρκτο] αυτοαποκλείεται από αυτή,[11] και, αφετέρου, τού ίδιου τού χώρου-τοποθέτησης (εν προκειμένου τού Όλου), που, ως ρυθμιστής των τόπων, επιδέχεται το έκτοπο μέσω μόνο τής πλήρους αυτοκατάργησής του.[12]

Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι η αέναη ταλάντωση ανάμεσα σε αυτό που είναι με μόνο προορισμό το μη-Είναι και σε αυτό που δεν είναι [=τίθεται εκτός είναι] προς-χάριν-τού-Είναι αντιπροσωπεύει τη μόνη μορφή διαδικασίας ανεκτής από τη δομική διαλεκτική. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εδώ νοητή η συσχέτιση ως καθαρή σχάση, καθόσον το να πούμε ότι τα δύο είναι ένα σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δύο· ενώ εάν πούμε ότι [τα δύο] είναι δύο, εννοώντας δύο-φορές-το-ένα, αυτό θα σημαίνει ότι το Ένα ταυτίζεται με το Δύο κ.ο.κ. — Ειρήσθω εν παρόδω, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν παύει να είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η συνεπής και συνεκτική πραγμάτευση τού εφήμερου όρου [τής διαλεκτικής τού Όλου] αντιπροσωπεύει το ρεαλιστικό απόγειο τής δομικής διαλεκτικής.

Ωστόσο, ο Χέγκελ δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ, πόσω μάλλον, εφόσον επιδιώκει την κυκλική τελείωση, πράγμα στο οποίο άλλωστε έγκειται το σφάλμα τής αλήθειας του. Βγάζοντας από το μανίκι του τον άσο τής δύναμης, θα καμωθεί πως τη συνάγει από τη δομή τής ταλάντωσης, παρόλο που η δύναμη αντιπροσωπεύει έναν μη επαγώγιμο, πρωταρχικό και ουσιώδη επικαθορισμό τής τελευταίας.

Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών, χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί, η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο όχι απλώς τής λειτουργίας τού όλου στο πλαίσιο τού συστήματος τού χώρου τοποθέτησης (δηλ. τού συστήματος τής διανομής των θέσεων των μερών), αλλά πλέον τής εν κινήσει συνεκτικότητάς του, τής έμπρακτης ενοποίησής του.

Η θεωρία τής δύναμης αντιπροσωπεύει την «ιστορική» (ενο-ποιητική) όψη τής θεωρίας τού διαλεκτικού συσχετισμού, που ναι μεν βρίσκει έρεισμα στον εν-εκλείψει συσχετισμό τού συστήματος των θέσεων, αλλά δεν προκύπτει αναγωγικά από αυτόν (παρά τις ανειλικρινείς διαβεβαιώσεις τού Χέγκελ περί τού αντιθέτου).

4

Αυτή η ιστορικότητα τής συσχέτισης εμβαθύνεται στη χαρακτηριστικά εγελιανή τρισκελή[13] προσέγγιση τού ζητήματος, όπου κατά πρώτον τίθεται το «ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι» τής δύναμης, με άλλα λόγια, η καθαρή της ουσία ως συσχετισμός. Η δύναμη αυτή καθ’ εαυτή δεν νοείται παρά μόνο ως δραστηριότητα σχετιζόμενη με μια άλλη δύναμη: «Το ευρισκόμενο-υπό-συνθήκες-Είναι μέσω μιας άλλης δύναμης είναι, έτσι, καθεαυτό η δράση τής ίδιας τής δύναμης» (ΕτΛ, σελ.300). Εδώ ακριβώς — στη διαπίστωση ότι ο συσχετισμός συνιστά «δράση»[14] — βρίσκεται η καρδιά τού μη απεικονίσιμου. Η σχάση ως τόπος των δυνάμεων θέτει, ως απόλυτα πρότερη, την πρακτική ύπαρξη έναντι τής κατανοησιμότητας τής συσχέτισης.

Κατά δεύτερον, χρησιμοποιώντας, όπως είδαμε, τον όρο «διέγερση τής δύναμης», ο Χέγκελ αποσαφηνίζει την ερμηνεία τής συσχέτισης με άξονα το δίπολο δραστηριότητα/παθητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει το εσωτερικό ενεργό της[15] θεμέλιο¸ καθώς η παθητικότητα δεν είναι παρά καθαρή φαινομενικότητα, ένας παρεπόμενος εμπειρικός συσχετισμός.

Στο οξυδερκέστερο κομμάτι τής ανάλυσής του, ο Χέγκελ ορίζει ότι, δεδομένου ότι η δύναμη παρουσιάζεται ως ουσιωδώς ενεργητική στη συσχέτισή της με μια άλλη δύναμη, η «προϋποθέτουσα ενέργεια» [=το προϋποθέτειν της],[16] που καταρχάς εμφανίζεται ως μια άλλη εξωτερική δύναμη [=διεγείρουσα δύναμη], εντοπίζεται στην πραγματικότητα στο εσωτερικό της. Επομένως, η κίνηση μέσω τής οποίας η δύναμη εκδιπλώνεται και αναπτύσσεται προς το εξωτερικό της, έναντι δηλαδή τής άλλης δύναμης, διέπεται μάλλον από το στοιχείο τής χωροκατακτητικής απόσπασης από τον ίδιο της τον εαυτό.

Με την πραγμάτωση τής εσωτερικής της ενότητας, την αποκάθαρσή της από τον «προσδιορισμό» (δηλ. την εσωτερική της διαίρεση) που της έχει επιβληθεί από τη μπουρζουαζία, η εργατική τάξη προβάλλει τον εαυτό της μεγεθυμένο στο πεδίο τής πάλης για την καταστροφή τού ιμπεριαλιστικού χώρου τοποθέτησης.[17] «Διεγερμένη» από την αστική καταπίεση, ενεργεί πλέον ως «δύναμη» και παίρνει μέρος στην ανταγωνιστική της συσχέτιση με τον «αντίπαλο»¸ έχοντας αυτοπροσδιορισθεί ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στην εσωτερική μορφή τής πρότερης αδυναμίας της. — Ομοίως και το άτομο θα μπορέσει, στο πλαίσιο των δεδομένων συνθηκών στις οποίες βρίσκεται, να ανοίξει τη στρόφιγγα τής δικής του δύναμης, μόνο εάν συγκρουστεί με το πλέγμα των αδρανών συνηθειών που του υπαγορεύουν οι περιστάσεις.

Η καθαρή ικανότητα χωροκατακτητικής επέκτασης μιας ετερογενούς ποιότητας συνιστά τη μη-απεικονίσιμη εσωτερική κινητήρια δύναμη τής συσχέτισης.

Ή, όπως το θέτει ο Χέγκελ, «η ενεργητικότητα είναι ουσιαστικά μια [ενεργητικότητα] που αντιδρά ενάντια στον εαυτό» (ΕτΛ, σελ.304).

Αυτό το στοιχείο τής απόσπασης από τον εαυτό, ή, αν προτιμάτε, τής εσωτερικής εξωτερίκευσης, ο Χέγκελ το αποκαλεί «άπειρο [ή απειρότητα] τής δύναμης». Πρόκειται δε για το τρίτο σκέλος τής παρουσίασης τού ζητήματος. Το να κάνει κανείς λόγο για την άπειρη διάσταση τής δύναμης ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό τής πράξης ως συσχέτισης, ισοδυναμεί δηλαδή με την αναγνώριση τής πρωτοκαθεδρίας τής πρακτικής. Το «άπειρο τής δύναμης» δεν είναι τίποτε άλλο από το αξίωμα τού Φάουστ τού Γκαίτε: «εν αρχή ην η πράξη».

Το εν λόγω άπειρο τής εξωτερίκευσης οδηγεί στην τελική διαλεκτική τού κεφαλαίου, όπου βλέπουμε το εσωτερικό και το εξωτερικό να αλληλοσυμπλέκονται:

Το Εξωτερικό και το Εσωτερικό είναι η προσδιοριστικότητα που έχει τεθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε [καθένας] από τούτους τους δύο προσδιορισμούς όχι μόνο να προϋποθέτει τον άλλο και να μεταβαίνει μέσα σ’ αυτόν σαν στην αλήθεια του, αλλά στο μέτρο που αυτός είναι τούτη η αλήθεια τού άλλου, να παραμένει τεθειμένος ως προσδιοριστικότητα και να παραπέμπει στην ολότητα αμφοτέρων. (ΕτΛ, σελ.308)

Ένα μάτι εκπαιδευμένο στη λακανική θεωρία θα αναγνωρίσει εδώ την καίρια[18] εμφάνιση τής τοπολογίας τού Υποκειμένου η οποία απεικονίζεται μέσω των μη-προσανατολίσιµων επιφανειών, όπως είναι για παράδειγμα η ταινία τού Μέμπιους. Όσο για εμάς, αναγνωρίζουμε εν προκειμένω ότι, στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, ο χώρος τής τοποθέτησης και το έκτοπο συσχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να τεθεί ο δεύτερος όρος ως απλό εξηρημένο εξωτερικό τού πρώτου.

Στο πλαίσιο τής λογικής των δυνάμεων, η ιστορική ουσία τής ενότητας των αντιθέτων έγκειται στο ότι η εν λόγω ενότητα δεν συνιστά προσανατολίσιμη συσχέτιση — και αυτό παρόλο που το μη-προσανατολίσιμο μπορεί μόνον να οριοθετηθεί δυνάμει ενός υποκειμένου (δομικού) προσανατολισμού.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το προλεταριάτο ως πολιτική τάξη (νοούμενο δηλαδή ως «δύναμη») θα έρχεται σε «σχέση» με τη μπουρζουαζία με τη μορφή μιας καθόλα ιστορικής ενότητας τής πάλης [των αντιθέτων], τής οποίας[19] δεν θα είναι δυνατή η «κατανομή»[20] ανά πεδίο τού κοινωνικού όλου και η οποία [ενότητα], επιπλέον, θα παρέχει δομή σε ένα και το αυτό ον (τον λαό) — πράγμα που όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά, αντίθετα, επιβάλλει τον [ανα-]προσανατολισμό τής ταξικής «θέσης» προς το τεθειμένο/τοποθετημένο της θεμέλιο: τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.

Ενδεικτικό τής σημασίας που έχει η εν λόγω τοπολογική ενότητα των αντιθέτων, η οποία, υπό την κυριαρχία τής δύναμης, προβαίνει στη συσχέτιση εσωτερικού και εξωτερικού, είναι, αφενός μεν, ότι αντιπροσωπεύει για τον Χέγκελ, ούτε λίγο ούτε πολύ, την «ενότητα τής ουσίας και τής ύπαρξης» (ΕτΛ, σελ. 315), αφετέρου δε, ότι αποτελεί το κομβικό μεταβατικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το κείμενο τής Μεγάλης Λογικής.

Όσον αφορά την υλιστική διαλεκτική, αν συναντήσετε κάτι προχωρώντας στα τυφλά μέσα στον λαβύρινθο τής δύναμης — στον λαβύρινθο τού έξω και τού μέσα, τής νύχτας και τής καταχνιάς, εκεί όπου ο χώρος ούτε τοποθετεί ούτε εκτοπίζει — αυτό δεν θα είναι άλλο από το Υποκείμενο, έναν Μινώταυρο χωρίς Θησέα.[21]

Τότε, λοιπόν, το υποκείμενο (κάθε υποκείμενο) θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει τη θέση του,[22] στο μέτρο που η ιδιαίτερη ποιότητά του συνίσταται στον στραβισμό του [d’être désorienté].[23]


[1] [πβ. το μεταγενέστερο κείμενο τού P. Macherey “Eins teilt sich in zwei” (γερμ. μτφρ) [1988] (που δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στις «Θέσεις» [1995]· [Histoires de dinosaure-Faire de la philosophie-1965/1997]]
[2] [Il y a ceci, dont cela n’est pas: στου οποίου την ταυτότητα (ή το είναι) δεν μετέχει αυτό-εκεί]
[3] [Y-a d’l’un: η φράση έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ποικιλοτρόπως («υπάρχει κάτι σαν το ένα», «υπάρχει το Ένα», «το μόνο που υπάρχει είναι το ένα» κ.ο.κ.)]
[4] [conviviale]
[5] [sollicite: διεγείρει· βλ. κατωτέρω]
[6] [sursumer: νεολογισμός των γάλλων μεταφραστών τής Λογικής, από το λατινικό «sursum corda» («άνω σχώμεν τας καρδίας»)]
[7] [Επιστήμη τής Λογικής, Α Τόμος, Βιβλίο ΙΙ, εκδ. Δωδώνη, 1998, (Μετφρ. Δ.Τζωρτζόπουλος)]
[8] [ο χώρος τοποθέτησης είναι η διαμεσολάβηση τής ποιότητας]
[9] [Μετφρ. τροποποιημένη· σε αγκύλες με πλάγιους χαρακτήρες οι δικές μου προσθήκες/τροποποιήσεις]
[10] Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέει, να διαβάσετε το παραμύθι τού Χ.Κρ. Άντερσεν «Κάθε τι στη θέση του» [Alt på sin rette plads], όπου η μουσική τής φλογέρας παίζει το ρόλο τής εγελιανής «δύναμης»]
[11] [από αυτή: από τη θέση του ή από το όλο στο οποίο εμπεριέχεται· s’en exclure: η αντωνυμία en παραπέμπει είτε στη θέση είτε στο Όλο]
[12] [αυτοκατάργηση: ως υποκείμενο νοείται ο «χώρος τοποθέτησης» και όχι το «έκτοπο»]
[13] [τριαδική]
[14] [tätigkeit: πράξη, έργο κ.ο.κ.]
[15] [«τής διέγερσης»]
[16] [«Η παρούσα για τη δύναμη εσωτερικότητα είναι, λοιπόν, η ίδια η δική της προϋποθέτουσα ενέργεια, η οποία το πρώτον είναι τεθειμένη ως μια άλλη δύναμη» (ΕτΛ, σελ.300)]
[17] [se projette expansivement dans la lutte destructrice contre l’esplace impérialiste: πρόκειται για σύμφυρση τής κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας τής φράσης «se projette dans» («χωρική προβολή» και «αντίληψη/κατανόηση τής θέσης της»)]
[18] [cruciale: κρίσιμη αλλά και «χιαστί»]
[19 [τής οποίας: ενότητας]
[20] [πβ. ανωτέρω: «Η δύναμη όμως είναι αυτή που συνέχει και συνθέτει τα μέρη στο πλαίσιο τής κίνησης τού όλου: διοχετευόμενη στην ποικιλότητα των μερών — χωρίς ωστόσο να εξαντλείται εκεί — η δύναμη αντιπροσωπεύει τη μη αριθμητική ποιότητα τού όλου, τη συνεκτικότητά του. Είναι το ποιητικό αίτιο κ.λπ. »— Στο εξής, θα υπάρχουν δύο δομούσες ολικές «ποιότητες»]
[21] [χωρίς Θησέα: «χωρίς απεικονίσιμη αντιστοίχιση» (βλ. ανωτέρω)]
[22] [ή εναλλακτικά, «να προσπερνά τη θέση που του έχει ανατεθεί»]
[23] [στο λεξικό τού Μπαμπινιώτη διαβάζουμε: «αλλήθωρος ή αλλοίθωρος: […] η παλαιότερη γραφή τής λέξης με -οι- στηρίζεται στην παραγωγής της από το «ἀλλοῖα θεωροῦντες > ἀλλοιόθωρος > ἀλλοίθωρος»· πβ. επίσης ἀλλοῖος: ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, άλλης ποιότητας, διαφορότροπος [Δημητράκ.]]

 

Ετικέτες:

7 Ιανουαρίου,1975 — A. Badiou

kino
Théorie du Sujet, σελ. 21-30 (Διόρθωση τής μετάφρασης) [pdf]

7 Ιανουαρίου,1975

Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στον βαθμό που περιέχεται σε αυτό.

Ο παλιός Χέγκελ χωρισμένος στα δύο — Σχάση, προσδιορισμός, όριο — Χώρος-θέσης και έκτοπο — Αριστερές και δεξιές παρεκκλίσεις

1

Υπάρχουν δύο διαλεκτικές μήτρες στον Χέγκελ και είναι αυτό που μετατρέπει την περίφημη ιστορία τού κουκουτσιού και τής σάρκας σε μια πραγματική σπαζοκεφαλιά. Στον Χέγκελ, είναι ο ίδιος ο πυρήνας που είναι διαρρηγμένος, όπως σε αυτά τα ροδάκινα που είναι επί πλέον ενοχλητικό να τα τρως και των οποίων το σκληρό εσωτερικό αντικείμενο σπάει γρήγορα σε δύο μέρη που περιστρέφονται ανάμεσα στα δόντια.

Στο ροδάκινο υπάρχει όμως και ο πυρήνας τού κουκουτσιού, η πικρή ψίχα τής αναπαραγωγής του ως δέντρο. Αλλά από την εγελιανή διαίρεση δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να συναγάγουμε κάποια δευτερογενή ενότητα, ούτε καν μια ενότητα πικρή σαν φαρμάκι.

Πρέπει να κατανοήσουμε αυτό που ο Λένιν δεν έπαψε ποτέ να επαναλαμβάνει: το συνοπτικό ευαγγέλιο τού υλισμού τής εγελιανής φιλοσοφίας! Τι νόημα άλλωστε θα είχε να αντιδιαστέλλουμε έναν (υποτιθέμενα αποδεκτό) διαλεκτικό πυρήνα από το (βδελυρό) ιδεαλιστικό του περίβλημα; Η διαλεκτική, καθόσον είναι ο νόμος τού είναι, είναι κατ’ ανάγκη υλιστική. Αν ο Χέγκελ την άγγιξε, τότε θα πρέπει να ήταν υλιστής. Η άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα ήταν αυτή μιας εγελιανής «ιδεαλιστικο-διαλεκτικής», εν ολίγοις μιας «διαλεκτικής» χωρίς ίχνος πραγματικού, ούτε καν με τη μορφή μιας ανεστραμμένης συμβολικής ένδειξης (που, όπως το έθεσε ο Μαρξ, θα στεκόταν πάνω στο κεφάλι της).

Οπότε στην καρδιά τής εγελιανής διαλεκτικής πρέπει να διακρίνουμε δύο διαδικασίες, δύο έννοιες τής κίνησης, και όχι απλώς μια κατ’ αρχήν μεν ορθή οπτική για το γίγνεσθαι, που, υποτίθεται, θα διαβρωθεί στη συνέχεια από ένα «υποκειμενικό» γνωσιακό σύστημα.

Επομένως, θα πρόκειται:

α) αφενός, για μια διαλεκτική μήτρα που θα καλύπτεται από τον όρο τής αλλοτρίωσης· την ιδέα, δηλαδή, τής εκδίπλωσης ενός απλού όρου στο πλαίσιο τής διαδικασίας τού «έτερον-γίγνεσθαι», κατά τρόπον ώστε να επιστρέφει στον εαυτό του ως απόλυτη έννοια·

β) και, αφετέρου, για μια διαλεκτική μήτρα τής οποίας τελεστής είναι η σχάση· με άλλα λόγια, το μοτίβο ότι κάθε ενότητα είναι διαιρεμένη, χωρίς καμία επιστροφή-στον-εαυτό [της] και χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ αρχής και τέλους (ούτε καν με τη μορφή τού «ολοκληρωμένου κομμουνισμού» ως «επιστροφή» — μετά το στάδιο τής εξωτερίκευσης στο Κράτος — στην [απόλυτη] «έννοια», σε σχέση με την οποία ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» θα είχε το ρόλο [ή τη θέση] τής απλής αμεσότητας.

Αλλά τα πράγματα απέχουν πολύ από το να είναι τόσο απλά.

2

Ας ξεκινήσουμε από μια «κούφια» έννοια, δηλαδή από μια περιορισμένη και συνάμα εξαιρετικά γενική έννοια και, πιο συγκεκριμένα, από την έννοια τού «κάτι», που είναι η πρώτη μορφή τού είναι-εκεί στη Λογική τού Χέγκελ.

Σε αυτό το «κάτι» ο Χέγκελ θεμελιώνει την ίδια τη δυνατότητα έναρξης τής διαλεκτικής τού Ενός και των πολλών, τού απείρου και τού πεπερασμένου· με άλλα λόγια, την αρχή εκείνου που εμείς οι ορθόδοξοι μαρξιστές αποκαλούμε ποσοτική συσσώρευση, που ως γνωστόν θεωρείται ότι συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποιοτικού άλματος.

Επιπλέον, εκείνο που προκαλεί απορία είναι ότι στη Λογική τού Χέγκελ όλα αυτά θα τα βρείτε κάτω από την επικεφαλίδα «ποιότητα», που, όσον αφορά τη σειρά παρουσίασης, προηγείται τής ποσότητας.

Ωστόσο, όπως πάντα, αποδεικνύεται ότι ο Χέγκελ είναι αυτός που έχει δίκιο. Κι αυτό γιατί τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί για το Ένα χωρίς την ενασχόληση με το ποιοτικό και τη δύναμη. Αυτός είναι ο λόγος που ένας από τους στόχους τής παρούσας συζήτησης είναι η απόδειξη τού ότι το διάσημο «άλμα» από το ποσοτικό στο ποιοτικό ουδόλως συνιστά τον «αντικειμενικό» πήχη που κάνει όλα τα [πολιτικά] θερμόμετρα να χτυπάνε [κομμουνιστικό] «κόκκινο», αλλά, απεναντίας, συνεπάγεται και εμπεριέχει ένα «υποκειμενικό» αποτέλεσμα.

Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η ιδεαλιστική του τάση τον ωθεί πάντοτε να συναγάγει το «όλο» επί τη βάσει ενός απλού όρου, ο Χέγκελ καταπιάνεται με την κατασκευή τού πολλαπλού (τού αριθμήσιμου). Αλλά πώς μπορεί το πολλαπλό να έλκει την καταγωγή του από το Ένα, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα; Αυτό είναι ένα ερώτημα τόσο παλιό όσο η φιλοσοφία, που όμως πάντοτε αποκτά ιδιαίτερη σημασία για όσους ισχυρίζονται ότι ιστορικοποιούν το Όλο, αντί απλώς να περιγράφουν τον νόμο τής εγκαθιδρυμένης τάξης του. Ήδη από τους Πατέρες τής Εκκλησίας, αυτούς τους σπουδαίους θεμελιωτές τής εννοιακής ιστορίας, θεωρήθηκε αναγκαίο να δικαιολογηθεί το παράδοξο ότι ο Θεός, η απόλυτη μορφή τού Ενός, ήταν σε θέση να συντρίψει ένα αενάως πολλαπλό σύμπαν.[1] Είναι ένα πράγμα το να αποδείξει κανείς τον Θεό από τα φαινόμενα τής φύσης — από τον βάτραχο μέχρι τον μονόκερο (παραβλέποντας το ότι ο μονόκερος αποδεικνύει μάλλον την ύπαρξη τού Διαβόλου)· ωστόσο, πολύ δυσκολότερη είναι η απόδειξη των φυσικών θαυμάτων από την ίδια την ύπαρξη τού Θεού, καθόσον ο Θεός [το Ένα] είναι κατ’ ανάγκη το θαύμα των θαυμάτων.

Ο Χέγκελ είναι ο μοντέρνος ταχυδακτυλουργός αυτού τού εκκλησιαστικού παραδόξου. Αντί να υποστηρίξει ότι το Ένα δημιουργεί το Όλο, ο Χέγκελ θα δείξει ότι το Όλο είναι η ιστορία τού Ενός, δηλαδή ότι ο χώρος τού πολλαπλού είναι το αποτέλεσμα τού χρόνου που απαιτείται για την ανάπτυξη τής απόλυτης έννοιας. Ο Χέγκελ αντικαθιστά το στοιχείο τής «επίδειξης ισχύος» εκ μέρους τού θαυματουργού Δημιουργού με τον μόχθο, την οδύνη και την κυκλική διάρκεια ενός είδους αυτο-παρουσίασης, μέσω τής οποίας το απόλυτο φτάνει στην πλήρως εμφανισμένη ενατένιση/ανασκόπηση τού εαυτού του. Κατά συνέπεια, για τον Χέγκελ, η ολότητα τού κόσμου δεν συνίσταται παρά σε αυτήν την ιστορική διαδρομή εντός τής δαιδαλώδους πινακοθήκης τού Ενός.

Βεβαίως, η αρχική πράξη ισχύος,[2] που έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο συσκοτιστεί, ξεμυτίζει σε κάθε επόμενη παράγραφο τού κειμένου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι στη συσσώρευση των αυθαίρετων αυτών τοπικών διαταγμάτων έγκειται τόσο η υπομονετική κατασκευή τού οξυδερκούς αλλά ημιτελούς πλαισίου τού εγελιανού υλισμού, όσο και η κινητήρια δύναμη τού δυσκίνητου μηχανισμού τού όλου Συστήματος.

3

Ευθύς εξαρχής, ο Χέγκελ δεν περιορίζεται στο να θέσει απλώς και μόνο το «κάτι», αλλά θέτει συγχρόνως τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό το κάτι και σε κάτι άλλο (Etwas und Anderes). Επομένως, αυτό που ομολογείται είναι ότι καμία διαλεκτική δεν είναι νοητή αν δεν προϋποθέτει τη διαίρεση. Είναι το Δύο που δίνει την έννοιά του στο Ένα, και όχι το αντίστροφο.

Φυσικά, ο Χέγκελ επιδίδεται σε κάθε είδους ακροβασίες προκειμένου να συγκαλύψει αυτή την ομολογία. Ειδικά στην πρώτη έκδοση τού 1812 — η οποία είναι περισσότερο ιδεαλιστική, διότι αντίθετα από ό,τι μερικές φορές ακούγεται, ο όψιμος Χέγκελ θα στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε κάποια μορφή τής αρχής τής πραγματικότητας — κάθε τι συμβαίνει ως εάν το «κάτι άλλο» να αποτελεί τη μετάθεση-μετατόπιση τού «κάτι», το κατηγορικό του γίγνεσθαι. Αλλά πρόκειται για προπέτασμα καπνού. Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ θα μελετήσει τη σχάση τού «κάτι» στο πλαίσιο μιας κίνησης που έχει ήδη δομηθεί στη βάση μιας πρότερης σχάσης, η οποία παραμένει, τρόπον τινά, κρυμμένη, διότι είναι κατ’ ουσίαν επαναληπτική: μιας σχάσης που επαναλαμβάνει το «κάτι» ως άλλο (ως κάτι-άλλο) στη θέση τού εαυτού του. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο επιτελεί η εισαγωγή τής Λογικής, όπου βλέπουμε το είναι και το μη-είναι να είναι το ίδιο πράγμα τεθειμένο δύο φορές. Εδώ, διαπιστώνει ξανά κανείς ότι η διαδικασία τής σχάσης μιας κατηγορίας μπορεί να γίνει αντικείμενο «παρατήρησης», μόνο επειδή έχει ρητά ή σιωπηρά προϋποτεθεί ως δυνατότητα αυτό το πρωταρχικό ελάχιστο διαφορικό: ο διπλασιασμός τού Ενός.

Χρησιμοποίησα τη διατύπωση αυτή, ότι δηλαδή πρόκειται για το «ίδιο πράγμα» που έχει τεθεί δύο φορές, διότι η ετερότητα δεν διαθέτει εδώ κανένα ποιοτικό στήριγμα. Βρισκόμαστε, αν θέλετε, στην αυγή τού ποιοτικού, έχοντας απέναντί μας τον δομικό του σκελετό. Αυτό-εδώ θα διαφέρει από εκείνο-εκεί λόγω ακριβώς τής δήλωσης τής διαφοράς τους, λόγω τής τοποθέτησής τους μέσω τής χρήσης ενός γραμματικού δείκτη. Κάποιος μπορεί να ονομάσει αυτήν τη χρονικά απειροελάχιστη στάση [ή αναστολή] τής αντίφασης δεικτική στάσησυγκειμενική αναστολή]. Υπάρχει το Α, αλλά υπάρχει και το \mathrm{A_{p}} (όροι που διαβάζονται ως εξής: «το Α ως τέτοιο» και «το Α κάπου αλλού», δηλαδή, στη θέση/τόπο p που αντιστοιχείται από τον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. από τον P).

Πρόκειται, επομένως, για το ίδιο Α δύο φορές κατονομασμένο, δηλαδή δύο φορές τοποθετημένο, πράγμα υπεραρκετό για την αλληλοδιαφθορά των δύο όρων.

Και αυτό γιατί το Α μπορεί να εξεταστεί είτε ως προς την καθαρή, κλειστή του ταυτότητα, είτε ως προς τη δεικτική διαφορά του έναντι τής δεύτερης εμφάνισής του. Το Α είναι μεν ο εαυτός του, αλλά συγχρόνως συνίσταται και στη δύναμή του να επαναλαμβάνεται, στην αναγνωσιμότητά του σε απόσταση από τον εαυτό του, στο γεγονός ότι στον τόπο p, στον άλλο τόπο, είναι πάντα το ίδιο Α που διαβάζουμε — παρά το ότι είναι «άλλο» [διαφέρει] από τον τόπο όπου στέκεται (πράγμα που ισχύει ακόμη και όταν βρίσκεται στο πουθενά) — και αυτό για τον απλό λόγο ότι εμφανίζεται επίσης και εκεί.

Ο Χέγκελ ονομάζει αυτούς τους δύο προσδιορισμούς το κάτι-καθ’ εαυτό και το κάτι-για-το-άλλο. Το «κάτι», ως καθαρή κατηγορία, είναι η ενότητα αυτών των δύο προσδιορισμών, η κίνηση τής δυαδικότητάς τους.

Αυτό είναι απόδειξη τού ότι για να σκεφτεί κανείς διεξοδικά ένα οποιοδήποτε πράγμα, πρέπει πρώτα να το χωρίσει στα δύο.

Ποιο είναι το νόημα τού κάτι-καθ’ εαυτό και τού κάτι-για-το-άλλο; Πρόκειται ακριβώς για την καθαρή και την τεθειμένη ταυτότητα· για το γράμμα και τον χώρο όπου σημειώνεται το γράμμα· για τη θεωρία και την πράξη.

Το δεδομένο τής ελάχιστης διαφοράς (το «κάτι» και το «κάτι άλλο») ανάγεται υποχρεωτικά στον σταθερό όρο τής διαφοράς, τ.έ. στο «πράγμα», είτε αυτό είναι κάτι είτε κάτι-άλλο. Όπως επισημάνθηκε, το Α (—και εδώ, στο Α, βρίσκεται η ουσία τής όλης υπόθεσης), είναι συγχρόνως Α και \mathrm{A_{p}} , όπου το \mathrm{A_{p}} είναι ο γενολογικός όρος όσον αφορά κάθε δυνατή τοποθέτηση τού Α. Μπορεί επομένως να έχουμε \mathrm{A}_{\mathrm{p}1},\mathrm{A}_{\mathrm{p}2},\mathrm{A_{p3}\ldots} κ.ο.κ., όπου τα \mathrm{p}_{1},\mathrm{p}_{2}\ldots,\mathrm{p}_{n}\ldots έχουν ως πεδίο αναφοράς, για παράδειγμα, το P. Πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχει το άπειρο των τόπων. Το \mathrm{A_{p}} είναι το Α υπό την ενική-γενική μορφή τής τοποθέτησής του. Ωστόσο, είναι πάντοτε με αυτόν τον τρόπο (δηλαδή ως τοποθετημένο) που το Α φανερώνεται κρυπτόμενο (διότι, ως τοποθετημένο, δεν είναι πλέον μόνο ο εαυτός του, Α, αλλά είναι συγχρόνως και ο τόπος του, το \mathrm{A_{p}}) . Επιπλέον, αυτό είναι κάτι που αληθεύει γενικά, για το άλβα ή βήτα πράγμα αλλά και για οποιοδήποτε εν γένει πράγμα.

Πρέπει λοιπόν να τεθεί η εξής καταστατική σχάση: \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{p}) .

Ο δείκτης p παραπέμπει στον χώρο τής τοποθέτησης P, στον τόπο κάθε δυνατού αναδιπλασιασμού τού Α. Σημειώστε ότι ο τόπος αυτός δεν χρειάζεται να είναι χωρικός ή γεωμετρικός: ο αναδιπλασιασμός μπορεί να είναι χρονικός ή ακόμη και πλασματικός.

Αυτό που ο Χέγκελ δεν λέει ξεκάθαρα είναι ότι, κατ’ αρχήν, το πραγματικό αρχικό αντίθετο τού «κάτι», τού Α, δεν είναι ένα άλλο πράγμα, ούτε καν το ίδιο το Α «τοποθετημένο» (το \mathrm{A_{p}} ). Όχι, το πραγματικό καμουφλαρισμένο αντίθετο τού Α είναι ο χώρος τής τοποθέτησης P, ο οποίος ακριβώς θέτει σε αντιστοιχία τον δείκτη με το «κάτι». Με άλλα λόγια, η δεδομενικότητα τού εσχασμένου Α, με τη διττή μορφή:

– τού καθαρού του είναι (Α) και

– τού τοποθετημένου-είναι του (\mathrm{A_{p}} ) (ή, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, τού οντολογικού και τού οντικού του είναι),

είναι το αποτέλεσμα, επί τού Α, τής αντίφασης η οποία υφίσταται μεταξύ τής καθαρής ταυτότητάς του και τού δομημένου χώρου στον οποίο αυτό ανήκει, δηλαδή τής αντίφασης μεταξύ τού είναι του και τού Όλου. Η διαλεκτική διαιρεί το Α πάνω στη βάση τής αντίφασης μεταξύ τού Α και τού P, τής αντίφασης μεταξύ τού υπαρκτού και τού τόπου του. Είναι αυτή η αντίφαση, το κρυφό μοτίβο τής οποίας είναι μαλλάρμειο («Δεν θα έχει λάβει τόπο τίποτα, πάρεξ ο τόπος»), η οποία, ενδοβολημένη στο Α, θεμελιώνει το πραγματικό του είναι ως σχάση.

Όλα αυτά αποτελούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μια προεικόνιση, διότι, στην πραγματικότητα, η αντίφαση μεταξύ τού Α και τού P αντιτάσσει μια δύναμη στο σύστημα των τόπων και δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε αυτό το σημείο τής συζήτησης.

Ας μου επιτραπεί όμως εδώ να ρίξω — άπλετο — φως στην εν λόγω υπόθεση:

Το πραγματικό αντώνυμο τού προλεταριάτου δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά ο αστικός κόσμος, η ιμπεριαλιστική κοινωνία, συστατικό στοιχείο τής οποίας αποτελεί κατά κοινή ομολογία το προλεταριάτο και μάλιστα με τη διττή μορφή τής κύριας παραγωγικής δύναμης και τού ανταγωνιστικού πολιτικού πόλου, πράγμα το οποίο πρέπει να υπογραμμιστεί. Η περίφημη αντίφαση μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι ένα περιορισμένο δομικό σχήμα που αδυνατεί να συλλάβει τη διαδικασία στρέψης τού Όλου, το δυναμικό διάγραμμα τής οποίας[3] καταρτίζεται από το ίδιο το προλεταριάτο ως υποκείμενο. Το να συνεχίζουμε να μιλάμε για την αντίθεση προλεταριάτου και μπουρζουαζίας είναι σαν να παίζουμε την κολοκυθιά εγκλωβισμένοι εντός των ορίων τού εγελιανού επινοήματος. Έτσι, κουβέντα να γίνεται για το «κάτι» και το «κάτι-άλλο». Και γιατί αυτό; Επειδή το σχέδιο τού προλεταριάτου, το ενδόμυχό του είναι, δεν συνίσταται στο να αντικρούει τους ισχυρισμούς τής μπουρζουαζίας ή στο να πριονίζει τα πόδια της. Το σχέδιό του δεν είναι άλλο από τον κομμουνισμό. Συνίσταται δηλαδή στην κατάργηση κάθε τόπου όπου μπορεί να εγκατασταθεί κάτι παρόμοιο με το προλεταριάτο. Το πολιτικό σχέδιο τού προλεταριάτου είναι επομένως η εξαφάνιση τού χώρου τής τοποθέτησης των τάξεων. Συνίσταται, όσον αφορά το συγκεκριμένο ιστορικό «κάτι» [δηλ. όσον αφορά το προλεταριάτο], στην εξάλειψη κάθε εν γένει δείκτη τής τάξης.

Θα μου πείτε, και τι γίνεται με τον σοσιαλισμό, όπου, στην πραγματικότητα, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο βρίσκονται περισσότερο από ποτέ σε πόλεμο, πόλεμο που, μεταξύ άλλων μπορεί να λάβει και τη πρωτόγνωρη μορφή των λεγόμενων πολιτιστικών επαναστάσεων; Λοιπόν, ο σοσιαλισμός δεν υπάρχει. Είναι απλώς ένα όνομα που παραπέμπει σε ένα σκοτεινό και παράδοξο σύμπλεγμα νέων συνθηκών στις οποίες η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού καθίσταται κάπως ευκρινέστερη. Ο όρος «σοσιαλισμός» χαρακτηρίζει μια εμφανιζόμενη μετάλλαξη στον χώρο τοποθέτησης των τάξεων. Ο σοσιαλισμός είναι το P´ στη θέση τού P. Αν υπάρχει κάποιο σημαντικό στοιχείο στον Μαρξισμό, το οποίο ο 20ός αιώνας επιβεβαιώνει σχεδόν μέχρι αηδίας, αυτό είναι ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διογκώνουμε τη σημασία τού ζητήματος τού «σοσιαλισμού» και τής «οικοδόμησής» του. Το πραγματικό ερώτημα — ή καλύτερα το ακριβές ερώτημα — είναι ο κομμουνισμός. Αυτός είναι ο λόγος που ανέκαθεν η πολιτική επεκρέματο τού Κράτους, χωρίς να ανάγεται περιοριστικά σε αυτό. Όλα αυτά δεν μπορούν ποτέ να αναχθούν στη δυαδική φτώχεια τής αντίφασης μεταξύ των δύο όρων, τού προλεταριάτου και τής μπουρζουαζίας. Ο Μαρξισμός αρχίζει πέρα από αυτή την αντίφαση.

4

Ακολουθώντας, λοιπόν, τον Χέγκελ, θέτουμε τη σχάση \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{p}) , η οποία αντιπροσωπεύει το αποτέλεσμα τής πλήρως αποκρυμμένης συγκρουσιακής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στο Α και τον «διαμοιραστή» των θέσεων/τόπων με τους οποίους αυτό συνδέεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε τι που υπάρχει είναι συγχρόνως ο εαυτός του και ο εαυτός-του-σύμφωνα-με-τη-θέση του.

Ωστόσο ο Χέγκελ λέει ότι αυτό που καθορίζει τον εσχασμένο όρο, αυτό που του δίνει τη μοναδικότητα τής ύπαρξής του, δεν είναι βεβαίως το Α — ο έγκλειστος στον εαυτό του γενολογικός όρος, ο οποίος δεν επιδέχεται κανενός είδους διαλεκτικής — αλλά μάλλον το \mathrm{A_{p}} , δηλαδή το Α νοούμενο σύμφωνα με το αποτέλεσμα τής διαδικασίας δόμησης τού όλου εντός τού οποίου αυτό εγγράφεται.

Δείτε, για παράδειγμα, την εξής περίπτωση: αν η εργατική τάξη είναι διαιρεμένη στο εσωτερικό της — ακόμη και κατά τη διάρκεια των πλέον δραματικών επεισοδίων που σημαδεύουν τα μαζικά κινήματα — διαιρεμένη ανάμεσα στο προσάναμμα τής πραγματικής πολιτικής της ταυτότητας και τη λανθάνουσα διάβρωσή της από τις αστικές ή ιμπεριαλιστικές ιδέες και πρακτικές, τότε αυτό οφείλεται σίγουρα στην επίδραση τού παράγοντα εκείνου που εξακολουθεί να υπαγορεύει τη θέση τής εργατικής τάξης μέσα σε ένα (εθνικό ή παγκόσμιο) Όλο, το οποίο κυβερνάται από το κεφάλαιο και τις αυτοκρατορίες. Αυτός λοιπόν είναι ο παράγοντας που, στα πλαίσια τής πρακτικής ενότητας μιας εξέγερσης, θα συγκολλά μεταξύ τους δύο τόσο ασύμφωνους προσανατολισμούς εντός των κόλπων τής εργατικής τάξης και ο οποίος, στο πλαίσιο τής διαιρέσιμης επαφής τής εργατικής τάξης με το αντίθετό της, θα μετατρέπει την καθαρή ανάδυση τού εαυτού της σε μια διαδικασία εκκαθάρισης.[4]

Αυτό ισχύει ακόμα και στον σοσιαλισμό. Το 1967, σε όλα τα μεγάλα κινεζικά εργοστάσια, οπλισμένες φράξιες έρχονται μεταξύ τους σε σύγκρουση. Ο Μάο, λοιπόν, δηλώνει: «τίποτα το σημαντικό δεν διαιρεί την εργατική τάξη». Πρόκειται μήπως για μια διαπίστωση όσον αφορά την ύπαρξη ενός σταθερού και πάγιου τόπου; Όχι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια Οδηγία μάχης, που υποδεικνύει ότι το προλεταριάτο πρέπει να πρωτοστατήσει στην επανάσταση και ότι αυτός είναι ο ιστορικός προσανατολισμός τον οποίο πρέπει να ακολουθήσει, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητά του, με άλλα λόγια, η ίδια του η ύπαρξη (ως πολιτικό υποκείμενο).

Επομένως, το καθετί θα αυτοσχετίζεται απέχοντας από εκείνο που επέχει τη θέση τού εαυτού του.[5]

Άρα, αν έχουμε τη σχέση \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , τότε αυτή η σχέση θα καθορίζεται από την επίδραση που ασκείται στο A από τον χώρο P μέσω τής αντιστοίχισης ενός δείκτη. Θα γράψουμε έτσι: \mathrm{A}_{\mathit{\mathrm{p}}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , πράγμα που συνιστά μια πρώτη τυποποίηση τού προσδιορισμού τής σχάσης, ένα πρώτο αλγόριθμο για την ενότητα των αντιθέτων.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για αυτό το οποίο ο Χέγκελ αποκαλεί Bestimmung.

Ο προσδιορισμός [Bestimmung] θα διαιρείται, με τη σειρά του, από αυτό που ο ίδιος ενοποιεί. Ένα από τα ισχυρά σημεία τής διαλεκτικής είναι η κατανόηση τού τρόπου με τον οποίο το «Ένα» τής ενότητας των αντιθέτων θεμελιώνει, μέσα στο ίδιο του το είναι, την εναντιότητα.

Ας αρχίσουμε δίνοντας το εξής παράδειγμα: στη συγκεκριμένη ιστορική της έκφανση, η εργατική τάξη θα είναι πάντοτε η αντιφατική ενότητα τού εαυτού της ως προλεταριάτου και τής κάθε φορά συγκεκριμένης αστικής αναστροφής της (—που, σήμερα, αντιπροσωπεύεται από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό, από το ΚΚΓ, από τα συνδικάτα, καθώς και από οτιδήποτε άλλο οργανώνει την προσχώρηση τής εργατικής τάξης στην ιμπεριαλιστική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και τής υιοθέτησης τής ιδέας τής διαχείρισης τής κοινωνίας αυτής προς άμεσο όφελος και για λογαριασμό τής εργατικής αριστοκρατίας, πράγμα που δικαιολογείται εν μέρει από το φαινόμενο τού κρατικο-γραφειοκρατικού καπιταλισμού). Η εν λόγω ενότητα των αντιθέτων θα προσδιορίζεται (υπό την έννοια τού εγελιανού Bestimmung) από τον εν γένει αστικό χώρο, που θα αποτελεί συγχρόνως το πεδίο τής πιθανής συγκρότησης τής ενότητας τού πολιτικά ενεργού, μαρξιστικού προλεταριάτου αλλά και τής εργατικής τάξης ως Τόπου τής νέας κρατικο-γραφειοκρατικής μπουρζουαζίας (τού ρεβιζιονισμού). Επομένως θα έχουμε: Α = “εργατική τάξη” και P = “σύγχρονη ιμπεριαλιστική κοινωνία”. Αυτό μας δίνει τη σχέση \mathrm{A}_{\mathrm{p}}= “μοντέρνος ρεβιζιονισμός” και τον αλγόριθμο \mathrm{A}\shortrightarrow\mathrm{A}_{\mathrm{p}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , ο οποίος δηλώνει ότι το στοιχείο που προσδιορίζει σήμερα τη διαλεκτική ενεργό πραγματικότητά τού προλεταριάτου είναι το εσωτερικό του διαζύγιο από τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό.

Αλλά τι σημαίνει εδώ «προσδιορισμός»; Δύο πράγματα:

— Αφενός μεν ότι ο μαχητικός μαρξιστικός πυρήνας τής εργατικής τάξης προσδιορίζεται από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία. Πρόκειται για διαλεκτικό προσδιορισμό με την αυστηρή έννοια τού όρου, πράγμα που μπορεί να γραφτεί ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) .

— Αφετέρου δε ότι, σε τελική ανάλυση, ο ρεβιζιονισμός αποτελεί, ολοένα και περισσότερο, τη συγκεκριμένη, ομοιογενή και προσαρμοσμένη στην εργατική τάξη μορφή τού γενικού αστικού και ιμπεριαλιστικού χώρου P. Στον αγώνα αυτοκάθαρσής του από το άγος τού ρεβιζιονισμού, το προλεταριάτο ξεμπροστιάζει (—αυτή είναι η αρμόζουσα διατύπωση) το μέρος τού εαυτού του που εμπλέκεται με τον ρεβιζιονισμό, αντιμετωπίζοντάς το πλέον ως αναπόσπαστο μέρος τού εξωτερικού ανταγωνιστικού όρου, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν είναι η μπουρζουαζία, αλλά η ιμπεριαλιστική κοινωνία τής οποίας το ΚΚΓ, τα συνδικάτα κ.ο.κ. είναι οι σύγχρονοι, ενεργοί και δυναμικοί φορείς. Επομένως, ο προσδιορισμός θα επανασυσπειρώνει — θα επαναλαμβάνει — απλώς και μόνο τον χώρο τής τοποθέτησης, τη γενική ετερότητα P, όπου το p θα είναι δείκτης για το Α. Αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A_{p}})=\mathbf{P} , πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει τρόπον τινά τον νεκρό κλάδο τής διαλεκτικής διαδικασίας, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο προσδιορισμός τής σχάσης, δηλ. \mathrm{A}[=](\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) , προέρχεται από το γεγονός ότι το Α εξ-ίσταται[6] αποκλειστικά και μόνο εντός τού τόπου P. Πρόκειται λοιπόν για το αδρανές διαιρετό τμήμα τού συνολικού προσδιορισμού, ενώ το άλλο κομμάτι του (που σημειώνεται ως εξής: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A})) θα αντιπροσωπεύει, για το A, τον ενδόμυχο πυρήνα τού προσδιορισμού. Μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο προσδιορισμός οποιουδήποτε εσχασμένου υπαρκτού είναι επιμεριστικός:

diagram_b

Μιλάει άραγε ο Χέγκελ για αυτούς τους νεκρούς κλάδους τής διαλεκτικής διαδικασίας; Βεβαίως. Τις αποκαλεί μάλιστα «υποτροπές» (Rückfalle). Είναι η σκιά που ρίχνει ο τόπος στην καθαρή υποβλητική του διάσταση, ενώ ο προσδιορισμός θα αντιπροσωπεύει το καινοφανές στοιχείο.

Σε αυτό λοιπόν το στάδιο, έχουμε πλέον στη διάθεσή μας τις εξής σπουδαίες διαλεκτικές έννοιες, οι οποίες μάλιστα έχουν απόλυτα γενική οντολογική εφαρμογή:

α) τη διαφορά τού πράγματος από τον εαυτό του, Α και \mathrm{A}_{\mathrm{p}} , η οποία θα κυριαρχείται από την αντίφαση που υφίσταται μεταξύ τής δύναμης Α και τού χώρου τής τοποθέτησης P, η δεικτική περίπτωση[7] τού οποίου [χώρου], όσον αφορά το A, θα αντιπροσωπεύεται από το \mathrm{A}_{\mathrm{p}} . Το ουσιαστικό σημείο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι είναι η αντίφαση που κυριαρχεί επί τής διαφοράς, και όχι το αντίστροφο.

β) τη σχάση ως τη μόνη μορφή ύπαρξης κάθε εν γένει πράγματος: \mathrm{A}=(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) .

γ) τον προσδιορισμό ως ενότητα τής σχάσης, που μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά και μόνο με βάση τον δεικτοδοτημένο όρο (και όχι με βάση τον καθαρό όρο): \mathrm{A}_{\mathrm{p}}(\mathrm{A}\mathrm{A}_{\mathrm{p}}) .

δ) τη σχάση τού προσδιορισμού που θα λαμβάνει τις ακόλουθες μορφές, ανάλογα με τον όρο στον οποίο εφαρμόζεται ο προσδιορισμός:

– προσδιορισμός τού νέου, \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) ·

– υποτροπή: \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A_{p}})=\mathbf{P} .

Η ουσία τής υποτροπής έγκειται στον χώρο τής τοποθέτησης, δηλ. στον τόπο P.

Ορολογική παρατήρηση: αν επιλέξουμε να αντιδιαστείλουμε την έννοια τής «δύναμης» από αυτήν τής «θέσης» (—επιλογή που προκρίνεται στο παρόν κείμενο), θα ενδείκνυται, εν πάση περιπτώσει, η χρήση τού όρου «χώρος τής τοποθέτησης», προκειμένου να δηλωθεί η δράση τής δομής· προτιμότερο όμως θα ήταν να εισάγουμε τον νεολογισμό «χώρο-θέσης» [=«χώρος τής τοποθέτησης»]. —Αν, αντιθέτως, χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τόπο», που παραπέμπει περισσότερο στον Μαλαρμέ, τότε θα χρειαστεί να κάνουμε λόγο, χρησιμοποιώντας το ιδίωμα τού Λακάν, για «τοποτηρητεία» αντί για «θέση». Τότε όμως θα ήταν παράταιρο να χρησιμοποιηθεί ο όρος «δύναμη» για τον χαρακτηρισμό τής α-δομικής τοπολογικής, οπότε προτιμότερο θα ήταν να αντικατασταθεί ο όρος «δύναμη» με τον όρο «έκτοπο».

Στη γεμάτη πριονίδια αρένα τής κατηγοριακής πάλης, η διαλεκτική θα είναι το έκτοπο έναντι τού τόπου.

5

Η υποτροπή θα είναι το αδρανές αρνητικό τού αυστηρού προσδιορισμού [δηλ. τού \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) ], μόνον εάν ο αυστηρός προσδιορισμός θα ενσωματώνει μια ειδική αντίσταση τού όρου Α, υπό την έννοια ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν θα επιτρέπει τον εξαντλητικό του προσδιορισμό από την δεικτική του εξειδίκευση \mathrm{A_{p}} . Διαφορετικά, το \mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A}) θα καταποντίζεται στο \mathrm{A_{p}} . Με άλλα λόγια, θα έχουν εκδηλωθεί μόνον υποτροπές. Αυτή είναι η αρχή τού στρουκτουραλισμού σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις του.

Αλλά ούτε εγώ ούτε ο Χέγκελ είμαστε στρουκτουραλιστές. Για παράδειγμα, εγώ πιστεύω ότι, στην ειδική μορφή τού ανταγωνιστικού του προσδιορισμού από τη νέα ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία, το προλεταριάτο εμφανίζεται ως μια λαμπρή θετική καινοφάνεια, με τη μορφή μάλιστα ενός ολοκληρωτικά μετασχηματισμένου μαρξισμού (μαοϊσμός). Αυτό συνέβη, δειλά, στη διάρκεια τού Μάη ’68 στην Γαλλία, και, με μεγάλο ντόρο, τον Ιανουάριο 1967 στην Κίνα. Η προσιδιάζουσα στο Α εσωτερικότητα έρχεται έτσι να προσδιορίσει τον προσδιορισμό: στην Πολιτιστική Επανάσταση είναι ο εξεγερμένος λαός που, σε τελική ανάλυση, προσδιορίζει τη νέα γραφειοκρατική μπουρζουαζία, η οποία, όπως επισημάνθηκε, αντιπροσωπεύει τον ολικό προσδιορισμό τού ίδιου τού επαναστατικού ανταγωνισμού. Με την επιφύλαξη τής περίπτωσης που το νεοφανές τής διαλεκτικής διαδικασίας θα ακυρωθεί μέσω τής καθαρής υποτροπής του στον P (τον τόπο ή τον χώρο τής τοποθέτησης), είναι επομένως απαραίτητο να θέσουμε και τον προσδιορισμό τού προσδιορισμού, δηλαδή: \mathbf{A}(\mathbf{A}_{\mathbf{p}}(\mathbf{A})) .

Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαδικασία στρέψης, μέσω τής οποίας η δύναμη [εργατική τάξη] επανεφαρµόζεται σε αυτό [ρεβιζιονιστική μπουρζουαζία] από το οποίο έλκει την εναντιωματική της ύπαρξη.

Με τη σειρά του, ο προσδιορισμός τού προσδιορισμού θα διαιρείται κατά τρόπο επιμεριστικό, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο προσδιορισμός. [βλ. διάγραμμα]

Μπορεί έτσι να πρόκειται για μια απλή επανεπιβεβαίωση τής καθαρής ταυτότητας τού Α: \mathbf{A(A)} , δηλαδή, για μια καθαρή ανάδυση τού εαυτού του, σε εναντίωση με (αλλά έξω από) τον προσδιορισμό, — και μάλιστα κατ’ αυστηρό παραλληλισμό με τη διαδικασία υποτροπής στο P [βλ. διάγραμμα, β΄ κλάδο]. Στην περίπτωση αυτή θα υπάγεται, για παράδειγμα, μια εξέγερση χωρίς μέλλον, όπου το μαχητικό τμήμα τής [γαλλικής] εργατικής τάξης θα ερχόταν αντιμέτωπο με τη νέα μπουρζουαζία τού ΚΚΓ και των συνδικάτων αποκλειστικά και μόνο εν’ ονόματι τής χαμένης τους καθαρότητας και, επομένως, με μόνο επίδικο ζήτημα την «προδοσία» τού ΚΚΓ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται κατανοητή η εσωτερική ιδιομορφία τού συγκεκριμένου νεοαστικού φαινομένου [τής «προδοσίας τού ΚΚΓ»]. Κάτι τέτοιο συνέβη, σε μεγάλο βαθμό, τον Μάη τού ’68, οδηγώντας αρκετούς να ονειρεύονται είτε ένα «ανακαινισμένο» ΚΚΓ, είτε μια νέα κεκαθαρμένη εργατική τάξη στα πρότυπα των μεγάλων προγόνων της τού 19ου αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ενδόμυχη δύναμη τού Α θα επανασυσπειρώνεται με σκοπό να συμμετάσχει στην ψευδαισθητική αναπαράσταση τού δράματος τού αυτοεγκλεισμού της και τής παρεπόμενης αδυναμίας της να επωμιστεί τον προσδιορισμό.

Επομένως, θα υπάρχει η παρέκκλιση «στα δεξιά», η οποία παρεκτείνει την αντικειμενική βαρβαρότητα τού τόπου P, αναιρώντας τη δυνατότητα ύπαρξης τού νέου που ενυπάρχει στο παλιό. Αλλά θα υπάρχει και η αναπόφευκτη παρέκκλιση «στα αριστερά», η οποία θα διεκδικεί την πρωταρχική, αυθεντική καθαρότητα τής δύναμης, καθώς θα αρνείται, τρόπο τινά, να αναγνωρίσει το παλιό που ενυπάρχει στο νέο, δηλαδή, τον προσδιορισμό. Τα σχήματα για αυτές τις δύο παρεκκλίσεις είναι \mathbf{A_{p}(A_{p})=P} , και \mathbf{A(A)=A} .

Αλλά εάν το ζητούμενο δεν είναι αυτή η επανεδραίωση των ουσιωδών [απ]αρχών, τότε επίδικο δεν μπορεί παρά να είναι η αποτελεσματική διαδικασία περιορισμού τού προσδιορισμού, η επενέργεια τής δύναμης πάνω στον τόπο, η διαφορική απόκλιση τού Α, που, επιστρέφοντας στον προσδιορισμό του, επιχειρεί να περιορίσει το πεδίο τής δεσμευτικής εφαρμογής τού προσδιορισμού. Θα πρόκειται, λοιπόν, για το \mathbf{A(A_{p})} , για την άμεση, περιοριστική εφαρμογή τής δράσης τού Α πάνω στον προσδιορισμό που το συγκροτεί.

Καθετί που ανήκει σε έναν τόπο επιστρέφει σε εκείνο το μέρος τού εαυτού του που προσδιορίζεται από τον τόπο, προκειμένου να μετατοπίσει τη θέση του, να προσδιορίσει τον προσδιορισμό του και να διασχίσει το όριό του.

Αυτή την αντι-διαδικασία ο Χέγκελ τη βαφτίζει «όριο» (Grenze), όρος που πρέπει να γίνει κατανοητός με τον ίδιο τρόπο όπως και η φράση «περιορισμός τού αστικού δικαίου» — που δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη μείωση τού χάσματος μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας κ.ο.κ. Το όριο και ο φραγμός αποτελούν την ουσία τής εργασίας τού θετικού.

Καθετί που ανήκει σ’ ένα όλο αποτελεί φραγμό [Schranke] προς το όλο, στο βαθμό που περιέχεται σε αυτό.

Αυτός είναι ο λόγος που ο «ολοκληρωτισμός» δεν υπάρχει. Είναι απλώς μια δομική σχηματοποίηση χωρίς κανένα ιστορικό έρμα. Πρόκειται ουσιαστικά για την ιδέα ότι σε αυτό τον κόσμο υπάρχουν μονάχα η δεσμευτική δεξιά υποτροπή και ο ανίσχυρος αυτοκτονικός αριστερισμός. Είναι η διπλοβάρδια τού \mathrm{A_{p}(A_{p})} και τού \mathrm{A(A)} , δηλαδή, τού P και τού Α στην αδρανή τους εξωτερικότητα.

Το Κράτος και η πλέμπα.

Αλλά οι πραγματικοί όροι κάθε ιστορικής ζωής αντιπροσωπεύονται μάλλον από το \mathbf{A_{p}(A)} , δηλ. τον προσδιορισμό, και από το \mathbf{A(A_{p})} , το όριο· όροι μέσω των οποίων, από τη μια μεριά, το Όλο θα καταφάσκει τον εαυτό του χωρίς να ολοκληρώνεται και, από την άλλη, το στοιχείο θα εμπεριέχεται σ’ αυτό [το όλο], χωρίς να αυτοκαταργείται.


[1] [δηλ. το παράδοξο πώς το «ένα» ως ένα μπορεί να υπερισχύει τού απείρου-πολλαπλού]
[2] η δημιουργία τού κόσμου]
[3] [στρέψης]
[4] [ασύμφωνους προσανατολισμούς-δρόμους: αναφέρεται στους δύο δρόμους τού Μάο, τον αντιδραστικό και τον «άλλο» δρόμο.]
[5] [ή «Το καθετί αυτοσχετίζεται διαφέροντας από τον εαυτό του εξαιτίας τού τόπου όπου βρίσκεται»]
[6] [ex-siste: αποχωρίζεται από τον εαυτό του, διαιρούμενο και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά ύπαρξη]
[7] [ή δεικτική εξειδίκευση]

 

Ετικέτες:

Ο παγκοσμιοποιημένος νόμος τής αξίας – Samir Amin

Η θεμελιώδης σημασία τού νόμου τής αξίας—Samir Amin
[La loi de la valeur mondialisée, σελ.15-61] [η μετάφραση σε pdf]

Έχοντας αφιερώσει τον πρώτο τόμο τού Κεφαλαίου στην εξέταση των θεμελιακών γνωρισμάτων τού νόμου τής αξίας, ο Μαρξ ασχολείται στον δεύτερο τόμο με την κατασκευή μιας — εκ πρώτης όψεως — καθαρά «οικονομικής» απόδειξης. Προσπαθεί αφενός να αποδείξει ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα είναι θεωρητικά δυνατή η συσσώρευση και αφετέρου να προσδιορίσει τις συνθήκες για την επίτευξη δυναμικής ισορροπίας στο συγκεκριμένο σύστημα. Όπως προκύπτει από τα επεξηγηματικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί, το συγκεκριμένο σύστημα διακρίνεται από μια σειρά μεγεθών και αναλογιών που είναι προφανές ότι σχετίζονται στο σύνολό τους με το πεδίο τής οικονομίας. Πρώτον, πρόκειται για τις αναλογίες κατανομής τής εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής στους δύο τομείς που ορίζουν τις βάσεις τού κοινωνικού καταμερισμού τής εργασίας, πράγμα που επιτρέπει τη σύγχρονη παραγωγή μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης. Δεύτερον, πρόκειται για τις αναλογίες που χαρακτηρίζουν την ένταση χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής από την άμεση εργασία, πράγμα που λειτουργεί ως μέτρο τού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Τρίτον, πρόκειται για την μεταβολή των αναλογιών που συνοδεύει τη μετάβαση από τη μια φάση στην άλλη και η οποία δίνει το μέτρο τής κατεύθυνσης και τού ρυθμού προόδου των παραγωγικών δυνάμεων. Τέταρτον, τέλος, πρόκειται για τον βαθμό εκμετάλλευσης τής εργασίας (ποσοστό υπεραξίας). Ο Μαρξ παρουσιάζει μεν μια σειρά παραδειγμάτων όπου όλα αυτά τα μεγέθη εκφράζονται σε αξίες, αλλά το συμπέρασμα που συνάγει από τα συγκεκριμένα παραδείγματα (τ.έ. τις οικονομικές συνθήκες τής διευρυμένης αναπαραγωγής) μπορεί κάλλιστα να συναχθεί και από ένα μοντέλο εκφρασμένο σε τιμές παραγωγής, όπου το κέρδος είναι ανάλογο προς το χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο και όχι προς την εκμεταλλευόμενη εργασία. Στο συγκεκριμένο και περιορισμένο αυτό πλαίσιο, οι δύο μορφές «οικονομικής» επιχειρηματολογίας είναι ισοδύναμες.[1] Για τους λόγους αυτούς, διατύπωσα ένα μοντέλο διευρυμένης αναπαραγωγής όπου λαμβάνεται υπόψη και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και το οποίο ορίζεται, σε γενικές γραμμές, ως εξής:

Φάση 1
Τομέας Ι: παραγωγή μέσων παραγωγής

1e+ah=pe

(όπου a, οι ώρες [h] άμεσης εργασίας [a\cdot h] που απαιτούνται για την παραγωγή p μονάδων εξοπλισμού [p\cdot e] με τη χρησιμοποίηση πρώτων υλών και μιας μονάδας εξοπλισμού [1\cdot e]).

Τομέας ΙΙ: παραγωγή καταναλωτικών αγαθών

1e+bh=qc

(όπου b, οι ώρες άμεσης εργασίας [b\cdot h] που απαιτούνται για την παραγωγή q μονάδων καταναλωτικών αγαθών [q\cdot e] με τη χρησιμοποίηση πρώτων υλών και μιας μονάδας εξοπλισμού [1\cdot e]).

Φάση 2

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ορίζεται από την ικανότητα χρησιμοποίησης μεγαλύτερου όγκου πρώτων υλών και αγαθών εξοπλισμού για την παραγωγή μεγαλύτερου όγκου κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών με την ίδια όμως ποσότητα άμεσης εργασίας (a και b). Έχουμε επομένως τις ακόλουθες εξισώσεις (όπου λ και γ, όντας μικρότερα τής μονάδας [λ και γ <1], εκφράζουν το μέγεθος τής ανάπτυξης τής παραγωγικότητας της εργασίας):

1e+a\lambda h=pe

1e+b\gamma h=qc

Από το πολύ γενικό αυτό πλαίσιο καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:

(1) Η επίτευξη δυναμικής ισορροπίας είναι δυνατή, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη (a+b) θα χρησιμοποιείται σε κατάλληλες αναλογίες στους δύο τομείς παραγωγής.

(2) Ο ρυθμός συσσώρευσης, που μετράται βάσει τής αύξησης τής παραγωγής μέσων παραγωγής, είναι ο παράγοντας εκείνος που καθορίζει το επίπεδο τής απασχόλησης (συμπέρασμα που βρίσκεται στον αντίποδα των παραδοχών τής επικρατούσας οικονομικής θεωρίας).

(3) Η δυναμική ισορροπία προϋποθέτει ότι τα καταναλωτικά αγαθά που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας φάσης καταναλώνονται κατά την ίδια φάση. Τα αγαθά εξοπλισμού[3] που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας φάσης αγοράζονται στην αρχή τής επόμενης περιόδου. Καθώς η υπεραξία που παράγεται κατά τη διάρκεια μιας φάσης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατά τη διάρκεια τής επόμενης περιόδου, η δυναμική ισορροπία προαπαιτεί επίσης την ορθή κεντρική διαχείριση τής πίστωσης.

(4) Αν το σύνολο τής οικονομίας περιλαμβάνει αποκλειστικά τους δύο αυτούς τομείς, τότε η δυναμική ισορροπία προϋποθέτει αύξηση μισθών σε ποσοστό που προκύπτει από τον συνδυασμό των παραμέτρων λ και γ.[4] Ομοίως, τα ποσοστά υπεραξίας και οι οργανικές συνθέσεις μεταβάλλονται ανάλογα με τις τιμές των λ και γ. Το ποσοστό κέρδους παραμένει ως επί το πλείστον σταθερό.

(5) Αν οι πραγματικοί μισθοί δεν σημειώνουν την απαραίτητη πρόοδο, η ισορροπία είναι δυνατή μόνο υπό τον όρο τής παράλληλης ανάπτυξης ενός τρίτου τομέα για τη μη παραγωγική κατανάλωση τής παραχθείσας υπεραξίας [τομέας III].

Ένα απλό παράδειγμα για την επεξήγηση τού μοντέλου

Το μοντέλο αποτυπώνει με άμεσο τρόπο τις τεχνολογικές σχέσεις παραγωγής (εισροές άμεσης εργασίας και εξοπλισμού, εκροές παραγωγής), για παράδειγμα ως εξής:

Τομέας I: 1e+4h\rightarrow3e

Τομέας II: 1e+4h\rightarrow6c

Οι εισροές σταθερού κεφαλαίου δίνονται απευθείας σε μονάδες κεφαλαιουχικών αγαθών (e) και οι εισροές άμεσης εργασίας σε ώρες (h). Όσον αφορά τον τον τομέα I¸ οι εκροές δίνονται σε μονάδες κεφαλαιουχικών αγαθών (e), ενώ όσον αφορά τον τομέα II οι εκροές δίνονται σε μονάδες καταναλωτικών αγαθών (c). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα διαπιστώνουμε ότι η οργανική σύνθεση είναι η ίδια και για τους δύο τομείς παραγωγής.

Θεωρούμε ότι και στους δύο τομείς το προϊόν τής εργασίας κατανέμεται με την ίδια αναλογία ανάμεσα στον προλετάριο και τον καπιταλιστή (δηλ. τα ποσοστά υπεραξίας είναι ίσα και στους δύο τομείς). Θεωρούμε επίσης ότι οι μισθοί αποτελούν τη μόνη πηγή ζήτησης καταναλωτικών αγαθών (c) — ή, με άλλα λόγια, ότι η αγοραστική δύναμη που εκφράζεται με τη μορφή τής αμοιβής τής εργασίας επιτρέπει την απορρόφηση τού συνόλου τής παραγωγής τού τομέα II σε κάθε διαδοχικό κύκλο παραγωγής. Αντιθέτως, το σύνολο τής υπεραξίας «αποταμιεύεται» με σκοπό τη χρηματοδότηση τής ακαθάριστης επένδυσης (αντικαταστάσεις και προσθήκες). Με άλλα λόγια, η αγοραστική δύναμη η οποία εκφράζεται με τη μορφή τής υπεραξίας που παράγεται στη διάρκεια μιας φάσης επιτρέπει την εγκατάσταση τού αναγκαίου εξοπλισμού για την επίτευξη δυναμικής ισορροπίας κατά την επόμενη φάση.

Όσον αφορά τώρα τη δυναμική ισορροπία, η πρόοδος που επιτυγχάνεται από τη μια φάση στην άλλη ορίζεται με βάση τον ρυθμό αύξησης τής παραγωγικότητας τής εργασίας (δηλ. τον λόγο τού προϊόντος προς την εισροή άμεσης εργασίας). Για παράδειγμα, αν και στους δύο τομείς η παραγωγικότητα διπλασιάζεται από φάση σε φάση, η τεχνολογία για τη δεύτερη φάση θα ορίζεται ως εξής:

Τομέας I: 2e+4h\rightarrow 6e

Τομέας II: 2e+4h\rightarrow 12c

 

Η ίδια ποσότητα άμεσης εργασίας χρησιμοποιεί διπλάσιες ποσότητες εξοπλισμού, πρώτων υλών κ.λπ. [6e], ώστε να παραχθεί διπλάσιο προϊόν [12c], ενώ διπλασιάζονται και οι οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πώς διατηρείται η ισορροπία από τη μια φάση στην άλλη; Υποθέτουμε ότι είναι δεδομένες εκ των προτέρων οι ποσότητες τής διαθέσιμης εργασίας (π.χ. 120h) και το απόθεμα μέσων παραγωγής (30e). Η κατανομή τους μεταξύ των δύο τομέων, το ποσοστό υπεραξίας και ο ρυθμός ανάπτυξης (το πλεόνασμα παραγωγής τού τομέα I πέραν των αναγκών αντικατάστασης) βρίσκονται σε σχέση ταυτόχρονης αλληλεξάρτησης. Για παράδειγμα, έχουμε:

Φάση 1 Εξοπλισμός Αναγκαία εργασία Υπερεργασία Προϊόν
Τμήμα I 20e + 40h + 40h  →  60e
Τμήμα II 10e + 20h + 20h  →  60c
Σύνολο 30e 120h

 

Σε αυτή την περίπτωση, το προϊόν τού τμήματος Ι κατά τη φάση 1 είναι διπλάσιο από το απαιτούμενο για την αντικατάσταση τού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, επιτρέποντας έτσι τον διπλασιασμό τής απόδοσης κατά τη φάση 2 [βλ. πίνακα κατωτέρω]. Διαπιστώνουμε ότι οι αναλογίες \frac{2}{3} και \frac{1}{3} , που εκφράζουν την ανά τομέα κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων,[5] και ένα αμετάβλητο ποσοστό υπεραξίας ύψους 100% (πράγμα που σημαίνει διπλάσιους πραγματικούς μισθούς) αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση τής δυναμικής ισορροπίας κατά τη φάση 2, η οποία περιγράφεται ως εξής:

Φάση 2 Εξοπλισμός Αναγκαία εργασία Υπερεργασία Προϊόν
Τμήμα Ι 40e + 40h + 40h  →  120e
Τμήμα ΙΙ 20e + 20h + 20h  →  120c
Σύνολο 60e 120h

 

Διαπιστώνουμε εδώ ότι η αγοραστική δύναμη των μισθών που αντιστοιχούν σε 120 ώρες εργασίας (εκ των οποίων 60 είναι ώρες αναγκαίας εργασίας) εξασφαλίζει την αγορά 60c[6] κατά τη φάση 1 και 120c κατά τη φάση 2 — πράγμα που σημαίνει ότι οι πραγματικοί μισθοί θα έχουν διπλασιαστεί, ακολουθώντας τον ρυθμό αύξησης τής παραγωγικότητας τής εργασίας. Το σύνολο τής παραγωγής κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, που διπλασιάζεται από φάση σε φάση, απορροφάται κατά τη διάρκεια τής επόμενης φάσης. Παρατηρούμε ότι το ποσοστό αύξησης τού διαθέσιμου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού είναι αυτό που καθορίζει τη συνολική ποσότητα τής χρησιμοποιούμενης εργασίας, και όχι το αντίστροφο. Επομένως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συσσώρευση τού κεφαλαίου καθορίζει το επίπεδο τής απασχόλησης, και όχι το αντίστροφο (όπως υποστηρίζεται γενικά από τη χυδαία οικονομολογία και ειδικότερα από τη θεωρία τού μαρζιναλισμού). Στην περίπτωσή μας τα επίπεδα απασχόλησης δεν μεταβάλλονται από φάση σε φάση ακριβώς λόγω τής επιλογής των υποθέσεων εργασίας μας. Ωστόσο, αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι έχουμε και φυσιολογική αύξηση τού ενεργού πληθυσμού, τότε ο ρυθμός συσσώρευσης δεν θα εξασφαλίζει την πλήρη απασχόληση.

Το πολύ απλό αυτό μοντέλο εξηγεί επαρκώς τη φύση τής αντικειμενικής σχέσης που υφίσταται μεταξύ τής αξίας τής εργατικής δύναμης και τού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν κερδίζουμε τίποτε εάν κάνουμε χρήση ενός κοινού παρονομαστή, προκειμένου έτσι να αθροιστούν οι εισροές (περισσότερα για το «νόμιμο χρήμα», βλ. κατωτέρω [σελ. 30, pdf]), εάν στους υπολογισμούς μας χρησιμοποιήσουμε τιμές αντί για αξίες («εξίσωση τού ποσοστού κέρδους», που στην περίπτωσή μας είναι, ούτως ή άλλως, ίσο με το ποσοστό υπεραξίας, δεδομένου τού ότι οι οργανικές συνθέσεις είναι οι ίδιες και για τους δυο τομείς) ή, τέλος, εάν χρησιμοποιήσουμε περισσότερο περίπλοκες παραδοχές (διαφορετικές οργανικές συνθέσεις και/ή διαφορετικές αυξήσεις τής παραγωγικότητας ανά τομέα).

Με βάση το μοντέλο μας μπορούμε για παράδειγμα να διατυπώσουμε, με ομοιογενείς όρους, τις προϋποθέσεις για την επίτευξη δυναμικής ισορροπίας. Εάν η τιμή μονάδας για τα καταναλωτικά αγαθά C ισούται με ένα φράγκο (1F), το ωρομίσθιο[7] με 0,50F και η τιμή μονάδας για τα αγαθά εξοπλισμού είναι ίση με 2F, τότε η υπεραξία, που ισούται εδώ με το κέρδος, υπολογίζεται μέσω αφαίρεσης,[8] οπότε έχουμε:


Φάση 1 Εξοπλισμός Μισθοί Υπεραξία Προϊόν
Τμήμα Ι 20e x 2 = 40F 80h x 0,5 = 40F 40F 60e x 2 = 120F
Τμήμα ΙΙ 10e x 2 = 20F 40h x 0,5 = 20F 20F 60c x 1 = 60F
Σύνολο 60F 60F 60F 180F

Αν θεωρήσουμε ότι στην επόμενη φάση οι τιμές παραμένουν σταθερές,[9] η ισορροπία θα συνεπάγεται τον διπλασιασμό τόσο τού ονομαστικού μισθού όσο και τής παραγωγικότητας.

Φάση 2 Εξοπλισμός Μισθοί Υπεραξία Προϊόν
Τμήμα Ι 40e x 2 = 80F 80h x 1 = 80F 80F 120e x 2 = 240F
Τμήμα 2 20e x 2 = 40F 40h x 1 = 40F 40F 120c x 1 = 120F
[120F] [120F] [120F] [360F]

 

Μπορούμε να επαληθεύσουμε ότι δεν υφίστανται δυσκολίες απορρόφησης. Οι μισθοί που καταβάλλονται στη φάση 1 (60F) επιτρέπουν την αγορά τού συνόλου τής παραγωγής καταναλωτικών αγαθών που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια τής ίδιας φάσης. Όσον αφορά δε τα μέσα παραγωγής που παρήχθησαν κατά τη φάση 1 (120F), η παραγωγή απορροφάται από τους καπιταλιστές για την κάλυψη των αναγκών τής φάσης 2 (από τον πίνακα διαπιστώνουμε ότι, σε αυτή την φάση, η αξία τού εγκατεστημένου εξοπλισμού ισούται πράγματι με 120F). Πιο συγκεκριμένα, αυτά τα αγαθά εξοπλισμού χρησιμοποιούνται αφενός για την αποκατάσταση τής παραγωγικής ικανότητας[10] στα επίπεδα τής φάσης 1 και αφετέρου για τη δημιουργία πρόσθετης παραγωγικής ικανότητας (χρηματοδοτούμενης μέσω τής υπεραξίας που πραγματοποιήθηκε στη φάση 1, που, όπως είδαμε, ισούται με 60F). Από φάση σε φάση, τα πραγματικά ωρομίσθια διπλασιάζονται, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα επίπεδα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα μέσα παραγωγής που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια μιας φάσης δεν έχουν τις ίδιες αξίες χρήσης με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους. Η εγκατάσταση 20e [μονάδων παραγωγής] κατά τη φάση 1 επιτρέπει την παραγωγή 60 μονάδων νέου τύπου. Για παράδειγμα, με τη χρήση ατμομηχανών θα παράγονται στο εξής ηλεκτρικές μηχανές και κινητήρες και όχι περισσότερες ατμομηχανές.[11] Διαφορετικά δεν θα είχαμε διπλασιασμό τής αποδοτικότητας κατά την επόμενη φάση. Αν τα μέσα παραγωγής ήταν τού ίδιου τύπου, τότε η αποδοτικότητα θα παρέμενε στα ίδια επίπεδα· με άλλα λόγια, θα παρέμενε αμετάβλητος ο λόγος μέσων παραγωγής‒άμεσης εργασίας. Αν η ίδια ποσότητα άμεσης εργασίας επιτρέπει τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού διπλάσιας αξίας για την παραγωγή διπλάσιου τελικού προϊόντος, αυτό συμβαίνει διότι τα νέα μέσα παραγωγής είναι διαφορετικού τύπου και αποδοτικότητας. Με βάση την παρατήρηση αυτή μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο «εντατικό» και στο «εκτατικό» μοντέλο διευρυμένης αναπαραγωγής. Στο εκτατικό μοντέλο παράγονται σε αυξανόμενες ποσότητες μέσα παραγωγής τού ίδιου τύπου, πράγμα που σημαίνει ότι αυτού τού είδους η διευρυμένη αναπαραγωγή απαιτεί παράλληλη αύξηση τής χρησιμοποιούμενης ποσότητας εργατικού δυναμικού. Τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκη στην περίπτωση τού μοντέλου εντατικής συσσώρευσης, το οποίο άλλωστε παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Πρέπει να τονισθεί ότι η πραγματοποίηση τής υπεραξίας έχει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο τη μεσολάβηση τής τραπεζικής πίστης. Αν κατά τη φάση 1 το πιστωτικό σύστημα καταβάλει ως προχρηματοδότηση ποσό 120F στους καπιταλιστές, προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να αγοράσουν τα αναγκαία μέσα παραγωγής (60F) και να πληρώσουν τους μισθούς (60F), με τους οποίους οι εργάτες καλύπτουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες, τότε, στο τέλος τής πρώτης φάσης, οι καπιταλιστές θα έχουν εισπράξει από τις πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών ποσό 60F και από τις μεταξύ τους αγορές μέσων παραγωγής προς αντικατάσταση χρησιμοποιημένου εξοπλισμού επίσης ποσό 60F. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να επιστρέψουν την εισπραχθείσα προκαταβολή (120F). Ωστόσο, για να μπορέσουν κατά τη φάση 2 να αυξήσουν την παραγωγή τους με την αγορά πρόσθετων μέσων παραγωγής, θα πρέπει να λάβουν προκαταβολή ποσού ύψους 240F, που θα χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με το ίδιο μοντέλο και το οποίο θα επιστρέψουν κατά το τέλος τής φάσης 2 και ούτω καθεξής. Σε απάντηση των επιχειρημάτων τής Ρόζα Λούξεμπουργκ σε σχέση με το «ζήτημα των εμπορικών διεξόδων», παραπέμπω τον αναγνώστη σε προηγούμενα κείμενα μου για τον ρόλο που διαδραματίζει εδώ η τραπεζική πίστη. — Είναι επίσης προφανές ότι μπορούμε να αναπτύξουμε ένα παρόμοιο σκεπτικό κάνοντας την παραδοχή ότι κατά τη φάση 2 οι ονομαστικοί μισθοί θα παραμείνουν αμετάβλητοι, ενώ συγχρόνως θα έχουν μειωθεί οι τιμές και αυξηθεί οι πραγματικοί μισθοί.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Το γενικό μοντέλο διευρυμένης αναπαραγωγής

Παράμετροι τού συστήματος

Θα παρουσιάσω σε πολύ γενικές γραμμές το μοντέλο που συνδέει τους πραγματικούς μισθούς (καθώς και τα ποσοστά υπεραξίας) με τους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Για κάθε φάση παραγωγής, οι τομείς Ι-ΙΙ (όπου I είναι ο τομέας παραγωγής μέσων παραγωγής και ΙΙ ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών αγαθών) ορίζονται από εξισώσεις που εκφράζονται σε αξίες και οι οποίες έχουν την ακόλουθη μορφή:

Φάση 1

Τμήμα Ι: e+a=pe
Τμήμα ΙΙ: e+b=qc

όπου e αντιπροσωπεύει μια μονάδα μέσων παραγωγής[12] και a και b τις ποσότητες τής άμεσης εργασίας που χρησιμοποιούνται σε κάθε μονάδα μέσων παραγωγής, ενώ p και q αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τις παραγόμενες ποσότητες μέσων παραγωγής και καταναλωτικών αγαθών.

Τα ζεύγη των παραμέτρων a-b και p-q ορίζουν το συγκεκριμένο τεχνολογικό σύστημα. Οι συγκεκριμένοι παράμετροι καθορίζουν τις τιμές ισορροπίας για τις μονάδες εξοπλισμού και κατανάλωσης e και c αντίστοιχα. Επιπλέον, το επίπεδο τεχνολογικής προόδου ορίζεται από τις παραμέτρους λ και γ που λαμβάνουν τιμές μικρότερες τής μονάδας. Οι συγκεκριμένοι παράμετροι καθορίζουν την εξέλιξη τού συστήματος κατά τις επόμενες φάσεις. Επομένως έχουμε:

Φάση 2

Τμήμα Ι: e+a\lambda=pe
Τμήμα ΙΙ: e+b\gamma=qc

Φάση 3

Τμήμα Ι: e+a\lambda^2=pe
Τμήμα ΙΙ: e+b\gamma^2=qc
κ.ο.κ.

Με μια συνολική ποσότητα εργασίας + — που είναι θα μικρότερη από a+b [καθώς λ και γ <1]— και με τη σωστή κατανομή και διάρθρωση τού εξοπλισμού, επιτυγχάνονται τα ίδια επίπεδα παραγωγής.

Ο πρώτος όρος κάθε εξίσωσης e εκφράζει την αξία τού σταθερού κεφαλαίου Ε, αναγόμενου σε μια υλική μονάδα εξοπλισμού χρησιμοποιούμενου στην παραγωγική διαδικασία, όπου e είναι η αξία κάθε μονάδας εξοπλισμού (e_{1}\neq e_{2}\neq e_{3} κ.ο.κ.), ενώ ο δεύτερος όρος εκφράζει την υλική ποσότητα άμεσης εργασίας — συμπεριλαμβανομένης τόσο τής αναγκαίας εργασίας όσο και τής υπερεργασίας — που αναλώνεται συνολικά ανά μονάδα Ε, σε καθένα από τους δύο τομείς και σε κάθε φάση τής παραγωγής. Η υλική παραγωγή κάθε τομέα, p και q αντίστοιχα, αποτιμάται σε μονάδες αξίας e και c — όπου c είναι η αξία μονάδας κατανάλωσης (με c_{1}\neq c_{2}\neq c_{3} κ.ο.κ.).

Για κάθε ζεύγος εξισώσεων που αντιστοιχεί σε κάθε φάση, το σύστημα περιλαμβάνει τρία ζεύγη παραμέτρων (a-b, p-q και λ-γ) και δύο αγνώστους (e και c). Οι παράμετροι a και b μετρούν την ένταση τής υλικής εργασίας που χρησιμοποιείται στις παραγωγικές διαδικασίες (—να σημειωθεί εδώ ότι τα αντίστροφα κλάσματα των παραμέτρων συνδέονται με τις οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου), ενώ οι παράμετροι p και q αντιπροσωπεύουν το υλικό προϊόν των παραγωγικών διαδικασιών το οποίο προκύπτει σε κάθε φάση με τη χρησιμοποίηση μιας μονάδας εξοπλισμού E. Τέλος, οι παράμετροι λ και γ μετρούν τον ρυθμό τής τεχνολογικής προόδου που σημειώνεται σε κάθε τομέα. Είναι προφανές ότι οι συγκεκριμένοι παράμετροι λαμβάνουν τιμές μικρότερες τής μονάδας [λ και γ <1], καθώς η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει την αύξηση τού παραγόμενου προϊόντος με τη χρησιμοποίηση μικρότερης ποσότητας άμεσης εργασίας ανά μονάδα παραγωγής.

Καθορισμός των τιμών μονάδας

Οι εξισώσεις επιτρέπουν τον υπολογισμό των ζευγών e και c:[13]

e_{1}=\dfrac{a}{p-1} c_{1}=\dfrac{a+b(p-1)}{q(p-1)}

e_{2}=\dfrac{a\lambda}{p-1} c_{2}=\dfrac{a \lambda+b\gamma(p-1)}{q(p-1)}

e_{3}=\dfrac{a\lambda^2}{p-1} c_{3}=\dfrac{a\lambda^2+b\gamma^2(p-1)}{q(p-1)}

Από τις εξισώσεις φαίνεται ότι, καθώς η παραγωγή μέσων παραγωγής γίνεται με τη χρησιμοποίηση μέσων παραγωγής και άμεσης εργασίας, οι τιμές ανά μονάδα e των μέσων παραγωγής μειώνονται ανάλογα με τον ρυθμό αύξησης τής παραγωγικότητας στον τομέα Ι [παράμετρος λ]. Όσον αφορά, αντιθέτως, τα καταναλωτικά αγαθά, που επίσης παράγονται με τη χρήση μέσων παραγωγής και άμεσης εργασίας, οι τιμές ανά μονάδα προϊόντος c φθίνουν με ρυθμό που δίνεται από τον συνδυασμό των παραμέτρων λ και γ.

Εξισώσεις για τη διευρυμένη αναπαραγωγή

Τα μέσα παραγωγής E κατανέμονται μεταξύ των τομέων Ι και ΙΙ σε αναλογίες n_{1} και 1-n_{1} όσον αφορά τη φάση 1 και σε αναλογίες n_{2} και 1-n_{2} όσον αφορά τη φάση 2. Μπορούμε στη συνέχεια να αναλύσουμε τους όρους a-aλ και b-bγ σε μισθούς και υπεραξίες εισάγοντας τις παραμέτρους \mathrm{S}_{1} και \textnormal{S}_{2} οι οποίες στο σύστημα των τιμών e και c αντιπροσωπεύουν τους ονομαστικούς μισθούς για τις φάσεις 1 και 2 αντίστοιχα. Τέλος, K είναι ένας παράγοντας αναλογικότητας. Το παραγωγικό σύστημα σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, η οποία, ας σημειωθεί, εξαρτάται από τις παραμέτρους τής τεχνολογικής ανάπτυξης λ και γ, διατυπώνεται με την εξής μορφή:

Φάση 1

Τομέας Ι:

n_{1}e_{1}+n_{1}\,a\,\mathrm{S}_{1}+n_{1}\,a\,(\mathrm{K-S_{1})=}n_{1}\,pe_{1}

Τομέας ΙΙ:

(1-n_{1})\,e_{1}+(1-n_{1})\,b\,\mathrm{S}_{1}+(1-n_{1})\,b\,(\mathrm{K-S_{1})=}(1-n_{1})\,qc_{1}

Φάση 2

Τομέας Ι:

n_{2}e_{2}+n_{2}\,a\,\mathrm{S}_{2}\,\lambda+n_{2}\,a\,(\mathrm{K-S_{2})\,\lambda=}n_{2}\,pe_{2}

Τομέας ΙΙ:

(1-n_{2})\,e_{2}+(1-n_{2})\,b\,\mathrm{S}_{2}\gamma+(1-n_{2})\,b\,(\mathrm{K-S_{2})\,\gamma=}(1-n_{2})\,qc_{2}

Το σύστημα εκφράζεται σε αξίες και όχι σε τιμές παραγωγής, καθώς τα ποσοστά υπεραξίας είναι τα ίδια και για τους δύο τομείς. Η δυναμική ισορροπία εξαρτάται από την πλήρωση των εξής δύο προϋποθέσεων:

(1) ότι οι συνολικοί μισθοί που καταβάλλονται σε κάθε φάση στους δύο τομείς επιτρέπουν την αγορά τού συνόλου των καταναλωτικών αγαθών που παράγονται κατά την ίδια φάση.

(2) ότι η συνολική υπεραξία που παράγεται σε κάθε φάση στους δύο τομείς επιτρέπει την αγορά μιας ποσότητας μέσων παραγωγής ίσης με την ποσότητα μέσων παραγωγής που θα προστεθεί στην παραγωγική διαδικασία κατά την επόμενη φάση.[14]

Επομένως, η δυναμική ισορροπία προϋποθέτει:

(α) την εξίσωση τής προσφοράς και τής ζήτησης καταναλωτικών αγαθών, η οποία διατυπώνεται ως εξής:

Φάση 1

n_{1}\,a\mathrm{\,S\,_{1}\mathnormal{+\mathnormal{(}1-n_{1})b\,S_{1}=\mathnormal{(1-}n_{1})\,qc_{1}}}

Φάση 2

n_{2}a\,\lambda\,\mathrm{S_{2}\mathnormal{+\mathnormal{(}1-n_{2})\,b\,\gamma\,S_{2}=\mathnormal{(1-}n_{2})\,qc_{2}}}

και (β) την εξίσωση τής προσφοράς και τής ζήτησης μέσων παραγωγής, η οποία διατυπώνεται ως εξής:

Φάση 1

n_{1}\,p\,e_{1}=e_{2}

Φάση 2

n_{2}\,p\,e_{2}=e_{3}

Οι ονομαστικοί μισθοί S μπορούν λοιπόν να εκφραστούν ως συνάρτηση των παραμέτρων που ορίσαμε:

\mathrm{S_{1}}=\dfrac{(1-n)\,[a+b\,(p-1)]}{(p-1)\,[an+b\,(1-n)]}

\mathrm{S_{2}}=\dfrac{(1-n)\,[a\,\lambda+b\,\gamma\,(p-1)]}{(p-1)\,[a\,\lambda\,n+b\,\gamma\,(1-n)]}

Με n=\dfrac{\lambda}{p} (n_{1}=n_{2}=n_{3}\ldots)

Οι πραγματικοί μισθοί \mathrm{S^\prime}_{1}=\dfrac{\mathrm{\mathrm{S\,}{}_{1}}}{c_{1}} και \mathrm{S^\prime}_{2}=\dfrac{\mathrm{\mathrm{S\,}{}_{2}}}{c_{2}} δίνονται από τις εξισώσεις:

\mathrm{S^\prime}_{1}=\dfrac{(1-n)\,q}{a\,n+b\,(1-n)}

\mathrm{S^\prime}_{2}=\dfrac{(1-n)\,q}{a\,\lambda\,n+b\,\gamma\,(1-n)}

Επαληθεύεται ότι \mathrm{S^\prime}_{2}>\mathrm{S^\prime}_{1} (αφού ο αριθμητής παραμένει αμετάβλητος, ενώ ο παρονομαστής μειώνεται από τη μία φάση στην επόμενη). Ως εκ τούτου, η δυναμική ισορροπία προϋποθέτει την αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμό που καθορίζεται από τον συνδυασμό των ρυθμών αύξησης τής παραγωγικότητας λ και γ.

Το μοντέλο που ορίσαμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ποικίλους τρόπους. Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλονται οι οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου και τα ποσοστά υπεραξίας (που μπορούν να υπολογιστούν βάσει τής σχέσης υπεραξίας και μισθού,[15] δεδομένου τού ότι τα μεγέθη αυτά προκύπτουν από τις εξισώσεις ισορροπίας) ή ακόμα και τα «ποσοστά κέρδους» (που υπολογίζονται βάσει τής σχέσης που συνδέει την παραχθείσα υπεραξία με την αξία των χρησιμοποιηθέντων μέσων παραγωγής). Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι, όταν σημειώνεται μεγαλύτερη αύξηση τής παραγωγικότητας στον τομέα ΙΙ[16] (λ > γ), τότε αυξάνονται τα ποσοστά υπεραξίας και οι οργανικές συνθέσεις και ότι, αντιστρόφως, τα μεγέθη αυτά μειώνονται, όταν σημειώνεται μεγαλύτερη αύξηση τής παραγωγικότητας στον τομέα Ι (γ > λ). Με δεδομένο λοιπόν ότι η οργανική σύνθεση κεφαλαίου και το ποσοστό υπεραξίας μεταβάλλονται προς την ίδια κατεύθυνση, το ποσοστό κέρδους στην κατάσταση δυναμικής ισορροπίας τείνει να παραμείνει αμετάβλητο, καθώς, υπό συνθήκες δυναμικής ισορροπίας όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, οι αυξομειώσεις των ποσοστών υπεραξίας πρέπει να αντισταθμίζουν τις μεταβολές στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που εξαρτώνται ακριβώς από τη σχέση που συνδέει τους όρους λ και γ.

Αριθμητικά παραδείγματα

Εξετάζουμε τις εξής έξι περιπτώσεις:

Περίπτωση 1: ίδιες οργανικές συνθέσεις (a = b) και ίσες αυξήσεις τής παραγωγικότητας (λ = γ) στους δύο τομείς.

Περίπτωση 2: διαφορετικές οργανικές συνθέσεις (a\neq b) και ίσες αυξήσεις τής παραγωγικότητας (λ = γ) στους δύο τομείς.

Περίπτωση 3: ίδιες οργανικές συνθέσεις (a = b) και διαφορετικές αυξήσεις τής παραγωγικότητας (\lambda\neq\gamma) στους δύο τομείς και, πιο συγκεκριμένα, [μεγαλύτερη αύξηση τής παραγωγικότητας στον τομέα ΙΙ] λ > γ.

Περίπτωση 4: η αντίστροφη περίπτωση τής προηγούμενης (λ < γ).

Περίπτωση 5: η οριακή περίπτωση τής 3, όπου αύξηση τής παραγωγικότητας σημειώνεται αποκλειστικά στον τομέα ΙΙ (λ=1 και γ=1/2).

Περίπτωση 6: η οριακή περίπτωση τής 4, όπου αύξηση τής παραγωγικότητας σημειώνεται αποκλειστικά στον τομέα Ι (λ=1/2 και γ=1).

Στον κατωτέρω πίνακα[17] δίνονται ανά περίπτωση τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τις παραμέτρους τού μοντέλου δυναμικής ισορροπίας.

Περιπτώσεις 1 2 3 4 5 6
Παράμετροι
a 4 4 4 4 4 4
b 4 8 4 4 4 4
p 3 3 5 5 30 3
q 6 10 6 6 1 6
λ 0,5 0,5 0,75 0,5 1 0,5
γ 0,5 0,5 0,5 0,75 0,5 1
Τιμές
e1 2 2 1 1 0,14 2
e2 1 1 0,75 0,5 0,14 1
c1 1 1 0,83 0,83 4,14 1
c2 0.5 0,5 0,46 0,58 2,14 0,83
Αναλογίες
n 0,17 0,17 0,15 0,10 0,03 0,17
Ονομαστικοί μισθοί
S1 1,25 1,14 1,06 1,13 1 1,21
S2 1,25 1,14 1,09 1,09 1 1,14
Πραγματικοί μισθοί
S ΄1 1,25 1,14 1,28 1,35 0,24 1,45
S ΄2 2,50 2,28 2,37 1,86 0,47 1,96

2. Η πραγματοποίηση τού υπερπροϊόντος και ο ενεργός ρόλος τής τραπεζικής πίστης

Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα που συνάγουμε με βάση το γενικό μοντέλο τής διευρυμένης αναπαραγωγής είναι ότι η κατάσταση δυναμικής ισορροπίας απαιτεί την ύπαρξη ενός πιστωτικού συστήματος που να θέτει εκ των προτέρων στη διάθεση των καπιταλιστών το εισόδημα που θα πραγματοποιήσουν κατά τη διάρκεια τής επόμενης παραγωγικής φάσης. Η απόδειξη αυτή, πάνω στην οποία στηρίζεται η μαρξιστική (αντι-ποσοτική) θεωρία τού χρήματος, αποσαφηνίζει τη μαρξιστική θέση κατά την οποία η προσφορά τού χρήματος προσαρμόζεται στη ζήτηση (που αντιμετωπίζεται ως κοινωνική ανάγκη). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη ανάγεται στις προϋποθέσεις τής συσσώρευσης. Αυτό το σημαντικό στοιχείο διαφεύγει τής προσοχής όσων περιορίζονται απλώς σε εξηγητικές αναλύσεις, μη τολμώντας να συνεχίσουν το θεωρητικό έργο τού Μαρξ. Επιπλέον, η ενσωμάτωση στη θεωρία τής συσσώρευσης τού μηχανισμού τής πίστης αποτελεί τη μόνη απάντηση στο πρόβλημα των εμπορικών διεξόδων που τέθηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.[18]

3. Είναι δυνατή η συσσώρευση σην περίπτωση που οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι;

Θα πρέπει τώρα να εξετάσουμε αν υπάρχει λύση στο πρόβλημα τής δυναμικής ισορροπίας όταν η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν συμβαδίζει με την αύξηση τής παραγωγικότητας (για παράδειγμα, στην περίπτωση που τα πραγματικά ωρομίσθια παραμένουν στάσιμα). Για το συγκεκριμένο πρόβλημα υπάρχουν δύο μόνο οικογένειες λύσεων: μια «έμμεση» προσέγγιση που προτάθηκε από τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και η οποία οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα και μια δεύτερη που εισάγει το στοιχείο τής κατανάλωσης τής υπεραξίας και η οποία ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα.

Παρεμβαίνοντας στη διπλή συζήτηση για τις αγορές και τον οικονομικό κύκλο, ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι είχε ήδη στις αρχές τού 20ού αιώνα διατυπώσει την υπόθεση ότι είναι δυνατή η διαδοχή φάσεων δυναμικής ισορροπίας ακόμη και στην περίπτωση που τα πραγματικά ωρομίσθια παραμένουν στάσιμα. Τα πρόσθετα μέσα παραγωγής που παράγονται κατά τη διάρκεια κάθε φάσης σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες — λόγω ακριβώς τής αύξησης τής παραγωγικότητας — χρησιμοποιούνται στον τομέα Ι, για να παραχθούν περισσότερα μέσα παραγωγής κατά τη διάρκεια τής επόμενης φάσης (με τη διαδικασία αυτή να επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον). Αντιθέτως, καθώς τα πραγματικά ωρομίσθια παραμένουν αμετάβλητα, ο τομέας ΙΙ διευρύνεται μόνο όταν η χρησιμοποίηση [πρόσθετων] μέσων παραγωγής απαιτεί αύξηση τού εργατικού δυναμικού. Στο ακόλουθο παράδειγμα, όπου η παραγωγικότητα των δύο τομέων διπλασιάζεται σε κάθε φάση, έχουμε:

Φάση 2

Τομέας Ι:

50e+100h\,\,(25h,\,75h)\rightarrow150e [19]

Τομέας ΙΙ:

10e+20h\,\,(5h,\,15h)\rightarrow60c

Σύνολο:

60e 120h (30h, 90h)

Φάση 3

Τομέας Ι:

137,5e+137,5h\,\,(17,5h,\,120h)\rightarrow412,5e

Τομέας ΙΙ:

12,5e+12,5h\,\,(1,5h,\,11h)\rightarrow75c

Σύνολο:

150e 150h (19h, 131h), κ.ο.κ.

Η χρησιμοποίηση 60e, που παρήχθησαν κατά τη φάση 1, απαιτεί 120h άμεσης εργασίας κατά τη φάση 2.[20] Καθώς οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν στάσιμοι, οι εργάτες μπορούν να αγοράσουν 60c, για την παραγωγή των οποίων απαιτούνται μόνο 10e και 20h άμεσης εργασίας.[21] Η χρησιμοποίηση των υπολοίπων 50e επιτρέπει την παραγωγή 150e,[22] πράγμα που συνεπάγεται αφενός τη χρησιμοποίηση κατά την επόμενη φάση 150h άμεσης εργασίας[23] και αφετέρου την αύξηση τής παραγωγής τού τομέα ΙΙ στο επίπεδο των 75c (για την παραγωγή των οποίων θα απαιτούνται μόνο 12,5h άμεσης εργασίας). Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, ενώ η παραγωγικότητα και οι οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου στους δύο τομείς διπλασιάζονται από τη μια φάση στην επόμενη, η ισορροπία επιτυγχάνεται αφενός μέσω τής στρέβλωσης τής κατανομής των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος τού τομέα Ι και αφετέρου μέσω τής αύξησης τού ποσοστού τής υπεραξίας· και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα πραγματικά ωρομίσθια παραμένουν στάσιμα:

Φάση 1 Φάση 2 Φάση 3
Οργανική σύνθεση 30e/120h 60e/120h 150e/150h
(δείκτης) 100 200 400
Παραγωγικότητα στον τομέα Ι 60e/80h 150e/100h 412,5e/137,5h
(δείκτης) 100 200 400
Παραγωγικότητα στον τομέα ΙΙ 60c/40h 60c/20h 75c/12,5h
(δείκτης) 100 200 400
Κατανομή Ι/(Ι+ΙΙ) 2/3 5/6 0,91
(ποσοστό υπεραξίας) 100% 300% 690%

Προφανώς, η «έμμεση» αυτή προσέγγιση οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, καθώς η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ κατανάλωσης και μέσων παραγωγής δεν μπορεί να μετατίθεται επ’ αόριστον, αλλά πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη μετάβαση από τη μια φάση στην άλλη. Εάν η διάρκεια κάθε φάσης ταυτίζεται με τη διάρκεια ζωής των μέσων παραγωγής, το συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα θα συμπίπτει με την περίοδο «σχεδιασμού» των επενδυτικών πρωτοβουλιών. Ωστόσο, σε κάθε φάση, η παραγωγή μέσων παραγωγής τελεί υπό την προϋπόθεση ότι τα καταναλωτικά προϊόντα που παράγονται με τη βοήθεια των διαθέσιμων μέσων παραγωγής θα βρίσκουν εμπορικές διεξόδους. Πράγματι, εάν τα ωρομίσθια παραμένουν στάσιμα, τότε ήδη κατά τη φάση 2 επέρχεται κρίση υπερπαραγωγής, καθώς είναι αδύνατη η χρησιμοποίηση τού συνόλου των μέσων παραγωγής που παρήχθησαν κατά τη φάση 1, με αποτέλεσμα η υποχρησιμοποίηση τού παραγωγικού δυναμικού να συνεπάγεται συρρίκνωση τής ζήτησης εργασίας. Ακριβώς εδώ εντοπίζεται ο πυρήνας τής κεϋνσιανής προβληματικής: η μεγάλη κρίση οφειλόταν στη «βλάβη» που υπέστη το σύστημα (αδρανή μέσα παραγωγής και ανεργία), πράγμα που σήμαινε ότι η αύξηση των μισθών αποτελούσε τη μοναδική προϋπόθεση για την αποκατάσταση των δυσλειτουργιών του.

Περιέργως, η λύση τού Τουγκάν-Μπαρανόφκσι, η οποία είναι παράλογη στα πλαίσια τού υπαρκτού καπιταλισμού, εμφανίζεται εύλογη στην περίπτωση που μια κεντρικά σχεδιαζόμενη κρατικίστικη οικονομία διαθέτει τα μέσα για να εξασφαλίσει την επ’ αόριστον επιμήκυνση τού χρονικού ορίζοντα τής προσαρμογής τής παραγωγής μέσων παραγωγής και τής κατανάλωσης (όπως συνέβαινε και στην περίπτωση τού σοβιετικού συστήματος κατά τη σταλινική εποχή).

Το παράδοξο αποφεύγεται, αν γίνει δεκτή η υπόθεση τής κατανάλωσης τής υπεραξίας. Στο απλουστευμένο μοντέλο μας θεωρούμε ότι η υπεραξία θα «αποταμιευθεί» στο σύνολό της. Ωστόσο, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα καταναλώνεται ένα ποσοστό μόνο τής υπεραξίας, το οποίο θα παραμένει αμετάβλητο, αυτό δεν αλλάζει τίποτε όσον αφορά τον χαρακτήρα των οικονομικών ισορροπιών. Εάν λοιπόν οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι ή ακόμα εάν η αύξηση των μισθών υστερεί έναντι τής αύξησης τής παραγωγικότητας, τότε η δυναμική ισορροπία προϋποθέτει την κατανάλωση ενός αυξανόμενου τμήματος τής υπεραξίας. Πράγματι, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η θεωρία τού «καταστροφισμού», τής «γενικής κρίσης» κ.ο.κ., δεν υπάρχουν «ανυπέρβλητες» αντιφάσεις, αλλά μόνο διαφορετικές εναλλακτικές για την επίλυσή τους — και, πιο συγκεκριμένα, αφενός αυτές που προτείνει ο καπιταλισμός, με σκοπό τη διατήρηση των βασικών χαρακτηριστικών τού συστήματος, και αφετέρου αυτές που προτείνει ο σοσιαλισμός, αποβλέποντας στην υπέρβασή του.

Στον καπιταλισμό μπορούν να δοθούν τρεις λύσεις στο πρόβλημα που μας απασχολεί:

(1) Η πρώτη «λύση» η οποία συνίσταται στην ατομική κατανάλωση εκ μέρους των καπιταλιστών ενός αυξανόμενου ποσοστού τής υπεραξίας δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική στο πλαίσιο τού συστήματος, αφενός διότι η «αποταμίευση» τής υπεραξίας επιβάλλεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών και αφετέρου διότι η συγκεκριμένη «λύση» αντιβαίνει στην κυρίαρχη ιδεολογία που αντανακλά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

(2) Η δεύτερη «λύση» διαμορφώθηκε από το ίδιο το σύστημα για την υπέρβαση των αντιφάσεών του. Όπως επισημάνθηκε από τον Μπαράν και τον Σουίζι, ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός, η συμπερίληψη τού «κόστους πωλήσεων» στις τιμές των προϊόντων και η συνακόλουθη γιγάντωση τού παρασιτισμού τού τριτογενούς τομέα — φαινόμενα που είχαν αναλυθεί προ πολλού από τον Τσάμπερλιν και τη Τζόαν Ρόμπινσον — αποτελούν τη λύση που παρέχεται ενδογενώς από το σύστημα.[24]

(3) Η τρίτη «λύση» προϋποθέτει την ενεργή παρέμβαση τού κράτους στη διαδικασία απορρόφησης μέσω τής πραγματοποίησης δημοσίων δαπανών (στρατιωτικών, πολιτικών κ.ο.κ.). Η πραγματικότητα επιβεβαίωσε τη διαίσθηση τού Μπαράν,[25] ο οποίος είχε από νωρίς αντιληφθεί ότι, στο εξής, η ανάλυση τής δυναμικής ισορροπίας δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στα στενά πλαίσια τού «καθαρού» διτομεακού μοντέλου, αλλά θα έπρεπε να διευρυνθεί ώστε να περιλάβει έναν πρόσθετο τομέα, ο οποίος ταυτίζεται ουσιαστικά με τη λειτουργία τού Κράτους (που πλέον οφείλει να καταναλώνει ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό τού παραγόμενου «πλεονάσματος»). Απόρροια, λοιπόν, τής συγκεκριμένης ανάλυσης ήταν η εισαγωγή και η υιοθέτηση τής έννοιας τού «πλεονάσματος», που είναι ευρύτερη από αυτή τής «υπεραξίας» και η οποία συνδέεται εγγενώς με την έννοια τής παραγωγικότητας τής εργασίας.

Η υιοθέτηση αυτών των «λύσεων» συνεπάγεται άραγε την αναίρεση τής αντικειμενικής υπόστασης τής εργατικής δύναμης; Η απάντηση είναι καταφατική για όσους ερμηνεύουν τον χαρακτήρα της υπό το πρίσμα τού οικονομισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι εν λόγω «λύσεις» παραπέμπουν απλώς στη διαλεκτική αλληλεπίδραση των αντικειμενικών και υποκειμενικών δυνάμεων. Και αυτό γιατί η παρέμβαση τού Κράτους αποκτά νόημα μόνο εάν εξεταστεί στο πλαίσιο τής ταξικής πάλης. Η διαλεκτική δεν έχει το νόημα τής αντιπαράθεσης αυτόνομων στοιχείων και παραγόντων. Οι πολύμορφες εκφάνσεις τής ταξικής πάλης, οι οποίες αποτυπώνονται σχηματικά στο μοντέλο μας, δεν «αποκαλύπτουν» τις αντικειμενικές συνθήκες τής ισορροπίας. Η ταξική πάλη δύναται να μεταβάλει τις ίδιες τις αντικειμενικές αναγκαιότητες. Αντιδιαστελλόμενο προς την πραγματικότητα το μοντέλο μας δεν μπορεί παρά να είναι μονόπλευρο. Τα αποτελέσματα τής ταξικής πάλης μπορούν να μεταβάλουν τις προϋποθέσεις και τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται οποιοδήποτε «μοντέλο», επιδρώντας, για παράδειγμα, στην κατανομή των πόρων, στο ποσοστό ανάπτυξης, στους ρυθμούς τής παραγωγικότητας κ.ο.κ. Οι αντικειμενικές συνθήκες και οι υποκειμενικές δυνάμεις βρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης.

Κλείνοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι στην ανάλυσή μου απέφυγα να εισάγω υποθέσεις αναφορικά με την τάση τού ποσοστού κέρδους. Επί τού παρόντος δεν θα εισέλθω στη συζήτηση για τον «νόμο τής πτωτικής τάσης τού ποσοστού κέρδους». Ακολουθώντας τα βήματα τού Πολ Σουίζι, επεχείρησα στο παρελθόν να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις που κινούνται πέραν των όσων έγραψε επί τού θέματος ο Μαρξ. Πρότεινα, λοιπόν, η εξέταση των δεδομένων που μπορούν να διαπιστωθούν όσον αφορά τις διακυμάνσεις τού ποσοστού κέρδους να γίνει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που να περιλαμβάνει διαδοχικές φάσεις οι οποίες θα καθορίζονται από διαφορετικούς συνδυασμούς των δεικτών αύξησης τής παραγωγικότητας (λ και γ) σε καθένα από τους δύο τομείς τού μαρξιστικού μοντέλου.

4. Τιμές παραγωγής και τιμές αγοράς

Ο παράγοντας τού «ανταγωνισμού» μεταξύ μερίδων τού κεφαλαίου επαρκεί μεν για την εξήγηση τού μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί μια ακόμη ομάδα παραγόντων που με τη σειρά τους επιδρούν καθοριστικά στη διαδικασία μετασχηματισμού των τιμών παραγωγής σε τιμές αγοράς.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η ύπαρξη των ολιγοπωλίων, που ακυρώνει τη φιλελεύθερη παραδοχή αναφορικά με τη λειτουργία τού «ανταγωνισμού». Τα ολιγοπώλια — που, τόσο από τον Μαρξ, όσο αργότερα και από τον Μπροντέλ, θεωρήθηκαν ότι αποτελούν καθοριστικό γνώρισμα τού υπαρκτού καπιταλισμού (πβ. Les Défis de la mondialisation, σελ. 131-45) — είναι σήμερα σε θέση να αποσπούν από την παγκόσμια παραγόμενη υπεραξία μονοπωλιακές προσόδους, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ποσοστά κέρδους ανώτερα από εκείνα που αποκομίζουν τα εξαρτημένα από αυτά τμήματα τού κεφαλαίου. Συνεχίζοντας την ανάλυση αυτή, διατύπωσα τη θέση ότι ο υψηλός βαθμός συγκεντροποίησης τού κεφαλαίου, που χαρακτηρίζει πλέον τον σύγχρονο καπιταλισμό, μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για ένα σύστημα γενικευμένων, παγκοσμιοποιημένων και χρηματιστικοποιημένων ολιγοπωλίων, που αποτελεί θεμέλιο τής διαμόρφωσης τού συλλογικού ιμπεριαλισμού τής τριάδας (ΗΠΑ-Ευρώπη-Ιαπωνία). Πρόκειται για μια άποψη την οποία λίγοι μαρξιστές τολμούν να αποδεχτούν, καθώς διακατέχονται από την αδικαιολόγητη, κατά τη γνώμη μου, ανησυχία ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσχωρούν στις καουτσκικές θέσεις περί «υπεριμπεριαλισμού» (πβ. Au-delà du capitalisme sénile, σελ. 63 και επ.).

Όσον αφορά τον δεύτερο καθοριστικό παράγοντα στη διαδικασία σχηματισμού των τιμών αγοράς, θεωρώ ότι επιβάλλεται ο εμπλουτισμός τής ανάλυσης τής λειτουργίας τού νομισματικού κανόνα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εν προκειμένω, οι μαρξιστικές θέσεις αναφορικά με τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο «πρότυπο εμπόρευμα» (χρυσό) και τη δημιουργία/καταστροφή χρήματος μέσω τού μηχανισμού τής πίστης (— για τη συμβολή μου στη σχετικά συζήτηση, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά την γενική εγκατάλειψη τού μεταλλικού κανόνα, παραπέμπω τον αναγνώστη στο κείμενο με τίτλο Le Développement inégal, σελ. 74-6). Ωστόσο, λόγω τού φαινομένου τής αλλοτρίωσης, και ακριβέστερα λόγω τού φαινομένου τής εμπορευματικής αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, οι ανθρώπινες κοινωνίες εξακολουθούν να έχουν ανάγκη ενός «φετίχ». Στον «σύγχρονο» κόσμο μας, ο χρυσός εξακολουθεί να έχει λειτουργία φετίχ, πράγμα ιδιαίτερα εμφανές σε περιόδους κρίσης συσσώρευσης, όπως αυτή που ζούμε σήμερα.

Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε σε ένα σύνολο ανομοιογενών παραγόντων που επίσης επιδρούν στη διαμόρφωση των τιμών που παρατηρούνται στις αγορές και οι οποίοι προσδιορίζουν είτε τη φύση τής γενικής συγκυρίας (π.χ. περιόδους αλματώδους ανάπτυξης έναντι περιόδων όξυνσης τού ανταγωνισμού των κεφαλαίων), είτε τη φύση των ειδικών συγκυρίων (π.χ. παραγωγή «νέων» προϊόντων που εκτοπίζουν προϊόντα τομέων με περιορισμένη πλέον δυναμική ανάπτυξης).

Ο άκρατος εμπειρισμός, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις αγγλοσαξονικές κουλτούρες, οδηγεί τη χυδαία οικονομολογία στην επαγωγική διατύπωση «νόμων», οι οποίοι επιτρέπουν, υποτίθεται, την κατανόηση τής «οικονομικής ζωής», μέσα από την άμεση παρατήρηση τής πραγματικότητας (λ.χ. βάσει των παρατηρούμενων τιμών). Όπως θα φανεί, στη συνέχεια, από την ανάλυση τού σραφιανού μοντέλου, η διανοητική αποτυχία των προσεγγίσεων αυτών αποκαλύπτει τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα: η «οικονομική ορθοδοξία» δεν είναι παρά αερολογίες προορισμένες να παράσχουν νομιμοποίηση στις πρακτικές τού κεφαλαίου.

5. Η αξία ως αναπόδραστος σταθμός για την κατανόηση τής οικονομικής πραγματικότητας

Αλλά τι είναι ο νόμος της αξίας; Ο νόμος της αξίας μάς λέει ότι τα εμπορευματοποιημένα προϊόντα έχουν μετρήσιμη αξία, ότι μέτρο τής αξίας τους είναι η ποσότητα τής αφηρημένης εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαία για την παραγωγή τους και τέλος ότι η ποσότητα αυτή ισούται με το άθροισμα των ποσοτήτων άμεσης και έμμεσης («μεταβιβασθείσας») εργασίας που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Η έννοια τού εμπορεύματος συνδέεται άρρηκτα με τον νόμο τής αξίας. — Τι δεν λέει ο νόμος τής αξίας: ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ανάλογα με την αξία τους και ότι η άμεση εργασία είναι «παρούσα» εργασία, ενώ η έμμεση εργασία είναι παρωχημένη εργασία που έχει «αποκρυσταλλωθεί» με τη μορφή μέσων παραγωγής (πράγματι, ο δεύτερος τόμος τού Κεφαλαίου στηρίζεται στη βασική διαπίστωση ότι η παραγωγή μέσων παραγωγής και η παραγωγή μέσων κατανάλωσης δεν είναι χρονικά διαδοχικές διαδικασίες, αλλά πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, πράγμα που καθορίζει τον ουσιώδη χαρακτήρα τού κοινωνικού καταμερισμού τής εργασίας). Το ότι ένα εμπόρευμα έχει αξία δεν σημαίνει ότι θα ανταλλάσσεται στην αναλογία αυτή. Ο Μαρξ επισημαίνει ωστόσο ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται βάσει των σχέσεων που καθορίζονται από την τιμή παραγωγής τους. Πρόκειται μήπως για αντίφαση ή για περιττή παρέκβαση; Τίποτε από τα δύο. Οι τιμές παραγωγής αντιμετωπίζονται ως αποτέλεσμα τής συνεργιστικής λειτουργίας τού νόμου τής αξίας και τού νόμου τού κεφαλαιακού ανταγωνισμού, οι οποίοι νόμοι λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα. Ο νόμος, μάλιστα, τής αξίας δρα σε ένα βαθύτερο, δυσδιάκριτο επίπεδο. Ο νόμος τής αξίας, που εν προκειμένω αποτελεί τον θεμελιωδέστερο παράγοντα, θα συνεπαγόταν την ανταλλαγή εμπορευμάτων σύμφωνα με τις αξίες τους στα πλαίσια μόνον ενός τρόπου παραγωγής που θα συρρικνωνόταν στο στοιχείο τής κυριαρχίας τού εμπορεύματος — με άλλα λόγια μόνον στην περίπτωση τής απλής εμπορευματικής παραγωγής. Ο εν λόγω τρόπος παραγωγής, που στην καθαρή του μορφή δεν υφίσταται πλέον, δεν ταυτίζεται ποσώς με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο οποίος χαρακτηρίζεται, πέρα από την κυριαρχία τού εμπορεύματος, από τον κατακερματισμό και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων (και των καπιταλιστών).

Οι εμπειρικά παρατηρήσιμες τιμές παραγωγής είναι, λοιπόν, αποτέλεσμα τού συνδυασμού των δύο αυτών νόμων, οι οποίοι δρουν σε διαφορετικά επίπεδα. Μπορεί άραγε το πρόβλημα τού μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής να εκφραστεί με ποσοτική μορφή, λαμβανομένης υπόψη τής λειτουργίας των δύο αυτών νόμων; Είναι αλήθεια ότι, στον τρίτο τόμο τού Κεφαλαίου, ο Μαρξ δίνει, όπως συνηθίζει, αριθμητικά παραδείγματα για τις διάφορες δυνατές περιπτώσεις. Ωστόσο, αποφεύγει να προτείνει διαδοχικές προσεγγίσεις, περιοριζόμενος σε μια πρώτη αριθμητική εκτίμηση: το σταθερό κεφάλαιο υπολογίζεται σε αξίες και όχι σε τιμές παραγωγής. Το πρόβλημα τού μετασχηματισμού μπορεί πράγματι να λυθεί με κομψό τρόπο με την κατασκευή ενός συστήματος εξισώσεων, χωρίς να χρειαστεί να προσφύγουμε στη μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων. Είναι θεμιτή η προσέγγιση αυτή; Βεβαίως και είναι, γιατί δεν ισχύει ότι η έννοια τής αξίας εμπίπτει αποκλειστικά στο πεδίο τής παραγωγικής διαδικασίας, κατ’ αντιδιαστολή προς τις τιμές, που υποτίθεται ότι ανήκουν στη σφαίρα τής κυκλοφορίας. Αξία και τιμή είναι κατηγορίες τής όλης διαδικασίας. Η αξία πραγματοποιείται και αποκτά υπόσταση μόνο μέσω τής ανταλλαγής. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο λαμβάνει επιπλέον χώρα τόσο η μετατροπή τής συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη όσο και η αναγωγή της σύνθετης εργασίας σε απλή. Στην πραγματικότητα, η δυνατότητα αναγωγής τής συγκεκριμένης εργασίας σε μια ποσότητα αφηρημένης εργασίας αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό. Άλλωστε, η μετατροπή τής συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη, που συντελείται μέσω τής υπαγωγής τής εργασίας [στο κεφάλαιο] και τής υποβάθμισης τού επιπέδου των εργασιακών δεξιοτήτων, αποτελεί πραγματική τάση για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Το γεγονός ότι οι συγγραφείς που επιχείρησαν πρώτοι να αναπτύξουν το σκεπτικό τού τρίτου τόμου προσπάθησαν ταυτόχρονα να δώσουν λύση σε ένα, αποδεδειγμένα πλέον, ανεπίλυτο πρόβλημα συνέβαλε στη συσκότιση τού ζητήματος. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να επιλύσουν το ζήτημα, υιοθέτησαν την περιοριστική υπόθεση ότι το ποσοστό κέρδους που υπολογίζεται από το σύστημα εξισώσεων σε όρους τιμής θα ισούται με το ποσοστό κέρδους που προκύπτει από το ποσοστό υπεραξίας στο πλαίσιο τού μοντέλου που εκφράζεται σε όρους αξίας. Αν όμως απορριφθεί η υπόθεση αυτή, τότε αίρονται και οι δυσκολίες στην επίλυση τού προβλήματος τού μετασχηματισμού. Πρέπει να μας ενοχλεί το γεγονός ότι τα δύο ποσοστά κέρδους διαφέρουν μεταξύ τους; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα, που αποτελεί απόρροια τής προβληματικής τού μετασχηματισμού, είναι μια από τις βασικές ανακαλύψεις τής θεωρίας τού μαρξισμού.

Στους τρόπους παραγωγής στους οποίους αναπτύσσονται διαφανείς εκμεταλλευτικές σχέσεις, το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι άμεσα εμφανές. Ο δουλοπάροικος, για παράδειγμα, εργάζεται τρεις μέρες στη γη του και τρεις μέρες στη γη τού κυρίου του. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αγνοούν το γεγονός αυτό. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι αδιαφανείς. Από τη μια μεριά, ο προλετάριος πουλάει την εργατική του δύναμη, ενώ εμφανίζεται να πουλάει την εργασία του — η αμοιβή του υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στις οκτώ ώρες εργασίας που πραγματικά παρέχεται, και όχι στις τέσσερις ώρες αναγκαίας εργασίας. Από την άλλη, ο αστός αποκομίζει κέρδη που υπολογίζονται ανάλογα με το κεφάλαιο που διαθέτει, και όχι ανάλογα με την εργασία που εκμεταλλεύεται. Από την πλευρά του, λοιπόν, θεωρεί ότι η παραγωγικότητα είναι ίδιον τού κεφαλαίου. Επί τη βάσει τής διάκρισης που υφίσταται ανάμεσα στις διαφανείς σχέσεις εκμετάλλευσης στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και στον αδιαφανή τρόπο απόσπασης υπερεργασίας στον καπιταλισμό πρότεινα, στο παρελθόν, μια σειρά θέσεων αναφορικά με τις διαφορές στο περιεχόμενο τής προκαπιταλιστικής και τής καπιταλιστικής ιδεολογίας (φυσική έναντι εμπορευματικής αλλοτρίωσης), καθώς και τις διαφορετικές μορφές συνάρθρωσης βάσης-εποικοδομήματος σε αυτούς τους τρόπους παραγωγής (κυριαρχία τής ιδεολογίας στους προκαπιταλιστικούς τρόπους έναντι τής άμεσης κυριαρχίας τής οικονομικής βάσης στον καπιταλισμό). Συνέδεσα, επομένως, την εμφάνιση των «οικονομικών νόμων» και τής «επιστήμης τής οικονομίας» με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η χυδαία οικονομολογία επιχειρεί να συλλάβει και να διατυπώσει τους νόμους τής αναπαραγωγής τού συστήματος μέσα από τα άμεσα εμπειρικά δεδομένα. Υιοθετεί, λοιπόν, την οπτική τού καπιταλιστή, σύμφωνα με την οποία, πέραν τής εργασίας, το κεφάλαιο θεωρείται, αυτό καθαυτό, ως παραγωγικός συντελεστής.

Ωστόσο, η κατανόηση τού καπιταλισμού δεν περιορίζεται μόνο στη γνώση των οικονομικών νόμων, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στη σύνδεση που υφίσταται μεταξύ των νόμων αυτών και των γενικότερων συνθηκών για την κοινωνική αναπαραγωγή τού συστήματος, με άλλα λόγια προϋποθέτει την εξέταση τής λειτουργίας τού ιδεολογικού παράγοντα σε σχέση με την οικονομική βάση. Η αξία είναι έννοια καίριας σημασίας, διότι μας επιτρέπει ακριβώς να συλλάβουμε την κοινωνική πραγματικότητα σε όλο της το εύρος. Όσοι υιοθετούν τη στρεβλή οπτική που ανάγει την πραγματικότητα στη λειτουργία των οικονομικών νόμων οδηγούνται αναπόφευκτα στην αποδοχή τής αντίληψης ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά «καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές».

Βέβαια, το βασικότατο αυτό στοιχείο δεν συνιστά το μοναδικό αντεπιχείρημα. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η «εμπειρική» προσέγγιση τού ζητήματος, που έχει ως αφετηρία την «άμεση» σύλληψη τής πραγματικότητας στη βάση των «τιμών αγοράς» και η οποία θεωρεί ως «περιττή παρέκβαση» τη χρησιμοποίηση τής έννοιας τής αξίας, καταλήγει σε αδιέξοδο. Αλλά τι συμβαίνει πραγματικά, αν προκρίνουμε, αντί τής ανάλυσης που παρουσιάσαμε βασιζόμενοι στον δεύτερο τόμο τού Κεφαλαίου, τη χρήση ενός σραφιανού μοντέλου εκφρασμένου σε τιμές;

Το σχήμα τού Σράφα[26]

Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές μεθόδους εντοπίζεται σε δύο σημεία που πρέπει να διακρίνονται επιμελώς μεταξύ τους: (1) τη χρησιμοποίηση τιμών στη θέση των αξιών και (2) την υιοθέτηση ενός συστήματος παραγωγής που περιλαμβάνει n κλάδους αντί τού συστήματος δύο τομέων (οι οποίοι, όπως είδαμε, εξειδικεύονται στην παραγωγή κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών αντίστοιχα).

Έστω ότι έχουμε δύο γραμμές παραγωγής (1) και (2), που και οι δύο παράγουν συγχρόνως μέσα παραγωγής και καταναλωτικά αγαθά· ότι a_{ij} είναι οι συντελεστές των εισροών που είναι αναγκαίες για την παραγωγή των αγαθών αυτών· ότι p_{1} και p_{2} είναι οι τιμές μονάδας τους· ότι w είναι η μονάδα μισθού (οι ποσότητες εργασίας, στις οποίες εφαρμόζονται οι συντελεστές a_{01}και a_{02})· και τέλος ότι r είναι το ποσοστό κέρδους. Ως εκ τούτου, έχουμε:

(a_{11}p_{1}+a_{12}p_{2}+a_{01}w)(1+r)=p_{1}

(a_{21}p_{1}+a_{22}p_{2}+a_{02}w)(1+r)=p_{2}

 

Στο σύστημα αυτό αντιστοιχεί το ακόλουθο σύστημα εκφρασμένο σε αξίες:

a_{11}v_{1}+a_{12}v_{2}+a_{01}=v_{1}

a_{21}v_{1}+a_{22}v_{2}+a_{02}=v_{2}

Υπενθυμίζουμε ότι, καθώς οι δύο γραμμές παραγωγής προϊόντων (1) και (2) δεν προορίζονται από τη φύση τους για την παραγωγή αποκλειστικά μέσων παραγωγής ή μέσων κατανάλωσης, το σύστημα δεν περιγράφει μια ισορροπία προσφοράς και ζήτησης για τον κάθε τομέα. Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη τής ισορροπίας, η οποία θεωρείται δεδομένο ότι έχει πραγματοποιηθεί, είναι εξωγενείς ως προς το μοντέλο.

Ορίζονται δύο παράμετροι βελτίωσης τής παραγωγικότητας \pi_{1} και \pi_{2}, για τους κλάδους (1) και (2) αντίστοιχα. Υποθέτουμε, χάριν απλούστευσης, ότι το \pi είναι το ίδιο για τους δύο κλάδους.

Υποθέτουμε επίσης ότι για τη φάση 1 το σύστημα εξισώσεων σε αξίες είναι το εξής:

0,2v_{1}+0,4v_{2}+0,4=v_{1}

0,5v_{1}+0,1v_{2}+0,6=v_{2}

(από όπου έχουμε v_{1}=1,15 και v_{2}=1,30)

Αν υποθέσουμε ότι η ίδια ποσότητα άμεσης εργασίας είναι ικανή να χρησιμοποιήσει διπλάσιο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και διπλάσιες πρώτες ύλες (και, χάριν απλούστευσης, κατά τις ίδιες αναλογίες a_{ij}), προκειμένου να παραχθούν διπλάσιες ποσότητες τελικών προϊόντων (πράγμα που συμβαίνει αν \pi=0,5), τότε για τη φάση 2 έχουμε:

0,4v^\prime_{1}+0,8v^\prime_{2}+0,4=2v^\prime_{1}

1,0v^\prime_{1}+0,2v^\prime_{2}+0,6=2v^\prime_{2}

(από όπου έχουμε v^\prime_{1}=0,58 και v^\prime_{2}=0,65)

Ο κατωτέρω πίνακας[27] δίνει την εξέλιξη τού συστήματος των αξιών, που παρήχθησαν με την ίδια, αμετάβλητη, συνολική ποσότητα εργασίας:

Φάση 1 Φάση 2
(με v΄1 = 2⋅0, 58 = 1, 16 και v΄2 = 2⋅0, 65 = 1, 30)
Παραγωγή 1, 0v1 + 1, 0v2 = 2, 45 2, 0v΄1 + 2, 0v΄2 = 4, 92
— Παραγωγική κατανάλωση 0, 7v1 + 0, 5v2 = 1, 45 1, 4v΄1 + 1, 0v΄2 = 2, 92
= Καθαρό προϊόν 0, 3v1 + 0, 5v2 =  1, 00 0, 6v΄1 + 1, 0v΄2 =  2, 00

 

Η βελτίωση τής παραγωγικότητας συνοδεύεται είτε από μειώσεις τιμών (οπότε τα ονομαστικά εισοδήματα παραμένουν αμετάβλητα), είτε από αυξήσεις των ονομαστικών εισοδημάτων (οπότε οι τιμές παραμένουν στάσιμες). Για την κατάρτιση τού ανωτέρω πίνακα υιοθετήσαμε τη δεύτερη αυτή παραδοχή, ότι δηλαδή οι τιμές των όρων v^\prime_{1} και v^\prime_{2} διπλασιάζονται: v^\prime_{1}=2\cdot~0,58=1,16 και v^\prime_{2}=2\cdot~0,65=1,30.

Τα αποτελέσματα, δηλαδή η αύξηση τού καθαρού προϊόντος (από 100 σε 200), είναι ανεξάρτητα από την κατανομή (πράγματι, στις παραπάνω εξισώσεις, δεν έγινε καμία υπόθεση σχετικά με τους μισθούς ή το ποσοστό κέρδους).

Αντιθέτως, αν εξετάζαμε την εξέλιξη ενός συστήματος εκφρασμένου σε τιμές, θα έπρεπε να εισάγουμε μια υπόθεση σχετικά με την κατανομή τού εισοδήματος.

Το προηγούμενο σύστημα εκφρασμένο σε τιμές, με την εξής μορφή:

(0,2p_{1}+0,4p_{2}+0,4w)(1+r)=p_{1}

(0,5p_{1}+0,1p_{2}+0,6w)(1+r)=p_{2}

και συμπληρωμένο με μια υπόθεση σχετικά με τους μισθούς, π.χ. ότι:

w=0,2p_{1}+0,2p_{2}

μπορεί να αναχθεί σε ένα σύστημα «παραγωγής εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων», ως εξής:

(0,28p_{1}+0,48p_{2})(1+r)=p_{1}

(0,62p_{1}+0,22p_{2})(1+r)=p_{2}

το οποίο έχει λύσεις:[28]

p_{1}/p_{2}=0,93

Για την επόμενη φάση, το σύστημα παίρνει τη μορφή:

(0,4p_{1}+0,8p_{2}+0,4w)(1+r)=2p_{1}

(1,0p_{1}+0,12p_{2}+0,6w)(1+r)=2p_{2}

Τα αποτελέσματα (σχετικές τιμές και ποσοστό κέρδους) θα εξαρτώνται από την εξέλιξη των μισθών. Αν υποθέσουμε ότι οι πραγματικοί μισθοί μένουν αμετάβλητοι, ότι δηλαδή:

w^\prime=w=0,2p_{1}+0.2p_{2}

το απλοποιημένο[30] σύστημα εξισώσεων έχει ως εξής:

(0,24p^\prime_{1}+0,44p^\prime_{2})(1+r^\prime)=p^\prime_{1}

(0,56p^\prime_{1}+0,16p^\prime_{2})(1+r^\prime)=p^\prime_{2}

το οποίο έχει λύσεις:[31]

{p^\prime_{1}}/{p^\prime_{2}}=\mathbf{0,98}

Με βάση τα ανωτέρω μπορούμε να συντάξουμε τον ακόλουθο συγκριτικό πίνακα (εκφρασμένο σε τιμές):

Φάση 1 Φάση 2
Παραγωγή 1, 0p1 + 1, 0p2 = 2, 08 2, 0p΄1 + 2, 0p΄2 = 4, 0 4
— Παραγωγική κατανάλωση 0, 7p1 + 0, 5p2 = 1, 24 1, 4p΄1 + 1, 0p΄2 = 2, 42
= Καθαρό προϊόν 0, 3p1 + 0, 5p2 =  0, 84 0, 6p΄1 + 1, 0p΄2 =  1, 62
— στο οποίο περιλαμβάνονται οι μισθοί:
0, 2p1 + 0, 2p2 = 0, 42 0, 2p΄1 + 0, 2p΄2 = 0, 40
και τα κέρδη:
0, 1p1 + 0, 3p2 = 0, 42 0, 4p΄1 + 0, 8p΄2 = 1, 22

Παρατηρούμε ότι η σύγκριση των δύο φάσεων δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η λύση τού συστήματος δίνει σχετικές τιμές p1p2 και p΄1p΄2 που διαφέρουν ανάλογα με την εξέλιξη τού μισθού. Βεβαίως, γνωρίζουμε εξ υποθέσεως ότι το σύστημα τής δεύτερης φάσης επιτρέπει, με την ίδια συνολική ποσότητα εργασίας, τον διπλασιασμό τού φυσικού προϊόντος (των αξιών χρήσης) (1) και (2). Αλλά, αν θέσουμε ότι p1 = p΄1 = 1, τότε έχουμε p2 ≠ p΄2, καθώς οι τιμές των λόγων p1p2 και p΄1p΄2 εξαρτώνται από τον καταμερισμό τού εισοδήματος (οπότε, στην περίπτωση αυτή, έχουμε: p2 = 1, 08 και p΄2 = 1, 02). Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η μέτρηση τής αύξησης τού καθαρού προϊόντος σε αξία είναι ανεξάρτητη από την κατανομή (στο μοντέλο μας, το καθαρό προϊόν σε αξία καταγράφει αύξηση από 1,00 σε 2,00). Όταν όμως αναλύουμε την εξέλιξη τού συστήματος σε τιμές, υπό την υπόθεση ότι οι μισθοί παραμένουν αμετάβλητοι, βλέπουμε ότι το καθαρό προϊόν αυξάνεται από 0,84 σε 1,62 (ποσοστό αύξησης ίσο με 193%).

Το κύριο μειονέκτημα τής ανάλυσης σε όρους τιμής σε σύγκριση με την ανάλυση σε όρους αξίας δεν απορρέει από τον «ανοικτό» χαρακτήρα τού σραφιανού μοντέλου, δηλαδή από το γεγονός ότι η δυναμική ισορροπία τής προσφοράς και τής ζήτησης των προϊόντων (κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών) δεν τυποποιείται ως εσωτερική συνθήκη τού μοντέλου, αλλά θεωρείται απλώς ότι έχει πραγματοποιηθεί με όρους εξωγενείς ως προς αυτό (—και τούτο, σε αντιδιαστολή προς τον «κλειστό» χαρακτήρα τού μαρξιανού μοντέλου, το οποίο ενσωματώνει την εν λόγω ισορροπία). Στην πραγματικότητα, το μειονέκτημα έγκειται στην αντικατάσταση των αξιών — οι οποίες δεν εξαρτώνται από την κατανομή — από τις τιμές, που είναι εξαρτημένες από αυτή. Για τον λόγο αυτό, η έννοια τής βελτίωσης τής παραγωγικότητας, που αποτελεί μέτρο τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η οποία είναι απόλυτα αντικειμενική στον Μαρξ (δεδομένου τού ότι δεν εξαρτάται από το ποσοστό τής υπεραξίας), δεν προσλαμβάνει αντικειμενικό χαρακτήρα στο μοντέλο τού Σράφα ή σε οποιαδήποτε άλλο μοντέλο εκφρασμένο σε τιμές.

Το σραφιανό μοντέλο δεν προσφέρεται λοιπόν για την ανάλυση των συνθηκών τής δυναμικής ισορροπίας, διότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το μοντέλο τού Μαρξ, δεν ασχολείται με την ισορροπία τής προσφοράς και τής ζήτησης για κάθε τύπο προϊόντος. Για παράδειγμα, είναι αδύνατο να συνάγουμε από το σραφιανό μοντέλο τις θέσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω όσον αφορά τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Πρόκειται επομένως για ένα εμπειρικό, φτωχό μοντέλο, που επιτρέπει, το πολύ, την περιγραφή μιας διαπιστωθείσας εξέλιξης, αλλά όχι και την εξαγωγή των νόμων που την διέπουν.

Βεβαίως, από τη στιγμή που δίνεται το ύψος τού πραγματικού μισθού, κάθε σύστημα που ορίζεται άμεσα σε τιμές είναι πλήρως καθορισμένο, καθώς επιτρέπει τον υπολογισμό των σχετικών τιμών και τού ποσοστού κέρδους. Τότε όμως τίθεται το ζήτημα τού «κριτηρίου» [«προτύπου»],[32] που ο Σράφα, ακολουθώντας τη ρικαρντιανή παράδοση, ορίζει ως εξής: υπάρχει ένα κριτήριο που να αφήνει αμετάβλητο το καθαρό προϊόν, παρά το ότι η κατανομή (w ή r) μεταβάλλεται αυτόνομα; Ωστόσο, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι αρνητική. Ας δούμε γιατί.

Ο Σράφα δεν αναλύει το σύστημα με τον ίδιο τρόπο όπως ο Μαρξ. Πιο συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνει την εργατική δύναμη στη διαδικασία τής παραγωγής, θεωρώντας μάλιστα τον μισθό όχι ως την αξία τής εργατικής δύναμης, αλλά ως κατηγορία που εμπίπτει στη σφαίρα τής κατανομής. Για τον λόγο αυτό, διατυπώνει το σύστημα ως εξής:

(0,2p_{1}+0,4p_{2})(1+r)\mathbf{+0,4w}=p_{1}

(0,5p_{1}+0,1p_{2})(1+r)\mathbf{+0,6w}=p_{2}

Ως γνωστόν, προτείνει επιπλέον ως «κριτήριο» την τιμή τού καθαρού προϊόντος, δηλαδή:

0,3p_{1}+0,5p_{2}=1

Κάνοντας χρήση τού συγκεκριμένου «κριτηρίου», διαπιστώνουμε ότι τα r και w συνδέονται με μια γραμμική συνάρτηση που είναι ανεξάρτητη από τις τιμές των p:

r=R\,(1-w)

[Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι:[33]

(α) για w=1, r=0, p1 = 1, 15 και p2 = 1, 30 (οι τιμές εδώ είναι οι αξίες),[34] το σύστημα παίρνει τη μορφή:

0,2p_{1}+0,4p_{2}+0,4=p_{1}

0,5p_{1}+0,1p_{2}+0,6=p_{2}

\boldsymbol{0,3p_{1}+0,5p_{2}=1}

και ότι (β) για w=0, r=R=70% και p1 = 1,22 και p2 = 1,27, το σύστημα παίρνει τη μορφή:

(0,2p_{1}+0,4p_{2})(1+R)=p_{1}

(0,5p_{1}+0,1p_{2})(1+R)=p_{2}

\boldsymbol{0,3p_{1}+0,5p_{2}=1}

απ’ όπου, συνδυάζοντας τις δύο πρώτες εξισώσεις, προκύπτει:

5p_{1}^2-p_{1}p_{2}-4p_{2}^2=0

]

Επομένως, για το συγκεκριμένο κριτήριο, η γραμμική συνάρτηση που συνδέει τους όρους r και w περιγράφει μια ευθεία D (βλ. διάγραμμα κατωτέρω), ενώ, για ένα οποιαδήποτε άλλο κριτήριο, η σχέση που συνδέει τους όρους r και w δεν είναι ούτε γραμμική ούτε μονοτονική, αλλά περιγράφεται από μια οικογένεια καμπυλών C (βλ. διάγραμμα κατωτέρω).

Το «κριτήριο» αυτό είναι προτιμότερο από οποιοδήποτε άλλο; Η απάντηση είναι αρνητική, αφενός διότι:

(1) το συγκεκριμένο «κριτήριο» προϋποθέτει την αντιμετώπιση τού μισθού υπό το πρίσμα τού Σράφα· αν ο μισθός συμπεριληφθεί στην παραγωγική διαδικασία ως μεταβλητό κεφάλαιο, τότε οι τιμές τού «κριτηρίου» μεταβάλλονται μαζί με το w (με άλλα λόγια, το «κριτήριο» δεν είναι πλέον ανεξάρτητο από τις τιμές)·

(2) και αφετέρου διότι, ακόμα και στο πλαίσιο τής σραφιανής διατύπωσης, όταν το καθαρό προϊόν μεταβάλλεται με το χρόνο (ως αποτέλεσμα τής ανάπτυξης), το «κριτήριο» δεν είναι πλέον ανεξάρτητο από τις τιμές, αλλά είναι ελαστικό.

Αν, όπως οφείλουμε, συμπεριλάβουμε τους μισθούς w στην παραγωγική διαδικασία, τότε βλέπουμε ότι, ανεξαρτήτως «κριτηρίου», θα έχουμε τρεις εξισώσεις με τέσσερις αγνώστους (p1, p2, r και w). Μπορούμε βέβαια πάντα να εκφράσουμε το r σε συνάρτηση με το w, αλλά η σχέση που συνδέει τα μεγέθη αυτά εκφράζεται πλέον από μια συνάρτηση η οποία δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε κατ’ ανάγκη φθίνουσα μονοτονική.

Αντίθετα, το κριτήριο-αξία επιτρέπει τη μέτρηση τής προόδου των παραγωγικών δυνάμεων από τη μια φάση στην επόμενη.

Θα αδικούσαμε τον Μαρξ, αν ερμηνεύαμε περιοριστικά την πρότασή του για τη χρησιμοποίηση τής αξίας ως κριτηρίου για τις τιμές. Με άλλα λόγια, αν περιοριζόμαστε στο επιχείρημα ότι το συγκεκριμένο κριτήριο «δουλεύει» στην πράξη, επιτρέποντας τον μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές. Οφείλουμε δε να επισημάνουμε ότι, όσο μελάνι και αν έχει χυθεί επί τού θέματος, η σχετική συζήτηση για τον «μετασχηματισμό» δεν αποτελεί παρά καθαρή φιλολογία, αν δεν ιδωθεί υπό το πρίσμα τής προβληματικής που υιοθετήσαμε εδώ.

Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ αναζητούσε ένα εργαλείο που να επιτρέπει τη μέτρηση τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το εργαλείο αυτό δεν είναι άλλο από την αξία. Πράγματι, η ποσότητα τής κοινωνικά αναγκαίας εργασίας είναι σε τελική ανάλυση ο μόνος «πλούτος» που διαθέτει η κοινωνία. Η αξία είναι επιπλέον ανεξάρτητη από την κατανομή.

Το κριτήριο-αξία επιτρέπει ουσιαστικά να συγκρίνουμε την πρόοδο που σημειώνεται κατά τη μετάβαση από ένα παραγωγικό σύστημα (0) σε ένα άλλο (1), (2) κ.ο.κ. κατά μήκος τού κάθετου άξονα w (βλ. διάγραμμα). Κατά μήκος αυτού τού άξονα, οι τιμές τού r είναι ίσες με 0 (r=0), οπότε οι μισθοί απορροφούν ολόκληρο το καθαρό προϊόν. Αν επομένως ένα παραγωγικό σύστημα μεγιστοποιεί την τιμή τού w (για r=0), τότε αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω σύστημα θα μεγιστοποιεί το εισόδημα ή, ισοδυνάμως, ότι θα ελαχιστοποιεί τον χρόνο τής κοινωνικής εργασίας που είναι αναγκαία για να παραχθεί μια δεδομένη ποσότητα αξιών χρήσης. Επομένως, το συγκεκριμένο σύστημα θα αντιστοιχεί σε ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης και αποδοτικότητας των παραγωγικών δυνάμεων.

Αντιθέτως, η χρησιμοποίηση τού κριτηρίου τού Σράφα συνεπάγεται τη σύγκριση συστημάτων κατά μήκος τού άξονα των τεταγμένων r. Για w=0, έχουμε r=R, οπότε το κέρδος απορροφά ολόκληρο το προϊόν. Η υπόθεση w ≠ 0 δεν αλλάζει τίποτε, διότι ο Σράφα «απαλείφει» τους μισθούς, υποκαθιστώντας τους με τα αγαθά που καταναλώνουν οι μισθωτοί. Ο Σράφα συγκρίνει επομένως τα συστήματα κατά μήκος ενός άξονα που είναι παράλληλος προς τον άξονα των r και ο οποίος τέμνει σε κάποιο τυχαίο σημείο τον κάθετο άξονα [βλ. διάγραμμα]. Από αυτή τη σκοπιά, το σύστημα που θα μεγιστοποιούσε το ποσοστό κέρδους R θα έπρεπε να θεωρείται ως βέλτιστον.

Οι δύο μέθοδοι σύγκρισης είναι άραγε ισοδύναμες; Σαφώς όχι.[35] Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Διότι, αν θέσουμε r=0,[36] τότε η σύγκριση λαμβάνει υπόψη, ταυτόχρονα, τους τέσσερις συντελεστές a11, a12, a21 και a22, που αντιστοιχούν στις εισροές εμπορευμάτων και τους δύο συντελεστές a01, a02, που προσδιορίζουν τις εισροές άμεσης εργασίες (για σύστημα δύο προϊόντων). Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, για r=0, τα παραγωγικά συστήματα παίρνουν τη μορφή:

(a_{11}p_{1}+a_{12}p_{2}+a_{01}w)=p_{1}

(a_{21}p_{1}+a_{22}p_{2}+a_{02}w)=p_{2}

ενώ διαπιστώνουμε, επίσης, ότι οι τιμές p είναι, τότε, όμοιες προς τις αξίες.

Αντιθέτως, η σύγκριση των παραγωγικών συστημάτων επί τού άξονα των τετμημένων (w=0) σημαίνει ότι λαμβάνουμε υπόψη μόνο τους τέσσερις πρώτους συντελεστές («παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων», και όχι μέσω εμπορευμάτων και άμεσης εργασίας), παραβλέποντας τους δύο συντελεστές εισροών άμεσης εργασίας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή (δηλ. για w=0), το σύστημα παίρνει την εξής μορφής:

(a_{11}p_{1}+a_{12}p_{2})(1+r)=p_{1}

(a_{21}p_{1}+a_{22}p_{2})(1+r)=p_{2}

Το κριτήριο-αξία είναι προτιμότερο, διότι μόνο αυτό αντιμετωπίζει την παραγωγική διαδικασία ως αποτέλεσμα τής δράσης όλων των τεχνικών συντελεστών που χρησιμοποιήσαμε για την περιγραφή της. Το θεμελιώδες συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι ότι το κοινωνικό σύστημα που, για ένα δεδομένο μισθό, μεγιστοποιεί το ποσοστό κέρδους δεν μεγιστοποιεί υποχρεωτικά και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή μέσω τής μείωσης τής αναγκαίας ποσότητας κοινωνικής εργασίας). Δεν υπάρχει τρόπος να παρακάμψουμε τη θεωρία τής αξίας, διότι μόνο αυτή επιτρέπει την αναγωγή όλων των οικονομικών μεγεθών (τιμών και εισοδημάτων) σε έναν κοινό παρονομαστή (την αξία, τ.έ. την ποσότητα τής κοινωνικά αναγκαίας εργασίας), ανεξαρτήτως των κανόνων κατανομής, και τούτο τόσο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας δεδομένης φάσης (συγχρονική-στατική ανάλυση), όσο και τη μέτρηση τού ρυθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που σημειώνεται κατά τη μετάβαση από τη μια φάση στην άλλη (δυναμική-διαχρονική ανάλυση).

Sraffa

Το πραγματικό διακύβευμα που κρύβεται πίσω από τη συζήτηση για την κατά προτίμηση χρησιμοποίηση τής αξίας ως κριτηρίου αφορά, επομένως, τον καθορισμό ενός αντικειμενικού μέτρου εκτίμησης τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Επιπλέον, αν χρησιμοποιηθεί το ίδιο κριτήριο για την περιγραφή δύο παραγωγικών συστημάτων — είτε αυτά συνυπάρχουν χρονικά είτε διαδέχονται το ένα το άλλο — τότε η σχέση που συνδέει τα μεγέθη w και r θα περιγράφεται, υποχρεωτικά, είτε από δύο καμπύλες παρόμοιες με την καμπύλη C τού διαγράμματος είτε από μια ευθεία D και μια καμπύλη C.

Ωστόσο, στο σραφιανό μοντέλο, δεν υπάρχει κάποιο κοινό κριτήριο για τη σύγκριση διαφορετικών συστημάτων. Επιπροσθέτως, στο εν λόγω μοντέλο οι μισθοί και τα καταναλωτικά αγαθά που προορίζονται για τους εργαζόμενους θεωρούνται ως μεγέθη ισοδύναμα μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι η αντικατάσταση τού μισθού με τα αγαθά κατανάλωσης συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος «εργασία» απαλείφεται από τις σχετικές εξισώσεις, ότι τα εμπορεύματα θεωρούνται πλέον ότι παράγονται αποκλειστικά με τη χρησιμοποίηση άλλων εμπορευμάτων (χωρίς τη διαμεσολάβηση τής εργασίας, η οποία, τρόπο τινά, αποσύρεται από το προσκήνιο), καθώς και ότι η παραγωγή τού πλεονάσματος αποδίδεται αποκλειστικά στον συντελεστή-κεφάλαιο, που πλέον εκλαμβάνεται ως ο μόνος συντελεστής παραγωγής. Πρόκειται, λοιπόν, για το άκρον άωτον τής αλλοτρίωσης: τα εμπορεύματα (συμπεριλαμβανομένων εδώ και των βασικών αγαθών διαβίωσης) παράγουν «απογόνους» (δηλ. μεγαλύτερες ποσότητες εμπορευμάτων), χωρίς να απαιτείται καμία παρέμβαση τού παράγοντα-εργασία! Η συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση είναι ανάλογη με αυτή των χρηματοοικονομικών επενδυτών, οι οποίοι, καθώς «παράγουν» χρήμα από χρήμα, είναι φυσικό να θεωρούν ότι το χρήμα είναι καθαυτό παραγωγικό (βλ. Κεφ. 11). Ή, ακόμη χειρότερα, όλες οι υλικές εισροές θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με «ισοδύναμες» ποσότητες «παρωχημένης» εργασίας, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα σύστημα με ένα και μόνο συντελεστή παραγωγής, την «παρωχημένη» εργασία, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με τον συντελεστή «παραγωγικό χρόνο» (α λα Μπεμ-Μπαβέρκ).

Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία μετά τον Μαρξ προσπάθησε, προκειμένου να προσβάλλει την αξιοπιστία τού μαρξισμού, να αποδώσει τα αίτια τής «ανάπτυξης» σε μια πληθώρα παραγόντων διαφορετικών τής κοινωνικής εργασίας. Σε αυτό άλλωστε οφείλεται η επινόηση τής έννοιας τής ειδικής παραγωγικότητας ανά συντελεστή παραγωγής, καθώς και η απόπειρα αναγωγής όλων των συντελεστών παραγωγής σε έναν ενιαίο συντελεστή, ανεξαρτήτως αν αυτός ονομάζεται «εμπόρευμα» (Σράφα: «παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων»), «χρήμα» (που «γεννάει χρήμα»), «χρόνος» (που είναι επίσης «χρήμα», πβ. την έννοια τής «προεξόφλησης τού μέλλοντος» στον Μπεμ-Μπαβέρκ) ή, τέλος, «επιστήμη» (βλέπε, σχετικά, τη σημερινή συζήτηση περί «γνωσιακού καπιταλισμού» — μια έννοια που έχει τις ρίζες της στην κεϊνσιανή θεωρία τής οριακής παραγωγικότητας τού κεφαλαίου). Εν προκειμένω, δεν πρόκειται παρά για εκφάνσεις τού φαινομένου τής αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει ουσιωδώς τη συμβατική-αστική κοινωνική σκέψη.

Ο Μαρξ ολοκλήρωσε την κριτική τής καπιταλιστικής πραγματικότητας με τη μεθοδική αποδόμηση μιας σειράς κειμένων που στόχευαν στη νομιμοποίηση των πρακτικών τού κεφαλαίου — είτε επρόκειτο για τα έργα των μεγάλων κλασικών-θεμελιωτών τής σύγχρονης σκέψης στον νέο επιστημονικό τομέα τής πολιτικής οικονομίας (Σμιθ, Ρικάρντο), είτε για τα πονήματα τής χυδαίας οικονομικής θεωρίας τής εποχής του (Μπαστιά κ.ά.). Παραμένει, ωστόσο, επιτακτική η ανάγκη κριτικής ενασχόλησης με τα γραπτά των σύγχρονων μετα-μαρξιστών οικονομολόγων, και αυτό παρά την πολύτιμη συνεισφορά στο πεδίο αυτό ορισμένων καλών μαρξιστών, που κατόρθωσαν να υπερβούν τους περιορισμούς τής εξηγητικής ερμηνείας τού έργου τού Μαρξ και οι οποίοι, δυστυχώς, θεωρούνται σήμερα «ξεπερασμένοι» (για περισσότερα, παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου με τίτλο «Άνιση Ανάπτυξη», όπου ασκώ κριτική στην απόπειρα συνέχισης τού έργου των κλασικών από σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Κέινς, ο Σράφα κ.ά., καθώς και στα λεγόμενα «οικονομικά τής μόδας», τη «μαγεία τής εποχής μας», όπως έγραψα τότε αναφερόμενος στις σύγχρονες μορφές τής χυδαίας οικονομολογίας).

«Κριτήριο» και «νόμιμο χρήμα»

Η χυδαία οικονομολογία συγχέει επιπόλαια το «κριτήριο», με την έννοια που προσδώσαμε στον όρο κατά την κριτική εξέταση τής σραφιανής εμπειρικής προσέγγισης τού ζητήματος που μας απασχολεί, με το «νόμιμο χρήμα», δηλ. τον «κοινό παρονομαστή» που επιτρέπει την έκφραση των μεγεθών των εξισώσεων τής δυναμικής ισορροπίας (είτε αυτές δίνονται σε όρους τιμής είτε σε όρους αξίας) σε ομοιογενείς μονάδες (αποκαλούμενες φράγκα, ευρώ, δολάρια κ.ο.κ.). Ο Μαρξ αποφεύγει να υποπέσει στο σφάλμα αυτό, παρά το γεγονός ότι κατά την εποχή του ίσχυε ακόμα ο κανόνας χρυσού. Ωστόσο, η εγκατάλειψη τού κανόνα χρυσού δεν καθιστά άνευ αντικειμένου τη διάκριση μεταξύ τής έννοιας τού «κριτηρίου» και αυτής τού «νομίμου χρήματος». Ο ορισμός τού νομίσματος μπορεί κάλλιστα να είναι αυθαίρετος, υπό την έννοια ότι δεν μεταβάλλει επ’ ουδενί τα συμπεράσματα τής ανάλυσης των συνθηκών τής συσσώρευσης. Οι σχετικές τιμές [όπως και το ποσοστό κέρδους] είναι ανεξάρτητες από το νόμισμα. Μόνο οι απόλυτες τιμές εξαρτώνται από την επιλογή ενός νομίσματος. Λίγη σημασία θα είχε, αν επιλέγαμε αυθαίρετα ένα οποιοδήποτε νόμισμα ή αν η επιλογή μας πληρούσε τον έναν από τους δύο εναλλακτικούς όρους που έθεσε ο Μαρξ [37] ή, τέλος, αν επιλέγαμε ένα πραγματικό νόμισμα (λ.χ. τον χρυσό).

Σε επίπεδο εμπειρικής παρατήρησης, το υπό εξέταση σύστημα[38] παρουσιάζεται άμεσα ως ένα σύστημα τεσσάρων εξισώσεων (για δύο κλάδους παραγωγής):

(α) παραγωγικό σύστημα-κλάδος (1):

(0,2p_{1}+0,4p_{2})(1+r)+0,4w=p_{1}

(β) κλάδος (2):

(0,5p_{1}+0,1p_{2})(1+r)+0,6w=p_{2}

(γ) μισθοί:

w=0,2p_{1}+0,2p_{2}

(δ) νόμισμα:

f~(p_{1}~p_{2})=1

Όσον αφορά τον ορισμό τού νομίσματος (που, όπως ειπώθηκε, δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια τού «κριτηρίου»), η απλούστερη αλγεβρική μορφή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι η εξής:

p1 + p2 = 1

Οι τέσσερις αυτές εξισώσεις δεν αποτελούν παρά μαθηματικοποίηση τής άμεσης πραγματικότητας, δηλ. των μεγεθών p1, p2, w, r και τού εμπειρικού «νομίσματος», καθώς και των μεταξύ τους σχέσεων.

6. Οικονομικοί νόμοι τού καπιταλισμού και ταξικοί αγώνες: από την πολιτική οικονομία στον ιστορικό υλισμό

Το σχήμα τής διευρυμένης αναπαραγωγής φαίνεται να αποκαλύπτει ότι η οικονομία διέπεται από ακριβείς νόμους, οι οποίοι, ως τέτοιοι, έχουν αντικειμενική υπόσταση, πράγμα που σημαίνει ότι ισχύουν υποχρεωτικά για όλους. Στη μορφή που μας παραδόθηκε, το κείμενο τού δεύτερου τόμου τού Κεφαλαίου είναι μεγάλης σπουδαιότητας, καθώς δείχνει ότι, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η κοινωνική αναπαραγωγή εμφανίζεται καταρχήν με τη μορφή τής οικονομικής αναπαραγωγής. Ενώ, λοιπόν, στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, που χαρακτηρίζονταν από διαφανείς σχέσεις εκμετάλλευσης, η αναπαραγωγή απαιτούσε την αδιαμεσολάβητη παρέμβαση τού εποικοδομήματος, δεν ισχύει πλέον το ίδιο και για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί, για άλλη μια φορά, η ποιοτική αυτή διαφορά.

Μέχρι τώρα δεν θίξαμε το ζήτημα τής πάλης των τάξεων, η οποία, εκ πρώτης αναγνώσεως, απουσιάζει από το κείμενο τού δεύτερου τόμου τού Κεφαλαίου. Ο Μαρξ μπορεί να μην είχε καμία σχέση με τον «οικονομισμό», δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τον ιστορικό μαρξισμό. Η γραμμική-μηχανιστική αναγωγή των κοινωνικών νόμων στους νόμους τής οικονομίας, που συνδεόταν με μια επιστημονίστικη αντίληψη για την «πρόοδο», ήταν η κυρίαρχη τάση στους κόλπους τής Β΄ Διεθνούς. Η τάση αυτή ενισχύθηκε περαιτέρω μετά τον Β΄ ΠΠ, όταν πλέον η σοσιαλδημοκρατία είχε αποκηρύξει την κληρονομιά τού μαρξισμού.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη περί ιστορίας, η ταξική πάλη, που φέρνει αντιμέτωπους αστούς και προλετάριους για τη διανομή τού προϊόντος (το ποσοστό τής υπεραξίας), υποτάσσεται στους νόμους τής οικονομίας. Η πάλη των τάξεων δεν μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να «αποκαλύψει» το ποσοστό που είναι αντικειμενικά αναγκαίο για την επίτευξη ισορροπίας. Υπό το πρίσμα αυτό, εκπληρώνει μια λειτουργία ανάλογη με αυτή τού «αόρατου χεριού» τής αστικής πολιτικής οικονομίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πομφόλυγες περί τής «παγκόσμιας αρμονίας» των κοινωνικών συμφερόντων εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους στα φληναφήματα περί τής «αντικειμενικής αναγκαιότητας τής προόδου». Στο πλαίσιο αυτό, ο μαρξισμός ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με την λεγόμενη «μαρξιστική πολιτική οικονομία», η οποία, υπό τη ρουμπρίκα «marxian economics» [μαρξιανά οικονομικά], φοριέται πολύ στις αγγλοσαξονικές ιδίως χώρες.[39] Οι οικονομικοί νόμοι παρουσιάζονται έτσι ως αντικειμενικές αναγκαιότητες που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ταξική πάλη. Σε αυτή τη βάση, είναι αδύνατο να συλλάβουμε την προοπτική μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις: η αταξική κοινωνία δεν μπορεί παρά να μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με την ταξική κοινωνία, καθώς θα εξακολουθεί να διέπεται από τον διιστορικό παράγοντα τής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η εν λόγω ανάπτυξη υπόκειται στους δικούς της νόμους (τ.έ. την όλο και μεγαλύτερη εμβάθυνση τού καταμερισμού τής εργασίας με τις μορφές που γνωρίζουμε σήμερα). Ο υπαρκτός καπιταλισμός είναι υπεύθυνος μόνο για το ότι δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί με την ίδια αποτελεσματικότητα όπως και στο παρελθόν, καθώς θέτει προσκόμματα στην «πορεία τής προόδου». Όσο για τα κείμενα τού Μαρξ, στα οποία στηλιτεύεται η μυωπία τού φαρισαίου-μικροαστού που αδυνατεί να οραματιστεί ένα μέλλον όπου κάποιος δεν θα ασκεί το επάγγελμα τού ζωγράφου ή τού τορναδόρου, όλα αυτά δεν είναι παρά ουτοπικές ονειροφαντασίες. Κατά βάθος, ο καπιταλισμός είναι ένα «αιώνιο πρότυπο». Τα μοναδικά του μειονεκτήματα είναι η κοινωνική «σπατάλη» που αντιστοιχεί στην κατανάλωση των καπιταλιστών και η αναρχία τής παραγωγής, η οποία οφείλεται στον ανταγωνισμό των κεφαλαίων. Ο «σοσιαλισμός» θα βάλει τέλος στις καταχρήσεις αυτές, διαμορφώνοντας και υλοποιώντας έναν «ορθολογικό σχεδιασμό» στη βάση τής κρατικής συγκεντροποίησης τής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να φτάσουμε σε αυτόν τον κρατικό τρόπο παραγωγής (που αποτελεί το ύστατο στάδιο τής ιστορικής εξέλιξης και που, εκτός αυτού, μαρτυρεί και τη συνετή υποταγή στους «αντικειμενικούς νόμους» τού κοινωνικού προτσές τής παραγωγής) προς όφελος και τέρψη ολόκληρης τής κοινωνίας; Μέσω τής οδού των μεταρρυθμίσεων! Τα συνδικάτα, που είναι σε θέση να επιβάλλουν τη σύναψη ενός «κοινωνικού συμβολαίου» για το μοίρασμα των κερδών τής παραγωγικότητας, όχι μόνο προετοιμάζουν από τώρα το έδαφος για την οριστική απαλλοτρίωση των καπιταλιστών-κηφήνων, αλλά χρησιμεύουν και ως «σχολές διοίκησης», παρέχοντας εκπαίδευση σε επίλεκτα στελέχη, που «εκπροσωπούν» την «εργατική τάξη» και τα οποία έχουν ήδη «εκδηλώσει» την κλίση τους στην «οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων»! Η αποδέσμευσή μας από το ασφυκτικό πλαίσιο τού οικονομισμού που χαρακτηρίζει τα «μαρξιανά οικονομικά» — προκειμένου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις τής ιστορικοϋλικής ερμηνείας τού υπαρκτού καπιταλισμού — προϋποθέτει, κατά πρώτο λόγο, την ενεργή απόρριψη αυτού τού είδους τής ανάλυσης. Υπογραμμίζουμε, λοιπόν, την πρωταρχικότητα τής ταξικής πάλης, που δεν έφυγε ποτέ από το προσκήνιο. Ο μισθός δεν προκύπτει από τους αντικειμενικούς νόμους τής διευρυμένης αναπαραγωγής, αλλά αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα τής ταξικής αναμέτρησης. Η διαδικασία τής συσσώρευσης προσαρμόζεται, ει δυνατόν, στο αποτέλεσμα τής πάλης των τάξεων. Διαφορετικά, το σύστημα εισέρχεται σε κρίση και αυτό είναι όλο.

Στην συνέχεια, θα διατυπώσω τέσσερις θέσεις αναφορικά με τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στους οικονομικούς «νόμους» τής καπιταλιστικής συσσώρευσης και των υπό την ευρεία τού όρου έννοια ταξικών αγώνων, τού συνόλου δηλαδή των κοινωνικοπολιτικών, εθνικών και διεθνών, αγώνων και συγκρούσεων.

Θέση 1: Αυτοί οι αγώνες, με όλη τους την ποικιλομορφία, διαμορφώνουν τόσο το παγκόσμιο σύστημα όσο και τα επιμέρους «εθνικά» συστήματα — συστήματα που κινούνται από ανισορροπία σε ανισορροπία, χωρίς ποτέ να προσεγγίζουν την ιδεατή κατάσταση ισορροπίας που προβλέπεται από τα μοντέλα τόσο τής συμβατικής όσο και τής λεγόμενης «μαρξιανής» οικονομικής θεωρίας (η οποία, κατά τη γνώμη μου, έχει μικρή ή και καμία σχέση με τον μαρξισμό).

Θέση 2: Η εγγενής λογική τού καπιταλισμού, η οποία έγκειται στη μεγιστοποίηση τού ποσοστού κέρδους και τού συνολικού όγκου τής υπεραξίας, δημιουργεί δυνητικά μια κατάσταση ανισορροπίας, η οποία εκ των πραγμάτων λειτουργεί, αφενός, προς όφελος των εχόντων και των κατεχόντων (δηλ. τής, υπό την ευρεία του όρου έννοια, αστικής τάξης) και, αφετέρου, εις βάρος των κάθε είδους εργατικών αποδοχών. Εξ αυτού και μόνο τού λόγου, η καπιταλιστική αναπαραγωγή θα έπρεπε να καθίσταται «αδύνατη». Βεβαίως, η ιστορία τού καπιταλισμού δεν είναι μια ιστορία «συνεχούς ανάπτυξης» — μια ομαλή και αδιατάρακτη διαδικασία που (υποτίθεται ότι) εξασφαλίζει τη συνεχή αύξηση τής παραγωγής και τής κατανάλωσης, παρά τους όποιους «σκοπέλους» — αλλά μια ιστορία μακρόχρονων κρίσεων (1873-1945· η κρίση τού 1971, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά αναμφίβολα θα συνεχιστεί και στο μέλλον), όπου οι περίοδοι ταχείας και «απρόσκοπτης» ανάπτυξης δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα (όπως συνέβη και με τη «λαμπρή τριακονταετία» από το 1945 έως το 1975· πβ. Itinéraire intellectuel, σελ. 187, και La Crise, σελ. 10-12).

Θέση 3: Παρά τα διαρκώς επιδεινούμενα προβλήματα, ο καπιταλισμός κατόρθωσε, μέχρι σήμερα, να βγει από τα αδιέξοδα που δημιουργεί η λειτουργία του, επινοοώντας νέους τρόπους και μέσα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που αντιπροσωπεύουν οι αλλαγές τού συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Αυτό μάς υπενθυμίζει ότι ο ρυθμός και ο προσανατολισμός τής προόδου των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι αυτόνομα εξωγενή δεδομένα, αλλά αποτελούν απόρροια τής ίδιας τής ταξικής πάλης. Η αναπτυξιακή διαδικασία ενσωματώνεται στις σχέσεις παραγωγής και διαμορφώνεται με πρωτοβουλία τής αστικής τάξης. Τόσο το παρωχημένο πλέον σύστημα τού τεϋλορισμού όσο και η αυτοματοποίηση και η «τεχνολογική επανάσταση» τής εποχής μας ήρθαν ως απαντήσεις στους εργατικούς αγώνες, πράγμα που επίσης ισχύει και για το φαινόμενο τού ιμπεριαλισμού, για τη διαδικασία συγκεντροποίησης τού κεφαλαίου, το κύμα μετεγκαταστάσεων επιχειρήσεων κ.ο.κ. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, όσο ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται, η μπουρζουαζία θα έχει πάντα τον τελευταίο λόγο στους ταξικούς αγώνες, πράγμα που σημαίνει ότι οι κρίσεις, αν δεν έχουν ως τελική έκβαση την ανατροπή, θα επιλύονται πάντοτε προς όφελος τής αστικής τάξης. Έτσι, για παράδειγμα, οι «υπέρογκοι» μισθοί θα ροκανίζονται από τον πληθωρισμό, μέχρις ότου η εργατική τάξη υποκύψει έχοντας εξαντλήσει τις όποιες αντοχές της — ή, εναλλακτικά, μέχρις ότου ευοδωθεί η προοπτική τής «εθνικής ενότητας» που θα επιτρέψει τη μετάθεση των βαρών σε άλλους ώμους.

Η ταξική πάλη αποτελεί απότοκο μιας συγκεκριμένης κατάστασης που αντανακλά την πραγματικότητα μιας ιστορικά καθορισμένης οικονομικής βάσης. Η ταξική πάλη μπορεί να μεταβάλει την οικονομική βάση, αλλά, ενόσω υφίσταται το καπιταλιστικό σύστημα, η μεταβολή αυτή θα υπόκειται στους νόμους τής οικονομικής αναπαραγωγής του. Οι μισθολογικές μεταβολές επηρεάζουν το ποσοστό κέρδους, πράγμα που προκαλεί την αντίδραση τής αστικής τάξης, η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη μεταβολή τού ρυθμού τής «ανάπτυξης», τον αναπροσανατολισμό των αναπτυξιακών επιλογών, τον ανακαταμερισμό τής κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στους δύο τομείς κ.ο.κ. Στο πλαίσιο τού καπιταλιστικού συστήματος, οι μεταβολές αυτές υπόκεινται στους γενικούς όρους τής καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Εν κατακλείδι, για να μην μακρηγορώ, η ταξική πάλη αποτελεί ενεργό παράγοντα διαμόρφωσης τής οικονομικής βάσης, στο πλαίσιο πάντα των εγγενών συνθηκών και νόμων τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Τα σχήματα τής διευρυμένης αναπαραγωγής περιγράφουν αυτόν, ακριβώς, τον θεμελιώδη νόμο, που δηλώνει ότι η αξία τής εργατικής δύναμης εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ότι η αξία αυτή αυξάνεται (ή οφείλει να αυξάνεται) παράλληλα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή την ερμηνεία δίνουμε στο «ιστορικό στοιχείο»[40] που επικαλείται ο Μαρξ, όταν αναφέρεται στο ζήτημα τού καθορισμού τής αξίας τής εργατικής δύναμης. Η μόνη άλλη ερμηνεία θα ήταν ότι η αξία τής εργατικής δύναμης θα έπρεπε να καθορίζεται αποκλειστικά με βάση το κριτήριο τής «συντήρησης τού κατόχου της»[41] (άποψη που υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τους Ρικάρντο, Μάλθους και Λασάλ).

Ωστόσο, η αντικειμενική αυτή νομοτέλεια[42] δεν είναι αυθόρμητη συνέπεια τής λειτουργίας τού συστήματος. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη αυτή προσκρούει διαρκώς στην αντίθετη τάση που είναι επίσης εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα και η οποία έγκειται στη διαρκή επιδίωξη αύξησης τού ποσοστού τής υπεραξίας. Τελικά, η αντιφατική αυτή τάση αποδεικνύεται κυρίαρχη. Με αυτό τoν τρόπο, μάλιστα, ερμηνεύουμε τον «νόμο τής συσσώρευσης» και τη συναφή τάση τής «απόλυτης και σχετικής εξαθλίωσης». Ο συγκεκριμένος νόμος επιβεβαιώνεται εμπειρικά, αλλά οι σχετικές εμπειρικές αποδείξεις πρέπει να αναζητηθούν σε παγκόσμια κλίμακα, και όχι στο επίπεδο μεμονωμένων ιμπεριαλιστικών κέντρων. Και αυτό γιατί ενώ, στα κέντρα τού ιμπεριαλισμού, η σταδιακή αύξηση των μισθών, που παρατηρούνταν κατά τον τελευταίο αιώνα, συμβάδιζε με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στις περιφέρειες, αντιθέτως, βλέπουμε να εκδηλώνεται με τον πιο ακραίο και σκληρό τρόπο η τάση απόλυτης εξαθλίωσης των εκμεταλλευομένων παραγωγών. Αυτό είναι το αγκάθι στο πλευρό των φιλοϊμπεριαλιστικών ρευμάτων τού μαρξισμού, διότι ο μαρξισμός αποκτά πραγματικά ανατρεπτικό χαρακτήρα, μόνο όταν αντικρίσει κατάματα αυτή την πραγματικότητα (θα ασχοληθούμε ξανά με το ζήτημα τής ταξικής πάλης σε σχέση με την συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα στο κεφ. IV).

Το κεφάλαιο κατορθώνει να υπερπηδήσει την εγγενή αυτή αντίφαση μέσω τής ανάπτυξης ενός «τρίτου τομέα» που ρόλος του είναι να απορροφά το πλεόνασμα τής υπεραξίας, η οποία δεν μπορεί να απορροφηθεί στους τομείς Ι και ΙΙ λόγω ακριβώς τής ανεπαρκούς αύξησης του πραγματικού μισθού των παραγωγικών εργατών. Αυτή η θεωρητική συμβολή των Μπαράν και Σουίζι, την οποία θεωρούμε καίρια για την κατανόηση τής σύγχρονης πραγματικότητας, αγνοήθηκε και εξακολουθεί να αγνοείται από τους «εξηγητές», που παραμένουν προσκολλημένοι στο γράμμα τού Κεφαλαίου. Αρχής γενομένης από τη δεκαετία τού ’30, αλλά κυρίως μετά το 1945, ο υπαρκτός καπιταλισμός διήλθε από μια διαδικασία βαθύτατης μεταμόρφωσης, που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σε πρωτόγνωρα επίπεδα οι δραστηριότητες τού λεγόμενου «τριτογενούς» τομέα. Στο φαινόμενο αυτό δόθηκε μια απολογητική και επιφανειακή ερμηνεία από τους συμβατικούς οικονομολόγους, συμπεριλαμβανομένου και τού Ζαν Φουραστιέ, που ασχολήθηκε πρώτος με την εξέλιξη αυτή. Η δική μας ανάλυση τού φαινομένου βρίσκεται στον αντίποδα των προσεγγίσεων αυτών. Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί η άποψη ότι το φαινόμενο κάθε άλλο παρά νέο είναι, καθώς είναι αδιανόητο να υπάρξει μια καπιταλιστική κοινωνία χωρίς το Κράτος, οι κυριαρχικές λειτουργίες τού οποίου έχουν κοινωνικό κόστος που καλύπτεται από τη φορολογία (με άλλα λόγια, εκτός τού πλαισίου τής αγοράς). Επιπλέον, μεταξύ των αιτίων τής ταχείας ανάπτυξης τού «τριτογενούς» τομέα συγκαταλέγονται η ευρεία διάδοση τής πρακτικής τής συμπερίληψης τού «κόστους πωλήσεων» στις τιμές των προϊόντων (η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό), καθώς και η σχετική αυτονόμηση των εμπορικών και χρηµατοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε τη διεύρυνση των δημοσίων υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση), που αποτέλεσε συνέπεια των κατακτήσεων των λαϊκών αγώνων. Χωρίς να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες για τις ετερόκλητες δρατηριότητες που περιλαμβάνονται στον τριτογενή τομέα, θα ήθελα να υπενθυμίσω τις θέσεις που είχα διατυπώσει στο παρελθόν σχετικά με τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στη διόγκωση τού τομέα ΙΙΙ, που η λειτουργία του έγκειται στην απορρόφηση τής υπεραξίας, και τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και, πιο συγκεκριμένα, τη συγκέντρωση τού ελέγχου τού παγκόσμιου συστήματος στα χέρια των κρατών τής ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) μέσω τής συγκρότησης των «πέντε μονοπωλίων τού συλλογικού ιμπεριαλισμού τής τριάδας» (κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησα στο παρελθόν). Μόνο οι λαϊκοί αγώνες που αποβλέπουν στον στρατηγικό, δημοκρατικό έλεγχο των εν λόγω δραστηριοτήτων μπορούν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικό αντίβαρο στις πρακτικές τού κεφαλαίου, που προκειμένου να διευρύνει το πεδίο κερδοφορίας του επιδιώκει να διατηρήσει υπό τον έλεγχο του τη διαδικασία γιγάντωσης των δραστηριοτήτων τού «τριτογενούς τομέα» μέσω τής ιδιωτικοποίησης τής διαχείρισής τους (δηλ. μέσω τής εκποίησης [τού δημοσίου] πλούτου και σαφώς όχι μέσω τής «δημιουργίας νέου πλούτου»). Ασφαλώς, η ιλλιγιώδης ανάπτυξη τού τομέα ΙΙΙ — ο οποίος ναι μεν λειτουργεί συμπληρωματικά με τους τομείς Ι-ΙΙ που αναφέρονται στο Κεφάλαιο, αλλά έχει πλέον καταστεί «κυρίαρχος», υπό την έννοια ότι αντιστοιχεί στα δύο τρίτα, ή και περισσότερο, τού δείκτη που η συμβατική οικονομολογία αποκαλεί «ακαθάριστο εγχώριο προϊόν» — καθιστά έως ένα σημείο προβληματικές τις κλασσικές διατυπώσεις τού νόμου τής αξίας. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι γύρω από αυτό το δεδομένο περιστρέφονται τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι ο νόμος τής αξίας είναι κάτι το «παρωχημένο».

Θέση 4: Ο καπιταλισμός απαντά στις προκλήσεις τις οποίες αντιπροσωπεύουν οι αγώνες και οι συγκρούσεις που διατρέχουν την ιστορία του με τον ίδιο πάντα τρόπο: με την επιτάχυνση τής καταστροφής των «πηγών πλούτου», δηλ. των ανθρωπίνων όντων, που περιέρχονται στην κατάσταση τού εμπορεύματος («εργατική δύναμη»), και τής φύσης, που αντιμετωπίζεται επίσης ως εμπόρευμα. Η «υπέρβαση» τής πρώτης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 1873 είχε ως αντίτιμο πολέμους και επαναστάσεις που διήρκεσαν μια τριαντακονταετία (1914-1945). Με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση τού 2008, η δεύτερη μεγάλη κρίση τού καπιταλισμού, που ξεκίνησε το 1971, πέρασε πλέον στη δεύτερη, χαοτική φάση της, η οποία εγκυμονεί φρικτούς κινδύνους και καταστροφές που απειλούν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σαν κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός έχει φάει τα ψωμιά του (πβ. Au-delà du capitalisme sénile).

Είναι «ξεπερασμένος» ο νόμος τής αξίας;

Βεβαίως, η εστίαση στον παράγοντα-αξία ως κεντρικού άξονα τής κριτικής ανάλυσης τής καπιταλιστικής οικονομίας συναντά επιπλέον προβλήματα πέραν αυτών που σχετίζονται με τη συσκότιση τής λειτουργίας της στο πλαίσιο τής πραγματικής διαδικασίας μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές. Οι σχετικές αναλύσεις τού Μαρξ προσφέρονται ως τροφή για περαιτέρω σκέψη και προβληματισμό, τουλάχιστον στους μαρξιστές που έχουν πάψει να ασχολούνται με το σπορ τής εγχειριδιακής μαρξολογίας. Πιο συγκεκριμένα, τα ανοικτά ζητήματα αφορούν: (α) τον τρόπο αντιμετώπισης μορφών συγκεκριμένης εργασίας με διαφορετικά επίπεδα εξειδίκευσης και την υπαγωγή τους στην έννοια τής αφηρημένης εργασίας· (β) το πρόβλημα τού χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή, την κυκλοφορία και τήν πραγματοποίηση τής υπεραξίας και το συναφές πρόβλημα τής σχέσης ανάμεσα στη ζωντανή και τη νεκρή («μεταβιβασθείσα») εργασία· (γ) τον προσδιορισμό των αξιών χρήσης· (δ) το πρόβλημα τής διαχείρισης των φυσικών πόρων, είτε αυτοί έχουν γίνει αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοποίησης είτε όχι· (ε) την ανάγκη ενός κατάλληλου ορισμού που θα καθιστά σαφή την έννοια τής «κοινωνικής εργασίας» στο πλαίσιο τού καπιταλισμού, προκειμένου να αναλυθεί η σχέση της με άλλες μορφές εργασίας· και, τέλος, (στ) τον εντοπισμό και ανάδειξη των μορφών απορρόφησης τής υπεραξίας στο πλαίσιο τής λειτουργίας τού τομέα ΙΙΙ.

Οι εξελίξεις που γνώρισε ο καπιταλισμός από την εποχή τού Μαρξ έως και σήμερα, καθώς και οι τεράστιοι μετασχηματισμοί που επέφερε στον κόσμο, δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορους τους σύγχρονους θεωρητικούς τού μαρξισμού. Μια προσέγγιση που φιλοδοξεί να λέγεται «κριτική» και η οποία επιθυμεί πραγματικά να εμβαθύνει τη μαρξιστική ανάλυση τού καπιταλισμού δεν μπορεί να θεωρεί δεσμευτικές τις απαντήσεις που έδωσε ο Μαρξ σε αυτά τα ακανθώδη ζητήματα. Ορισμένοι μαρξιστές, μεταξύ των οποίων και εγώ, προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στην πρόκληση αυτή (για περισσότερα, παραπέμπω στο βιβλίο μου με τίτλο Du Capitalisme à la civilisation, κυρίως σελ. 84-95, όπου παρουσιάζονται συνοπτικά οι ανά καιρούς παρεμβάσεις μου στις σχετικές συζητήσεις, καθώς και οι θέσεις που πρότεινα επ’ αυτών των ανοικτών ζητημάτων). Το κλίμα τής εποχής μας δεν ευνοεί ιδιαίτερα τις προσπάθειες εμπλουτισμού τού μαρξισμού, ο οποίος δεν πρέπει να γνωρίζει όρια, κατά το μέτρο, ακριβώς, που συνιστά ουσιαστική κριτική τού υπαρκτού καπιταλιστικού κόσμου. Αντί γι’ αυτό, φαίνεται να επικρατεί η τάση ολοκληρωτικής απόρριψης και/ή η προβολή τής υποτιθέμενης ανάγκης «ριζικής επαναθεμελίωσης» τού μαρξισμού. Έκοντες άκοντες, καταλήγουμε έτσι δέσμιοι τής αγοραίας, άκριτης σκέψης. Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφέρω ως σχετικό παράδειγμα την κριτική στην οποία υπέβαλα την τάση ταύτισης τής «ανάπτυξης» με την αύξηση τού ΑΕΠ (Du Capitalisme à la civilisation, κεφ.ΙΙΙ, σελ. 98 και επ.) και, σε αντίστιξη, την προτεινόμενη εξομοίωση τής προόδου με την χειραφέτηση (Modernité, Religion et Démocratie, εισαγ. κεφ.), δύο θεωρητικές θέσεις που, κατά τη γνώμη μου, πηγαίνουν ενάντια στο ρεύμα των καιρών.

Σήμερα είναι τής μόδας να λέγεται ότι ο νόμος τής αξίας είναι «ξεπερασμένος», ότι ο νόμος αυτός ανταποκρινόταν στο μεταποιητικό-βιομηχανικό στάδιο τού καπιταλισμού που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί λόγω τής εμφάνισης τού σύγχρονου «γνωσιακού καπιταλισμού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβλέπεται το γεγονός ότι, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, ο καπιταλισμός είναι εκ φύσεως σύστημα το οποίο βασίζεται σε κοινωνικές σχέσεις που ευνοούν και εξασφαλίζουν την κυριαρχία τού κεφαλαίου και την εκμετάλλευση τής εργασίας που υπάγεται σε αυτό. Δεν υπάρχει «άλλος» καπιταλισμός. Η επινόηση τής έννοιας τού «γνωσιακού καπιταλισμού» οφείλεται στην άκριτη υιοθέτηση των μεθόδων τής χυδαίας οικονομολογίας που επιδιώκει να καθορίσει το «μέτρο» τής ειδικής παραγωγικότητας κάθε «συντελεστή παραγωγής» (εργασία, κεφάλαιο, φύση). «Ανακαλύφθηκε» λοιπόν ότι η καταγεγραμμένη «αύξηση» των εν λόγω παραγοντικών παραγωγικοτήτων αντιστοιχεί σε ποσοστό μεταξύ 50% και 70% τής όλης οικονομικής «προόδου» (τ.έ. τής «ανάπτυξης»). Η παρατηρούμενη διαφορά αποδίδεται στους παράγοντες τής επιστήμης και τής τεχνολογίας, που θεωρούνται ότι συνιστούν από κοινού έναν τέταρτο, ιδιαίτερο «συντελεστή παραγωγής». Ορισμένοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι πρόκειται για την εκ νέου ανακάλυψη τού παράγοντα τής «γενικής διάνοιας», η σπουδαιότητα τού οποίου είχε επισημανθεί από τον ίδιο τον Μαρξ στο πλαίσιο τού ορισμού τής παραγωγικότητας τής κοινωνικής εργασίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο νέο στην προσέγγιση αυτή, καθώς σε όλα τα στάδια τής ανθρώπινης ιστορίας η εργασία ήταν — και παραμένει — άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κάθε φορά τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις (πβ. Du Capitalisme à la civilisation, Παράρτ. 2, σελ. 113-123). Η μεθοδολογία που ακολουθείται από τη συμβατική οικονομική θεωρία διαχωρίζει τεχνητά και αυθαίρετα την εργασία (καθώς και τα εργαλεία που αυτή μεταχειρίζεται στο σύνηθες πλαίσιο τής χρησιμοποίησής της) από τις απαραίτητες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητη η ίδια η έννοιά της (αυτόθι σελ. 77-84). Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει παρά μία μόνο παραγωγικότητα, αυτή τής κονωνικής εργασίας που χρησιμοποιεί τα κατάλληλα εργαλεία σε ένα δεδομένο φυσικό περιβάλλον και στη βάση συγκεκριμένων τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων που συγκροτούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο όλο. Ο Μαρξ συνθέτει ό,τι αποσυντίθεται στις ψευδοέννοιες τής χυδαίας οικονομολογίας, αναδεικνύοντας τη θεμελιώδη σημασία τής έννοιας τής αξίας, η οποία, με τη σειρά της, γίνεται εργαλείο αποτελεσματικής κριτικής τής καπιταλιστικής πραγματικότητας. Ο «γνωσιακός καπιταλισμός» είναι σχήμα οξύμωρο: μπορεί κανείς να κάνει λόγο για «γνωσιακή οικονομία», μόνο όταν θα έχουν εγκαθιδρυθεί κοινωνικές σχέσεις διαφορετικές από εκείνες στις οποίες στηρίχτηκε μέχρι σήμερα ο καπιταλισμός. Κόντρα στις σειρήνες των καιρών μας, επιχείρησα να κατανοήσω τις μεταβολές στις μορφές εκδήλωσης τού νόμου τής αξίας που οφείλονται στους μετασχηματισμούς τού σύγχρονου καπιταλισμού.

Στο βιβλίο μου Critique de l’air du temps (κεφ. V, σελ.66-80), έκανα την υπόθεση, εν είδει νοητικού πειράματος, ότι ο «καπιταλισμός» είχε ήδη πλήρως αναπτύξει τη δυναμική που προσδιορίζεται από την τάση μείωσης τής ποσότητας εργασίας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή υλικών αγαθών (ήτοι υλικός εξοπλισμός, μεταποιημένα προϊόντα και διατροφικά αγαθά) μέσω τής γενίκευσης τής αυτοματοποίησης τής παραγωγής. Υπέθεσα, λοιπόν, ότι οι παραγωγικοί τομείς θα απασχολούσαν πλέον ελάχιστο τμήμα τού διαθέσιμου εργατικού δυναμικού — εκ τού οποίου ένα ποσοστό θα απασχολείτο στην παραγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης (software), που θα ήταν αναγκαία για την παραγωγή υλικών αγαθών, ενώ ένα άλλο ποσοστό θα απασχολείτο στις υπηρεσίες κατανάλωσης. Κάτω από αυτές τις (υποθετικές) συνθήκες, οι σχέσεις κυριαρχίας τού κεφαλαίου θα εκφράζονται με την άνιση κατανομή τού παγκοσμίου εισοδήματος, με αποτέλεσμα η έννοια τής «αξίας» να αποκτά νόημα, μόνο εφόσον ληφθεί υπόψη η παγκόσμια διάσταση τού συστήματος. Η έννοια τής «αξίας» θα εξακολουθεί να υφίσταται εξαιτίας τής συνεχιζόμενης οικονομικής αλλοτρίωσης, καθώς η κοινωνία θα παραμένει εγκλωβισμένη στο σχήμα τής γενικής σπανιότητας των πόρων. Θα μπορούσε ένα τέτοιο σύστημα να αποκαλείται «καπιταλισμός»; Κατά πάσα πιθανότητα όχι, διότι θα επρόκειτο για ένα «νεο-δοσιματικό» (néo-tributaire) πολιτικό σύστημα που, σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές πρακτικές νομιμοποίησής του, θα στηρίζεται στη συστηματική άσκηση πολιτικής βίας με σκοπό τη διαιώνιση τής ανισότητας. Δυστυχώς, το σενάριο αυτό δεν ανήκει στην επιστημονική φαντασία. Ένα παγκόσμιο σύστημα αυτού τού τύπου βρίσκεται ήδη υπό κατασκευή. Για την περιγραφή του χρησιμοποίησα τον όρο «απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα». Προς αυτή την κατεύθυνση τείνει η λογική των δυνάμεων που δημιουργούν τους όρους για την αναπαραγωγή τού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, προς την κατεύθυνση τής δημιουργίας ενός «άλλου εφικτού κόσμου» που θα ξεπερνά σε βαρβαρότητα όλες, ακόμα και τις πιο απάνθρωπες, ταξικές κοινωνίες που γνώρισε ποτέ η ιστορία.


[1] [Δηλαδή, ισοδύναμα είναι τα δύο μοντέλα, εκφρασμένα είτε σε αξίες, είτε σε τιμές παραγωγής.]
[2] [Στην αγγλική μετάφραση, αναφέρεται εσφαλμένα ότι λ και γ >1.]
[3] [μέσα παραγωγής, κεφαλαιουχικά αγαθά]
[4] [Στην αγγλική μετάφραση, αναφέρεται εσφαλμένα: «μέσω τού συνδυασμού λ και 1e [αντί για γ]», βλ. κατωτέρω, παράρτημα «Καθορισμός των τιμών μονάδας».]
[5] [Στήλη «εξοπλισμός» 20e/30e και 10e/30e και στήλες «αναγκαία εργασία‒υπερεργασία» 80h/120h και 40h/120h.
[6] [μονάδων καταναλωτικών αγαθών]
[7] [Βλ. παράρτημα]
[8] [Τελευταία γραμμή τού πίνακα: 180F-(60F+60F)=60F· Προϊόν-(Εξοπλισμός+Μισθοί)=Υπεραξία]
[9] [Να σημειωθεί ότι, για τη σύνταξη τού δεύτερου πίνακα στη σελίδα 21 τής αγγλικής μετάφρασης, χρησιμοποιήθηκε η παραδοχή ότι, κατά τη φάση 2, οι τιμές των προϊόντων είναι μειωμένες κατά το ήμισυ (ενώ τα ωρομίσθια διπλασιάζονται, όπως συμβαίνει και εδώ). Για παράδειγμα, αντί για 120e x 2 = 240F, έχουμε 120e x 1 = 120F και, αντί για 120c x 1 = 120F, 120c x 0.5 = 60F.]
[10] Δεχόμαστε πάντα ότι τα επίπεδα παραγωγικής ικανότητας εκφράζονται σε αξίες.
[11] [Αυτή είναι η έννοια τής εντατικής συσσώρευσης, βλ. κατωτέρω.]
[12] [Στην αγγλική μετάφραση, παρεμβάλλεται η φράση: «ο πρώτος όρος τής εξίσωσης [1e] εκφράζει την αξία τού χρησιμοποιούμενου σταθερού κεφαλαίου Ε, αναγόμενου σε μια υλική μονάδα εξοπλισμού, όπου e η αξία κάθε μονάδας εξοπλισμού (e1 ≠ e2 ≠ e3 κ.ο.κ.)». Παρόμοιο σκεπτικό και για το c (αξία μονάδας καταναλωτικών αγαθών· βλ. κατωτέρω). Επίσης, στη θέση των παραμέτρων λ & γ χρησιμοποιούνται, με την ίδια έννοια, οι παράμετροι δ & ρ. Τέλος, χρησιμοποιείται μια επιπλέον παράμετρος [h: ah, bh, aδh, bρh κ.ο.κ.], που «μετράει το προϊόν μιας ώρας εργασίας εκφρασμένο σε αξία [και που] δεν πρέπει να συγχέεται με το ωρομίσθιο».]
[13] [Λύνουμε ως προς e (π.χ. e=a/(1-p)) και αντικαθιστούμε στη δεύτερη εξίσωση κ.ο.κ.]
[14] [Εναλλακτική ισοδύναμη διατύπωση στην αγγλική μετάφραση: «η συνολική υπεραξία που παράγεται στους δύο τομείς κατά τη διάρκεια μιας φάσης καθιστά δυνατή, [στη διάρκεια τής ίδιας φάσης], την αγορά τού συνόλου τής παραγωγής τού τομέα Ι».]
[15] [Με μισθό s [<1], 1-s υπεραξία, ποσοστό υπεραξίας t=(1-s)/s, για οργανικές συνθέσεις βλ. Imperialism and unequal development σελ.245.]
[16] [Εδώ υπάρχει λάθος στη γαλλική έκδοση, όπου αναφέρεται εσφαλμένα Ι αντί για ΙΙ.]
[17] [Με έντονους χαρακτήρες δηλώνονται τα λάθη στο αγγλικό κείμενο. Έλεγξα τις περιπτώσεις 3 και 4 (μέχρι και τους «ονομαστικούς μισθούς»).]
[18] Για τη συζήτηση σχετικά με τις «αγορές», βλ. Λένιν, Ο Οικονομικός Ρομαντισμός [«Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού. Ο Σισμοντί και οι οπαδοί του στη χώρα μας» (1897)], επίσης Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η συσσώρευση τού Κεφαλαίου (όπου εξετάζεται διεξοδικά η βιβλιογραφία τής εποχής) και Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, Οι βιομηχανικές κρίσεις στην σύγχρονη Αγγλία (1η γερμανική έκδοση: 1901). Για την παρέμβασή μου στη συζήτηση αυτή, βλ. Le Développement inégal [«Άνιση Ανάπτυξη»] σελ. 146 και επ.
[19] [25h:αναγκαία εργασία, 75h: υπερεργασία, 150e: προϊόν κ.ο.κ. Στην αγγλική μετάφραση, η στήλη «υπερεργασία» τού πίνακα τής σελ. 24 περιλαμβάνει εσφαλμένα και τις ώρες αναγκαίας εργασίας.]
[20] [Φάση 2, τελευταία σειρά, «Σύνολο»].
[21] [Φάση 2, Τομέας ΙΙ: 10e+20h]
[22] [Φάση 2, Τομέας Ι].
[23] [Φάση 3, 137,5h+12,5h=150h]
[24] E. H. Chamberlin, The Theory of Monopolist Competition, Βοστώνη 1931, Joan Robinson, Imperfect Competition, Λονδίνο 1935· Baran et Sweezy, Le Capitalisme monopolistique, Maspero 1968.
[25] P. Baran, L’Économie politique de la croissance, Maspero 1964· H. Magdoff, L’âge de l’impérialisme, Maspero 1970.
[26] [Για την ενότητα που ακολουθεί, χρησιμοποίησα την ελληνική μετάφραση των αποσπασμάτων στο «Νόμος τής Αξίας και ο ιστορικός υλισμός». (σελ. 37 και επ., 110 και επ.]
[27] [Στην αγγλική μετάφραση, δίνονται λανθασμένες τιμές για v΄1 και v΄2]
[28] [Από τις εξισώσεις, έχουμε 0.62p_{1}{}^{2}-0.48p_{2}{}^{2}-0.06p_{1}p_{2}=0,
με λύσεις p_{2}=-\frac{(\sqrt{2985}+3)\cdot p_{1}}{48}, p_{2}=-\frac{(\sqrt{2985}-3)\cdot p_{1}}{48}.
Στη συνέχεια λύνουμε ως προς p_{1}/p_{2}=0,9295=0,93]
[29] [Στη δεύτερη φάση, διπλασιάζονται οι συντελεστές των εξισώσεων: για παράδειγμα, όπου 0,2p1, έχουμε 0,4p1 κ.ο.κ. Να σημειωθεί επίσης ότι στην απλοποιημένη μορφή τού συστήματος, όπως προκύπτει μετά την αντικατάσταση των όρων w (w = 0.2p1 + 0.2p2), έχουμε p΄1 = 2p1 κ.ο.κ., με συνέπεια να διαιρούνται με το 2 οι συντελεστές των εξισώσεων.]
[30] [βλ. σημείωση 29]
[31] [ 0.56\cdot p_{1}{{}^2}-0.44\cdot p_{2}{{}^2}-0.08\cdot p_{1}\cdot p_{2}=0,
λύση: 0,96, όχι 0.98[;] (check again).]
[32] [Για την εκλογή «νομίσματος», δες «Νόμος τής Αξίας και Ιστορικός Υλισμός», σελ. 101 και επ.]
[33] [Το απόσπασμα σε αγκύλες υπάρχει μόνο στην αγγλική έκδοση και στην πρώτη έκδοση τού «Νόμου τής Αξίας» (πβ. κατωτέρω «Κριτήριο και νόμιμο χρήμα» [f (p1p2) = 1]).]
[34] [Πβ. πίνακα σελ. 23, όπου, για παράδειγμα, 0, 3p1 + 0, 5p2 = 0, 84.]
[35] [Εδώ παραλείπεται τμήμα τής επιχειρηματολογίας («περιβάλλουσες μη τεμνόμενες καμπύλες»), πβ. «Νόμος τής Αξίας και Ιστορικός Υλισμός», σελ. 115.]
[36] [σύγκριση κατά μήκος τού άξονα των τετμημένων w]
[37] [«ισότητα τιμών-αξιών» ή «ισότητα κερδών-υπεραξίας», πβ. «Νόμος τής Αξίας και Ιστορικός Υλισμός», σελ.103-05: «Η εκλογή νομίσματος δεν έχει λοιπόν σημασία σ’ ότι αφορά το πρόβλημα τού μετασχηματισμού … Αλλά αν η εκλογή τού νομίσματος μπορεί να είναι αυθαίρετη στην οικονομική θεωρία, δε συμβαίνει το ίδιο στο πεδίο τού ιστορικού υλισμού. Οι τιμές δεν σχηματίζονται ως σχετικές τιμές, αλλά ως απόλυτες τιμές που εκφράζονται σε νομισματικές μονάδες. Το χρήμα είναι βασική κατηγορία τής εμπορευματικής ανταλλαγής … »· και σελ. 49-50: «Στην εποχή τού Μαρξ, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών, ο κανόνας χρυσού (διπλή, εσωτερική και εξωτερική μετατρεψιμότητα) αποτελούσε τον κανόνα τού παιχνιδιού. Οι ροές τού κίτρινου μετάλλου επιδρούσαν στη διαφοροποίηση των επιτοκίων. Η πρακτική τής νομισματικής πολιτικής, δηλ. ο χειρισμός των επιτοκίων, αποτελούσε ένα μέσο παρέμβασης όσον αφορά τον προσανατολισμό των σχέσεων ανάμεσα στους εθνικούς σχηματισμούς … [Ωστόσο,] μια “οικονομική” θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι αδύνατη.»]
[38] [το σραφιανό μοντέλο]
[39] Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει καλύτερο παράδειγμα από το βιβλίο τού Μίσιο Μορισίμα με τίτλο Marx’s Economics (Cambridge UP, 1973).
[40] [«ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο», Κεφάλαιο τόμ. ΙΙΙ]
[41] [Ενδεικτικά: «την αξία των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της», Κεφάλαιο Ι]
[42] [«ανάγκη αύξησης των μισθών παράλληλα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων»].

 
3 Σχόλια

Posted by στο 29/07/2015 σε Κράτος, Οικονομία

 

«Κοινή Ευρώπη»-Ντ.Λοζούρντο

Ντ. Λοζούρντο, Αναθεωρητισμός στην Ιστορία, Κεφ. 4
[«Αποσχιστικός Πόλεμος μεταξύ των Λευκών», «Διεθνής Εμφύλιος», «Αμερικανικός Αιώνας» & «Δεύτερος Τριακονταετής Πόλεμος»] [το κείμενο σε pdf]

4.2. Το δράμα τής γερμανικής κουλτούρας: Από τον Βέμπερ στους Νόλτε & Χίλγκρουμπερ

Κάνοντας τον απολογισμό τού δεύτερου τριακονταετή πολέμου, διαπιστώνουμε τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η γερμανική κουλτούρα. Απέναντι σε μια παράδοση που, στα μάτια τουλάχιστον ενός οξυδερκούς παρατηρητή, χαρακτηρίζεται από κρίσιμα διακυβεύματα τόσο από υλικής όσο και από γεωπολιτικής πλευράς, η στροφή προς το πνεύμα ενός μάλλον ιστοριογραφικού αν όχι καθαρά πολιτικού ρεβανσισμού συνεχίζει να εμφανίζεται ανθεκτική. Πριν ακόμη σιγήσουν τα όπλα, ο Βέμπερ χλεύαζε τον υποτιθέμενο δημοκρατικό παρεμβατισμό τής Αντάντ, επισημαίνοντας ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, την χώρα που ανέλαβε στο εξής να ηγηθεί των συμμαχικών δυνάμεων στην σταυροφορία τους ενάντια στη Γερμανία, οι μαύροι όχι μόνο στερούνταν κάθε πολιτικού δικαιώματος αλλά υπόκειντο σε ένα λεπτομερέστατο καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού και σε αυστηρές νομοθετικές απαγορεύσεις όσον αφορά τη σύναψη μεικτών φυλετικών γάμων.[33] Τη στιγμή μάλιστα που θα ξεκινήσει η συζήτηση για την πολεμική «ευθύνη» με αφορμή τη συνθήκη των Βερσαλλιών, ο Βέμπερ θα υπογραμμίσει την ύπαρξη μιας ισχυρής «ιδεολογίας πολέμου» ακόμη και στις ΗΠΑ — και μάλιστα μεταξύ των «επιφανέστερων στρωμάτων τής “νέας Αμερικής”». Έτσι, το 1904, ήταν ένας διακεκριμένος αμερικανός ερευνητής που έδωσε κύρος στην ευρύτατα διαδεδομένη αλλά ωστόσο «εντελώς εσφαλμένη θεωρία για την υποτιθέμενη αναγκαιότητα ενός πολέμου για το εμπόριο»· στο βιβλίο τού Βέμπλεν, στο οποίο αναφέρεται ο Βέμπερ:

θα μπορούσε να διαβάσει κανείς το πασίχαρο συμπέρασμα ότι πλησίαζε ο καιρός που η πολεμική επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν στον τομέα τού παγκοσμίου εμπορίου θα αντιμετωπιζόταν εκ νέου ως μια έλλογη υπόθεση [a sound business view], πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την επαναφύπνιση τού φιλοπόλεμου πνεύματος και την αντικατάσταση τού άθλιου κυνηγιού των δολαρίων από ένα αίσθημα αξιοπρέπειας.[34]

Δεν είναι τυχαίο που ο Βέμπερ ήταν μεταξύ των πρώτων που επισήμαναν την έλευση τού «αμερικανικού αιώνα» — όπως θα αποκληθεί, δύο δεκαετίες αργότερα, το φαινόμενο αυτό τής ακαταμάχητης ανόδου μιας νέας δύναμης προσηλωμένης στον στόχο τής «οικονομικής υπεροχής» και τής «παγκόσμιας ηγεμονίας» κατά το πρότυπο τής αρχαίας Ρώμης.[35]

Παρ’ όλ’ αυτά η βούληση απομυθοποίησης τής κοινότοπης μανιχαϊκής ερμηνείας τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης στην οποία προβαίνουν οι νικητές τού πολέμου δεν συνοδεύεται από κανένα αυτοκριτικό απολογισμό τής ιστορίας τού γερμανικού ιμπεριαλισμού, τής οποίας γνώστης ήταν δίχως άλλο ο Βέμπερ, αφού ήδη στα τέλη τού 19ου αιώνα είχε προβλέψει με βεβαιότητα το επικείμενο τέλος τού «διαλείμματος τού φαινομενικά ειρηνικού ανταγωνισμού» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.[36] Με το ενδιαφέρον του στραμμένο στον αγώνα ενάντια στον τσαρισμό, ο μεγάλος κοινωνιολόγος εξακολουθεί αντιθέτως να υποστηρίζει το γερμανικό σκεπτικό: η ίδια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν συμμεριζόταν, άλλωστε, την εκτίμηση ότι «ο πόλεμος ενάντια σε ένα τέτοιο σύστημα ήταν ένας δίκαιος πόλεμος»;[37] Ο αγώνας για τη «συντριβή τού τσαρισμού» δεν μπορούσε επομένως παρά να είναι ένας «καλός πόλεμος».[38] Αν και αντικείμενο αποδοκιμασίας, καθόσον ασκείται από τις δυνάμεις τής Αντάντ, ο δημοκρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται ως πλήρως νομιμοποιημένος στην περίπτωση τής ανατολικής εκστρατείας τής αυτοκρατορίας τού Γουλιέλμου τού Β΄. Στο τέλος όμως η εν λόγω ιδεολογία διαψεύδεται από τον ίδιο τον Βέμπερ, όταν δηλώνει ότι «έχουμε συντρίψει τον τσαρισμό, αλλά η αντιπαράθεσή μας με την Ανατολή δεν θα λάβει ποτέ τέλος».[39] Εν προκειμένω, η αιωνιότητα τής διαπάλης μοιάζει να παραπέμπει, όχι τόσο στα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος, όσο στην γεωπολιτική ή, ακόμη χειρότερα, στο μοτίβο τής αιώνιας αντίθεσης μεταξύ σλάβων και γερμανών. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που υπονοείται είναι ότι ο πόλεμος εναντίον τής Γαλλίας, μιας χώρας που ανέκαθεν ενδιαφερόταν να έχει «έναν αδύναμο γείτονα»,[40] δεν χρειάζεται καν να καταστεί αντικείμενο αυτοκριτικού αναστοχασμού — πόσο δε μάλλον ο επιβεβλημένος και δίκαιος πόλεμος εναντίον τής Ρωσίας: «Το δυστύχημα για μας ήταν ότι ο πόλεμος αυτός εξελίχθηκε σε πόλεμο εναντίον τής Δύσης, εναντίον τού αγγλοσαξωνικού κόσμου».[41]

Είναι αλήθεια ότι εν μέσω τής διαμάχης που ξέσπασε για την «ευθύνη» και τις «φρικαλεότητες» τού πολέμου ο Βέμπερ δεν θα διστάσει να καταγγείλει τον «προφανώς παράνομο» και απάνθρωπο «αγγλικό ναυτικό αποκλεισμό» που προκάλεσε «επτακόσια πενήντα χιλιάδες περίπου» θύματα μεταξύ τού αμάχου γερμανικού πληθυσμού.[42] Και όμως, η βαθύτερή του πρόθεση από πλευράς ιστοριογραφίας και πολιτικής συνίσταται στη θεραπεία τού ατυχούς σχίσματος ανάμεσα στη Γερμανία και τις αγγλοσαξωνικές χώρες και στην αποκατάσταση τής ενότητας τού πολιτισμένου κόσμου, θέτοντας, για το σκοπό αυτό, στο εδώλιο των κατηγορουμένων την τσαρική και μετέπειτα μπολσεβίκικη Ρωσία. Η ίδια τάση συναντάται αργότερα και στον Σμιτ, ο οποίος, ήδη από τα πρώτα χρόνια τού μεσοπολέμου, θα καταδικάσει τον αγγλικό «θαλάσσιο πόλεμο» και «ναυτικό αποκλεισμό» ως μορφές ολικού πολέμου που καταργούν την «ηπειρωτική διάκριση μεταξύ εμπολέμων και αμάχων» και πλήττουν αδιακρίτως «το σύνολο τού πληθυσμού τής ζώνης στην οποία επιβάλλεται ο αποκλεισμός».[43] Κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο, ο Σμιτ θα επαναλάβει την καταγγελία του αυτή, όσον αφορά ειδικότερα τις πολεμικές επιδόσεις τού αγγλοαμερικανικού αεροστόλου, υποστηρίζοντας ότι δυνητικά επρόκειτο για έναν «καθαρά εξοντωτικό πόλεμο».[44] Εντούτοις, ο γερμανός δημοσιολόγος θα επιρρίψει, κατ’ ανάλογο τρόπο, το μεγαλύτερο μερίδιο τής ευθύνης για την εμφάνιση τού ολικού πολέμου, όπως επίσης και για τις γενοκτονίες και τις σφαγές που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα, στην επαναστατική παράδοση, τής οποίας επιστέγασμα ήταν η μπολσεβίκικη οκτωβριανή επανάσταση. Σύμφωνα με τον Σμιτ, το σφάλμα των δυτικών εχθρών τής Γερμανίας συνίστατο κυρίως στο ότι έθεσαν σε κρίση το jus publicum europeum [ευρωπαϊκό δημόσιο δίκαιο], διακυβεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ενότητα τού πραγματικά πολιτισμένου κόσμου.

Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει και τις κριτικές αναφορές τού Νόλτε στα γεγονότα τής Δρέσδης ή την εκτίμησή του για την ύπαρξη μιας «σαφούς και απροκάλυπτης γενοκτονικής» πρόθεσης εκ μέρους τού Τσέρτσιλ, όταν ο τελευταίος δήλωνε, σε ομιλία του το 1941, ότι:

Υπάρχουν σήμερα λιγότεροι από 70 εκ. κακοήθεις ούννοι, εκ των οποίων ορισμένοι είναι ιάσιμες περιπτώσεις, ενώ άλλοι είναι, για να το πω απλά, για σκότωμα· πολλοί εξ αυτών συμμετέχουν ήδη ενεργά στην καταπίεση των αυστριακών, των τσέχων, των πολωνών, των γάλλων και πολλών άλλων ιστορικών, αρχαίων φυλών, τις οποίες λεηλατούν και καταδυναστεύουν.[45][i]

Προς επίρρωση τής θέσης του, ο γερμανός ιστορικός θα αποδώσει τη λέξη «others» που χρησιμοποιεί ο Τσέρτσιλ ως «die Anderen», έτσι ώστε το υποτιθέμενο νόημα να είναι ότι θα έπρεπε να εξοντωθούν όλοι οι υπόλοιποι γερμανοί εκτός από τους ελάχιστους που θα μπορούσαν να «ανανήψουν». Και όμως, για μια ακόμη φορά και παρά την μάλλον ακραία αυτή υπερβολή (δεδομένου τού ότι, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, ο άγγλος πολιτικός είχε πράγματι κατά νου ένα σχέδιο μαζικής εκκαθάρισης των «ούνων»), ο Νόλτε θα εστιάσει τα πυρά του στην ασιατική και μπολσεβίκικη βαρβαρότητα. Η σύγκλιση των πολλαπλών οπτικών ανάλυσης τού δεύτερου τριακονταετή πολέμου με κοινό πλέον παρονομαστή την κατηγορία τού διεθνούς εμφυλίου επιτελείται σε συνάρτηση με την απόδειξη τής πρότασης ότι η μοναδική γνήσια αντίφαση των υπό εξέταση δεκαετιών είναι αυτή τής σύγκρουσης ανάμεσα στη Δύση συνολικά (συμπεριλαμβανομένης εδώ και τής Γερμανίας) και τον κομμουνισμό. Ως εκ τούτου, όμως, καθίσταται δυσεξήγητο το γεγονός τής μη εμπλοκής τής Σοβιετικής Ένωσης στην παγκόσμια σύρραξη πριν από την έναρξη τής επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Εν προκειμένω, ο γερμανός ιστορικός επιχειρεί να παρακάμψει τη δυσκολία αυτή επισημαίνοντας απλώς τον «παράδοξο» χαρακτήρα των εν λόγω εξελίξεων.[46]

Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και τον Α. Χίλγκρουμπερ, ο οποίος είναι αλήθεια ότι εφιστά την προσοχή στο ότι ήταν η αγγλική κυβέρνηση που πίεζε για τη «μαζική μεταφορά πληθυσμών από τα ανατολικογερμανικά εδάφη και τη Σουδητία», καθώς και στο ότι η ιδέα τής «εκτόπισης στη Σιβηρία των γερμανών τής Ανατολικής Πρωσίας και τής Άνω Σιλεσίας» διατυπώθηκε το πρώτον από τον άγγλο υφυπουργό Σάρτζεντ. Ο γερμανός ιστορικός μάλιστα θα σκιαγραφήσει το πορτραίτο ενός Στάλιν που ενδίδει, με μισή καρδιά, «στις πιέσεις τού Μπένες [;] για τη βίαιη μετακίνηση των γερμανών σουδητών από το έδαφος τής ανασυσταθείσης Τσεχοσλοβακίας».[47] Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτές αποδεικνύονται ασήμαντες, όταν έρχεται η στιγμή τού γενικού απολογισμού. Ξανά και ξανά, η «βαρβαρότητα» εντοπίζεται εκτός τής Δύσης — στους κόλπους τής οποίας η Γερμανία προσδοκά να γίνει ξανά δεκτή με όλες τις πρέπουσες τιμές. Εδώ αναγνωρίζουμε την κοινή κατευθυντήρια γραμμή τού φαινομένου τού γερμανικού αναθεωρητισμού στο σύνολό του. Τα εγκώμια και οι ευχαριστίες εκ μέρους τού Νόλτε κάθε άλλο παρά εμποδίζουν τον Φυρέ, όταν ασχολείται με τη συγγραφή τής ιστορίας τού 20ού αιώνα, να ταυτιστεί με την εμπειρία των πρωταγωνιστών τής αντι-γερμανικής σταυροφορίας. Και, όπως συμβαίνει και με τις συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, βλέπουμε και εδώ να επιχειρείται, στο μέτρο τού δυνατού, η δημιουργική ανασύνθεση των διαφόρων ρευμάτων τού αναθεωρητισμού στη βάση τής αποκατάστασης τής ενότητας τής Δύσης και τής καταγγελίας τού ανατολίτικου-μπολσεβίκικου Οκτώβρη.

Εκείνο λοιπόν που προέχει είναι να ξαναγραφεί η ιστορία τής ΕΣΣΔ. Πρόσφατα δε κυκλοφόρησαν και βιβλία που επιχειρούν να δείξουν ότι η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα προηγήθηκε μόλις τής επίθεσης που είχε προγραμματιστεί από τον Στάλιν κατά τής Γερμανίας.[48] Αυτή όμως η θέση κινδυνεύει να υπονομεύσει μια από τις βασικές κατηγορίες τού κατηγορητηρίου εναντίον τής μπολσεβίκικης επανάστασης, που, όπως μας πληροφορεί ο Φυρέ, θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος το οποίο θα τιμούσε μέχρι τέλους τη συμμαχία του με τον Χίτλερ. Πιθανώς για να αποφύγει αντιφάσεις αυτού τού είδους, ο ιστορικός αναθεωρητισμός προκρίνει μια διαφορετική επιχειρηματολογική στρατηγική. Επιχειρείται επομένως να δειχθεί ότι ο πόλεμος τής ΕΣΣΔ εναντίον τής Γερμανίας είναι ανάλογος με αυτόν που εξαπέλυσε το Γ΄ Ράιχ με την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα· υποστηρίζεται έτσι ότι η σοβιετική πολεμική αντεπίθεση στο έδαφος τής ανατολικής Ευρώπης προκαλεί αδιακρίτως θύματα μεταξύ των κρατουμένων πολέμου και τού άμαχου πληθυσμού. Πέραν τής κατανοητής επιθυμίας για εκδίκηση, τα δεδομένα αυτά μοιάζουν να παραπέμπουν, σύμφωνα με τον Χίλγκρουμπερ, στον εγγενώς «βάρβαρο» χαρακτήρα «τής σοβιετικής αντίληψης για τον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου».[49]

Ο a priori χαρακτήρας τής δήλωσής αυτής συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι ο ιστορικός δεν επιχειρεί καν να προβεί σε μια συγκριτική ανάλυση με τα τεκταινόμενα στα άλλα μέτωπα τού Β΄ ΠΠ ή με τη συμπεριφορά που επέδειξαν τα αντι-μπολσεβίκικα ρωσικά στρατεύματα που, σε συνεργασία με τους Ναζί, έσπειραν τον τρόμο σε περιοχές όπως η Καρνία.[50][ii] Κυρίως όμως απουσιάζει κάθε μορφή συγκριτικής ανάλυσης με τη συμπεριφορά τού τσαρικού στρατού στην ανατολική Πρωσία είκοσι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης. Στις 23 Αυγούστου τού 1914, ένας συνεργάτης τού Λούντερντορφ σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Δεν υπήρξε και, αναμφίβολα, δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά άλλος πόλεμος σαν αυτόν, όπου οι συγκρούσεις έφθασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα κτηνώδους βίας. Οι ρώσοι κατακαίουν και καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους».[51] Ομοίως, στο έργο τού Χίλγκρουμπερ, απουσιάζει κάθε προσπάθεια αυτοκριτικού στοχασμού όσον αφορά τη συμβολή που είχε ήδη παράσχει η προχιτλερική Γερμανία στην ερμηνεία μέσα από ένα φυλετικό πρίσμα τής πάλης μέχρι θανάτου που εκτυλισσόταν στην Ανατολή. Στις παραμονές τού πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Γουλιέλμος ο Β΄ βλέπει να διαγράφεται στον ορίζοντα «η τελική μάχη ανάμεσα στους σλάβους και τους γερμανούς»· «δεν πρόκειται καθόλου για ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα, αλλά για ένα καθαρά φυλετικό ζήτημα […]. Το ερώτημα πλέον είναι αν, στην Ευρώπη, θα ανήκει κανείς ή όχι στη γερμανική φυλή».[52] Οι πολεμικοί στόχοι προς επίτευξη είναι επίσης πρωτοφανείς. Το Β΄ Ράιχ επιδιώκει να «προκαλέσει τη διάσπαση τής Ρωσίας, προκειμένου να απωθηθεί ο ανατολικός γείτονας στα προγενέστερα σύνορα, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί προ τής βασιλείας τού Μεγάλου Πέτρου».[53] Μετά την ειρήνη τού Μπρεστ-Λίτοβσκ και το ξέσπασμα τού εμφυλίου, ιθύνοντες κύκλοι τής βιλχελμιανής αυτοκρατορίας στοιχημάτιζαν όχι μόνο σε μια ενδεχόμενη μελλοντική επέκταση των εδαφικών κατακτήσεων, αλλά ακόμη και στην ολοκληρωτική αποσύνθεση τής Ρωσίας. Για τον Γουλιέλμο τον Β΄, «δεν [υπήρχε] καμία δυνατότητα για ειρήνη μεταξύ σλάβων και γερμανών».[54] Αυτό ακριβώς το πρόγραμμα κληρονόμησε και ριζοσπαστικοποίησε ο Χίτλερ.

Η θέση, άλλωστε, τού Χίλγκρουμπερ διαψεύδεται και από τα κείμενα και τις πηγές που περιέχονται στον συλλογικό τόμο στον οποίο παραπέμπει.[55] Υπήρξαν βέβαια κάποια περιστατικά σφαγών, αλλά συγχρόνως απευθύνθηκαν εκκλήσεις από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές προς τους στρατιώτες, προκειμένου να αντιμετωπισθούν με αξιοπρέπεια και σεβασμό οι αιχμάλωτοι πολέμου και ο άμαχος πληθυσμός και να αποφευχθούν «συμπεριφορές ανάρμοστες για τον Κόκκινο Στρατό»· διαβάζουμε, επί παραδείγματι, για τις επανειλημμένες παραινέσεις και συστάσεις όσον αφορά τον διαχωρισμό των καλών από τα σάπια μήλα στο εχθρικό στράτευμα, δεδομένου ότι «καθήκον μας είναι να φροντίσουμε ώστε ο γερμανός στρατιώτης να συμπαραταχθεί στο πλευρό τού Κόκκινου Στρατού». Θα μπορούσε ακόμη κανείς να μείνει απλώς στη διαπίστωση τού επιμελητή τού εν λόγω συλλογικού τόμου, ότι δηλαδή οι άνωθεν εντολές βρίσκονταν σε προφανή αναντιστοιχία με την πραγματική συμπεριφορά στα πεδία των μαχών και τα κατεχόμενα εδάφη.[56] Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι τις πρώτες μέρες τού Φεβρουαρίου τού 1945 οι σοβιετικές αρχές κατέβαλαν «κάθε προσπάθεια για να μετριάσουν το εκδικητικό μένος των στρατιωτών τους», οι οποίοι, διασχίζοντας «ορισμένες από τις πλέον κατεστραμμένες από τον δεύτερο τριακονταετή πόλεμο περιοχές»,[57] βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα κάνει τον Ρούσβελτ να πει ότι «διψάει για το αίμα των γερμανών». Όσον δε αφορά τους σοβιετικούς στρατιώτες, είναι αδιαμφισβήτητη η σημασία τού κινήτρου τής προσωπικής εκδίκησης που επιδίωκαν να πάρουν οι νεοσύλλεκτοι χωρικοί — ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των οποίων είδαν συγγενικά τους πρόσωπα να εκτελούνται, να βασανίζονται ή να εκτοπίζονται ως δούλοι των κατακτητών. Δεν τίθεται καν θέμα ύπαρξης σχεδίου πολιτικής εξόντωσης. Για παράδειγμα, είναι κάθε άλλο παρά τυχαίο το ότι «οι πράξεις βαρβαρότητας που διεπράχθησαν από τους ρώσους» αντιμετωπίσθηκαν συχνά από το στρατιωτικό επιτελείο με αυστηρότατα μέτρα καταστολής, όπως ήταν η καταδίκη των υπευθύνων σε ποινές υπηρεσίας στα «πειθαρχικά τάγματα».[58]

Από την άλλη, όμως, πλευρά, ο ίδιος ο Χίλγκρουμπερ επισημαίνει το γεγονός ότι «η ιδέα μιας εθνοφυλετικής ανασύνθεσης τής περιοχής» πρωτοεμφανίστηκε «στη διάρκεια των εθνοτικών διαμαχών στην περιφέρεια τής Ευρώπης», ήδη κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο[59] και, επομένως, σε χρονικό σημείο προγενέστερο τής οκτωβριανής επανάστασης. Υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για την προαναφερθείσα αναφορά στη «σοβιετική αντίληψη για τον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου» πέραν τής ιδεολογικής προκατάληψης βάσει τής οποίας επιχειρείται η εξίσωση τής ναζιστικής με την κομμουνιστική «βαρβαρότητα»; Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η σαφής διαφορά μεταξύ των όρων τής σύγκρισης προκύπτει από την εικόνα που σκιαγραφεί ο ίδιος ο γερμανός ιστορικός: ο Χίτλερ επιδίωκε να «οικοδομήσει στα ερείπια τής ΕΣΣΔ μια γερμανική αυτοκρατορία μέσω τής εξαφάνισης τής μπολσεβίκικης άρχουσας τάξης, τού μαζικού αποδεκατισμού τού σλαβικού πληθυσμού και τής συστηματικής εξόντωσης των εβραίων»·[60] ο «πραγματικός αγώνας για επιβίωση» στον οποίο υποχρεώθηκε να επιδοθεί η ΕΣΣΔ ώθησε τον Στάλιν να «ενισχύσει την ασφάλεια τής χώρας μέσω τής επέκτασης προς δυσμάς τής σοβιετικής επικράτειας, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο συνεπαγόταν την αναστροφή ή ανατροπή τής πολιτικής δημιουργίας “υγειονομικού κλοιού” που είχε πρωτοεφαρμοστεί τη διετία 1919-20 με σαφώς εχθρικές προθέσεις έναντι τής ΕΣΣΔ»[61]. Είναι προφανές ότι ο σκοπός τής ένταξης τής Γερμανίας στη σφαίρα επιρροής τής Μόσχας, για την επιδίωξη τού οποίου χρησιμοποιήθηκαν, ομολογουμένως, σκληρότατα μέσα, δεν έχει καμία σχέση με το χιτλερικό σχέδιο περιαγωγής των «ιθαγενών» τής ανατολικής Ευρώπης στο καθεστώς των ερυθρόδερμων τής Βορείου Αμερικής.

Δεν έχει νόημα να κατηγορεί κανείς το καθεστώς που γεννήθηκε από την οκτωβριανή επανάσταση για το ότι αποδύθηκε σε έναν αγώνα που έλαβε τα χαρακτηριστικά τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου και, συγχρόνως, σε έναν πόλεμο φυλετικής εξολόθρευσης. Αυτές οι δύο μορφές σύγκρουσης διαφέρουν ριζικά, καθόσον βασίζονται σε διαφορετικούς τύπους «αποπροσδιορισμού» [déspécification][iii] που δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι το όριο ανάμεσα στον ηθικοπολιτικό και τον νατουραλιστικό «αποπροσδιορισμό» είναι ασταθές και ευμετάβλητο και ότι ορισμένες δηλώσεις και εκκλήσεις, το περιεχόμενο των οποίων στόχευε στην απανθρωποποίηση τού γερμανικού λαού στο σύνολό του, υπερέβησαν το όριο αυτό. Εδώ όμως γίνεται αισθητό το βάρος τής παλιότερης πολιτικο-πολιτισμικής παράδοσης και όχι τής υποτιθέμενης πολεμικής ιδεολογίας τής οκτωβριανής επανάστασης. Θα δούμε στη συνέχεια ότι οι Σοβιετικοί κατέβαλαν συστηματικές προσπάθειες προκειμένου να πάρουν με το μέρος τους όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες, αξιωματικούς και ακόμα και στρατηγούς τού εχθρικού στρατού. Το ξέσπασμα τού εμφυλίου στη Γερμανία προϋπόθετε τον κάθετο διχασμό τής χώρας και όχι τη μονολοθική αντιμετώπισή της ως μιας ενιαίας μάζας καταδικασμένης σε εξαφάνιση. Ακόμη και από τον ίδιο τον Νόλτε αναγνωρίζεται «ένα προτέρημα στον σοβιετικό κομμουνισμό»:

Κατά τη διάρκεια τού πολέμου, [ο κομμουνισμός] υιοθέτησε για μικρό μόνο διάστημα την αποκαλούμενη σήμερα «ρατσιστική» θεώρηση («Σλάβοι εναντίον Γερμανών»), πριν ασπαστεί εκ νέου την αντίληψη ότι ο γερμανικός λαός αποτελούνταν από εθνικοσοσιαλιστές ή φασίστες, από αντιφασίστες, από μη εθνικοσοσιαλιστές και τέλος από αντι-εθνικοσοσιαλιστές. Το περί ου ο λόγος «υποκείμενο» συγκροτούνταν στη βάση τού εθνικο-σοσιαλισμού ή και στη βάση τού μονοπωλιακού κεφαλαίου που υποκρυπτόταν πίσω από αυτόν. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας μάλλον ιστορικής αντίληψης, την ίδια μάλιστα στιγμή που στη Δύση, όλως παραδόξως, εμφανιζόταν μια θεώρηση που αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, πιστό αντίγραφο τής προσφιλούς στον εθνικοσοσιαλισμό αντίληψης, σύμφωνα με την οποία οι λαοί αποτελούσαν τα μόνα υποκείμενα. Η πολεμική φιλολογία των συμμάχων απέπνεε την ίδια αίσθηση υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που οδηγεί από τον Αρμίνιο στον Χίτλερ ή από τον Λούθηρο στον Χίτλερ κ.ο.κ.[62]

Με τη σειρά της, η ιστορικός Ντέμπορα Ε. Λίπσταντ, υιοθετώντας θέσεις διαμετρικά αντίθετες από αυτές τού αναθεωρητισμού, έρχεται να καταδικάσει τους κομμουνιστές, επειδή δίδαξαν ότι «οι φασίστες (και όχι οι γερμανοί) ήταν εκείνοι που σκότωναν τους κομμουνιστές (και όχι τους εβραίους)», αναιρώντας έτσι το «χαρακτηριστικά εβραϊκό στοιχείο τής τραγωδίας» που διαδραματίστηκε στο Γ΄ Ράιχ.[63] Όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόκειται για έναν προβληματικό, αν όχι εντελώς αυθαίρετο, ισχυρισμό. Τουλάχιστον εδώ αναγνωρίζεται, έστω και με τίμημα την ανωτέρω ιδιαίτερα αρνητική αξιολογική κρίση, ότι η μαρξιστική διδασκαλία όσον αφορά την ανάλυση τού συγκεκριμένου παρεμπόδισε ή απέτρεψε την ταύτιση των γερμανών με τους ναζί.

Δίνοντας έμφαση στα αντικειμενικά γνωρίσματα τού ιμπεριαλισμού, ο Λένιν είχε αρνηθεί να καταλογίσει την αποκλειστική ευθύνη για το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ στη Γερμανία βάσει τής καθαρά ανεδαφικής κατασκευής ενός υποτιθέμενα φιλοπόλεμου γερμανικού λαού που, στη συντριπτική του πλειοψηφία και καθ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, χαρακτηριζόταν από άκρατο μιλιταρισμό. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι, κατά τη σύναψη τής ειρήνης τού Μπρεστ-Λιτόφσκ, που ο Λένιν καταδίκασε ως ληστρική, ο μπολσεβίκος ηγέτης συνέκρινε την πάλη τής νέας σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό με τον αγώνα ενάντια στην εισβολή και κατοχή τού στρατού τού Ναπολέοντα, που είχε στο παρελθόν διεξάγει η Πρωσία, κάτω όμως από την ηγεσία των Χοεντσόλερν, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να διστάσει να χαρακτηρίσει τον ίδιο τον Ναπολέοντα «πειρατή που δεν διέφερε σε τίποτα από τους σημερινούς Χοεντσόλερν».[64] Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αντίδρασης και προόδου, όπως και μεταξύ των δυνάμεων τής ειρήνης και τού πολέμου, δεν μπορεί να καθοριστεί άπαξ και διαπαντός και, εν πάση περιπτώσει, δεν δύναται ποτέ να ταυτιστεί με κάποια εθνικά σύνορα. Επομένως, είναι αναγκαία κάθε φορά η συγκεκριμένη ανάλυση τής συγκεκριμένης κατάστασης. Και ενώ αρχικά ο Λένιν θα επικαλεστεί — την ίδια ακριβώς ώρα που ο στρατός τού Γουλιέλμου κατάγει περιφανείς νίκες — το ενδεχόμενο εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό ακόμη και εντός τής Ευρώπης, δεν θα διστάσει, στη συνέχεια, να καταγγείλει την εθνική καταπίεση την οποία υφίσταται ο γερμανικός λαός. Είτε εξαιτίας των οικονομικών ρητρών που περιελήφθησαν στη συνθήκη των Βερσαλιών, είτε επειδή, μέσω τής ρήτρας ενοχής, καταλογίστηκε στη Γερμανία η πλήρης ευθύνη για τον πόλεμο, η εν λόγω συνθήκη εμφανίζεται στα μάτια τού μπολσεβίκου ηγέτη ως εξαιρετικά εκδικητική και βάρβαρη, ακόμη και εν συγκρίσει με εκείνη τού Μπρεστ-Λιτόφσκ. Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά έκφραση τής ίδιας ιμπεριαλιστικής αρπακτικότητας, την οποία οι δυνάμεις τής Αντάντ θεωρούν, αδίκως, ότι συνιστά εγγενές χαρακτηριστικό των γερμανών ή καλύτερα των ούννων. Στο λενινιστικό εννοιολογικό σύμπαν δεν έχει θέση η φυλετική ταυτοποίηση των γερμανών ως ούννων ή ως βανδάλων, μια μορφή φυλετικοποίησης που, όπως θα δούμε, αντιθέτως, εξαπλώνεται στις τάξεις των δυτικών εχθρών τής Γερμανίας.

Από μια άλλη άποψη, η επαναστατική ρήξη διαιρεί στα δύο την ίδια τη ρωσική ιστορία: οι πρώτες φασιστικές συμμορίες, οι επονομαζόμενες «λευκές φρουρές», παρομοιάζονται από τον Λένιν με τις μαύρες εκατονταρχίες, τις ένοπλες συμμορίες τής αντίδρασης στην τσαρική Ρωσία. Διδασκόμενος από τη συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία, ο Κίροφ, λίγο μετά την άνοδο τού Χίτλερ στην εξουσία, θα αποκηρύξει «τον γερμανικό φασισμό, με τον αντισημιτισμό του, την ιδεολογική του εμμονή στις διώξεις και τα πογκρόμ, την αντίληψη περί ανώτερων και κατώτερων φυλών» ως ιδεολογικό απόγονο των «μαύρων εκατονταρχιών».[65] Η χιτλερική εισβολή δεν αρκεί για να γεφυρωθεί το ρήγμα που υπέστη η ρωσική ιστορία. Παρά τις ανείπωτες απώλειες και καταστροφές που προκλήθηκαν από την επίθεση και παρά το ότι το επιθετικό εγχείρημα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο συνέχειας που ανάγεται στο απώτερο παρελθόν των τευτόνων ιπποτών, τους οποίους εξάλλου επικαλείται ρητά ο «Αγών μου»,[66] ο Στάλιν δεν είναι καθόλου πρόθυμος να προβεί στη φυλετικοποίηση και τη συλλήβδην καταδίκη τού γερμανικού λαού. Όπως δηλώνει τον [Φεβρουάριο] τού 1942:

Θα ήταν γελοίο να ταυτίσουμε την χιτλερική κλίκα με τον γερμανικό λαό ή με το γερμανικό κράτος. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι Χίτλερ έρχονται και φεύγουν, αλλά το γερμανικό κράτος, ο γερμανικός λαός μένει. Η δύναμη τού Κόκκινου Στρατού έγκειται στο γεγονός ότι δεν τρέφει, δεν μπορεί να τρέφει κανένα φυλετικό μίσος για κανέναν λαό, ούτε ακόμη και για τον γερμανικό λαό. [67][iv]

Επομένως, η στάση τού Στάλιν δείχνει πόσο ελάχιστα ήταν διατεθειμένος να ταυτίσει την ιστορία τής Γερμανίας με αυτή τού Γ΄ Ράιχ, πράγμα που, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε, όταν απηύθυνε μια φλογερή έκκληση για εθνική ενότητα στον «πατριωτικό αγώνα» ενάντια στον εισβολέα, να καταδικάσει το ναζιστικό καθεστώς ως συνέχεια, από πλευράς ορισμένων ουσιωδών πτυχών, τού τσαρικού καθεστώτος που κατέρρευσε μετά τη ρωσική επανάσταση:

Το χιτλερικό καθεστώς είναι ουσιαστικά αντίγραφο τού αντιδραστικού εκείνου καθεστώτος που υπήρχε στη Ρωσία με τον τσαρισμό. Είναι γνωστό, πως οι χιτλερικοί με την ίδια προθυμία καταπατούν τα δικαιώματα των εργατών, τα δικαιώματα των διανοουμένων και τα δικαιώματα των λαών, όπως τα καταπατούσε το τσαρικό καθεστώς, πως με την ίδια προθυμία οργανώνουν μεσαιωνικά πογκρόμ κατά των Εβραίων, όπως τα οργάνωνε και το τσαρικό καθεστώς.
Το χιτλερικό κόμμα είναι κόμμα των εχθρών των δημοκρατικών ελευθεριών, κόμμα τής μεσαιωνικής αντίδρασης και των πιο φανατικών πογκρόμ.

Δεν πρόκειται για κάποιο μεμονωμένο περιστατικό· οι ναζί στιγματίζονται διαρκώς ως «πρωταγωνιστές των πογκρόμ», ενώ επίσης υπογραμμίζεται ότι επιχειρούν, εις μάτην, να συγκαλύψουν ή να εξωραΐσουν τον «πογκρομιστικό, αντιδραστικό τους χαρακτήρα».[68] Ανεξάρτητα από την όποια ηθικο-πολιτική αξιολόγηση τού Στάλιν, δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι, στη βάση τής λενινιστικής διδασκαλίας, ο σοβιετικός ηγέτης επισήμανε ότι οι γενεσιουργές αιτίες και οι συγκεκριμένες εκφάνσεις τού πολέμου «δεν μπορούν να αναχθούν στην ιδιοσυγκρασία των γιαπωνέζων ή των γερμανών».[69] Όταν, προς το τέλος τού πολέμου, ο συγγραφέας Έρενμπουργκ, σε μια στιγμή αδυναμίας, δήλωσε ότι οι γερμανοί ήταν «όλοι τους ίδιοι», η Πράβδα παρενέβη καταδικάζοντας απερίφραστα τις στερεοτυπικές αυτές αντιλήψεις και υπενθυμίζοντας την προαναφερθείσα δήλωση τής 23ης Φεβρουαρίου τού 1942 τού σοβιετικού ηγέτη.[70] Δεν αποκλείεται βεβαίως η στάση αυτή να υπαγορεύτηκε για λόγους προπαγάνδας ή, εξίσου πιθανό, να ήταν απόρροια διπλωματικών υπολογισμών. Ωστόσο, αυτό δεν ακυρώνει ούτε στο ελάχιστο τη σημασία της.

4.3 Το δράμα τής γερμανικής κουλτούρας: Από τον Σουμπέτερ στον Χάμπερμας

Δίπλα στην ιστοριογραφική και πολιτισμική παράδοση που έλκει την καταγωγή της από το έργο τού Νόλτε και τού Χίλγκρουμπερ εμφανίζεται στη Γερμανία και μια άλλη, φαινομενικά αντίθετη προς αυτή προσέγγιση, η οποία βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι, υιοθετώντας δουλικά την ιδεολογία των νικητών, συμβάλλει στην προαγωγή τής ειρηνικής και δημοκρατικής αναγέννησης τής χώρας. Στις ηττημένες Κεντρικές Αυτοκρατορίες, τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο, οι φιλελεύθεροι κύκλοι, καθώς και οι κύκλοι που ήταν ιδεολογικά συγγενείς με τη μερίδα εκείνη τής σοσιαλδημοκρατίας που αφενός μεν ήθελε να ξεχαστεί η ψήφος της υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, αφετέρου δε ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει την επιρροή τού Λένιν, φάνηκαν να υιοθετούν το σκεπτικό τού «δημοκρατικού παρεμβατισμού» τής Αντάντ. Ενώ λοιπόν ο μεγάλος ρώσος επαναστάτης εντόπιζε τις αιτίες τού Α΄ ΠΠ στην αντικειμενική διαλεκτική τού καπιταλισμού και τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, βλέπουμε τώρα τον Κάουτσκι και τον Χίλφερντιγκ να υπογραμμίζουν τις ριζικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ τού αγγλοσαξωνικού κόσμου και τής Γερμανίας: από τη μια μεριά καταβάλλεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εξιδανικευμένη εικόνα των υποτιθέμενα «φιλειρηνικών» αγγλοσαξωνικών χωρών, με ειδική μάλιστα αναφορά στον αμερικανό πρόεδρο Γουίλσον, ενώ, από την άλλη, η Γερμανία στιγματίζεται ως η μόνη γνήσια κοιτίδα τού μιλιταρισμού, αλλά και ως η έδρα τής λατρείας τού κράτους και τής σύμφυτης με αυτό «βούλησης», η οποία κατευθύνεται «προς την κατάφαση και ενίσχυση τής ισχύος του».[71]

Στη συνέχεια, η εν λόγω θεώρηση θα τύχει πληρέστερης «επιστημονικής» επεξεργασίας στο έργο τού Γιόζεφ Σουμπέτερ, που είχε διατελέσει υπουργός οικονομικών τής Αυστρίας από το 1919 έως το 1920. Σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, ο ιμπεριαλισμός, αντί να αποτελεί το «ανώτατο στάδιο τού καπιταλισμού», όπως υποστήριζε ο Λένιν, δεν είναι παρά έκφραση τής επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχηματισμών και τής συναφούς «στενότητας πνεύματος». Ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τον εν λόγω ισχυρισμό χρησιμοποιείται το παράδειγμα των ΗΠΑ, οι οποίες μπόρεσαν, με ήπια μέσα, να εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους τον Καναδά, το Μεξικό, καθώς και άλλες αχανείς ζώνες τού δυτικού ημισφαιρίου, παραμένοντας πάντα πιστές στον ειρηνικό τους προσανατολισμό. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαφωτιστική περιγραφή και απεικόνιση τής εξωτερικής πολιτικής μιας μεγάλης δύναμης που, κατά την περίοδο που εξετάζει ο Σουμπέτερ, δεν διστάζει να ανάγει σε θεωρητικό δόγμα την αναγκαιότητα και τον επωφελή χαρακτήρα τής πολιτικής τής «ράβδου» [big stick policy]. Καθίσταται, εποµένως, προφανές ότι οι επανειλημμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις και επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική δεν θεωρούνται ότι υπάγονται στην κατηγορία τού πολέμου. Ο μεγάλος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος δεν υποψιάζεται καν ότι ακριβώς στο στοιχείο αυτό τής μη υπαγωγής εντοπίζεται από τον Λένιν η καταδικαστέα αλαζονεία που χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί «μια ολόκληρη σειρά πολέμων, που δεν θεωρούνταν πόλεμοι, γιατί συχνά ήταν μόνο μακελειό, όπου τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά στρατεύματα, οπλισμένα με τα πιο σύγχρονα όπλα εξόντωσης, εξολόθρευαν τους άοπλους και ανυπεράσπιστους κατοίκους των αποικιακών χωρών».[72]

Θα ήταν εύκολο κανείς να συγκρίνει τη θέση τού Σουμπέτερ με τον πολύ πιο ρεαλιστικό ιστορικό απολογισμό των αγγλοσαξώνων συγγραφέων. Χαρακτηριστικά διαφορετική και απαλλαγμένη από τέτοιες προκαταλήψεις είναι η στάση που υιοθετεί ο Κίσινγκερ, όταν πραγματεύεται την πολιτική των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική. Είδαμε, εξάλλου, ότι ο Βέμπλεν, με τον οποίο ασχολήθηκε ο Βέμπερ, προσπάθησε να κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα στην κατάκτηση των διεθνών αγορών και την εθνική καπιταλιστική οικονομία. Πίσω από αυτή την ανάλυση βρίσκεται η εμπειρία τής στενής σύνδεσης μεταξύ τής βιομηχανικής ανάπτυξης και τής διάδοσης τού «πολεμοχαρούς πνεύματος» στις ΗΠΑ. Το 1895, ο επιφανής αμερικανός γερουσιαστής Χένρι Κάμποτ Λοτζ, αφού εκθείασε τις αρετές τής χώρας του, η οποία είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υλοποίηση ενός προγράμματος «κατάκτησης, αποικισμού και επέκτασης που δεν [είχε] προηγούμενο μεταξύ των εθνών τού 19ου αιώνα», απαίτησε να υπάρξει μια νέα ισχυρή ώθηση προς τα εμπρός:

Μεταξύ τού Ρίο Γκράντε και τού Αρκτικού Ωκεανού πρέπει να κυματίζει η σημαία μίας και μόνης χώρας […]. Για τη διασφάλιση τής εμπορικής κυριαρχίας μας στον Ειρηνικό, πρέπει να θέσουμε υπό τον έλεγχό μας τα νησιά τής Χαβάης και να διατηρήσουμε την επιρροή μας στη Σαμόα.[73]

Εδώ βλέπουμε να αναγγέλλεται η έλευση τού «αμερικανικού αιώνα», που θα σημάνει τη σταδιακή αντικατάσταση τής ηγεμονίας τής Μεγάλης Βρετανίας από εκείνη των ΗΠΑ, τόσο από πλευράς βιομηχανικής ανάπτυξης, όσο και από πλευράς αποικιακής εξάπλωσης. Στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο βρετανός φιλελεύθερος Ρίτσαρντ Κόμπντεν διατυπώνει τις εξής αυτοκριτικές παρατηρήσεις:

Είμαστε η πλέον μαχητική και επιθετική κοινωνία που υπήρξε ποτέ από την εποχή τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από την επανάσταση τού 1688 και μετά, έχουμε ξοδέψει πάνω από 1,5 δις [στερλίνες] σε πολέμους που κανένας τους δεν έγινε στις ακτές μας ή για την υπεράσπιση των σπιτιών και των οικογενειών μας […]. Η εριστικότητά μας είναι ένα στοιχείο που ποτέ δεν διέφυγε τής προσοχής όλων όσων ασχολήθηκαν με τον εθνικό μας χαρακτήρα.[74][v]

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, στους προαναφερθέντες συγγραφείς και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση τού Σουμπέτερ, δεν υπάρχει κανένας κραυγαλέος εξωραϊσμός τού αγγλοσαξωνικού κόσμου και τής αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Ο Σουμπέτερ, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι η εγγενώς ειρηνική φύση τού αμερικανικού καπιταλισμού συνάγεται αβίαστα από την υποτιθέμενη άρνηση τής χώρας αυτής να συγκροτήσει «επαγγελματικό στρατό»· όπως όμως γνωρίζουμε, η χώρα που ο αυστροαμερικανός συγγραφέας επέλεξε ως πρότυπο διαθέτει σήμερα τεράστια στρατιωτική ισχύ, πράγμα που της επιτρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες επαγγελματιών στρατιωτών έτοιμων να επέμβουν οπουδήποτε στον κόσμο ή να βομβαρδίσουν οποιαδήποτε χώρα, ώσπου να την στείλουν πίσω στη «λίθινη εποχή». Δεν είναι όμως αυτό το εντυπωσιακότερο στοιχείο. Υποχρεωμένος να αναγνωρίσει τη δραστηριοποίηση κάθε άλλο παρά φιλειρηνικών δυνάμεων εντός των ίδιων των ΗΠΑ, ο Σουμπέτερ ισχυρίζεται, προκειμένου να παρακάμψει τη δυσκολία αυτή, ότι η αιτία τού φαινομένου δεν είναι άλλη από την ύπαρξη «προκαπιταλιστικών καταλοίπων» που συνδέονται με τα μεταναστευτικά ρεύματα από τις πλέον καθυστερημένες χώρες τής Ευρώπης![75] Στον πυρήνα, λοιπόν, τής «επιστημονικής» αυτής ερμηνείας τού ιμπεριαλισμού βρίσκονται μια σειρά εθνικά στερεότυπα, που εξάλλου βρίθουν από κραυγαλέες αντιφάσεις. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι οι ευρωπαίοι μετανάστες εντάχθηκαν μαζικά στις γραμμές τού σοσιαλιστικού και φιλειρηνικού κινήματος που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, καθώς και ότι, όταν κατήγγειλε την επεκτατική πολιτική τής χώρας του στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο Κόμπτεν έθεσε στο στόχαστρο τον «εθνικό χαρακτήρα» των άγγλων, που, όπως γνωρίζουμε, απετέλεσαν τον πρωταρχικό εθνοτικό κορμό τής αμερικανικής δημοκρατίας.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η ανάλυση και αξιολόγηση από τον Σουμπέτερ τού αμερικανικού καπιταλισμού στηρίζεται μάλλον στην αυτο-απολογητική εικόνα που η χώρα αυτή συνηθίζει να προβάλει προς τα έξω με σκοπό τον εξωραϊσμό τής παρουσίας και τής δράσης της στη διεθνή πολιτική σκηνή, παρά στην αντικειμενική πραγματικότητα των πολιτικών και κοινωνικών της σχέσεων. Παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν να προβληθούν και σε σχέση με άλλους συγγραφείς, όπως ο Χάγιεκ, ο Μίζες και ο Πόπερ (όλοι τους επίσης διανοούμενοι αυστριακής καταγωγής που, έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία τους να μετοικήσουν σε χώρες τού αγγλοσαξωνικού κόσμου, δεν έπαψαν ποτέ να τον εκθειάζουν με τον φανατικό ζήλο των νεοφώτιστων). Για να αντιληφθούμε περί τίνος πρόκειται, αρκεί να αντιπαραβάλουμε τις απόψεις τους για τον ρόλο τής Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ στους δύο παγκοσμίους πολέμους με τις σχετικές εκτιμήσεις συγγραφέων όπως ο Τέιλορ και ο Κίσινγκερ — για να μην αναφερθούμε καν στον Κέινς, που εξέφρασε κατά καιρούς την περιφρόνησή του απέναντι ακόμη και στον Γουίλσον!

Το φαινόμενο τής εσωτερίκευσης τής ιδεολογίας των νικητών τού πολέμου συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο, να έχει αντίκτυπο στη σύγχρονη γερμανική ιστοριογραφία. Η σημαντική μονογραφία τού Φριτς Φίσερ, η οποία δημοσιεύτηκε τη δεκαετία τού εξήντα, έχει το προτέρημα ότι καταρρίπτει μια για πάντα τον ευσεβή μύθο τής σταδιακής και ανεπαίσθητης ολίσθησης τού Β΄ Ράιχ στην τραγωδία τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης. Ωστόσο, ο ιστορικός επιμένει να θεωρεί ότι ο ιμπεριαλισμός είχε μία και μοναδική έκφανση, δείχνοντας να μην καταλαβαίνει ότι η Γερμανία (συμπεριλαμβανομένης εδώ και τής χιτλερικής Γερμανίας), που, βέβαια, δεν ήταν η μοναδική ιμπεριαλιστική δύναμη,[76] αντιμετώπιζε πάντα με θαυμασμό και φθόνο το παράδειγμα τής βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο Χάμπερμας κινείται στο ίδιο πλαίσιο. Η οξεία του πολεμική εναντίον τού ιστορικού αναθεωρητισμού αναπτύσσεται στο όνομα τού εκθειασμού των «δυτικών μορφών ζωής».[77] Άθελά του ο γερμανός φιλόσοφος συναντά εδώ τον Νόλτε, που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, συνέδεσε το όνομά του με τη προσπάθεια κατάδειξης τού ασιατικού ή ανατολικού χαρακτήρα τού ναζισμού. Και, για μια ακόμη φορά, βλέπουμε, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, να πραγματοποιείται η απώθηση ή αποσιώπηση τής επιρροής που άσκησε η δυτική και κυρίως η αγγλοσαξωνική αποικιακή παράδοση στον χιτλερικό πόλεμο εξόντωσης και τα ιμπεριαλιστικά σχέδια τής ναζιστικής Γερμανίας.

4.4. Ο Πόλεμος στην Ασία: Λευκοί & Έγχρωμοι Πληθυσμοί

Ενώ από τη μια μεριά ο Χίλγκρουμπερ καταγγέλλει τον «βάρβαρο» τρόπο με τον οποίο διεξήγαγαν τον πόλεμο οι σοβιετικοί, από την άλλη ο Νόλτε υποχρεώνεται να αναγνωρίσει ότι τα φαινόμενα φυλετικοποίησης τού γερμανικού λαού ήταν περισσότερο διαδεδομένα στους δυτικούς εχθρούς τής Γερμανίας από ό,τι στην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με τον ιστορικό, πρόκειται για «προτέρημα» εγγενές στην έννοια και πρακτική τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου και, γενικότερα, στην επαναστατική παράδοση, η οποία όμως στιγματίζεται από τον ίδιο ως πηγή κάθε κακού. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, όπου η παράδοση αυτή έχει μικρή ή καθόλου επιρροή, η διαδικασία τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» τού εχθρού θα συναντά ελάχιστα προσκόμματα, κάτι που επαληθεύτηκε στη διάρκεια τού αμερικανοϊαπωνικού πολέμου. Είναι γνωστά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν από τους Ιάπωνες, οι οποίοι, σε αντίποινα για τους μαζικούς και αδιάκριτους βομβαρδισμούς των πόλεών τους, ξεσπούσαν πάνω στους αιχμαλώτους πολέμου, στέλνοντάς τους στο απόσπασμα ή, συχνότερα, μετατρέποντάς τους σε δούλους καταδικασμένους να πεθάνουν μαζικά από την εξάντληση και τις στερήσεις κατά την κατασκευή στρατιωτικών έργων.[78] Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά σε ένα ελάχιστα γνωστό κεφάλαιο τής ιστορίας. Η ιδεολογία που ενέπνεε τους αμερικανούς στρατιώτες περιγράφεται ως εξής: «το 90% εξ αυτών» θεωρούσαν ως «ισχυρότερα κίνητρα: α) τον εθνικισμό […], [και] β) τη φυλετική προκατάληψη» έναντι των εχθρών, που τους ενέτασσαν στην ίδια κατηγορία με τους «νέγρους» και τους οποίους συχνά αποκαλούσαν «τσακάλια», «πιθηκάνθρωπους» ή «υπάνθρωπους», στερώντας τους έτσι συστηματικά την ανθρώπινη υπόστασή τους.[79] Εναντίον αυτών των «υπανθρώπων», που, σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων τού αμερικανικού τύπου, συνιστούσαν «φυλετική απειλή», έπρεπε να διεξαχθεί ένας πολύ σκληρός «φυλετικός πόλεμος» — ο οποίος, πριν ακόμη λάβει χώρα η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, είχε χαρακτηρισθεί ως «ανηλεής» από τον τότε στρατηγό (και μετέπειτα υπουργό εξωτερικών) Τζορτζ Κ. Μάρσαλ.[80]

Ας δούμε τώρα τι συνέβαινε στο μέτωπο σύμφωνα με την εικόνα που μας δίνουν δύο αμερικανοί ιστορικοί, οι οποίοι, ας σημειωθεί, έχουν ελάχιστη σχέση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό:

Οι πεζοναύτες διασκέδαζαν χρησιμοποιώντας ως στόχο σκοποβολής τους ιάπωνες που τους πλησίαζαν για να παραδοθούν και ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση βλέποντας τα θύματά τους να πέφτουν στο έδαφος και να σφαδάζουν, ενώ τους τύλιγαν οι φλόγες των ναπάλμ. Τα ιαπωνικά κρανία δεν ήταν τα μόνα περιζήτητα τρόπαια: μεγάλη ζήτηση είχαν και τα χρυσά δόντια, που μερικές φορές τα αφαιρούσαν από το στόμα των ζωντανών θυμάτων τους χρησιμοποιώντας τη λαβή των μαχαιριών Κα-Μπαρ, που ήταν μέρος τού εξοπλισμού των πεζοναυτών.[81]

Αυτή είναι η οπτική των ιστορικών. Ας ακούσουμε όμως τι έχει να μας πει ένας πολεμικός ανταποκριτής τής εποχής:

Πυροβολήσαμε εν ψυχρώ αιχμαλώτους πολέμου, καταστρέψαμε νοσοκομεία, σφυροκοπήσαμε σκάφη και λέμβους διάσωσης· σκοτώσαμε ή κακομεταχειριστήκαμε τον άμαχο πληθυσμό και δώσαμε τη χαριστική βολή στους τραυματίες τού εχθρού· ρίξαμε σε λάκκους τους ημιθανείς μαζί με τους νεκρούς και, στον Ειρηνικό, βράσαμε τα κρανία τους, για να φτιάξουμε μπιμπελό για τις φιλενάδες μας, ενώ τα κόκαλα τού εχθρού κατέληξαν να γίνουν χαρτοκόπτες.[82]

Πεπεισμένος ότι «το κρανίο των ιαπώνων βρισκόταν περίπου 2.000 χρόνια πίσω σε εξέλιξη σε σχέση με το δικό μας», ένας διακεκριμένος ανθρωπολόγος έκρινε σκόπιμο να πληροφορήσει σχετικά τον αμερικανό πρόεδρο.[83] Πρόκειται για «ανακάλυψη», που, όπως πληροφορούμαστε, συνέβαλε στη χαλάρωση των συνηθισμένων αναστολών: «Θα ήταν ανάρμοστο ή ίσως και ιερόσυλο να μεταχειριστεί κάποιος με τον ίδιο τρόπο το κρανίο ενός γερμανού ή ενός ιταλού ή, με άλλα λόγια, το κρανίο ενός “λευκού”». Ο επικεφαλής τού αμερικανικού στόλου στον Ειρηνικό υποχρεώθηκε, εκ των υστέρων, να παρέμβει για να βάλει τέλος και να αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη παρόμοιων περιστατικών σε βάρος των «κίτρινων».[84]

Δεδομένης τής ύπαρξης τού φαινομένου τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» τού εχθρού, γίνεται κατανοητή η εμφάνιση σχεδίων που έτειναν να λάβουν τον χαρακτήρα γενοκτονίας. Ως ο μετριοπαθέστερος μεταξύ των εμπνευστών παρόμοιων σχεδίων αποδεικνύεται ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο οποίος για κάποιο διάστημα έπαιζε με την ιδέα τής αναγκαστικής στείρωσης («τους βάζουμε να περάσουν μέσα από ένα στενό διάδρομο και …. μπιζζζ … ακούγεται ο ήχος τής ηλεκτρικής συσκευής») ή με την ιδέα τής «αναγκαστικής υβριδοποίησής τους με τους ιθαγενείς των νότιων θαλασσών, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η ιαπωνική βαρβαρότητα». Ο γιος του Έλιοτ, πολύ πιο ευφάνταστος σε σύγκριση με τον πατέρα του, πρότεινε τον βομβαρδισμό τής εχθρικής χώρας «για να μειωθεί στο μισό ο άμαχος πληθυσμός».[85] Δεν έλειψαν βέβαια και ορισμένες ριζοσπαστικότερες ή δελεαστικότερες προτάσεις. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο τού 1944, το 13 τοις εκατό των αμερικανών συμφωνούσαν με την ολοκληρωτική εξολόθρευση τού ιαπωνικού λαού· στο ερώτημα τι έπρεπε να γίνει με τη γονατισμένη και εξουθενωμένη ασιατική χώρα, μια ομάδα αξιωματικών, ειδικά εκπαιδευμένων για να αναλάβουν τη μελλοντική στρατιωτική διακυβέρνηση τής χώρας, έδωσαν την εξής απάντηση: «οι “κίτρινοι μπάσταρδοι” έπρεπε να αφεθούν να πεθάνουν από την πείνα».[86] Τέλος, ο πρόεδρος τής «War Manpower Commission»[vi] Πολ Β. Μακ Νατ τάχθηκε υπέρ μιας τρόπο τινά τελικής λύσης στο ιαπωνικό πρόβλημα, απαιτώντας την «ολική εξόντωση τού ιαπωνικού πληθυσμού».[87]

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο φαινόμενο τής φυλετικοποίησης και την εκστρατεία μαζικών βομβαρδισμών που εξαπέλυσαν οι αμερικανικές δυνάμεις με αποκορύφωμα την καταστροφή τής Χιροσίμα και τού Ναγκασάκι. Με δεδομένη την εξάπλωση τού μίσους ενάντια στους «κίτρινους» πριν ακόμη από τα γεγονότα τού Περλ Χάρμπορ και την επίσημη έναρξη τού πολέμου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σχέδια και οι προβλέψεις τού στρατηγού Τζορτζ Κ. Μάρσαλ, όσον αφορά τον επικείμενο «ανηλεή» πόλεμο, περιελάμβαναν και τη διεξαγωγή μαζικών και αδιάκριτων εμπρηστικών βομβαρδισμών, με δηλωμένο σκοπό την καταστροφή των εύφλεκτων κατασκευών από ξύλο και χαρτόνι στις πυκνοκατοικημένες ιαπωνικές πόλεις. Στην πραγματικότητα, αυτού τού είδους τα σχέδια ανάγονται στις αρχές τής δεκαετίας τού ’30. Στη διάρκεια τού πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν εκτός από εμπρηστικές βόμβες και βόμβες βραδείας ανάφλεξης, με αντικειμενικό σκοπό τη δυσχέρανση τού έργου των επιχειρήσεων διάσωσης.[88] Κατά τη στιγμή τής λήψης τής απόφασης για τη χρήση πυρηνικών όπλων, ο Τρούμαν θα προσπαθήσει να καταπνίξει τις επικριτικές φωνές και τις ηθικές του αναστολές λέγοντας τα εξής: «όταν έχω να κάνω με ζώα, οφείλω να συμπεριφερθώ αναλόγως»· «οι ιάπωνες διεξήγαγαν τον πόλεμο με τρόπο σκληρό, βάρβαρο και φαύλο».[89]

Το χρώμα τού δέρματος διαδραμάτισε βεβαίως καίριο ρόλο στις αμοιβαίες διαδικασίες φυλετικοποίησης. Ωστόσο, ο παράγοντας αυτός δεν πρέπει να ιδωθεί μεμονωμένα ή να απολυτοποιηθεί. Ενώ, από τη μια μεριά, η Ιαπωνία καλεί σε αγώνα ενάντια στις «λευκές αυτοκρατορίες»,[90] εντούτοις τα σοβαρότερα πολεμικά της εγκλήματα στρέφονται εναντίον των «κίτρινων» κορεατικών και κινεζικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν την επιπλέον ατυχία να αντιμετωπίζονται ως αποικιακοί λαοί, που η μοίρα τους είναι να υποδουλωθούν, να υποχρεωθούν σε καταναγκαστική εργασία ή να υποβληθούν σε πειράματα βακτηριολογικού πολέμου.[91] Ωστόσο, η ιδεολογία και η συμπεριφορά των αμερικανών παραπέμπει επίσης στην αποικιακή παράδοση. Οι κίτρινοι εχθροί εξομοιώνονται με τους μαύρους και τους ερυθρόδερμους και κατατάσσονται στους έγχρωμους πληθυσμούς. Η «χειροτεχνία» με υλικά τα κρανία ή τα κόκαλα των νεκρών εχθρών φέρνει στο νου τον πόλεμο εναντίον των αμερινδών, όταν ακόμα και ο ίδιος ο πρόεδρος Τζάκσον μοίραζε παρόμοια αναμνηστικά στις «κυρίες τού Τενεσί».[92] Ο αμερικανός ιστορικός Φάσελ, στον οποίο αναφέρθηκα επανειλημμένα, παρομοιάζει την ιδεολογία των ΗΠΑ κατά τον πόλεμο στην Ασία με την πολεμική ιδεολογία τού Γ΄ Ράιχ κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας στην Ανατολική Ευρώπη· πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ που εξομοίωνε τους πολωνούς και ρώσους «ιθαγενείς» με τους ερυθρόδερμους τής Αμερικής.

4.5 Ηθική οργή και φυλετικοποίηση τού εχθρού

Ας εξετάσουμε τώρα ορισμένα χαρακτηριστικά τού πολέμου στο δυτικό μέτωπο. Από το 1914 και μετά, η Γερμανία βρέθηκε στο στόχαστρο μιας εκστρατείας ηθικο-πολιτικού «αποπροσδιορισμού» στη βάση τής αντίληψης ότι αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν φορέα τού αυταρχισμού και τού μιλιταρισμού τού «παλαιού καθεστώτος». Ωστόσο, το εν λόγω μοτίβο, που, σε τελική ανάλυση, παραπέμπει στην επαναστατική παράδοση ( — και αφήνοντας κατά μέρος τη συζήτηση, η οποία αναπτύσσεται σε συνάρτηση με το επαναστατικό κύμα τού 1789 και, στη συνέχεια, τού 1917, για το κατά πόσον είναι θεμιτή ή εφικτή η «εξαγωγή τής επανάστασης») συνυπάρχει αντιφατικά με το μοτίβο κατά το οποίο οι ευθύνες για τον πόλεμο επιρρίπτονται στις βαρβαρικές ορδές των «γότθων» ή στους «απογόνους των ούννων και των βανδάλων».[93] Ανάλογες εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για την πολεμική ιδεολογία των ΗΠΑ: η ιδέα τής δημοκρατικής σταυροφορίας υποκαθίσταται συχνά από τον προσδιορισμό των γερμανών είτε ως «ούννων», είτε ως «βαρβάρων» που αψηφούν τον «πολιτισμό», είτε τέλος ως απολίτιστων αγρίων που κατατάσσονται σε κατηγορία χαμηλότερη και από αυτή των «ερυθρόδερμων τής Αμερικής ή των μαύρων φυλών τής Αφρικής».[94]

Η συνύπαρξη και εναλλαγή τού ηθικο-πολιτικού και νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού», όπως επίσης και η τάση μεταλλαγής μεταξύ των δύο αυτών μορφών «αποπροσδιορισμού», καθίστανται πιο έκδηλες κατά τη διάρκεια τής δεύτερης παγκόσμιας σύρραξης. Ενδεικτικά μπορεί εδώ να αναφερθεί η δριμύτατη καταγγελία των εγκλημάτων των «ούννων» εκ μέρους τόσο τού Τσέρτσιλ,[95] όσο και τού Αϊζενχάουερ.[96] Ο δεύτερος, μάλιστα, θα γράψει τα εξής στη γυναίκα του: «Θεέ μου, πόσο μισώ τους γερμανούς».[97] Το μίσος του είναι «αιώνιο»[98] και ασίγαστο: «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους γερμανούς να αποποιηθούν την ευθύνη τους, τον ρόλο τους στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την υφήλιο».[99] Ο μελλοντικός αμερικανός πρόεδρος συνεχίζει με την κάθε άλλο παρά ασήμαντη επισήμανση ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για «εξατομικευμένη [!] ευθύνη» που, ωστόσο, βαρύνει κάθε άτομο που ανήκει στο γερμανικό έθνος.[100] Το ηθικό πάθος ρίχνει λάδι στη φωτιά τής αγανάκτησης και τού μίσους: «Ο γερμανός είναι άγριο θηρίο». Επιπλέον, από ό,τι φαίνεται, η εισαγωγή διακρίσεων στο εσωτερικό τού καταραμένου αυτού έθνους θεωρείται αδιανόητη και ανεπίτρεπτη: «Θα τους κάνουμε να το πληρώσουν ακριβά, μόλις παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία»·[101] «πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με σκληρότητα».[102] Παρόμοια ήταν και η εν γένει στάση τού αμερικανικού επιτελείου στρατού, που θεωρούσε ως δεδομένο ότι «οι γερμανοί είναι όλοι τους ένοχοι, αν και ορισμένοι είναι περισσότερο ένοχοι από τους υπόλοιπους»· αυτό ήταν το σκεπτικό τής πολιτικής που συνίστατο στην αντιμετώπιση «όλων των γερμανών ως λεπρών»[103] και τής αρχικής απαγόρευσης που αφορούσε την ανάπτυξη σχέσεων συμπάθειας μεταξύ των στρατευμάτων κατοχής και τού πληθυσμού τής ηττημένης χώρας.[104]

Ο ηθικός φανατισμός φαίνεται να έπαιξε κάποιο ρόλο και στη σύλληψη τού σχεδίου Μοργκεντάου [1944] (υπουργού των οικονομικών των ΗΠΑ), που προέβλεπε την ολοκληρωτική διάλυση τού βιομηχανικού συστήματος τής Γερμανίας και, στη συνέχεια, τη μετατροπή τής οικονομίας της σε «αγροτο-ποιμενική». Από τη μια μεριά, το σχέδιο αυτό ανταποκρινόταν σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους, δεδομένου ότι, αφενός, η ΕΣΣΔ εξέταζε τη δυνατότητα να λάβει στην κατοχή της σημαντικό μέρος τού γερμανικού βιομηχανικού εξοπλισμού (ως αποζημίωση για τις υλικές ζημιές και τη βιομηχανική αποδιάρθρωση που υπέστη κατά τη διάρκεια τού πολέμου) και, αφετέρου, η Αγγλία εμφανιζόταν έτοιμη να αδράξει την ευκαιρία για να εκτοπίσει έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή από τη διεθνή αγορά. Από την άλλη, όμως, μεταξύ των εκπροσώπων τής αμερικανικής κυβέρνησης δεν έλειπαν και εκείνοι που επιθυμούσαν ο γερμανικός πληθυσμός να φτάσει στο «κατώτατο επίπεδο διαβίωσης», προκειμένου έτσι «να εξιλεωθεί για τα αμαρτήματά του» και για «τα δεινά που προκάλεσε στα θύματά του».[105]

Έχοντας προηγηθεί η πλήρης αποσιώπηση των ανηλεών διώξεων στις οποίες υπέβαλε τους εσωτερικούς του αντιπάλους το Γ΄ Ράιχ, η ηθική αγανάκτηση στρέφεται πλέον συνολικά κατά τού γερμανικού λαού, γεγονός το οποίο καθίσταται δυνατό μόνο μέσω τής σύμφυρσης τού ηθικού και τού νατουραλιστικού «αποπροσδιορισμού» — στο μέτρο, λοιπόν, που ο εχθρός μπορεί να θεωρηθεί συλλήβδην ένοχος, καταλήγει σταδιακά να ενσαρκώνει μια «παράδοση» ή μια «φυλή», που η συμπεριφορά και η διαγωγή της παραπέμπει όχι τόσο στην ιστορία όσο στην ίδια τη φύση. Είδαμε ήδη τον Τσέρτσιλ να αποκαλεί υποτιμητικά τους γερμανούς «κακοήθεις ούννους» και, ενώ, στη συνδιάσκεψη τής Γιάλτας, ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ θα πει αναφερόμενος στα ναζιστικά εγκλήματα ότι «διψάει περισσότερο από ποτέ για το αίμα των γερμανών»,[106] θα καταλήξει να επαναφέρει στο προσκήνιο μια πρόταση, που, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, είχε διατυπωθεί από έναν επιφανή αμερικανό ιερωμένο κατά τη διάρκεια τού Α΄ ΠΠ.[107] Πιο συγκεκριμένα, ο αμερικανός πρόεδρος θα δηλώσει τα εξής:

Πρέπει να είμαστε σκληροί απέναντι στη Γερμανία και με αυτό εννοώ ολόκληρο τον γερμανικό λαό και όχι μόνο τους ναζί. Πρέπει να ευνουχίσουμε τον γερμανικό λαό ή να προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να βρούμε κάποιο τρόπο, ώστε να εμποδιστούν να αναπαράγουν ανθρώπους που θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν.[108][vii]

Η ιδέα αυτή τού «ευνουχισμού» αποτελεί ξεκάθαρα το αποκορύφωμα τής διαδικασίας φυλετικοποίησης τού εχθρού. Επομένως, δεν μπορεί κανείς παρά να κατανοήσει την αγανάκτηση που εξέφρασε εν προκειμένω ο Μπενεντέτο Κρότσε. Όπως είχε ήδη επισημάνει ο ιταλός φιλόσοφος κατά τη διάρκεια τού Α΄ ΠΠ, η θεώρηση τού πολέμου υπό την οπτική γωνία τής σύγκρουσης μεταξύ «γερμανισμού» και «λατινικότητας» δεν αποβάλλει τον απεχθή χαρακτήρα της, ακόμη και αν επιχειρηθεί από την πλευρά των ιταλών (ή/και των αγγλογάλλων) η αλλαγή τού προσήμου τής σχετικής αξιολογικής κρίσης: η ιδέα τής συλλήβδην καταδίκης των γερμανών ως «απόκληρου λαού» είναι «εξίσου ανόητη» με την εξύμνησή του ως «περιούσιου λαού».[109] Κατά τον Β΄ ΠΠ ο φιλόσοφος υπογραμμίζει μεν τον «ιστορικό χαρακτήρα» τού «κακού» που ενσαρκώνει το ναζιστικό καθεστώς και ιδεολογία, ταυτοχρόνως όμως επισημαίνει ότι όσοι προτείνουν το μέτρο των αναγκαστικών «στειρώσεων» μιμούνται ουσιαστικά «το παράδειγμα, που έδωσαν οι ίδιοι οι ναζί».[110] Πράγματι, στην περίοδο τού Γ΄ Ράιχ, μια σειρά από προγράμματα ή προτάσεις σχετικά με τη «μαζική στείρωση των εβραίων» είχαν προηγηθεί τής υιοθέτησης τής «τελικής λύσης» τού εβραϊκού ζητήματος.[111]

Προσδίδοντάς του μόνιμα, αν όχι αιώνια, χαρακτηριστικά και απαγορεύοντας την εισαγωγή διακρίσεων στο εσωτερικό τού αντίπαλου έθνους, ο νατουραλιστικός «αποπροσδιορισμός» τού εχθρού στρώνει τον δρόμο σε μορφές βίας που τείνουν να πάρουν τον χαρακτήρα γενοκτονίας. Στην συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, υπάρχει πιθανώς σχέση ανάμεσα στα προαναφερθέντα φαινόμενα φυλετικοποίησης και την απόφαση τής βρετανικής κυβέρνησης και γενικού επιτελείου στρατού να προχωρήσουν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς που είχαν ως στόχο να προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα μεταξύ τού άμαχου γερμανικού πληθυσμού μέσω τής συστηματικής καταστροφής, κατά κύριο λόγο, των λαϊκών συνοικιών (δηλαδή των περιοχών με τη μεγαλύτερη αστική πυκνότητα).[112] Μεταξύ των πρωτεργατών τής εφαρμογής τού σχεδίου αυτού, βρίσκουμε έναν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες τής σταυροφορίας εναντίον των «κακοήθων ούννων», τον Ουίνστον Τσέρτσιλ, ο οποίος δεν φαίνεται να πτοείται από το γεγονός ότι μετά το τέλος τού Α΄ ΠΠ είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να προσαχθούν ως εγκληματίες πολέμου στη δικαιοσύνη οι γερμανοί πιλότοι οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις βομβαρδισμών συγκριτικά μικρότερης κλίμακας.[113] Ανάλογες εκτιμήσεις ισχύουν όσον αφορά και τον Ρούσβελτ, ο οποίος, το 1939, είχε καλέσει τα εμπόλεμα μέρη να απέχουν από τη «βάρβαρη και απάνθρωπη» πρακτική των βομβαρδισμών κατά τού αμάχου πληθυσμού·[114] κατά τη διάρκεια, ωστόσο, τού τελικού σταδίου τού ολικού πολέμου, ο αμερικανός πρόεδρος θα προκαλέσει μαζικές και αδιάκριτες καταστροφές πολύ μεγαλύτερης έκτασης από εκείνες που ο ίδιος είχε αποδοκιμάσει στο παρελθόν.

Οι ολέθριες συνέπειες τής φυλετικοποίησης τού εχθρού συνεχίζουν να είναι αισθητές και μετά το πέρας τού πολέμου. Πρόσφατα, ο καναδός ιστορικός Τζέιμς Μπακ κατηγόρησε τον Αϊζενχάουερ ότι καταδίκασε σε θάνατο από την πείνα και τις στερήσεις χιλιάδες γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου και ζήτησε για τον λόγο αυτό να καταστραφούν τα μνημεία που ανεγέρθηκαν προς τιμήν τού αμερικανού στρατηγού και πολιτικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διευθυντής τού Κέντρου Αϊζενχάουερ τού Πανεπιστημίου τής Νέας Ορλεάνης, αν και υπερασπίστηκε την υστεροφημία τού μεγάλου ανδρός διαψεύδοντας τις σοβαρότερες από τις διατυπωθείσες κατηγορίες, παραδέχτηκε τελικά ότι:

Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1945 σημειώθηκαν εκτεταμένα περιστατικά κακομεταχείρισης των γερμανών αιχμαλώτων πολέμου, οι οποίοι ξυλοκοπούνταν, στερούνταν επαρκών ποσοτήτων πόσιμου νερού, λάμβαναν πενιχρό συσσίτιο, υποχρεώνονταν να ζουν στην ύπαιθρο, χωρίς κατάλυμα και χωρίς επαρκή ιατρική φροντίδα· εμποδιζόταν επίσης η επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο και τους παρακρατούνταν η αλληλογραφία· σε ορισμένες περιπτώσεις, για να ξεγελάσουν την πείνα τους, οι αιχμάλωτοι έφτιαχναν «ζωμό» βράζοντας χόρτα.[115]

Ωστόσο, η εικόνα που περιγράφουν οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι οποίοι, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, έγιναν «μάρτυρες φρικαλεοτήτων», είναι πολύ πιο τραγική:

Δεν υπήρχε έλλειψη νερού, αφού βρισκόμαστε δίπλα στο Ρήνο· αυτό που συνέβαινε ήταν ότι δεν τους δίναμε αρκετό νερό. Κάποιοι από αυτούς, τρελαμένοι από τη δίψα, σέρνονταν κάτω από το συρματόπλεγμα και έτρεχαν στο ποτάμι, μέσα από τα χωράφια μέρα μεσημέρι, ενώ τους πυροβολούσαν οι αμερικανοί δεσμοφύλακες.
Ένας φίλος που δούλευε στην κουζίνα τού στρατοπέδου μού έδειξε τις άφθονες προμήθειες τροφίμων και παραδέχτηκε ότι οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να σιτίζονται καλύτερα. Όταν δοκίμασα να τους προσφέρω, πάνω από το συρματόπλεγμα, λίγο από το συσσίτιο που μου περίσσεψε, απειλήθηκα με φυλάκιση. Διαμαρτυρήθηκα σχετικά στους υπευθύνους αξιωματικούς, οι οποίοι με πληροφόρησαν ότι υπήρχε άνωθεν εντολή για την επιβολή καθεστώτος πείνας και ότι το εν λόγω μέτρο αποτελούσε γενικότερη πολιτική επιλογή.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ένας άλλος αυτόπτης είναι το εξής: «Μερικές φορές ξεπεράσαμε τα όρια τής πολιτισμένης συμπεριφοράς και τελικά, σε κάποιο βαθμό, γίναμε ίδιοι με αυτούς που πολεμούσαμε».[116]

Ενώ το μοτίβο τής δημοκρατικής σταυροφορίας παραπέμπει ως ένα βαθμό στην επαναστατική παράδοση, ο προσδιορισμός τού εχθρού ως βαρβαρικού φύλου έλκει την καταγωγή του από μια διαφορετική παράδοση που θέτει στο στόχαστρο τους ίδιους τους επαναστάτες, καθόσον αυτοί περιγράφονται από τους αντιπάλους τους ως «τούρκοι», ως «άγριοι» ή ακόμα και ως «βάρβαροι εισβολείς» που απειλούν να καταστρέψουν τον πολιτισμό. Από τη μια μεριά, λοιπόν, μετά την εξέγερση τού Ιούνη τού 1848, οι επαναστατημένοι εργάτες εμφανίζονται στα μάτια μιας πολύ μεγάλης μερίδας τής κοινής γνώμης ως «γότθοι» και «βάνδαλοι», σύμφωνα τουλάχιστον με την προαναφερθείσα παρατήρηση τού Τοκβίλ. Από την άλλη όμως μεριά, στη διάρκεια τού δεύτερου τριακονταετούς πολέμου, βλέπουμε τους ίδιους τους γερμανούς να μεταμορφώνονται πλέον σε «βανδάλους», «γότθους» και «ούννους». Ο «αποπροσδιορισμός» αυτής τής μορφής, που δημιουργεί ένα γεωγραφικό, ανθρωπολογικό ή εθνικό χάσμα εχθρότητας ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλο, φτάνει στο αποκορύφωμά του με τη στάση που υιοθετείται απέναντι στους πληθυσμούς που κατοικούν στις ζώνες τής αποικιακής επέκτασης. Επιπλέον, καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο νέες οξύτατες αντιπαραθέσεις, το φαινόμενο τής φυλετικοποίησης αγγίζει πλέον και τους άμαχους πληθυσμούς των πολιτισμένων χωρών. Έτσι, από τη μια μεριά, βλέπουμε τους αμερικανούς, με μακρά εμπειρία στις εκστρατείες κατά των νέγρων και των ερυθροδέρμων, να απαξιώνουν χωρίς ιδιαίτερες αναστολές τους ιάπωνες ως «κίτρινους», ενώ, από την άλλη, βλέπουμε να αναπτύσσεται στην Ευρώπη μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύπλοκη διαλεκτική. Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο Τσέρτσιλ — έχοντας αποκαλέσει τον Χίτλερ «Αττίλα» — καλεί τους Ιταλούς να αρνηθούν να συμμαχήσουν με τη Γερμανία, δείχνοντας ανυπακοή στα κελεύσματα τού Μουσολίνι: «Στον τελευταίο πόλεμο κατά των βάρβαρων ούννων ήμαστε στο ίδιο στρατόπεδο […]. Ένας και μόνον άνδρας υποχρεώνει σήμερα εσάς, τους κληρονόμους και συνεχιστές τής αρχαίας Ρώμης, να συμπαραταχθείτε με τους βάρβαρους ειδωλολάτρες».[117][viii] Ενώ, λοιπόν, στις αρχές τού δεύτερου τριακονταετούς πολέμου, ο άγγλος πολιτικός πίστευε ότι η βαρβαρότητα ενδημούσε αποκλειστικά στον εξωευρωπαϊκο κόσμο και πιο συγκεκριμένα στις αποικιακές περιοχές, τώρα όμως θεωρεί ότι αυτή ενσαρκώνεται στους «ούννους», που ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή συνιστούν διαρκή απειλή για τον πολιτισμό. Γίνεται έτσι κατανοητό το περιεχόμενο μιας πινακίδας που χρησιμοποιήθηκε προς το τέλος τού Β΄ ΠΠ και η οποία προειδοποιούσε τους στρατιώτες που επρόκειτο να εισέλθουν στην ηττημένη πλέον Γερμανία από τα ολλανδογερμανικά σύνορα ότι: «Εδώ τελειώνει ο πολιτισµένος κόσµος».[118] Δεδομένου ότι η χάραξη των ορίων μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας είναι αποτέλεσμα μονομερούς διακήρυξης, παραμένει πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο να υποβιβαστούν στην κατηγορία των βαρβάρων οι λαοί και οι χώρες που έχουν εμπλακεί σε έναν ανηλεή πόλεμο: η ιδεολογία που διαμορφώνεται με σκοπό τη νομιμοποίηση και την αποθέωση των πολεμικών επιχειρήσεων σε βάρος των «βαρβάρων» καταλήγει να εμφανίζεται και να εφαρμόζεται ακόμη και στο εσωτερικό τής καπιταλιστικής μητρόπολης.

Η εν λόγω διαδικασία διευκολύνεται από το γεγονός ότι, ακόμη και εν καιρώ ειρήνης, η οριοθέτηση τού πολιτισμένου κόσμου συντελείται με ποικίλους και συχνά αντιφατικούς τρόπους. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται και από τον ίδιο τον Σμιτ, όταν, αφήνοντας κατά μέρος τη συνήθη καταγγελτική ρητορική εναντίον τής επαναστατικής παράδοσης, υποχρεώνεται να αναφερθεί στο δόγμα Μονρόε και στη γεωπολιτική κοσμοθεώρηση που θεμελιώνεται σε αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Αμερική το όριο ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα αντιβαίνει στις αντιλήψεις των ευρωπαίων ηγετών και στοχαστών. Ο πολιτισμός εξακολουθεί μεν να ταυτίζεται με τη Δύση, αλλά η Δύση μετατοπίζεται τώρα στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού:

Κατά τρόπο παράδοξο, η έννοια τού δυτικού ημισφαιρίου λαμβάνει πολεμική χροιά, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής της την Ευρώπη, την αρχαία Δύση. Αρνητικό σημείο αναφοράς αποτελεί πλέον όχι η παλιά Ασία ή η Αφρική, αλλά η παλιά Δύση. Η νέα Δύση διεκδικεί για τον εαυτό της τον τίτλο τής γνήσιας Δύσης, τής αληθινής Ευρώπης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «η παλιά Ευρώπη» τίθεται εκτός πολιτισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση τής Ασίας και τής Αφρικής, με τις οποίες πλέον μοιράζεται κοινή μοίρα.[119]

Αρκεί εδώ να αναφερθεί ότι, στο αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον είχε καλέσει τους συμπολίτες του να μην εμπλακούν στο πλέγμα «των ανταγωνισμών, των φιλοδοξιών, των συμφερόντων, των αντιφατικών βλέψεων και των απρόβλεπτων συγκρούσεων»[120][ix] των ευρωπαϊκών δυνάμεων, των οποίων τη συμπεριφορά παρομοίασε με εκείνη των ερυθροδέρμων:

[Τ]ην ίδια στιγμή που όλα σχεδόν τα έθνη τής Ευρώπης συγκλονίζονται από πολέμους και ταραχές, παντού στον τόπο μας επικρατεί ειρήνη και ηρεμία — με εξαίρεση ορισμένες περιοχές στα δυτικά μας σύνορα, όπου οι Ινδιάνοι μάς προκαλούν κάποια προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων έχουν ήδη ληφθεί τα κατάλληλα σωφρονιστικά μέτρα.[121][x]

Η τάση εξοβελισμού τής Ευρώπης από τον πολιτισμένο κόσμο επανεμφανίζεται κατά τον πόλεμο τού 1812 εναντίον των Άγγλων. Πέραν τής κατηγορίας ότι στον πόλεμο κατά των αποικιών δεν είχαν διστάσει να χρησιμοποιήσουν τη βοήθεια των «άγριων» αμερικανικών φυλών (—κατηγορία, που, ας σημειωθεί, είχε διατυπωθεί στο κείμενο τής Διακήρυξης τής Ανεξαρτησίας), οι Άγγλοι κατηγορούνται τώρα από τον Μάντισον για το ότι οι πρακτικές στις οποίες καταφεύγουν δεν διαφέρουν καθόλου από εκείνες των «απολίτιστων» ερυθροδέρμων, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τους ναυτικούς βομβαρδισμούς, που προκαλούν αδιακρίτως θύματα, μεταξύ των οποίων και γυναικόπαιδα.[122]

Η εν λόγω τάση εξακολουθεί να γίνεται αισθητή κατά τον δεύτερο τριακονταετή πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στις εβδομάδες και μήνες που ακολουθούν το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ, οι αποδοκιμασίες στρέφονται εναντίον όλων ανεξαιρέτως των εμπολέμων, που, όπως επισημαίνεται σε κύριο άρθρο τής εφημερίδας Times στις 2 Αυγούστου 1914, «έχουν περιπέσει στην κατάσταση των πρωτόγονων φυλών».[123] Στην ομιλία που εκφωνεί στις 26 Οκτωβρίου 1916, ο Γουίλσον καταγγέλλει για μια ακόμα φορά το «ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του», που με τη μορφή ενός «πολύπλοκου πλέγματος συμμαχιών και συμφωνιών, ενός σκοτεινού δικτύου κατασκοπείας και σκευωριών, […] ενέπλεξε» σε έναν καταστροφικό πόλεμο «ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια».[124][xi] Στη συνέχεια, καθώς αρχίζει να διαγράφεται η προοπτική τής αμερικανικής επέμβασης στο πλευρό τής Αντάντ, οι καταγγελίες εστιάζονται αποκλειστικά στους γερμανούς, οι οποίοι, όπως είδαμε, αποκαλούνται απαξιωτικά «ούννοι» και «βάρβαροι» και θεωρούνται χειρότεροι και από τους «ερυθρόδερμους τής Αμερικής και τις μαύρες αφρικανικές φυλές». Μια ανάλογη διαλεκτική θα αναπτυχθεί και κατά τη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ. Ακόμη και τον Απρίλιο τού 1939, ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ εξακολουθούσε να κατηγορεί συλλήβδην τις ευρωπαϊκές χώρες για το ότι δεν μπόρεσαν να βρουν άλλες μεθόδους επίλυσης των διαφορών τους από εκείνες που χρησιμοποιούσαν «οι ούννοι και οι βάνδαλοι πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια»· ευτυχώς, όμως, χάριν στον «τυπικά αμερικανικό θεσμό» τής παναμερικανικής ένωσης, που περιελάμβανε όλες τις χώρες τής «αμερικανικής οικογένειας», «οι δημοκρατίες τού δυτικού κόσμου [Western World]», τουτέστιν τής αμερικανικής ηπείρου, κατάφεραν να προάγουν «τον κοινό τους πολιτισμό στο πλαίσιο ενός συστήματος ειρήνης» και να προστατεύσουν τη «δύση» από τη σκληρή μοίρα που επιφυλάχθηκε στον «παλιό κόσμο».[125] Μετά την είσοδο τής Αμερικής στον πόλεμο, ο Ρούσβελτ επικεντρώνει τα πυρά του αποκλειστικά στη Γερμανία, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ύπαρξη διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό τής χώρας, όπως άλλωστε φαίνεται και από την προαναφερθείσα πρότασή του όσον αφορά την «αναγκαστική στείρωση» τού γερμανικού λαού.

4.6 Αποσχιστικός Πόλεμος των Λευκών στη Δύση, Αποικιακός Πόλεμος στην Ανατολή

Κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι χώρες τής Δύσης επαίρονταν για το ότι ανήκαν όλες στην ίδια οικογένεια χωρών — ή ακόμα και στην ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια φυλών, ο προαιώνιος προορισμός των οποίων ήταν να υποτάξουν τις λοιπές «κατώτερες» φυλές· υπήρχε, λοιπόν, μια «ανώτερη, επεκτατική φυλή» ή μια «αυτοκρατορική φυλή» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τού Θίοντορ Ρούσβελτ και τού Τόμας Μακόλεϊ αντίστοιχα),[126-7] η οποία προσδιοριζόταν είτε ως «νορδική» είτε ως «άρια» είτε, ακόμη, ως «τευτονική». Ένας διακεκριμένος άγγλος εθνολόγος, γράφοντας το 1842, σημειώνει ότι «κατά σχεδόν γενική παραδοχή, το συλλογικό σώμα των ευρωπαϊκών εθνών [είναι] ινδοευρωπαϊκής ή άριας καταγωγής»· δέκα περίπου χρόνια αργότερα, ένας απολογητής τού βρετανικού ιμπεριαλισμού θα πλέξει το εγκώμιο των άγγλων και των γερμανών, που αποτελούν «τα δύο μεγάλα παρακλάδια τής τευτονικής φυλής».[128] Το 1899, ο βρετανός υπουργός αποικιών Τζόζεφ Τσάμπερλεν θα απευθύνει έκκληση στις ΗΠΑ και τη Γερμανία για τη σύναψη μιας τριμερούς «τευτονικής» συμμαχίας.[129] Έπρεπε να μεσολαβήσει το ξέσπασμα τού Α΄ ΠΠ για να μετατραπούν οι εν λόγω έννοιες από όργανα εξύμνησης εν χορώ τής Ευρώπης και τής Δύσης (και προπαντός των ηγέτιδων δυτικών δυνάμεων) σε όργανα «αδελφοκτόνου» πάλης. Στις ΗΠΑ, μετά την εμπλοκή τής χώρας στον πόλεμο κατά τής Γερμανίας, ο όρος «τεύτονας» χάνει τις θετικές συνδηλώσεις που είχε αποκτήσει μέχρι τότε σε ευρείς κύκλους διανοουμένων και πολιτικών και μετατρέπεται στο εξής σε προσβολή στρεφόμενη κατά τού εχθρού.[130]

Ο διχασμός στους κόλπους τής Ευρώπης, τής Δύσης και τής άριας φυλής προκαλεί έντονες αποδοκιμασίες και βαθιές απογοητεύσεις. Ενώ μαίνεται ο πόλεμος, δεν λείπουν τα παραδείγματα γερμανών συγγραφέων που εκφράζουν τη λύπη τους για το ότι γίνονται μάρτυρες τόσο μιας αιματηρής σύγκρουσης μεταξύ «δύο αδελφών εθνών γερμανικής καταγωγής» όσο και τής «συναδέλφωσης μεταξύ τής ινδογερμανικής Μεγάλης Βρετανίας και τής μογγολικής Ιαπωνίας».[131] Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκαλεί η παρουσία στο πλευρό των συμμάχων τής Αντάντ και, κατόπιν, στις τάξεις τού στρατού κατοχής στη Γερμανία μαύρων στρατιωτών, οι οποίοι κατηγορούνται για τη ροπή τους προς την ακολασία. Η εκδικητική μανία των νικητών θα φτάσει, άραγε, μέχρι την αναγκαστική «μιγαδοποίηση» των ηττημένων; Ακολουθεί σωρεία διαμαρτυριών με αποδέκτες τα πολιτισμένα κράτη και την Αγία Έδρα τού Βατικανού για την πρωτόγνωρη αυτή παραβίαση τής αλληλεγγύης μεταξύ των λευκών εθνών και των επιταγών τής φυλετικής (και κοινωνικής) ιεραρχίας:

Η Γερμανία βλέπει, με φρίκη και αποτροπιασμό, να απειλείται η καθαρότητα τού αίματός της […]· μολύνουν το αίμα μας, βεβηλώνουν την ιερότητα τού αίματός μας, για να μας μετατρέψουν σε λαό μιγάδων, καθώς για χρόνια ολόκληρα το αίμα μας θα αναμειγνύεται με το αίμα των πλέον πρωτόγονων φυλών. Μια τέτοια προσβολή δεν θα γίνει ποτέ ανεκτή! Οι υπόλοιποι λαοί τής Ευρώπης, που τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αυτό έχουν χάσει κάθε αίσθημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ολόκληρη η Ευρώπη, εάν η Γερμανία κατοικούνταν από έναν ασεβή, προλεταροποιημένο και μιγαδοποιημένο λαό.

Το κείμενο τής έκκλησης, με τίτλο «κραυγή απόγνωσης των γερμανίδων γυναικών», ζητά να δοθεί άμεσα τέλος σε έναν τέτοιου είδους φυλετικό εμφύλιο πόλεμο:

Με καλυμμένη την κεφαλή, παρουσιαζόμαστε ενώπιον σας, άνδρες και γυναίκες τής λευκής φυλής, και δείχνοντάς σας την σπαραγμένη μας καρδιά, […] σας καλούμε να υψώσετε μαζί μας τη δική σας φωνή διαμαρτυρίας και αγανάκτησης ενάντια στην απολίτιστη φυλή που στο πρόσωπό μας εξευτελίζει την παγκόσμια φυλή των λευκών.[132]

Η εν λόγω θεματική γνωρίζει μεγάλη διάδοση και στην άλλη όχθη τού Ατλαντικού. Ο Λόθροπ Στόνταρντ — το έργο τού οποίου θα γίνει γρήγορα παγκοσμίως γνωστό, αποσπώντας μάλιστα τα εγκώμια δύο αμερικανών προέδρων, τού Γ. Χάρντινγκ και τού Χ. Χούβερ — εκφράζει τη θλίψη και την απογοήτευσή του για τον «εμφύλιο» ή «αποσχιστικό πόλεμο μεταξύ των λευκών» ή ακόμη για τον «νέο πελοποννησιακό πόλεμο» τού «λευκού πολιτισμού».[133] Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρόκειται για έναν αδελφοκτόνο αγώνα, που, μέσω τής διάρρηξης τής «λευκής αλληλεγγύης» και τού σπαραγμού, κατά κύριο λόγο, τής Ευρώπης, «τής χώρας των λευκών, τής καρδιάς τού λευκού κόσμου», συνιστά «αυτοκτονία για τη λευκή φυλή». Όπως συνέβη και στην περίπτωση τού καθαυτό πολέμου απόσχισης των νότιων πολιτειών, ο οποίος οδήγησε στη μαζική κατάταξη των μαύρων στις τάξεις τού στρατού τής Ένωσης, έτσι και ο Α΄ ΠΠ κατέστησε αναγκαία τη μεγάλης κλίμακας χρήση εκ μέρους τής Αντάντ έγχρωμων στρατευμάτων. Αυτός ο διχασμός τού λευκού πολιτισμένου κόσμου και το συνακόλουθο φαινόμενο τής κατάργησης των συνόρων μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας φτάνουν στο απόγειό τους με την εμφάνιση τού μπολσεβικισμού, ο οποίος, καθώς επιδιώκει τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας συμμαχίας με τους αποικιακούς λαούς εναντίον τής Δύσης και των Λευκών, ενισχύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την «ανερχόμενη πλημμυρίδα των έγχρωμων λαών», θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «ο αποστάτης, ο προδότης στις τάξεις μας, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να παραδώσει τα κλειδιά τού φρουρίου» και, επομένως, ως «θανάσιμος εχθρός τού πολιτισμού και τής φυλής μας».[134]

Ο Σπένγκλερ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα και καταγγέλλει την «υποδαύλιση μίσους κατά τής Ευρώπης» και «τής λευκής ανθρωπότητας», στην οποία σημαντικό ρόλο παίζουν οι μπολσεβίκοι, που όχι μόνο έχουν συμμαχήσει με τους «έγχρωμους πληθυσμούς τού πλανήτη», αλλά, στην πραγματικότητα, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Ο γερμανός συγγραφέας θα ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορική αναδόμηση τής ολέθριας αυτής αλληγορίας με πρώτο ιστορικό σταθμό την αναζήτηση εκ μέρους τής Αγγλίας τής βοήθειας των ερυθροδέρμων (μοτίβο που, όπως ήδη αναφέρθηκε, πρωτοεμφανίζεται με την αμερικανική Διακήρυξη τής Ανεξαρτησίας)· επόμενο σταθμό αποτελεί η σύναψη συμμαχίας μεταξύ των γάλλων ιακωβίνων και των μαύρων τής Αϊτής, στο όνομα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»· έπεται η χρήση από τους συμμάχους τής Αντάντ έγχρωμων στρατευμάτων,[135] ενώ, τέλος, η μπολσεβίκικη επανάσταση θα σημάνει το αποκορύφωμα τής όλης αυτής διαδικασίας.

Οι εν λόγω στάσεις και αντιλήψεις ασκούν επιρροή και στον Χίτλερ, ο οποίος στο «Μάιν Καμπφ» εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα αποικιακής επέκτασης στην ευρωπαϊκή ανατολή, για την αποφυγή, ακριβώς, ενός αδελφοκτόνου πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία. Όπως μάλιστα παρατηρεί σε συνέντευξή του σε βρετανό δημοσιογράφο λίγο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, ο Α΄ ΠΠ αποτέλεσε τραγωδία για τα «δύο γερμανικά έθνη». Ένα χρόνο αργότερα, συνομιλώντας με έναν άλλο βρετανό δημοσιογράφο, ο Φύρερ διατυπώνει την ιδέα ότι «οι γερμανικοί λαοί, όπως οι δικοί μας, πρέπει να είναι φίλοι μεταξύ τους, για τον απλό και μόνο λόγο ότι αυτό υπαγορεύουν τα φυσικά τους ένστικτα. Το ναζιστικό κίνημα θα θεωρούσε φυλετικό έγκλημα τον πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Αγγλίας». Το 1937, η «Ντέιλι Μέιλ» θα δημοσιεύσει επιστολή τού Χίτλερ, με την οποία αυτός εκθειάζει «τη ναυτική ισχύ και την ιστορικά μοναδική αποικιακή στάση και νοοτροπία τής Μεγάλης Βρετανίας» και διατυπώνει την επιθυμία του για τη σύναψη βρετανογερμανικής συμφωνίας, στην οποία θα μπορούσε αργότερα «να προσχωρήσει και το αμερικανικό έθνος», ούτως ώστε να κρατηθεί ψηλά η σημαία τής «λευκής φυλής».[136] Αυτή την έννοια έχει και η εξύμνηση εκ μέρους τού Ρόζενμπεργκ των «δημιουργικών αξιών» και «τού εν γένει πολιτισμού τού δυτικού κόσμου» ή ακόμη των «γερμανικο-δυτικών αξιών», που πρέπει να σωθούν από το «χάος των λαών».[137]

Μην μπορώντας να αποφύγει τον πόλεμο στη Δύση, ο Φύρερ δηλώνει ότι θα συμμορφωθεί ουσιωδώς με τις επιταγές τού jus publicum europeum κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τής Γαλλίας, τής Αγγλίας και των ΗΠΑ (— ας σημειωθεί παρενθετικά ότι το θέμα τής καταστολής τού αντάρτικου απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση λόγω των συναφών διεθνοδικαιικών ζητημάτων), ενώ, ταυτόχρονα, επιχειρεί να προσδώσει θεωρητικό επίχρισμα στον πόλεμο εξόντωσης κατά των «ιθαγενών» τής αποικιακής αυτοκρατορίας που προτίθεται να οικοδομήσει. Έτσι, από τη μια μεριά, ασκεί κριτική στην Αγγλία (η οποία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, είχε πλούσια ιστορική εμπειρία από τις επεμβάσεις της σε βάρος «ξένων» βαρβαρικών λαών) για τους βομβαρδισμούς αστικών περιοχών και τη μη συμμόρφωσή της προς τους «παραδεδεγμένους κανόνες που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή τού πολέμου μεταξύ ίσων», ενώ, από την άλλη, δηλώνει ότι δεν αποδίδει «καμιά σημασία στην αντιμετώπιση και έκβαση, από πλευράς δικαίου, τού πολέμου στην Ανατολή»[138] Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν ξεκάθαρα αποικιακό πόλεμο εναντίον των «βαρβάρων». Μετά την ολοκλήρωση τής κατάκτησης και τής αποίκισης των νέων εδαφών, θα είναι αναγκαία η δημιουργία «ενός τεράστιου αναχώματος για την απόκρουση των μαζών τής κεντρικής Ασίας».[139] Το πάθος για την ενότητα των γερμανικών εθνών, από το οποίο εξακολουθεί να διαπνέεται η πολιτική τού Γ΄ Ράιχ, δεν είναι παρά η άλλη όψη τής φυλετικής αντιπαράθεσης με την Ανατολή, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο ακραίος νατουραλιστικός αποπροσδιορισμός τού «ασιατικού» εχθρού εμποδίζει, παρά τον ολικό χαρακτήρα τού πολέμου, την πλήρη εκδήλωση τού φαινομένου τού νατουραλιστικού αποπροσδιορισμού τού «δυτικού» εχθρού, που, παρά ταύτα, εξακολουθεί να θεωρείται ότι ανήκει στον πολιτισμένο κόσμο.

Με τη λήξη τού πολέμου ο Χίμλερ παραδίδεται στον «φυλετικά συγγενή εχθρό», τους αγγλοσάξωνες, που δεν παύουν να αποτελούν «τμήμα τής νορδικής φυλετικής οικογένειας». Το ηγετικό στέλεχος τής ναζιστικής συμμορίας είναι πιθανό να έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι θα τον αντιμετώπιζαν με κατανόηση,[140] αφού, σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος που εξαπέλυσε το Γ΄ Ράιχ στράφηκε κυρίως εναντίον τής Ανατολής και των «ιθαγενών» της. Η εν λόγω στάση έχει μακρά ιστορία πίσω της. Έχει επισημανθεί επανειλημμένα το γεγονός τής «χρήσης δύο μέτρων και δύο σταθμών σε σχέση με τον αμερικανικό τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου», ανάλογα με το αν οι εχθροί ήταν λευκοί ή ερυθρόδερμοι. Η αντίληψη αυτή εκδηλώθηκε και στον πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Ωστόσο, παρά την σφοδρότητά του, ο εμφύλιος αυτός πόλεμος δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συγκριθεί ή να εξισωθεί με τις διαδοχικές εκστρατείες εξόντωσης που, την ίδια περίοδο, εξαπολύοντο εναντίον των εξεγερμένων ινδιάνικων πληθυσμών, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια τής Ένωσης. Εν προκειμένω, οι ρητές διαταγές προς τα στρατεύματα ήταν να μην πιάνουν αιχμαλώτους· στην «επονείδιστη σφαγή στο Σαντ Κρικ» το φθινόπωρο τού 1864, τα θύματα ήταν κυρίως γυναικόπαιδα.[141] Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η εφαρμογή «δύο μέτρων και σταθμών» αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ιστορίας ολόκληρου τού δυτικού κόσμου. Το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην περίπτωση των ΗΠΑ οφείλεται απλώς και μόνο στην παρουσία αποικιακών πληθυσμών στο μητροπολιτικό έδαφος τής χώρας. Η εν λόγω πρακτική θα φτάσει στο απόγειο της κατά την περίοδο τού Γ΄ Ράιχ: η κατά το μάλλον ή ήττον «ιπποτική» μονομαχία στη Δύση, σύμφωνα πάντα με την εκπεφρασμένη ευχή των ναζί στο πλαίσιο τού διαρκούς και ολέθριου εμφυλίου μεταξύ των λευκών, συνδέεται αναπόσπαστα με την αποικιακή εκστρατεία εξόντωσης των βαρβάρων που έχουν τεθεί εκτός τού πολιτισμένου κόσμου.

4.7 Ολικός Πόλεμος και «Βάρβαροι»

Έτσι, βλέπουμε να καταρρέει κάτω από το βάρος των αντιφάσεών του ο ισχυρισμός τού Σμιτ (αλλά και γενικότερα τού ιστορικού αναθεωρητισμού), κατά τον οποίον η ευθύνη για την εμφάνιση τού ολικού πολέμου πρέπει να αποδοθεί στην επαναστατική πολιτική παράδοση και κυρίως στο γεγονός τής κήρυξης τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μια απαράδεκτη ερμηνευτική κατασκευή όχι μόνο για τον λόγο ότι, σε περιόδους οξείας κρίσης, μια πληθώρα συντηρητικών και αντιδραστικών διανοουμένων απηύθυναν εκκλήσεις για σταυροφορίες, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η κρίση στην οποία περιήλθε το jus publicum europeum και το jus in bello οφείλεται, όχι τόσο στον ιδεολογικό φανατισμό και το συνακόλουθο φαινόμενο τού ηθικοπολιτικού «αποπροσδιορισμού», όσο κυρίως στην αιφνίδια είσοδο των «βαρβάρων» στο προσκήνιο τής ιστορίας. Άκρως ενδεικτικά είναι τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια τού αμερικανικού εμφυλίου. Καθώς ο πόλεμος παρατείνεται και καθώς οι συγκρούσεις γίνονται όλο και σκληρότερες, αυξάνεται αλματωδώς ο αριθμός των μαύρων από τον Βορρά και τον Νότο που συρρέουν στις τάξεις των Βορείων. Ως πρόεδρος τής Συνομοσπονδίας, ο Τζέφερσον Ντέιβις καλεί την παγκόσμια κοινή γνώμη των Λευκών να εκφράσει την αγανάκτηση και την οργή της για το σκάνδαλο τής μαζικής στράτευσης στο πλευρό τής Ένωσης των βαρβάρων, μελών μιας «υποδεέστερης φυλής», ενώ συγχρόνως αρνείται να θεωρήσει ως αιχμαλώτους πολέμου τους συλληφθέντες μαύρους στρατιώτες, όπως επίσης και τους λευκούς αξιωματικούς που έχουν τεθεί επικεφαλής έγχρωμων στρατιωτικών μονάδων και οι οποίοι, εκ τού λόγου τούτου, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη θανατική ποινή για το έγκλημα τής υποκίνησης σε εξέγερση των σκλάβων.[142]

Επιστρέφουμε τώρα στη θεματική τού αποσχιστικού πολέμου μεταξύ των λευκών, ο οποίος, όπως είδαμε, προκάλεσε αποτροπιασμό κυρίως στην αμερικανική και γερμανική κοινή γνώμη εξαιτίας τής συμμετοχής έγχρωμων στρατευμάτων σε έναν πόλεμο μεταξύ πολιτισμένων λαών. Παρά το γεγονός ότι οι διεθνοδικαιικοί θεσμοί κατάφεραν να επιβιώσουν τής δοκιμασίας τού Μεγάλου Πολέμου, το σύστημα τού jus publicum europeum θα περιέλθει σε βαθιά κρίση κατά τη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ. Όπως έγινε και με τους μαύρους τής Συνομοσπονδίας, έτσι και στην περίοδο τού Γ΄ Ράιχ ο «ιθαγενής» πληθυσμός τής Ανατολικής Ευρώπης θα τεθεί εκτός διεθνούς νομιμότητας· συγχρόνως, η μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους λευκούς διοικητές των έγχρωμων μονάδων δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου τη μεταχείριση από το ναζιστικό καθεστώς των πολιτικών επιτρόπων τού Κόκκινου Στρατού, των σοβιετικών και κομματικών στελεχών, καθώς επίσης και των εβραίων, οι οποίοι θεωρούνταν ως οι εγκέφαλοι τού μπολσεβίκικου συστήματος και επομένως υπάγονταν στην ίδια κατηγορία με τους προηγούμενους. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι η καταστροφικότερη κρίση τού συστήματος τού jus publicum europeum σημειώθηκε στην Ανατολή, με πρωταγωνιστή τη χώρα που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή τής «άριας επανάστασης».

Το παράδειγμα τού αμερικανικού εμφυλίου είναι σημαντικό και για άλλον έναν λόγο. Επιδιώκοντας να κάμψουν την αντίσταση των Νοτίων, τα στρατεύματα τής Ένωσης καταστρέφουν συστηματικά τις σοδιές, ενώ δεν διστάζουν να πυρπολούν ακόμη και πόλεις. Εκείνο όμως που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι «η πορεία τού Σέρμαν προς τη θάλασσα είχε τις ρίζες της στις εκστρατείες εναντίον των Ινδιάνων κατά την αποικιακή και την επαναστατική περίοδο» — εκστρατείες από τις οποίες αναδείχθηκαν «τα στελέχη, όπως και το νέο στρατιωτικό δόγμα, που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα στις ιμπεριαλιστικές περιπέτειες των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική και στις Φιλιππίνες».[143] Με άλλα λόγια, σε περιόδους έντονων συγκρούσεων μεταξύ των μελών τού δυτικού κόσμου, οι μορφές πολέμου που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά εναντίον των βαρβάρων τείνουν να εμφανίζονται και στους κόλπους τού πολιτισμένου κόσμου. Φαίνεται, μάλιστα, ότι κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων μαζικής εξόντωσης εναντίον των «ιθαγενών» τής ανατολικής Ευρώπης ο Χίτλερ, εμπνεόμενος από το παράδειγμα τού Σέρμαν,[144] επικαλέστηκε ρητά το προηγούμενο τού πολέμου εναντίον των ερυθροδέρμων.

Επομένως, μπορούμε τώρα να δούμε κάτω από νέο φως την κατηγορία που διατύπωσε ο Σμιτ εναντίον τής επαναστατικής παράδοσης, ότι, δηλαδή, κατέστρεψε το jus publicum europeum — τα όρια και τις αρχές που οφείλουν να διέπουν κάθε σύγκρουση μεταξύ των πολιτισμένων λαών. Αυτή η θεματική έχει πίσω της μακρά παράδοση που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ανάγεται στον ίδιο τον Πλάτωνα, ο οποίος διακρίνει μεταξύ καθαυτό «πολέμου» και «στάσεως», δηλαδή μεταξύ τού απεριόριστου πολέμου ανάμεσα σε έλληνες και βαρβάρους (οι οποίοι, σε περίπτωση ήττας, δύνανται να θανατωθούν ή και να στερηθούν τής ελευθερίας τους) και τού εμφυλίου πολέμου μεταξύ ελλήνων (η διεξαγωγή τού οποίου, αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει πάντα να υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς, όπως την απαγόρευση τής θανάτωσης ή τής υποδούλωσης των ηττημένων). Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους ομόαιμους «συγγενείς» οφείλει να υπακούει σε διαφορετικούς κανόνες απ’ ό,τι ο ολικός πόλεμος εναντίον ενός όλως διόλου ξένου και βαρβάρου «γένους».[145] Με τη σειρά του, ο Κικέρωνας διακρίνει αυστηρά μεταξύ ενός πολέμου όπου διακυβεύεται η ηγεμονία ανάμεσα σε ανταγωνιστές [competītōrēs], των οποίων οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση, και έναν πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσα σε ολικούς εχθρούς [inimīcōs] και όπου το μόνο διακύβευμα είναι η επιβίωση· στη δεύτερη περίπτωση, για παράδειγμα, ανήκει ο πόλεμος εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων, όπου το ζητούμενο ήταν «ποιος θα επιζήσει και όχι ποιος θα κυριαρχήσει» (uter esset, non uter imperaret). Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η εκ θεμελίων καταστροφή τής Καρχηδόνας ή τής Νουμαντίας δεν φαίνεται να εγείρει κανένα πρόβλημα, η ανάλογη τύχη τής Κορίνθου προξενεί επιφυλάξεις, διότι επρόκειτο για μια ελληνική πόλη που κατοικούνταν από ένα πολιτισμένο λαό (πέρα από το ότι η Ελλάδα πρωτοστατούσε στον αγώνα εναντίον των «βαρβάρων» από τον καιρό ήδη τού Τρωικού πολέμου).[146]

Στη συνέχεια, η πανελλήνια κοινότητα τού Πλάτωνα μετασχηματίζεται στη respublica christiana τού Εράσμου, ο οποίος αποδίδει τον όρο «πόλεμος» ως «bellum» και τον όρο «στάσις» ως «seditio» (με τη δεύτερη έννοια να εξακολουθεί να υποδηλώνει την απαίτηση εφαρμογής όσο το δυνατόν αυστηρότερων περιορισμών στον τρόπο διεξαγωγής τού πολέμου).[147] Ωστόσο, αργότερα, ο αββάς ντε Σαιν-Πιερ έρχεται να διατυπώσει τον παράτολμο στόχο τής εδραίωσης μιας διαρκούς ειρήνης στο εσωτερικό τής χριστιανικής κοινότητας, με τη διευκρίνηση ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι, τότε, σε θέση να εκμεταλλευτούν «τις ευκαιρίες να καλλιεργήσουν το στρατιωτικό πνεύμα και τις δεξιότητες» στον αγώνα τους εναντίον των «τούρκων», των «κουρσάρων τής Αφρικής» και των «ταρτάρων».[148] Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Φίχτε αποδοκιμάζει τον Ναπολέοντα, επειδή προκάλεσε με τους πολέμους του τη διάσπαση τής ενότητας τής «κοινής Ευρώπης», τής «μόνης αληθινής πατρίδας» των «χριστιανών ευρωπαίων»:[149] θα ήταν προτιμότερο ο γάλλος κοντοτιέρος να είχε διοχετεύσει τον επεκτατικό δυναμισμό του εκτός «τού βασιλείου τού πολιτισμού», εκεί δηλαδή όπου υπήρχε «περίσσεια βαρβάρων» που έπρεπε να συντριβούν με τη βία και τον πόλεμο, πράγμα που θα επέτρεπε και την εκτόνωση τής ζωτικότητας τής «ευρωπαϊκής νεολαίας» σε υγιή και δημιουργικά κανάλια.[150] Τέλος, στα κείμενα τού Σμιτ, η πανελλήνια κοινότητα, η respublica christiana και η «κοινή Ευρώπη» μετασχηματίζονται στη «δυτική κοινότητα», η οποία έχει πλέον ως συνδετικό ιστό το jus publicum europeum και όχι βέβαια τη «διαρκή ειρήνη»· ομοίως, ο πλατωνικός «πόλεμος» και η ερασμική έννοια τού «bellum» επανεμφανίζονται με τη μορφή τού ασύμμετρου πολέμου εξόντωσης, που σύμφωνα με τον Σμιτ θα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία στο εσωτερικό και μόνον τού πολιτισμένου κόσμου, ενώ η «στάσις» ή η seditio αντιστοιχεί τώρα στον «συμμετρικό» πόλεμο-μονομαχία, ο οποίος δεν πρέπει ποτέ να μετατραπεί στο είδος εκείνο τής «εμφύλιας» πάλης όπου όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται και που συνήθως συνοδεύεται από εκκλήσεις για σταυροφορία, προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο διχασμό στο εσωτερικό τής δυτικής-ευρωπαϊκής κοινότητας ή και των κρατών που την αποτελούν. Σύμφωνα με τον γερμανό πολιτειολόγο, η επαναστατική παράδοση, η οποία, παρασυρμένη από το πάθος τού καθολικού, αντιπαρέρχεται ή σκόπιμα καταστέλλει τις ιστορικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες τού «νόμου τής γης», αμαυρώνεται από το γεγονός ότι καταργεί ή καθιστά ασαφή τη διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και βαρβάρων με αποτέλεσμα και τη συσκότιση των ορίων μεταξύ στάσεως και πολέμου, seditio και bellum, συμμετρικού και ασύμμετρου πολέμου εξόντωσης.

Ο Σμιτ θα επικαλεστεί και τον «μεγάλο και γενναίο διανοητή τού παλαιού καθεστώτος», τον Ζοζέφ Ντε Μεστρ, που ομοίως καταδικάζει τη γαλλική επανάσταση για το ότι συνέβαλε στον εκβαρβαρισμό και εκφυλισμό τού «ιπποτικού ευρωπαϊκού πολέμου», στον οποίο «εμπλέκονταν πολεμιστές, που πολεμούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, και ποτέ τα ίδια τα έθνη». Ο προσφιλής στον γερμανό πολιτειολόγο συγγραφέας εκθειάζει επίσης «τον πολεμικό οίστρο και την αιμοδιψία των [παλαιών] μαχητών», ενώ όπως φαίνεται θεωρεί δικαιολογημένη και την εξόντωση των ινδιάνων, «των εκφυλισμένων αυτών ανθρώπων», τους οποίους οι «Ευρωπαίοι» αρνούνταν εύλογα να αναγνωρίσουν ως «ομοίους» τους. Η θρηνολογία για την εξαφάνιση τού ιπποτικού πολέμου αφορά αποκλειστικά και μόνο το τμήμα εκείνο τού πλανήτη που καταυγάζεται από το «θείο πνεύμα»· κατά τα άλλα, όπως καθίσταται σαφές στο πλαίσιο τής «διαρκούς σφαγής» που ανήκει στο «ευρύτερο σχέδιο» τής θείας οικονομίας, υπάρχουν «ορισμένα έθνη» που ο «εξολοθρευτής άγγελος» πασχίζει με κάθε τρόπο να βυθίσει στο αίμα.[151] Το γεγονός όμως παραμένει ότι, στον θλιβερό απολογισμό που καταγράφει ο «Νόμος τής Γης» όσον αφορά την ιστορική εμφάνιση των πολέμων εξολόθρευσης, δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε κριτική εξέταση των αποικιακών πολέμων εξολόθρευσης, συμπεριλαμβανομένου και τού πολέμου που εξαπέλυσε ο Χίτλερ εναντίον των «ιθαγενών» τής Ανατολικής Ευρώπης.

Η αποβολή από τους κόλπους τής Ευρώπης συνεπάγεται και την αποβολή από τους κόλπους τού χριστιανισμού (πρόκειται ακριβώς περί αφορισμού). Δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζει ο Σμιτ, η «διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και μη- ή ημι-πολιτισμένων λαών» συνιστά «εκκοσμίκευση τής διάκρισης μεταξύ χριστιανικών και μη λαών»,[152] συμβαίνει συχνά ο πόλεμος εναντίον των βαρβάρων στα μέσα τού 20ού αιώνα να παίρνει κυριολεκτικά τη μορφή θρησκευτικού πολέμου· έτσι, για παράδειγμα, ο Εμίλ Μπουτρού εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι η Γερμανία «δεν έχει ακόμη πλήρως ασπαστεί τη χριστιανική διδασκαλία τής αγάπης και τής καλοκαγαθίας»,[153] ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Τσέρτσιλ καλεί σε αγώνα εναντίον των γερμανών (ή των ούνων), τους οποίους αποκαλεί «βάρβαρους ειδωλολάτρες».

Στο έργο τού Σμιτ, η καταδίκη τής επαναστατικής παράδοσης, η οποία σύμφωνα πάντα με τον γερμανό νομικό κατάργησε τη διαφορά ή τη διάκριση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας, πηγαίνει χέρι-χέρι με την καταδίκη των αποικιακών επαναστάσεων: η φιγούρα τού παρτιζάνου, που εμπνέεται από τον μαρξισμό και συμμετέχει ενεργά στον απελευθερωτικό, αντιαποικιακό αγώνα, ευθύνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, «για την κατάρρευση τού παλιού ευρωκεντρικού κόσμου, που ο Ναπολέων θέλησε να διασώσει και τον οποίο το Συνέδριο τής Βιέννης ήλπιζε να αποκαταστήσει»,[154] ενώ άμεση συνέπεια τής κατάρρευσης αυτής είναι και ο μαρασμός τού «jus publicum europeum, ενός, δηλαδή, καθαρά ευρωκεντρικού διεθνούς δικαίου».[155]


[i] «There are less than seventy million malignant Huns – some of whom are curable and others killable – many of whom are already engaged in holding down Austrians, Czechs, Poles, French, and the many other ancient races they now bully and pillage.»
[ii] Αναφέρεται στους Κοζάκους που το 1944 εγκαταστάθηκαν στην Καρνία, στη βορειοδυτική Ιταλία.
[iii] Άρνηση τής ανθρώπινης ιδιότητας.
[iv] πβ. G.Roberts, Stalin’s Wars, σελ. 116.
[v] [Since the revolution of 1688 we have expended more than fifteen hundred millions of money upon wars, not one of which has been upon our own shores, or in defence of our hearths and homes. […] [Τ]his pugnacious propensity has been invariably recognised by those who have studied our national character.]
[vi] «Πολεμική Επιτροπή Ανθρώπινου Δυναμικού».
[vii] «We have got to be tough with Germany and I mean the German people not just the Nazis. We either have to castrate the German people or you have got to treat them in such a manner so they can’t just go on reproducing people who want to continue the way they have in the past» [Η συγκεκριμένη δήλωση φέρεται να έγινε στον Μοργκεντάου].
[viii] «In the last war against the barbarous Huns we were your comrades […]. It is all one man [who …] has arrayed the trustees and inheritors of ancient Rome upon the side of the ferocious pagan barbarians».
[ix] «Why by interweaving our destiny with that of any part of Europe, entangle our peace and prosperity in the toils of European ambition, rivalry, interest, humor or caprice?» [17/09/1796]
[x] «[W]hile in Europe, wars or commotions seem to agitate almost every nation, peace and tranquillity prevail among us, except on some parts of our western frontiers, where the Indians have been troublesome, to reclaim or chastise whom proper measures are now pursuing». [28/07/1791]
[xi] «There has been growing up in Europe […] an interlacing of alliances and understandings, a complex web of intrigue and spying, that presently was sure to entangle the whole of the family of mankind on that side of the water in its meshes».


33. Weber, 1988, σελ. 354.
34. Weber, 1971, σελ. 495 & 585; Weber, 1988, σελ. 44.
35. Mommsen, 1974, σελ. 92-93.
36. Για τον Βέμπερ και τον ιμπεριαλισμό, δες Losurdo, 1993, σελ. 176-180.
37. Weber, 1971, σελ. 492.
38. Στο Mommsen, 1993, σελ. 711.
40. Weber, 1971, σελ. 492.
41. Weber, 1988, σελ. 356.
42. Weber, 1971, σελ. 494.
43. Schmitt, 1988, σελ. 238; Schmitt, 1985a, σελ. 382 και επ.
44. Schmitt, 1991a, σελ. 423.
45. Churchill, 1974, σελ. 6384 (ομιλία τής 27ης Απριλίου 1941)· πβ. Nolte, 1987a, σελ. 503.
46. Canfora, 1992, σελ. 96.
47. Hillgruber, 1991, σελ. 439.
48. Hoffmann, 1995, σελ. 18-64.
49. Hillgruber, 1990, σελ. 45; πβ. επίσης Hoffmann, 1995.
50. Rigoni Stern, 1996.
51. Gilbert, 1994.
52. Fischer, 1965, σελ. 33.
53. Ibid., σελ. 139.
54. Ibid., σελ. 743.
55. Hillgruber, 1990, σελ. 78, σημ. 9.
56. Zayas, 1984, σελ. 287-289.
57. Mayer, 1990, σελ. 436.
58. Duffy, 1991, σελ. 273-275.
59. Hillgruber, 1990, σελ. 71.
60. Ibid., σελ. 53.
61. Ibid., σελ. 63.
62. Στο Schmidt-Stein, 1993, σελ. 29.
63. Lipstadt, 1993, σελ. 7.
64. Lénine, 1958, τομ. XXVII, σελ. 191 & 102 [πβ. «Report On Ratification Of The Peace Treaty March 14» & «The Junius Pamphlet»
65. Στο Tucker, 1990, σελ. 258.
66. Hitler, 1939, σελ. 154.
67. Staline, 1972, σελ. 50 [«Order of the Day»]. Είναι αστήρικτη η θέση ότι «στη διάρκεια τού Β΄ ΠΠ» ο Στάλιν δήλωσε ότι «ο γερμανικός λαός στο σύνολό του είναι εχθρός τού σοσιαλισμού και των σοβιετικών λαών»: πβ. Rosdolsky, 1964, σελ. 149, υποσ. 11.
68. Staline, 1972, σελ. 28-29 & 137 [«Ομιλία τού Στάλιν στην πανηγυρική συνεδρίαση για την επέτειο τού Μεγάλου Οχτώβρη, το 1941»]. Χωρίς να παραθέτει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του, ο Φυρέ δηλώνει ότι «ήδη από την αρχή τής εμφάνισης τού χιτλερισμού, ο Στάλιν δεν έδειξε την παραμικρή συμπάθεια προς τους Εβραίους.» (Furet, 1995, σελ. 621-622). Στην πραγματικότητα, αναφορικά με την υπό εξέταση περίοδο, η καταδίκη τού αντισημιτισμού παίζει σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην εν γένει στη διαμόρφωση των θέσεων των σοβιετικών ηγετών, αλλά και ειδικά σε σχέση με την τραγωδία τού Κατίν, όπου οι πολωνοί αξιωματικοί εκτελέστηκαν ως «αντισημίτες». Τυφλωμένος ίσως από το αντικομμουνιστικό του μένος, ο αναθεωρητής ιστορικός φαίνεται να συγχέει ανεπίτρεπτα τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες διήλθαν οι σχέσεις μεταξύ τής Σοβιετικής Ένωσης και τού εβραϊκού κόσμου. Κατά το τέλος τού πολέμου, η ΕΣΣΔ έχαιρε ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των «σιωνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο», σε σημείο που αυτοί οι τελευταίοι να «ενθουσιάζονται με κάθε τι ρωσικό»· πρόκειται για διαπίστωση τής Χ. Άρεντ, η οποία, ακόμα και τον Μάιο τού 1948, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τον προσοβιετικό προσανατολισμό τού σιωνιστικού κινήματος που, ελαφρά τη καρδία, στηλίτευε τον «αντισημιτισμό» τής Μεγάλης Βρετανίας και καταδίκαζε τις ΗΠΑ ως «ιμπεριαλιστική δύναμη».
69. Staline, 1972, σελ. 192.
70. Deutscher, 1969, σε. 755· Boffa, 1979, τόμ.11, σελ. 273-274.
71. Losurdo, 1987b, σελ. 101-102.
72. Lénine, 1958, τόμ. XXXI, σελ. 222· τόμ. XXIV, σελ. 422-23. [«Εισήγηση για τη διεθνή κατάσταση και τα βασικά καθήκοντα τής κομμουνιστικής διεθνούς»]
73. Στο Millis, 1989, σελ. 27.
74. Στο Pick, 1994, σελ. 33.
75. Schumpeter, 1974, σελ. 76 & 79-80.
76. Fischer, 1965.
77. Habermas, 1987, σελ. 164.
78. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 170· La Forte-Marcello, 1993.
79. Fussell, 1991, σελ. 177-178 & 152-153.
80. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 191 & 165.
81. Fussell, 1991, σελ. 155.
82. Stannard, 1992, σελ. 252.
83. Ibid., σελ. 252.
84. Fussell, 1991, σελ. 152-153.
85. Στο Thomas, 1988, σελ. 891 & 585.
86. Friedman-Lebard, 1991, σελ. 95.
87. Markusen-Kopf, 1995, σελ. 190.
88. Ibid., σελ. 165, 173 & 178.
89. Alperovitz, 1995, σελ. 563-564.
90. Morgenstern, 1991, σελ. 101.
91. Harris, 1994.
92. Fussell, 1991, σελ. 177-178 & 152-153· Stannard, 1992, σελ. 252.
93. Losurdo, 1992, σελ. 347-348.
94. Gabriel, 1986, σελ. 394-399.
95. Harbutt, 1986, σελ. 28.
96. Ambrose, 1992, σελ. 31.
97. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 25.
98. Eisenhower, 1948, σελ. 470.
99. Ibid., σελ. 287.
100. Ambrose, 1992, σελ. 33 (η έμφαση δική μου).
101. Bacque, 1993, σελ. 35-36.
102. Ibid., σελ. 21.
103. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 12.
104. Ambrose, 1992, σελ. 33-34.
105. Σύμφωνα με τη σαφώς προκλητική δήλωση τού τότε υπουργού πολέμου Χ.Λ. Στίμσον· πβ. Stimson-Bundy, 1971, σελ. 571-579.
106. Bacque, 1993, σελ. 27.
107. Canedy, 1990, σελ. 10-11.
108. Bacque, 1993, σελ. 21.
109. Croce, 1950, σελ. 75 & 64.
110. Croce, 1993, σελ. 157-158.
111. Breitman, 1993, σελ. 184 & 199-200.
112. Veale, 1979, σελ. 18-19· Irving, 1992, σελ. 44 και επ.
113. Schmid, 1974, σελ. 322.
114. Johnson, 1989, σελ. 470.
115. Ambrose, 1991, σελ. 35.
116. The New York Times Book Review, 1991, σελ. 26-27· πβ. επίσης Adams, 1995, σελ. 217. Η έλλειψη αυτοκριτικού στοχασμού όσον αφορά το φαινόμενο τής φυλετικοποίησης τού εχθρού εξηγεί την επανειλημμένη παρουσίαση ιστορικών αναλύσεων στο πλαίσιο των οποίων εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η τάση ενοχοποίησης ενός ολόκληρου λαού. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση ενός δημοφιλούς αμερικανού ιστορικού, ο οποίος ορίζει τον αντισημιτισμό και, πιο συγκεκριμένο, τον «δολοφονικό αντισημιτισμό» ως «γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα τού γερμανικού λαού». Με την απάλειψη από τον ιστορικό πίνακα των δεδομένων που αφορούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη μαζική αποδημία προς αποφυγή των διώξεων και τον ανήλεη προληπτικό εμφύλιο πόλεμο που εξαπέλυσε ο ναζισμός με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή τής επανάληψης τής επανάστασης τού Νοέμβρη, η πρόθεση παρουσίασης ενός αδυσώπητου κατηγορητηρίου τείνει να μετατραπεί στο αντίθετό της: ο Χίτλερ εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί σε μια «ειρηνική επανάσταση στην οποία συμμετέχει οικειοθελώς ο γερμανικός λαός» (στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα επίμονο μοτίβο τής προπαγάνδας τού Τρίτου Ράιχ, που, κατά παράδοξο τρόπο, αναπαράγεται άκριτα στο εν λόγω βιβλίο). Ο αμερικανός ιστορικός υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία το γεγονός τής ύπαρξης μαζικής συναίνεσης στη Γερμανία όσον αφορά τις αντιεβραϊκές διώξεις που αποκορυφώθηκαν με την «τελική λύση». Όμως, τότε, εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς τι είδους και ποιας έκτασης ήταν η συναίνεση που εκφράστηκε στις ΗΠΑ σε σχέση με τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτών ιαπωνικής καταγωγής, τη ρίψη ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, καθώς και για τις προτάσεις συστηματικών εκκαθαρίσεων ή ολικής εξόντωσης σε βάρος τού «κίτρινου» εχθρού. Οπωσδήποτε η απλή πρόθεση διαφέρει ουσιαστικά από την αποπεράτωση τού εγκλήματος τής γενοκτονίας. Ωστόσο, εν τη απουσία οποιασδήποτε συγκριτικής ανάλυσης, η στάση αδιαλλαξίας τού αμερικανού ιστορικού όχι μόνο στερείται αξίας από τη σκοπιά τής ιστοριογραφίας, αλλά ακόμη και αν αντιμετωπιστεί με όρους ατομικής αγανάκτησης, αποδεικνύεται τελικά ανειλικρινής και αναξιόπιστη (πβ. Goldhagen, 1996, σελ. 454-456, 49 και επ. και σποράδην).
117. Churchill, 1965, σελ. 687-689 (ραδιοφωνικό μήνυμα στις 23/12/1940).
118. Bischof-Ambrose, 1992, σελ. 17.
119. Schmitt, 1991a, σελ. 381.
120. Washington, 1988, σελ. 525.
121. Ibid., σελ. 555.
122. Στο Commager, 1963, τόμ. 1, σελ. 208-209.
123. Στο Gabriel, 1986, σελ. 388.
124. Στο Schmitt, 1991a, σελ. 348.
125. Στο Commager, 1963, τόμ. II, σελ. 414.
126. Roosevelt, 1951, τόμ. 11, σελ. 377 & 620· Roosevelt, 1901, σελ. 251 & 275.
127. Στο Charmley, 1993, σελ. 424.
128. MacDougall, 1982, σελ. 120 & 98.
129. Στο Kissinger, 1994, σελ. 186.
130. Gosset, 1965, σελ. 341.
131. Ernst Haeckel, όπως παρατίθεται στο Buchner-Baumgart, 1976, τόμ. VII, σελ. 417.
132. Fattorini, 1991, σελ. 47-50.
133. Stoddard, 1925, σελ. 7-8 & 153· αναφορά στην κολακευτική αξιολόγηση εκ μέρους τού προέδρου Χάρντινγκ γίνεται στην αρχή τής γαλλικής μετάφρασης· για την εκτίμηση που έτρεφε ο Χούβερ προς το πρόσωπο τού Στόνταρντ, πβ. Kühl, 1994, σελ. 61.
134. Ibid., σελ. 7-8, 159, 173 & 193-195.
135. Spengler, 1933, σελ. 150.
136. Kilzer, 1994, σελ. 122-123.
137. Alfred Rosenberg, 1937, σελ. 81-82.
138. Hitler, 1952, τόμ. 1, σελ. 92 και τόμ. 11, σελ. 325 (συνομιλίες που έλαβαν χώρα στις 26-27 Οκτωβρίου 1941 και στις 6 Σεπτεμβρίου 1942).
139. Hitler, 1989 [1952], σελ. 69, 237 & 449 (συνομιλίες στις 9-10 Σεπτεμβρίου 1941 και στις 23 Απριλίου και 21 Ιουλίου 1942).
140. Breitmann, 1993, σελ. 9.
141. Grimsley, 1995, σελ. 18.
142. Du Bois, 1992, σελ. 113-114.
143. Slotkin, 1994, σελ. 304 & 322.
144. Kilzer, 1994, σελ. 53 & 185.
145. Πολιτεία, V, 469 c – 471 b.
146. De officiis, I, 35-38, et III, 99.
147. Érasme, 1992, σελ. 912 και επ.
148. Σύμφωνα, τουλάχιστον, με τη συνθετική παρουσίαση τής μελέτης του με τίτλο «Projet pour rendre la paix perpétuelle en Europe» από τον Ρουσό (Rousseau, 1959, τόμ. III, σελ. 585-586).
149. Fichte, 1971, vol. VII, σελ. 204-205.
150. Ibid., τόμ. XI, σελ. 426.
151. Maistre, 1984, τόμ. IV, σελ. 83 και τόμ V, σελ. 18-28· Schmitt, 1981, σελ. 41.
152. Schmitt, 1988, σελ. 163.
153. Boutroux, 1926, σελ. 234.
154. Schmitt, 1981, σελ. 41.
155. Schmitt, 1991a, σελ. 29.


Βιβλιογραφία

Adams, Michael C. C., 1995: Retelling the Tale: Wars in Common Memory, in Gabor S. Boritt éd., War Comes Again. Comparative Vistas on the Civil War and World War II, avec une introduction de David Eisenhower, New York-Oxford, Oxford University Press.
Ambrose, Stephen E., 1991: «Ike and the Disappearing Atrocities», The New York Times Book Review, 24 février.
—, 1992: «Eisenhower and the Germans», in Günther Bischof-Stephen E. Ambrose éd., Eisenhower and the German POW’s. Facts against Falsehood, Baton Rouge-Londres, Louisiana State University Press.
Alperovitz, Gar, 1995: The Decision to Use the Atomic Bomb and the Architecture of an American Myth, New York, Knopf.
Bacque, James, 1993: Other Losses (1989), New York, Saint Martin’s Press, 1991.
Bischof G.-Ambrose, Stephen E., 1992: Introduction à G. Bischof-Stephen E. Ambrose (éd.), Eisenhower and the German POWs [cf. Ambrose, 1992].
Boffa, Giuseppe, 1979: Storia dell’Unione Sovietica, Milan, Mondadori.
Boutroux, Émile, 1926: Études d’histoire de la philosophie allemande, Paris, Vrin.
Breitman, Richard D., 1993: The Architect of Genocide (1991), New York, Knopf.
Canedy, Suzan, 1990: America’s Nazis. A Democratic Dilemma, Markgraf, Menlo Park.
Canfora, Luciano, 1992: Marx vive a Calcutta, Bari, Dedalo.
Charmley, John, 1993: Churchill. The End of Glory, Londres-Sydney-Auckland, Hodder & Staughton.
Churchill, Winston, 1965: Great Destiny, anthologie éditée par F. W. Heath (1962), Putnam’s Sons, New York.
—, 1974: His Complete Speeches 1897-1963, vol. VI, New York-Londres, Chelsea House.
Commager, Henry S. (éd.), 1963: Documents of American History (7 éd.) New York, Appelton-Century-Crofts.
Croce, Benedetto, 1950: L ‘Italia dal 1914 al 1918. Pagine sulla guerra, Bari, Laterza.
—, 1993: Scritti e discorsi politici (1943-1947), A. Carella éd., vol. I (vol. VII, I de l’édition nationale), Naples, Bibliopolis.
Deutscher, Isaac, 1969: Stalin. A Political Biography (1965); trad. fr. Jean-Pierre Herbert, Staline, Paris, Gallimard, 1953.
Du Bois, William E. B., 1992: Black Reconstruction in America, 1860-1880 (1935), D. L. Lewis éd., New York, Atheneum.
Duffy, Christopher, 1991: Red Storm in the Reich. The Soviet March on Germany, 1945, New York, Atheneum.
Eisenhower, Dwight D., 1948: Crusade in Europe (1948), New York, Doubleday; trad. fr. Paule de Beaumont, Mémoires sur la Deuxième Guerre mondiale, Paris, Robert Laffont, 1949.
Breitman, Richard D., 1993: The Architect of Genocide (1991), New York, Knopf.
Buchner, Rudolf et Baumgart, Winfried (éd.), 1976: Quellen zum politischen Denken der Deutschen im 19. und 20. Jahrhundert. Freiherr vom Stein-Gedächtnisausgabe, Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1976 sqq.
Érasme, 1992: Querela pacis (1517); trad. fr. J.-C. Margolin, in Érasme, Paris, Robert Laffont.
Fattorini, Emma, 1991: Il colpo di grazia sessuale. La violenza delle truppe nere in Renania negli anni venti, in A. Bravo (éd.), Donne e uomini nelle guerre mondiali, Rome-Baril Laterza.
Fichte, Johann G., 1971: Werke, I. H. Fichte (éd.), Berlin, De Gruyter.
Fischer, Fritz, 1965: Griff nach der Weltmacht (1961); trad. fr. Geneviève Migeon et Henri Thies, Les Buts de l’ Allemagne impériale, Trévise, Paris, 1970.
Friedman, George et Lebard, Meredith, 1991: The Coming War with Japan, New York, Saint Martin’s Press.
Furet, François, 1995: Le Passé d’une illusion. Essai sur l’idée communiste au XXe siècle, Paris, le Livre de Poche, Robert Laffont.
Fussell, Paul, 1991: Wartime (1989), Oxford, Oxford University Press; tract. fr. Paul Chemla, À la guerre, Paris, Seuil, 1992.
Gabriel, Ralph H. 1986: The Course of American Democratic Thought, Greenwood Press (3e éd.), New York-Westport-Londres.
Gilbert, Martin, 1994: The First World War. A Complete History, New York, Henry Holt and Company.
Goldhagen, Daniel J., 1996: Hitler’s Willing Executioners. Ordinary Germans and the Holocaust, Londres, Little Brown and Company; tract. fr. Pierre Martin, Les Bourreaux volontaires de Hitler. Les Allemands ordinaires et l’Holocauste, Paris, Seuil, 1998.
Gosset, Thomas F., 1965: Race. The History of an Idea in America, New York, Schocken Books.
Grimsley, Mark, 1995: The Hard Hand of War. Union Military Policy Toward Southern Civilians 1861-1865, Cambridge, Cambridge University Press.
Habermas, Jürgen, 1987: Nachspiel (1987); trad. it. de G. E. Rusconi, Germania: un passato the non passa, Turin, Einaudi.
Harbutt, Fraser J., 1986: The Iron Curtain. Churchill, America and the Origin of the Cold War, New York-Oxford, Oxford University Press.
Harris, Sheldon H., 1994: Factories of Death. Japanese Biological Warfare and the American Cover Up, Londres-New York, Routledge.
Hillgruber, Andreas, 1990: Zweierlei Untergang. Die Zerschlagung des Deutschen Reich und das Ende des europäischen Judentums (1986), Berlin, Siedler, 1986.
—, 1991: Die Zerstörung Europas. Beiträge zur Weltkriegsepoche 1914 bis 1945 (1988), Berlin, Propyläen, 1988.
Hitler, Adolf, 1939: Mein Kampf (1925-1927), Zentral Verlag der NSDAP, Munich.
—, 1952: Tischgespräche, H. Picker, Ullstein, Francfort-sur-le-Main-Berlin; trad. fr. Françoise Genoud, Libres propos sur la guerre et la paix (conversations de table recueillis par Martin Bormann), Paris, Flammarion.
Hoffmann, Joachim, 1995: Stalins Vernichtungskrieg, 1941-1945, Verlag für Wehrwissenschaften, Munich; trad. fr. Erik Strasser, La Guerre d’ extermination de Staline, 1941-1945, Saint-Genis-Laval, Akribeia, 2003.
Irving, David, 1992: The Destruction of Dresden (1963); trad. fr. Jean-Daniel Katz, La Destruction de Dresde, Paris, Robert Laffont, 1964.
Johnson, Paul, 1989: A History of the Modern World from 1917 to the 1980s (1983); trad. fr. Philippe Delranc et Philippe Vitrac, Une histoire du monde moderne, Paris, Robert Laffont, 1985.
Kilzer, Louis C., 1994: Churchill’s Deception. The Dark Secret that Destroyed Nazi Germany, New York, Simon & Schuster.
Kissinger, Henry, 1994: Diplomacy, New York, Simon & Schuster; trad. fr. Marie-France de Paloméra, Diplomatie, Paris, Fayard, 1996.
Kühl, Stefan, 1994: The Nazi Connection. Eugenics, American Racism and German National Socialism, New York-Oxford, Oxford University Press.
LaForte, Robert S. et Marcello, Ronald E., 1993: Building the Death Railway. The Ordeal of American POWs in Burma, 1942-1945, Wilmington, SR Books.
Lénine, Vladimir I., 1958: Œeuvres complètes, Éditions sociales, Paris, et Éditions en langues étrangères, Moscou, 1958 sq.
Lipstadt, Deborah E., 1993: Denying the Holocaust. The Growing Assault on Truth and Memory, New York-Toronto, The Free Press-Macmillan.
Losurdo, Domenico, 1987b: La catastrofe della Germania e l’immagine di Hegel, Guerini, Milano; trad. fr. Charles Alunni, Hegel et la catastrophe allemande, Paris, Albin Michel, 1994.
—¸ 1992: Hegel e la libertà dei moderni, Editori Riuniti, Rome.
—¸ 1993: Democrazia o bonapartismo. Trionfo e decadenza del suffragio universale, Bollati Boringhieri, Turin; trad. fr. Jean-Michel Goux, Démocratie ou bonapartisme, Paris, Le Temps des cerises, 2003.
MacDougall, Hugh A., 1982: Racial Myth in English History. Trojans, Teutons and Anglo-Saxons, Montréal-Londres, Harvest-University Press of New England.
Maistre, Joseph de, 1984: Œuvres complètes, Lyon 1884, réimpression anastatique, Hildesheim-Zürich-New York, Olms.
Markusen, Eric et Kopf, David, 1995: The Holocaust and Strategic Bombing. Genocide and Total War in the Twentieth Century, Boulder-San Francisco-Oxford, Westview Press.
Mayer, Arno J., 1990: Why Did the Heavens not Darken?, New York, Pantheon Books, 1988.
Millis, Walter, 1989: The Martial Spirit (1931), Chicago, Elephant Paperbacks.
Mommsen, Wolfgang J., 1974: Max Weber. Gesellschaft, Politik and Geschichte, Francfort-sur-le-Main, Suhrkamp.
—, 1993: Max Weber and die deutsche Politik, 1890-1920 (2e éd., 1974); trad. fr. Jean Amsler, Jean-Rodolphe Amsler, Delphine Bechtel et al., Max Weber et la politique allemande, Paris, PUE, 1985.
Morgenstern, George, 1991: Pearl Harbor. The Story of the Secret War (1947), Newport, Institute for Historical Review.
Pick, Daniel, 1994: War Machine. The Rationalization of Slaughter in the Modern Age (1993).
Rigoni, Stern, 1996: Introduction à Leonardo Zanier, Carnia, Kosakenland, Kazackajia Zemlja, Udine, Mittelcultura.
Roosevelt, Theodore, 1901: The Strenuous Life. Essays and Adresses, New York, The Century.
—, 1951: The Letters, E. E. Morison, J. M. Blum, J. J. Buckley (éd.), Cambridge (Mass.), Harvard University Press, 1951 sqq.
Rosdolsky, Roman, 1964: «Friedrich Engels und das Problem der «geschichtslosen Völker»», in Archiv für Sozialgeschichte, Bd IV.
Rosenberg, Alfred, 1937: Der Mythus des XX. Jahrhunderts (1930), Munich, Hoheneichen; trad. fr. Adler von Scholle, Le Mythe du XXe siècle, Paris, Deterna, 1999.
Rousseau, Jean-Jacques, 1959: Œuvres complètes, B. Gagnebin et P. Raymond (éd.), Paris, Gallimard, 1959 sqq.
Schmid, Alex P., 1974: Churchills privater Krieg. Intervention und Konterrevolution im russischen Bürgerkrieg, November 1918-März 1920, Zürich, Atlantis.
Schmidt, Martin et Stein, Dieter, 1993: Im Gespräch mit Ernst Nolte, Postdam, Junge Freiheit.
Schmitt, Carl, 1985a: Verfassungsrechtliche Aufsätze (1958), 3e éd., Berlin, Dunker & Humblot.
— 1981: Theorie der Partisanen (1963); trad. fr. Marie-Louise Steinhauser, Théorie du partisan, Paris, Flammarion, 1992.
— 1988: Positionen und Begriffe im Kampf mit Weimar-Genf-Versailles 1932-1939 (1940), Berlin, Duncker & Humblot.
—, 1991a: Der Nomos der Erde im Völkerrecht des Jus Publicum Europeum (1950); trad. fr. Lilyane Deroche-Gurcel, Le Nomos de la terre, Paris, PUE, 2001.
Schumpeter, Joseph, A. 1974: Zur Soziologie der Imperialismen (1919; 1953); trad. fr. Suzanne de Segonzac, Impérialisme et classes sociales, Paris, Flammarion, 1984.
Slotkin, Richard, 1994: The Fatal Environment. The Myth of the Frontierin the Age of Industrialization 1800-1890 (1985), NewYork, Harper Perennial.
Spengler, Oswald, 1933: Jahre der Entscheidung, Beck, Munich, trad. fr. Raïa Hadekel-Bogdanovitch, 1933: année décisive, Paris, Copernic, 1980.
Staline, Joseph W., 1972: Über den grossen Vaterländischen Krieg der Sowietunion, Francfort­-sur-le-Main, Roter Druckstock.
— 1995: Letters to Molotov, L. T Lih, O. V Naumov et O. V Khlevniuk éd., préface de R. C. Tucker, New Haven-Londres, Yale University Press.
Stannard, David E., 1992: American Holocaust. The Conquest of the New World, Oxford, Oxford University Press.
Stimson, Henry L. et Bundy, Mc George, 1971: On Active Service in Peace and War, New York, Octagon Books.
Stoddard, Lothrop, 1925: The Rising Tide of Color Against White-World-Supremacy (1920); trad. fr. A. Doysié, Le Flot montant des peuples de couleur contre la suprématie mondiale des Blancs, Paris, Payot, 1925.
Thomas, Hugh, 1988: Armed Truce. The Beginnings of the Cold War 1945-1946 (1986), Londres, Sceptre.
Tucker, Robert C., 1990: Stalin in Power. The Revolution from Above, 1928-1941, New York-Londres, Norton.
Veale, Frederick J. P., 1979: Advance to Barbarism. The Develoment of Total Warfare (1948), Newport, Institute for Historical Review.
Washington, George, 1988: A Collection, W.B. Allen éd., Indianapolis, Liberty Classics.
Weber, Max, 1971: Gesammelte politische Schriften (1958), J. Winckelmann éd., 3e éd., Tübingen, Mohr (Siebeck).
— 1988. Zur Politik im Weltkrieg. Schriften und Reden 1914-1918, W J. Mommsen éd., en collaboration avec G. Hübinger, Tübingen, Mohr.
Zayas, Alfred M. de (éd.), 1984: Die Wehrmachtuntersuchungstelle. Deutsche Ermittlungen über allierte Völkerrechtsverletzungen im zweiten Weltkrieg, édité par A. M. de Zayas avec la collaboration de Walter Rabus, 4e éd., Munich, Universitas.

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (VI)

Φ. Σασέν [σοσιαλδημοκράτης «δουλέμπορος», μέλος τής «Επιτροπής Φίλων τής Waffen SS»]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΠρος την κατεύθυνση τής εφαρμογής «πραγματικά δικτατορικών εξουσιών»: από την τύχη που επιφυλάχθηκε στους κομμουνιστές βουλευτές έως την έκδοση τού διατάγματος Σερόλ
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Η απόφαση τής άρσης τής κοινοβουλευτικής ασυλίας και τής παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών επέσπευσε τη διαδικασία «εκφασισμού τής δημοκρατίας». Τα νομοθετικά διατάγματα τής 1ης και τής 26ης Σεπτεμβρίου [1939] αποτέλεσαν τη βάση για την κατάλυση τής συνταγματικής νομιμότητας, ενώ ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η «επιστολή προς τον [πρόεδρο τής Βουλής] Εριό» που έφερε τις υπογραφές των κομμουνιστών βουλευτών Αρτίρ Ραμέτ και Φλοριμόν Μποντ. Η επιστολή συνετάχθη την 1η Οκτωβρίου από την «εργατοαγροτική [κοινοβουλευτική] ομάδα» (GOP), που είχε συγκροτηθεί στις 27-28 Σεπτεμβρίου ως απάντηση στην επιβληθείσα στις 26 Σεπτεμβρίου απαγόρευση λειτουργίας τού κόμματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω είχαν τηρηθεί οι σχετικές διαδικασίες που προέβλεπε ο κανονισμός τής Βουλής και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και καθ’ υπόδειξη τού προέδρου Εριό και τού κοσμήτορα Εντουάρ Μπαρντ:[1219] η GOP είχε ζητήσει από τον Εριό «να παρέμβει στις αρμόδιες αρχές προκειμένου (1) να διεξαχθεί δημόσια κοινοβουλευτική συζήτηση για το ζήτημα τής ειρήνης και (2) να δοθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα στους επιστρατευμένους βουλευτές να συμμετάσχουν στις διαβουλεύσεις για το συγκεκριμένο θεμελιώδες ζήτημα, εκ τού οποίου εξαρτώνται η ζωή και ο θάνατος εκατομμυρίων γάλλων πολιτών».[1220] Κατά την έναρξη τής δικαστικής διαδικασίας, που έλαβε χώρα στις αρχές τού επόμενου έτους, ο συνήγορος κ. Μαρσέλ Βιλάρ έκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει ότι η ενέργεια αυτή των κομμουνιστών βουλευτών αφορούσε αποκλειστικά το ενδεχόμενο προσφοράς κλάδου ελαίας από το Βερολίνο, υπό τον όρο ότι «θα συμφωνούσε και η Σοβιετική Ένωση».[1221]

Η απόφαση παραπομπής σε δίκη των κομμουνιστών βουλευτών «προϋπ[έθετε] τη διακοπή των εργασιών τής Βουλής και τής Γερουσίας», πράγμα που «αποφασίστηκε σε άκρως μυστική σύσκεψη» τού υπουργικού συμβουλίου στις 4 Οκτωβρίου, μία ημέρα πριν από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ τού διατάγματος με το οποίο «επετράπη η διενέργεια των πρώτων συλλήψεων».[1222] Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη κατά παραβίαση τού άρθρου 13 τού συνταγματικού νόμου τού 1875 — με το οποίο ρυθμίζονταν τα θέματα τής ασυλίας των βουλευτών — και στη βάση μιας παντελώς ατεκμηρίωτης δικογραφίας, όπως προσπάθησε, επί ματαίω, να αποδείξει η υπεράσπιση κατά τη διάρκεια τής δίκης.[1223] Προς υποστήριξη τού ισχυρισμού αυτού, μπορεί να αναφερθεί ενδεικτικά η έκθεση 305 σελίδων τής γενικής επιθεώρησης των υπηρεσιών τής διοικητικής αστυνομίας τής Εθνικής Ασφάλειας, η οποία ξεκινά με μια ενότητα 114 σελίδων, όπου αναλύονται, με κακόπιστο τρόπο, οι ιστορικοί «δεσμοί» μεταξύ τού ΚΚΓ και τής κομμουνιστικής Διεθνούς (— κύριος τομέας ειδίκευσης τής υπηρεσίας από το 1919 και εφεξής). Ο τίτλος τής έκθεσης («περί τού ρόλου που διαδραμάτισαν στους κόλπους τού κομμουνιστικού κόμματος τα σημερινά μέλη τής εργατοαγροτικής κοινοβουλευτικής ομάδας»), η παραπομπή στην «παρούσα δικαστική παραγγελία»[1224] και ο τελικός πίνακας με τίτλους δημοσιευμάτων για το διάστημα από 3 έως 8 Οκτωβρίου 1939 μαρτυρούν ότι το ντοσιέ πληροφοριών ετοιμάστηκε στο πόδι (τέλη Σεπτεμβρίου‒8 Οκτωβρίου). Τα «δύο μέρη» τής έκθεσης (αφενός, οι φάκελοι των 43 βουλευτών με στοιχεία για την αγωνιστική τους πορεία και κυρίως για το περιεχόμενο και το είδος τής προπαγάνδας που διακινούσαν και, αφετέρου, οι «πληροφορίες» τής Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας [DGSN]) είχαν περιορισμένη ή και καμία χρησιμότητα για την εισαγγελία.

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 30/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (V)

Ρ. Λανζερόν [εξελέγη στην Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το 1960]

Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου Τα νομοθετικά διατάγματα μιας γερμανικής Γαλλίας; [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»]

Η ψυχορραγούσα γαλλική δημοκρατία δεν διέπραξε τόσα εγκλήματα όσα γνωρίζουμε ότι διέπραξαν, με τη συνδρομή των κατακτητών, οι ιθύνοντες τού καθεστώτος τού Βισί. Ωστόσο, όπως θα δούμε, το υπόμνημα, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941, τής «γενικής επιθεώρησης τής εγκληματολογικής αστυνομίας» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [IGSPC] καταδεικνύει τη σαθρότητα τού (ψυχολογικού) επιχειρήματος για την υποτιθέμενη ασυνέχεια[1200] μεταξύ τής «δημοκρατικής» αντικομμουνιστικής καταστολής τής περιόδου Σεπτεμβρίου 1939 ‒ Ιουνίου 1940 και των εγκλημάτων τής Κατοχής. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι την ευθύνη τής καταστολής ανέλαβαν τα ίδια πρόσωπα — όπως, για παράδειγμα, ο αρχιβασανιστής και διοικητής τής RG[i] Λ. Ροτέ, τού οποίου «ο αντικομμουνισμός» επρόκειτο να «ενταθεί ως αποτέλεσμα τής στάσης που τήρησε το ΚΚΓ μετά την κήρυξη τού πολέμου».[1201] Ομοίως, είναι δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στην εδραίωση ενός «καθεστώτος εξαίρεσης» στα πλαίσια ενός κράτους που «[παρέμενε] κράτος δικαίου υπό τους Νταλαντιέ και Ρεϊνό» και το κατοχικό καθεστώς τού Βισί, «όπου η δημόσια διοίκηση, ο τύπος, οι οργανώσεις και οι πολίτες όφειλαν να λειτουργούν ως ιμάντες τού ολοκληρωτικού εγχειρήματος, ενίοτε σε συνεργασία με τον κατακτητή»[1202]: τόσο το υπόμνημα τού Απριλίου 1941, όσο και οι ομολογίες και εκμυστηρεύσεις των Μπονέ και Νταλαντιέ στους ιταλούς και γερμανούς αξιωματούχους σχετικά με το γαλλικό σχέδιο για επιβολή δικτατορικού καθεστώτος κατά τα ξένα πρότυπα, όπως άλλωστε και η γαλλογερμανική αστυνομική συνεργασία των ετών 1938-1939, αποτελούν τεκμήριο συνέχειας όσον αφορά τις δομές και τους στόχους των δύο καθεστώτων.

Έχοντας αναλάβει, από τον «Οκτώβριο τού 1939», το έργο τής «καταστολής των κομμουνιστικών συνωμοσιών», η γενική επιθεώρηση εγκληματολογικής αστυνομίας έδρασε σε συνεργασία με τη γερμανική αστυνομία για το διάστημα από τον Ιούλιο και, κυρίως, τον Σεπτέμβριο τού 1940 και μετά, χωρίς να χρειαστεί καμία αλλαγή στη δομή της υπό το καθεστώς τού Βισί: η «απόφαση» τού Οκτωβρίου 1939, με την οποία προβλέφθηκε η εξειδίκευση «τού 2ου τμήματος τής υπηρεσίας […] στον τομέα τής [αντικομμουνιστικής] καταστολής», απλώς «συμπληρώθηκε και οριστικοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου τού 1940». Η απολογιστική έκθεση για τις «δραστηριότητές» της κατά την περίοδο από «2ας Σεπτεμβρίου» [1939] και εφεξής[1203] (δηλ. αρχής γενομένης από την επομένη τής έκδοσης τού αντικομμουνιστικού διατάγματος τού Νταλαντιέ) μαρτυρεί επίσης τη συνέχεια των στόχων των δύο καθεστώτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έκθεση πεπραγμένων τού τμήματος τής υπηρεσίας, όπου εκτίθενται τα αποτελέσματα τής πολύμηνης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών στον τομέα τής δίωξης των κομμουνιστών, γκολιστών και εβραίων,[1204] υποβλήθηκε «στις γερμανικές αρχές» προς στήριξη τού γαλλικού αιτήματος «όπως επιτραπεί στους υπαλλήλους τής κεντρικής υπηρεσίας τής επιφορτισμένης με την καταστολή τής κομμουνιστικής προπαγάνδας να κυκλοφορούν κατά μήκος τής διαχωριστικής γραμμής των συνόρων, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, σε όλα τα συνοριακά σημεία διέλευσης, και ανεξαρτήτως τού χρησιμοποιούμενου μεταφορικού μέσου», ούτως ώστε να αρθούν τα όποια εμπόδια στην αποτελεσματικότητα τής διασυνοριακής αστυνόμευσης.[1205] Ομοίως, τα στοιχεία τής έκθεσης που αφορούν το σύνολο τής χώρας[1206] και τα οποία περιλαμβάνονται υπό τον τίτλο «καταστολή των αντεθνικών συνωμοσιών για την περίοδο από τη 2α Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι την 1η Απριλίου 1941» δεν συνιστούν ένδειξη αναπροσανατολισμού των δραστηριοτήτων τής υπηρεσίας. Άλλωστε, μεγάλο μέρος των διωκτικών «επιτυχιών» τής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας [SN] τοποθετούνται σε χρόνο προγενέστερο τού Ιουνίου τού 1940 (—το 65% των διενεργηθεισών ερευνών, το 60% των συλλήψεων,[1207] το σύνολο σχεδόν των «διοικητικών εγκλεισμών», των απαγορεύσεων λειτουργίας οργανώσεων και των υποθέσεων αναστολής λειτουργίας εφημερίδων[1208]). Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και ο απολογισμός για τη συνεργαζόμενη με την SN αστυνομική διεύθυνση τού Παρισιού.[1209] Επομένως, όπως συμβαίνει και με άλλα ανάλογα αστυνομικά έγγραφα,[1210] από τον εισαγωγικό πίνακα με τα στοιχεία των διώξεων τής έκθεσης τής SN με ημερομηνία 3 Απριλίου 1941 δεν σηματοδοτείται καμία αλλαγή κατεύθυνσης όσον αφορά την κατοχική περίοδο:

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 13/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Ο «σωφρονισμός» των κομμουνιστών—Gleichschaltung (IV)

Ο Νταλαντιέ δήλωσε «ειλικρινά ενθουσιασμένος» με τη συγκυρία, η οποία πίστευε ότι θα συνέβαλε «στην εδραίωση μιας νέας ευρωπαϊκής συνείδησης και μιας διαρκούς αλληλεγγύης βασισμένης στη δύναμη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών» [Στη φωτ.: Τσάμπερλεν‒Νταλαντιέ-Χίτλερ-Μουσολίνι-Τσιάνο]


Η πρόκληση τού συμβιβασμού με τον άξονα Ρώμης-ΒερολίνουΗ σημασία των νομοθετικών διαταγμάτων τού φθινοπώρου τού 1939
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο VI: «Ο εσωτερικός πόλεμος: “σωφρονίζοντας τους κομμουνιστές”»] [pdf]

Στις 26 Αυγούστου 1939, ο Μπονέ, ο οποίος την 1η Ιουλίου είχε αναλάβει τη δέσμευση, απέναντι στο Βερολίνο, να «σωφρονίσει τους κομμουνιστές», παρουσίασε στον Γκαρίλια την πρόοδο που είχε σημειωθεί στον τομέα αυτό: «Η κατάσταση στη Γαλλία έχει αλλάξει ριζικά, τα σοσιαλκομμουνιστικά κόμματα έχουν οδηγηθεί σε αδυναμία αντίδρασης και, ως εκ τούτο, ο ίδιος [ο Μπονέ] “[ήταν] πλέον σε θέση να υλοποιήσει τους αρχικούς του στόχους, πράγμα που μέχρι σήμερα δεν ήταν εφικτό λόγω τής εσωτερικής κατάστασης στη χώρα”».[1173]

Από τη στιγμή τής υπογραφής τού γερμανο-σοβιετικού συμφώνου το κράτος, με άψογα ενορχηστρωμένο τρόπο, επέδειξε σιδερένια πυγμή σε βάρος τού ΚΚΓ. Το αρχικό έναυσμα δόθηκε από το κύμα τού «πατριωτισμού» που σάρωσε το σύνολο των μη κομμουνιστικών εφημερίδων, ανεξαρτήτως απόχρωσης, όπως επίσης και όλα «τα γαλλικά πολιτικά κόμματα» (γεγονός που επισημάνθηκε από τον εμπορικό ακόλουθο τής γερμανικής πρεσβείας Κουρτ Μπρόιερ ήδη από τις 23 Αυγούστου). Ο τύπος, με την κρυφή παρότρυνση τής κυβέρνησης, κάλεσε το κράτος να λάβει σε βάρος των προδοτών κομμουνιστών τα μέτρα για τα οποία πίεζε η αγανακτισμένη κοινή γνώμη. «Η γαλλική κυβέρνηση» όφειλε «να έρθει σε συνεννόηση» με τα κοινοβουλευτικά κόμματα «για την υιοθέτηση των διαφόρων σχετικών μέτρων», προκειμένου να κατασταλεί η ελευθερία τής κομμουνιστικής έκφρασης.[1174] Στις 25 Αυγούστου, «δυνάμει τού διατάγματος τής 24ης […] που αφορούσε δημοσιεύματα επιβλαβή εις τα συμφέροντα τής εθνικής άμυνας», επιβλήθηκαν «κατασχέσεις των κομμουνιστικών εφημερίδων L’Humanité και Ce soir» και, «με το αιτιολογικό ότι [έθεταν] “σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και την άμυνα τής χώρας”», απαγορεύτηκε «μέχρι νεωτέρας» η έκδοσή τους. Στις 26,[1175] την ημέρα ακριβώς που ο Νταλαντιέ, στο μελιστάλαχτο μήνυμά του προς τον γερμανό καγκελάριο, προσφώνησε τον Χίτλερ ως «σύντροφο βετεράνο τού τελευταίου πολέμου»,[1176] προβλέφθηκε με απόφαση τού υπουργείου εσωτερικών η «οριστική αναστολή» τής κυκλοφορίας τους. Στις 27, ο Μπρόιερ σημειώνει σε τηλεγράφημά του ότι «σύμφωνα με ημιεπίσημη ανακοίνωσή της που δημοσιεύθηκε στην Petit Parisien, η κυβέρνηση προειδοποίησε ότι δεν επρόκειτο να ανεχθεί διαδηλώσεις τού κομμουνιστικού κόμματος και ότι [ήταν] διατεθειμένη να λάβει, εν ανάγκη, μέτρα για την απαγόρευσή τους». Στη συνέχεια, ο γερμανός ακόλουθος περιγράφει λεπτομερώς τις αποτυχημένες προσπάθειες των κομμουνιστών προκειμένου να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον Νταλαντιέ και τον Σαρό[i] και καταλήγει επισημαίνοντας πως ο Νταλαντιέ σκόπευε «να συγκροτήσει ένα εθνικό μέτωπο αγώνα με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων και να ρίξει το σύνθημα τής πάλης κατά τού κομμουνισμού».[1177]

Το διάταγμα τής 1ης Σεπτεμβρίου, που «απαγόρευε τη δημοσίευση πληροφοριών ικανών να επηρεάσουν δυσμενώς το ηθικό τού στρατού και των πολιτών» και το οποίο προέβλεπε μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 ετών, εξειδίκευσε τις ρυθμίσεις των προγενέστερων διαταγμάτων με ημερομηνία, αντίστοιχα, 21 Απριλίου (αναφορικά με την «ξένη προπαγάνδα») και 24 Ιουνίου 1939 (για την απαγόρευση τής «διανομής και κυκλοφορίας ξένων φυλλαδίων»). Το οπλοστάσιο ενάντια στην «Τρίτη Διεθνή» εμπλουτίστηκε από το νομοθετικό διάταγμα τής 9ης Σεπτεμβρίου για την αντιμετώπιση των «υπηκόων τρίτων κρατών», όρος με σχετικά νεοπαγή σημασία, εφόσον εναπόκειτο στην ευχέρεια τού κράτους να καθορίσει ποιοι νοούνταν ως αλλοδαποί. Προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το μέτρο τής έκπτωσης από την ιθαγένεια τού καθεστώτος τού Βισί, ο Σαρό και ο Μπονέ μπόρεσαν έτσι να «κινήσουν τη διαδικασία αφαίρεσης τής γαλλικής ιθαγένειας» σε βάρος των κομμουνιστών βουλευτών που διέφυγαν (ή που εφέροντο ότι διέφυγαν) «στο εξωτερικό». Το μέτρο, που η κυβέρνηση τού Βισί θα διατηρούσε σε ισχύ, επεκτείνοντας την εφαρμογή του σε βάρος των εβραίων και των διαφωνούντων «αρίων» μελών τής γαλλικής ελίτ, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, στις 25 Ιανουαρίου 1940, στην περίπτωση τού βουλευτή Ζαν Ριγκάλ: «Μέλος μιας οργάνωσης που, ως γνωστόν τοις πάσι, καθοδηγείται από το εξωτερικό, [ο Ριγκάλ], αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τη Γαλλία, έδειξε εμπράκτως την πρόθεσή του να διαρρήξει τους δεσμούς του με τη χώρα μας, […] τέθηκε αυτοβούλως εκτός τού εθνικού σώματος [και, συνεπώς, πρέπει] οπωσδήποτε να θεωρηθεί ότι συμπεριφέρθηκε ως υπήκοος τρίτης χώρας».[1178]

Read the rest of this entry »

 
Σχολιάστε

Posted by στο 06/06/2013 σε «Αριστερά», Βία, Κράτος

 

Ετικέτες:

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (III)

Κ. Μπέμελμπουργκ, στο κέντρο χωρίς ζώνη [Γκεστάπο 1941]

Από την αστυνομική συνεργασία έως την εξύμνηση τού γερμανικού «κοινωνικού» μοντέλου [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]
(I & II μέρος)

«Εντυπωσιασμένος» ίσως, αλλά καθόλου έκπληκτος, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις προχωρημένες σχέσεις οικειότητας που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. «Η επιθετική και αποφασιστική στάση που υιοθέτησε ο κ. Νταλαντιέ απέναντι στον κομμουνισμό μετά το ξέσπασμα τής κρίσης τού Σεπτεμβρίου» συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Αν και έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος της από τα δημοσιευμένα γερμανικά αρχεία,[636] η στενή αυτή συνεργασία αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πρωτότυπα αρχειακά έγγραφα που αφορούν τον Καρλ [Carl ή Karl] Μπέμελμπουργκ.

Άνθρωπος τού Ράινχαρντ Χάιντριχ και τού Χάινριχ Μίλερ, ο Μπέμελμπουργκ διορίστηκε και μετέβη στο κατεχόμενο Παρίσι τον Ιούνιο τού 1940, για να αναλάβει ως επικεφαλής τού τμήματος Δ΄ τής Γκεστάπο.[637] Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η λαμπρή παριζιάνικη καριέρα του, που έφτασε στο απόγειό της κατά την Κατοχή,[639] ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, τον Ιούνιο τού 1938. «Ευρισκόμενος σε αποστολή στη χώρα μας, ήδη κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 1938, επί τη ευκαιρία τής επίσκεψης των βρετανών ηγεμόνων», ο τότε πενηντατριάχρονος[638] Μπέμελμπουργκ θα επιστρέψει ξανά στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου και, στη συνέχεια, στις 6 τού μήνα, θα υποδειχθεί «ως μέλος τής επίσημης ακολουθίας τού κ. φον Ρίμπεντροπ». Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι, ως «ακόλουθος τής γερμανικής πρεσβείας», επικαλούμενος, κατά περίσταση, διάφορα προσχήματα, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα «την παροχή συνδρομής στη γαλλική αστυνομία σε σχέση με τη διαλεύκανση τής δολοφονίας τού φομ Ρατ».[640] Από τον Ιανουάριο τού 1939, οι αρμόδιες για την απέλασή του αρχές — και, ειδικότερα, αφενός, το Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας) και η διεύθυνση τής αστυνομίας και, αφετέρου, το Κε Ντ’ Ορσέ — πετούσαν το μπαλάκι η μία στην άλλη, αφήνοντάς τον να δρα ανενόχλητος.[641] Μετά την επίσκεψή του στο Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας, έγινε γνωστό «ότι ο κ. Μπέμελμπουργκ [ήρθε] στο Παρίσι για να εκτελέσει αστυνομικού χαρακτήρα αποστολή: διακρίβωση στοιχείων, παρακολουθήσεις, έρευνες, κ.λπ., […] ότι περίμενε σύντομα την άφιξη και άλλων γερμανών αστυνομικών και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επρόκειτο να εγκατασταθεί, σε γαλλικό έδαφος, ένα ανεπίσημο παράρτημα τής Γκεστάπο». Στις υπόλοιπες κρατικές αρχές επικρατούσε η ίδια αδιαφορία έναντι «των σοβαρών κινδύνων» που «εγκυμονούσε η κατάσταση αυτή».[642] Μόνιμη επωδός των πληροφοριών που συνέρρεαν από τις υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών ήταν ότι ο επικεφαλής και τα στελέχη τού παριζιάνικου παραρτήματος τής Γκεστάπο «ασχολούντ[αν] με το ζήτημα των προσφύγων στη Γαλλία».[643]

Ένας τέτοιος εφησυχασμός δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μετά την άνοδο στην εξουσία των χιτλερικών, η γαλλική δημοκρατία έδωσε το ελεύθερο στους αστυνομικούς και πολιτικούς υπαλλήλους τού Ράιχ να καταδιώκουν και να συλλαμβάνουν επί τόπου τους εβραίους και αντιφασίστες πρόσφυγες από τη Γερμανία. Ωστόσο, το Ράιχ δεν κατείχε την πρωτιά στον τομέα αυτό: ήδη από τη δεκαετία τού ’20, η OVRA[i], όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες τού ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, μπορούσαν επίσης ελεύθερα να διώκουν τους ιταλούς αντιφασίστες που έβρισκαν καταφύγιο στη Γαλλία.[644] Η ιστορικός Βίκι Κέιρον, που μελέτησε την περίπτωση των γερμανοεβραίων προσφύγων μετά το 1933, αγνοεί ότι οι γαλλικές αρχές αποδέχθηκαν αμέσως το σχετικό αίτημα των χιτλερικών. Η ιστορικός εντοπίζει χρονικά στο 1938 το «προοίμιο» των διώξεων τής κατοχής και αποδίδει το φαινόμενο στην αδιαφορία ή την ενδοτικότητα τής γαλλικής κυβέρνησης.[645] Ο Ροζέ Μπουρντερόν και ο Ιβάν Αβακούμοβιτς διαισθάνθηκαν μεν τη σημασία τής περίπτωσης Μπέμελμπουργκ, αλλά θεώρησαν ότι οι «γαλλικές αρχές» απέρριψαν το αίτημα που απηύθυνε προς αυτές ο Χάιντριχ, προκειμένου να επιτραπεί «επισήμως στον προστατευόμενό του [να] παραμείνει στο Παρίσι, για να παρακολουθεί τις ίντριγκες των γερμανών κομμουνιστών που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Γαλλία μετά τη διάλυση των διεθνών Ταξιαρχιών» (—αναφέροντας επίσης εσφαλμένα ότι ο Μπέμελμπουργκ «αναχώρησε από τη Γαλλία» μαζί με τον Ρίμπεντροπ).[646] Συνεπώς, η ελευθερία αυτή που παραχωρήθηκε στην OVRA και στην Γκεστάπο θα πρέπει να καταλάβει εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ενδείξεων για τις «δημοκρατικές απαρχές τού καθεστώτος τού Βισί».[647] Σε τι διαφέρει άραγε το άρθρο 19 τής συνθήκης ανακωχής τής 22ας Ιουνίου 1940, που προέβλεπε την παράδοση στις γερμανικές αρχές των γερμανών προσφύγων, από το καθεστώς ασυδοσίας κινήσεων στη γαλλική επικράτεια που απολάμβαναν οι ναζιστικές διωκτικές αρχές, με τις ευλογίες τής παρακμάζουσας τρίτης δημοκρατίας, καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ τού 1933 και τού φιάσκου τού ’40;

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (II) — Νοέμβριος 1938

ΣΥΝΕΚ-Παρεμβάσεις α λα φρανσέ—1938-39 «Πίσω στο μέλλον»

Νοέμβριος 1938: τα προεόρτια τής υποδοχής τού Ρίμπεντροπ [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]

Η CGT[i] πλέον στα πρόθυρα τής διάσπασης, ετοιμάστηκε για τη μετωπική σύγκρουση, πρόγευση τής οποίας αποτέλεσε η σκληρή αντιμετώπιση που επεφύλαξαν Κράτος και εργοδοσία στη μακρά καλοκαιρινή απεργία των λιμενεργατών τής Μασσαλίας (11 Ιουλίου‒13 Σεπτεμβρίου). Ο Μονζί — που ανέλαβε επικεφαλής τού υπουργείου δημοσίων έργων στις 23 Αυγούστου συνεπεία τής κρίσης που προέκυψε από την πρώτη ανοιχτή επίθεση τού Νταλαντιέ κατά τής εβδομάδας των σαράντα ωρών [586] — σε συνεργασία με τον τότε υπουργό εργασίας Πομαρέ, εφάρμοσε επιτυχώς το μέτρο τής επίταξης των απεργών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η «ηθελημένα προκλητική» εφαρμογή εκ μέρους τής εργοδοσίας των διαταγμάτων για την οργάνωση τής εβδομαδιαίας εργασίας (με πρόβλεψη για υπολογισμό τού Σαββάτου ως πλήρους εργάσιμης ημέρας) προκάλεσε, ήδη από την τελευταία εβδομάδα τού Νοεμβρίου, τις έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων. Ο Ζουό, [ii] έχοντας επιστρέψει από τη συνεδρίαση τής 24ης Νοεμβρίου τού γενικού συμβουλίου τής Τράπεζας τής Γαλλίας, εξέφρασε τη διαπίστωση ότι ήταν «αντιοικονομική» «η εφαρμογή τού ίδιου ωραρίου καθ’ όλη τη διάρκεια τής εργάσιμης εβδομάδας». Σε αυτό συμφώνησε και ο Φουρνιέ,[iii] δηλώνοντας ότι «είναι ασύμφορο το άνοιγμα των επιχειρήσεων το πρωί τού Σαββάτου».[587] Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, το μέτρο προοριζόταν να λειτουργήσει ως «κόκκινο πανί» και δεν αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση κόστους: έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των φασιστικών ομάδων που δρούσαν στα εργοστάσια (Πυροσταυρίτες, Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα [PPF] κ.λπ.), όπως επίσης και τής αστυνομίας (ως δύναμης κρούσης εναντίον κυρίως των μεταναστών), οι εργοδότες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν «απίστευτες» μεθόδους προβοκάτσιας και εκφοβισμού σε βάρος τού κόσμου τής εργασίας. Σκοπός τους ήταν η «πρόκληση βίαιων εργατικών αντιδράσεων»,[588] γνωρίζοντας ότι αυτές ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, δεδομένης τής δέσμευσης τής ηγεσίας τής CGT να σαμποτάρει κάθε προσπάθεια για την οργάνωση συντονισμένης απάντησης εκ μέρους τού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στις επίμονες παρακλήσεις του προς τον Ρίμπεντροπ να επισπεύσει την επίσκεψή του στο Παρίσι, ο Μπονέ[iv] δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει τις δεσμεύσεις τής κυβέρνησής του για την καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων. Κατά το δεκαπενθήμερο που προηγήθηκε τής επίσκεψης τού ναζιστή ηγέτη το θέμα αυτό μονοπώλησε το ενδιαφέρον τής γαλλικής κυβέρνησης. Την πρώτη Δεκεμβρίου, ο Ζουό, έχοντας λερωμένη τη φωλιά του, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα των ενωτικών στη συνεδρίαση τής κεντρικής επιτροπής τού Συνδέσμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: «Τα νομοθετικά διατάγματα […] ήρθαν ως αποτέλεσμα των συμφωνιών τού Μονάχου και μιας συνειδητής πολιτικής που επιδιώκει να καταργήσει τις εργατικές ελευθερίες. Αναμένοντας την επίσκεψη τού κ. Ρίμπεντροπ, ο κ. Νταλαντιέ θέλησε να δείξει ότι μπορεί να τηρήσει την ίδια στάση με τον Χίτλερ απέναντι στην εργατική τάξη».[589] Στη συνέχεια, το Κράτος και η εργοδοσία βάλθηκαν να αντιμετωπίσουν τις πρώτες εργατικές απεργίες. Τόσο το Σάββατο 19 Νοεμβρίου αλλά κυρίως την ακόλουθη Δευτέρα, το εργατικό κίνημα, παρά τον κατακερματισμό του, έδωσε δυναμική απάντηση στην προκλητική ανάρτηση των «οδηγιών» χρονοδιαγράμματος, ενέργεια η οποία προκάλεσε την αγανάκτηση των εργατών κυρίως στον Βορρά και στην περιοχή τού Παρισιού, που αποτελούσαν τότε προπύργια των κομμουνιστών.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες:

K.Gossweiler—Παραλλαγές τού Φασισμού (ΙΙΙ)

Οι κύριοι τύποι φασιστικών δικτατοριών [pdf]
[Κουρτ Γκόσβαϊλερ, «Αφετηρίες και Παραλλαγές τού Φασισμού: Φασισμός, Δικτατορία και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» (Hitler, l’irrésistible ascension? σελ. 195-210· αρχ. δημοσίευση Jahrbuch für Geschichte der sozialistischen Länder Europas, τόμ.24/1, Berlin 1980, σελ.7-36)]

Στις χώρες, λοιπόν, τής περιοχής αυτής[i] και στο διάστημα μεταξύ 1919 και 1923, εγκαθιδρύθηκαν (λιγότερο ή περισσότερο) περιορισμένα αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα και δύο ανοιχτά δικτατορικά καθεστώτα.

Έχουν διατυπωθεί — και εξακολουθούν να διατυπώνονται — διάφορες απόψεις σε σχέση με τον χαρακτήρα των δύο αυτών δικτατορικών καθεστώτων, όπως και σε σχέση με τον χαρακτήρα παρόμοιων καθεστώτων που θα διαμορφωθούν αργότερα (για παράδειγμα, στην Πολωνία μετά το πραξικόπημα τού Ιωσήφ Πιλσούντσκι τον Μάιο τού 1926). Σε κείμενό του τού 1928, ο Γκεόργκι Δημητρόφ τα χαρακτηρίζει ως καθεστώτα δικτατορικού τύπου με ορισμένες ιδιομορφίες: «Οι ειδικές συνθήκες των χωρών τής νοτιοανατολικής Ευρώπης προσδίδουν στον φασισμό έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη για παράδειγμα στην Ιταλία, ο φασισμός δεν αναπτύσσεται από τα κάτω ως μαζικό κίνημα που στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, αλλά προωθείται και αναπτύσσεται από τα πάνω, έως ότου επιτευχθεί ο στόχος τής εγκαθίδρυσής του ως μορφή κρατικής διακυβέρνησης. Μέσω τού σφετερισμού τής κρατικής εξουσίας και κάνοντας χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων τής αστικής τάξης και τής οικονομικής ισχύος τού τραπεζιτικού κεφαλαίου, ο φασισμός επιχειρεί, εν προκειμένω, να διεισδύσει στις μάζες, αναζητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ερείσματα».[43]

Το 7ο συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς επιβεβαίωσε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία οι δικτατορίες αυτές αποτελούν «μορφές φασισμού». Η άποψη αυτή γίνεται ευρέως αποδεκτή ακόμα και σήμερα.[44] Ορισμένοι όμως θεωρούν ότι τα δικτατορικά αυτά καθεστώτα θα πρέπει να διακρίνονται από τις φασιστικές δικτατορίες, διότι δεν εμφανίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων. Υποστηρίζουν, έτσι, ότι οι εν λόγω χώρες χαρακτηρίζονταν από την απουσία ανάπτυξης ή την περιορισμένη ανάπτυξη τού χρηματιστικού κεφαλαίου· ότι, εν προκειμένω, η ανάληψη τής εξουσίας όχι μόνο δεν συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, αλλά, αντίθετα, η εγκαθίδρυση των δικτατορικών αυτών καθεστώτων συνέβαλε στο να αποτραπεί η εμφάνιση τέτοιων κινημάτων·[45] ότι η τρομοκρατική εκστρατεία δεν πήρε την έκταση και τις διαστάσεις των τρομοκρατικών διώξεων που εξαπολύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία· ότι, επιπλέον, παρέμενε νόμιμη η λειτουργία των συνδικάτων αλλά και των ίδιων των κομμουνιστικών κομμάτων· και ότι, τέλος, οι δικτατορικές κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν είχαν τη δύναμη και τη σταθερότητα που διέθεταν τα «γνήσια» φασιστικά καθεστώτα.

Είναι προφανές ότι, αν συγκρίναμε τις δικτατορίες τού Χόρτι και τού Ζάνκοφ με τον γερμανικό φασισμό, δεν θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε τις σημαντικές αυτές διαφορές. Ωστόσο, όπως είναι λάθος να κατατάσσουμε στην κατηγορία των «φασιστικών δικτατοριών» όλες εκείνες τις εκφάνσεις τής πολιτικής πραγματικότητας που συνδέονται με την άσκηση τής καπιταλιστικής εξουσίας και οι οποίες δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά τής αστικής δημοκρατίας, εξίσου λάθος είναι να θεωρούνται ως γνήσια φασιστικά καθεστώτα αποκλειστικά και μόνο τα καθεστώτα εκείνα που εγκαθιδρύθηκαν στην Ιταλία και την Γερμανία.

Read the rest of this entry »

 

Ετικέτες: