RSS

Το Μπαλκόνι (ΙΙ)—A.Badiou

09 Νοέ.

Εικόνες τού Παρόντος [ΙΙ]
Σεμινάριο 3-12-01
(Βασισμένο στις σημειώσεις τού Ντ. Φισέρ)

Την περασμένη φορά ανέφερα ότι η ανάλυση τής φύσης τής εποχής μας οφείλει να ακολουθήσει ανάστροφη πορεία, αρχίζοντας από τα εμβλήματα και καταλήγοντας στη δομή τού παρόντος ως συνεκτική και σταθερά επαναλαμβανόμενη τάξη. Θα ήθελα να εστιάσω σ’ αυτό το σημείο τής στρατηγικής μας, διότι θα μπορούσε να εγερθεί η αντίρρηση ότι η απόφασή μας αυτή ενέχει τον κίνδυνο τής λογικής κυκλικότητας: φτάνοντας στη δομή ή στη φύση τού συστήματος, πώς είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα καταλήξουμε πάλι στα εμβλήματα, στις εικόνες, εκεί απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει, διαγράφοντας έτσι μια αέναη κυκλική πορεία; Εδώ ανοίγουμε διάλογο με τον Νίτσε, για τον οποίο η αποτελεσματική καταπολέμηση τού μηδενισμού συνεπάγεται την κατάφαση τής αιώνιας επιστροφής. Και θα ήθελα να επισημάνω ότι το «Μπαλκόνι» ανήκει σ’ αυτή τη σχολή τού νιτσεϊσμού, εφόσον ο ισχυρισμός που προβάλλεται εδώ είναι ότι η εικόνα μιας δεδομένης χρονικής στιγμής μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού μόνο ως επιστροφή και επανάληψη. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τα τέσσερα δομικά στοιχεία τού παρόντος, στα οποία προαναφέρθηκα, (δηλ. τη δομή, την εξαίρεση, τη γυμνή εξουσία και το έμβλημα), διαπιστώνουμε ότι η θέση τού έργου μπορεί να διατυπωθεί με την εξής σχεδόν αλγεβρική μορφή: η απατηλή διαχείριση των εμβλημάτων από την εξουσία συνεπάγεται αναγκαστικά την ανάλωση και δομική αφομοίωση τής εξαίρεσης. Άλλωστε, αυτή δεν είναι ουσιαστικά η έκβαση των θεατρικών τεκταινομένων; Ως αποτέλεσμα των χειρισμών τού αρχηγού τής αστυνομίας, ο επαναστάτης μεταμορφώνεται εν τέλει σε εικόνα, σε μια φιγούρα από εκείνες που εκτίθενται στο μπορντέλο. Η εξαίρεση καταρρέει, αφομοιώνεται ολοκληρωτικά στη δομή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να ερμηνευθεί ως εντοπισμένη εξωτερικότητα, ως χάραγμα τού πραγματικού επί τής δομικής επιφάνειας. Ας ξαναδιαβάσουμε τις τελευταίες γραμμές τού κειμένου.

[Ενώ στο βάθος ακούγονται οι κρότοι των πυροβόλων, η Μαντάμ Ίρμα, που για ένα διάστημα έπαιζε τον ρόλο τής Βασίλισσας, αναρωτιέται:]
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
: Ποιοι να ‘ναι;… Οι δικοί μας;… Ή οι επαναστάτες;… Ή μήπως;…
ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ
: Κάποιος που ονειρεύεται, κυρία… (Η Βασίλισσα πηγαίνει σε διάφορα σημεία τού δωματίου και γυρίζει από ένα διακόπτη. Κάθε φορά σβήνει κι από ένα φως. )
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ (χωρίς να σταματάει να σβήνει): … Ίρμα. Λέγετέ με μαντάμ Ίρμα. Γυρίστε σπίτι σας. Καληνύχτα, κύριε. [Είναι σαν να μας λέει: κοιτάξτε, όταν σβήνουν τα φώτα, τα ομοιώματα αποσύρονται, τα εμβλήματα καθαιρούνται και η Μαντάμ Ίρμα ξαναγίνεται Μαντάμ Ίρμα.]
ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ
: Καληνύχτα, μαντάμ Ίρμα. (Βγαίνει.)
ΙΡΜΑ (μόνη και συνεχίζοντας να σβήνει): Τι φως μού χρειάζεται… Χίλια φράγκα ηλεκτρικό τη μέρα!… Τριανταοχτώ σαλόνια!… Όλα επίχρυσα. Όλα ικανά, με διάφορους μηχανισμούς, να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και να συνδυάζονται… Κι όλες αυτές οι αναπαραστάσεις για να μένω μόνη, διευθύντρια και υποδιευθύντρια αυτού τού σπιτιού και τού εαυτού μου… (Γυρίζει ένα διακόπτη αλλά τον ξανανάβει) Α, όχι, αυτός είν’ ο τάφος, έχει ανάγκη από φως για δυο χιλιάδες χρόνια!… Κι από τροφή για δυο χιλιάδες χρόνια!… (Σηκώνει τούς ώμους) Τελικά, υπάρχει οργάνωση εδώ μέσα, κι έτοιμα πιάτα. Δόξα είναι να κατεβαίνεις στον τάφο παίρνοντας μαζί σου τόνους γερή μάσα! (Φωνάζει προς τα παρασκήνια) Κάρμεν! … Κάρμεν! … Βάλε τους σύρτες, αγάπη μου, και σκέπασε τα παράθυρα… (Συνεχίζει να σβύνει) Όπου να ‘ναι, θα χρειαστεί να ξαναρχίσουμε… να τα ξανανάψουμε όλα… να ντυθούμε… (Ακούγεται το λάλημα ενός πετεινού) Να ντυθούμε… Α, οι μεταμφιέσεις! Να ξαναμοιράσουμε τούς ρόλους… Να αναλάβω εγώ τον δικό μου… (Σταματάει στη μέση τής σκηνής, με το πρόσωπο στο κοινό) … Να ετοιμάσω τον δικό σας… δικαστές, στρατηγοί, επίσκοποι, αυλάρχες, επαναστάτες που αφήνετε την επανάσταση να καθηλώνεται. Θα ετοιμάσω τα κοστούμια μου και τα σαλόνια μου για αύριο… Πρέπει να γυρίσετε στα σπίτια σας όπου όλα, μην έχετε γι’ αυτό καμιά αμφιβολία, θα είναι ακόμα πιο ψεύτικα απ’ ό,τι εδώ μέσα… Είναι ώρα να φύγετε… Θα βγείτε δεξιά, απ’ το δρομάκι… (Σβύνει το τελευταίο φως) Ξημέρωσε κιόλας.
(Θόρυβος πολυβόλου.)
ΑΥΛΑΙΑ
(Το Μπαλκόνι, σελ.112-13)[1]

Βλέπουμε ότι το έργο τελειώνει μέσα σε μια αβέβαιη ατμόσφαιρα αμφιθυμίας μεταξύ αμφίεσης — τού νόμου τής τάξης των εικόνων — και τού ήχου του πολυβόλου, δηλ. τής εξωτερικότητας των εξεγερμένων, πράγμα που υποδηλώνει ότι όλα θα ξαναρχίσουν από την αρχή. Η τάξη, η επαναστατική εξαίρεση, η μεταξύ τους σχέση, κ.λπ., εν ολίγοις, οι τέσσερις δομικές στιγμές τού παρόντος και ο μεταξύ τους δεσμός γίνονται, μεμονωμένα και συνολικά, αντικείμενο μιας νέας κατάφασης. Για τον Ζενέ, όπως και για τον Νίτσε, το παρόν δεν γίνεται αντιληπτό μόνον ως πέρασμα, παρέλευση ή αφανισμός τού χρόνου, αλλά αντλεί την υπόστασή του από το γεγονός τής διαρκούς κατάφασής του, από την ικανότητά του προς επανάληψη. Ο μηδενισμός και η αιώνια επιστροφή εδώ συζευγνύονται, αλλά, όπως θα έλεγε και ο Ντελέζ, πρόκειται για μια διαζευκτική σύνθεση. Θα μπορούσα να πω ότι στόχος μου είναι η αποσύζευξη τής διάζευξης αυτής. Με άλλα λόγια, θα ήθελα να δείξω ότι ο μηδενισμός δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με την επιστροφή, ότι ο στοχασμός τού παρόντος δεν μας υποχρεώνει να σκεφτούμε την επανάληψή του, να υποθέσουμε την εκ νέου κατάφασή του, αλλά αντιθέτως ότι είναι δυνατή η κατανόησή του ως ανεπανάληπτης μοναδικότητας. Και αυτό έχει, βεβαίως, ως συνέπεια ότι η πορεία από τα ομοιώματα προς το σύστημα δεν είναι ανεπανόρθωτα αναστρέψιμη, ότι δηλ. δεν είμαστε αιώνια καταδικασμένοι να επιστρέφουμε στο σημείο εκκίνησης. Η εν λόγω αναστρεψιμότητα — που στο έργο τού Ζενέ θεματικοποιείται με την εξής μορφή: «αν επιχειρήσουμε την αποκρυπτογράφηση τής εξαίρεσης, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε το ίδιο έργο, δηλ. το σενάριο τού 20ού αιώνα» — αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια ευρέως διαδεδομένη και κυρίαρχη στις μέρες μας αντίληψη. Η προπαγανδιστική αυτή θέση έχει και ένα δεύτερο σκέλος, καθώς συνοδεύεται από τον ισχυρισμό ότι δεν πρέπει ποτέ να ξανανεβάσουμε το έργο αυτό, διότι πρόκειται για ένα κακό, για ένα ολέθριο και αιμοσταγές θεατρικό. Βεβαίως, η γνώμη αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ειλικρινής και θαρραλέα άσκηση τού δικαιώματος κριτικής προς τα ιστορικά πεπραγμένα. Ωστόσο, η ουσία τής προπαγανδιστικής αυτής ετυμηγορίας — και πρόκειται πράγματι για προπαγάνδα, με την αυστηρή έννοια τού όρου, μια προπαγάνδα που οι ίδιοι επιβάλλουμε στους εαυτούς μας, η μόνη άλλωστε μορφή προπαγάνδας στην οποία είναι δυνατόν να δώσουμε πίστη — έγκειται σε κάτι άλλο: στην πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα αυτό είναι το μοναδικό σενάριο. Επομένως, το μήνυμα που επιχειρείται να περάσει είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε πόσο αποκρουστικό ήταν αυτό έργο και ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τον κίνδυνο τής επανάληψής του είναι να πάψουμε επιτέλους να παίζουμε θέατρο και να συμπεριφερόμαστε σαν να υπήρχε μόνο η δομή ή η συστημικότητα και η πληρότητα τού χρόνου — στοιχεία που από μόνα τους δεν αρκούν για να στηθεί μια παράσταση.[2] Πρόκειται όντως για ένα πρωτόγνωρο δίλημμα: να παίξει κανείς (το μοναδικό θεατρικό που υπάρχει) ή να μην παίξει κανείς ποτέ ξανά θέατρο … Βγάλτε, λοιπόν, τα κουστούμια και το μακιγιάζ και και μην επιχειρήσετε ξανά να παίξετε θέατρο …

Όσον αφορά το αρχικό μας ερώτημα [δηλ. τι νόημα έχει ο στοχασμός τής εικόνας τού παρόντος], ανέφερα ήδη ότι στο πρώτο στάδιο τής έρευνάς μας θα ασχοληθούμε με το έμβλημα και όχι με το ίδιο το σύστημα. Το έμβλημα επιτελεί τη λειτουργία τής απόκρυψης ενός συγκεκριμένου σημείου τής καθεστηκυίας τάξης, τού σημείου όπου εκδηλώνεται η ανάδραση τής δομής προς τις υφιστάμενες κάθε φορά εξαιρέσεις. Στο έργο τού Ζενέ τη θέση αυτή κατέχει ο αρχηγός τής αστυνομίας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ύπαρξη τού δομικού αυτού σημείου δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ή να διασαφηνιστεί μέσω μιας απλής περιγραφικής ανάλυσης τής δομής. Κι αυτό γιατί πρόκειται για σημείο που, χωρίς να παύει να ανήκει στην δομή, διαμορφώνεται υπό την πειραματική επίδραση των τυχόν υφισταμένων δομικών αποκλίσεων και, ως εκ τούτου, εξελίσσεται ταυτόχρονα με αυτές. Θα έλεγα μάλιστα ότι συνιστά την εξιδανικευμένη στιγμή όπου η εξουσία ως τάξη και δομή εγγίζει το πραγματικό της, το στοιχείο εκείνο που εκθέτει τη δομή στη γυμνότητά της. Στο έμβλημα πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί το μυστικό τής ισχύος τής εξουσίας. Το έμβλημα τελεί σε σχέση εξάρτησης προς τις υφιστάμενες εξαιρέσεις, εξελίσσεται, εν μέρει, ως αποτέλεσμα τής ενδεχομενικότητάς τους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθιστά έκδηλη την επίδραση τού τυχαίου επί τής δομής. Σκεφτείτε μια καλλιτεχνική καινοτομία στη σχέση της με τον ακαδημαϊσμό — για παράδειγμα, τη θέση που κατέχει ο δωδεκαφθογγισμός του Σένμπεργκ έναντι τού παραδοσιακού τονικού συστήματος. Διαπιστώνουμε ότι η ισχύς κάθε ακαδημαϊσμού δεν ασκείται μόνον μέσω τής επανάληψης των στοιχείων μιας ήδη υφιστάμενης δομικής τάξης, αλλά κυρίως μέσω τής ικανότητας αντίδρασης τής εν λόγω δομής απέναντι σε μια επίμαχη καινοτομία. Κάθε ακαδημαϊσμός θα εμπεριέχει μια δομική στιγμή που μπορεί να ερμηνευθεί ως απόρροια τής ανάδρασης τής υπάρχουσας δομής προς κάθε τι που παρεκκλίνει από το ακαδημαϊκά ορθό. Το δομικό αυτό στοιχείο μπορεί μάλιστα να χαρακτηριστεί με τον όρο «νεοακαδημαϊσμός» — το πρόθεμα «νεο-» παραπέμπει στο γεγονός ότι η ακαδημαϊκή δομή συνδιαμορφώνεται σε συγχρονία με τις νεοεμφανιζόμενες εξαιρέσεις. Η νεοακαδημαϊκή στιγμή ενός ακαδημαϊσμού προσφέρει ένα εξαιρετικό πεδίο έρευνας όσον αφορά τον εν λόγω ακαδημαϊσμό.

Το έμβλημα συγκαλύπτει, λοιπόν, το σημείο όπου έρχονται αντιμέτωπες η δομή και οι εξαιρέσεις της. Και, μάλιστα, επιτελεί αυτή τη λειτουργία συγκάλυψης ακόμη αποτελεσματικότερα, στο μέτρο που το ίδιο αποτελεί εξιδανικευμένη απεικόνιση τού σκοτεινού χαρακτήρα τής γυμνής εξουσίας. Έχω ήδη αναφέρει ότι, κατά τη γνώμη μου, ο ρόλος αυτός έχει σήμερα ανατεθεί στη «δημοκρατία». Η λέξη αυτή είναι το κλειδί για την κατανόηση τού σύγχρονου μηδενισμού, διότι ενσαρκώνει το ιδεώδες τού παρόντος μας. Πιστεύω ότι προαπαιτούμενο για την υπέρβαση τού μηδενισμού δεν είναι η κατανόηση τής δομής του, αλλά η αποκωδικοποίηση των ιδεατών του αναπαραστάσεων. Η κατανόηση και η αποδοκιμασία τής οικονομικής φρίκης, τής παγκοσμιοποίησης, τού συστήματος τής γενικευμένης αλλοτρίωσης, κ.λπ. είναι αναγκαίες, αλλά όχι επαρκείς προϋποθέσεις για τη γνώση τής υπάρχουσας πραγματικότητας, στο μέτρο που αδυνατούν να προσφέρουν το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση τής διαδικασίας υποκειμενοποίησης που εξασφαλίζει τη συναίνεση και ανοχή προς την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι θιασώτες τής τάξης δεν είναι πλέον ανάγκη να εκφράζονται δημόσια υπέρ τού καπιταλιστικού συστήματος. Πράγματι, σήμερα κάθε δράση που τείνει να συνεισφέρει στη διαφύλαξη του συστήματος αναλαμβάνεται εν ονόματι τής «δημοκρατίας» και όχι εν ονόματι τού καπιταλισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα δύσκολο πρόβλημα, λόγω τής έντονης αμφισημίας που παρατηρείται στη χρήση τού όρου αυτού. Σαφώς και δεν εννοώ ότι πρέπει να απορρίψουμε κάθε άλλη σημασία τής λέξης «δημοκρατία», αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εκπλήρωση τής υποκειμενικής λειτουργίας τής συγκάλυψης, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, αποτελεί ακριβώς η αμφισημία τού συγκεκριμένου όρου.

Εάν επιθυμούμε την απεμπλοκή μας από το κυρίαρχο δημοκρατικό έμβλημα, τότε το εγχείρημά μας θα έχει αναγκαστικά χαρακτήρα αριστοκρατικό. Θα προσέθετα, μάλιστα, πως ο απαιτούμενος προς τούτο νοητικός προσανατολισμός θα χαρακτηρίζεται από ένα οξύμωρο σχήμα. Θα πρόκειται δηλαδή για έναν «προλεταριακό αριστοκρατισμό», όπου ο όρος «αριστοκρατισμός» παραπέμπει στη διαπίστωση ότι φορείς των αληθειών ή των εξαιρέσεων είναι ουσιαστικά οι μειοψηφίες (και, ως προς τούτο, οι απόψεις μου συγκλίνουν με εκείνες των Ντελέζ και Γκαταρί), ενώ ο επιθετικός προσδιορισμός «προλεταριακός» στο ότι η ουσία των εν λόγω εξαιρέσεων εντοπίζεται στην παραγωγή έργου και ότι το παραγόμενο αυτό έργο έχει καθολικό προορισμό.

Αλλά πώς θα αναγνωρίσουμε τα έργα αυτά, που ανατρέπουν τις εικόνες τού παρόντος και που αποτελούν τις ρωγμές που αφήνει στην επιφάνεια τής δομής το πραγματικό; Αναφέρομαι στο πρόβλημα τής συνάρθρωσης τής φιλοσοφίας με τις εξαιρέσεις που παράγονται εκτός αυτής — πρόβλημα που, κατά τη γνώμη μου, μας υποχρεώνει να ανοίξουμε ξανά τη συζήτηση για τη σκοπιμότητα και το εφικτό τής υλοποίησης ενός εγκυκλοπαιδικού ερευνητικού προγράμματος, μιας εγκυκλοπαίδειας των αληθειών ή των εξαιρέσεων ως εμμενών διαδικασιών. Κατά την επικρατούσα σήμερα άποψη, η εγκυκλοπαίδεια ως φιλοσοφικό πρόγραμμα είναι πέραν των ορίων τού εφικτού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαίος ο καταμερισμός τής επιστημονικής εργασίας με σκοπό την παραγωγή έγκυρης και εξειδικευμένης ανά ερευνητικό τομέα γνώσης. Θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν προσανατολισμό πολύ αμφίβολης αξίας. Δεν είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο η άποψη αυτή θα μπορούσε σήμερα να θεωρηθεί περισσότερο εύλογη από ό,τι, για παράδειγμα, στην εποχή τού Χέγκελ. Παραπλανητικό ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παράγοντας τής ποσότητας. Στο μέτρο που πρόκειται για την εγκυκλοπαιδική καταγραφή ή σύνοψη καινοτομιών εξέχουσας σημασίας για τη σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η θέση ότι το εν λόγω εγχείρημά είναι εξ ορισμού ανέφικτο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τον εκβιαστικό χαρακτήρα τής ευρέως διαδεδομένης αυτής άποψης, που τείνει στην πραγματικότητα να νομιμοποιεί τα φαινόμενα τής εξειδίκευσης και τού καταμερισμού τής εργασίας.

Φθάνοντας στο τέλος τής διαδρομής μας, θα θέσουμε το ερώτημα «τι σημαίνει να ζει κανείς;». Εδώ ανακύπτει το θέμα τής επιστροφής τής φιλοσοφίας στον αρχικό της προορισμό, αυτόν δηλαδή τής σοφίας, νοούμενης, εδώ, ως ύπαρξης αποδεσμευμένης από τα κυρίαρχα εμβλήματα, ως δυνατότητας χάραξης πορείας αποκλίνουσας από τους κοινά αποδεκτούς κανόνες. Στο «Μπαλκόνι», το ζήτημα τέθηκε ως εξής: «Θα μπορέσουν οι εξεγερμένοι να κατασκευάσουν τα δικά τους εμβλήματα;» Είδαμε ότι το επαναστατικό τους εγχείρημα κατέληξε σε αποτυχία. Πιστεύω ότι το ερώτημα αυτό — αν δηλ. είναι δυνατή, και υπό ποιες προϋποθέσεις, μια μορφή ύπαρξης που δεν θα εξαντλείται στην απλή φιλοδοξία κατάληψης μιας θέσης στον συστημικό μηχανισμό ή, αλλιώς, ποια μορφή μπορεί να πάρει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης που θα διαθέτει τα δικά της εμβλήματα — καθίσταται ξανά επίκαιρο. Το διακύβευμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από την πορεία προς μια νέα ανα-γέννηση. Όπως συμβαίνει με κάθε ανα-γέννηση, ο επανα-προσανατολισμός αυτός θα συνεπάγεται, αφενός μεν, μια στροφή προς την αρχαιότητα και, αφετέρου, μια νέα γέννηση, την αξίωση δηλ. επανεξέτασης των θεμελιωδών ερωτημάτων αναφορικά με την ύπαρξη — και προπάντων εκείνων που μοιάζουν σήμερα να στερούνται παντελώς νοήματος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ήδη στη δεκαετία τού ’50, ο Λακάν επιδίωξε να προσανατολίσει σ’ αυτήν την κατεύθυνση την αναλυτική θεραπεία σκιαγραφώντας μια αυθεντική ασκητική τής ψυχαναλυτικής πράξης (όχι βεβαίως με την έννοια που έδινε στη λέξη «ασκητική» ο Νίτσε). Στη συνεδρία τής 19 Μαΐου τού 1954 (Τόμος Ι: «Τα τεχνικά γραπτά τού Φρόυντ»), αναφέρει τα εξής: «Αν και εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η δομική παρουσία τού οιδιπόδειου συμπλέγματος, είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι και άλλες, ισοδύναμες δομές, που επίσης ανήκουν στο πεδίο τού νόμου, δύνανται να διαδραματίζουν έναν εξίσου αποφασιστικό ρόλο». Και συνεχίζει: «Θα έπρεπε, λοιπόν, κατά το πρότυπο τής μεγάλης διαλεκτικής παράδοσης, να εντείνουμε την ψυχαναλυτική μας παρέμβαση, ώστε να ξαναπιάσουμε το νήμα των θεμελιωδών συζητήσεων γύρω από τη δικαιοσύνη και το θάρρος; Αυτό είναι ένα ερώτημα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας. Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε, είναι δύσκολο να απαντηθεί, διότι, για να είμαι ειλικρινής, ο άνθρωπος τής εποχής μας έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό χάσει την ικανότητά του να καταπιάνεται με τα μεγάλα αυτά ζητήματα. Προτιμά αντιθέτως να δίνει λύσεις με γνώμονα την ατομική συμπεριφορά, την κοινωνική προσαρμογή, την ηθική τής ομάδας, και άλλα τέτοια φαιδρά. Στο γεγονός δε αυτό οφείλεται η σημασία τού ζητήματος που εγείρει η ανθρωπιστική εκπαίδευση τού αναλυτή». Και τον επόμενο μήνα, στις 30 Ιουνίου, θίγει το θέμα των τριών παθών και τού προορισμού τής ανάλυσης: «Μόνο στη διάσταση τού είναι, και όχι σε αυτή τής [καθημερινής] πραγματικότητας, μπορούν να βρουν έκφραση τα τρία θεμελιώδη πάθη [η αγάπη, το μίσος και η άγνοια]». Να σημειωθεί ότι ο χαρακτηρισμός τής άγνοιας ως μια από τις θεμελιώδεις διαστάσεις τής σύγχρονης εμπειρίας, και όχι ως έλλειψης, αποτελεί μια ιδιοφυή σύλληψη. Και πιο κάτω συνεχίζει: «Για τους αφελείς, για όσους πιστεύουν ανεπιφύλακτα πως είναι εντός πραγματικότητας, για όσους δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει διαλεκτική, το είναι είναι ολοκληρωτικά απόν. […] Αυτή η ανακάλυψη τού λόγου [δηλ. η δύναμη τού διαλέγεσθαι περί δικαιοσύνης και θάρρους, από την οποία εξαρτάται η θεραπεία, η ικανότητα εξέτασης των θεμελιωδών ερωτημάτων αναφορικά με την ύπαρξη—ίδε ανωτ.] συνιστά την πραγμάτωση τού είναι». Τι νόημα μπορεί να έχει σήμερα η παραίνεση ότι η αγάπη οφείλει να υπερισχύει τού μίσους και τής άγνοιας; Ας μου συγχωρεθούν οι όποιες χριστιανικές συμπαραδηλώσεις τής διατύπωσης αυτής. Κάνοντας λόγο για «αγάπη», εννοώ την υπερίσχυση τού Δύο, την τήρηση μιας απόστασης, τη δημιουργία ενός περιθωρίου.

Ζώντας σ’ έναν μεταβατικό κόσμο, όπως ο δικός μας, όπου δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο αναφοράς και όπου θεμέλιο τής ύπαρξής μας είναι το διάκενο, είμαστε υποχρεωμένοι να επιδείξουμε αυξημένη διανοητική πειθαρχία. Εφαρμόζοντας το πρωτόκολλο ερμηνείας των εικόνων τού παρόντος, που αναπτύχθηκε ανωτέρω, θα ήθελα σχετικά να επισημάνω τα εξής: οφείλουμε, κατ’ αρχάς, να απαγκιστρωθούμε από το κυρίαρχο δημοκρατικό έμβλημα (το πρώτο συστατικό τού νέου προσανατολισμού μας, ό,τι ονόμασα προηγουμένως «προλεταριακός αριστοκρατισμός»)· πρέπει, στη συνέχεια, να αποστασιοποιηθούμε από τη γυμνή εξουσία που υποκρύπτεται πίσω από το έμβλημα αυτό· τρίτον, να ενεργοποιήσουμε το αγαπητικό «δύο» έναντι τού συνδυασμού μίσους και άγνοιας· τέταρτον, εμπιστευόμενοι αποκλειστικά το τυχαίο των συναντήσεων, να εξαίρουμε τις εξαιρέσεις· με άλλα λόγια, να ενημερώνουμε την «νομαδική» εγκυκλοπαίδεια των αληθειών (με την έννοια ότι η καταγραφή τους θα τελεί υπό την αίρεση τού τυχαίου τής συνάντησης· εξυπακούεται πως τις εν λόγω εξαιρέσεις δεν θα τις βρείτε στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο)· και, τέλος, οφείλουμε να εντοπίσουμε τα αδύναμα σημεία τής υπάρχουσας τάξης πραγμάτων (πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, όταν η εν λόγω τάξη έχει χαρακτήρα μεταβατικό· η ικανότητα εντοπισμού ρωγμών στο σαθρό οικοδόμημα τού μηδενισμού προϋποθέτει μακρά και επίπονη πειθαρχία).


[1] [Σημ. Μετ. Το απόσπασμα από το θεατρικό προέρχεται από τη μετάφραση τού Δ. Δημητριάδη (1994).]
[2] Από την άποψη αυτή, το «Μπαλκόνι» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως θέατρο τής θεατρικότητας. Πέραν τής συστημικότητας, απαιτείται το σημείο τής εξαίρεσης, η συνάρθρωση των δύο αυτών στοιχείων και, τέλος, τα εμβλήματα. Αυτά είναι τα στοιχεία που συγκροτούν συνολικά τη θεατρικότητα.

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε