Θεωρητική ανακεφαλαίωση
(Α.Μπαντιού, Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. ΙΧ, σελ.127-139)
Δεδομένου τού ότι η έννοια τής πολιτικής αλήθειας συνθέτει και ενσωματώνει ό,τι σημαίνει για μένα, υπό τις τρεις εκφάνσεις της, η αφύπνιση τής Ιστορίας, θα ήθελα να ξεκινήσω επαναλαμβάνοντας εδώ τον ορισμό της, με κάποιες όμως μικρές διαφοροποιήσεις. Μια πολιτική αλήθεια αποτελεί ακολουθία συνεπειών που οργανώνονται σε συνάρτηση με μια Ιδέα και οι οποίες απορρέουν από ένα μαζικό λαϊκό συμβάν, στο πλαίσιο τού οποίου οι παράγοντες τής όξυνσης, τής συστολής και τής τοπικοποίησης συντελούν στην υποκατάσταση ενός ταυτοτικού αντικειμένου και των συναφών με αυτό διαχωριστικών όρων από μια πραγματική παρουσίαση τής γενολογικής δύναμης τού πολλαπλού.
Θα αναδιατυπώσω, εν είδει ανακεφαλαίωσης, κάθε επιμέρους στοιχείο τού ορισμού με κάποιες νέες επισημάνσεις.
Μια πολιτική αλήθεια αποτελεί …
Σύμφωνα με ένα σημαντικό ρεύμα τής πολιτικής φιλοσοφίας, ένα από τα χαρακτηριστικά τής πολιτικής είναι το ότι αυτή είναι και οφείλει να παραμείνει ξένη προς την έννοια τής αλήθειας. Η τάση αυτή, ιδιαίτερα επικρατούσα στις μέρες μας, υποστηρίζει ότι κάθε απόπειρα συσχέτισης τής πολιτικής διαδικασίας με την έννοια τής αλήθειας ενέχει τον κίνδυνο τής ολοκληρωτικής εκτροπής. Αυτό που συνάγεται από την εν λόγω αξιωματική παραδοχή — που αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί στην πραγματικότητα φιλελεύθερο αξίωμα ή, για να ακριβολογήσω, αξίωμα τού «αριστερού» φιλελευθερισμού — είναι ότι στην πολιτική υπάρχουν μόνο γνώμες. Σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή το αξίωμα αυτό μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: στην πολιτική υπάρχουν μόνο κρίσεις και οι αντίστοιχες συνθήκες εκφοράς τους.
Θα διαπιστώσετε ότι σε καμία περίπτωση οι υποστηρικτές τής άποψης αυτής δεν θα ισχυρίζονταν ότι, στην επιστήμη, στην τέχνη ή ακόμη και στη φιλοσοφία, υπάρχουν μόνο γνώμες. Πρόκειται λοιπόν για στάση που χαρακτηρίζει την πολιτική φιλοσοφία. Τις απαρχές τής σχετικής επιχειρηματολογίας θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στη Χάνα Άρεντ, στους άγγλους φιλελεύθερους, ίσως και στον Μοντεσκιέ ή και τους έλληνες σοφιστές. Εκείνο που υποστηρίζεται είναι ότι η πολιτική (και εδώ, εξυπακούεται βέβαια η δημοκρατική πολιτική, αφού για τους φιλελεύθερους τής αριστεράς κάθε άλλη μορφή πολιτικής δεν συνιστά ουσιαστικά πολιτική), διακύβευμα τής οποίας είναι το συνυπάρχειν, οφείλει να δημιουργεί έναν ειρηνικό χώρο αντιπαράθεσης ποικίλων και συχνά αντιφατικών μεταξύ τους απόψεων, με την επιφύλαξη όμως τής συμφιλίωσης και τής εναρμόνισής τους — και εδώ εντοπίζεται η δυσκολία — με βάση έναν «κανόνα παιχνιδιού» που να επιτρέπει τον προσδιορισμό τής άποψης που θα επικρατήσει προσωρινά, χωρίς να απαιτείται βίαιη πάλη.
Όπως ήδη γνωρίζουμε, ο εν λόγω κανόνας δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από αυτόν τής καταμέτρησης των ψήφων. Οι φιλελεύθεροί μας διατείνονται ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη μιας πολιτικής αλήθειας θα συνεπάγεται υποχρεωτικά την άσκηση καταπίεσης, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα έχει ελιτίστικο και στη χειρότερη τρομοκρατικό χαρακτήρα (αλλά ας μην ξεχνάμε ότι, από την οπτική των φιλελεύθερων, η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη — η οποία μετάβαση λίγο‒πολύ ταυτίζεται με το πέρασμα από τον Λένιν στον Στάλιν — είναι σχεδόν επιβεβλημένη), σε βάρος τού σκοτεινού και ομιχλώδους καθεστώτος των γνωμών. Αυτή η αντίληψη εδραιώθηκε στους κύκλους τής δυτικής διανόησης τα τελευταία τριάντα χρόνια, με άλλα λόγια από την εγκαινίαση τής περιόδου τής αντίδρασης που έχω χαρακτηρίσει ως «μεσοδιαστηματική» και τής οποίας την έναρξη τοποθετώ στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970.
Αλλά ίσως αυτό που θέλουν να μας πουν τόσοι λαοί και τόσες διαφορετικές καταστάσεις, χρησιμοποιώντας μια εξεγερσιακή γλώσσα που παραμένει σκοτεινή και δυσνόητη, είναι ότι η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, ότι υπήρξε, πράγματι, μια αφύπνιση τής Ιστορίας. Οφείλουμε λοιπόν, διδασκόμενοι από το συμβάν, να ανασύρουμε από τη μνήμη μας την επαναστατική Ιδέα, δίνοντάς της μια νέα μορφή.
Η αντίληψη ότι υπάρχουν πολιτικές αλήθειες και ότι η πολιτική δράση συνιστά αφ’ εαυτής έναν παρατεταμένο αγώνα τής αλήθειας κατά τού ψεύδους είναι αυτό ακριβώς που σε αφηρημένο επίπεδο, σε επίπεδο φιλοσοφίας, χαρακτηρίζει την πολιτικο-επαναστατική Ιδέα. Όταν κάνω λόγο για πολιτική αλήθεια, εννοώ βέβαια μια διαδικασία και όχι μια απλή κρίση: μια πολιτική αλήθεια δεν μπορεί να είναι τού τύπου «λέω ότι έχω δίκιο κι ότι ο άλλος έχει άδικο» ή «είναι σωστό να αισθάνομαι συμπάθεια για τον τάδε ηγέτη και να απεχθάνομαι τον αντίπαλό του». Η αλήθεια είναι κάτι που υφίσταται μόνο στο πλαίσιο τής ενεργού της διαδικασίας και εμφανίζεται, ως τέτοια, μέσα από τις διάφορες καταστάσεις από τις οποίες διέρχεται η διαδικασία αυτή. Οι αλήθειες δεν προϋπάρχουν των πολιτικών διαδικασιών και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα επαλήθευσης ή εφαρμογής τους. Οι αλήθειες ταυτίζονται με την ίδια την πραγματικότητα, νοούμενη ως πλέγμα διαδικασιών παραγωγής πολιτικών καινοτομιών, ακολουθιών, επαναστάσεων κ.τ.λ.
Αλήθειες — αλλά ποιου πράγματος; Αλήθειες για το τι πραγματικά είναι η συλλογική παρουσίαση τής ανθρωπότητας αυτής καθαυτής (το κοινό τού κομμουνισμού). Ή: αλήθεια για το τι είναι ικανά να πράξουν τα ανθρώπινα ζώα — πάνω και πέρα από τα συμφέροντα τα σχετικά με την επιβίωσή τους — για να δώσουν πραγματική υπόσταση στη δικαιοσύνη, την ισότητα, την καθολικότητα (σε όλα όσα συναποτελούν την πρακτική παρουσία των δυνατοτήτων που εμπεριέχονται στην Ιδέα). Εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η πολιτική καταπίεση συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στην πεισματική άρνηση αναγνώρισης τής εν λόγω ικανότητας. Οι φιλελεύθεροί μας δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να διαιωνίζουν την κατάσταση αυτή: αν περιορίζονται να λένε πως υπάρχουν μόνο γνώμες, τούτο σημαίνει ότι αποδέχονται εμμέσως ότι η κυρίαρχη γνώμη, εκείνη που διαθέτει τα απαραίτητα υλικά, χρηματοοικονομικά, στρατιωτικά και μιντιακά μέσα για την επιβολή της, θα αναγνωριστεί τελικά ως η πλειοψηφούσα, θέτοντας έτσι το γενικό πλαίσιο εντός τού οποίου θα διαμορφώνονται και θα εκφράζονται οι υπόλοιπες γνώμες.
… ακολουθία συνεπειών που οργανώνονται σε συνάρτηση με μια Ιδέα …
Εκείνο που χαρακτηρίζει τη διαδικασία μιας πολιτικής αλήθειας είναι η ορθολογικότητά της και τίποτε άλλο. Κι αυτό γιατί επιχειρεί να εφαρμόσει, στο επίπεδο τού πραγματικού, τις επιμέρους συνέπειες εκείνων των αρχών που διακηρύσσονται — ή επαναδιακηρύσσονται — στο πλαίσιο των ιστορικών εξεγέρσεων. Ο σκοπός και η λειτουργία των νέων πολιτικών οργανώσεων, που αποτελούν μονίμως το πραγματικό σώμα μιας συνεχώς εξελισσόμενης αλήθειας, μπορεί, επομένως, να οριστεί ως εξής: στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κόσμου, οι εν λόγω οργανώσεις επιδίδονται σε μια προσπάθεια εγγραφής και αποτύπωσης των πρακτικών συνεπειών ενός συμβάντος, με πίστη και αφοσίωση στις επιταγές που υπαγορεύει ο αγωνιστικός ορθολογισμός τής διαδικασίας αυτής, δεδομένου τού ότι πρόκειται για συνέπειες που συνάγονται κατά λογική αναγκαιότητα από μια κατευθυντήρια αρχή, η οποία συναρθρώνει τα πρακτικά διδάγματα μιας εξέγερσης με τις αναλαμπές μιας Ιδέας.
Για παράδειγμα, στην Αίγυπτο, βρίσκεται σε εξέλιξη, μεταξύ άλλων, μια σκληρή μάχη για το νέο σύνταγμα. Από τη μια μεριά, βλέπουμε τον στρατό, ανέπαφο υπόλειμμα τού προηγούμενου καθεστώτος, να προσπαθεί να διατηρήσει την εξουσία του, μη διστάζοντας, αν χρειαστεί, να εγκαταλείψει στη λαϊκή οργή την κλίκα τού Μουμπάρακ, και, από την άλλη, κάθε ενεργό στοιχείο που δρα με σκοπό τη δημιουργία μιας οργάνωσης πιστής στην ιστορική εξέγερση τής πλατείας Ταχρίρ. Ποιο ακριβώς είναι το νόημα τής αφοσίωσης αυτής; Πέραν τής κοινής δέσμευσης στον στόχο τής αντιμετώπισης τής κατάστασης και τής διατήρησης ζωντανής τής μνήμης μιας συλλογικής ιστορίας, θα πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό μείγμα όπου συναντώνται μια Ιδέα και ορισμένα στοιχεία τακτικής. Υπάρχει, αφενός μεν, η συλλογική βεβαιότητα ότι ο αιγυπτιακός λαός ζει και υπάρχει κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι μέχρι πρόσφατα, και μάλιστα κατά το πρότυπο τής γενολογικής του Ιδέας (στεκόμαστε όλοι ενωμένοι: η Ιδέα που έχουμε για τον ιστορικό προορισμό μας υπερβαίνει κάθε κοινωνική ή πολιτισμική διαφορά, όπως αποδείξαμε στην πράξη …), αφετέρου δε, ορισμένα συνθήματα τακτικής τα οποία συγκροτούν και οργανώνουν, εντός τής κατάστασης, ορισμένα σημεία κρίσης, μέσω των οποίων διέρχονται υποχρεωτικά οι συνέπειες τής Ιδέας, εφόσον, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος ματαίωσης τής ιστορικής αφύπνισης τής εξέγερσης. Για παράδειγμα: ο καθορισμός τής ημερομηνίας των εκλογών, το κοινωνικό περιεχόμενο τού συντάγματος, η λήψη άμεσων μέτρων υπέρ των φτωχών, το άνευ όρων άνοιγμα τού συνοριακού περάσματος ανάμεσα στη Λωρίδα τής Γάζας και την Αίγυπτο … Βήμα προς βήμα, σημείο προς σημείο, οι νίκες που επιτυγχάνονται αποσκοπούν να δείξουν ότι, από εδώ και στο εξής, ο συλλογικός χρόνος, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και τού χρόνου τού ίδιου τού Κράτους, θα οργανώνεται βάσει των συνεπειών τής ιστορικής εξέγερσης και ότι το Κράτος δεν θα μπορεί πλέον να υπαγορεύει εκ των υστέρων τη σημασία της.
… και οι οποίες απορρέουν από ένα μαζικό λαϊκό συμβάν …
Νομίζω ότι έχω μιλήσει αρκετά επ’ αυτού. Ας επισημάνω μόνον ότι, παρόλο που κάθε πολιτική αλήθεια ριζώνει σ’ ένα μαζικό λαϊκό συμβάν, δεν μπορεί, ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι εξαντλείται απλώς και μόνο σ’ αυτό. Μια πολιτική αλήθεια δεν μπορεί να είναι μια απλή στιγμή εξέγερσης. Και ναι μεν η διατύπωση περί τής σπανιότητας τής πολιτικής, που οφείλεται στον Σιλβέν Λαζαρίς, προκύπτει από το γεγονός ότι η σύζευξη ενός συμβάντος με μια Ιδέα είναι κάτι το σπάνιο, όμως αυτή η ιστορική σπανιότητα δεν είναι το καθοριστικό γνώρισμα τής πολιτικής αλήθειας.
Έχω μερικές φορές την εντύπωση ότι ο Ζακ Ρανσιέρ προτρέχει να προεξοφλήσει την αναγωγή τής πολιτικής στην ιστορία, όταν, ορίζοντας το περιεχόμενο τής πραγματικής ισότητας, υποστηρίζει ότι αυτή αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ενεργό και στιγμιαία αναστολή τής εντεταλμένης από το Κράτος διαρκούς ανισότητας. Κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο σημείο είναι ο χρόνος τής οργάνωσης, ο χρόνος τής κατασκευής μιας εμπειρικής διάρκειας τής Ιδέας κατά το μετεξεγερσιακό της στάδιο, εκτός, βεβαίως, και αν γίνει δεκτό ότι το Κράτος διατηρεί εις το διηνεκές το μονοπώλιο τού καθορισμού τού πολιτικού χρόνου.
… στο πλαίσιο τού οποίου οι παράγοντες τής όξυνσης, τής συστολής και τής τοπικοποίησης …
Όξυνση: Κατά τη διάρκεια μιας μαζικής λαϊκής εξέγερσης, παρατηρείται μια γενική υποκειμενική όξυνση, ένα βίαιο πάθος για το Αληθινό, φαινόμενο που ο Καντ είχε ήδη επισημάνει κατά την Γαλλική Επανάσταση χρησιμοποιώντας τον όρο «ενθουσιασμός». Ο γενικός του χαρακτήρας προκύπτει τόσο από το ότι έχουμε να κάνουμε με όξυνση και ριζοσπαστικοποίηση των μορφών αγώνα, των πολιτικών θέσεων και των τοποθετήσεων, όσο και από το γεγονός τής δημιουργίας ενός έντονου χρόνου (είμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ στο πόδι, δεν έχει σημασία αν είναι μέρα ή νύχτα, η οργάνωση τού χρόνου έχει έρθει τα πάνω κάτω, αν και κατάκοποι, δεν νιώθουμε την κούραση κ.ο.κ.). Αυτή η όξυνση τής έντασης εξηγεί και τη γρήγορη φθορά που παρατηρείται σ’ αυτή την εξεγερσιακή φάση· εξηγεί, για παράδειγμα, την περίεργη απόσυρση τού Ροβεσπιέρου λίγο πριν από τον Θερμιδόρ, εξηγεί τη δήλωση τού Σεν-Ζιστ «η επανάσταση πάγωσε», εξηγεί γιατί, στο τέλος, στις πλατείες, στις απεργιακές πικετοφορίες μπροστά στα εργοστάσια, στα οδοφράγματα, απομένουν λίγες μόνο δυνάμεις αγωνιστών (αλλά είναι αυτοί που θα επωμισθούν το βάρος τής μελλοντικής ενεργοποίησης τής φάσης τής οργάνωσης). Με άλλα λόγια, μια τέτοια κατάσταση συλλογικής δημιουργικής έξαρσης δεν μπορεί να έχει χρόνιο χαρακτήρα. Γεννά, βεβαίως, την αιωνιότητα μέσω μιας περιβεβλημένης με δικτατορική ισχύ διαδικασίας που παίρνει τη μορφή τής ενεργού και αμοιβαίας προσαρμογής μεταξύ τής καθολικότητας τής Ιδέας και τής ιδιαιτερότητας τού τόπου και των περιστάσεων, χωρίς, ωστόσο, η ίδια να είναι αιώνια. Τα αποτελέσματα τού φαινομένου τής όξυνσης εξακολουθούν, εντούτοις, να γίνονται αισθητά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εξαφάνιση τού συμβάντος στο οποίο οφείλεται η εμφάνισή του. Κι αν ακόμα οι περισσότεροι άνθρωποι επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους, αφήνουν πίσω τους μια ενέργεια, η οποία σε μεταγενέστερο στάδιο θα επαναχρησιμοποιηθεί συστηματικά.
Συστολή: Η συστολή τής ιστορικής κατάστασης γύρω από μια ενεργό και σκεπτόμενη μειοψηφία ετερόκλιτης προέλευσης έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δειγματοληπτικού διαγράμματος τού γενολογικού είναι ενός λαού, μιας, κατά κάποιο τρόπο, αφαιρετικής, άρτιας, αλλά περιορισμένου εύρους αυτοαπεικόνισης τής ίδιας τής κατάστασης. Η «βαθιά χώρα» εξαφανίζεται και το φως επικεντρώνεται αποκλειστικά σε μια μαζική μειοψηφία. Εδώ άλλωστε εντοπίζεται και η σημασία τής επαναστατικής-μαρξιστικής διάκρισης μεταξύ «τάξεων» και «μαζών». Ο πρώτος όρος προσδιορίζει το πεδίο τής λογικής κίνησης τής Ιστορίας, το πεδίο όπου εξελίσσεται η «πάλη των τάξεων» και όπου συγκρούονται οι (ταξικές) πολιτικές. Ο δεύτερος παραπέμπει σε μια πρωταρχικά κομμουνιστική διάσταση τής ενεργοποίησης τού λαϊκού παράγοντα, στη γενολογική της διάσταση, καθόσον πρόκειται για μια ιστορική εξέγερση. Ας μην εξαπατώμεθα: ο όρος «τάξη» λειτουργεί εδώ ως αναλυτική και περιγραφική — ως «ψυχρή» — έννοια, ενώ η «μάζα» χρησιμοποιείται, ως έννοια, για να υποδηλώσει την ενεργό αρχή των εξεγέρσεων, την πραγματική αλλαγή. Όπως άλλωστε συνήθιζε να επισημαίνει και ο ίδιος ο Μαρξ, η ταξική ανάλυση είναι αστική επινόηση, η πατρότητα τής οποίας ανήκει στους γάλλους ιστορικούς. Αλλά είναι οι μάζες που εμπνέουν τον φόβο, και μάλιστα στον βαθμό που η ταυτότητά τους παραμένει ακαθόριστη …
Τοπικοποίηση: Θα ήθελα μόνο να υπενθυμίσω το εξής: όσο διαρκεί η εξέγερση, οι μάζες δημιουργούν τόπους ενότητας και επιρροής, όπου το μαζικό συμβάν αποκαλύπτεται και υπάρχει απευθυνόμενο προς όλους. Είναι αδύνατο να υπάρξει ένα πολιτικό συμβάν που να λαμβάνει χώρα παντού. Ο τόπος είναι το μέσο δια τού οποίου επιτυγχάνεται η σύγκλιση και προσέγγιση τής λαϊκής γενολογικότητας με την ακόμα ασαφή Ιδέα. Μια μη τοπικοποιημένη Ιδέα είναι ανίσχυρη, ένας τόπος χωρίς Ιδέα δεν είναι άλλο από μια άμεση εξέγερση, ένα μηδενιστικό σκίρτημα.
… συντελούν στην υποκατάσταση ενός ταυτοτικού αντικειμένου και των συναφών με αυτό διαχωριστικών όρων …
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε κατά προσέγγιση το Κράτος ως τον θεσμό εκείνο που διαθέτει τα μέσα για την εφαρμογή στο σύνολο ενός πληθυσμού των κανόνων που καθορίζουν τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του, όπως επίσης και το περιεχόμενο των αντίστοιχα προβλεπομένων υποχρεώσεων και των χορηγουμένων από αυτό δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο τού ορισμού αυτού, το Κράτος απεργάζεται ένα ταυτοτικό αντικείμενο (για παράδειγμα, τον «Γάλλο»), με το οποίο άτομα και ομάδες υποχρεούνται να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο, ούτως ώστε να προκαλέσουν το θετικό ενδιαφέρον και τη μέριμνά του. Επιπλέον, οποιοσδήποτε θεωρείται ότι διαφέρει υπερβολικά από το ταυτοτικό αντικείμενο θα επισύρει εξίσου την προσοχή τού Κράτους (με την έννοια όμως τής υποψίας, τού ελέγχου, τής εγκάθειρξης, τής απέλασης …).
Κάθε διαχωριστικό όνομα θα υποδεικνύει έναν συγκεκριμένο τρόπο απόκλισης από το εικονικό ταυτοτικό αντικείμενο. Είναι το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει στο Κράτος να απομονώσει από το κοινωνικό σύνολο έναν ορισμένο αριθμό ομάδων για να δικαιολογήσει την προσφυγή σε συγκεκριμένα κατασταλτικά μέτρα. Οι όροι αυτοί μπορεί να καλύπτουν ένα πλήρες φάσμα που αρχίζει από τους «μετανάστες», τους «ισλαμιστές», τους «μουσουλμάνους» ή τους «Ρομά», φθάνοντας μέχρι τους «νέους των προαστίων». Αξίζει να επισημανθεί ότι σήμερα γινόμαστε μάρτυρες τής ανάδειξης των ονομάτων «φτωχός» και «ψυχικά ασθενής» σε διαχωριστικούς όρους.
Αυτό που, σήμερα στη Γαλλία, το Κράτος ονομάζει «πολιτική» — καθόσον πρόκειται για πρωτοβουλίες που απευθύνονται στο κοινό, και όχι για αποφάσεις κεκλεισμένων των θυρών τις οποίες οι κυβερνώντες μας επιδιώκουν να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων — συνίσταται κατά βάση στην ανακίνηση, με τρόπο αντιφατικό όσο και βίαιο, ορισμένων ζητημάτων που άπτονται τού ταυτοτικού αντικειμένου και των συναφών με αυτό διαχωριστικών ονομάτων.
… από μια πραγματική παρουσίαση τής γενολογικής δύναμης τού πολλαπλού.
Η έλευση ενός μαζικού λαϊκού συμβάντος είναι από μόνη της ικανή να προκαλέσει την καταστροφή τού ταυτοτικού αντικειμένου και των διαχωριστικών ονομάτων που το συνοδεύουν. Στη θέση τους θα εμφανιστεί μια πραγματική παρουσίαση: η κατάφαση και αναγνώριση, αφενός μεν, τής ύπαρξης των παρευρισκομένων και από κοινού δρώντων ανθρώπων, και μάλιστα ανεξαρτήτως τού χαρακτηρισμού τους από το Κράτος, αφετέρου δε, τής απροϋπόθετης και δικτατορικής τους εξουσίας να διακηρύσσουν τι υπάρχει και τι θα έπρεπε να υπάρχει. Είναι υπό αυτή την έννοια που η ιστορική εξέγερση επιφέρει την κατεδάφιση των ονομάτων. Το κενό που θα δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα τής άρσης τής ισχύος των διαχωριστικών όρων θα έρθει να καλύψει μια πολιτική οργάνωση η οποία θα αναπτύξει τις συνέπειες μιας νέας ύπαρξης: τής ύπαρξης τού μη προϋπάρχοντος, τής ύπαρξης τού ανώνυμου, τής καθαρά λαϊκής ύπαρξης ενός λαού.
Τέλος, για όλους αυτούς τους ανθρώπους, που από τη σκοπιά τού Κράτους δεν έχουν όνομα, θα πούμε ότι εκπροσωπούν ολόκληρη την ανθρωπότητα, λόγω τού ότι το κίνητρο τής συμμετοχής τους στην εντοπισμένη και ενθουσιώδη αυτή συνάθροιση είναι καθολικής σημασίας. Κι αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνουν όλοι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή οι παρευρισκομένοι κατασκευάζουν έναν χώρο όπου χάρη στην ανενεργοποίηση ή και την ολοσχερή κατάργηση τού εικονικού ταυτοτικού αντικειμένου αυτό που μετράει πλέον δεν είναι η ταυτότητα, αλλά η μη-ταυτότητα: η καθολική αξία τής Ιδέας, η γενολογική της ιδιότητα και δύναμη, αυτό, με άλλα λόγια, που συνεπαίρνει και συγκινεί την ανθρωπότητα εν γένει. Ο ενθουσιασμός που προκαλεί μια ιστορική εξέγερση συνδέεται ακριβώς μ’ αυτό το πάθος τού καθολικού, που μπορούμε ή, καλύτερα, πρέπει να πούμε ότι συνεπαίρνει και τους πιο συνηθισμένους — στα μάτια μας τουλάχιστον — ανθρώπους.
Μπορούμε να εμβαθύνουμε στην ανάλυση τού συλλογικού συμβαντικού πάθους προς μια άλλη κατεύθυνση και, πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την ιδιαίτερα έντονη εντύπωση βίαιης αλλαγής τού συσχετισμού ανάμεσα στο εφικτό και στο ανέφικτο. Τούτο οφείλεται στο ότι μέσω τού μαζικού λαϊκού συμβάντος συντελείται ένα είδος αποκρατικοποίησης όσον αφορά το ζήτημα τού εφικτού. Κατά κανόνα, το Κράτος οικειοποιείται το δικαίωμα να καθορίζει τι είναι εφικτό και τι όχι σε πολιτικό επίπεδο, πρόβλημα που εμφανίζεται με ιδιαίτερη οξύτητα τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, ενώ, για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι το εγχείρημα «εξανθρώπισης» τού καπιταλισμού ή η προοπτική «διεύρυνσης» τής δημοκρατίας βρίσκονται εντός των ορίων τού εφικτού, η δημιουργία ενός παραγωγικού, θεσμικού και κοινωνικού συστήματος που θα διαπνέεται από την αρχή τής ισότητας και θα βρίσκεται πραγματικά υπό λαϊκή εξουσία και έλεγχο θεωρείται εντελώς ανέφικτη και απορρίπτεται ως επικίνδυνη και ολέθρια ουτοπία. Κατά τον ίδιο τρόπο (και εδώ φαίνεται καθαρά η χρησιμότητα τού ταυτοτικού αντικειμένου), ενώ μέχρι τώρα η Γαλλία μπορούσε να παρέχει τη ζεστή της φιλοξενία σε μερικούς φτωχούς μετανάστες από την Αφρική (και τι «φιλοξενία»! — τους αναγκάζαμε να δουλεύουν σαν σκλάβοι στις γραμμές συναρμολόγησης και να ζουν σε πανάθλιες συνθήκες, χωρίς καν να μπορούν να φέρουν τις οικογένειές τους μαζί τους· λεπτομέρειες θα μου πείτε…), μας είναι πλέον αδύνατο να προσφέρουμε την εν λόγω φιλοξενία σ’ όλους όσους δεν μοιράζονται τις «αξίες» μας· αφήστε που έχουν και παιδιά! Και πάει λέγοντας …
Αυτή η κανονιστική αρμοδιότητα όσον αφορά το εφικτό αφαιρείται, ιδεωδώς έστω, από το Κράτος μέσω τής έλευσης τού μαζικού λαϊκού συμβάντος και τής σταδιακής, βήμα προς βήμα επεξεργασίας, εκ μέρους τής πολιτικής οργάνωσης, των συνεπειών του. Όλοι όσοι δηλώνουν παρόντες — είτε ως συμμετέχοντες στη συνάθροιση, είτε και ως μέλη τής πολιτικής οργάνωσης — μπορούν τώρα να καθορίζουν, άνευ όρων, ποια θα είναι η φύση και το περιεχόμενο μιας νέας, πρωτόγνωρης δυνατότητας. Η υποκειμενική τους ενέργεια χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη συστράτευση και συσπείρωσή τους γύρω από την ιδέα ότι εναπόκειται πλέον στους ίδιους να καθορίσουν — μ’ έναν εντελώς καινοτόμο τρόπο και χωρίς την προηγούμενη έγκριση τού Κράτους — τα όρια τού εφικτού.
Ήδη, όμως, στον αρχικό τόπο, στον τόπο των μεγάλων συγκεντρώσεων τής ιστορικής εξέγερσης, συμβαίνει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υποκειμενική αποτοπικοποίηση τού τόπου. Ό,τι λέγεται και ακούγεται στον νέο τόπο συνοδεύεται πάντοτε από την αναγνώριση ότι η αξία του ξεπερνά τα στενά όρια τού τόπου προς την κατεύθυνση τής καθολικότητας. Έτσι, για παράδειγμα, η «Πλατεία Ταχρίρ» αναδεικνύεται ως ο τόπος που μονοπωλεί το ενδιαφέρον ολόκληρου του πλανήτη. Η διάσταση αυτή τής αποτοπικοποίησης, που συνοδεύει την τοπική διεύρυνση, εκφράστηκε επιγραμματικά από τους ισπανούς αγανακτισμένους ως εξής: «Ναι μεν είμαστε εδώ, πλην όμως είναι ξεκάθαρο ότι κάτι παγκόσμιο συνέβη. Άρα, είμαστε παντού».
Κάποιοι λοιπόν άνθρωποι συγκεντρώνονται σ’ έναν τόπο, με αποτέλεσμα οι πράξεις και τα λεγόμενά τους να αποκτούν παντού την ίδια αξία. Αυτή η αρχική επέκταση γίνεται στη συνέχεια αντιληπτή προς τα έξω, με την έννοια ότι όποιος δεν είναι εκεί αρχίζει να σκέφτεται ότι «αφού συγκαταλέγομαι υποχρεωτικά στην κατηγορία τού «παντού», θα προσπαθήσω να μιμηθώ εκείνους που, αν και βρίσκονται εκεί, στον τόπο τους, δείχνουν, με τα λόγια και τις πράξεις τους, να πιστεύουν ότι βρίσκονται παντού». Εδώ υπάρχει ένα πηγαινέλα. Στο μέτρο, λοιπόν, που εκείνοι που ανέλαβαν την τολμηρή πρωτοβουλία τής ιστορικής εξέγερσης και τής οργάνωσης που ενδεχομένως προκύψει από αυτή θα εισαγάγουν στον ιδιαίτερο τόπο τους τη διάσταση τής καθολικότητας, θα παρέχεται, αντίστοιχα, στις — ακόμη υπόδουλες ή φοβισμένες — μάζες, σε οποιοδήποτε σημείο τού πλανήτη κι αν βρίσκονται, η δυνατότητα να ταυτιστούν με τους πρωτοπόρους, μ’ αυτούς που έδωσαν το έναυσμα για μια επανεκκίνηση τής Ιστορίας.