RSS

A.Badiou —Το Εργοστάσιο ως Συμβαντικός Τόπος

25 Ιαν.

(Λεζάντα: Ο Μόργκαν δηλώνει: «Το Κράτος είμαι Εγώ! Τι νόημα έχει να πληρώνω φόρους, αφού όλοι οι φόροι τελικά καταλήγουν στο θησαυροφυλάκιό μου;»)

Το Εργοστάσιο ως Συμβαντικός Τόπος
Αλαίν Μπαντιού

Γιατί πρέπει ο εργάτης να αποτελεί σημείο αναφοράς τού πολιτικού μας οράματος;

Η αναγκαιότητα τής αναφοράς αυτής είναι το αποτέλεσμα μιας αναλυτικής και αντικειμενικής σύλληψης που στηρίζεται στο δεδομένο τής αδιάσπαστης συνοχής τού κοινωνικού δεσμού, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, συνάγεται βάσει τής δεδομένης θέσης που κατέχουν τα υπό εκμετάλλευση στρώματα. Όμως, εδώ, απαιτείται μια πολύ πιο περίπλοκη προσέγγιση από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται αναγκαίο. Μια οξυδερκής αναλυτική εκτίμηση (όπως αυτή, για παράδειγμα, που διατυπώθηκε από τον Μαρξ) θα έδειχνε με σαφήνεια ότι από τον μηχανισμό τής εκμετάλλευσης — από την απόσπαση δηλ. τής υπεραξίας — μπορεί μεν κατ’ αρχάς να συναχθεί ο ανταγωνισμός των εργατών στην αγορά εργατικού δυναμικού, αλλά αυτό δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να οδηγήσει στη διαπίστωση ενός άμεσα αναπαραστήσιµου δεσμού. Αν, ωστόσο, η οφειλόμενη στον ανταγωνισμό διάρρηξη των δεσμών αποτελούσε πάγια και σταθερή κατάσταση, τότε θα έπρεπε — από τη σκοπιά τουλάχιστον όσων προσεγγίζουν την πολιτική υπό το πρίσμα τού δεσμού και των κοινωνικών συνεκτικοτήτων, δηλαδή, υπό το θεωρητικό πρίσμα των «αντικειμενικών υποκειμένων» — να ευθυγραμμιστούν οι εργάτες με τους κολλήγους, των οποίων ο εγωτισμός και οι πολλαπλές αντιπαραθέσεις, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν τον Μαρξ στην εκτίμηση ότι ήταν ανίκανοι να συγκροτήσουν ανεξάρτητη πολιτική δύναμη. Τι είναι όμως εκείνο που αποσταθεροποιεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και ενοποιεί την εργατική τάξη στο ενδεχόμενο πλαίσιο μιας πολιτικής εκπροσώπησης; Για να είμαστε ακριβείς, υπάρχουν δύο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Η πρώτη (η οποία εμφανίζεται στα «Χειρόγραφα τού 1844») στηρίζει τη συλλογιστική της στο στοιχείο τού κενού, το οποίο εντάσσεται ευθέως στο γενολογικό είναι των εργατών, εφόσον το μόνο που οι τελευταίοι κατέχουν είναι μια προς πώληση αφαίρεση, με άλλα λόγια, την εργατική τους δύναμη. Η δεύτερη απάντηση (που πρέπει μάλλον να αποδοθεί στον Ένγκελς) επιχειρηματολογεί στη βάση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής βιομηχανικής εργασίας: συγκέντρωση μεγάλων ανθρώπινων μαζών, στρατιωτική πειθαρχία, και ούτω καθεξής. Αυτή τη φορά, πρόκειται για το στοιχείο τού εξαναγκαστικού δεσμού — τής οργάνωσης τής εργασίας, τού τρόπου δηλαδή με τον οποίο «ό,τι είναι νεκρό (η μηχανική και αυταρχική ρύθμιση) ιδιοποιείται και νέμεται ό,τι είναι ζωντανό (την εργασία τού εργάτη)» — το οποίο αναστρέφεται σε ελεύθερο και συνάμα άτεγκτο δεσμό: τον διεκδικητικό συνδικαλισμό, τού οποίου έπεται  το κόμμα εκπροσώπησης.

Εάν η πρώτη απάντηση αντλεί το κύρος της από τα αφηρημένα γνωρίσματα τής αλλοτρίωσης των εργατών, παραπέμποντας έτσι στη Μεγάλη Λογική τής κοινωνικο-ιστορικής εμφάνισης τού καπιταλισμού, η δεύτερη αντιθέτως συνιστά εμπειρική περιγραφή ενός χαρακτηριστικού χώρου στο εσωτερικό τής εν λόγω κατάστασης, τού χώρου δηλ. τού εργοστασίου. Ως εκ τούτου, ο Μαρξισμός συνδυάζει μια σφαιρική αναπαράσταση τής πολιτικής θετικότητας των εργατών — η εν δυνάμει καθολική οργανωτική ικανότητά τους οφείλεται στο ότι οι εργάτες είναι ένα τίποτε — με την προβολή της σε τοπική κλίμακα — η ύπαρξη, εντός τής παρουσίασης τού κοινωνικού, τού εργοστασίου ως ιδιαίτερου και αυτοτελούς πολλαπλού αποτελεί τον λόγο για τον οποίο υφίσταται η δυνατότητα για τους εργάτες να εμφανισθούν ως μονάδα στην πολιτική. Επομένως, στον πυρήνα ακριβώς τής αντικειμενιστικής ερμηνείας τής αναγκαιότητας αναφοράς στον εργάτη συναντάμε δύο όρους, το κενό και τον τόπο, που όπως θα δούμε θα αποκτήσουν την πλήρη τους έννοια, μόνο εφόσον θα έχουμε εκκεντρώσει το όραμα τής πολιτικής προς την κατεύθυνση τού υποκειμενικού.

Θέση

Χρησιμοποιώντας ως σημείο προσανατολισμού τα δύο αυτά ευρήματα τού κλασσικού Μαρξισμού — το κενό και το εργοστάσιο — προτείνω την εξής θέση: κατά τους νεότερους χρόνους, το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει εντός τού πλαισίου τής ιστορικής παρουσίασης το κατεξοχήν συμβάν, το πρότυπο τού πολλαπλού στο χείλος τού κενού. Πριν αποπειραθώ να συγκεκριμενοποιήσω τη θέση αυτή, ας μου επιτραπεί να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά στον ρόλο της.

1. Από μια άποψη, η θέση αυτή είναι αντικειμενική, εφόσον παρουσιάζει το εργοστάσιο όχι ως το προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη κάποιας υποκειμενικής πολιτικής δραστηριότητας, αλλά απλώς ως τόπο, ως ιδιαίτερη δηλ. μορφή τού εν-καταστάσει-πολλαπλού.

2. Πρόκειται για θέση η οποία έχει επίδραση επί τής ολικής σημασίας τής αναφοράς στον εργάτη (ώστε να είναι αδύνατη η απεμπλοκή τής πολιτικής από τους εργοστασιακούς χώρους) και η οποία, ως εκ τούτου, παρακάμπτει το στάδιο συγκρότησης ενός συνολικού υποκειμένου (τής τάξης).

3. Πρόκειται για θέση η οποία δεν συσχετίζει άμεσα τους εργάτες με την πολιτική. Πράγματι, η δήλωση ότι το εργοστάσιο αποτελεί συμβαντικό τόπο σε καμία περίπτωση δεν υπαγορεύει την αναγκαστική ή προβλέψιμη εμφάνιση εργοστασιακών συμβάντων. Απλώς δηλώνεται ότι δύνανται να υπάρξουν συμβάντα τού είδους αυτού. Και, ακόμη πιο σημαντικό, τέτοια συμβάντα δεν είναι καθ’ εαυτά πολιτικά: θα χαρακτηρίζονται ως τέτοια μόνο μέσω τής αναδρομικής ενέργειας μιας υπό όρους παρέμβασης.

4. Πρόκειται, συνεπώς, για θέση σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο των καταστάσεων που μας αφορούν, το εργοστάσιο και οι εργάτες οροθετούν τη δυνατότητα εμφάνισης τού απολύτως αναγκαίου στοιχείου για την ύπαρξη τής πολιτικής.

5. Απεναντίας, στη μαξιμαλιστική διατύπωση τής θέσης οι όροι της αντιστρέφονται, έτσι ώστε να ανάγεται σε προαπαιτούμενο για την ύπαρξη τής πολιτικής η δυνατότητα παρέμβασης στα αβέβαια πλην όμως πιθανά συμβάντα των οποίων ο τόπος επέλευσης ταυτίζεται με το εργοστάσιο.

6. Με καμία έννοια η θέση αυτή δεν προσδίδει στους εργάτες την «πολιτική» ιδιότητα. Απλώς δηλώνει ότι η παρουσία τους είναι επιβεβλημένη για την πολιτική.

Ο τόπος αποτελεί πολλαπλό «στο χείλος τού κενού» υπό την έννοια ότι, παρ’ όλο που παρουσιάζεται και καταμετράται ως ένα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κατάστασης, δεν ισχύει το ίδιο και για τα στοιχεία του, κανένα από τα οποία δεν παρουσιάζεται χωριστά εντός τής κατάστασης αυτής. Ένα τέτοιο πολλαπλό έχει επομένως εντελώς εξαιρετικό χαρακτήρα, επειδή είναι αδύνατον να εκληφθεί ως υποσύνολο και άρα δεν υπολογίζεται από το Κράτος ως μονάδα.

Η παράδοξη πρόταση που υποστηρίζω είναι τελικά ότι, παρά το ότι το το εργοστάσιο, και πιο συγκεκριμένα το εργοστάσιο νοούμενο ως χώρος των εργατών, ανήκει στην κοινωνικο-ιστορική παρουσίαση (υπολογίζεται εντός αυτής ως ένα), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους εργάτες, στο μέτρο τουλάχιστον  που αυτοί ανήκουν στο εργοστάσιο. Ως εκ τούτου, το εργοστάσιο — ως χώρος των εργατών — δεν συνυπολογίζεται ως μέρος τής κοινωνίας και, συνακόλουθα, οι εργάτες (ενός εργοστασίου) δεν αποτελούν συναφές «υποσύνολο», ώστε να υπόκεινται στην κρατική καταμέτρηση.

Παρασιτικές Αποφύσεις: Εταιρεία και Συλλογική Εκπροσώπηση — σε αντιδιαστολή προς τα Εργοστάσια και τους Εργάτες

Το γεγονός αυτό, όπως θα επιχειρηματολογήσω πιο κάτω, είναι, στις μέρες μας, συγκαλυμμένο για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι, αν και το ίδιο το εργοστάσιο δεν περιλαµβάνεται στην κρατική καταμέτρηση, συμβαίνει το αντίθετο όσον αφορά τη μοναδοποίηση του, όσον αφορά δηλαδή το πολλαπλό τού οποίου μοναδικό στοιχείο είναι το εργοστάσιο. Για τον προσδιορισμό μάλιστα τού μονοσυνόλου τού εργατο-πολλαπλού που συνιστά το εργοστάσιο χρησιμοποιείται η ειδική ονομασία «εταιρεία». Ωστόσο, γνώμη μου είναι ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για την απόκρυψη μιας ενικότητας κάτω από μια παρασιτική απόφυση. Και αυτό γιατί, αν και το εργοστάσιο πράγματι παρουσιάζεται, σε αντίθεση, μάλιστα, με την μη παρουσίαση των καθαυτό εργατών του, εντούτοις η ίδια η «εταιρεία» δεν συνιστά παρουσίαση, αλλά καθαρή ανα-παράσταση, με άλλα λόγια, αποτελεί απλώς στοιχείο ή όρο τού Κράτους. Στο πλαίσιο ακριβώς τού παρασιτισμού αυτού διαπιστώνεται η απόλυτη μη παρουσίαση των εργατών, οι οποίοι όμως δεν παύουν να παρουσιάζονται από το εργοστάσιο, ακόμη και αν η παρουσίασή τους αυτή γίνεται στο χείλος τού κενού. Και αυτό οφείλεται αφενός μεν στο ότι η εταιρεία έχει ως μοναδικό της στοιχείο το εργοστάσιο, αφετέρου δε στο ότι η μοναδοποίηση αυτή, σε τελική ανάλυση, επιτελείται όταν ο προσδιορισμός από το Κράτος τού ενός τής εν λόγω ενικότητας συγκεκριμενοποιείται στο πρόσωπο τού «επικεφαλής τής εταιρείας». Ας σημειωθεί, επιπλέον, ότι ο «επικεφαλής τής εταιρείας» δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται τόσο ως πρόσωπο, αλλά μάλλον ως το στοιχείο εκείνο μέσω τού οποίου το Κράτος ανα-παριστά (ή εκπροσωπεί) με τη μορφή μονοσυνόλου την μη παρουσίαση των πολλαπλών που παρουσιάζονται από το πολλαπλό-μονάδα τού εργοστασίου, χωρίς όμως συγχρόνως να προσδίδει σε αυτά την ιδιότητα τού υποσυνόλου.

Στη νεωτερική εποχή, ο θεσμός τής συλλογικής εκπροσώπησης αποτελεί τον δεύτερο τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζεται η συσκότιση τής παρουσίασης μέσω τού εργοστασίου των μη παρουσιαζόμενων εργατών.

Η συλλογική εκπροσώπηση εμφανίζεται ειδικότερα ως εργατική ανα-παράσταση στον χώρο εργασίας. Και είναι μέσω τής συλλογικής εκπροσώπησης που συσκοτίζεται το γεγονός τής μη παρουσίασης των εργατών, στο μέτρο που μέσω αυτής αντιστοιχίζεται στο εργοστάσιο-πολλαπλό ένας πλασματικός δεσμός. Από την πλευρά τού Κράτους — και στο πλαίσιο τής συλλογικής ανα-παράστασης που απορρέει από αυτό — το εργατο-πολλαπλό, το οποίο υπολογίζεται μέσω τού εργοστασίου ως ένα, εκλαμβάνεται ως παρουσιαζόμενο, στο μέτρο που το εν λόγω πολλαπλό αναπαρίσταται ή εκπροσωπείται από τα σωματεία. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο παραβλέπεται το ότι η παρουσίαση δεν αποτελεί αναγκαστική απόρροια τής αναπαράστασης, εφόσον θα υπάρχουν πάντοτε υποσύνολα τα οποία δεν θα έχουν συγχρόνως και την ιδιότητα τού στοιχείου, ακριβώς λόγω τού υπερβάλλοντος τής σχέσεως υπαγωγής έναντι τής απλής παρουσίασης. Η σωματειακή σχέση αποτελεί αναμφίβολα σχέση υποσυνόλου, εφόσον, για παράδειγμα, ληφθεί υπόψη ότι το μισθολογικό αίτημα τού οποίου φορείς είναι οι διαπραγματευτές των σωματείων αποτελεί αντικείμενο εγγύησης από το κράτος. Ωστόσο, δεν υφίσταται κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι το υποσύνολο αυτό — η συνολικοποίηση δηλ. των αιτημάτων (υπό τον τίτλο των ‘θεμιτών αιτημάτων’) — αποτελεί παρουσίαση των πραγματικών στοιχείων τού εργατο-πολλαπλού τού εργοστασίου. Ακόμη και αν το σύνολο των εργατών ανήκε σε σωματεία, η κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπαράστασή τους δεν θα συνεπαγόταν την παρουσίασή τους ως εργατών, την παρουσίασή τους, δηλαδή, ως αποτελεσματικών μελών ή στοιχείων τού εργοστασίου. Ανάμεσα στην αναπαραστατική θεματική τής σωματειακής ελευθερίας στο πλαίσιο τού εργοστασίου και την παρουσιαστική θεματική που ταυτίζεται με την ελευθερία των εργατών υπάρχει μια άβυσσος — αυτή τής χωριστής ύπαρξης τού Κράτους — που δεν μπορεί να γεφυρώσει καμία άμεση ικανοποίηση αιτημάτων που πιθανώς επιτευχθεί μέσω τής εξέγερσης των εργατών και τη συνακόλουθη σύγκρουσή τους με τους μηχανισμούς συλλογικής εκπροσώπησης.

Πράγματι, η συλλογική εκπροσώπηση ως επιμέρους τμήμα τού κοινοβουλευτικού Κρατικού μηχανισμού καταμέτρησης, τής μορφής, δηλαδή, που λαμβάνει η καταμέτρηση στο πλαίσιο τής «δυτικής» ιστορικής παρουσίασης, συνιστά παρασιτική απόφυση. Η σχέση της με το εργοστάσιο συνίσταται στην επίφαση μιας ανα-παράστασης που έρχεται να προστεθεί και να ολοκληρώσει το ένα που επισημαίνεται μέσω τού μονοσυνόλου στο οποίο αντιστοιχίζεται ο επικεφαλής τής εταιρείας. Μέσω τής νομικής υπέρθεσης μιας παρασιτικής απόφυσης ανα-παραστασιακού χαρακτήρα καθίσταται αφανής η απόλυτα εξαιρετική φύση τής ιδιότητας τού εργάτη ως μέλους τού εργοστασίου.

Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι «πολιτικοί» αναφερόμενοι στους εργάτες θεωρούν ότι η συλλογική εκπροσώπηση αποτελεί στοιχείο μέσω τού οποίου εκδηλώνεται η έφεση τού εργοστασίου προς την πολιτική — ισχυρισμό τον οποίο οι αμετανόητα αντιδραστικοί αποκρούουν υποστηρίζοντας ότι είναι ανεπίτρεπτη η πολιτικοποίηση των σωματείων. Η αντιπαράθεση, όμως, αυτή καθίσταται έωλη, εφόσον επισημανθεί ότι είναι αδύνατος ο πολιτικός προσδιορισμός τής αναφοράς στον εργάτη μέσω τής συλλογικής εκπροσώπησης, λόγω τού ότι η εκπροσώπηση αυτή εμπίπτει στο πεδίο τού Κράτους — είναι δηλ. συναφής με την καταμέτρηση των μερών — και επομένως επιτελεί τη λειτουργία τής ακύρωσης τού εργοστασίου ως συμβαντικού τόπου, δηλ. τής εξάλειψης τής μη παρουσίασης των εργατών ως γνώρισμα τού εργοστασίου-πολλαπλού. Όμως, είναι αδύνατο να βρει κανείς την παραμικρή ένδειξη πολιτικής αναφοράς στο εργοστάσιο είτε στην εκδοχή τής συλλογικής εκπροσώπησης ως «πολιτικής εκπαίδευσης» είτε σε εκείνη που θεωρεί τη συλλογική εκπροσώπηση ως απλό εργαλείο μισθολογικών διαπραγματεύσεων. Η αντιπαράθεση σχετίζεται αποκλειστικά με το Κράτος, με τους μεν να επιθυμούν να επανδρώσουν τις κρατικές θέσεις με δικούς τους ανθρώπους (το ότι, από πλευράς κοινωνικής σύνθεσης, οι κρατικοί μηχανισμοί θα επανδρώνονται από εργάτες δεν αλλάζει επί τής ουσίας τίποτε) και τους δε να διατηρήσουν το μονοπώλιο εκπροσώπησης τού επικεφαλής τής εταιρείας. Ο κανόνας που ισχύει στον κοινοβουλευτισμό είναι να μοιράζεται το κρατικό φιλέτο στα δύο. Ωστόσο, στο μέτρο που το ίδιο το Κράτος δεν συνιστά σε καμία περίπτωση πολιτική πραγματικότητα — ανεξαρτήτως τού αν επιτελεί σημαντικό ρόλο στο πεδίο τής πολιτικής —, δεν υπεισέρχεται ποτέ στην εν λόγω σύγκρουση ο παράγοντας των εργατών όσον αφορά στη συνάρθρωσή τους με την πολιτική.

Επομένως, τόσο η σχέση υπαγωγής πολλαπλού, στην οποία έγκειται η συλλογική εκπροσώπηση, όσο και το ίδιο το εμπεριεχόμενο μονοσύνολο τής εταιρείας συσκοτίζουν, κατά τρόπο σύμφωνο προς τον χαρακτήρα τής ανα-παράστασης, το μυστηριώδες πρόβλημα τής παρουσίασης των εργατών.

Οντολογία τού τόπου

Αλλά ας γυρίσουμε ξανά στον ίδιον τον τόπο.

1. Στο εργοστάσιο οι εργάτες δεν θεωρούνται ως υποκείμενα αλλά ως δυνάμεις. Επομένως, δεν παρουσιάζονται οι ίδιοι ως εργάτες, αλλά σύμφωνα με τον αφηρημένο τρόπο με τον οποίο συναρθρώνονται στη συνολική δομή παραγωγής. Το εργατικό δυναμικό δεν συνιστά παρουσίαση, αλλά αποτελεί κλάσμα τού ενός-τού-εργοστασίου. Μέσω τής έννοιας αυτής απαλείφεται η παρουσίαση τού εργατο-πολλαπλού προς όφελος τού εργοστασίου ως παραγωγικής μονάδας. Άρα, η παραγωγικότητα, ως το μόνο κριτήριο που χαρακτηρίζει συνολικά το εργατικό δυναμικό, είναι κριτήριο εντελώς εξωτερικό ως προς το εργατο-πολλαπλό, εφόσον παραπέμπει και προσδιορίζει τον εργάτη — στο χείλος τού κενού —, κατ’ αντιστοιχία προς την παρουσίαση τού όρου «εργοστάσιο», ως αδιάσπαστη εν παρουσία μονάδα.

2. Κάθε εργάτης είναι υποκαταστήσιµος ή αναλώσιμος, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση τής καθαυτό παρουσίασής του. Το γεγονός τής απόλυσης ως χαρακτηριστικής λειτουργίας τού εργοστασίου — ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιηθεί ή όχι — επικαθορίζει την μη παρουσίαση τού εργάτη από την προοπτική τού ενός τού εργοστασίου. Αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να πετάνε στον δρόμο κάποιον σαραντάρη που χαράμισε τα νιάτα του και την υγεία του στη γραμμή συναρμολόγησης με μόνη δικαιολογία τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής. Η προφανής απάντηση είναι ότι, από τη σκοπιά τής κατάστασης και τού τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται εκεί το εργοστάσιο, ο συγκεκριμένος εργάτης δεν υπάρχει. Πιο συγκεκριμένα, ο εκσυγχρονισμός, φαινόμενο με γενική επίπτωση επί τής ύπαρξης τού εν καταστάσει παρουσιαζόμενου εργοστασίου, δεν αφορά καθόλου τον ίδιο τον εργάτη. Εκείνο που μπορεί το πολύ να ανα-παρασταθεί είναι το μονοσύνολό του — με άλλα λόγια, ο εν λόγω εργάτης στην ενικότητά του, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με την μη λήψη υπόψη τού πολλαπλού του είναι (όπου συμπεριλαμβάνονται η ζωή του, η οικογένειά του, η χώρα του κ.ο.κ.). Και, όταν κρίνεται αναγκαίο να υπάρξει ένα ποσοστό απολύσεων, είναι αυτό το αφηρημένο σύνολο — η παρασιτική αυτή απόφυση που αναπαρίσταται χωρίς όμως να παρουσιάζεται — που καταγράφεται στις στατιστικές. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την καταμέτρηση παρουσιαζόμενων εργατο-πολλαπλών, αλλά με το αθροιστικό σύνολο αδιαφοροποίητων μοναδοποιήσεων.

3. Κάθε μέλος τής κοινωνίας των ιδιωτών παρουσιάζεται, διότι η παρουσίαση αποτελεί καθοριστικό γνώρισµα τής κοινωνικότητας. Αλλά το εργοστάσιο διαχωρίζεται και διακρίνεται  από την κοινωνία μέσω περιφράξεων, φυλάκων ασφαλείας, ιεραρχιών, χρονοδιαγραμμάτων εργασίας, δομών εκμηχανοποίησης. Αυτό οφείλεται στο ότι η παραγωγικότητα ως ρυθμιστικός κανόνας τού εργοστασίου διαστέλλεται απόλυτα από την εν γένει κοινωνική παρουσίαση. Η ομοιότητα μεταξύ τού συστήματος βιομηχανικής παραγωγής και τής στρατιωτικής οργάνωσης έχει προ πολλού επισημανθεί. Η βαθύτερη αιτία για αυτό πρέπει να αναζητηθεί στο ότι και στις δύο περιπτώσεις η παρουσίαση ακυρώνεται μέσω τής απλής καταμέτρησης υποκαταστήσιμων μονοσυνόλων. Το ότι ο στρατιώτης είναι πάντοτε αφανής οφείλεται στο ότι έχει καταταγεί στην υπηρεσία τού θανάτου. Ομοίως, η κατάταξη προσωπικού σε βιομηχανικές θέσεις εργασίας συνεπάγεται την κατάταξή τους σε καθεστώς μη παρουσίασης. Από την σκοπιά τού εργοστασίου, ο εργάτης παραμένει εξίσου αφανής.

4. Η ιδέα αυτή καθαυτή τής πολιτικής ικανότητας των εργατών αντιβαίνει στην ουσία τού εργοστασίου. Το εργοστάσιο είναι κατ’ ουσίαν χώρος μη πολιτικός, ανεξαρτήτως τού αν οι εργάτες του έχουν πολιτικοποιηθεί ή όχι. Και αυτό γιατί το καθεστώς τής παραγωγικότητας βρίσκεται σε πλήρη και απόλυτη αντίφαση με την πολιτική. Η πολιτική είναι το ακριβώς αντίθετο τής βιομηχανικής εργασίας, διότι συνιστά η ίδια μορφή εργασίας, μια εξευγενισμένη δημιουργική παραγωγή που απαιτεί τη διακοπή κάθε άλλης εργασίας. Η πολιτική συνίσταται στην εργασία τής παρουσίασης και δεν μπορεί να αρκεσθεί στο μη παρουσιαζόμενο παρά μόνο στο μέτρο που η παρουσίαση τού εν λόγω μη παρουσιαζόμενου εγγυάται την αλήθεια τής δήλωσης ότι το κενό συνιστά το είναι τής κατάστασης.

Όμως, στο σημείο αυτό, είναι αναγκαία η ρηγματική ικανότητα τού συμβάντος.

Εργοστασιακό Συμβάν

Ας το θέσουμε απλά: εάν στις κοινωνίες μας το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει πράγματι τον παραδειγματικό συμβαντικό τόπο, αυτό οφείλεται στο ότι είναι κυριολεκτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί εντός αυτού οποιοδήποτε συμβάν, εκτός και αν αυτό συνοδευθεί από την κατάρρευση τού τόπου ως μονάδας. Και αυτό γιατί μέσω τού εργοστασιακού συμβάντος έρχεται στην ύπαρξη εκείνο ακριβώς το στοιχείο τού οποίου η ανυπαρξία συντηρεί στην ύπαρξη το ένα-τού-εργοστασίου — αναφέρομαι, δηλαδή, στους εργάτες. Το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει τον εξαιρετικό εκείνο χώρο όπου το φορτίο τής ενικότητας είναι τέτοιο, ώστε ακόμη και η μερική του εκκένωση εντός τής παρουσίασης οδηγεί στην εκθεμελίωση τού καθεστώτος μέτρησης μέσω τής ανεξέλεγκτης εισβολής τού κενού που η καταμέτρηση είχε εκτοπίσει επιτείνοντας, ως εκ τούτου, την περιφοίτησή του.

Χωρίς άλλες περιστροφές, το εργοστασιακό συμβάν συνιστά υπεράριθμο πολλαπλό στη σύνθεση τού οποίου μετέχουν — πέρα από το ίδιο, ως ανυπολόγιστο ενωτικό-τού-ενός — τα αφανή εκείνα πολλαπλά, οι εργάτες, που πριν την επέλευσή του κατείχαν θέσεις αδιαφοροποίητων μοναδοποιήσεων.

Ο λόγος για τον οποίο στις μέρες μας η πολιτική δεν δύναται να αντιπαρέλθει την αναφορά στον εργάτη δεν εντοπίζεται ούτε στη δομική έννοια τής εργατικής τάξης ούτε στο εργατικό κίνημα ως ιστορικό όρο. Πρόκειται απλώς για ζήτημα αναγνώρισης τού γεγονότος ότι το εργοστάσιο αποτελεί συμβαντικό τόπο και τού ότι κάθε πολιτική που παρακάμπτει το γεγονός αυτό θα συντελεί στη συντήρηση μιας ζώνης απόλυτης αφάνειας, όπου θα αναπαράγει, με τους δικούς της όρους, την μη παρουσίαση ως εγγενές χαρακτηριστικό τού γενικού καθεστώτος τού Κράτους.

Ο μόνος χώρος από τον οποίο δύνανται να προέλθουν συνεκτικά σύνολα που θα τίθενται εκτός τού πεδίου ισχύος τής Κρατικής επίρρωσης θα έχει αναγκαστικά τα χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου, ενός εντελώς εξαιρετικού πολλαπλού, τα χαρακτηριστικά επομένως ενός τόπου. Και αυτό διότι μόνον εκεί δεν υφίσταται υπερκαθορισμός τής ιδιότητας τού ανήκειν τού παρουσιαζόμενου στοιχείου από την προσεπιμέτρηση τής μέτρησης — από τη μετα-δομή δηλ. τού Κράτους—, αφού το εν λόγω στοιχείο δεν θα συνυπολογίζεται ως μέρος τής κατάστασης· και επιπλέον διότι η πολιτική ικανότητα παρέμβασης δύναται να βολιδοσκοπήσει και να ερμηνεύσει το μη παρουσιαζόμενο, παίρνοντας έτσι θέση στο χείλος τού κενού, μόνον υπό τον όρο ότι το το πολλαπλό των στοιχείων τού τόπου θα υπόκειται στη ρύθμιση τού συμβάντος ως ενωτικού-τού-ενός, ως έκνομου και υπεράριθμου σημαίνοντος. Επομένως, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να εστιάσει η πολιτική την δράση της στον αφ-αιρετικό χαρακτήρα των σύγχρονων καταστάσεων, ενόσω αποκλείει από το πεδίο της τους μείζονες αυτούς συμβαντικούς τόπους που αντιπροσωπεύουν τα εργοστάσια. Και ακόμη και αν αυτά δεν αποτελούν την πηγή προέλευσης τής πολιτικής, συνιστούν αναμφίβολα το πεδίο δοκιμασίας της. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι τα εργασιακά συμβάντα συνιστούν τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις τής σύγχρονης πολιτικής συνέπειας, εφόσον μέσω αυτών είναι δυνατή η αναγνώριση και επαλήθευση τής μη παρουσίασης των εργατών.

Άρα, η θέση που υποστηρίζω είναι ότι ο Μαρξ ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε το γεγονός αυτό και μάλιστα σε μια εποχή όπου σπάνια τα εργοστάσια συνυπολογίζονταν ως μέρος τής εν γένει ιστορικής παρουσίασης. Οι εκτενείς αναλυτικές κατασκευές τού «Κεφαλαίου» συνιστούν αναδρομική θεμελίωση όλων εκείνων των στοιχείων που αυτός εξέλαβε ως προ-αποδεικτικές ενδείξεις: θα ήταν αδύνατο στη νεώτερη εποχή να διατυπωθεί οποιαδήποτε πολιτική — ακόμη και υπό τη μορφή υπόθεσης — εκτός και εάν συνίστατο σε πρόταση μιας εν υποκειμένω ερμηνείας των εντυπωσιακών εκείνων υστερικών συμπτωμάτων τού κοινωνικού, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εργάτες, κατονομάζοντας το γεγονός τής μη παρουσίασής τους, θα είχαν συγχρόνως κατονομάσει και το υπολανθάνον κενό τής καπιταλιστικής κατάστασης.

Απλουστεύοντας τον Μαρξισμό στα απολύτως ουσιώδη, θα πούμε ότι στον Μαρξισμό συνενώνεται η υπόθεση μιας μη εξουσιαστικής πολιτικής — μιας πολιτικής που τίθεται εκτός τής κρατικιστικής[*] προσεπιμέτρησης τής μέτρησης — με την εντόπιση και τον προσδιορισμό των πιο σημαντικών συμβαντικών τόπων των νεωτερικών χρόνων, εκείνων δηλ. των τόπων που εμφανίζουν τον μέγιστο βαθμό ιδιοτυπίας, με άλλα λόγια, των εργατικών χώρων. Συνέπεια τής διττής αυτής χειρονομίας είναι αφενός μεν το ότι κατά την έμπρακτη δοκιμασία τής υπόθεσης αυτής — με τη μορφή οργανωμένης παρέμβασης — οφείλει κανείς να είναι σε διαρκή ετοιμότητα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εντοπίσει τους χώρους αυτούς, και αφετέρου το ότι η παράκαμψη τής αναφοράς στον εργάτη ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τής πολιτικής θα συνεπάγεται την εκ των προτέρων παραίτηση από κάθε προσπάθεια αποστασιοποίησης από την κρατική καταμέτρηση. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορεί κανείς θεμιτά να χαρακτηρίζει τον εαυτό του μαρξιστή, στο μέτρο που εξακολουθεί να διατείνεται ότι η ανάληψη πολιτικής δράσης βρίσκεται μέσα στα όρια τού δυνατού.


[*] Λόγω τού ότι δεν έχω πρόσβαση στο γαλλικό πρωτότυπο είναι αδύνατο να εξακριβώσω αν ο όρος που ο Τοσκάνο μεταφράζει ως statist αντιστοιχεί στο étatiste ή στο étatique.

Πηγή: Alain Badiou, “L’usine comme site événementiel”, Le Perroquet 62-63 (1986), σελ. 1 και 4-6. (Από την αγγλική μετάφραση τού Α. Τοσκάνο)

(WordCnt: 3354)

(Εικόνα: http://fansinaflashbulb.files.wordpress.com/2010/04/heartfield_john_45_2005.jpg)

 

Ετικέτες: ,

Σχολιάστε