RSS

A.Badiou—Σεμινάριο 8/12/10 [Κείμενο τού Π.Τεβανιάν]

03 Φεβ.

Ο Α.Μπ. διαβάζει «ένα ανοιχτό γράμμα στον Πρόεδρο τής Δημοκρατίας», με το οποίο ζητάται η ακύρωση τής διαδικασίας έκδοσης που εκκρεμεί σε βάρος δύο Γερμανών, τής Σόνια Σούντερ (76 ετών) και τού Κρίστιαν Γκάουγκερ (69 ετών), οι οποίοι φέρονται ως δράστες «τρομοκρατικών ενεργειών» που διεπράχθησαν προ τριακονταετίας, στα λεγόμενα «χρόνια τού μολυβιού».
Διαβάζει στη συνέχεια ένα κείμενο με τον τίτλο «Για κάποιον από το Μάλι», που κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο και το οποίο αναπαράγεται στη συνέχεια ολόκληρο:

«Για κάποιον από το Μάλι»
Μια ζωή = Μια ζωή
τού Πιέρ Τεβανιάν, 3 Δεκεμβρίου

Για μας δεν έχει όνομα, πρόσωπο, γυναίκα ή παιδιά, αδέρφια, γονείς, φίλους ή φίλες που τον πενθούν. Στα πρώτα μηνύματα των ΜΜΕ αναφερόταν ως «κάποιος από το Μάλι», σ’ αυτά που ακολούθησαν ως «ο άνδρας από το Μάλι». Ορισμένοι δημοσιογράφοι τον χαρακτήρισαν στη συνέχεια ως «παράφρονα», αφού, αφενός μεν, το «καλούπι» του — η μόνη πληροφορία που ευδόκησαν να δημοσιοποιήσουν — ήταν «εντυπωσιακό», σύμφωνα πάντα με τα όσα ανέφερε η υπεράνω πάσης αμφισβήτησης «αστυνομική πηγή», αφετέρου δε, «τραυμάτισε ελαφρά», με σφυρί, τέσσερις αστυνομικούς που προσπάθησαν να τον «εξουδετερώσουν» με τη χρήση δακρυγόνων και τέιζερ — βλέπετε έτσι εκφραζόμαστε στη Γαλλία τού 2010.

Ο άνδρας από το Μάλι — όπως οφείλουμε να τον αποκαλούμε, όπως αποφασίστηκε ότι οφείλουμε να τον αποκαλούμε — απεβίωσε σε ηλικία 38 ετών, την Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010, «κατά τη διάρκεια αστυνομικής ανάκρισης». Για να γίνω σαφής: μας ανακοινώθηκε ότι κατ’ αρχάς η αστυνομία επιχείρησε να τον προσαγάγει λόγω τού ότι είχε εμπλακεί σε φιλονικία με έναν γείτονα, αλλά, στη συνέχεια, αποκαλύφθηκε ότι ήταν παράτυπος μετανάστης σε βάρος τού οποίου εκκρεμούσε «ένταλμα επαναπροώθησης στα σύνορα», πράγμα το οποίο συνιστούσε επιβαρυντική περίσταση.

Με απλά λόγια, ο «παράφρων» διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε αναγκαστική απέλαση και, προσπαθώντας με κάθε τίμημα να διαφύγει από την αστυνομία και μη διστάζοντας για το σκοπό αυτό να τραυματίσει ελαφρά τέσσερις αστυνομικούς, αντέδρασε επομένως με απόλυτα ανθρώπινο τρόπο, όπως, δηλαδή, θα έκανε ο καθένας μας στη θέση του.

Στο γεγονός, όμως, αυτό δεν δόθηκε έμφαση ούτε από τα σύντομα ρεπορτάζ που «κάλυψαν το συμβάν» ούτε από τις περιορισμένες «πολιτικές αντιδράσεις» που προκλήθηκαν από το εν λόγω περιστατικό. Τρεις μέρες πέρασαν και το θέμα είναι πλέον λήξαν. Η υπόθεση για τον άνδρα από το Μάλι μπήκε στο αρχείο. Το καλύτερο στο οποίο θα ήλπιζε κανείς είναι το ότι κάποια τμήματα τής αριστεράς, και μάλιστα, θα έλεγα, σε γενικές γραμμές, τής εξ ευωνύμων τού Σοσιαλιστικού Κόμματος αριστεράς, ζήτησαν πράγματι τη διενέργεια έρευνας — ή ακόμα και την επιβολή μορατόριουμ — αναφορικά με τις συνέπειες από τη χρήση τού τέιζερ, μιας και οι ηλεκτρικές εκκενώσεις των 50.000 βολτ είναι αδύνατο να μη συνέβαλαν στον βίαιο θάνατο ενός άνδρα που σύμφωνα με τις περιγραφές ήταν κατά τ’ άλλα εύρωστος. Από την άλλη πλευρά, τα αστυνομικά συνδικάτα, συνεπή με τη μακρά τους παράδοση, ισχυρίζονται εντελώς αβάσιμα ότι συνέτρεξε περίπτωση «νόμιμης άμυνας», ενώ οι ανώτατες κρατικές αρχές — εκπροσωπούμενες από τον υπουργό [Εσωτερικών,] Μπρις Ορτφέ — εξακολουθούν να παρέχουν κάλυψη στην ανθρωποκτονία με την αιτιολογία ότι η μόνη άλλη εναλλακτική λύση θα ήταν η χρήση πυροβόλων όπλων.

Από την πλευρά τής Δικαιοσύνης, ο εισαγγελέας που έχει επιληφθεί τής έρευνας, με μια μετρημένη ανακοίνωση, δήλωσε ότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί κανένα «οριστικό συμπέρασμα» όσον αφορά την αιτία θανάτου, παρ’ όλο που η αυτοψία τείνει να ευνοεί την υπόθεση ότι επρόκειτο για θάνατο λόγω «ασφυξίας» μετά από εισπνοή υπερβολικής ποσότητας δακρυγόνου, όπως μαρτυρούν οι ενδείξεις αιμορραγίας στους πνεύμονες τού αποθανόντος.

Εν ολίγοις, το περιστατικό δεν θέτει κανένα ερώτημα πέρα από την καθαρά τεχνική εκτίμηση των πλέον πρόσφορων μεθόδων θανάτωσης: είναι προτιμότερο να εκτελούμε με αέριο, με ηλεκτροπληξία ή, απλά, να τουφεκίζουμε, όπως συνηθιζόταν μέχρι πρότινος, τους «παράφρονες από το Μάλι», που φτάνουν μέχρι το σημείο να «τραυματίζουν ελαφρά» αστυνομικούς για να αποφύγουν την απέλαση;

Κανένας όμως, ούτε καν εκείνοι και εκείνες που δικαιολογημένα ζητούν να ανασταλεί η χρήση των «τέιζερ», δεν έθεσε το ζήτημα τής αστυνομικής βίας — ζήτημα με βαθύτερες και ευρύτερες προεκτάσεις, το οποίο έχει συγκεκριμένη προϊστορία· αναφέρομαι ειδικότερα στη διακριτική εξουσία θανάτου εκτός τού πλαισίου τής νόμιμης άμυνας, την οποία εκ των πραγμάτων διαθέτουν οι αστυνομικοί, στην εξουσία θανάτου που, εν πάση περιπτώσει, ασκείται σε βάρος ενός ορισμένου πληθυσμού, και στις συναφείς κρατικές πολιτικές μέσω των οποίων η τέλεση των ανθρωποκτονιών αυτών δεν είναι απλώς δυνατή, αλλά επιβεβλημένη.

Είναι βέβαια προφανές ότι το τέιζερ είναι κατάπτυστη εφεύρεση και δεν χωράει αμφιβολία ότι, ακόμα κι αν αποδειχτεί τελικά ότι η ασφυξία «αποτέλεσε την αιτία θανάτου», η χρήση τέιζερ κάθε άλλο παρά επιλύει το πρόβλημα· ωστόσο, πρέπει να προστεθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που αστυνομικοί σκοτώνουν, με ή χωρίς τη χρήση όπλων, παράτυπους αλλοδαπούς, μετανάστες ή «νέους τής πόλης», προσπαθώντας να τους «εξουδετερώσουν». Και ναι μεν η ευθύνη για τις εκτελέσεις αυτές βαρύνει ατομικώς κάθε αστυνομικό όργανο που αποδέχεται να πληρώσει αυτό το τίμημα για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, πλην όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι ευθύνονται, επίσης, και τα μέλη τής κυβέρνησης που καθορίζουν τα εν λόγω καθήκοντα και που έχουν γενικά ανάγει σε κατηγορική προσταγή τον «αριθμητικό» παράγοντα και, πιο συγκεκριμένα, τον «ετήσιο στόχο» των «25.000 επαναπροωθήσεων στα σύνορα» — κατηγορική προσταγή σε σχέση με την οποία η ανθρώπινη ζωή ή, εν πάση περιπτώσει, η ζωή ενός ατόμου από το Μάλι έχει αμελητέα αξία.

Αν δεν ίσχυε αυτό, αν η ζωή κάποιου από το Μάλι είχε την ίδια αξία με εκείνη ενός Γάλλου και μάλιστα λευκού, θα ήταν προφανές σε όλους ότι — όσον αφορά έναν παράτυπο μετανάστη που προσπαθεί να αποφύγει την απέλαση, με άλλα λόγια, έναν άοπλο άνδρα που δεν αποτελεί κίνδυνο για τη ζωή κανενός — εναλλακτική λύση στις ηλεκτρικές εκκενώσεις των 50.000 βολτ δεν αποτελούν ούτε οι πυροβολισμοί, ούτε η ασφυξία, ούτε τα δακρυγόνα, αλλά ούτε και ο στραγγαλισμός (όπως συνέβη σε μια άλλη περίπτωση αστυνομικού «λάθους»). Θα ήταν προφανές ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, σε μια «δημοκρατία» άξια τού ονόματός της, εφόσον πράγματι σκοπός τής αστυνόμευσης είναι η διασφάλιση τής δημόσιας «ειρήνης», οι αστυνομικοί δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να τον αφήσουν να διαφύγει. Αν αυτή η «ανοχή», αυτού τού είδους η «εγκατάλειψη» ή «παράλειψη καθήκοντος», σας σοκάρει, αν σας ενοχλεί περισσότερο από το ενδεχόμενο πρόκλησης θανάτου — πράγμα που συμβαίνει αρκετά συχνά στην πράξη —, τότε αυτό σημαίνει, αφενός μεν, ότι το κυνήγι των λαθρομεταναστών έχει αποκτήσει, πράγματι, χαρακτήρα «κατηγορικής προσταγής», έχει δηλ. αναχθεί σε σκοπό που αγιάζει όλα τα μέσα, αφετέρου δε, ότι ο συγκεκριμένος θάνατος δεν αποτιμάται το ίδιο σε σχέση με άλλους ανθρώπινους θανάτους ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν έχει την ίδια αξία µε τους άλλους ανθρώπους, αξίζει λιγότερο και από ένα σκύλο ή μια γάτα, των οποίων ο θάνατος μάς προκαλεί κάποια θλίψη — στην πραγματικότητα, δεν αξίζει σχεδόν τίποτα.

Αντιλαμβάνομαι ότι τα λόγια αυτά προσβάλλουν τα αισθήματά σας. Ομοίως, γνωρίζω εκ πείρας, αν και εξακολουθώ να δυσκολεύομαι να το κατανοήσω, ότι θα προσβάλλω τα αισθήματα πολλών, ακόμα και στις τάξεις τής αριστεράς, αν καταλήξω λέγοντας ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν κρατικό ρατσισμό που σκοτώνει και, πιο συγκεκριμένα, ότι η αστυνομία δολοφονεί, ότι πίσω από τις δολοφονίες κρύβεται το Κράτος και ότι πριν από τρεις μέρες ένας άνδρας εκτελέστηκε με ηλεκτροπληξία ή/και ασφυξία που προκλήθηκε από την εισπνοή αερίου. Τα λόγια αυτά ίσως φανούν «απαράδεκτα», «παρατραβηγμένα», «εκτός πραγματικότητας», ίσως σοκάρουν, ίσως προκαλέσουν την αγανάκτηση και αποστροφή εκείνων που δεν ένιωσαν καμία αγανάκτηση και αποστροφή για τον θάνατο τού «άνδρα από το Μάλι», εκείνων που δεν θεώρησαν «απαράδεκτες» τις λέξεις «εξουδετέρωση», «παράφρονας» ή «νόμιμη άμυνα», αλλά σ’ αυτήν ακριβώς την ιεράρχηση των δυσανασχετήσεων συνοψίζεται η βαρβαρότητα στην οποία βυθίζονται οι «πολιτισμένες» χώρες μας.

Είναι, λοιπόν, σημαντικό να εξακολουθούμε να θυμόμαστε τον βάρβαρο αυτό θάνατο που συνέβη την Τρίτη, 20 Νοεμβρίου, ώρα 8.20 μ.μ., ο οποίος δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ως λυπηρό γεγονός, αλλά που πέρασε στη λήθη την επόμενη ημέρα. Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι δεν πρόκειται για κάποιον «παράφρονα από το Μάλι», αλλά για τον θάνατο ενός ανθρώπου· ότι δεν πρόκειται απλώς για κάποιον από το Μάλι και, πάνω απ’ όλα, ότι δεν πρόκειται για κάποιον «παράφρονα». Ότι δεν πρόκειται για «εξουδετέρωση», αλλά για θανάτωση. Ότι δεν πρόκειται για «θάνατο λόγω ασφυξίας», αλλά για εκτέλεση με ηλεκτροπληξία και αέριο. Ότι οι φταίχτες δεν είναι η «Μοίρα» και το «Τέιζερ», αλλά η Εθνική Αστυνομία, ο Ορτφέ, ο Σαρκοζί και κυρίως η «Διαχείριση των μεταναστευτικών ροών». Ότι η έγκληση δεν αφορά μόνο τα «50.000 βολτ», αλλά και τις «25.000 επαναπροωθήσεις στα σύνορα». Ότι δεν πρόκειται για κάποιο «περιστατικό τής επικαιρότητας», αλλά για υπόθεση τού Κράτους.

Χρειάζονται χρόνος και αγώνες για να επιβληθεί η χρήση των λέξεων αυτών, για να αποκατασταθεί η αλήθεια, για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Για τώρα, είθε να αναπαυθεί εν ειρήνη ο χωρίς όνομα και πρόσωπο άνδρας από το Μάλι και ας εκφράσουμε στους γονείς, στους φίλους και στις φίλες του, που δεν έχουν καμιά μιντιακή παρουσία, τα βαθιά μας συλλυπητήρια.

*

Τα δύο αυτά κείμενα θα χρησιμεύσουν ως εισαγωγή σε μια απόπειρα περιγραφής των νέων κατευθύνσεων που μπορούμε να διακρίνουμε στη σφαίρα τού δικαίου και τής αστυνόμευσης. Όπως θα δείτε, η περιγραφή αυτή δένει απόλυτα με το θέμα που μας απασχόλησε την προηγούμενη φορά και το οποίο αφορούσε στην έννοια τού κόσμου. Διακρίνω δύο βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στις νέες αυτές κατευθύνσεις: αφενός μεν μια ορισμένη θεώρηση τού χρόνου, η οποία προσδιορίζεται από την αχρονικότητα, αφετέρου δε μια αρχή που συνήθως αναφέρεται ως αρχή τής προφύλαξης.

1. Η αχρονικότητα

Μπορούμε να την εντοπίσουμε σε ποικίλες συμπτωματικές εκδηλώσεις:

— σε μια τάση που συνίσταται στον περιορισμό των περιπτώσεων παραγραφής. Το δίκαιο αποσυνδέεται από την έννοια τού χρόνου, έτσι ώστε η ποινή να τείνει να γίνει άπειρη.

στη λήψη μέτρων που έχουν ως αποτέλεσμα να συνενώνουν ένα (έστω και) μακρινό παρελθόν μ’ ένα εξίσου μακρινό μέλλον· εκείνο που προέχει είναι η προληπτική αξιολόγηση1 τής ίδιας τής πιθανότητας διάπραξης αδικημάτων. Όπως γνωρίζετε, το Εθνικό Ινστιτούτο για την υγεία και την ιατρική έρευνα (INSERM), σε πρόσφατη έκθεσή του, ανακοίνωσε ότι η διάγνωση τής τάσης προς την παραβατικότητα θα μπορούσε να γίνει από την ηλικία των τριών ετών …

— η δυσανάλογη επιβάρυνση των ποινών σε περιπτώσεις υποτροπής, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή ποινής πολυετούς φυλάκισης σε άτομα πολύ νεαρής ηλικίας, μόνο και μόνο επειδή κατανάλωναν στο παρελθόν μικρές ποσότητες χασίς.

— τη δυνατότητα τής επ’ αόριστον επιμήκυνσης τής ποινής, στην περίπτωση ιδιαιτέρως των σεξουαλικών εγκληματιών· εν προκειμένω, είναι αξιοσημείωτο ότι οι εμπειρογνώμονες δεν επιδιώκουν να αξιολογήσουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συγκεκριμένων εγκλημάτων, αλλά το ίδιο το είναι τού εγκληματία.2 Ο κανόνας που ισχύει εδώ και ο οποίος κατασκευάζει ένα αέναο παρόν εγκληματικότητας είναι ο εξής: «Όποιος προξένησε στο παρελθόν βλάβη, θα βλάψει και στο μέλλον».

Όπως έχει ήδη επισημανθεί πολλές φορές, ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί προφανώς σε συνδυασμό με την προβολή και προώθηση τής φιγούρας τού θύματος. Η ύπαρξη τής δυνατότητας ενεργοποίησης μιας λογικής τής εκδίκησης οφείλεται ακριβώς στο ότι η έγκληση τού θύματος έχει αναχθεί σε κομβικό σημείο· πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για την αναίρεση τής χειρονομίας που επιτελέσθηκε στην Ορέστεια τού Αισχύλου, όπου επιτεύχθηκε ακριβώς η ρήξη με τη λογική τής εκδίκησης χάριν τού καθαρά πολιτικού είναι τής ποινής. Μάλιστα στο εξής η πράξη τής εκδίκησης μπορεί να στρέφεται σε βάρος φερόμενων ή ακόμα και δυνητικών παραβατών.

Το «ανοιχτό γράμμα στον Πρόεδρο τής Δημοκρατίας» συνοψίζει τέλεια τα ανωτέρω: «μια υποτιθέμενη άπειρη δικαιοσύνη θα ισοδυναμούσε με μια θεολογία τής εκδίκησης».

2. Η προφύλαξη

Διακρίνουμε και εδώ πολυάριθμα συμπτώματα.

— το πρώτο αποτελεί μια διαφορετική έκφανση τής τάσης που περιγράψαμε ως συνένωση τού παρελθόντος με το μέλλον· το ζητούμενο είναι να θωρακιστούμε έναντι κάθε ανεπιθύμητου συμβάντος, πράγμα που οδηγεί στη σύγχρονη προώθηση τής «αρχής τής προφύλαξης».

— το δεύτερο είναι η συλλογικοποίηση τής ευθύνης· θεωρούμε δηλ. ότι την ευθύνη φέρει η ομάδα από τους κόλπους τής οποίας τυχόν προέρχονται οι αξιόποινες πράξεις. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι τα μέτρα που λήφθηκαν σε βάρος των Ρομά. Πέρα από τον ηθικά απαράδεκτο χαρακτήρα τους, δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι τα μέτρα αυτά είναι εντελώς παράλογα. Κι αυτό γιατί στηρίζονται στην «ιδέα» ότι η ευθύνη για μια αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από κάποιο μέλος της βαρύνει την ίδια την ομάδα: με άλλα λόγια, η τέλεση τής πράξης αποδίδεται στο γεγονός ότι ο δράστης ανήκει στη δεδομένη ομάδα.3 Η ενικότητα τού ατόμου, η προσωπική του πορεία, η οποία τον οδήγησε στην συγκεκριμένη κατάσταση, εξαλείφονται εντελώς εν όψει τής απλής ιδιότητας τού μέλους μιας ομάδας.

— η καθολική επιτήρηση είναι μια ήδη πολύ γνωστή πλευρά τού συστήματος, οπότε δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού· καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο μάς φωτογραφίζουν, ακούνε τι λέμε, κάθε τμήμα τής χρήσης τού χρόνου μας μπορεί να υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο, να αρχειοθετηθεί, κ.λπ. Πρόκειται για την πανοπτική διάσταση τής επιτήρησης, όπως την εννοούσε ο Μπένθαμ, διάσταση που αποτελεί αδυσώπητη τάση των κοινωνιών μας και η οποία περικλείει το ενδεχόμενο μετατροπής τής επιτήρησης σε βίαιο έλεγχο: το στοιχείο ακριβώς τού ελέγχου αποκτά τέτοια σπουδαιότητα, ώστε να ανάγεται σε νομιμοποιητική βάση τής αστυνομικής βίας.

*

Ας επιστρέψουμε στο εξαίρετο κείμενο με τίτλο «Για έναν άνδρα από το Μάλι» που σας διάβασα ως εισαγωγή στη συζήτηση. Θα επιχειρήσω να σας περιγράψω σε τι συνίσταται ένας κόσμος όπου μπορεί κάποιος να θανατωθεί βίαια, με τον τρόπο δηλ. που εκτίθεται στο εν λόγω κείμενο. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο κόσμο, για τον σύγχρονο κόσμο τής καταστολής και τής καταπίεσης, για έναν κόσμο που απαρτίζεται από αντικείμενα (όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε κόσμο) και ο οποίος προκύπτει από μια οροθέτηση με δικαϊκο-αστυνομευτικό ή/και διοικητικό χαρακτήρα. Στον κόσμο αυτό ένας μαύρος μουσουλμάνος εργάτης, ο οποίος κατάγεται από το Μάλι είναι, σε μεγάλο βαθμό, μη ταυτόσημος μ’ ένα συνηθισμένο λευκό άτομο (σε λίγο θα δούμε τον λόγο που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τού τελευταίου ως «μέσου Γάλλου»). Η εν λόγω διαφορά μαρτυρείται από το γεγονός ότι τα δύο αυτά αντικείμενα εμφανίζονται κατά διαφορετικό τρόπο στον συγκεκριμένο κόσμο.

Θα φέρω στη συνέχεια ένα παράδειγμα παρμένο από το «ανοιχτό γράμμα» που επίσης διάβασα πριν από λίγο. Αν λοιπόν, για παράδειγμα, έχετε την ιδιότητα τού φερόμενου τρομοκράτη και σας καταλογίζεται η συμμετοχή σε αδικήματα που διαπράχθησαν στη Γερμανία κατά τη δεκαετία τού ’70 (η συμμετοχή δηλ. σε πράξεις που έλαβαν χώρα προ τριακονταετίας), τότε ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεστε στον σύγχρονο κόσμο τής καταστολής και καταπίεσης διαφέρει κατά πολύ από τον τρόπο παρουσίας ενός ατόμου όπως ο Πολάνσκι, ο οποίος είναι συνομήλικος με τον φερόμενο ως τρομοκράτη (76 ετών) και που διώκεται επίσης για αδικήματα που τελέστηκαν την ίδια περίοδο. Η διαφορετική αυτή εκτίμηση εκφράστηκε δημόσια, δια στόματος τού Προέδρου τής Δημοκρατίας, τού Σαρκοζί, ο οποίος θεωρεί ότι η παύση τής δίωξης εις βάρος τού δεύτερου συνιστά απονομή «καλής δικαιοσύνης», ενώ συγχρόνως ετοιμάζεται να εκδώσει τον πρώτο καταζητούμενο στις γερμανικές αρχές. Θα ήθελα να προσθέσω αμέσως ότι είμαι πολύ ικανοποιημένος με την έκβαση τής υπόθεσης τού Πολάνσκι, αλλά το ενδιαφέρον σε αυτό το παράδειγμα είναι η διαφορετική μεταχείριση αυτών των δύο παρόμοιων «αντικειμένων» τού κόσμου μας — πράγμα που δείχνει σαφώς ότι το υπερβατολογικό τού κόσμου μας είναι αυτό που καθορίζει τις διαφορές και τις ομοιότητες και, συνεπώς, τους ριζικά διαφορετικούς τρόπους μεταχείρισης των δύο αυτών αντικειμένων. Η απόφαση που εκφωνήθηκε από τον Πρόεδρο τής Δημοκρατίας, ο οποίος έχει τον ρόλο τού εγγυητή τού κατασταλτικού υπερβατολογικού, εφαρμόζεται στην υπόθεση τού Πολάνσκι, αλλά δεν ισχύει για την περίπτωση τού φερόμενου γερμανού τρομοκράτη.

Ποιος είναι λοιπόν ο μηχανισμός αυτής τής διαφοροποίησης; Σ’ αυτό το παιχνίδι των διαφορών και των ομοιοτήτων μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις θεματικές: κατ’ αρχάς, έχουμε το στοιχείο τής κοινωνικής τάξης (εργάτης, ή μικροεπαγγελματίας που εργάζεται σε συνθήκες επισφάλειας, ή άνεργος, φαινόμενο γνωστό από παλιά — θα έχεις δίκιο ή άδικο, ανάλογα με το αν είσαι ισχυρός ή αδύναμος [Λαφοντέν: «Τα ζώα που είχαν αρρωστήσει από πανούκλα»]—, πάνω στο οποίο δεν θα επιμείνω)· στη συνέχεια, το στοιχείο τής καταγωγής (το οποίο μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε κάποιον χρησιμοποιώντας την έκφραση «κάποιος από το Μάλι»· στην πραγματικότητα, το ζητούμενο είναι να γνωρίζουμε αν το εν λόγω πρόσωπο εμπίπτει ή όχι σ’ ένα κατάλληλο πλέγμα ομοιοτήτων ή, με άλλα λόγια, αν έχει ή όχι «δυτικό» παρουσιαστικό)· και τέλος το στοιχείο τής «πεποίθησης» (βασικά, τα μη «δημοκρατικά» πιστεύω του· στο παράδειγμά μας, προσδιοριστικός όρος είναι ο χαρακτηρισμός τού «τρομοκράτη», εφόσον η εκ πεποιθήσεως εγκληματικότητα, η τέλεση δηλ. ενός εγκλήματος ως συνέπεια υπέρμετρης αφοσίωσης και ζήλου, θεωρείται ως πολύ σοβαρότερη από ένα έγκλημα που τελείται για την ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντος, για την αποκόμιση χρηματικού οφέλους, κ.λπ., πράγμα που αντιμετωπίζεται ως φυσιολογικό και συνηθισμένο φαινόμενο). Αν κάποιο άτομο πληροί και τα τρία κριτήρια, μπορούμε να πούμε με κάποια βεβαιότητα ότι έχει σοβαρό πρόβλημα.

Ο γενικός μηχανισμός τής διαφοροποίησης εμπλέκει μια έννοια που είναι παντού διάχυτη, αλλά τής οποίας τα όρια είναι μη σαφώς καθορισμένα, την έννοια τού «γενικού μέσου όρου» — ως συνώνυμα χρησιμοποιούνται και οι εξής όροι: «σιωπηρή πλειοψηφία», «βαθιά χώρα» ή, περισσότερο εξευγενισμένη παραλλαγή με την ίδια περίπου σημασία, το «το αξιακό μας σύστημα». Είναι αυτή ακριβώς η έννοια που βρίσκεται στον πυρήνα των δημοσκοπήσεων και των στατιστικών. Πρέπει επιπλέον να αναγνωρίσουμε ότι το γενικό της πλαίσιο διαμορφώνεται από τη συνήθη κοινωνιολογική πρακτική και δραστηριότητα — αυτό το λέω χωρίς ιδιαίτερη εμπάθεια όσον αφορά την επιστήμη τής κοινωνιολογίας— μέσω τής οποίας παράγονται αναλύσεις, όπου διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι «οι Γάλλοι έχουν αυτή ή την άλλη άποψη» για το ένα ή το άλλο ζήτημα.4 Ενώ μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ότι απόψεις και σκέψεις μπορούσε να έχει μόνον ένα υποκείμενο, αρχίζουμε να διαπιστώνουμε ότι φορέας σκέψης και απόψεων μπορεί επίσης να είναι και κάποιος μέσος όρος των Γάλλων (εξ ου και η έκφραση «μέσος Γάλλος»).

Τυπική παρουσίαση

Σε ορισμένους κόσμους (και ιδιαιτέρως εκείνους που υπόκεινται σε [Κ]ρατική ρύθμιση), θεωρούμε ως δεδομένη την ύπαρξη ενός φαντασιακού αντικειμένου Χ (έστω το αντικείμενο «μέσος Γάλλος»), τέτοιο ώστε, για κάποιο στοιχείο y τού κόσμου αυτού, η ιδιότητα τού «κανονικού» ορίζεται ως η ιδιότητα που εκφράζει ότι το στοιχείο y είναι πολύ όμοιο με το αντικείμενο Χ. Πράγμα που θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής: για κάθε «κανονικό» στοιχείο y, έχουμε Id(y, X)=M (ο βαθμός ομοιότητας τού y με το X προσεγγίζει το μέγιστο). Κάθε στοιχείο που, από πλευράς κοσμικού υπερβατολογικού, δεν θα ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη οιονεί-μέγιστη ομοιότητα προς το Χ θα χαρακτηρίζεται ως μη «κανονικό» ή ως «αμφίβολο» [ύποπτο].5

Υπάρχουν επομένως ονόματα/όροι που χρησιμοποιούνται για την ομαδοποίηση των αμφίβολων/υπόπτων στοιχείων. Σήμερα τα πλέον γνωστά είναι τα ονόματα «τρομοκράτης», «ισλαμιστής», αλλά και κατ’ επέκταση τα ονόματα «μουσουλμάνος», «άνδρας από το Μάλι», «νεαρός των προαστίων», κ.λπ. Πρόκειται για διαχωριστικούς όρους/ονόματα.6

Στον σύγχρονο κόσμο τής καταστολής (στη Γαλλία, τουλάχιστον, με τις αστυνομικές, δικαστικές, διοικητικές αρχές), κάθε χρήση ενός διαχωριστικού όρου θα έχει κανονιστικό χαρακτήρα: το διαχωριστικό όνομα θα έχει επομένως χαρακτήρα κατευθυντήριας αρχής για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, υποδεικνύοντας έτσι τα πρόσωπα που μπορούν να υποστούν βάναυση μεταχείριση· η χρήση του επομένως έχει ως άμεση συνέπεια μια σημαντική διεύρυνση των τρόπων και των δυνατοτήτων τής καταστολής: από τη σωματική έρευνα προσώπων, τη βίαιη προσαγωγή, την κράτηση για ασήμαντους λόγους, την αστυνομική επιδρομή, μέχρι και τον θάνατο «λόγω λάθους» ή την απέλαση.7

Τέλος, με τον όρο «δικαιοσύνη» θα πρέπει να εννοήσουμε την ολοκληρωτική εξάλειψη των διαχωριστικών όρων, πράγμα που σημαίνει, βάσει τής παραδοχής τού γενολογικού χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αληθειών, την εξάλειψη τού φαντασιακού όρου Χ και κάθε «μέσης αξίας» ως συνέπεια τού πραγματικού μιας αλήθειας.

 


[1] Η αξιολόγηση, τής οποίας φορείς είναι υποχρεωτικά οι εμπειρογνώμονες, συνιστά εξωνομική κατηγορία, η παρουσία τής οποίας διαπερνά το σύνολο σχεδόν τού εν λόγω συστήματος.

[2] Σαν να πρόκειται για την εκδίκηση τού είναι σε βάρος τής πράξης, πράγμα που, όπως έδειξε ο Σαρτρ, ισοδυναμεί με μεροληψία υπέρ τού έχειν.

[3] Να υπενθυμίσω ότι, στην περίπτωση ειδικά των Ρομά, αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τη φύση τής πράξης που αποτέλεσε την απαρχή των ενεργειών που ελήφθησαν σε βάρος τους, θα διαπιστώσουμε ότι επρόκειτο ουσιαστικά για ένα περιστατικό αστυνομικής δολοφονίας κατά τη διάρκεια ενός «ελέγχου».

[4] Το πεδίο τής συνήθους κοινωνιολογικής δραστηριότητας στρέφεται στη διερεύνηση τής κοινωνικής ύπαρξης αλλά συγχρόνως και στη διερεύνηση τής κρατικής της αναπαράστασης προς τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη.

[5] Η φράση που ακούμε συχνά «αυτός δεν μοιράζεται τις αξίες μας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ακριβώς το άτομο τού οποίου ο βαθμός ομοιότητας με το αντικείμενο Χ δεν είναι επαρκής, τού οποίου δηλ. το ώδε-είναι, η ενδοκοσμική του παρουσία, είναι μη «κανονική».

[6] Όρος που χρησιμοποιείται εν είδει φόρου τιμής στο αξίωμα τού διαχωρισμού τής θεωρίας των συνόλων.

[7] Στην περίπτωση τού άνδρα από το Μάλι τού κειμένου που σας διάβασα στην αρχή, το διαχωριστικό όνομα τον χαρακτηρίζει με απόλυτα τραγικό τρόπο, τη στιγμή ακριβώς που το όνομα αυτό αποκτά κανονιστικό χαρακτήρα: δολοφονήθηκε επειδή ήταν κάποιος από το Μάλι.

(WordCnt: 3402)

Εικόνα:http://www.indigenes-republique.fr/IMG/cache-300×293/arton1179-300×293.jpg

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε