RSS

Gott mit uns [D.Losurdo]

10 Οκτ.

Από το βιβλίο τού D.Losurdo, Η γλώσσα τής Αυτοκρατορίας
(μετφρ. Άβα Μπουλουμπάση, 2010, Α/συνέχεια, Αθήνα. σ.351-64, 370-75)

Μίσος απέναντι την Δύση
[…]
8. Ρήξη με τον αντισημιτισμό ή διαιώνιση του αποικιοκρατικού ρατσισμού;

[…] Τα δεινά που υπέστησαν τους τελευταίους αιώνες οι λαοί που υποτάχτηκαν στις μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, δεν είχαν μόνο στρατιωτικό χαρακτήρα. Όπως επιχείρησα να εξηγήσω σε κάποιο άλλο σημείο, η Δύση εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που με μεγάλη αποτελεσματικότητα θεωρητικοποιεί και εφαρμόζει πρακτικά μια εξουσία (υιοθετώντας πολιτικά καθεστώτα που λειτουργούν ως αδιαμφισβήτητα σημεία αναφοράς) που επιδόθηκε σε ευρεία κλίμακα και με επιτυχία στο δουλεμπόριο, στον εκτοπισμό, στον αποδεκατισμό και την εξόντωση των ιθαγενών λαών των αποικιών τους οποίους θεωρούσε άχρηστους ακόμη και για χειρωνακτική εργασία (επιβάλλοντας την απόλυτη εξουσία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο). Οι Ηνωμένες Πολιτείες ιδιαίτερα, και η Δύση συνολικά, εφάρμοσαν σε τοπικό και σε πλανητικό επίπεδο ένα καθεστώς Herrenvolk democracy, δηλαδή μια «δημοκρατία των Κυρίων», στα πλαίσια της οποίας η διακυβέρνηση και οι νόμοι προς όφελος των μελών της συμβαδίζουν με την ανεξέλεγκτη βία ενάντια σε όσους δεν ανήκουν σ’ αυτήν.

Ο «αρνητισμός» της Δύσης και ιδιαίτερα της ηγέτιδας δύναμής της, προσπαθεί να αποσιωπήσει τον Herrenvolk χαρακτήρα της δημοκρατίας, για τον οποίο και οι δύο υπερηφανεύονται. Αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο το παρελθόν: Τι κάνει αλήθεια η κυβέρνηση του νόμου και του δικαίου για τους κρατούμενους του Γκουαντάναμο, του Αμπού Γκράιμπ ή του αφγανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης που πολλοί παρομοιάζουν με το Άουσβιτς; Τι κάνει η κυβέρνηση του νόμου και του δικαίου για τους ισλαμιστές που έχει παραδώσει η Ουάσινγκτον σε χώρες όπου επιτρέπονται τα βασανιστήρια, ή έχει απαγάγει και εξαφανίσει η CIA; Έτσι εξηγείται η εμμονή στον «αρνητισμό» που επιχειρούμε να αναλύσουμε: για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την επιθετική και φιλοπόλεμη πολιτική της, η δημοκρατική Δύση, όπως και η χώρα που βρίσκεται επικεφαλής της, έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ να διαφυλάξει τον Herrenvolk χαρακτήρα της. Ας θυμηθούμε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή: λένε συχνά πως υποστηρίζουν το Ισραήλ γιατί είναι η μόνη δημοκρατική χώρα της περιοχής. Η αποσιώπηση του γεγονότος ότι αυτή τη δημοκρατία την απολαμβάνουν μόνο οι λίγοι, δείχνει περίτρανα ότι τα ιδανικά της δημοκρατίας δεν χρησιμοποιούνται για να αμφισβητήσουν αλλά για να νομιμοποιήσουν τα δεινά του πολύπαθου παλαιστινιακού λαού.

Όποιος κρατάει ξεκάθαρη στάση κατά της πολιτικής του Ισραήλ, είναι ύποπτος για αντισημιτισμό. Αλλά γιατί να στρέφονται μονάχα προς τη μία πλευρά αυτές οι κατηγορίες; Ας δούμε για παράδειγμα έναν γνωστό ιταλό πολιτικό, τον Τζιανφράνκο Φίνι. Η προσέγγισή του προς το «εβραϊκό κράτος» έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια, όταν διαφωνούσε μόνο για τους αντισημιτικούς νόμους από τη συνολική πολιτική του Μουσολίνι: «Μέχρι το 1938, δηλαδή ακριβώς πριν την υπογραφή των ρατσιστικών (αντισημιτικών) νόμων, είναι πολύ δύσκολο να καταδικάσουμε συνολικά το φασισμό».726 Τι έχει να πει όμως για τους ρατσιστικούς νόμους κατά των «ιθαγενών» (Αράβων και μαύρων) της φασιστικής αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας; Για τις σφαγές στην Αιθιοπία; Για τη μαζική χρήση υπερίτη και ασφυξιογόνων αερίων; Για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Όπως βλέπουμε, αυτός κριτικάρει μόνο τον αντισημιτισμό του φασισμού, ενώ δεν διαχωρίζεται καθόλου από τον επεκτατισμό ή τον αποικιοκρατικό ρατσισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι παραπάνω δηλώσεις αποτελούν μόνο μια ενδιάμεση φάση στην πολιτική πορεία του Φίνι. Όμως δεν είναι έτσι. Αυτός, το 2004, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υποστήριζε με ενθουσιασμό την εισβολή και την κατοχή της Λιβύης, όπου «οι Ιταλοί, εκτός από δρόμους και εργασία, πρόσφεραν και τις αξίες, τον πολιτισμό, τα ιδεώδη που είναι ο φάρος του παγκόσμιου πολιτισμού και όχι μόνο του πολιτισμού της Δύσης».727 Δυστυχώς, κανείς δεν βρέθηκε να πει πως το γεγονός αυτό που τόσο εξυμνούσε ο επιφανής πολιτικός, συνοδεύτηκε από μαζικές δολοφονίες ή πως αναβίωσε τότε η ιδέα της «τελικής λύσης», ακόμη και ανάμεσα σε «διακεκριμένους και έντιμους αξιωματικούς».

Το κακό είναι πως αυτές οι απόψεις δεν εκφράζονται μόνο από έναν γνωστό πολιτικό με φασιστικό παρελθόν. Ας δούμε πώς σκέφτεται και ένας διάσημος συγγραφέας. Καταγγέλλοντας τις φιλο-παλαιστινιακές και αντι-ισραηλινές διαδηλώσεις, ο Aλμπέρτο Αρμπασίνο καλεί σε εγρήγορση απέναντι σ’ «αυτό τον υφέρποντα αντισημιτισμό που ξέσπασε και εξαπλώνεται από το πουθενά». Όσο για τις ιταλικές «αποστολές» «στην Ερυθραία, τη Σομαλία, τη Λιβύη, την Αιθιοπία», να είμαστε ήσυχοι: άδικα «αναλαμβάνουμε, εμείς οι Ιταλοί, την ευθύνη για όλα τα λάθη».728 ‘Οπως βλέπουμε, ο ίδιος άνθρωπος που καταγγέλλει ως αντισημιτικές τις διαδηλώσεις που γίνονται υπέρ των Παλαιστινίων, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να ξαναφέρει στο προσκήνιο όλη τη φιλοαποικιακή ιταλική παράδοση, από τον Τζιολίτι ως τον Μουσολίνι. Εδώ τίθενται ορισμένα ερωτήματα: το κύριο σ’ αυτή τη στάση είναι η ρήξη με τον αντισημιτισμό ή αντίθετα η υπεράσπιση του αποικιοκρατικού ρατσισμού; Όποιος ταυτίζεται με την πολεμική εκστρατεία των ιταλών εποίκων στη Λιβύη ή στην Αιθιοπία, δύσκολα θα διαφωνήσει με την αποικιοποίηση και την απαλλοτρίωση των παλαιστινιακών εδαφών. Υπάρχει άραγε μια συνέχεια ανάμεσα στη σύγχρονη τάση να χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές ενέργειες» τα κινήματα αντίστασης του αραβικού κόσμου και στην τάση που υπήρχε έντονη στη φιλελεύθερη περίοδο που προηγήθηκε του φασισμού που παρουσίαζε ως υπανθρώπους αυτά τα «άγρια θηρία», τα «σκυλιά», δηλαδή τους Άραβες που τολμούσαν να αντισταθούν στον ιταλικό επεκτατισμό; Το πρόβλημα αυτό αφορά τη Δύση στο σύνολό της. Όσοι αδιαφορούν για την τραγωδία των Αράβων και των Παλαιστινίων, επικαλούμενοι τον αγώνα ενάντια στον «αντισημιτισμό», θα έκαναν καλά να θυμηθούν πως άλλη στάση κράτησαν μεγάλες φυσιογνωμίες του εβραϊσμού: στις αρχές του 20ού αιώνα ο Λαζάρ καταγγέλλει τόσο τη «σφαγή των Μαυριτανών» από τους Γάλλους, όσο και τον επιθετικό πόλεμο που η Ιταλία ετοιμαζόταν να εξαπολύσει κατά της Λιβύης. Αυτά αναφέρονται και υπογραμμίζονται με θέρμη από την Άρεντ,729 η οποία με τη σειρά της λίγο αργότερα θα καταγγείλει έντονα τις αδικίες που διαπράττονται σε βάρος των Παλαιστινίων.

Ένας ιστορικός του Πανεπιστημίου της Λουκέρνης, διαμαρτυρόμενος για το ότι δεν έγινε τότε δεκτό το αίτημα των αιθιοπικών αρχών για να περάσουν από δίκη οι ιταλοί εγκληματίες πολέμου, παρατηρεί πως με τον τρόπο αυτό όχι μόνο δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη στα θύματα, αλλά συνέβη κάτι ακόμη πιο σοβαρό:

Η σιωπηρή «αθώωση όλων» των αιμοσταγών βετεράνων του Μουσολίνι, σφράγισε εκείνα τα γεγονότα [… ]. Το μπλοκάρισμα μιας «αφρικανικής Νυρεμβέργης» συντέλεσε ώστε η δικτατορία του Μουσολίνι να μην αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη της Ευρώπης ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή ως ένα στυγερό δολοφονικό καθεστώς.730

Όμως πώς εξηγείται αυτό το «σαμποτάζ»; Δεν είναι καθόλου πειστική η ερμηνεία που δόθηκε από τον προαναφερθέντα ιστορικό, που λέει πως έφταιγαν κύρια τα πάγια αποικιοκρατικά συμφέροντα της τότε κυβέρνησης του Αλσίντε ντε Γκάσπερι. Δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος. Αν γινόταν μια «Νυρεμβέργη», όπως είπαμε, θα στρεφόταν η προσοχή και στην περίπτωση της Λιβύης, αλλά και συνολικά στην αποικιοκρατική πολιτική της Ιταλίας: θα ήταν αναπόφευκτο να αναζητηθούν τα αίτια και στη φιλελεύθερη, προ-φασιστική περίοδο. Από την άλλη, από τον υπερίτη που είχε ρίξει ο Μουσολίνι στην Αιθιοπία, είχε προηγηθεί ο υπερίτης που είχε ρίξει ο Τσόρτσιλ στο Ιράκ. Άρα, εκτός από τη φασιστική Ιταλία, η δίκη κατά των εγκλημάτων πολέμου θα κατέληγε να στραφεί και ενάντια σε όλη την αποικιοκρατική Ευρώπη. Η αποφυγή της διεξαγωγής μιας «Νυρεμβέργης» αποικιοκρατικής μάλλον παρά «αφρικανικής» αποδείχτηκε πολύ συνετή ενέργεια, πρώτα απ’ όλα για την Αγγλία που κατάφερε έτσι να συνεχίσει την παραδοσιακή της πολιτική στη Μέση Ανατολή, όπως έδειξε το 1956 η επίθεση κατά της Αιγύπτου (που πραγματοποιήθηκε με τη συμπαράσταση της Γαλλίας και του Ισραήλ), και όπως δείχνει επίσης η στενή συνεργασία της με την Ουάσινγκτον στην επιθετική πολιτική και στην τάση της να εξευτελίζει τους αραβικούς λαούς. Χάρη στην αποφυγή μιας αντί-αποικιοκρατικής «Νυρεμβέργης», όλη η Δύση πέτυχε να αποφύγει μια επώδυνη δημόσια αυτοκριτική, που επιβάλλεται όμως να κάνει κάποτε σχετικά με τη μακραίωνη ρατσιστική της στάση απέναντι στους ιθαγενείς λαούς των αποικιών.

Ας αναλύσουμε λίγο τα ιστορικά γεγονότα. Ανάμεσα στον 19ο και τον 20ο αιώνα, ένας μεγάλος φιλελεύθερος άγγλος ιστορικός και συγγραφέας (ο Γουιλιαμ Λέκι) ενώ καταγγέλλει έντονα την καταπίεση των Ιρλανδών (λαό που ωστόσο ανήκει στη «μεγάλη άρια φυλή»), την ίδια στιγμή εξυμνεί τον «σπουδαίο» και «ευεργετικό δεσποτισμό» με τον οποίο συμπεριφέρεται ο κόσμος των άριων δυτικών, και ιδιαίτερα η βρετανική αυτοκρατορία, στις εκατοντάδες εκατομμύρια των ανθρώπων που ανήκουν στους ιθαγενείς λαούς των αποικιών.731 Εδώ φαίνεται καθαρά πως υπάρχει εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση των μεν και των δε, στη βάση της φυλετικής τους καταγωγής. Εντούτοις, έτσι λειτουργεί ακόμη η φιλελεύθερη Δύση: από τη μια συμπεριλαμβάνει το Ισραήλ στη Δύση και στον αυθεντικό πολιτισμό, ενώ από την άλλη εξακολουθεί να αποκλείει από αυτόν τους Άραβες. Ο αποικιοκρατικός ρατσισμός που εμφανίστηκε στην εκπνοή του Μεσαίωνα, πολύ πριν από τον αντισημιτικό ρατσισμό, παραμένει ακόμη ζωντανός στις μέρες μας.

Εδώ αξίζει να δούμε πώς απάντησε στον Φίνι ένας άραβας ηγέτης (ο Καντάφι): «Τώρα έγινε αντιφασίστας, κι αυτό είναι θετικό. Ξέρω επίσης πως ζήτησε συγγνώμη από τους Εβραίους για όσα διέπραξαν οι ιταλοί φασίστες σε βάρος τους. Μακάρι να έκανε το ίδιο και με τους Λίβυους, να τους ζητούσε δηλαδή συγγνώμη».732 Η Δύση, πρέπει να απαλλαγεί επιτέλους από τον παραδοσιακό εκλεκτικισμό της, σύμφωνα με τον οποίο άλλους δέχεται και άλλους αποκλείει αυθαίρετα από τους κόλπους της και να μάθει να συνδυάζει την καταγγελία του αντισημιτισμού με την καταγγελία του αποικιοκρατικού ρατσισμού. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί ο ρατσισμός σε βάρος των λαών των αποικιών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γέννηση του αντιεβραϊκού ρατσισμού.

9. «Αρνητισμός», απόπειρες εξιλέωσης και η ιδεολογία του πολέμου

Ο «αρνητισμός» προχωράει παράλληλα με αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ιεροτελεστίες εξιλέωσης. Χάρη στα ευμετάβλητα σύνορά της, η Δύση μπορεί να αποκλείει από τους κόλπους της χώρες στις οποίες διαπράττονται φοβερά και αναμφισβήτητα εγκλήματα. Η συστηματική εξόντωση των Εβραίων εξελίχτηκε σε μια χώρα που τότε ήταν αναγνωρισμένο μέλος της δυτικής κοινότητας, με ένα καθεστώς εμπνεόμενο από το πολυδιαφημισμένο «πάθος» για τη Δύση. Αρκεί να δούμε εκ των υστέρων τη Γερμανία, συγκεκριμένα τη χιτλερική Γερμανία, ως ξένη προς τη Δύση, και η Δύση εξιλεώνεται. Ακόμη πιο ευμετάβλητα και πιο τεχνητά αποδεικνύονται όχι τα γεωγραφικά, αλλά τα ιδεολογικά σύνορα της λεγόμενης «αυθεντικής» Δύσης. Στα μέσα του 19ου αιώνα, διαβάζοντας τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας της Δύσης (την εκστρατεία ενάντια στους αιρετικούς Καθαρούς της Νότιας Γαλλίας, την εξόντωση των Ινδιάνων, την Ιερά Εξέταση), ο Κινέ τις καταλογίζει έξυπνα σε βάρος της Ισπανίας που την περίοδο εκείνη επηρεάζεται έντονα από το Ισλάμ. Αυτές οι απόψεις βρίσκουν απήχηση και προκαλούν τις διώξεις και τις δολοφονίες των οπαδών του Μωάμεθ: «η καθολική Εκκλησία εφαρμόζει σε αυτές τις ενέργειες το ιδανικό των ισλαμιστών, δηλαδή τη μαζική εξόντωση των αντιπάλων».733 Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ξένη προς τη Δύση η Ισπανία, αλλά τα όσα φρικιαστικά συμβαίνουν στα εδάφη της. Κι αυτή η συλλογιστική έχει απήχηση και σήμερα.

Είδαμε την Άρεντ να τονίζει πως η «τελική λύση» προωθείται μέσα στην καρδιά της Δύσης. Με το ίδιο θάρρος υπερασπίζεται τη γνώμη της και σε άλλες περιστάσεις. Το βιβλίο της Οι πηγές του ολοκληρωτισμού περιγράφει καθαρά τα αίσχη της αποικιοκρατίας, όπως π.χ. τη «μείωση του ιθαγενούς πληθυσμού του Κονγκό από 20-40 εκατομμύρια που ήταν το 1890, σε 8 εκατομμύρια το 1911». Υπεύθυνος γι’ αυτή τη γενοκτονία ήταν ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ΙΙ, που ενεργώντας έτσι, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με «τους ηθικούς και πολιτικούς κώδικες της Δύσης».734 Από ιστοριογραφική άποψη, πρόκειται για μια περίεργη γνώμη: η τραγωδία του Κονγκό δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός στα πλαίσια του αποικιοκρατικού επεκτατισμού της Δύσης. Η τύχη των Κονγκολέζων δεν ήταν χειρότερη απ’ αυτήν των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας κ.λπ. Όμως πιο σημαντική είναι μια άλλη διαπίστωση: τι θα έλεγε η Άρεντ για έναν ιστορικό απολογισμό που θα υποστήριζε ότι η εξόντωση των Εβραίων συνέβη στο Τρίτο Ράιχ σε αντίθεση «με τις ηθικές και πολιτικές αρχές της Γερμανίας»; Στη βάση παρόμοιων a priori συλλογισμών, όλες οι κουλτούρες θα παρουσιάζονταν νομιμοποιημένες και εξαγνισμένες. Και πράγματι, αυτό ακριβώς κάνει ο Νόλτε και ο ιστορικός αναθεωρητισμός, καταλογίζοντας την «τελική λύση» στην «ασιατική» βαρβαρότητα που προσπάθησε να μιμηθεί ο Χίτλερ επηρεασμένος από την Ανατολή και από την Οκτωβριανή Επανάσταση: με τον τρόπο αυτό το στίγμα αίρεται όχι μόνο από όλη τη Δύση, αλλά και από τη Γερμανία.

Τέλος, μπροστά στις μαζικές αντιδράσεις που προκαλεί το αίσχος του Αμπού Γκράιμπ, ο Ράμσφελντ, αντί να αναλάβει τις ευθύνες του, προτίμησε να δηλώσει πως οι πρακτικές που εφαρμόζονται εκεί ήταν unamerican, σαν να μην είχαν καμία σχέση με τα σαδιστικά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν τους εξεγερμένους μαύρους, που γίνονταν συναρπαστικό δημόσιο θέαμα στις ΗΠΑ κατά τον 19ο και 20ό αιώνα! Οι ιεροτελεστίες εξαγνισμού που περιγράψαμε, είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή «αρνητισμού».

10. Ο δογματισμός της Δύσης και το μάθημα του Τολστόι και του Βερκόρ

Υπάρχει μετριοπαθές Ισλάμ; Αναρωτιούνται με αγωνία σήμερα δημοσιογράφοι, πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τι εννοούν με τη λέξη «μετριοπαθές»; Αν και αυτή η ερώτηση είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της πρώτης, συνήθως παραλείπεται. Καμιά φορά ακούγονται κάποιες έμμεσες αλλά εύγλωττες απαντήσεις. Να πώς ξεκαθαρίζει το ζήτημα ένας βορειοαμερικανός δημοσιογράφος, που πρόσκειται στην ισραηλινή κυβέρνηση: «Για να αποκτήσουν ανεξάρτητο κράτος οι Άραβες της Παλαιστίνης, πρέπει να εκλέξουν ικανούς και θαρραλέους ηγέτες που να καταφέρουν να νικήσουν σε εμφύλιο πόλεμο τους φανατικούς επαναστάτες που ζητούν την κατάλυση του Ισραήλ».735 Το τελευταίο κομμάτι αυτής της δήλωσης είναι μόνο ένα προπέτασμα καπνού: αυτός θέλει να αποκρύψει το γεγονός πως στην Παλαιστίνη η ίδια η Χαμάς επιδιώκει την αμοιβαία αναγνώριση των εμπόλεμων πλευρών. Αν τραβήξουμε το προπέτασμα, τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν: «Μετριοπαθές» είναι το Ισλάμ που είναι έτοιμο να εξαπολύσει έναν αδελφοκτόνο πόλεμο και να συνεργαστεί με το στρατό κατοχής. «Μετριοπαθές» είναι το Ισλάμ που δεν αρνείται να συνεργαστεί με τον αντίπαλο. Ως σταθερό πρότυπο συνεργασιμότητας θεωρείται στη Δύση η ιορδανική μοναρχία, που τον Σεπτέμβριο του 1970 δολοφόνησε χιλιάδες Παλαιστίνιους, υποβάλλοντας αυτό το μαρτυρικό λαό σε νέες δοκιμασίες. Γενικότερα, «μετριοπαθείς» θεωρούνται οι διεφθαρμένες ηγετικές ομάδες των Αράβων, που θέλουν να ελέγχουν με τη βία μια κοινωνία που αγανακτεί όλο και περισσότερο με τα δεινά του παλαιστινιακού λαού και με τις καταστροφές που προκαλεί η πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Είδαμε προηγούμενα, ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα, τους υπερασπιστές και τους πολέμιους του καθεστώτος της λευκής υπεροχής σε όλο τον πλανήτη να υπογραμμίζουν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, το σημαντικό ιστορικό ρόλο που έπαιξαν οι μουσουλμάνοι στην αφύπνιση και τη χειραφέτηση των ιθαγενών λαών των αποικιών: αυτό το Ισλάμ θεωρείται ως εξτρεμιστικό και επιχειρείται να ενοχοποιηθεί σήμερα; Ας κάνουμε μια βαθύτερη ιστορική ανάλυση. Το 1850 ένας φιλελεύθερος άγγλος ιστορικός, αν και ένθερμος υποστηρικτής της βρετανικής μοναρχίας, περιγράφει μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή, αυτή εγκαθιδρύει στην Ινδία ένα «καθεστώς τρόμου» που δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία: «αυτοί που προβάλλουν κάποια αντίσταση είναι κύρια οι ισλαμιστές. Οι μουσουλμάνοι (είναι) πιο θαρραλέοι και λιγότερο υποταγμένοι από τους ινδουιστές».736 Μήπως θα έπρεπε να υπερασπιστούμε τη «μετριοπάθεια» που τουλάχιστον στο παρελθόν έδειξαν οι ινδουιστές και να καταδικάσουμε τον πάγιο «εξτρεμισμό» του Ισλάμ; Μερικές δεκαετίες αργότερα, βλέποντας με αγωνία και θλίψη το ρόλο του Ισλάμ στη διογκούμενη εξέγερση των λαών των αποικιών, αναφερόμενος κύρια στην Ινδία, ο Στόνταρντ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον προηγούμενο άγγλο ιστορικό: σε σύγκριση με τον ινδουισμό, που είναι διαιρεμένος σε κάστες και διοικείται με «σιδερένιο ανατολίτικο δεσποτισμό», η μουσουλμανική θρησκεία «διαπνέεται από φιλελεύθερες τάσεις», κι αυτό μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή των λευκών δυτικών και να οδηγήσει στην «αυτονομία» των λαών των αποικιών.737 Όπως βλέπουμε, ένας υπερασπιστής της white supremacy δεν δίσταζε να αναγνωρίσει, ακόμη και με δυσθυμία, τη συμβολή του Ισλάμ στην υπόθεση της ανεξαρτησίας των λαών που ήταν υποδουλωμένοι στη Δύση. Αντίθετα σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να ταυτίσουν το Ισλάμ όχι μόνο με τον εξτρεμισμό αλλά και με το δεσποτισμό.

Ας επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα: υπάρχει μετριοπαθές Ισλάμ; Το ερώτημα αυτό δεν είναι καινούργιο. Στα 1922, διαπιστώνοντας την ανάπτυξη ισλαμικών κινημάτων που διαπνέονται από «μίσος απέναντι στη Δύση», «από ένα άγριο μίσος απέναντι σε καθετί το δυτικό, με εξαίρεση τα σύγχρονα όπλα», ο Στόνταρντ αναφέρει «τις εκτιμήσεις πολλών δυτικών αναλυτών για τους οποίους το Ισλάμ είναι από τη φύση του εχθρικό προς τις καινοτομίες και προς μια σταδιακή προσαρμογή στα καινούργια επιτεύγματα της γνώσης και της επιστήμης». Ακόμη πιο απόλυτες είναι οι απόψεις του Λόρδου Κρόμερ: «το Ισλάμ δεν μπορεί να εκσυγχρονιστεί, δηλαδή ένα εκσυγχρονισμένο Ισλάμ δεν θα είναι πια Ισλάμ, μα κάτι εντελώς διαφορετικό».738 Αυτό μας θυμίζει τους σημερινούς ισλαμόφοβους, αλλά θα έπρεπε να μας κάνει επίσης να αναλογιστούμε πως ξεκάθαρα αρνητική απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε δίνει ο Στόνταρντ, ένθερμος υπερασπιστής της λευκής υπεροχής (που θαύμαζε και η ναζιστική Γερμανία), και ο Κρόμερ, πρωτοκλασάτο στέλεχος της αγγλικής αποικιοκρατίας, που η Άρεντ χαρακτήριζε ως εκπρόσωπο του πιο ειδεχθούς ιμπεριαλισμού, και προάγγελο — ante litteram — του ολοκληρωτισμού.739

Μα υπάρχει επιτέλους ένα «μετριοπαθές» Ισλάμ; Κρίμα που αυτή η δικαιολογημένη ερώτηση δεν συνοδεύεται από μια άλλη, εξίσου δικαιολογημένη: υπάρχει μετριοπαθής ή έστω μη δογματική Δύση, ικανή να προβληματιστεί και να συζητήσει τις άλλες απόψεις; Θα προσπαθήσω να απαντήσω και στα δύο ερωτήματα, χωρίς υπεκφυγές. Μετριοπαθές είναι το Ισλάμ που επιδεικνύει διαύγεια και ταυτόχρονα αρνείται να ξαναζωντανέψει τα χαλιφάτα του παρελθόντος. Η προσπάθεια διαγραφής αιώνων ιστορίας, που ίσως δικαιολογείται ως αντίδραση σε μακρόχρονους εξευτελισμούς και διώξεις, οδηγεί σε δολοφονικές επιθέσεις που στρέφονται ενάντια σε όλους αδιακρίτως και συνήθως δεν υπηρετούν μια μελετημένη στρατηγική αλλά εκφράζουν μόνο ένα τυφλό θρησκευτικό μίσος. Εκδηλώνεται εδώ η παραδοσιακή αδυναμία του Ισλάμ που εμφανίζεται ως umma ή «οίκος της ειρήνης» στον κόσμο που το περιβάλλει, ανίκανο να κατανοήσει το εθνικό ζήτημα και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της νεωτερικότητας και των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών επιθέσεων. Όμως τα κινήματα που στοχεύουν στην πραγματική αυτονομία και την εθνική ανεξαρτησία, που σκέφτονται να δημιουργήσουν κάποτε μια Αραβική Ένωση στα πρότυπα της Ενωμένης Ευρώπης, δείχνουν ότι ξέρουν να διδάσκονται από τη Δύση. Αυτό το μάθημα που πήραν, δεν το ξεχνούν ποτέ, παρ’ όλες τις προσπάθειες της πιο εξτρεμιστικής και πιο δογματικής Δύσης. Ο Μπους τζούνιορ μιλάει ακριβώς όπως ο Μπιν Λάντεν όταν στο όνομα της διάδοσης της δημοκρατίας στον κόσμο, ως προϋπόθεση για την ειρήνη, έχει την απαίτηση να επιβάλει τις απόψεις του στη Μέση Ανατολή και σε όλο τον πλανήτη, καταπατώντας την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια των λαών. Διαφέρει μόνο στον ορισμό που δίνει στον «οίκο της ειρήνης» που δεν ταυτίζεται πια με το Ισλάμ, αλλά με τις χώρες-δορυφόρους της Ουάσινγκτον. Πώς μπορούμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την τραγωδία του παλαιστινιακού λαού και το κύμα ανησυχίας και αγανάκτησης που έχει κυριεύσει τον αραβικό κόσμο; Το πρόβλημα δεν λύνεται με μαγικό τρόπο, ούτε με υποσχέσεις για οικονομική ανάπτυξη: αυτά βολεύουν τις βλέψεις του μεγάλου κεφαλαίου (που αντιμετωπίζει τα πάντα, ακόμη και την αξιοπρέπεια ενός λαού, ως αντικείμενο αγοραπωλησίας) και τους λαϊκιστές που πιστεύουν ότι η εξαθλίωση βρίσκεται πίσω από όλες τις επαναστάσεις. Είναι προφανές ότι εκτός από τον παλαιστίνιο αγρότη που πεινάει, είναι απελπισμένος και αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, είναι και τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα που αντιμετωπίζουν εχθρικά τη Δύση.

Θα έπρεπε να αντιληφθούμε όλοι πως ξεκινώντας από τα ατελείωτα δεινά του παλαιστινιακού λαού, αυτό που κινητοποιεί όλο τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, είναι ο αγώνας για την αναγνώριση, για την απαίτηση σεβασμού της αξιοπρέπειάς του σε κάθε επίπεδο και η θέληση να πάψουν οι εξευτελισμοί και η καταπίεση που εφαρμόζονται στην πράξη ή που πλανώνται στον αέρα. Όλα αυτά δεν μπορούν να αποσοβηθούν με γενικές ρητορικές και κάποτε υποκριτικές εκκλήσεις για παύση της βίας και έναρξη του διαλόγου. Τα αναλύουν αυτά δύο συγγραφείς που θα έπρεπε να χαίρουν της εκτίμησης κάθε μη δογματικού ανθρώπου της Δύσης.

Απαξιωμένος από έναν από τους πιο φλογερούς υπερασπιστές της εκστρατείας της Δύσης και της υπεροχής της λευκής φυλής, τον Θίονταρ Ρούζβελτ, και κατηγορούμενος για το «αρρωστημένο πάθος του για την ειρήνη» και την «αμφίβολη ηθική» του,740 ο Λέον Τολστόι κάνει μια πολύ επαινετική περιγραφή της λαϊκής αντίστασης κατά του εισβολέα. Οι ρώσοι αγρότες, αγωνιζόμενοι ενάντια στο στρατό του Ναπολέοντα (την τρομερότερη πολεμική μηχανή της εποχής του), προτιμούν να κάψουν το χορτάρι τους, αντί να το πουλήσουν σε συμφέρουσα τιμή στον εχθρό. Οι πεινασμένοι γάλλοι στρατιώτες πέφτουν συχνά σε ενέδρες των Ρώσων. Ξετυλίγεται έτσι ένας άνισος και ασύμμετρος αγώνας:

Οι Γάλλοι, σαν μονομάχοι της παλαιάς εποχής, απαιτούσαν την εφαρμογή του εθιμοτυπικού. Οι Ρώσοι ήταν ο εχθρός που τους χτυπούσε με ανορθόδοξα μέσα […]. Ο Ναπολέων το καταλάβαινε αυτό, και ήδη από τότε που σταμάτησε στη Μόσχα, περιμένοντας την τήρηση των τυπικών πολεμικών κανόνων, άρχισε να διαμαρτύρεται για την καταπάτηση αυτών των κανόνων από τον αντίπαλο.

Με δεδομένο το ότι όλοι όφειλαν να σέβονται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και του ανθρωπισμού, φανταζόμαστε πως οι αγρότες και οι άνθρωποι του λαού θα φέρονταν πιο άξεστα από τους καλλιεργημένους αξιωματικούς και στρατιώτες του εισβολέα. Αλλά αυτό δεν πτοεί καθόλου τον Τολστόι, που αντίθετα υπερασπίζεται με πάθος την αντίσταση του ρωσικού λαού:

Χαρά σ’ εκείνο το λαό που την ώρα της δοκιμασίας, χωρίς να σκέφτεται αν ο αντίπαλος συμπεριφέρεται σύμφωνα ή όχι με τους κανόνες, σε τέτοιες στιγμές, απλά και αυθόρμητα, αρπάζει το πρώτο παλούκι που βρίσκει μπροστά του και χτυπάει τον εχθρό μέχρι που να νιώσει ότι τα δίκαια συναισθήματα οργής και αντεκδίκησης μετατρέπονται σε περιφρόνηση και οίκτο!741

Σχεδόν εκατόν τριάντα χρόνια μετά τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο Πόλεμος και Ειρήνη, με την εισβολή και κατάκτηση της Γαλλίας από τη ναζιστική Γερμανία, από το 1942 και μετά, ο κόσμος προβληματίζεται όλο και περισσότερο πάνω σε ένα καίριο ζήτημα: πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς απέναντι σε ένα στρατό κατοχής; Η υπόθεση του αριστουργήματος του Βερκόρ Η σιωπή της Θάλασσας, είναι απλή. Αναφέρεται σε έναν γερμανό αξιωματικό, ευγενικό, καλλιεργημένο, ευαίσθητο, λάτρη του γαλλικού πολιτισμού και των Γάλλων, που προσπαθεί μάταια να προωθήσει το διάλογο ανάμεσα στους κατακτητές και τους κατακτημένους. Οι φιλότιμες προσπάθειές του πέφτουν στο κενό. Για να υπάρξει διάλογος και συνεννόηση ανάμεσα σε δύο πλευρές, απαιτείται μια ισότιμη οχέση, η οποία είναι ανύπαρκτη βέβαια, λόγω της στρατιωτικής κατοχής. Η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, όταν ο γερμανός αξιωματικός αντιλαμβάνεται πως η ηγεσία του στρατού κατοχής βασίζεται ακριβώς σ’ αυτή τη συναινετική στάση, [που αποσκοπεί στο να] να σπάσει την απομόνωση και να σταθεροποιήσει το καθεστώς κατοχής:

Μας δίνεται η ευκαιρία να καταστρέψουμε τη Γαλλία και θα το κάνουμε. Δεν στοχεύουμε μόνο τη δύναμη, αλλά και την ψυχή της, πρώτα και κύρια την ψυχή της. Αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή. Αυτό είναι το καθήκον μας τώρα: μην απατάσθε, αγαπητέ! Θα την εξοντώσουμε με κομπλιμέντα και χαμόγελα. Θα πατήσουμε τους Γάλλους σαν σκυλιά.742

Βέβαια σήμερα η διεθνής κατάσταση, οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και οι ιδεολογίες είναι εντελώς διαφορετικές τόσο σε σχέση με την εποχή του Ναπολέοντα, όσο και με το Τρίτο Ράιχ. Κι όμως: η Δύση θα γίνει «μετριοπαθής» ή καλύτερα μη δογματική, όταν αντιληφθεί τη σημασία αυτών των δύο λογοτεχνικών κειμένων που αντιπροσωπεύουν με τον καλύτερο τρόπο τον πολιτισμό της. Όταν αποδείξει έμπρακτα ότι καταλαβαίνει καλά τι σημαίνει το «παλούκι» του Τολστόι και η «σιωπή της Θάλασσας» του Βερκόρ.

Αντί επιλόγου — Οι αφορισμοί της επίδοξης πλανητικής αυτοκρατορίας

[…]

3. Προφανώς η θεολογία συμπορεύεται με τη γεωπολιτική. Ενώ, όταν της δίνεται η δυνατότητα, χρησιμοποιεί το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να εφαρμόσει ή να καταδικάσει τον οικονομικό στραγγαλισμό και τη στρατιωτική κατοχή ενάντια στη μία ή την άλλη χώρα, η Ουάσινγκτον αρνείται από την άλλη να ζητήσει την έγκριση του ΟΗΕ (ακόμη και του ΝΑΤΟ) για τους πολέμους ή τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που θέλει οπωσδήποτε να προωθήσει. Κι όχι μόνο αυτά. Ακόμη κι αν είναι σύμμαχοι, οι χώρες που δεν συμμορφώνονται με τα διάφορα εμπάργκο που αποφασίζει μονόπλευρα το Αμερικανικό Κογκρέσο, απειλούνται με δυσβάσταχτα εμπορικά αντίποινα. Όλο και πιο καθαρά εκδηλώνεται η απαίτηση της μοναδικής υπερδύναμης να καθορίζει τους όρους του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό φαίνεται και από ένα ακόμη χαρακτηριστικό γεγονός. Ο Λευκός Οίκος δεν κουράζεται να δηλώνει πως, προκειμένου να τιμωρήσει όσους είναι ένοχοι εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, δεν υπολογίζει ούτε την εδαφική ακεραιότητα ούτε την εθνική ανεξαρτησία των κρατών. Και προωθεί τη σύγκλιση ad hoc διεθνών δικαστηρίων, προκειμένου να δικάσει ηγέτες χωρών που έχουν υποστεί ήττα (όπως π.χ. στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας). Αλλά παράλληλα, κάθε φορά που προκύπτει η ανάγκη να συγκληθεί στην Ευρώπη ένα διεθνές ποινικό δικαστήριο, η Ουάσινγκτον προειδοποιεί: σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαστούν από αυτό όχι μόνο οι αμερικανοί ηγέτες, αλλά ούτε καν ο τελευταίος αμερικανός στρατιώτης ή υπεργολάβος. Η εθνική ανεξαρτησία δεν υφίσταται παρά μόνο για τη χώρα εκείνη που έχει αναλάβει το ρόλο του πλανητάρχη. Η ιδεολογία του πολέμου που προωθείται σήμερα εκφράζεται με τη γλώσσα της αυτοκρατορίας, που ακόμη και με ήττες ή οπισθοχωρήσεις, αλλά με ανανεωμένη ορμή, χρησιμοποιώντας ένα στρατιωτικό μηχανισμό που διαρκώς τελειοποιείται και γίνεται όλο και πιο καταστρεπτικός, προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία της σε κάθε γωνιά του κόσμου. Είναι μια αυτοκρατορία που, αντίθετα από όσα υποστηρίζει ένα βιβλίο μεγάλης κυκλοφορίας, έχει και έδρα και αρχηγό.748 Η άποψη αυτή εκφράζεται με τη γλώσσα της αυτοκρατορίας, που ήδη από την πρώτη στιγμή ήθελε να φαίνεται πως δεν κινείται από εθνική ιδιοτέλεια, αλλά από ένα «έκδηλο πεπρωμένο», και που σήμερα περισσότερο από ποτέ, επιδιώκει να παρουσιάζεται ότι εκφράζει οικουμενικά συμφέροντα και έχει έναν καθαγιασμένο σκοπό.

Στην πραγματικότητα, η Ουάσινγκτον έχει τόσο ξεδιάντροπους ιμπεριαλιστικούς στόχους, που φαίνεται ότι είναι ο κληρονόμος και εκφραστής όλων των ιδεολογιών που στη Δύση νομιμοποίησαν και τροφοδότησαν κάθε είδους κυριαρχικές και ηγεμονικές βλέψεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας φλογερός σωβινιστής με μεγάλη απήχηση, ο Χάινριχ φον Τρέιτσκε, υποστηρίζοντας με ενθουσιασμό τις επιτυχίες της Γερμανίας στο οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, προέβλεπε και ευχόταν να γίνει ο 20ός αιώνας ένας «γερμανικός αιώνας».749 Σήμερα, η μυθολογία αυτή, που δεν βρίσκει πια καμία ανταπόκριση στη Γερμανία, προτίμησε να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έτυχε θερμής και ενθουσιώδους υποδοχής: είναι γνωστό πως ο «νέος αμερικανικός αιώνας» είναι το αγαπημένο σλόγκαν των νεοσυντηρητικών κύκλων που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην κυβέρνηση Μπους αλλά και γενικότερα σε όλη την πολιτιστική παράδοση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν στο αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας, στο όνομα του «δημοκρατικού επεμβατισμού»: ο πόλεμος ήταν δήθεν απαραίτητος για να εδραιωθεί η δημοκρατία στον πλανήτη, για να παταχθεί ο αυταρχισμός και η απολυταρχία των μεγάλων αυτοκρατοριών, και έτσι να εξαλειφθεί άπαξ διά παντός ο κίνδυνος του πολέμου. Πρόκειται για ένα ιδεολογικό μοτίβο (ή στερεότυπο) γνωστό από παλιά στη Γερμανία του Γουλιέλμου που, τουλάχιστον μέχρι την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, ήθελε να εξάγει τη δημοκρατία στην τσαρική Ρωσία. Το μοτίβο αυτό, αρκετά διαδεδομένο στις αρχές του 20ού αιώνα, το οικειοποιήθηκαν με αποκλειστικότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις: η πιο παλιά δημοκρατία του κόσμου, ο περιούσιος λαός του Κυρίου, «πρέπει να συνεχίσει να καθοδηγεί τον κόσμο» στο δρόμο της ελευθερίας, στα πλαίσια μιας «αποστολής» που — για να επαναλάβουμε τη γνωστή έκφραση του Κλίντον — «δεν έχει ημερομηνία λήξης». Στην πράξη, αυτή η άποψη, που αναφέρεται αποκλειστικά σε έναν λαό που έχει αναλάβει το προαιώνιο τιμητικό καθήκον να έχει ηγετικό ρόλο, ενώ όλοι οι άλλοι λαοί πρέπει να συμβιβαστούν και να τον ακολουθούν αιώνια, ακυρώνει την ίδια την ιδέα της ισότητας και της δημοκρατίας στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε για την άποψη που υποστηρίζει πως από τη μια υπάρχει ένας λαός αγαπημένος και επιλεγμένος από το Θεό για την αιωνιότητα, και από την άλλη λαοί αποκλεισμένοι για πάντα απ’ αυτή την ξεχωριστή σχέση με τον Ύψιστο. Αλλά η ιδεολογία του πολέμου δεν ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες. Είναι γεγονός ότι σήμερα, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ανατεθεί μια τέτοια θεία και αδιαμφισβήτητη αποστολή για να εφαρμόσουν σε κάθε σημείο του πλανήτη τη «δημοκρατία» και την «ελεύθερη αγορά», ακόμη και με τη δύναμη των όπλων. Η φενάκη περί μιας αυτοκρατορίας που εγγυάται την τάξη, τη σταθερότητα και την ειρήνη, είναι αναπόδραστα συνδεδεμένη με όλη την ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Στο απόγειο της ισχύος της, η Μεγάλη Βρετανία της βικτωριανής εποχής συνήθιζε να εμφανίζεται ως η νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ως γνωστόν, αυτό το μοτίβο ήταν το αγαπημένο του Μουσολίνι, που αφού πέρασε την Αιθιοπία διά πυρός και σιδήρου, στην ομιλία του στις 9 Μαΐου 1936, χαιρέτιζε την «Αυτοκρατορία που ξαναγύριζε στους ιστορικούς λόφους της Ρώμης» και εξυμνούσε την αναγεννημένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως «αυτοκρατορία της ειρήνης», του «πολιτισμού και του ανθρωπισμού». Το ίδιο μοτίβο συναντούμε και στον Χίτλερ, αν και αυτός, προκειμένου να κατακτήσει την Ανατολική Ευρώπη, προτιμά να αναφέρεται στον Καρλομάγνο και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους. Η μυθολογία αυτή, που έχει πια χάσει την αξιοπιστία της στην Ευρώπη, είναι ωστόσο εμφατικά παρούσα στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στην κοιτίδα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Σε κάθε περίπτωση, είναι τόσο έντονη η λατρεία της αυτοκρατορίας στα ηγετικά κλιμάκια που τους κάνει να αρνούνται ακόμη και την προοπτική μιας «ισορροπίας», που εξάλλου είναι ανεφάρμοστη, γιατί θα είχε ως προαπαιτούμενα την ισότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό, έστω και μόνο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, κάτι που βέβαια αρνούνται. Για να τελειώνουν μια για πάντα με τέτοιου είδους «εμμονές», αυτοί προσβλέπουν σε μια επανέκδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με πλανητικές αυτή τη φορά διαστάσεις, που φυσικά θα εμφανίζεται ως ο μόνος εγγυητής της ειρήνης, του πολιτισμού και του ανθρωπισμού.

Τέλος, όλη η αποικιοκρατική παράδοση χαρακτηρίζεται από το κάλεσμα για την υπεράσπιση της Ευρώπης και της Δύσης και για την εδαφική διεύρυνση και θωράκιση του πολιτισμένου κόσμου απέναντι στη μόνιμη απειλή των βαρβάρων. Ως κληρονόμοι, συνεχιστές και εκσυγχρονιστές της παλιάς αποικιοκρατίας, φασίστες και ναζιστές ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσουν αυτό το ιδεολογικό μοτίβο, που επαναλαμβάνεται συχνά από τους ηγέτες και τους θεωρητικούς του Τρίτου Ράιχ, μια που αυτό συνορεύει άμεσα με τους βάρβαρους της Ανατολής και της Ασίας που πρέπει να ηττηθούν και να υποδουλωθούν. Ενώ σήμερα, αυτοί που πλασάρονται ως πρωτομάστορες και εκπρόσωποι της πιο αγνής, της πιο αμόλυντης από επιμιξίες, της πιο αυθεντικής Δύσης, που αμύνεται σθεναρά απέναντι στις φίλο-ισλαμικές τάσεις, είναι πια οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

4. Πέρα από την πλανητική κυριαρχία για την οποία μάχονται σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, άλλο είναι το πραγματικά καινοτόμο χαρακτηριστικό τους. Κάθε χρόνο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δημοσιεύει μια αναφορά για τις περιπτώσεις καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο και σε κάθε ξεχωριστή χώρα του πλανήτη, όπου βέβαια δεν περιλαμβάνονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, που προφανώς είναι στο απυρόβλητο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κατηγορούνται, ακόμη και δίκην προθέσεων. Όποιος αντιμετωπίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια αποκλειστικά στρατιωτική υπερδύναμη, δεν έχει συναίσθηση της πραγματικότητας. Επιδιώκοντας το μονοπώλιο των πιο εξελιγμένων και πιο καταστροφικών οπλικών συστημάτων (η διαστημική ασπίδα των Ηνωμένων Πολιτειών έχει στόχο να καταστήσει ανενεργό το πυρηνικό οπλοστάσιο των άλλων χωρών) η Ουάσινγκτον απαιτεί επίσης να γίνει ένας παγκόσμιος κριτής, ένας κριτής που να είναι παράλληλα και νομοθέτης, που να καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού, να προσδιορίζει τα ηθικά παραπτώματα και τα λάθη, ένας κριτής απέναντι στον οποίο όλοι οφείλουν να είναι προσεκτικοί για να μην τον εξαγριώσουν, για να μην κατηγορηθούν άμεσα ή έμμεσα από αυτόν, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά, για τρομοκρατία, για φονταμενταλισμό, για αντιαμερικανισμό, για αντισημιτισμό (και αντισιωνισμό), για φίλο-ισλαμισμό και μίσος απέναντι στη Δύση. Όλοι αυτοί οι αφορισμοί, με προφανή τα δυνητικά καταστροφικά τους αποτελέσματα, στρέφονται κύρια ενάντια στους λαούς που η Ουάσινγκτον παρομοιάζει με παράνομους και εγκληματίες, αλλά παράλληλα στοχοποιούν και τους διστακτικούς συμμάχους τους, οι οποίοι χωρίς να αμφισβητούν την ηθική δικαιοδοσία των κατηγόρων τους, αρκούνται να ψελλίζουν κάποιες αμήχανες δικαιολογίες και να κρατούν αμυντική στάση. Κοντολογίς, αν ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος έμοιαζε με αψιμαχία σε χαμαιτυπείο, ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» παίρνει τη μορφή συνεδρίασης της Ιεράς Εξέτασης, που, αφού οδηγήσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου, καταδικάζει τους αιρετικούς (δηλαδή τους εχθρούς της), αλλά δεν παραλείπει να εγκαλέσει και τους αμφισβητίες, τους αγνωστικιστές και τους απρόθυμους (δηλαδή τους διαφωνούντες ή απλά τους διστακτικούς της συμμάχους). Χωρίς να αρκείται στον τερατώδη στρατιωτικό της εξοπλισμό, η Ουάσινγκτον συμπεριφέρεται σαν να είναι ο υπέρτατος θρησκευτικός και ηθικός απόλυτος κυρίαρχος του πλανήτη: εδώ και πολύ καιρό αρέσκεται να διατυπώνει διάφορα «δόγματα» (προφανής η υιοθέτηση της θρησκευτικής ορολογίας), όλο και πιο συχνά εξαπολύει εκστρατείες, κάποτε ιδεολογικές, στις οποίες απαιτεί να εμπλέξει και την Καθολική Εκκλησία σε ρόλο ακόλουθου. Οι βασικές κατηγορίες της σύγχρονης ιδεολογίας του πολέμου είναι ταυτόχρονα και οι αφορισμοί της επίδοξης πλανητικής αυτοκρατορίας.


†[master-race democracy]

726. Fini G. (1994), Il fascismo? Buono fino al 38, συνέντευξη στον Ρ. Battista, σε «La Stampa», 3 Ιουνίου (σ. 9).

727. Fini, αναφέρεται σε Salerno, Ε. (2005), Genocidio in Libia. Le atrocità nascoste dell’avventura coloniale italiana in Libia, manifestolibri, Ρώμη (σ. 11).

728. Arbasino Α. (1993), Italiani razzisti immaginari, σε «la Repubblica», 4 Αυγούστου (σ. 1,20)· (2002), Gli ebrei «primi della classe» e gli amati «strafalcionisti», σε «Corriere della Sera», 15 Απριλίου (σ. 2).

729. Arendt Η. (1986α), Herzl e Lazare (Ιούλιος 1942), στης ίδιας, Ebraismo e modernità, επιμ. G. Bettini, Unicopli, Μιλάνο (σ.31, υποσημείωση 15).

730. Mattiolí Α. (2005), Der unrichtbare Dritte, σε «Die Zeit», 15 Σεπτεμβρίου, σ. 92.

731. Losurdo D.(2005), Controstoria del liberalismo, Laterza, Ρώμη-Μπάρι (κεφ. VIII, παρ.11 και κεφ. VII, παρ.3).

732. Gheddafi, αναφέρεται σε Salerno E. op.cit. (σ. 14).

733. Losurdo D. op.cit. (κεφ. ΙΧ, παρ.5).

734. Arendt H. (1989b), Le origini del totalitarismo (1951), Edizioni di Comunità, Μιλάνο (σ.257 και υποσημείωση της σ.259).

‡[Nolte Ε. (1987), Der europäische Bürgerkrieg 1917-1945. Nationalsozialismus and Bolschewismus, Ullsteίn, Φρανκφούρτη-Βερολίνο]

735. Safire W.(2002), Α War Palestinians Ought to Be Waging, σε «International Herald Tribune», 24 Σεπτεμβρίου, (σ. 8).

736. Macaulay Τ. Β. (1850), Critical and Historical Essays, Contributed to The Edinburgh Review, Tauchnitz, Λειψία (τόμος IV, σ.273-74).

737. Stoddard L. (1922), The New World of Islam, Scribner’s Sons, Νέα Υόρκη (σ.143).

738. ibid. σ.40-1, 33.

739. Arendt H. (1986b), Noi profughi (Ιανουάριος 1943), στης ίδιας, Ebraismo e modernità, επιμ. G. Bettini, Unicoplí, Μιλάνο. (σ.259, 295-97).

740. Roosevelt Τ. (1901), The Strenuous Life: Essays and Addresses, The Century, Νέα Υόρκη (σ.27-8).

741. Tolstoj L. (1974), Guerra e pace (1868-69), Einaudí, Τορίνο (βιβλίο IV, μέρος III, σ.1207-08) [ελλ. έκδ.: Τολστόη Λ., Πόλεμος και Ειρήνη, Αθήνα, Γκοβόστης].

742. Vercors (1994), ΙΙ silenzio del mare (1942), δίγλωσση έκδοση, Einaudi, Τορίνο (σ.66-7) [ελλ. έκδ.: Βερκόρ, Η σιωπή της Θάλασσας, Αθήνα, έκδοση Ελληνογαλλικής Εταιρείας, 1945 (επανέκδοση από Ε.Λ.Ι.Α., 1981)].

748. Hardt Μ., Negri Α. (2002), Impero. Il nuovo ordine della globalizzazione (2000), Rizzoli, Μιλάνο [ελλ. έκδ.: Χαρντ Μ., Νέγκρι Α., Η Αυτοκρατορία, Αθήνα, Scripta, 2002].

749. Losurdo D. (2002), Nietzsche, il ribelle aristocratico. Biografia intellettuale e bilancio critico, Bollati Boringhieri, Τορίνο (σ.284).


Φωτ. Equivalent, 1930, Alfred Stieglitz

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε