RSS

Η συνωμοσία Τουχατσέφσκι—Α.Lacroix-Riz

30 Απρ.


Η συνωμοσία Τουχατσέφσκι—Α.Lacroix-Riz
(Le Choix de la Défaite, σελ.395-401) [σε pdf]

Το Επιτελείο Στρατού, η συνωμοσία Τουχατσέφσκι και ο αντίκτυπος για την Γαλλία

Η σύλληψη τού Τουχατσέφσκι (26 Μαΐου) και, προπαντός, η καταδίκη και η εκτέλεση τού στρατάρχη και επτά άλλων στρατηγών τού σοβιετικού στρατιωτικού επιτελείου στις 12 Ιουνίου 1937 έδωσαν νέα αφορμή στη γαλλική πλευρά να επαναλάβει τις αντιρρήσεις της όσον αφορά την επιζητούμενη στρατιωτική συνεργασία. Από την άνοιξη είχαν επανέλθει με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο παλιές φήμες και πληροφορίες για τους εννέα υψηλόβαθμους στρατιωτικούς και για τη δυσμένεια στην οποία είχε περιέλθει ο Τουχατσέφσκι.[97] Στις πληροφορίες που προέκυψαν από «τη δίκη και την εκτέλεση των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και των ομοϊδεατών τους τον Αύγουστο τού 1936» ήρθαν να προστεθούν τα στοιχεία από τις διώξεις ενάντια στα μέλη τού «παράλληλου τροτσκιστικού κέντρου» τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο τού 1937 και κυρίως τα όσα ομολόγησε ο Καρλ Ράντεκ.[98] Το νέο πρόσχημα για την άρνηση συνεργασίας υιοθετήθηκε επίσημα τον Μάιο τού ίδιου έτους: «Δεν θα πρέπει να προχωρήσουμε στην έναρξη συνομιλιών με το σοβιετικό στρατιωτικό επιτελείο προτού δοθεί τέλος στο κύμα εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκε στη ΕΣΣΔ».[99] Σύμφωνα με τον Ντιροζέλ, «οι στρατιωτικές εκκαθαρίσεις και η εκτέλεση τού στρατάρχη Τουχατσέφσκι […] κατέστησε στο εξής αδύνατη κάθε σοβαρή διαπραγμάτευση». Ο Τζόναθαν Χάσλαμ θεωρεί, ωστόσο, ότι τα γεγονότα προσέφεραν «ένα χρήσιμο άλλοθι» στους αντίπαλους τής γαλλο-σοβιετικής συμμαχίας, ενώ ο Κάρλι περιγράφει τη «χαιρεκακία» (Schadenfreude) όλων εκείνων που αντιμετώπιζαν με το ίδιο μίσος τούς καταδικασμένους σε θάνατο «μπολσεβίκους επαναστάτες» τής παλιάς φρουράς και τους κατηγόρους τους.[100] Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η θέση αυτή, στην οποία οδηγεί αναπόφευκτα η μελέτη των αρχειακών πηγών από το 1933 και μετά είναι ελλιπής.

Κι αυτό γιατί, ακόμη και με βάση την αποστειρωμένη τους εκδοχή, οι πληροφορίες των γαλλικών διπλωματικών και στρατιωτικών υπηρεσιών που διασώζονται στα αρχεία (όπως άλλωστε και οι μαρτυρίες των Ουόλκερ και Βέρεκερ, των δύο βρετανών διπλωματών, που αναφέρονται από τον Χάσλαμ), κάνουν λόγο για την «καταφανή και αποδεδειγμένη ενοχή» τού Τουχατσέφσκι όσον αφορά τη συμμετοχή του — μαζί με τους επτά συγκατηγορουμένους του και τον Γιαν Γκαμάρνικ, ο οποίος πρόλαβε να αυτοκτονήσει τον Μάιο — σε συνωμοσία που σχεδιάστηκε από κοινού με το επιτελείο τής Βέρμαχτ και η οποία αφορούσε, κατά ένα μεγάλο μέρος, την απόσχιση τής Ουκρανίας. Για ποιο λόγο ο ο Χάσλαμ δίστασε να καταρρίψει το μετασταλινικό ταμπού τής αποκατάστασης τού Τουχατσέφσκι; Φοβήθηκε, άραγε, ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε το κουτί τής Πανδώρας; Γιατί χαρακτηρίζει, για πρώτη φορά στο κεφάλαιο το σχετικό με το θέμα (το όγδοο από τα συνολικά δώδεκα κεφάλαια τού βιβλίου του), το Φόρειν Όφις ως έναν «απελπιστικά ερασιτεχνικό» οργανισμό, ενώ ποτέ προηγουμένως δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία των βρετανών απεσταλμένων στη Μόσχα; Όπως ισχυρίζεται ο Χάσλαμ, το Λονδίνο έστελνε στη Μόσχα διπλωμάτες με ελλιπή κατάρτιση, η θητεία των οποίων δεν υπερέβαινε ποτέ τα δύο έτη, πράγμα που δεν συνέβαινε με τους «γάλλους, ιταλούς και γερμανούς διπλωμάτες», όπως άλλωστε και με τις «παλιότερες γενιές [βρετανών] ειδικών σε θέματα σχέσεων με την Ρωσία, οι οποίοι ζούσαν για χρόνια στη χώρα, έχοντας μάλιστα συνάψει γάμους με ρωσίδες». Ο Χάσλαμ δίνει πίστη στις διαβεβαιώσεις περί τού αντιθέτου τού γερμανού πρέσβη στη Μόσχα, Φρίντριχ Βέρνερ φον ντερ Σούλενμπεργκ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει ότι: (1) δεν πρόκειται καν για διαψεύσεις, αφού, εν προκειμένω, ο πρέσβης αναφέρεται απλώς στις επιφυλάξεις που διατηρούσαν «μέλη των διπλωματικών αποστολών στη Μόσχα για το αληθές των κατηγοριών και τη βασιμότητα τής απόφασης»· (2) οι υπεύθυνοι των γερμανικών αρχείων επέλεξαν από την πληθώρα των πηγών να δημοσιεύσουν τη μοναδική αυτή επιστολή τής 14ης Ιουνίου, πράγμα που ομολογούν επισημαίνοντας την ύπαρξη έξι επιπλέον τηλεγραφημάτων τού Σούλενμπεργκ, που εστάλησαν στο διάστημα μεταξύ τής 5ης Μαΐου και τής 12ης Ιουνίου και τα οποία παρέμειναν στο σύνολό τους αδημοσίευτα (παράλειψη εξίσου σοβαρή όσο και η επιλεκτική δημοσίευση στοιχείων σχετικών με τον ρόλο τού Λαβάλ στις δολοφονίες τής Μασσαλίας).[i] Γιατί να δώσει κανείς πίστη στις διαβεβαιώσεις για τη «γαλλοφιλία» τού Τουχατσέφσκι, που περιέχονται στα απομνημονεύματα τα οποία εξέδωσε μόλις το 1981 ο γερμανός διπλωμάτης Χανς φον Χέρβαρτ, ή στις επιφυλακτικές εκθέσεις με ημερομηνίες 14/6 και 30/6/1937, αντίστοιχα, τού βρετανού στρατιωτικού ακολούθου συνταγματάρχη Ρ.Σ. Φάιαρμπρεϊς, το όνομα τού οποίου ο Χάσλαμ αναφέρει για πρώτη φορά σε σχέση με την υπόθεση Τουχατσέφσκι και ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό, άνευ άλλου τινός, ως «ιδιαίτερα συνετός και μετριοπαθής» διπλωμάτης, και τού ομολόγου του αντισυνταγματάρχη Σιμόν,[101] ο οποίος, βέβαια, αναπαράγει τις συνήθεις προκαταλήψεις τού γαλλικού επιτελείου στρατού, χωρίς ωστόσο να εκφράζει τις ίδιες επιφυλάξεις όσον αφορά το θέμα τής ενοχής τού Τουχατσέφσκι; [102]

Οι «ερασιτέχνες» όμως τού Φόρειν Όφις διηγούνταν στις εκθέσεις τους (π.χ. σε αυτές με ημερομηνία 15 και 17 Ιουλίου) την ίδια ιστορία με αυτή που κατέγραφαν, αφενός, οι γαλλικές στρατιωτικές αναφορές που άρχισαν να καταφθάνουν με γρήγορους ρυθμούς από τα μέσα Ιουνίου και, αφετέρου, οι διπλωματικές επιστολές, εκ των οποίων ελάχιστες μόνο καταχωρήθηκαν στα δημόσια αρχεία (— από έναν φάκελο για τον οποίο ξοδεύτηκαν τόνοι μελάνης, δημοσιεύθηκαν μόνο δύο επιστολές στον τόμο με τίτλο «σχέσεις Γερμανίας-ΕΣΣΔ»).[103] Το γαλλικό στρατιωτικό επιτελείο είχε πράγματι πειστεί για την ενοχή των καταδικασμένων. Ο ισχυρισμός αυτός, που μάλλον θα τύχει τής αποδοκιμασίας των σοβιετολόγων,[104] οφείλει να τεκμηριωθεί. Για τον σκοπό αυτό θα εστιάσω αποκλειστικά στις στρατιωτικές — με τη στενή έννοια τού όρου — πληροφορίες, χωρίς να ασχοληθώ με τα πρακτικά των δικών τού 1937-38, που όμως δεν παύουν να είναι διαφωτιστικά: η πληθώρα και η εσωτερική συνάφεια των μαρτυριών αποκλείουν την εκδοχή τής εξαναγκαστικής ομολογίας· η πιθανή χρήση βασανιστηρίων σε βάρος των κατηγορουμένων δεν αναιρεί το γεγονός τής αλληλοεπιβεβαίωσης των στοιχείων, που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους διπλωμάτες τής εποχής.[105]

Τα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν στα αρχεία τής Ιστορικής Υπηρεσίας τού Στρατού Ξηράς [SHAT] (και τα οποία αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα των όσων έλαβε το 2ο Γραφείο Στρατού) εστάλησαν από πολλές πρωτεύουσες (— μεταξύ των οποίων η Μόσχα, η Βαρσοβία, η Βιέννη, το Λονδίνο, το Βερολίνο, η Ρίγα, το Κάουνας, το Όσλο, το Ελσίνκι, το Ταλίν, η Ρώμη, το Τόκυο, κ.λπ.). Σε αυτά, έρχονταν να προστεθούν οι ολοένα και λεπτομερέστερες αναφορές, με την ένδειξη «από πολύ αξιόπιστη πηγή», οι οποίες από τα μέσα Ιουνίου άρχισαν να επιβεβαιώνουν «την υπόθεση για την ύπαρξη μιας συνωμοσίας που σχεδιάστηκε με την υποστήριξη τού γερμανικού στρατιωτικού επιτελείου».[106] Στην αναφορά που έστειλε την πρώτη Ιουλίου από το Λονδίνο, με συνημμένο το άρθρο τής 28ης Ιουνίου τού διπλωματικού ανταποκριτή τής Evening Standard, ο γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος αναπαρήγαγε την κοινά παραδεκτή γνώμη: «Εγκέφαλος τής συνωμοσίας ήταν ο στρατηγός [Αουγκούστ] Κορκ, παλιός επαναστάτης και διοικητής τής φρουράς τού Λένινγκραντ. Λέγεται επίσης ότι ο Τουχατσέφσκι συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις τού Κορκ, ότι οι διασυνδέσεις του με τον γερμανικό στρατό είχαν τεκμηριωθεί εκτενώς και ότι πολλοί στο Βερολίνο γνώριζαν τι ετοιμαζόταν». Ο στρατηγός Βιτάουτας Πούτνα, στρατιωτικός ακόλουθος στη σοβιετική πρεσβεία τού Λονδίνου — και πρώην στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο — «έπαιξε τον ρόλο τού διαµεσολαβητή: η τοποθέτησή του στην πρεσβεία έγινε επειδή, όπως εκτιμούσαν, το Λονδίνο ήταν ο καταλληλότερος τόπος για να έρθει σε επαφή με γερμανούς παράγοντες, χωρίς να προκαλέσει το ενδιαφέρον τής μυστικής αστυνομίας τής Μόσχας. Κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο, ο Πούτνα είχε στενές επαφές με έναν τουλάχιστον αξιωματικό εν ενεργεία τού γερμανικού στρατού».[107] Τον Φεβρουάριο τού 1938, το 2ο Γραφείο Στρατού επιβεβαίωσε τη γνησιότητα μιας επιστολής τού Τουχατσέφσκι, που εστάλη «λίγο πριν από τη σύλληψή του» στον Βοροσίλοφ (τον Μάιο τού 1937), με βάση το περιεχόμενό της και τη διαπίστωση ότι «προ μερικών μηνών, ο στρατάρχης φαίνεται να είχε περιπέσει σε δυσμένεια»: στην επιστολή αποκαλύπτεται ότι για ένα διάστημα ο Βοροσίλοφ πήρε ενεργά μέρος στα σχέδια των συνωμοτών, αλλά στη συνέχεια μετάνιωσε και τους εγκατέλειψε.[108]

Οι πληροφορίες από τη Μόσχα, είτε σοβιετικής είτε άλλης προέλευσης, θεωρούνταν αξιόπιστες σύμφωνα με μια «πληροφοριακή αναφορά με ημερομηνία 15 Ιουλίου», που παρουσίαζε «τρεις εκδοχές τής υπόθεσης Τουχατσέφσκι, προερχόμενες από τρεις εξίσου έμπιστες πηγές»: α) «ένα υπόμνημα τού αυστριακού υπουργείου εξωτερικών που εστάλη από τη Βιέννη στις 21 Ιουνίου στον αυστριακό υπουργό, ο οποίος βρισκόταν τότε στο Βερολίνο»· β) «πληροφορίες που παρεσχέθησαν από σοβιετικό παράγοντα» στις 28 Ιουνίου και οι οποίες περιείχαν πολλά στοιχεία για το ουκρανικό σκέλος τού «μυστικού σχεδίου […] που αποκαλύφθηκε από την Γκεπεού», και τέλος γ) τα στοιχεία που έδωσε στις 10 Ιουλίου ο ρώσος πρέσβης στο Παρίσι κ. Ποτέμκιν. Οι πληροφορίες από τις πηγές αυτές «συμφωνού[σαν] ως προς ένα βασικό σημείο: [είχε] εξυφανθεί στρατιωτική συνωμοσία εναντίον τού Στάλιν, η οποία [βρισκόταν] ήδη σε περισσότερο ή λιγότερο προχωρημένο στάδιο. Αποκλίσεις [υπήρχαν] μόνο όσον αφορά τις διασυνδέσεις που διατηρούσαν οι συνωμότες με το γερμανικό στρατιωτικό επιτελείο. Η αλήθεια φαίνεται να είναι ότι το στρατιωτικό επιτελείο όχι μόνο γνώριζε για τη συνωμοσία αλλά είχε παράσχει υποστήριξη σε ορισμένους τουλάχιστον από τους πρωτεργάτες της».

Σύμφωνα με το αυστριακό υπόμνημα, το Φόρειν Όφις ήταν πλήρως ενήμερο και δεν έκανε τίποτε για να αποτρέψει τις εξελίξεις, προσδοκώντας έτσι να αποκομίσει οφέλη σε βάρος τής ΕΣΣΔ από την παροχή πλήρους ελευθερίας κινήσεων στη Γερμανία για την προώθηση των επεκτατικών της βλέψεων προς Ανατολάς: «Εδώ και καιρό ήταν γνωστό σε ορισμένους βρετανικούς κύκλους, που ασχολούντα[ν] ιδιαίτερα με τα ζητήματα τής ανατολικής πολιτικής, ότι ο στρατηγός Πούτνα, στρατιωτικός ακόλουθος στη σοβιετική πρεσβεία στο Λονδίνο, βρισκόταν σε συχνές διαπραγματεύσεις με γερμανούς αντιπροσώπους πολιτικο-στρατιωτικών κύκλων συμφερόντων». Οι λονδρέζικες πηγές τους δεν «γνώριζαν με απόλυτη βεβαιότητα αν και κατά πόσο οι επαφές τού στρατηγού Πούτνα διεξήγοντο με την έγκριση τής κυβέρνησης τού κ. Στάλιν […]. Πέραν τής προϊστορίας τής υπόθεσης, που εξακολουθεί να κρύβει πολλές πτυχές, στο Λονδίνο πλέον όλοι οι ειδικοί στα ανατολικά ζητήματα θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι είχε καταστρωθεί, από κοινού μεταξύ των πολιτικών ηγεσιών τού κόκκινου στρατού και των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων, ένα σχέδιο μεγάλης εμβέλειας με σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας στη Ρωσία και τη συμμόρφωση τού νέου καθεστώτος με την στρατιωτική πολιτική και επιδιώξεις τού Ράιχ».[109]

Ήδη από τον Σεπτέμβριο τού 1936 τα στοιχεία και οι πληροφορίες είχαν αρχίσει να πληθαίνουν. Στις 22 Δεκεμβρίου, ο συνταγματάρχης Ζαν Γκανεβάλ, στρατιωτικός ακόλουθος στη γαλλική πρεσβεία τής Ρίγα, είχε λάβει γνώση μιας σειράς «εκθέσεων των ανωτάτων διοικήσεων των στρατευμάτων των χωρών τής Βαλτικής […], που [είχαν] συνταχθεί προ αρκετών μηνών και οι οποίες αφορούσαν την προοπτική μιας γερμανο-σοβιετικής προσέγγισης».[110] Αναφέρεται επίσης ότι, τον Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους, ο Γκέρινγκ σε συζήτηση που είχε με τον σουηδό φίλο του, τον Άξελ «Βένερ-Γκρεν, ο οποίος ήταν ένας από τους διευθυντές τής Böfors», επέδειξε εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση όσον αφορά το ουκρανικό ζήτημα: «Είναι πλέον αναπόφευκτος ένας γερμανο-ρωσικός πόλεμος […] και ίσως πιο σύντομα από όσο πιστεύουμε. Όσον αφορά το ερώτημα τού κ. Βένερ-Γκρεν σχετικά με το ποια θα είναι η αφορμή τής σύρραξης, ο στρατηγός απάντησε ότι αυτό ήταν δευτερεύον. Αναπτύσσοντας περαιτέρω τη θέση του, φέρεται να είπε ότι η Γερμανία χρειαζόταν οπωσδήποτε την Ουκρανία. Στην παρατήρηση τού κ. Βένερ-Γκρεν ότι η Ουκρανία είναι μια περιοχή με μεγάλο πληθυσμό, πράγμα που δεν επιτρέπει την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού γερμανών εποίκων, ο στρατηγός σχολίασε ότι υπήρχε χώρος στη Ρωσία και ότι οι κάτοικοι τής Ουκρανίας θα μπορούσαν να εκδιωχθούν». Η απουσία αναστολών εκ μέρους τού Γκέρινγκ θα πρέπει να αποδοθεί στην πρόοδο των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων, και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο στρατηγός δεν έκανε άμεση αναφορά σε αυτές (χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ενδεχόμενο ο φίλος του και συνεργός του να έκρινε σκόπιμο να μην ενημερώσει πλήρως τον «γάλλο συνομιλητή» του για το τι ακριβώς διημείφθη κατά τη «μακρά συνομιλία» μεταξύ τού ιδίου και τού Γκέρινγκ).[111] Μεταξύ των πέντε σημαντικών ζητημάτων που καταγράφηκαν από τον Νοέμβριο τού 1936 (— «να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις κινήσεις τής κυβέρνησης τού Βερολίνου […] στις κινήσεις των οικονομικών και στρατιωτικών κύκλων τού Ράιχ», αλλά επίσης και «στις πρωτοβουλίες ορισμένων μελών τής γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και ηγετικών στελεχών τού σοβιετικού στρατού» ), το 2ο Γραφείο Στρατού επισήμανε κυρίως τη συνέντευξη που παραχώρησε στις 19 Νοεμβρίου ο Γκέρινγκ στον φιλοναζιστή «Γουόρντ Πράις, ανταποκριτή τής Daily Mail» και στην οποία έκανε λόγο για πιθανή «συνεργασία με τον ρωσικό στρατό».[112]

Στις 19 Φεβρουαρίου 1937, ο αμερικανός πρέσβης στο Όσλο Άντονι Τζόζεφ Ντρέξελ Μπίντλ ο νεότερος παρέπεμψε σε προηγούμενο «τηλεγράφημά του με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 1936», όπου επικαλείτο πληροφορίες που είχε λάβει στις αρχές τού μηνός από «τέσσερις διαφορετικές έμπιστες πηγές», προερχόμενες από «υψηλά ιστάμενους κύκλους στη Βρετανία, τη Φινλανδία, την Πολωνία και τη Γερμανία», σε σχέση «με τις [τότε] εν εξελίξει γερμανο–ρωσικές συνομιλίες για την προοπτική συνεργασίας με αντάλλαγμα την ουδετεροποίηση τής γραμμής τού πολωνικού και τού ιαπωνικού μετώπου […]. Βρετανικοί κύκλοι [εξέφραζαν] την ανησυχία τους, καθώς εκτιμού[σαν] ότι η παροχή πλήρους ελευθερίας κινήσεων στη Γερμανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο». Οι αρχικές υπόνοιες σύντομα επιβεβαιώθηκαν, όταν αποκαλύφθηκε σε ορισμένους «σουηδούς και νορβηγούς μεγαλοεφοπλιστές» το πραγματικό περιεχόμενο των «συνομιλιών», που δεν ήταν άλλο από την ανατροπή τής σοβιετικής κυβέρνησης. Σε κοινή τους συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές τού 1937 στο Όσλο, ο «κύριος εκπρόσωπος τής σουηδικής πλευράς» πρότεινε ότι η παροχή πλήρους ελευθερίας κινήσεων στο Ράιχ ήταν ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί ο κόσμος από τους σοβιετικούς: «Η Γερμανία επρόκειτο έτσι και αλλιώς να στραφεί εναντίον τής Ρωσίας, μόλις γινόταν σαφές ότι η Αγγλία δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτε. Οι πληροφορίες που διέθετε την οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επίθεσης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος της Ρωσίας, η κυβέρνηση τού Στάλιν ήταν τόσο ασταθής, ώστε να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο το ξέσπασμα μιας επανάστασης να παρέλυε την ενιαία αμυντική προσπάθεια τής χώρας. Αν και μακροπρόθεσμα η Γερμανία δεν θα μπορούσε ποτέ να απορροφήσει ολόκληρη τη Ρωσία, ήταν βέβαιο ότι, χωρίς καν να χρειαστεί να εμπλακεί σε έντονες μάχες, οι αρχικές της προσπάθειες θα οδηγούσαν τουλάχιστον στη στρατιωτική κατοχή τής Ουκρανίας, πράγμα που θα της επέτρεπε να αναμορφώσει τη χώρα στη βάση διαφορετικών αρχών. [Ο σουηδός εκπρόσωπος δ]εν παρέλειψε να προσθέσει ότι το προτιμότερο θα ήταν να άφηναν τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους».[113] Τον Δεκέμβριο τού 1937, ο Κουλόντρ υπενθύμισε στον παραλήπτη τής αναφοράς του ότι είχε μάθει «από απόλυτα αξιόπιστη πηγή, ότι τον περασμένο Απρίλιο ο γερμανός διαπραγματευτής, που προετοίμαζε το έδαφος για τη σύναψη ενός γερμανο-τσεχικού συμφώνου, ανακοίνωσε στην κυβέρνηση τής Πράγας ότι το σχέδιο αυτό θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί προσωρινά λόγω των συνομιλιών που ξεκίνησαν μεταξύ Γερμανίας‒ΕΣΣΔ».[114]

Σε καμία από τις πηγές τής εποχής δεν αναφέρεται το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά το 1947, από τον Μπλουμ (— και που άλλωστε δεν κρίνεται πειστικό από την ιστορικό Νικόλ Τζόρνταν) ως δικαιολογία για τις αιφνίδιες αμφιβολίες που ανέκυψαν το 1937 σε σχέση με τη γαλλο-σοβιετική συμμαχία και το οποίο επανεμφανίζεται στα απομνημονεύματα τού Κουλόντρ (1950), τού Μπένες (1954) και τού γερμανού αξιωματούχου των μυστικών υπηρεσιών Βάλτερ Σέλενμπεργκ (1956) (στον οποίο ο Χάσλαμ καταλογίζει «στοιχειώδη λάθη»): ότι δηλαδή ο Χάιντριχ, ηγετικό στέλεχος των SS, επιδιώκοντας την προσωπική εξόντωση τού Τουχατσέφσκι και τον αποκεφαλισμό τής ηγεσίας τού Κόκκινου Στρατού, ανέλαβε τη διοχέτευση παραπλανητικών πληροφοριών με αποδέκτη τον Μπένες, ο οποίος με τη σειρά του έσπευσε να ενημερώσει σχετικά τη Μόσχα.[115] Πράγματι, δεν ήταν ο Μπένες, αλλά ο εσθονός επικεφαλής τού 2ου Γραφείου Στρατού που, έχοντας επιστρέψει στη Μόσχα «από το Βερολίνο στις 25 Ιανουαρίου 1937», ενημέρωσε τον γάλλο στρατιωτικό ακόλουθο Σιμόν για την πεποίθηση τής Γερμανίας ότι «αμέσως μόλις απομακρύνονταν οι εβραίοι από τις θέσεις-κλειδιά τού σοβιετικού κράτους, η εξουσία θα περνούσε στα χέρια των στρατιωτικών».[116] Όπως αναφέρει ο Χάσλαμ, ο Σιμόν, παρά το ότι διατηρούσε επιφυλάξεις, μετέφερε «τη φήμη αυτή, που προερχόταν από πολύ διαφορετικές πηγές και σύμφωνα με την οποία η υπόθεση κατασκοπείας όπου εμπλέκετο ο Τουχατσέφσκι “είχε αποκαλυφθεί από τις γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών που ενημέρωσαν με τη σειρά τους τις σοβιετικές αρχές”».[117] Επομένως, ο Ποτέμκιν δεν ψευδόταν, όταν δήλωνε τον Ιούλιο τού 1937 «σε γάλλο ιθύνοντα» ότι, τον Φεβρουάριο, «μέλος τής κυβέρνησής σας[ii] με πήρε κατά μέρος και μου εξομολογήθηκε πως “σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε το γραφείο πληροφοριών τού επιτελείου στρατού μας, ανώτατα στελέχη τής γερμανικής ηγεσίας είχαν μυστικές επαφές με ηγέτες τού Κόκκινου Στρατού. Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να αποσκοπούσαν στην προετοιμασία ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στην ΕΣΣΔ και στην τελική σύναψη μιας γερμανο-σοβιετικής συμμαχίας”».[118]

Στο στόχαστρο των διαπραγματεύσεων, οι οποίες υπονόμευαν εκ των πραγμάτων την προοπτική σύναψης μιας γαλο-σοβιετικής συμμαχίας,[119] βρισκόταν η ίδια η Γαλλία. Ο Φρανσουά Πονσέ «διεβίβασε στον ταγματάρχη ντε Μιερί, στις 24 Ιουλίου 1937, την ακόλουθη πληροφορία, την οποία είχε λάβει από έναν καλά ενημερωμένο αυστριακό: “οι κύκλοι τής Ράιχσβερ δεν έκρυβαν το γεγονός ότι ο Τουχατσέφσκι είχε αποκαλύψει, στο γερμανικό επιτελείο στρατού, ό,τι γνώριζε για τα οχυρωματικά έργα τής γραμμής Μαζινό”.[120] Στις 15 Δεκεμβρίου, ο Κουλόντρ, έχοντας πειστεί από τον Ποτέμκιν «ότι η κυβέρνησή του διέθετε επίσημα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ τού Τρότσκι και τής Γκεστάπο», επιβεβαίωσε τη σταθερή βούληση τού Στάλιν «να προωθήσει τη στρατιωτική ευθυγράμμιση και συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας»: απόδειξη γι’ αυτό ήταν οι προσπάθειές του «να αντιμετωπίσει, με ωμή καταστολή, κάθε απόπειρα συνεννόησης με τον εν δυνάμει εξωτερικό εχθρό». Ο Ποτέμκιν υπογράμμισε, για άλλη μια φορά, την «προσήλωση [τής κυβέρνησής του] στον στόχο τής συνεργασίας με τη Γαλλία»,[121] προειδοποιώντας, ωστόσο, ότι η εμμονή στην τακτική τής παρέλκυσης θα εξασθένιζε τη θέση τής ηγετικής ομάδας τής χώρας του και θα υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, την κυβέρνηση τής Μόσχας σε αναζήτηση συμβιβασμού με το Βερολίνο.

Αυτή η προειδοποίηση προς τον Κουλόντρ θα πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την επικρατούσα σήμερα άποψη ότι η ανακοίνωση τού γερμανο-σοβιετικού συμφώνου αποτέλεσε «βόμβα» στα θεμέλια τού τότε διεθνούς συστήματος. Πρόκειται, ωστόσο, για τη νιοστή επανάληψη ενός μοτίβου που διατρέχει τα υπηρεσιακά κείμενα των διπλωματών και των στρατιωτικών που υπηρέτησαν στη Μόσχα μετά το 1933. «Η επικράτηση τής αντιπολίτευσης ενδέχεται να οδηγήσει στην ανατροπή τής εξωτερικής πολιτικής τής ΕΣΣΔ. Ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα μέχρι τώρα στοιχεία […] είναι ότι […] έχουμε συμφέρον στη διατήρηση στην εξουσία τού [σταλινικού] καθεστώτος, όση απέχθεια κι αν μας προκαλούν οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί: άλλωστε, τόσο η παλαιότερη απόφαση σύμπραξης με το καθεστώς των Τσάρων, όσο και η στάση συνεννόησης που υιοθετήθηκε απέναντι στους Μπολσεβίκους, δεν επηρεάστηκε, πρωταρχικά, από συναισθηματικούς λόγους. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το γαλο-σοβιετικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας λειτουργεί ως τροχοπέδη στην τάση για πάση θυσία σύναψη ειρήνης με το χιτλερικό καθεστώς και, συνεπώς, αποτελεί παράγοντα που, αν εκλείψει, θα οδηγήσει στη σταδιακή προσέγγιση τής χώρας με τη Γερμανία. [… Τ]ο ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι με ποιον θα συμμαχήσει η ΕΣΣΔ, και όχι αν πρέπει να της συμπαρασταθούμε. Και αυτό γιατί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται δεν της επιτρέπει την απομόνωση. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί μόνη της να αντιμετωπίσει τη Γερμανία και την Ιαπωνία. […] Για τη Γαλλία, για τις δυτικές δημοκρατίες, η ΕΣΣΔ θα αποτελούσε, σε περίπτωση σύρραξης, δύναμη ενίσχυσης. Ωστόσο, η ενεργός της συμμετοχή, αν και όχι αμελητέα, θα ήταν τουλάχιστον περιορισμένη λόγω τού εύρους των δυνατοτήτων της από πλευράς κινητοποίησης και μεταφορικών μέσων. Αντιθέτως, στο Ράιχ θα μπορούσε να προσφέρει τις ανεξάντλητες πηγές πρώτων υλών και τα μεγάλα αποθέματα δημητριακών που διαθέτει, δηλαδή όλα όσα για τα οποία η Γερμανία θα έπρεπε, σε περίπτωση πολέμου, να επιβάλει σκληρότατους περιορισμούς σε βάρος των υπηκόων της, αφού δεν μπορεί να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους από τις αποικιακές της κτήσεις. Δεν χρειάζεται κανείς να έχει ζήσει πολλά χρόνια στην ΕΣΣΔ για να αντιληφθεί ότι αυτή η χώρα, που, κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι Γερμανοί δεν έπαψαν ποτέ να εποφθαλμιούν, παραμένει εμποτισμένη από το γερμανικό πνεύμα. Αν γίνει οριστική η ένταξή της στη σφαίρα επιρροής τής Γερμανίας, τα ταξίδια των βρετανών λόρδων δεν θα αρκούν για να πείσουν τον Χίτλερ να εγκαταλείψει τις ηγεμονικές του βλέψεις στην Ευρώπη [υπαινικτική αναφορά στην επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Χάλιφαξ τον Νοέμβριο στο Βερολίνο· Κουλόντρ, 15/12/1937]».[122]

Επομένως, τον Μάιο-Ιούνιο τού 1937, το γαλλικό στρατιωτικό επιτελείο βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα συνωμοτικό σχέδιο, η υλοποίηση τού οποίου θα συνιστούσε «σημαντικότατο παράγοντα για την επιτυχία […] τής γερμανικής στρατιωτικής πολιτικής».[123] Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε τον Γκαμελέν να αγορεύει ακατάσχετα, ενώπιον τού Μπούλιτ, για τις (υποτιθέμενες) αμοιβαίες εγγυήσεις που παρείχαν οι γαλλο-γερμανικές αμυντικές διευθετήσεις. Λόγω τού τεράστιου κόστους, η Γαλλία δεν ήταν σε θέση να εξαπολύσει επίθεση κατά τού Ράιχ είτε «κατά μήκος τής ισχυρά οχυρωμένης γραμμής τού Ρήνου, που εκτεινόταν από την Ελβετία μέχρι την Καρλσρούη», είτε κατά μήκος τής «γραμμής μήκους 150 χιλιομέτρων μεταξύ Καρλσρούης και Λουξεμβούργου», όπου επρόκειτο σύντομα να ολοκληρωθούν τα τότε υπό κατασκευή οχυρωματικά έργα. Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τον Γκαμελέν, οι «γραμμές άμυνας» που διέθετε την καθιστούσαν «αήττητη»: «σε περίπτωση γερμανικής εισβολής, […] οι οχυρώσεις στις πόλεις Ρουμπέ, Τουρκουάν και Βαλενσιέν [ήταν] σχεδόν απόρθητες».[124] Όπως όμως θα δούμε στη συνέχεια, το γαλλικό επιτελείο στρατού, πιστοποιώντας τη στρατιωτική ανικανότητα τής Σοβιετικής Ρωσίας, (1) έφασκε και αντέφασκε, αναπαράγοντας ασύστολα τις αντισοβιετικές ύβρεις τής Βέρμαχτ, (2) ενώ δεν δίστασε επίσης να εξαπολύσει μια εκστρατεία παρενόχλησης και εκφοβισμού εναντίον τού συνταγματάρχη Παλάς, ο οποίος διαδέχθηκε τον Νοέμβριο τού 1937 τον αντισυνταγματάρχη Σιμόν στη θέση τού στρατιωτικού ακολούθου στη Μόσχα, όταν αυτός τόλμησε να διατυπώσει τη γνώμη ότι οι «εκκαθαρίσεις» συνέβαλαν στη βελτίωση τού αξιόμαχου τού Κόκκινου Στρατού, πράγμα που, κατά την άποψη τού Παλάς, έκανε επιτακτικότερη την ανάγκη σύναψης συμμαχίας με την ΕΣΣΔ.

Αμέσως με την έναρξη τής δίκης που οδήγησε στην εκτέλεση των οχτώ σοβιετικών στρατιωτικών αξιωματούχων, το επιτελείο τής Βέρμαχτ, εξοργισμένο από την αποτυχία τής συνωμοσίας, ξεκίνησε μια εκστρατεία «διαμαρτυρίας και καταγγελιών» για τα «κατασκευασμένα μυθεύματα» τής Μόσχας, για την ανικανότητα των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων λόγω τού αποκεφαλισμού τής ηγεσίας τους και το αναπόφευκτο τής κατάρρευσης τής ΕΣΣΔ, η οποία (υποτίθεται ότι) κατόρθωσε, μετά το 1917, να συντηρηθεί στη ζωή αποκλειστικά και μόνο χάρη στις προσπάθειες τού μεγάλου πατριώτη Τουχατσέφσκι. Η μετάφραση κειμένων από την Deutsche Wehr [Γερμανική Άμυνα], το επίσημο προπαγανδιστικό όργανο τού γερμανικού στρατού, δεν ήταν αφ’ εαυτής απαράδεκτη και εκτός τής συνήθους πρακτικής τού 2ου Γραφείου Στρατού. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι η πλήρης ευθυγράμμιση με τις απόψεις που εκφράζονταν εκεί συνιστούσε πράγματι παρέκκλιση από την κανονική πορεία των πραγμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναδημοσίευση τής «επιστολής από τη Μόσχα» με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου, που, επικαλούμενη ανώνυμες πηγές, περιγράφει ως εξής τους στρατιωτικούς αξιωματούχους που ανέλαβαν καθήκοντα «μετά την πτώση τού Τουχατσέφσκι»: «Το γεγονός ότι οι στρατάρχες Βοροσίλοφ, [Βασίλι] Μπλίχερ και [Σεμιόν] Μπουντιένι δεν ανταποκρίνονται με κανένα τρόπο στις ευρωπαϊκές προσδοκίες και απαιτήσεις, όσον αφορά τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, δεν προκαλεί καμία ανησυχία στους κύκλους πέριξ τού [Λάζαρ] Καγκάνοβιτς, [καθώς] το μόνο που φαίνεται να έχει σημασία είναι ότι αποτελούν πρόσωπα εμπιστοσύνης»· σύμφωνα με «ξένο διπλωμάτη [, …] η υπονομευτική πολιτική που εφήρμοσε τους τελευταίους μήνες ο Στάλιν αποδυνάμωσε σε τέτοιο βαθμό τη διοίκηση τού κόκκινου στρατού, ώστε δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος περί “ηγεσίας” με την ευρωπαϊκή έννοια τής λέξης. Είναι επομένως βέβαιο ότι, σε περίπτωση πολέμου, ένας τέτοιος στρατός, χωρίς ηγεσία, θα οδηγηθεί σε συντριπτική ήττα. […] Ένας ανώτερος αξιωματικός τού Γενικού Επιτελείου Στρατού έλεγε τις προάλλες ότι η νέα διοίκηση τού στρατού ήταν χειρότερη και από εκείνη τού στρατού τού Τσάρου και ότι η ήδη σε εξέλιξη στρατιωτική κινητοποίηση θα κατέληγε σε παταγώδη αποτυχία. Δεν υπερέβαλε καθόλου!». Τον Οκτώβριο, το γαλλικό στρατιωτικό επιτελείο, επικροτώντας τις απόψεις τού γράφοντος, χαρακτήρισε «αξιόλογο» το εν λόγω πόνημα, «και αυτό παρά το γεγονός ότι οι αναφορές τού γερμανικού τύπου στην κατάσταση που επικρατ[ούσε] στην ΕΣΣΔ [ήταν] συνήθως μεροληπτικές και μονόπλευρες» και συνέχισε επισημαίνοντας ότι το εν λόγω κείμενο «επιβεβαίωνε» τις «πηγές» τού 2ου Γραφείου Στρατού, το οποίο όμως με τη σειρά του αντέγραφε, κατά γράμμα, την γερμανική προπαγάνδα από την Deutsche Wehr, τηρώντας, με ευλάβεια, τις ορθογραφικές συμβάσεις τού γερμανικού πρωτοτύπου όσον αφορά τη φωνητική μεταγραφή των ρωσικών ονομάτων (με πλάγιους χαρακτήρες τα επίμαχα αποσπάσματα): «Η χώρα επέστρεψε στην κατάσταση που βρισκόταν αμέσως μετά την Επανάσταση[· …] οι εκκαθαρίσεις προκάλεσαν κενό εξουσίας: η χώρα είναι πλέον ακέφαλη». Στη συνέχεια, το κείμενο εξαίρει τη συμβολή τού Τουχατσέφσκι «στη βελτίωση και ανύψωση τού επιπέδου τής στρατιωτικής ηγεσίας». Ο στρατάρχης «είχε αναλάβει να καταρτίσει τα σχέδια κινητοποίησης», είχε φροντίσει για την «εξασφάλιση τού ανεφοδιασμού τού κόκκινου στρατού», ήταν εκείνος που «συμβούλευε τον Worochilov για όλα τα σημαντικά ζητήματα». Η «αποχώρηση από τα καθήκοντά του είχε καταστροφικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα τής πολεμικής βιομηχανίας» και «προκάλεσε τρομακτική μείωση τής πολεμικής παραγωγής». Όσο για τη νεοδιορισθείσα ηγεσία, επρόκειτο για αγέλη ηλιθίων: «Κρίνοντας με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ο ρωσικός στρατός δεν έχει πλέον ούτε έναν ηγέτη με μέτρια έστω ικανότητα». Ο Αλεξάντρ Γιεγκόροφ, «ο διάδοχός του», και ο νέος αρχηγός του γενικού επιτελείου [Μπόρις] Schaposchnikov δεν φτάνουν ούτε στο νυχάκι τους τον Τουχατσέφσκι· «ο Budienny, τέως επικεφαλής των τσαρικών στρατευμάτων, […] γνωρίζει μεν από άλογα, αλλά δεν έχει ακόμα ανακαλύψει την πυρίτιδα[·…] είναι τόσο ανεπαρκής για την εκτέλεση των [νέων] καθηκόντων του ως διοικητής τής στρατιωτικής περιφέρειας τής Μόσχας, [που] ένας ξένος διπλωμάτης», όταν πληροφορήθηκε τον διορισμό του, θεώρησε ότι επρόκειτο για «αστείο»· όσο για τον Πάβελ Ντιμπένκο, τον νέο διοικητή τής περιφέρειας τού Λένινγκραντ, «είναι πολλοί εκείνοι στο Κρεμλίνο που πιστεύουν ότι είναι χειρότερος ακόμη και από τον Budienny».[125]


[97] Υπομνήματα EMA [ΓΕΣ], SAE [Τμήμ. Αλλοδ. Ενόπλ. Δυνάμεων], «μεταβολές που επήλθαν στην ηγεσία τού σοβιετικού στρατού», Μάιος· YC, «για τον Τουχατσέφσκι, στρατάρχη τής ΕΣΣΔ», 12 Μαΐου 1937, 7 Ν 3150, SHAT [Ιστορική Υπηρεσία Στρατού Ξηράς].

[98] Ιστορικό τής υπόθεσης από τον Αύγουστο τού 1936, P/a [προς διαβίβαση] n° 27208, 25 Ιουνίου 1937 (πληροφορίες, Μόσχα 17, «από καλά ενημερωμένο πληροφοριοδότη», υπογραμμισμένο στο κείμενο) «Λέγεται ότι κινδυνεύει η θέση τού στρατάρχη Τουχατσέφσκι. Του προσάπτουν ότι δεν κατόρθωσε να να εξασφαλίσει τη συμφωνία τής Γαλλίας για τη σύναψη ενός γαλλο-σοβιετικού συμφώνου στρατιωτικής συνεργασίας. [… Κύκλοι] τής σοβιετικής πρεσβείας στο Βερολίνο επιβεβαιώνουν τις σχέσεις μεταξύ τροτσκιστικής αντιπολίτευσης και Γκεστάπο, στη βάση των καταγγελιών περί συνωμοσίας που έγιναν στη δίκη τού Ράντεκ», CRSR [Απολογιστικές Εκθέσεις Τμήματος Ρωσίας], 17 Φεβρουαρίου 1937, 7 Ν 2522· απολογισμός από τον Σιμόν των γεγονότων από τον Ιανουάριο τού έτους και παραρτήματα, 7 Ν 3123 SHAT.

[99] «Σκέψεις για τις πιθανές συνέπειες μιας γαλλο-σοβιετικής στρατιωτικής προσέγγισης», Μάιος 1937, 7 Ν 3134, SHAT.

[100] Jean-Baptiste Duroselle, Politique étrangère de la France, la décadence 1932-1939 (Paris, Le Seuil, 1983· 1η έκδοση, 1979) σελ. 324· Anthony Adamthwaite, France and the coming of the Second World War 1936-1939 (London, Frank Cass, 1977) σελ.49· Jonathan Haslam, The Soviet Union and the struggle for collective security in Europe, 1933-1939 (London, Macmillan Press Ltd, 1984) σελ.140-41· Nicole Jordan, The Popular Front and Central Europe: the dilemmas of French impotence, 1918-1940 (Cambridge, Cambridge University Press, 1985) σελ.276-79· Michael Jabara Carley, 1939, the alliance that never was and the coming of World War 2 (Chicago, Ivan R. Dee, 1999) σελ.24, 26 και επ.

[101] Haslam, The Soviet Union, σελ.138-39 και κεφ. 8, «The Year of the Terror, 1937» (129-157).

[102] SHAT URSS 1934-1937. O Χάσλαμ παραπέμπει στην έκθεση τού Σιμόν 365/S, Μόσχα, 30 Ιουνίου 1937, 7 Ν 3123, SHAT, όπου εκφράζονται μεν επιφυλάξεις (πβ. 7 Ν 3150, SHAT), όμως αναγνωρίζεται, από την πλευρά τής Γαλλίας, η ύπαρξη τής συνωμοσίας (βλ. κατωτέρω).

[103] Μήνυμα 881 τού Φρανσουά Πονσέ, Βερολίνο, 9 Ιουνίου (για τον ρόλο τού Ράιχ), μήνυμα 306 τού Κουλόντρ, Μόσχα, 15 Δεκεμβρίου 1937 (για τον ρόλο τού Τρότσκι και των φίλων του), URSS 1918-1940, 988, MAE [Υπ.Εξ.].

[104] Προάγγελος των όσων ακολουθήσουν αποτελεί μάλλον η επικοινωνία που είχα με τον Αλέν Μπλουμ (5-7 Ιανουαρίου 2005): «Κυρία μου, πιστεύω ότι, από τη στιγμή που θεωρείτε δικαιολογημένη τη σύλληψη και εκτέλεση τού Τουχατσέφκσι και των άλλων αξιωματικών, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα αντιμετωπίσετε το ζήτημα με την αρμόζουσα επιστημονική σοβαρότητα» (6 Ιανουαρίου 2005). Στην επικοινωνία μας, δεν επιχείρησα να «δικαιολογήσω» οτιδήποτε, απλώς παρέπεμψα στις πηγές.

[105] Υπόμνημα «URSS 1937» για την «δίκη των “τροτσκιστών”» (άνευ ηµεροµηνίας), συνημμένο στην έκθεση Σιμόν 326/S, Μόσχα, 3 Μαρτίου 1937, όσον αφορά τη 2η δίκη εναντίον τού «τροτσκιστικού αντισοβιετικού κέντρου», 23-30 Ιανουαρίου στη Μόσχα, και Πρακτικά τής «δίκης των 21» τής 2/3 Μαρτίου (Μπουχάριν, Ρίκοφ, Γιαγκόντα, Κρεστίνσκι, κ.λπ.), συνημμένα στην έκθεση Παλάς 444 S, Μόσχα, 7 Μαρτίου 1938, 7 N 3123. Εν προκειμένω, ενδείκνυται η ίδια μεθοδολογική προσέγγιση με αυτή για τις μεταπολεμικές δίκες στην Ανατολική Ευρώπη που αφορούσαν τη συμπαιγνία Βατικανού, Ράιχ, ΗΠΑ, κ.λπ.· βλ. Annie Lacroix-Riz, Le Vatican, l’Europe et le Reich de la Première Guerre mondiale à la Guerre froide (1914-1955) (Paris, Armand Colin, 1996), κεφ. 11.

[106] P/a n° 27162, «πληροφορία με ημερομηνία 16 Ιουνίου», 21 Ιουνίου 1937, 7 Ν 3150, SHAT.

[107] Μήνυμα 506 από τον γάλλο στρατ. ακόλουθο στο Λονδίνο, 1 Ιουλίου 1937, 7 N 3150, SHAT.

[108] SAE, 26 Φεβρουαρίου 1938 («νορβηγική μετάφραση» που διαβιβάστηκε από υπουργό τής Λετονίας στον Γκοσέ) και υπόμνημα EMDB [ΓΕΣ, τμήμα τεθωρακισμένων], «ανατολική υπηρεσία», με συνημμένη την πρωτότυπη επιστολή Τουχατσέφκσι, 7 N 3150, SHAT.

[109] P/a n° 27372, 17 Ιουλίου 1937, 7 Ν 3150, SHAT.

[110] Επιστολή 111 τού Γκανεβάλ, Ρίγα, 30 Απριλίου 1937, 7 N 3134, SHAT.

[111] Υπόμνημα Πολιτικής Διεύθυνσης, 27 Νοεμβρίου 1937 (συνομιλία που «έλαβε χώρα προ διμήνου περίπου»), URSS 1918-1940, 988, ΜΑΕ· Για τον Βένερ Γκρεν, βλ. Charles Higham, Trading with the Enemy, an exposé of the Nazi-American Money Plot, 1933-1949 (New York, Delacorte Press, 1983) [ευρετήριο]· και R.A.C. Parker, Chamberlain and the Appeasement: British Policy and the coming of the Second World War (London, Macmillan Press Ltd, 1993) σελ. 267.

[112] Υπόμνημα «γερμανο-ρωσικές σχέσεις, το ενδεχόμενο προσέγγισης» και παράρτημα «ενδείξεις πιθανής γερμανο-σοβιετικής προσέγγισης» («Ενδείξεις»), Απρίλιος 1937, 7 N 3143, SHAT.

[113] Έκθεση Μπίντλ, Όσλο, 19 Φεβρουαρίου, FRUS 1937 [Foreign Relations of the US], I, 41-46.

[114] Μήνυμα 306, Μόσχα, 15 Δεκεμβρίου 1937, URSS 1918-1940, 988, ΜΑΕ.

[115] Jordan, Popular, σελ. 260· Haslam, Soviet Union, σελ.138, σημ.61, σελ. 269· Elisabeth du Réau, Édouard Daladier 1994-1970 (Paris, Fayard, 1993). Ο Λούκες εξακολουθεί να υποστηρίζει τη θέση για την ύπαρξη ενός «επονείδιστου» σχεδίου εξόντωσης των «πιθανών αντιπάλων» τού Στάλιν, βάσει «νέων αποδεικτικών στοιχείων από τα αρχεία τής Πράγας και τής Μόσχας», τα οποία «στοιχεία» τείνουν όμως να επιβεβαιώνουν την εκδοχή τής στρατιωτικής συνωμοσίας· βλ. Igor Lukes, Czechoslovakia between Stalin and Hitler, The Diplomacy of Edvard Benes in the 1930s (Oxford, Oxford Univeristy Press, 1996), σελ. 91-112 (κυρίως σελ. 96-98, και παράθεμα σελ. 107).

[116] «Ενδείξεις», Απρίλιος 1937, 7 Ν 3143, SHAT.

[117] Έκθεση 365/S τού Σιμόν, Μόσχα, 30 Ιουνίου 1937, 7 Ν 3123, SHAT.

[118] P/a n° 27372, 17 Ιουλίου 1937 (Ποτέμκιν, 10 Ιουλίου), 7 Ν 3150, SHAT.

[119] Στις αρχές τού 1937, ο Σουγκιμούρα, ο ιάπωνας πρέσβης στη Ρώμη, ενημερώθηκε σχετικώς «στο πλαίσιο των επαφών του με το Βερολίνο», «Ενδείξεις», Απρίλιος 1937, 7 Ν 3143, SHAT (και τις εκεί παραπομπές).

[120] EMDB, SAE, 29 Ιουλίου 1937 (Ποτέμκιν, 10 Ιουλίου), 7 N 3150, SHAT.

[121] P/a n° 27372, 17 Ιουλίου 1937 (Ποτέμκιν, 10 Ιουλίου), 7 Ν 3150, SHAT.

[122] Μήνυμα 306 τού Κουλόντρ, Μόσχα, 15 Δεκεμβρίου 1937, URSS 1918-1940, 988, ΜΑΕ.

[123] P/a n° 27372, 17 Ιουλίου 1937 (υπόμνημα MAE, Βιέννη , 21 Ιουλίου), 7 Ν 3150, SHAT.

[124] Συνομιλία στις 20, τηλεγρ. 660-665 τού Μπούλιτ, από Παρίσι, 21 Μαΐου, FRUS 1937, 1, σελ. 96.

[125] Υπόμνημα CF/URSS, 11 Οκτωβρίου, με παραπομπές σε δύο άλλα κείμενα τού ίδιου μήνα (υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο· δική μου η έμφαση με πλάγιους χαρακτήρες όσον αφορά τη γερμανική ορθογραφία των ονομάτων), 7 N 3150· «πλήρωση των ηγετικών θέσεων τού σοβιετικού στρατού», εκθέσεις Σιμόν 346/S, 17 Μαΐου, και 360/S, Μόσχα, 14 Ιουνίου 1937, Μόσχα, 7 Ν 3123, SHAT.


[i] Αναφέρεται στη δολοφονία τού βασιλιά τής Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρου Α΄ και τού γάλλου υπουργού εξωτερικών Λουί Μπαρτού στις 9 Οκτ. 1934.
[ii] «κυβέρνησής σας»: τής γαλλικής κυβέρνησης· ομοίως, «το γραφείο πληροφοριών τού [γαλλικού] επιτελείου στρατού».

 
Σχολιάστε

Posted by στο 30/04/2013 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε