RSS

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (II) — Νοέμβριος 1938

20 Μάι.

ΣΥΝΕΚ-Παρεμβάσεις α λα φρανσέ—1938-39 «Πίσω στο μέλλον»

Νοέμβριος 1938: τα προεόρτια τής υποδοχής τού Ρίμπεντροπ [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]

Η CGT[i] πλέον στα πρόθυρα τής διάσπασης, ετοιμάστηκε για τη μετωπική σύγκρουση, πρόγευση τής οποίας αποτέλεσε η σκληρή αντιμετώπιση που επεφύλαξαν Κράτος και εργοδοσία στη μακρά καλοκαιρινή απεργία των λιμενεργατών τής Μασσαλίας (11 Ιουλίου‒13 Σεπτεμβρίου). Ο Μονζί — που ανέλαβε επικεφαλής τού υπουργείου δημοσίων έργων στις 23 Αυγούστου συνεπεία τής κρίσης που προέκυψε από την πρώτη ανοιχτή επίθεση τού Νταλαντιέ κατά τής εβδομάδας των σαράντα ωρών [586] — σε συνεργασία με τον τότε υπουργό εργασίας Πομαρέ, εφάρμοσε επιτυχώς το μέτρο τής επίταξης των απεργών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η «ηθελημένα προκλητική» εφαρμογή εκ μέρους τής εργοδοσίας των διαταγμάτων για την οργάνωση τής εβδομαδιαίας εργασίας (με πρόβλεψη για υπολογισμό τού Σαββάτου ως πλήρους εργάσιμης ημέρας) προκάλεσε, ήδη από την τελευταία εβδομάδα τού Νοεμβρίου, τις έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων. Ο Ζουό, [ii] έχοντας επιστρέψει από τη συνεδρίαση τής 24ης Νοεμβρίου τού γενικού συμβουλίου τής Τράπεζας τής Γαλλίας, εξέφρασε τη διαπίστωση ότι ήταν «αντιοικονομική» «η εφαρμογή τού ίδιου ωραρίου καθ’ όλη τη διάρκεια τής εργάσιμης εβδομάδας». Σε αυτό συμφώνησε και ο Φουρνιέ,[iii] δηλώνοντας ότι «είναι ασύμφορο το άνοιγμα των επιχειρήσεων το πρωί τού Σαββάτου».[587] Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, το μέτρο προοριζόταν να λειτουργήσει ως «κόκκινο πανί» και δεν αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση κόστους: έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των φασιστικών ομάδων που δρούσαν στα εργοστάσια (Πυροσταυρίτες, Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα [PPF] κ.λπ.), όπως επίσης και τής αστυνομίας (ως δύναμης κρούσης εναντίον κυρίως των μεταναστών), οι εργοδότες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν «απίστευτες» μεθόδους προβοκάτσιας και εκφοβισμού σε βάρος τού κόσμου τής εργασίας. Σκοπός τους ήταν η «πρόκληση βίαιων εργατικών αντιδράσεων»,[588] γνωρίζοντας ότι αυτές ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, δεδομένης τής δέσμευσης τής ηγεσίας τής CGT να σαμποτάρει κάθε προσπάθεια για την οργάνωση συντονισμένης απάντησης εκ μέρους τού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στις επίμονες παρακλήσεις του προς τον Ρίμπεντροπ να επισπεύσει την επίσκεψή του στο Παρίσι, ο Μπονέ[iv] δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει τις δεσμεύσεις τής κυβέρνησής του για την καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων. Κατά το δεκαπενθήμερο που προηγήθηκε τής επίσκεψης τού ναζιστή ηγέτη το θέμα αυτό μονοπώλησε το ενδιαφέρον τής γαλλικής κυβέρνησης. Την πρώτη Δεκεμβρίου, ο Ζουό, έχοντας λερωμένη τη φωλιά του, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα των ενωτικών στη συνεδρίαση τής κεντρικής επιτροπής τού Συνδέσμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: «Τα νομοθετικά διατάγματα […] ήρθαν ως αποτέλεσμα των συμφωνιών τού Μονάχου και μιας συνειδητής πολιτικής που επιδιώκει να καταργήσει τις εργατικές ελευθερίες. Αναμένοντας την επίσκεψη τού κ. Ρίμπεντροπ, ο κ. Νταλαντιέ θέλησε να δείξει ότι μπορεί να τηρήσει την ίδια στάση με τον Χίτλερ απέναντι στην εργατική τάξη».[589] Στη συνέχεια, το Κράτος και η εργοδοσία βάλθηκαν να αντιμετωπίσουν τις πρώτες εργατικές απεργίες. Τόσο το Σάββατο 19 Νοεμβρίου αλλά κυρίως την ακόλουθη Δευτέρα, το εργατικό κίνημα, παρά τον κατακερματισμό του, έδωσε δυναμική απάντηση στην προκλητική ανάρτηση των «οδηγιών» χρονοδιαγράμματος, ενέργεια η οποία προκάλεσε την αγανάκτηση των εργατών κυρίως στον Βορρά και στην περιοχή τού Παρισιού, που αποτελούσαν τότε προπύργια των κομμουνιστών.

Όσον αφορά την κρατική καταστολή, που αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη τής διαδικασίας «εκφασισμού τής δημοκρατίας», θα αναφέρω μερικά μόνο περιστατικά από το Παρίσι, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι «δημοκράτες» επικεφαλής τής Αστυνομικής Διεύθυνσης οι οποίοι, κατά τη διάρκεια τής Κατοχής, επρόκειτο να κληθούν (—σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις μετά από εσπευσμένη προαγωγή στη νέα τους θέση) να αναλάβουν, στο πλευρό των απεσταλμένων τού Ράιχ, παρόμοια μεν καθήκοντα, αλλά με την έμφαση πλέον να μετατοπίζεται στο κυνήγι των Εβραίων. Την επιχείρηση εκκένωσης τού εργοστασίου τής Χάτσινσον στο Πιτό πραγματοποίησε ο αχυράνθρωπος τού Σιάπ και επικεφαλής τής Δημοτικής Αστυνομίας Μαρσάν, ο οποίος είχε δοσοληψίες με μέλη τής Καγκούλ που φέρεται να είχαν αναμιχθεί στο μακελειό τού Κλισί.[590] Ο Εμίλ Ενεκέν, ο αστυνομικός περιφερειακός διευθυντής (θέση που διατήρησε μέχρι τον Δεκέμβριο τού 1940), έσπευσε να εκκενώσει το εργοστάσιο τού Κουλμάν. Ο Ενεκέν — που θα διαδεχθεί τον Δεκέμβριο τού 1942 στην υπηρεσία στρατιωτικής αστυνομίας τον Μαρσάν (που επίσης επρόκειτο να γίνει «φανατικός οπαδός τού νέου καθεστώτος»[591]) — θα λάβει, καθ’ υπόδειξιν τού Μπισιέρ και τού περιφερειακού διευθυντή Σαρλ Βιρσλέν, μία από τις φρανσίσκες (την αρ. 1968), με τις οποίες η «Κυβέρνηση τής 16ης Φεβρουαρίου 1943»[v] «τίμησε» τους δολοφόνους τής Διεύθυνσης Αστυνομίας Παρισιού (συμπεριλαμβανομένου και τού αρχιβασανιστή[593] και «γενικού διευθυντή τής υπηρεσίας πληροφοριών» Λισιέν Ροτέ, στον οποίο απονεμήθηκε η φρανσίσκα αρ.1979).[592]

Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την προγραμματισμένη άφιξη τού Ρίμπεντροπ, οι εργατικές αντιδράσεις και οι επιχειρήσεις καταστολής κορυφώθηκαν με τα επεισόδια στη Ρενό, όταν το πρωί τής 24ης οι εργαζόμενοι τής «μεγάλης βιομηχανικής μονάδας», που βρίσκονταν ήδη σε καθεστώς μερικής ανεργίας, πληροφορήθηκαν ότι η επιχείρηση αποφάσισε την αύξηση τού εβδομαδιαίου ωραρίου, από πενθήμερο 32 ωρών σε εξαήμερο 40 ωρών. Η κατάπνιξη τής εργατικής αντίστασης έγινε υπό την αιγίδα ενός διάσημου πολιτικού διδύμου: τη νύχτα τής 24ης προς την 25η Νοεμβρίου, ο ήδη γνωστός μας συνάρχης και ηγετικό μέλος τής Καγκούλ Φρανσουά Λεϊντέ, αντιπρόεδρος τής Γενικής Συνομοσπονδίας Παραγωγής τής Γαλλίας[vi][594], ανιψιός εξ αγχιστείας τού Λουί Ρενό και διευθύνων σύμβουλος τής εταιρίας των εργοστασίων Ρενό, έσπευσε να συναντήσει τον Ροζέ Λανζερόν, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το δείπνο στη βρετανική πρεσβεία προς τιμήν τού Τσάμπερλεν, «προκειμένου να επιβλέψει προσωπικά την επιχείρηση». Ο έμπειρος σε θέματα κοινωνικού πολέμου εκπρόσωπος τής εργοδοσίας και ο αρχηγός τής αστυνομίας, άξιος διάδοχος τού Σιάπ, παρακολούθησαν εκ τού σύνεγγυς την επιχείρηση εκκένωσης των απεργών που πραγματοποίησαν, με χρήση δακρυγόνων και κλομπ, «3.000 άνδρες των κινητών μονάδων καταστολής και 1.500 αστυνομικοί» που κατέφθασαν επιτόπου με «300 καμιόνια».[595] Λίγο αργότερα, ο ηγέτης τής Πατριωτικής Νεολαίας [JP] Αντρέ Μασόν θα εκθειάσει το «παράδειγμα τής εκκένωσης των εργοστασίων τής Ρενό [, …] τη χρήση δακρυγόνων βομβών» και την ανάπτυξη «πίσω από τις δυνάμεις τής τάξης, σε κοινή σχεδόν θέα, αρμάτων μάχης», όπως επίσης και την τοποθέτηση «πολυβόλων [… που παρέμενε] άγνωστο αν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν».[596]

Η Σιλβί Σβετσέρ περιγράφει τις προσβολές και την κακομεταχείριση σε βάρος των εργατών από τις αστυνομικές δυνάμεις τού Λανζερόν στη Μπουλόν, «η οποία μετατράπηκε κυριολεκτικά σε στρατιωτικό στρατόπεδο». Οι αστυνομικοί, απευθύνοντας σαφή προειδοποίηση για τη συνέχεια — «ρε ζώα … να πάτε να πείτε στους αρχηγούς σας να το βουλώσουν» — υποχρέωσαν τους ηττημένους εργάτες να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο κατασκευής πυροβόλων «παρελαύνοντας ανά τετράδες, κάνοντας τον φασιστικό χαιρετισμό και φωνάζοντας “Ζήτω η αστυνομία”». Ένας μάλιστα επίτροπος τής αστυνομίας, που ξυλοκοπούσε τους απεργούς με σιδηρολοστό, ακούστηκε να λέει τα εξής: «“Να μία για τον Μπλουμ, να κι άλλη μία για τον Τορέζ και ακόμα μία για τον Ζουό!”».[597] Ο αναγνώστης πρέπει να κάνει τους αναγκαίους συσχετισμούς ανάμεσα στον τρόπο έκφρασης των οργάνων τής τάξης και τη μετέπειτα συνεργασία τους με το Ράιχ, όπως επίσης και με τα πιστοποιητικά «πατριωτισμού» που ο ιστορικός Ζαν-Μαρκ Μπερλιέρ θεώρησε πρέπον να χορηγήσει σε «μια κρατική διοίκηση απελπιστικά αφοσιωμένη στην υπηρεσία τού δημοκρατικού πολιτεύματος», η οποία, δυσανασχετώντας για την προδοτική υπογραφή τού γερμανοσοβιετικού συμφώνου, βρέθηκε «υποχρεωμένη» να προβεί σε ένα ανελέητο κυνήγι κατά των κομμουνιστών «χωρίς ποτέ να παρεκκλίνει από τα όρια τής “δημοκρατικής” νομιμότητας».[598]

Μετά το συνέδριο τής Ναντ το δίδυμο Ζουό και Μπελέν[vii] συνέχισε να τηρεί την ίδια τακτική παρέλκυσης τόσο κατά την συνεδρίαση τής συνομοσπονδιακής επιτροπής τής CGT στις 18 Νοεμβρίου όσο και κατά το διάστημα που επακολούθησε, ασκώντας μάλιστα ατομική πίεση σε φίλα προσκείμενους ομοσπονδιακούς γραμματείς. Πέτυχαν έτσι να αναβάλλουν για αργότερα την κήρυξη γενικής απεργίας, αφού είχε πλέον ολοκληρωθεί η προδιαγεγραμμένη συντριβή των 28.000 εργατών τής Ρενό, επιστέγασμα τής οποίας αποτέλεσε το λοκ-άουτ τής εργοδοσίας, που επιβλήθηκε το πρωί τής 25ης Νοεμβρίου. Κατά την ημέρα αυτή, που συνέπεσε με τη συνεδρίαση τής διοικητικής επιτροπής [τής CGT], το εργατικό κίνημα, παρά τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει, εξακολουθούσε να δείχνει σθένος και μαχητικότητα: οι σιδηροδρομικοί, οι μεγάλοι απόντες τής απεργίας τής 12ης Φεβρουαρίου 1934, ήταν αποφασισμένοι να απεργήσουν. Αλλά, με το «κίνημα σμπαραλιασμένο», οι συνασπισμένοι έκριναν ότι πλέον μπορούσαν, χωρίς κίνδυνο, να άρουν το βέτο τους για την κήρυξη τής γενικής απεργίας, καταφέρνοντας, μάλιστα, να μεταθέσουν την έναρξή της στις 30 Νοεμβρίου. Ο Μπουρντέ χαρακτηρίζει «παράδοξη»[599] την απόφαση αυτή, η οποία ελήφθη τη στιγμή που «το κίνημα, σε δεινή πλέον θέση, έδειχνε να υποχωρεί». Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η βέβαιη πανωλεθρία θα καθιστούσε δυνατή την πραγματοποίηση ή την επίσπευση τής διάσπασης. Εκμεταλλευόμενος τη νέα καθυστέρηση, ο Μπελέν, «με τις ευλογίες τού Ζουό», «ήρθε σε μυστικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση», τη στιγμή που αυτή έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο σκηνικό καταστολής. Σε δύο διαφορετικές περιστάσεις, το 1965 και το 1975 αντίστοιχα, ο ηγέτης των Syndicats θα καταθέσει έναν ελλιπή απολογισμό όσον αφορά το κοινό αυτό σχέδιο, που είχε ως σκοπό την «καταστροφή», μέσω τής υπονόμευσης τής σχεδιαζόμενης γενικής απεργίας, τής «δύναμης τού συνδικαλιστικού κινήματος», ακριβώς για τον λόγο ότι οι συνασπισμένοι δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι το κίνημα θα περνούσε υπό τον μόνιμο έλεγχο τής πλειοψηφικής παράταξης των ενωτικών. Ο Μπελέν ήρθε σε επαφή με τον Πομαρέ[viii] και τον Μονζί, ο οποίος μάλιστα βρήκε εξαιρετικό το «διαδικαστικό σχέδιο που κατέστρωσε» ο αναπληρωτής ΓΓ τής CGT για «την επ’ αόριστον αναβολή τής απεργίας» (— το 1975 ο Μπελέν θα ισχυριζόταν ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί τις λεπτομέρειες τού επεισοδίου· ομοίως το 1941, ο Μονζί απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε σχετική αναφορά). Ο Μονζί υπέβαλε το σχέδιο στον Νταλαντιέ, ο οποίος με τη σειρά του το διαβίβασε στον Ρεϊνό.[ix] Καθώς βιαζόταν να κλείσει το ζήτημα των «κομμουνιστών» και καθώς πίστευε πως «η μεγάλη αυτή ευκαιρία […] δεν έπρεπε να πάει χαμένη», ο Υπουργός των Οικονομικών «ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων [,…] φρόντισε να τεθεί επί ποδός πολέμου η αστυνομία, κατέβασε το στρατό στο Παρίσι και στις μεγάλες πόλεις και κάλεσε σε αντίσταση τους εργοδότες».[600]

Μετά από τα επεισόδια τής 25 Νοεμβρίου, τα πάντα εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν. Ο πόλεμος προετοιμάστηκε και διεξήχθη με πρωτοβουλία τής εργοδοσίας και τής πολιτικής εξουσίας με φόντο τις παράλληλες κινήσεις και διεργασίες των δυνάμεων τής πολιτικής αριστεράς και τής CGT. Το SFIO[x] δήλωσε, για τα μάτια τού κόσμου, έτοιμο για «μετωπική σύγκρουση», στηρίζοντας παρασκηνιακά τις πρωτοβουλίες των Νταλαντιέ και Μπονέ.[601] Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Μπονέ βρισκόταν σε ανοιχτή γραμμή με το Βερολίνο, διαβεβαιώνοντας την κυβέρνηση τού Ράιχ για την εξασφαλισμένη υποστήριξη στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς από τα «δύο τρίτα» των [κοινοβουλευτικών] σοσιαλιστών, για τη βούληση τής κυβέρνησής του να αντιμετωπίσει με πυγμή τις (καταδικασμένες σε αποτυχία) γενικές απεργιακές κινητοποιήσεις, όπως επίσης και για την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών μέτρων που προετοίμασε ο Λανζερόν, προκειμένου να τεθεί σε κατάσταση πολιορκίας το Παρίσι και να αποφευχθούν τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις για τον Ρίμπεντροπ.[602] Η περίπτωση των σιδηροδρομικών είναι ενδεικτική τής γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε. Επαναλαμβάνοντας την ιστορία τού 1920, οι συνασπισμένοι, υπό την ηγεσία τού Ζαν Ζαριζγιόν — οι οποίοι είχαν τεθεί στο περιθώριο μετά την εντυπωσιακή άνοδο των ενωτικών το 1935 — ήλπιζαν να ανατρέψουν την ηγετική ομάδα τού Πιέρ Σεμάρ, που είχε αναδειχθεί στη θέση τού ενός εκ των δύο γενικών ομοσπονδιακών γραμματέων τής CGT.

Στη διοικητική ομάδα τής εταιρείας τής Εθνικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων τής Γαλλίας [SNCF], στην οποία είχαν περιέλθει οι εγκαταστάσεις των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών, είχαν ενσωματωθεί και τα ηγετικά τους στελέχη τα οποία είχαν οργανώσει σε βάρος των σιδηροδρομικών τον ανηλεή πόλεμο τού 1920, που η Α. Κριγκέλ είχε εύστοχα χαρακτηρίσει «το πολιτικό αντίστοιχο τής μάχης τής Μάρνης».[603] Όπως εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει, η κρατικοποίηση των εταιρειών έγινε κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια των επιλογών των προηγούμενων ιδιοκτητών τους. Στην κορυφή τής ιεραρχίας τής εθνικής εταιρείας είχε εγκατασταθεί μια ομάδα απόφοιτων τού γαλλικού πολυτεχνείου, οι οποίοι, καθοδηγούμενοι από τον Ραούλ Ντοτρί και τον Ζαν Μπερτελό, φρόντισαν να τη μετατρέψουν σε συναρχικό φέουδο. Ο Ντοτρί, ο πάλαι ποτέ γενικός διευθυντής των κρατικών σιδηροδρόμων, ήταν ηγέτης τού γαλλικού φασισμού — με τη στενή έννοια τού όρου — ήδη από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1920, από την εποχή δηλαδή που συμμετείχε στο σχέδιο πραξικοπήματος τού Λιοτέι και διηύθυνε τη Redressement français [«Γαλλική Ανόρθωση»] τού Ερνέστ Μερσιέ,[xi] τού οποίου ήταν «το δεξί χέρι».[604] Μετά την πρωθυπουργοποίησή του από τον Ντε Γκολ κατά την περίοδο τής Ανασυγκρότησης,[605] η διεύθυνση τής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών [RG] θα διαγράψει το όνομά του από τη λίστα των «μελών τού διοικητικού συμβουλίου τής Γαλλογερμανικής Επιτροπής», η οποία λίστα είχε περιληφθεί στις 29 Νοεμβρίου 1938 στον φάκελο τής έρευνας για τον [δημοσιογράφο] Μπρινόν.[606] Ωστόσο, τον Ιούνιο τού 1945, κατά τη διάρκεια ανακριτικής διαδικασίας, η διεύθυνση τής RG θα παρουσίαζε στον υψηλόβαθμο ναζί Φρίντριχ Γκριμ μια λίστα με τα ονόματα των εν λόγω προσώπων «με ημερομηνία σύνταξης την 28η Νοεμβρίου 1938», στην οποία αναγραφόταν και το όνομα τού Ντοτρί[607] — ένα από τα «βασικά πρόσωπα με τα οποία είχε επαφές [ο Γκριμ]» (όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι τής λίστας ήταν διαβόητοι χιτλερικοί).[608] Ο Ντοτρί, χαϊδεμένο παιδί τής μεγαλοεργοδοσίας, μανιώδης θιασώτης τής ιδέας τής δραστικής συρρίκνωσης τού βιομηχανικού προσωπικού[609] και μεγαλοσυνάρχης τού τομέα «Μεταλλουργίας και Ορυχείων» — μαζί με τους Ζαν Μπισελόν, Ζακ Λαντέ (τον μέλλοντα πρόεδρο τής UIMM[xii]), Ρομπέρ Λουστό, Ζακ ντε Νερβό, Μορίς Ολιβιέ, Ανρί ντε Πεγιεριμόφ, Πιέρ Πισέ και Πιέρ Ουαλίν (γενικό γραμματέα τής UIMM)[610] — ήταν τόσο μισητός στους σιδηροδρομικούς, λόγω τής προσήλωσής του στην εφαρμογή των «αποπληθωριστικών μέτρων τής κυβέρνησης των κκ. Ντουμέργκ και Λαβάλ», ώστε να φημολογείται, ήδη από το καλοκαίρι τού 1936, ότι προαλείφετο για νέες σημαντικές θέσεις.[611] Ο Μπερτελό, πρώην «διαχειριστής τής εκμετάλλευσης» τού δικτύου «P.O.» [Παρίσι-Δύση], είχε διοριστεί τον Αύγουστο τού 1938 από τον Μονζί, τότε υπουργό Δημοσίων Έργων, «διευθυντής στο υπουργικό γραφείο [τού τελευταίου]», θέση από την οποία συνέβαλε ενεργά στον σχεδιασμό και εφαρμογή τού μέτρου τής επίταξης των λιμενεργατών, που αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για τη γενικευμένη αντιλαϊκή επίθεση.[612] Όπως επίσης αναφέρεται, ο μεγάλος αυτός συνάρχης και «παλιός φίλος από το Πολυτεχνείο» τού Ζακ Μπαρνό[xiii] διατηρούσε «στενές σχέσεις με τη διοικητική ομάδα τής Τράπεζας Worms».[613]

Πρώτοι στο στόχαστρο των διασπαστικών σχεδίων των κυβερνώντων, οι σιδηροδρομικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ομοβροντία οχληρών μέτρων: «αύξηση των δρομολογίων, […] μείωση τής περιόδου ετησίων διακοπών μετ’ αποδοχών (από 21 σε 15 ημέρες)», κατάργηση 40.000 θέσεων εντός τού 1939, κ.λπ.[614] Χρησιμοποιήθηκαν έτσι ως πειραματόζωα για τη μεγάλη κατασταλτική επιχείρηση τής 30ής Νοεμβρίου 1938, η οποία διενεργήθηκε με φόντο το αντισοβιετικό ειδύλλιο συνασπισμένων και κεντρικής διοίκησης, που επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι το τέλος τής κατοχής. [615] Ο Μονζί, το 1941, στο βιβλίο του με τίτλο Ci-devant, ενώ αποφεύγει να θίξει τόσο το θέμα αυτό όσο και τα αλισβερίσια του με τον Μπελέν, δίνει κάποια στοιχεία για τις κυβερνητικές διεργασίες και μεθοδεύσεις, που έλαβαν χώρα στις 25 και 26 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται εκεί, ο (νομικός) Μονζί και ο Μπερτελό βρίσκονταν σε επαφή αφενός μεν τον Πιέρ Γκινάν και τον Ρομπέρ Λε Μπενερέ, πρόεδρο και γενικό διευθυντή, αντίστοιχα, τής SNCF, αφετέρου δε με τρεις «υψηλόβαθμους δικαστικούς λειτουργούς» που έχαιραν τής εμπιστοσύνης τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης Π. Μαρσαντό — και πιο συγκεκριμένα με τον επικεφαλής τής εισαγγελικής αρχής τού Παρισιού, τον γενικό εισαγγελέα και τον διευθυντή τού υπουργικού γραφείου τού Μαρσαντό — προκειμένου να απεργαστούν τη συντριβή των «θιασωτών τής ισοδιανομής».[xiv] Η εν λόγω ομάδα σκαρφίστηκε μια «καταγγελία», την οποία θα κατέθετε ο Γκινάν, «βάσει των άρθρων 16 και 18 τού νόμου τής 15ης Ιουλίου 1845», ενός νομοθετήματος τής μοναρχίας τού Ιουλίου που προέβλεπε βαρύτατες ποινές, θέτοντας στο στόχαστρο άπορα άτομα για τα οποία υπήρχαν «υποψίες» ότι χαλούσαν το κλίμα οικονομικής ευφορίας που επικρατούσε στο αποκορύφωμα τής «μανίας των σιδηροδρόμων». Πιο συγκεκριμένα, προβλέπονταν ποινές «κάθειρξης» για καταστροφές στο σιδηροδρομικό δίκτυο και για την παρακώλυση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των «σιδηροδρομικών συγκοινωνιών», ενώ σε περίπτωση «πρόκλησης θανάτου ή σωματικής βλάβης» οι παραβάτες τιμωρούνταν με την ποινή θανάτου και «ισόβια καταναγκαστικά έργα» αντίστοιχα (άρθρο 16)· τέλος, το άρθρο 18 τού ίδιου νομοθετήματος όριζε ότι «όποιος απειλεί, ανωνύμως ή επωνύμως, με την τέλεση των [άνω] προβλεπομένων αδικημάτων» θα τιμωρείτο με «φυλάκιση από 3 έως 5 έτη». Ο διευθυντής τού υπουργικού γραφείου τού Μαρσαντό δήλωσε αρχικά ότι ο εν λόγω νόμος ήταν, εν προκειµένω, ανεφάρµοστος, αλλά μεταπείσθηκε τελικώς από «το Σανχεντρίν των ανώτατων δικαστικών»: στις 25, ο Γκινάν, «αυτός ο εξαίρετος άνθρωπος, […] υπέγραψε τη μηνυτήρια αναφορά» και «το πρωί τής 26ης [ξεκίνησε] δικαστική έρευνα κατά αγνώστου». Στο διάστημα από τις 26 έως τις 29 Νοεμβρίου ελήφθησαν τα απαραίτητα συμπληρωματικά αστυνομικά, στρατιωτικά και προπαγανδιστικά μέτρα. Στις 27, ο Μονζί εξαπέλυσε «από το ραδιόφωνο, έναν δριμύ φιλιππικό», επισείοντας την απειλή των κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά «τις ήττες τής εργατικής τάξης τον Οκτώβριο τού 1910 και τον Μάρτιο και τον Μάιο τού 1920». Το πρωί τής 30ής Νοεμβρίου, ο Μονζί παρακολούθησε με απόλαυση την απεργία να εξελίσσεται σε φιάσκο, με ευθύνη κυρίως των συνδικάτων τής «νοτιοδυτικής και ανατολικής περιφέρειας», όπου πρωτοστατούσαν οι δυνάμεις των συνασπισμένων,[616] επαναλαμβάνοντας έτσι την ιστορία τού 1920.[617]

Σε γενικότερο επίπεδο, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί ο υπερβάλλων ζήλος που επιδείχθηκε στην προσπάθεια συντριβής των εργατικών αντιστάσεων με την αδράνεια που επικρατούσε στο «βορειοανατολικό μέτωπο» (— πομπώδης έκφραση τής εποχής για τα γαλλογερμανικά σύνορα) από τον Σεπτέμβριο τού 1939 μέχρι και την εισβολή των Γερμανών. Ο Μπονέ ήταν απόλυτα ειλικρινής, όταν στις 29 τού μήνα διαβεβαίωνε τον Βέλτσεκ ότι είχε «συζητήσει σε βάθος όλες τις πτυχές [των] μέτρων ασφαλείας» για την αντιμετώπιση των πιθανών αντιναζιστικών διαδηλώσεων κατά την άφιξη και παραμονή τού Ρίμπεντροπ στο Παρίσι[618]. Είχαν, πράγματι, πραγματοποιηθεί τουλάχιστον «δύο διυπουργικές συσκέψεις», στις 26 και 28 τού μήνα, όπου παρευρέθηκαν, εκτός από τον Νταλαντιέ, οι ιθύνοντες των υπουργείων Εσωτερικών, (στρατιωτικής) Δικαιοσύνης και Πολέμου (με προεξάρχοντα τον διευθυντή τού στρατιωτικού γραφείου τού υπουργού, τον στρατηγό Ζιλ Ντεκάμ,[619] «ένθερμο οπαδό τής πολιτικής τού Μονάχου» με έντονη ανάμειξη στις δραστηριότητες των «επιτροπών» τού Κουτρό[620]) και στις οποίες οριστικοποιήθηκαν τα «μέτρα τήρησης τής τάξης»,[621] που είχαν συμφωνηθεί με το Ράιχ και την εργοδοσία. Η δεξιά, δια στόματος τού Τετινγκέρ, απαίτησε «την άμεση σύλληψη των υπαιτίων για τη διασάλευση τής κοινωνικής ειρήνης» και «κάλεσε την κυβέρνηση να λάβει θέση όσον αφορά τα εξής ζητήματα: 1° την ανάγκη συμπλήρωσης των ήδη ληφθέντων μέτρων τήρησης τής τάξης με την ενεργοποίηση διατάξεων για τον άμεσο εντοπισμό και σύλληψη των υπευθύνων για την απόπειρα γενικευμένου σαμποτάζ τής εθνικής παραγωγικής δραστηριότητας και, κυρίως, τής παραγωγής των βιομηχανιών εθνικής άμυνας· 2° την επιτακτική αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί, με κάθε πρόσφορο μέσο, η διάδοση ξενόφερτων προπαγανδιστικών ιδεών που έχουν στόχο να οδηγήσουν τη χώρα στο κοινωνικό χάος και να ματαιώσουν τις προσπάθειες που έχει ήδη καταβάλει η κυβέρνηση στον τομέα τής εμπέδωσης τής ειρήνης».[622]

Κατά την επιχείρηση καταστολής τής «απόπειρας γενικής απεργίας τής 30ής Νοεμβρίου» — όπως την χαρακτήρισε ο διοικητής τής Τράπεζας τής Γαλλίας Π. Φουρνιέ [623]— η κυβέρνηση, με επικεφαλής το υπουργείο Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, συναγωνίστηκε σε σκληρότητα και αναλγησία απέναντι στους «υποκινητές» των ταραχών τους εκπροσώπους τής εργοδοσίας.[624] Είτε αντιμέτωπη με επεισόδια μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, είτε αντιμέτωπη με τις οργανωμένες ή σπασμωδικές αντιδράσεις εργατών, ιδιωτικών ή δημοσίων υπαλλήλων, η εργοδοσία σημείωνε τον ένα θρίαμβο μετά τον άλλο. Την 1η Δεκεμβρίου, στην έκτακτη συνεδρίαση τού γενικού συμβουλίου τής κεντρικής τράπεζας, ο Φουρνιέ, όπως άλλωστε και οι συνάδελφοί του, δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για την «ευτυχή» τροπή των γεγονότων — πέραν τής «παραδειγματικής στάσης» που κράτησε το «προσωπικό τής Τράπεζας» τής οποίας ήταν επικεφαλής («σημειώθηκε μόνο μία απουσία»).[625] Θα πρέπει να αντιπαραβάλλουμε την περίοπτη θέση που είχε το θέμα αυτό στην ημερήσια διάταξη τής συνεδρίασης, που συγκλήθηκε με αφορμή ακριβώς αυτό το ζήτημα, με την απόλυτη σιγή ιχθύος που τηρήθηκε όσον αφορά την τύχη τής Τσεχοσλοβακίας: τα επίσημα πρακτικά δεν περιέχουν καμία αναφορά στον πάλαι ποτέ «προνομιούχο» σύμμαχο, τού οποίου η επικείμενη κατάρρευση είχε αποτελέσει την αφορμή, εν μέσω ενός γενικευμένου κλίματος ανασφάλειας, να συγκληθούν έξι έκτακτες συνεδριάσεις κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο τού Σεπτεμβρίου τού 1938 (στις 15, 25, 26, 27, 28 και στις 29 τού μήνα).[626] Αξιοποιώντας το θεόσταλτο δώρο τής 30ής Νοεμβρίου, η κυβέρνηση έδραξε την ευκαιρία για να απομακρύνει τον Ζουό από το γενικό συμβούλιο τής κεντρικής τράπεζας. Στις 7 Δεκεμβρίου, με απόφαση τού Ρεϊνό ανακλήθηκε ο διορισμός τού ΓΓ τής CGT, που, ας θυμίσουμε, είχε γίνει το καλοκαίρι τού 1936.[627] Ο Μιλιόν, αχυράνθρωπος τής συναρχίας, όχι μόνο παρέμεινε στη θέση του, αλλά πήρε και προαγωγή σε αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφερε: του ανατέθηκε, λοιπόν, η παρουσίαση στις 23 Δεκεμβρίου 1938 τής εισηγητικής έκθεσης τού κρατικού προϋπολογισμού.[628]

Δεδομένου τού ότι «η κυβέρνηση κατήγαγε μια εντυπωσιακή νίκη, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο εκφοβισμού και εξαναγκασμού» (από τον «πανηγυρικό» τού (φασίστα) Ροζέ ντε Σεβρ[629]), η Γενική Συνομοσπονδία Παραγωγής τής Γαλλίας αισθάνθηκε υποχρεωμένη να κατατάξει τον Νταλαντιέ στο πάνθεο των ηρώων της, δίπλα από τον Πουανκαρέ και τον Πετέν. Έδωσε λοιπόν εντολή σε όλες τις θυγατρικές της οργανώσεις να σπεύσουν να συγχαρούν δημοσίως τον πρόεδρο τής κυβέρνησης. «Ομόφωνα και χωρίς συζήτηση» ψηφίστηκαν σχέδια ημερησίων διατάξεων, όπου οι εργοδοτικές οργανώσεις εγκωμίαζαν τον Νταλαντιέ «για τα δυναμικά μέτρα που έλαβε […] προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των νόμων μας και να αντιμετωπιστούν οι ταραχοποιοί που επιδίωκαν να παρασύρουν τους εργάτες στον δρόμο τής παρανομίας», πανηγύριζαν για το γεγονός ότι «επιβλήθηκαν οι δέουσες κυρώσεις στους ταραχοποιούς και σε εκείνους που θεώρησαν ότι έπρεπε να συμμορφωθούν με τις εντολές [τους]» και «εξέφρα[ζαν] τις ευχαριστίες τους προς τον κ. Νταλαντιέ και τους συνεργάτες του, τους κκ. ντε Μονζί και Πομαρέ, για την αποφασιστικότητα που επέδειξαν […] όπως επίσης και για την αρωγή που προσέφεραν στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, των οποίων προσεβλήθη με βάναυσο τρόπο το αίσθημα δικαίου και ευνομίας από μια μικρή και ασήμαντη μειοψηφία ταραχοποιών, που καθοδηγούνταν από ξένα κέντρα αποφάσεων».[630] Μεγάλος ήταν και ο ενθουσιασμός των μελών τού εμπορικού επιμελητηρίου τού Παρισιού, ο πρόεδρος τού οποίου Λ. Φερασόν χρησιμοποιούσε ως διεκπεραιωτές των εντολών του τα μέλη τού υπουργικού συμβουλίου και κυρίως τον τότε υπουργό Εμπορίου, τον ριζοσπάστη Φ. Ζεντέν.[631]

Η προγραμματισμένη άφιξη τού Ρίμπεντροπ στις 29 Νοεμβρίου, «σε ένα ειρηνικό, πλέον, κλίμα», επιβεβαίωσε τον θρίαμβο τής «κυβέρνησης Νταλαντιέ»[632] και επισφράγισε την πολιτική τού «εσωτερικού Μονάχου». «Ελήφθησαν αυστηρότατα αστυνομικά μέτρα για τη διασφάλιση τής ασφάλειας [τού διακεκριμένου επισκέπτη]» ανέφερε σε τηλεγράφημά του ο Φιπς.[xv] Η κυβέρνηση, μάλιστα, θεώρησε επιβεβλημένη την τροποποίηση τού συνήθους δρομολογίου τής πομπής των επισήμων «κατά μήκος των δρόμων που ξεκινούσαν από τον σιδηροδρομικό σταθμό Γκαρ ντι Νορ» και και για τον λόγο αυτό τα βαγόνια που μετέφεραν τα μέλη τής «γερμανικής αποστολής» αποσυνδέθηκαν στην Κομπιέν από την αμαξοστοιχία με προορισμό το Γκαρ ντι Νορ και κατευθύνθηκαν στον σταθμό των Ινβαλίντ — ο οποίος βρισκόταν πολύ κοντά στο Κε Ντ’Ορσέ[xvi] και ακριβώς δίπλα στο «ξενοδοχείο Κριγιόν», όπου θα κατέλυαν ο Ρίμπεντροπ και η ακολουθία του. Την πομπή υποδέχτηκε στον σταθμό των Ινβαλίντ «η γερμανική παροικία στο Παρίσι», που ήδη από το 1933 λειτουργούσε ως προκεχωρημένο φυλάκιο τού ναζισμού στη Γαλλία.[633] Στις «δύο πλευρές τής πομπής προς το Κριγιόν είχαν παραταχθεί αστυνομικές δυνάμεις, ενώ είχε αποκλειστεί και η πρόσβαση τού γενικού κοινού».[634] Την ημέρα μάλιστα τής άφιξής του ο Ρίμπεντροπ δήλωσε, στον φίλο του Γκαρίλια,[xvii] «εντυπωσιασμένος από την παρουσία ισχυρότατων αστυνομικών δυνάμεων».[635]


[586] Olivesi Antoine, «La situation sociale en province: Marseille et le Sud-Est» στο Édouard Daladier, chef de gouvernement, avril 1938-septembre 1939 (έκδ. υπό τη διεύθυνση των R.Rémond και J.Bourdin, Paris, PFNSP, 1977), σελ.169-171.

[587] Έκτακτη συνεδρίαση, 27, 24 Νοεμβρίου 1938, σελ.839-840, ABF [Αρχ. Τράπεζας Γαλλίας]

[588] Εξαιρετική παρουσίαση στο Bourdé Guy, La défaite du Front Populaire (Paris, Maspéro, 1977), σελ.134-138. Για την επιθετικότητα τής εργοδοσίας όσον αφορά το ζήτημα τής εβδομάδας των 40 ωρών, δες Imlay Τalbot C., Facing the Second World War: Strategy, Politics, and Economics in Britain and France 1938-1940, (Oxford, Oxford University Press, 2003), σελ.243-271.

[589] Παράθεμα από τα «Cahiers des Droits de l’Homme», 1η Ιανουαρίου 1939, όπως αποδίδεται στο Bruhat Jean, «La CGT», La France et les Français en 1938-1939 (έκδ. υπό τη διεύθυνση των R.Rémond και J.Bourdin, Paris, PFNSP, 1978), σελ.175.

[590] Γνώμη στελεχών τής Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας (χωρίς σχόλιο τής RG), PP [Αστυνομική Διεύθυνση] 25, 24 Μαρτίου 1937, BA [Βιβλιοθήκη τού Αρσενάλ] 1865, επεισόδια στο Κλισί, APP [Αρχεία Αστυνομικής Διεύθυνσης]· και Lacroix-Riz Annie, Le Choix de la défaite: les élites françaises dans les années 1930 (Paris, Armand Colin, 2006, επανέκδ. 2007), σελ.295-297.

[591] Πληροφορία τής CFLN [Γαλλικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης], 10 Δεκεμβρίου 1943, F1 a 3959, AN [Εθνικά Αρχεία].

[592] Φάκελοι για τους Ενεκέν Εμίλ & Ροτέ Λισιέν, F7 15387 και 15388 AN, και μεγάλος αριθμός προαγωγών την ίδια ημερομηνία.

[593] «Στη διεύθυνση τής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η βαρβαρότητα των βασανιστηρίων σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων — ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας — φτάνει σε επίπεδα παροξυσμού, […] κάποιοι από τους αρχιβασανιστές φαίνεται να διακατέχονται από ένα όλο και πιο απελπισμένο μίσος και […] οι επίτροποι — ο Νταβίντ, ο Κουγκούλ και άλλοι (μη εξαιρουμένου και τού διευθυντή κ. Ροτέ) — δεν ντρέπονται καθόλου να σηκώσουν το καμουτσίκι και να βάλουν ένα χεράκι», Πληροφορία τής CFLN [Γαλλικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης], 10 Δεκεμβρίου 1943, F1 a 3959, AN.

[594] Για τη στάση του πριν και μετά τα γεγονότα τού Ιουλίου 1936, έκθεση για τη CGPF, Ιούνιος 1937, BA 1992, CGPF, APP.

[595] Chadeau Emmanuel, Louis Renault, biographie (Paris, Plon, 1998), σελ.144-47 (για την ανακήρυξη τού Λεϊντέ σε «κοινωνικό» εργοδότη το 1978) και Bourdé, La défaite, σελ. 146.

[596] Συγκεντρώσεις τής JP [Πατριωτικής Νεολαίας], RG, 15 Δεκεμβρίου και 29 Νοεμβρίου 1938, BA 1951, «PRNS» [Δημοκρατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα], APP.

[597] Schweitzer Sylvie, «Partis et syndicats aux usines Renault (1936-1939)» (μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπ. Paris 1, 1975), σύνοψη και παράθεμα στον Bourdé, La défaite, σελ. 143-149 (σύμφωνα με τον οποίο «η επιθετικότητα τής αστυνομίας εξηγείται, κατά ένα μέρος, από τη βιαιότητα των συγκρούσεων» — και κατά το υπόλοιπο μέρος;)

[598] Berlière Jean-Marc & Chabrun Laurent, Les policiers français sous l’Occupation (Paris, Perrin, 2001) σποράδην (παραθέματα, σελ. 23, 49)· βλ. και κατωτέρω.

[599] Bourdé, La défaite, σελ. 125-129 και 134.

[600] «Παρέμβαση Μπελέν», στο Édouard Daladier (έκδ. υπό τη διεύθυνση των R.Rémond και J.Bourdin), σελ.1900-200. Ωστόσο, το 1965, δεν επικαλέστηκε «αμνησία», όταν ομολόγησε στον Μπουρντέ ότι γνώριζε και εκτιμούσε τον Μονζί, La défaite, σημ. 34, σελ. 159. Και στις δύο περιστάσεις, αποσιώπησε τη φύση των σχέσεων που τον συνέδεαν με τους συνάρχες υπουργούς και τη μακρά επώαση τού σχεδίου σύγκρουσης με τη συμμετοχή τού συνόλου τής ηγεσίας των συνασπισμένων.

[601] Bourdé, La défaite, σελ. 166-167. Όσον αφορά τον ρόλο τού SFIO, οι σχετικές αναφορές στα ξένα αρχεία είναι σαφέστερες σε σύγκριση με τα δημοσιεύματα στις εγχώριες κομματικές εφημερίδες (π.χ. Le Populaire, Le Temps, κ.λπ).

[602] Τηλεγράφημα 605 Βέλτσεκ, 30 Νοεμβρίου 1038, DGFP [Documents on German Foreign Policy], D, IV, σελ. 465-467 (βλ. και ανωτέρω).

[603] Kriegel Annie, La grève des cheminots, 1920, Armand Colin, 1988.

[604] RG, 18 Οκτωβρίου 1927, F7 13240, AN· Choix, σελ. 18-20· και για τους Ντοτρί, Μπερτελό και Μερσιέ, τις αντίστοιχες καταχωρίσεις στο ευρετήριο ονομάτων τού βιβλίου· ευφημιστικές αλλά αποκρυπτογραφήσιμες οι σχετικές αναφορές στο Baudouï Rémi, Raoul Dautry (1880-1951). La technocratie de la République (Paris, Balland, 1992), σποράδην.

[605] JO [Εφ.Κυβ.], 17 Νοεμβρίου 1944, GA, D 3, «Ντοτρί» (δεν υπάρχει καμία καταχώρηση στον φάκελο τού Ντοτρί για το διάστημα μεταξύ τής 19 Απριλίου 1940 και τής ημερομηνίας τού εν λόγω εγγράφου) APP.

[606] Έκθεση Legat για τη «Γαλλογερμανική Επιτροπή» [CFA], 2 Μαΐου 1945, PJ 42, «Μπρινόν», APP.

[607] «Εκ νέου προσαγωγή ενώπιον τής δικαιοσύνης των μελών [τής Επιτροπής]», 14 Ιουνίου 1945· δες επίσης εξέταση τού Φάιλ από τον Μπερζέ, 1η Σεπτεμβρίου 1946, F7 15327, «Γκριμ και Φάιλ», AN.

[608] «Σημειώσεις για τον Γκριμ» (αχρονολόγητες), Ιούνιος 1945, F7 15327, «Γκριμ», AN (59 ονόματα γάλλων: 1ος στη λίστα o Μπινό-Βαριγιά, 59ος o Σκαπινί).

[609] Περιγραφή και παρουσίαση των δραστικών σχεδίων «τού φίλου μου Ντοτρί» από τον Αντρέ Μποντέ, πρόεδρο τού Εμπορικού Επιμελητηρίου, εν όψει «τής δυσμενέστατης οικονομικής κατάστασης […] των μεγάλων [σιδηροδρομικών] δικτύων» (βασική αίτια για την κρατικοποίηση τού 1937), πρακτικά τής σύσκεψης τής 3ης Νοεμβρίου 1931, CCP [Εμπορικό Επιμελητήριο], IX, 1, 42 (1931), ACCP [Αρχείο Εμπορικού Επιμελητηρίου Παρισιού]· PPRG [Γενική υπηρεσία πληροφοριών τής αστυνομικής διεύθυνσης τού Παρισιού], 12 Ιουλίου 1935, BA 1976, «Λαβάλ», APP.

[610] «Απόσπασμα» συναρχία-CSAR [Καγκούλ: Μυστική Επιτροπή Επαναστατικής Δράσης] και λίστα με τους 364 συνάρχες, F7 15343, AN.

[611] PPRG [Γενική υπηρεσία πληροφοριών τής αστυνομικής διεύθυνσης τού Παρισιού], 19 Ιουνίου και 13 Ιουλίου 1936, GA, D 3, «Ραούλ Ντοτρί», APP.

[612] De Monzie Anatole, Ci-devant, (Paris, Flammarion, 1941), 21 και 31 Αυγούστου 1938, σελ.10-12.

[613] Τραπεζική έκθεση, Ιούνιος 1941, συνημμένη στην έκθεση Βιλάτ, 15 Μαρτίου 1946, PJ 40, «Μπαρνό», APP.

[614] Bourdé, La défaite, σελ. 152.

[615] Έκθεση QGS/I/25701 «για τη συνδικαλιστική δράση», Νοέμβριος 1943, F1 a 3774.

[616] Ci-devant, 30 Νοεμβρίου 1938, σελ. 10-12· ημερομηνία και περιεχόμενο τής ομιλίας τού Σεμάρ, L’Humanité, 28 Νοεμβρίου 1938, σελ. 1 (και Bourdé, La défaite, σελ. 170).

[617] Kriegel, La grève.

[618] Τηλεγράφημα Βέλτσεκ, 30 Νοεμβρίου 1938, συνταγμένο στα γαλλικά και στα ιταλικά, DGFP, D, IV, σελ. 465-467.

[619] Géraud André (Pertinax), Les fossoyeurs: défaite militaire de la France, armistice, contre-révolution (New York, 1943, 2 τόμ.), τόμ. Ι σελ. 120.

[620] Το 1939, ο Ντεκάμ σκόπευε να συμμετάσχει σε μεγάλο «συνέδριο για τον Ουμανισμό» που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το 1940 «στη Λισαβόνα υπό την αιγίδα τού ιησουίτη δικτάτορα Σαλαζάρ», στη διοργάνωση τού οποίου συμμετείχε ενεργά ο Ζαν Ριβέν από τη Γαλλία, συνεπικουρούμενος από τους Ραούλ Ντοτρί, Ζορζ Ντιαμέλ, Αντρέ Μορουά, οι οποίοι του προσέφεραν σημαντική υποστήριξη και βοήθεια», «Απόσπασμα» συναρχία-CSAR [Καγκούλ: Μυστική Επιτροπή Επαναστατικής Δράσης], F7 15343, AN (η έμφαση στο πρωτότυπο).

[621] Bourdé, La défaite, σελ. 170.

[622] RG, 25 Νοεμβρίου 1938, GA, T6, «Τετινγκέρ», APP.

[623] Έκτακτη συνεδρίαση, 1η Δεκεμβρίου 1938, σελ. 841, ABF (η υπογράμμιση δική μου).

[624] Bourdé, La défaite, σελ. 213-232 ; Imlay, Facing, σελ. 269-271.

[625] Έκτακτη συνεδρίαση, 1η Δεκεμβρίου 1938, σελ. 841-42, ABF

[626] Συνεδριάσεις, 3 Νοεμβρίου (έκθεση Φουρνιέ, σελ. 787-88)· έκτακτες συνεδριάσεις, Σεπτέμβριος, Συνοπτικά Πρακτικά, καμία σχετική αναφορά, 678-737, ABF.F.

[627] CGBF, συνεδρίαση 29, 23 Δεκεμβρίου 1938, ανάγνωση των επιστολών τού Ρεϊνό προς τον Φουρνιέ, 7 και 13 Δεκεμβρίου, και κείμενο τής απόφασης τής 7ης, σελ. 865-866, ABF.

[628] Αυτόθι, σελ. 874-927.

[629] Ιδιωτική συγκέντρωση τού Δημοκρατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος [PRNS], 4 Μαρτίου 1939, BA 1951, «PRNS», 1930-39, APP.

[630] Ημερ. Διάτ. τής Επιτροπής τού Κορμπέιγ, 5, συνημμένη στην επιστολή τού προέδρου της προς τον Νταλαντιέ, 6 Δεκεμβρίου 1938, φάκελος «γενική απεργία τής 30ής Νοεμβρίου 1938 και κινήματα διαμαρτυρίας κατά των νομοθετικών διαταγμάτων, Νοέμβριος 1938‒Δεκέμβριος 1939», F 60, 640, AN.

[631] CCP [Εμπορικό Επιμελητήριο], IX, 1, 47, Πρακτικά συνεδριάσεων 1937-1938, και κυρίως IX, 2, 13 έως 20, 1938-1940, ACCP [Αρχείο Εμπορικού Επιμελητηρίου Παρισιού], σποράδην.

[632] Τηλεγράφημα 583 για το πρωτόκολλο στον Βέλτσεκ, Βερολίνο, 29 Νοεμβρίου 1938, DGFP, D, IV, σε. 465-467.

[633] Lacroix-Riz, Choix, κεφ. 4, «Η Γερμανία στη Γαλλία» και κατωτέρω, σελ. 390.

[634] Αναφορά Φιπς 1443, Παρίσι, 7 Δεκεμβρίου 1938, DBFP, 3, III, σελ. 390-391.

[635] Τηλεγράφημα 6315/233 Ρ. Γκαρίλια, Παρίσι, 6 Δεκεμβρίου 1938, DDI [Ιταλικά Διπλωματικά Έγγραφα], 8η σειρ., X, 545-6.


[i] Confédération générale du travail: Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας.
[ii] Γενικός γραμματέας τής CGT.
[iii] Ο διοικητής τής Κεντρικής Τράπεζας.
[iv] Υπ.Εξ.
[v] Αναφορά στην ημέρα που επιβλήθηκε σε βάρος γάλλων πολιτών το μέτρο τής υποχρεωτικής εργασίας σε εργοστάσια τής Γερμανίας.
[vi] CGPF: Confédération générale de la Production française.
[vii] Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας τής CGT.
[viii] Υπ. Εργασίας.
[ix] Υπ. Οικονομικών.
[x] Το γαλλικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
[xi] Διευθυντής τής γαλλικής εταιρείας πετρελαίων CFP, τής προδρόμου τής Total.
[xii] Union des Industries et des Métiers de la Métallurgie: Ένωση Μεταλλουργικών Βιομηχανιών και Επαγγελμάτων.
[xiii] Γενικός Διευθυντής τής τράπεζας Worms.
[xiv] partageux: πεπαλαιωμένος όρος συνώνυμος τού «κομμουνιστή».
[xv] Βρετανός Πρέσβης.
[xvi] Υπ.Εξ.
[xvii] Ιταλός Πρέσβης.

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε