RSS

Ο τσεχοσλοβάκικος χρυσός [1939]—Α. Lacroix-Riz

04 Αυγ.

Κουρτ φον Σρέντερ (Νυρεμβέργη‒1947)

Ο τσεχοσλοβάκικος χρυσός και η οικονομική συνεργασία
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο V «“Στροφή” τής εξωτερικής πολιτικής (Μάρτιος-Αύγουστος 1939);»]

Οι χρηματοοικονομικές ελίτ στις οποίες λογοδοτούσε ο Φλαντέν[i] έδειξαν απέναντι στη νέα φάση τού γερμανικού σχεδίου τής «επέκτασης προς ανατολάς», που τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις 15 Μαρτίου 1939,[ii] την ίδια αδιαφορία με αυτή τού προστατευόμενού τους. Ή, μάλλον ακριβέστερα, έσπευσαν να υιοθετήσουν το γερμανικό σκεπτικό τής επιχείρησης εισβολής, αναπαράγοντας, με κάποια δόση υπερβολής, τις δηλώσεις τού γάλλου στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο όσον αφορά την «τεράστια […] λεία», που θα αποσπούσε το Ράιχ και που περιελάμβανε «το σύνολο τού τσεχοσλοβάκικου πολεμικού υλικού και προμηθειών, όλα τα εργοστάσια, συμπεριλαμβανομένων και των υπό κατασκευή υλικών σε σχέση με παραγγελίες προς τρίτες χώρες, το σύνολο τού τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού […], όλο το χρυσό και το συνάλλαγμα που [διέθετε] η πλούσια αυτή χώρα και τέλος μερικές χιλιάδες σκλάβους […]».[922] Ωστόσο, όπως συνέβη και μετά το Άνσλους, η πρόσβαση στο «χρυσό και το συνάλλαγμα», που εξαρτάτο από τις κεντρικές τράπεζες τής Αγγλίας και τής Γαλλίας, επρόκειτο σύντομα να εξελιχθεί σε «τεράστιο και πολύμορφο σκάνδαλο», το οποίο θα κορυφωνόταν με τη μεταβίβαση στη Γερμανία τού ισπανικού χρυσού.[923]

Από τον Μάιο τού 1939 και εξής, «το σκάνδαλο τού τσεχοσλοβάκικου χρυσού» — με άλλα λόγια, οι ευθύνες τής Τράπεζας τής Αγγλίας όσον αφορά την εκχώρηση στη Ράιχσμπανκ, πάντα διαμέσου τής Τράπεζας Διεθνών Διακονισμών [ΤΔΔ], τού συνόλου των αποθεμάτων τής κεντρικής τράπεζας τής Τσεχοσλοβακίας — θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο αγγλικό κοινοβούλιο και τις εφημερίδες.[924] Άγνωστος ωστόσο παρέμεινε στη γαλλική κοινή γνώμη ο ενεργός ρόλος που διαδραμάτισε η Τράπεζα τής Γαλλίας στην υπόθεση αυτή.[925] Τον Οκτώβριο τού 1939, ο Ομπουέν[iii] υπενθύμισε στον τότε διοικητή τής Τράπεζας τής Γαλλίας Π. Φουρνιέ ότι, υπό την κάλυψη τής ΤΔΔ, η τράπεζα την οποία διηύθυνε είχε ήδη από «τον περασμένο Μάρτιο, επικυρώσει την [σχετική αγγλο-γαλλική] απόφαση […], αναλαμβάνοντας μάλιστα και τη δέσμευση να σεβαστεί την υποχρέωση διατήρησης στη διάθεση των εξουσιοδοτημένων στελεχών τού συνόλου των αποθεμάτων χρυσού τής εθνικής Τράπεζας τής Τσεχοσλοβακίας και για το διάστημα μετά τις 15 Μαρτίου»: επρόκειτο, όπως διευκρίνισε, για τη μεταβίβαση στη Ράιχσμπανκ, με τη διενέργεια των σχετικών λογιστικών εγγραφών, «τρεις ημέρες μετά την κατάληψη τής Πράγας», των αποθεμάτων χρυσού τής Τσεχοσλοβακίας, που την εποχή εκείνη άξιζαν [περίπου] έξι εκατ. στερλίνες.[926] Το καλοκαίρι, μάλιστα, τού 1945 ο αντιπρόεδρος τής Ράιχσμπανκ κ. Εμίλ Πουλ και οι συνάδελφοί του στη γερμανική κεντρική τράπεζα διηγήθηκαν στους αμερικάνους, που, όπως ήταν φυσικό, ήταν περίεργοι να μάθουν τις βρομοδουλειές των αγγλογάλλων, την ιστορία τής παράδοσης τού χρυσού, αξίας 70 εκατ. ράιχσμαρκ (ποσότητας άνω των 25 τόνων),[927] «[που αντιστοιχούσε] στα συνολικά αποθέματα τής Τράπεζας τής Πράγας [… και είχε] κατατεθεί στην Αγγλία στο όνομα τής Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών»: «Πώς αποκτήσατε τον χρυσό; — Μας τον έδωσε η ΤΔΔ», δήλωσε ο Πουλ: όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση τού αυστριακού χρυσού, «η μεταβίβαση ολοκληρώθηκε εντός εβδομάδων από την κατάληψη τής Πράγας […]. Δεν υπήρξε ούτε καθυστέρηση, ούτε κανενός είδους αντίρρηση».[928] Ωστόσο, στη συνέχεια, η διοίκηση τής ΤΔΔ, που ήδη από το 1935, σε σχέση με τον πόλεμο τής Αθιοπίας, είχε δηλώσει κάθετα αντίθετη στην επιβολή κυρώσεων για λόγους διαφύλαξης τής πολιτικής της ουδετερότητας, άλλαξε στάση αμέσως μετά την προσάρτηση των βαλτικών χωρών από την ΕΣΣΔ: το σοβιετικό αίτημα που υποβλήθηκε τον Ιούλιο τού 1940 για τη μεταφορά τού χρυσού των εθνικών τραπεζών των βαλτικών χωρών στον λογαριασμό τής κεντρικής τράπεζας τής ΕΣΣΔ προκάλεσε πολιτική θύελλα, πράγμα που υποχρέωσε την ΤΔΔ να θέσει αμετάκλητο βέτο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.[929]

Κατά το εξάμηνο μετά την κατάρρευση τής Τσεχοσλοβακίας και τη μεταβίβαση τού χρυσού της στο Ράιχ συνεχίστηκε ο πυρετός των εμπορικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών και διαπραγματεύσεων από πλευράς των αγγλο-γάλλων εταίρων.[930] Κατά τα τέλη Μαρτίου η Canard enchaîné θα δημοσιεύσει σκωπτικά σχόλια για την «πέμπτη φάλαγγα», η οποία κινούσε τα νήματα στο οικονομικό παρασκήνιο, έχοντας ως αρχηγείο της το εμπορικό επιμελητήριο τού Παρισιού, που είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση τού «Γαλλογερμανικού Οικονομικού Κέντρου», αποτυπώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη «γενική διάθεση που επικρατ[ούσε τότε] στους κύκλους τής οικονομικής ολιγαρχίας»: «Όπως δείχνει η εμπειρία κρατών όπως η Ρουμανία, η Πολωνία, η Ολλανδία και η Γιουγκοσλαβία, […] η Γερμανία επιδιώκει και εξασφαλίζει την επέκταση τής ηγεμονίας της στην Ευρώπη μέσω ενός συστήματος εμπορικών συμφωνιών (όσο για το ενδεχόμενο τής άρνησης υπογραφής, αρκεί να θυμίσουμε την κατάληξη τής Τσεχοσλοβακίας). […] Αποτελεί πρόκληση η ανακοίνωση που εξέδωσε το εμπορικό επιμελητήριο τού Παρισιού σε σχέση με την προγραμματισμένη για τον Ιούνιο επίσκεψη τού βαρόνου Κουρτ φον Σρέντερ. Η πρωτοβουλία για την πρόσκληση αυτή ανήκει στο Γαλλογερμανικό Οικονομικό Κέντρο, τού οποίου ιθύνων νους είναι ο κ. Ελμπέλ, βουλευτής τής Βοζ. Ο κ. Ελμπέλ μετέβη πρόσφατα στη Φρανκφούρτη ως προσκεκλημένος τής βιομηχανίας IG Farben, ενός μονοπωλιακού ομίλου που, όπως είναι ευρέως γνωστό, δραστηριοποιείται στον τομέα χημικών προϊόντων και που διατηρεί στενούς δεσμούς με τους ναζιστές ηγέτες. Μεταξύ των μελών τού [γαλλογερμανικού] Κέντρου συγκαταλέγεται και ο κ. Μιρό, διευθυντής τής εφημερίδας «Le Temps», όπου εκπροσωπεί τα συμφέροντα τής Επιτροπής Σιδηρομεταλλουργίας. Όσο για τον βαρόνο Σρέντερ, είναι, θα λέγαμε, ο Ρίμπεντροπ τής γερμανικής οικονομίας. Παλιά φυσιογνωμία τού αποσχιστικού κινήματος τής Ρηνανίας, ο βαρόνος κανόνισε τη συνάντηση τού Χίτλερ με τον φον Πάπεν στις 7 Ιανουαρίου τού 1933, στη διάρκεια τής οποίας οι μεγιστάνες τής γερμανικής βιομηχανίας έδωσαν τη στήριξη τους στον Φύρερ. Η τράπεζα τού βαρόνου εδρεύει στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, ενώ ο ίδιος είναι και πρόεδρος μιας σειράς επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ασφάλιση, στον τομέα εξόρυξης άνθρακα, στις εγκαταστάσεις υψικαμίνων, στον ηλεκτρισμό, στην υφαντουργία, κ.λπ. Πρόσφατα μάλιστα, διορίστηκε από το Τρίτο Ράιχ στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Το Γαλλογερμανικό Οικονομικό Κέντρο […] δεν είναι άραγε ο διάδοχος οργανισμός τής Γαλλογερμανικής Επιτροπής, που έχει σήμερα περιέλθει σε ανυποληψία λόγω των ραδιουργιών τού κ. ντε Μπρινόν;»[931]

Η εφημερίδα Canard enchaîné είχε, πράγματι, δίκιο: μετά τα γεγονότα τής 15ης Μαρτίου οι χρηματιστικοί κύκλοι και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι απλώς υποχρεώθηκαν να κινηθούν με περισσότερη διακριτικότητα, καθώς βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να διακόψουν τις επαφές τους και να επιστρέψουν στο Παρίσι (όπως για παράδειγμα συνέβη με τον Ερβέ Αλφάν, «τον επικεφαλής διαπραγματευτή τής γαλλικής πλευράς»). Ωστόσο, όπως αναμενόταν, οι διαπραγματεύσεις άρχισαν εκ νέου μετά από μερικές εβδομάδες.[932] Η έκτη συνάντηση τής «γαλλικής και γερμανικής κυβερνητικής επιτροπής» έλαβε χώρα στο Παρίσι κατά το διάστημα μεταξύ 2ας και 16ης Μαΐου 1939 «μετά από αίτημα τής γαλλικής κυβέρνησης»·[933] στη συνάντηση εξετάστηκαν τα συνήθη «ζητήματα αποζημιώσεων και εμπορίου», αλλά και, ειδικότερα, τα ζητήματα που αφορούσαν «το σχέδιο Γιανγκ».[934] Το μεγάλο κεφάλαιο τής Κολωνίας είχε την τιμητική του τον Ιούνιο, με τη δεξίωση που παρατέθηκε επ’ ευκαιρία τής επίσκεψης τού Σρέντερ στις 9 τού μήνα στο Παρίσι και στην οποία παρευρέθησαν, μεταξύ άλλων, ο διευθυντής τής Διεθνούς Έκθεσης και εκπρόσωποι των δημοτικών αρχών τής πόλης.[935]

Ο [ιστορικός] Σιλβέν Σιρμάν διακρίνει «τομές και ασυνέχειες» στην γαλλική πολιτική στην περίοδο μετά τις συμφωνίες τού Μονάχου, θεωρώντας ως δεδομένη την «αποφασιστικότητα και το σθένος [τής γαλλικής πλευράς] μετά την περίοδο τού κατευνασμού», αλλά, στην πραγματικότητα, δεν περιγράφει παρά την αδιάλειπτη συνέπεια τής ακολουθούμενης πολιτικής. Πράγματι, με τις εμπορικές συμφωνίες και τις συμφωνίες εξόφλησης που συνήφθησαν στις 29 Ιουνίου 1939 απλώς παρατάθηκε μέχρι τις 30 Ιουνίου 1940 η διάρκεια ισχύος των συμφωνιών τής 10ης Ιουλίου 1937. Μια «προφορική συμφωνία κυρίων μεταξύ Χέμεν και Αλφάν» επικύρωσε, χωρίς καμιά επίσης διαφοροποίηση ή πρόσθετη απαίτηση, τον συμβιβασμό για το ζήτημα τής προσάρτησης τής Βοημίας και τής Μοραβίας: «κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία παρέσχε κάλυψη στις νέες προκλήσεις εκ μέρους τής Γερμανίας». Στις 20 Ιουλίου, με μια «συμπληρωματική συμφωνία» ουσιώδους σημασίας[936] επικυρώθηκε και η «οριστική ρύθμιση τού ζητήματος τού προσωρινού καθεστώτος εξυπηρέτησης των δανείων Ντόους και Γιανγκ, […] μέσω τής ενοποίησης τού χρέους επί των [ήδη] υφισταμένων βάσεων και τη ρύθμιση των εγγυημένων αυστριακών δανείων». Με την εν λόγω συμφωνία επετράπη στο Ράιχ να συνεχίσει τις εισαγωγές για τις ανάγκες τού πολέμου, και μάλιστα τις εισαγωγές σιδήρου («500 χιλιάδες τόνους» μηνιαίως) και ποσοτήτων «εξωτικής ξυλείας, με προέλευση κυρίως από την Γκαμπόν (οκουμέ), που είχαν μπλοκαριστεί στο λιμάνι τού Αμβούργου λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων από την πλευρά των γερμανών αγοραστών».[937] Ο Σ. Σιρμάν μπορεί μεν να δηλώνει «προβληματισμένος» από το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή υπογράφηκε μόλις «ένα μήνα πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών», αναγνωρίζει ωστόσο την προτεραιότητα των γαλλικών «χρηματοοικονομικών συµφερόντων»: για το Παρίσι, η διευθέτηση των θεμάτων που αφορούσαν τα σχέδια Ντόους και Γιανγκ αποτελούσε όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη συνέχιση των συνομιλιών.[938] Την ίδια μάλιστα μέρα υψηλόβαθμος αξιωματούχος τού γαλλικού υπουργείου εξωτερικών υπέγραψε κοινό κείμενο που εκθείαζε τα μεγαλόσχημα «σχέδια γαλλογερμανικής προσέγγισης στην Αφρική» — χωρίς περαιτέρω γεωγραφική εξειδίκευση — που προέβλεπαν την εμπορική ανάπτυξη ή/και τη δημιουργία νέων «γαλλογερμανικών εταιρειών κεφαλαιακής συμμετοχής».[939]

Η συμφωνία τής 20ής Ιουλίου προέβλεπε και τη συνέχιση των σταθερά αυξανόμενων σιδηρουργικών συναλλαγών. Πράγματι, όπως ανέφερε τον ίδιο μήνα «ένας μηχανικός τής Κρουπ σε συνομιλία του με αλλοδαπό αξιωματούχο», ενισχυόταν αδιάκοπα ο ρόλος και η σημασία τής Γαλλίας στην γερμανική χαλυβουργική παραγωγή· ενώ το 1938 αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο των γερμανικών εισαγωγών, έναντι ποσοστού 40% με προέλευση από τη Σουηδία, ο γαλλικός σίδηρος πλέον καταλάμβανε τη μερίδα τού λέοντος, και αυτό γιατί στο μεταξύ το ποσοστό των εισαγωγών από τη Σουηδία είχε μειωθεί δραστικά εξαιτίας των «αγγλικών παραγγελιών»: «Τα 2/3 τού χάλυβα που χρησιμοποιείται σήμερα στην Κρουπ προέρχεται από τα γαλλικά ορυχεία και κυρίως από τα ορυχεία τής Βορείου Αφρικής». Λόγω τού ύψους των προμηθειών στις οποίες προέβαινε η Επιτροπή Σιδηρομεταλλουργίας, τη στιγμή μάλιστα που «τα γερμανικά στρατεύματα [ετοιμάζονταν] να προελάσουν προς την Πομερανία, τη Σιλεσία, τη Μοραβία [και] τη Σλοβακία», ο στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο [Ανρί-Αντουάν] Νιντελέ θεώρησε πρέπον να προτείνει στις 22 Αυγούστου προς τους προϊσταμένους του να ανακόψουν τις προμήθειες γαλλικού σιδήρου και να «επιβάλουν αμέσως» γενικό εμπορικό αποκλεισμό όσον αφορά τις εισαγωγές προς τη Γερμανία. «Ακόμα και μόνη της, η Γαλλία δεν πρέπει να διστάσει να διακόψει τις εμπορικές της σχέσεις με την Γερμανία […] και να αναλάβει την πρωτοβουλία για την κοινωνικο-οικονοµική κινητοποίηση τής χώρας. Όσο δύσκολη, όσο επίπονη και αν φαίνεται η διαδικασία αυτή, δεν είναι τίποτα μπροστά στα όσα θα ακολουθήσουν, αν δεν πράξουμε τώρα τα δέοντα».[940]


[922] Επιστολή 251 Ντιντελέ προς το Υπ. Πολέμου, Βερολίνο, 16 Μαρτίου 1939 (έμφαση στο πρωτότυπο), 7 N 2602, SHAT [Ιστορική Υπηρεσία Στρατού Ξηράς].

[923] Δήλωση τού [υποδιοικητή τής Τράπεζας τής Γαλλίας] Βιλάρ που παρατίθεται στην επιστολή τού Μπολζέρ προς τον Μπουαζανζέ, Παρίσι, 1η Νοεμβρίου 1940, 1080 199201/23, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[924] Smith Arthur L., Jr, Hitler’s gold. The story of the Nazi War Loot (Oxford, Berg, 1989) σελ.4-8, Higham Charles, Trading with the Enemy, an exposé of the Nazi-American Money Plot, 1933-1949 (New York, Delacorte Press, 1983), σελ.5-6· Trepp Gian, Bankgeschäfte mit dem Feind. Die Bank für Internationalen Zahlungsausgleich im Zweiten Weltkrieg. Von Hitlers Europabank zum Instrument des Marshallsplans (Zurich, Rotpunktverlag, 1996), σελ. 29-32, για τις αντιδράσεις τού Τύπου, φθινόπωρο 1939, 1069199211/34· για την επίθεση κατά τής ΤΔΔ τού συντάκτη των Financial News Πάουλ Άιντσιχ, 5 Μαΐου 1939, 1069199211/91, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[925] Για υπαινιγμούς στους οποίους είχαν προβεί οι Πιέρ Μαντές-Φρανς και Εμίλ Μπιρέ, δύο συνάρχες με αντιγερμανικά αισθήματα, δες Lacroix-Riz Annie, Le Choix de la défaite: les élites françaises dans les années 1930 (Paris, Armand Colin, 2006, επανέκδ. 2007), σελ. 470.

[926] «Ιδιωτική» επιστολή n° 7 τού Ομπουέν στον Π. Φουρνιέ, Βασιλεία, 13 Οκτωβρίου 1939, 1069199211/40, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[927] Έκθεση τού οικονομ. επιθεωρητή Πανουιγιό για το Υπ. Οικονομικών, Παρίσι, 21 Ιουνίου, και γαλλοαμερικανική ανακριτική διαδικασία σε βάρος τού Ράινελ, 14 Αυγούστου 1945, ώρα 10:30, 1080199201/26, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[928] Ανάκριση Πουλ (πρακτικά αρ.3) και σημείωμα APO-742 Κέρτις για την εξέταση τού Ράινελ, 10 και 6 Αυγούστου 1945, 1080199201/26, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας].

[929] Για επίσημη απόδειξη τού πολιτικού χαρακτήρα των αποφάσεων τής ΤΔΔ, δες Trepp, Bankgeschäfte, σελ. 80-81· Lacroix-Riz, Α., «La Banque des règlements internationaux et la Banque de France de l’apaisement à la guerre: de la collaboration des Banques centrales à l’ “or allemand”» (στο εξής, «La BRI»), στη συλλογή άρθρων (υπό την επιμ. των Olivier Feiertag και Michel Margairaz) Politiques et pratiques des banques d’émission en Europe (XVIIe- XXesiècles), (Paris, Albin Michel, 2003, σελ. 387-412) σελ. 404-406 και Choix, ευρετήριο, καταχώρηση BRI [ΤΔΔ].

[930] Για την αγγλική πλευρά, δες DBFP [Documents on British Foreign Policy], 3η σειρ., V, DGFP [Documents on German Foreign Policy], D, VI σποράδην και Choix.

[931] Φύλλο τής 29ης Μαρτίου 1939, CCP VI-6.50 (1), ACCP [Αρχεία Εμπ. Επιμελητ. Παρισιού] (βλ. και ανωτέρω).

[932] Έκθεση Βίελ, Βερολίνο, 16 Μαρτίου 1939, DGFP, D, VI, σελ. 11-12.

[933] Πληροφορία, 25 Απριλίου, BA [Εκθέσεις Γεν. Υπηρ. Πληροφοριών] 2140, «Γερμανία», APP [Αρχεία Αστυνομικής Διεύθυνσης].

[934] Πρακτικά των δύο συναντήσεων, BE-MAE [Αρχεία Υπ.Εξ.] από 1ης Μαρτίου έως 22 Μαΐου 1939, F60, 344, AN [Εθν. Αρχεία].

[935] Πληροφορία, 8 Ιουνίου, BA [Εκθέσεις Γεν. Υπηρ. Πληροφοριών] 2140, «Γερμανία», APP [Αρχεία Αστυνομικής Διεύθυνσης].

[936] Πέραν των ακόλουθων παραπομπών, δες επίσης τη διατριβή τού Picard Alexandre, «Les relations économiques franco-allemandes du Front populaire à septembre 1939» (mémoire de M2, université Paris 7), Ιούνιος 2007.

[937] Προβλέφθηκε μάλιστα ότι στο εξής οι εισαγωγές αυτές «θα αντισταθμίζονταν με συμπληρωματικές εξαγωγές άνθρακα [προς τη Γαλλία] (πέραν των εξαγωγών άνθρακα-κωκ)», έκθεση Γκαρίλια, Παρίσι, 20 Ιουλίου 1939, DDI [Documenti Diplomatici italiani] 8η σειρά, XII, σελ. 467-468.

[938] Αυτόθι, όπως και από άλλες πηγές, όπως σημείωμα συντακτών, DGFP [Documents on German Foreign Policy], D, VI, σελ. 813 και Schirmann Sylvain, Les relations économiques et financières franco-allemandes, 24 décembre 1932-1er septembre 1939 (Comité pour l’histoire économique et financière de la France [ministère des Finances], Paris, 1995) σελ. 240-243.

[939] Υπόμνημα Χόφχοϊ, 20 Ιουλίου 1939, «Βισί‒Μαρόκο», 39, MAE [Αρχ. Υπ.Εξ.] (έμφαση στο πρωτότυπο).

[940] Επιστολή 866 Ντιντελέ, Βερολίνο, 22 Αυγούστου 1939, 7 N 2602, SHAT [Ιστορική Υπηρεσία Στρατού Ξηράς] (έμφαση στο πρωτότυπο).


[i]Ηγέτης τής Δημοκρατικής Συμμαχίας.
[ii]Ημερομηνία τής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία.
[iii] Στέλεχος τού διοικ. συμβουλίου τής ΤΔΔ.

 
Σχολιάστε

Posted by στο 04/08/2013 σε Uncategorized

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε