RSS

A.Badiou, Για σήμερα: Πλάτωνας! 21/1 & 4/3/2009

28 Ιαν.

Για Σήμερα: Πλάτωνας! (2.32.4)
Ανοικτό σεμινάριο τού Αλαίν Μπαντιού (2008-2009)
[Σημειώσεις τού Ντανιέλ Φισέρ]
21 Ιανουαρίου 20094 Μαρτίου 2009
[…]

Πλάτωνας: το Σπήλαιο

Θα ξεκινήσουμε την εξέταση τού εξαιρετικά διάσημου αυτού κειμένου, τής αλληγορίας τού Σπηλαίου, με ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

1) Το πρωτότυπο κείμενο τού Πλάτωνα ανοίγει το βιβλίο Ζ΄ τής Πολιτείας. Το βιβλίο ΣΤ΄ ολοκληρώνεται με τη θεωρία τής Γραμμής, την οποία σχολιάσαμε την περασμένη φορά. Πουθενά αλλού στην Πολιτεία δεν είναι τόσο παράλογη η διαίρεση τού κειμένου σε βιβλία. Όπως σας έχω ήδη αναφέρει, το κείμενο διακόπτεται στο σημείο όπου πρόκειται να γίνει επανασκόπηση με αφηγηματική μορφή τού εννοιολογικού μονταρίσματος που μόλις προηγήθηκε. Στο τέλος τού βιβλίου ΣΤ΄ εκτίθεται η θεωρία τής διαλεκτικής πράξης, τής οποίας το μυθογράφημα συνιστά η αλληγορία τού Σπηλαίου. Πρόκειται εδώ για κάτι με γενική ισχύ: αν πράγματι έχετε διεισδύσει στην ουσία μιας εννοιολογικής κατασκευής, τότε οφείλετε να είστε σε θέση να την αποδώσετε με μια εικόνα, μ’ ένα διάγραμμα — πράγμα το οποίο θα χαρακτήριζα με τον όρο «αξίωμα τού διαγράμματος». Η διαίρεση αυτή ανάμεσα στα δύο βιβλία, η οποία οφείλεται σε κάποιον Αλεξανδρινό γραμματικό, συμβαίνει επομένως τη στιγμή τής παρουσίασης τής απόδειξης. Το παράδοξο τής στιγμής αυτής είναι ακόμα εντονότερο, δεδομένου ότι ο Πλάτωνας φημολογείται ότι επιδίωξε την καθαίρεση των ειδώλων: έχοντας μόλις καθορίσει ότι πρέπει να αποδράσουμε από τον κόσμο των ειδώλων, μας παρουσιάζει ως πειστήριο μια απεικόνιση τής απόδρασης αυτής (ο αλλόκοτος μηχανισμός στον οποίο προσφεύγει έχει κάτι να κάνει με τον κινηματογράφο). Είναι η στιγμή κατά την οποία η σκέψη — στη δεδομένη περίσταση, το θεωρητικό ζήτημα που αντιπροσωπεύει η διαλεκτική πράξη — οφείλει επίσης να ενεργοποιηθεί και ως υπαρξιακό ζήτημα· και η στιγμή αυτή απαιτεί επιπλέον την ικανότητά μας να συναρθρώσουμε το ποίημα με το μαθήμιο. Συνεπώς, ο Πλάτωνας όχι μόνον δεν εφαρμόζει εδώ ένα πρωτόκολλο αποπομπής των ποιητών, αλλά επικαλείται το ποίημα και αυτό για να δείξει ότι το ερώτημα που αυτό εγείρει δεν μπορεί να περιορισθεί μόνον στο θεωρητικό πεδίο.

2) Στο απόσπασμα αυτό, ο Πλάτωνας επινοεί, καταφεύγοντας στο τέχνασμα τής αλλοτρίωσης μέσα από τα είδωλα, την κατηγορία τής κοινωνίας τού θεάματος. Είναι μάλιστα ριζοσπαστικότερος τού Ντεμπόρ, γιατί οι θεατές του, «δεμένοι στα καθίσματά τους, τα μάτια τους προσηλωμένα στην οθόνη, το κεφάλι να το κρατάνε ακίνητο δύσκαμπτα ακουστικά που τους καλύπτουν τ’ αυτιά», εξαναγκάζονται στο θέαμα. Ποιοι είναι όμως οι «αόρατοι χειριστές» οι οποίοι κουνάνε τα αντικείμενα που τα είδωλα τους βλέπουν οι θεατές; Ποιος είναι ο μαέστρος των ειδώλων; Η απάντηση τού Ντεμπόρ θα ήταν βέβαια ότι υπάρχει ένα σύστημα παραγωγής ειδώλων και ότι αυτό είναι αδύνατο να διακριθεί από τον καπιταλισμό. Στον Πλάτωνα, το αίνιγμα μένει αναπάντητο. Κάθε απολύτρωση συνιστά μια «σκέψη τού έξω» — όπως μας υπενθύμιζε ο Ντελέζ, δεν σκεφτόμαστε αυθόρμητα, αλλά μόνο με το ζόρι, σαν να μας σπρώχνουν στην πλάτη. «Ας φανταστούμε ότι λύνουμε έναν θεατή και τον αναγκάζουμε έξαφνα να σηκωθεί…». Ποιος είναι αυτός ο απελευθερωτής, ποιοι είναι αυτοί οι «πληρωμένοι από εμάς (;) νταήδες», οι «πράκτορες» τού βίαιου αποχωρισμού; Και εδώ επίσης το πλατωνικό κείμενο αφήνει το ερώτημα μετέωρο.

3) Ορισμένοι άλλοι πλατωνικοί προϊδεασμοί και προαναγγελίες: α) η διαδικασία τής απελευθέρωσης οφείλει να εκπορθήσει εμμενώς την προσίδια ιδέα της, το θάμπωμα στις πλαγιές τού βουνού (το Απόλυτο) είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία τής διαδικασίας απελευθέρωσης, η ιδέα δεν προηγείται τής διαδικασίας· εδώ ο Πλάτωνας συνδέεται στενά με τον Έγελο.— β) ενώ είναι η αναμφισβήτητη η ευδαιμονία τής χειραφέτησης, αυτή προϋποθέτει μια κάποια καταπόνηση (ο θεατής, ελεύθερος πλέον από τα δεσμά του και αναγκασμένος να κοιτάξει στο φως που ξεχύνεται από τους προβολείς, θαμπώνεται, νιώθει φριχτούς πόνους στα μάτια) και γεννάει συγχρόνως τον οίκτο (συμπονά τους συντρόφους του στην πλάνη, εκείνους που εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι στην πολυθρόνα των τυφλών οπτασιαστών)· στην περίπτωση αυτή, ο Πλάτωνας προαναγγέλλει τον Σοπενχάουερ.

4) Αναφορικά με τους μεταφραστικούς τελεστές, στη χρήση των οποίων έχω προσφύγει για τη μετάφραση μου:

Θέλησα να εκσυγχρονίσω το κείμενο τού Πλάτωνα, ώστε να ανταποκρίνεται στο δικό μας σύστημα ειδώλων. Οι σκιές που σχηματίζονται στο φως των κεριών πάνω στα τοιχώματα τού σπηλαίου του, για να είμαστε ειλικρινείς, έχουν κάτι το νεολιθικό. Κατέληξα, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω συνδυαστικά το γόητρο αφενός τού κινηματογράφου και αφετέρου, για να διατηρήσω το αίνιγμα των «αόρατων χειριστών», τη μαγεία τού θεάτρου σκιών.

Για την αναπαράσταση τής σκοτεινής βίας που συνοδεύει την έξοδο από την αίθουσα τού θεάματος, επικαλέστηκα, απεναντίας, τη βοήθεια τού Κάφκα με τους «πράκτορές» του, οι οποίοι έρχονται να αποσπάσουν βίαια και χωρίς περιστροφές τον θεατή από την καθημερινότητά του.

Θέλησα να δώσω έμφαση — χωρίς όμως να έχω την πρόθεση να το επιλύσω — στο πρωταρχικό αίνιγμα τού κειμένου, στο αίνιγμα που θέτουν όλα εκείνα τα αντικείμενα που κυκλοφορούν πίσω από τους θεατές («κούκλες, μαριονέτες κ.λπ.»), των οποίων η προέλευση θα παραμείνει πάντοτε άγνωστη. Πρόκειται για εκείνο που υπογραμμίζεται, για μια ακόμη φορά, από την Αμάντα, όταν αυτή παρατηρεί ότι, πριν από τον βίαιο αποχωρισμό, οι σκιές τής συνήθους εμπειρίας ήταν περισσότερο «πραγματικές» από τα μυστηριώδη αυτά αντικείμενα. Θέλησα, τέλος, να αναπτύξω περισσότερο την έξοδο, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη εξισορρόπηση με το επεισόδιο τής αίθουσας τού θεάματος, και γι’ αυτό προσέφυγα στην πρόζα τού Σάμιουελ Μπέκετ («[Υψώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, βλέπει το φεγγάρι και τους αστερισμούς και] ακόμα, βλέπει την Αφροδίτη να ανατέλλει …»).

Η Αλληγορία τού Σπηλαίου (Πολιτεία, Βιβλίο Ζ´, 514a κε.)

— Φανταστείτε μια γιγάντεια κινηματογραφική αίθουσα. Μπροστά σας, η οθόνη, που φτάνει μέχρι το ταβάνι — που είναι όμως τόσο ψηλά, ώστε όλα γύρω σας να είναι βυθισμένα στη σκιά — , δεν σας επιτρέπει να βλέπετε τίποτε άλλο εκτός από την ίδια. Ο κινηματογράφος είναι φύσκα γεμάτος. Οι θεατές, δεμένοι στα καθίσματά τους από τη γέννησή τους, τα μάτια τους προσηλωμένα στην οθόνη, το κεφάλι να το κρατάνε ακίνητο δύσκαμπτα ακουστικά που τους καλύπτουν τ’ αυτιά. Πίσω από τις δεκάδες χιλιάδες των θεατών, καθηλωμένων στην πολυθρόνα τους, βρίσκεται, στο ύψος τού κεφαλιού τους, μια τεράστια ξύλινη εξέδρα, παράλληλα χτισμένη καθ’ όλο το μήκος τής οθόνης· και παραπίσω ακόμα, πελώριοι προβολείς που πλημμυρίζουν την οθόνη μ’ ένα σχεδόν ανυπόφορο λευκό φως.

— Τι παράξενο μέρος ! λέει ο Γλαύκος.

— Καθόλου πιο παράξενο από τη Γη μας … Πάνω στην εξέδρα κυκλοφορούν κάθε λογής αυτόματα, κούκλες, χάρτινες φιγούρες, μαριονέτες, που τις κρατάνε και τις κινούν αόρατοι χειριστές ή που την κίνησή τους ελέγχουν αυτοί από απόσταση. Περνοδιαβαίνουν έτσι στην εξέδρα ζώα, τραυματιοφορείς, δρεπανηφόροι, αυτοκίνητα, λελέκια, συνηθισμένοι άνθρωποι, ένοπλοι στρατιώτες, ομάδες νεαρών από τα υποβαθμισμένα προάστια, πιτσουνάκια, τηλεπαρουσιαστές πολιτισμικών εκπομπών, γυμνές γυναίκες1 … Οι μεν φωνάζουν, οι δε μιλάνε, άλλοι πάλι παίζουν την κορνέτα ή το μπαντονεόν και άλλοι περνάνε βιαστικά, χωρίς να λένε λέξη. Πάνω στην οθόνη φαίνονται οι σκιές, που σκιτσάρουν οι προβολείς, από το διφορούμενο καρναβάλι. Και στα ακουστικά, το ακίνητο πλήθος ακούει θορύβους και ομιλίες.

— Θεέ μου ! λέει με έμφαση η Αμάντα. Περίεργο το θέαμα και ακόμα πιο περίεργοι οι θεατές !

— Είναι σαν και μας. Απ’ ό,τι είναι γύρω τους, από τους εαυτούς τους, τους γείτονές τους, τον κινηματογράφο και τις αλλόκοτες σκηνές τής πασαρέλας, βλέπουν τίποτε άλλο εκτός από τις σκιές που ρίχνει στην οθόνη ο φωτεινός καταρράκτης των προβολέων; Ακούνε τίποτε άλλο πέρα από τις μεταδόσεις τής κάσκας τους;

— Μα πώς να δουν και να ακούσουν, αναφωνεί ο Γλαύκος, με το κεφάλι τους από την πρώτη στιγμή ακινητοποιημένο, να βλέπει στην κατεύθυνση τής μοναδικής οθόνης, και τα αυτιά τους βουλωμένα με ακουστικά;

— Έτσι είναι όπως τα λες! Δεν έχουν λοιπόν καμιά οπτική αντίληψη παρεκτός τής μεσολάβησης των σκιών και το μόνο που ακούν απ’ όσα λέγονται είναι ό,τι μεταδίδεται από τα ραδιοηλεκτρικά κύματα. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα επινοούσαν τρόπους συνομιλίας, είναι βέβαιο ότι ούτε και τότε θα μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα στο όνομα μιας σκιάς την οποία βλέπουν και το όνομα τού αόρατου σ’ αυτούς αντικειμένου στο οποίο ανήκει η σκιά αυτή.

— Και αυτό, προσθέτει η Αμάντα, χωρίς να υπολογίσουμε ότι το αντικείμενο στην πασαρέλα, ρομπότ ή μαριονέτα, είναι το ίδιο ήδη αντίγραφο, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν βλέπουν παρά μόνο τη σκιά μιας σκιάς.

— Και δεν ακούν, συμπληρώνει ο Γλαύκος, παρά μόνο το ψηφιακό αντίγραφο ενός φυσικού αντιγράφου των ανθρώπινων φωνών.

— Ε, ναι ! Γι’ αυτούς τους φυλακισμένους θεατές δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συμπεράνουν ότι η ουσία τού Αληθούς είναι κάτι άλλο από τη σκιά ενός ομοιώματος. Αλλά τι θα ’πρεπε να συμβεί μ’ αυτούς, αν έβλεπαν την κατάστασή τους να αλλάζει ολοκληρωτικά, από τη στιγμή που κάποιος θα ’σπαγε τα δεσμά τους και τους θεράπευε από την αλλοτρίωση; Προσοχή ! Ο μύθος μας παίρνει τώρα πολύ διαφορετική τροπή. Ας φανταστούμε ότι λύνουμε έναν θεατή και τον αναγκάζουμε έξαφνα να σηκωθεί, να στρέψει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά, να περπατήσει και να κοιτάξει στο φως που ξεχύνεται από τους προβολείς. Αμάθητος στα καμώματα αυτά είναι βέβαιο ότι θα υποφέρει. Θαμπωμένος από την πλημμύρα τού φωτός, δεν μπορεί να διακρίνει εκείνα που τις σκιές τους κοιτούσε ήρεμα πριν από τη βίαιη αυτή μεταστροφή. Ας υποθέσουμε ότι του εξηγούμε πως η προηγούμενη κατάστασή του δεν τον άφηνε να δει παρά μόνο την «τιμή» τους στον κόσμο τής κενότητας των φλυαριών και πως τώρα, καθώς βρίσκεται κοντά στο ον και μπορεί να το αντικρίσει, η όρασή του έχει επιτέλους αποκτήσει την ικανότητα να διακρίνει σωστά. Δεν θα ’πεφτε αυτός σε μεγάλη απορία και σύγχυση; Και δεν θα συγχιζόταν περισσότερο, αν του δείχναμε την πομπή που σχημάτιζαν τα ρομπότ, οι κούκλες, τα ανδρείκελα και οι μαριονέτες και, με πληθώρα ερωτήσεων, τον πιέζαμε να μας πει αν ήξερε τι είναι το κάθε τι; Αφού αναμφίβολα θα θεωρούσε περισσότερο αληθινές τις σκιές που έβλεπε πρωτύτερα απ’ αυτά που του δείχνουμε τώρα.

— Και, κατά κάποιον τρόπο, παρατηρεί η Αμάντα, θα ’χε δίκιο: δεν είναι μια σκιά που επιβεβαιώνει μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία πιο «πραγματική» από μια κούκλα από το πουθενά, που δεν ξέρουμε πώς μας προέκυψε;

Ο Σωκράτης, ασάλευτος, οργισμένος ίσως και συνάμα έκπληκτος, την κοιτάει επίμονα, χωρίς να πει λέξη, και κατόπιν συνεχίζει:

— Θα ’πρεπε καλύτερα να περιμένουμε να τελειώσει το παραμύθι μας, πριν να αποφασίσουμε για το τι είναι πραγματικό. Ας υποθέσουμε ότι εξαναγκάζουμε το πειραματόζωό μας να καρφώσει το βλέμμα του στους προβολείς. Νιώθει φριχτούς πόνους στα μάτια, κάνει να ξεφύγει, θέλοντας να ξαναγυρίσει σ’ εκείνα που μπορεί να βλέπει, στις σκιές, που το είναι τους το θεωρεί πολύ πιο βέβαιο από το είναι των αντικειμένων που τον προτρέπουμε να δει. Έρχονται, λοιπόν, τότε κάτι νταήδες, πληρωμένοι από εμάς, και χωρίς περιστροφές αρχίζουν να τον τραβολογούν στους διαδρόμους τού κινηματογράφου. Τον αναγκάζουν να περάσει μέσα από μια μικρή, κρυμμένη μέχρι τώρα, παράπλευρη πόρτα και τον ρίχνουν μέσα σε μια βρόμικη υπόγεια δίοδο που οδηγεί στο ύπαιθρο, στις φωτεινές ανοιξιάτικες βουνοπλαγιές. Θαμπωμένος, με μια αδύναμη χειρονομία, σκεπάζει τα μάτια του· οι πράκτορές μας τον σπρώχνουν στην απότομη ανηφοριά, για ώρα πολλή, όλο και ψηλότερα ! Ακόμα ! Φθάνουν στην κορυφή, λουσμένη στο φως, και ’κεί οι φύλακες τον παρατούν, κατηφορίζουν βιαστικά την πλαγιά και εξαφανίζονται. Να τος, μόνος, στο μέσο ενός ατέλειωτου τοπίου. Το άπλετο φως εκμηδενίζει τη συνείδησή του. Πώς αγανακτεί για τα τραβολογήματα, τις ταλαιπωρίες και την εγκατάλειψή του ! Πόσο μισεί τους τραμπούκους μας ! Σιγά-σιγά προσπαθεί, όμως, να κοιτάξει προς τις κορυφογραμμές, τις κοιλάδες, τον εκθαμβωτικό κόσμο. Στην αρχή τυφλώνεται από τη φεγγοβολή κάθε πράγματος, δεν βλέπει τίποτε από ’κείνα για τα οποία εμείς, χωρίς να το καλοσκεφτούμε, λέμε: «Υπάρχουν, είναι πράγματι εκεί». Δεν είναι αυτός που θα ξεστόμιζε με καταφρόνηση, όπως ο Έγελος μπροστά στην κορφή τού Γιουνγκφράου, «das ist», δεν μπορεί παρά να είναι έτσι.2 Προσπαθεί, ωστόσο, να συνηθίσει στο φως. Μετά από πολλές προσπάθειες, κάτω από ένα μοναχικό δένδρο, καταφέρνει στο τέλος να διακρίνει τη δέσμη τής σκιάς τού κορμού, το σκοτεινό περίγραμμα των φύλλων, που του θυμίζουν την οθόνη τού πρότερου κόσμου όπου ανήκε. Σε μια λακκούβα με νερό στη ρίζα ενός βράχου θα μπορέσει να δει την αντανάκλαση των λουλουδιών και τής χλόης. Κι από ’κεί φθάνει σιγά-σιγά στα ίδια τα αντικείμενα. Χωρίς βιασύνη, κοιτάζει με δέος τους θάμνους, τα έλατα, μια προβατίνα που ξέκοψε από το κοπάδι. Η νύχτα πέφτει. Υψώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, βλέπει το φεγγάρι και τους αστερισμούς και, ακόμα, βλέπει την Αφροδίτη να ανατέλλει. Κάθεται ακίνητος σ’ ένα παλιό κούτσουρο και παρακολουθεί την εωσφόρο. Μέσα από τις στερνές αναλαμπές αναδύεται, όλο και λαμπρότερη, για να γείρει και να αφανιστεί με τη σειρά της. Αφροδίτη. Επιτέλους. Επιτέλους, κάποιο πρωί, βλέπει τον ήλιο, όχι μέσα στα τρεπτά νερά ή με την εξώτερη μορφή τού ανακλώμενου ειδώλου του, αλλά αυτόν καθ’ εαυτόν τον ήλιο, τον ήλιο καθ’ εαυτόν και δι’ εαυτόν, στον προσίδιο χώρο του. Τον κοιτάζει, τον ατενίζει με την ευδαιμονία τής συνείδησης ότι αυτός είναι ως έχει.

— Α ! φωνάζει με θαυμασμό η Αμάντα, μα τι όμορφη ανάβαση μάς περιγράφετε ! Τι μεταστροφή !

— Σ’ ευχαριστώ, κόρη μου. Θα ακολουθούσες όμως το παράδειγμά του; Γιατί αυτός, ο ανώνυμος πρωταγωνιστής μας, στρέφοντας την σκέψη του σε ό,τι βλέπει, καταλήγει συλλογιστικά στο ότι από τη φαινόμενη θέση τού ήλιου εξαρτώνται οι ώρες και οι εποχές και, συνεπώς, το είναι-εκεί τού ορατού καθορίζεται υποχρεωτικά από το άστρο αυτό, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε: ναι, ο ήλιος είναι ο επίτροπος και κυβερνήτης όλων των αντικειμένων από τα οποία οι παλιοί μας γείτονες, οι θεατές τής μεγάλης κλειστής αίθουσας, δεν αντιλαμβάνονται παρά μόνο τη σκιά μιας σκιάς. Και έτσι, αναθυμούμενος την πρώτη του κατοικία — την οθόνη, τον προβολέα, τα τεχνητά είδωλα, τους συντρόφους του στην πλάνη — ο ακούσιος δραπέτης μας μακαρίζει τον εαυτό του για την εκδίωξή του και συμπονά εκείνους που εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι στην πολυθρόνα των τυφλών οπτασιαστών.

 

Για Σήμερα: Πλάτωνας! (2.4)
Ανοικτό σεμινάριο τού Αλαίν Μπαντιού (2008-2009)
[Σημειώσεις τού Ντανιέλ Φισέρ] 
4 Μαρτίου 2009

Θα ξαναπιάσω απόψε την ερμηνεία τής αλληγορίας τού σπηλαίου, συνδέοντάς την όμως με τη σύγχρονη κατάστασή μας. Εν ολίγοις, θα προχωρήσω κάνοντας την υπόθεση ότι το σπήλαιο τού Πλάτωνα αποτελεί την ίδια την αλληγορία τού δικού μας σπηλαίου. Μολονότι ο Πλάτωνας δεν έγραψε, προφανώς, την Πολιτεία του στο πλαίσιο μιας συστημικής κρίσης τού καπιταλισμού, θα ήθελα να σας δείξω πώς το κείμενό του λειτουργεί διαχρονικά σε σχέση με ένα μεταγενέστερο σημείο αναφοράς. Θα αναφερθώ σε τέσσερεις ενότητες με τίτλους: 1. Η κατάσταση — 2. Η έξοδος — 3. Ο χώρος τής σκέψης — 4. Η επιστροφή.

1. Η κατάσταση

Η «κατάσταση» [situation] (ή το ζήτημα τής οργάνωσης τού φαινομένου)

Σας παραπέμπω στην αρχή τού κειμένου, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά η κινηματογραφική αίθουσα. Για την ώρα, στεκόμαστε στην απόκριση τού Γλαύκου («Τι παράξενο μέρος !»), στην οποία ο Σωκράτης ανταπαντά «Καθόλου πιο παράξενο από τη Γη μας».

Ο συγκεκριμένος χώρος αναπαριστά έναν εγκλεισμό που χαρακτηρίζεται από κάποια στατικότητατα μάτια τους προσηλωμένα στην οθόνη, το κεφάλι να το κρατάνε ακίνητο δύσκαμπτα ακουστικά που τους καλύπτουν τ’ αυτιά»): ό,τι είναι δυνατό να υποπέσει στην αντίληψή τους υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς. Αυτή η υποτέλεια τού οράν και τού ακούειν μάς φέρνει στον νου την προβληµατική τού Ζακ Ρανσιέρ αναφορικά με την περιγραφή των καθεστώτων τής συμφωνίας ανάμεσα στην ορατότητα των πραγμάτων και τη σημαινότητα των λέξεων3 (πρόκειται για ό,τι επίσης χαρακτηρίζεται, εδώ και καιρό, με τον όρο «κυρίαρχη ιδεολογία»). Ο εγκλεισμός αυτός, κατά τη γνώμη μου, παραπέμπει στο εγγενές σε κάθε «κατάσταση» στοιχείο τής στατικότητας.

Ποιο είναι όμως το στοιχείο τής κινητικότητας που της αντιστοιχεί; Είναι βεβαίως η θεωρία για τις μαριονέτες (ζώα, τραυματιοφορείς …), που τις κρατάνε και τις κινούν αόρατοι χειριστές και οι οποίες, κυκλοφορώντας πάνω στην εξέδρα, δημιουργούν μια επιστημική πλασματικότητα («πλασματικότητα», διότι το «ακίνητο πλήθος», εκτεθειμένο αποκλειστικά στο συγκεκριμένο θέαμα, δεν μπορεί με κανένα τρόπο «να συμπεράν[ει] ότι η ουσία τού Αληθούς είναι κάτι άλλο από τη σκιά ενός ομοιώματος»). Στο δικό μας κόσμο, η οργάνωση τού φαίνεσθαι στηρίζεται ομοίως στην συνάρθρωση μιας κινητικότητας (τα ομοιώματα τής «κυρίαρχης ιδεολογίας») και μιας στατικότητας (την καπιταλιστική οικονομία): η ενορχήστρωση των σκιών έγκειται στην κινητικότητα ενός κρυμμένου από την κοινή θέα στατικού σημείου, το οποίο λειτουργεί αόρατα στο παρασκήνιο.

«Δεν έχουν καμιά οπτική αντίληψη παρεκτός τής μεσολάβησης των σκιών και το μόνο που ακούν απ’ όσα λέγονται είναι ό,τι μεταδίδεται από τα ραδιοηλεκτρικά κύματα». Το απόσπασμα αυτό μάς εισάγει στη θεματική τής δόξας, καθ’ όσον αυτή αποτελεί πάντοτε σχέση μεταξύ μιας στατικότητας και μιας κινητικότητας. Και αυτό γιατί ως δόξα μπορεί να χαρακτηρισθεί η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας μοναδικής και καλώς ορισμένης σχέσης μεταξύ στατικότητας και κινητικότητας υπό την αίρεση ενός απόκρυφου μυστικού. Αναφορικά με τη σημερινή κατάσταση, θα υποστηρίξουμε ότι η δόξα άπτεται τής κινητικότητας τού φαίνεσθαι (το μεθοδευμένο φαίνεσθαι με τη μορφή των συστημάτων σκιών) εντός τού πλαισίου μιας υποτέλειας που παραπέμπει σε μια κρυμμένη δομή, τής οποίας το μυστικό, δεν πρέπει να ξεχνάμε, αποκάλυψε ο Μαρξ στο πολύτομο έργο του, το Κεφάλαιο.

Η ευθυγράμμιση των θεατών (κατά μήκος τής οθόνης) αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την ομαλή παραγωγή τής κινητικότητας τού φαίνεσθαι. Ωστόσο, σε καιρούς κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, όταν δηλ. γίνονται αισθητοί κάποιο τριγμοί που αποτελούν ένδειξη λειτουργικής βλάβης, το μυστικό έχει την τάση να έρχεται στο φως (αν και απρόθυμα). Κάποιο πράγμα στο κινητό συστατικό τού μηχανισμού μάς παροτρύνει να μάθουμε περισσότερα για εκείνο που παραμένει στατικό. Όταν το θέαμα έχει ως αποτέλεσμα να τείνουν οι θεατές να γυρίζουν έστω και λίγο από την άλλη πλευρά, λόγω τού ότι οι εργάτες αποθήκης κουβαλάνε κομμάτια τού σκηνικού ή άλλον εξοπλισμό από το πίσω στο μπροστινό μέρος τής σκηνής, η αισθητή φασαρία που δημιουργείται, προκαλεί, με λίγα λόγια, μια μικρή απευθυγράμμιση και τότε γίνεται εντελώς απαραίτητη η διόρθωση τής ευθυγράμμισής τους με τη μορφή τής παρασκευής μιας ιδεολογίας.

Δεν θα δίσταζα να χρησιμοποιήσω τον όρο «οξύμωρα τής κατάστασης», για να αναφερθώ σ’ εκείνους τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επανευθυγράμμιση αυτή. Πρόκειται ειδικότερα για ό,τι συναντάμε στο πλήθος των αναλύσεων, που προσφέρονται αφειδώς μέσα από τη δημοσιογραφική παραγωγή, πάνω στον καπιταλισμό. Ακούμε, για παράδειγμα, περί τού ηθικοποιημένου καπιταλισμού, ένα κατ’ εξοχήν οξύμωρο σχήμα: διότι, πέρα από το ότι δεν υφίσταται, εξ ορισμού, καμία σχέση μεταξύ καπιταλισμού και ηθικής, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε πώς ένα σύστημα θεμελιωμένο πάνω στο κέρδος, πάνω δηλ. στην απληστία των ανθρώπινων συντελεστών του, θα μπορούσε να ηθικοποιηθεί. Θα ήταν άδικο να μην αναφερθούμε και στη ρυθμισμένη αγορά — που έρχεται σε σαφή αντίφαση με την ιδέα σύμφωνα με την οποία το πλεονέκτημα τής αγοράς έγκειται ακριβώς στην απορρύθμιση, ιδέα που είχε άλλωστε αναχθεί και σε γενικό δόγμα κατά τη διάρκεια των ετών που το σύστημα έμοιαζε να είναι σε εξαιρετική φόρμα (στη Γαλλία, εν πάση περιπτώσει, από την εποχή τού Μιτεράν‒Μπερεγκοβουά) — ή ακόμη και στην κοινωνική ιδιωτικοποίηση [privatisation étatisée].

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, εν μέσω μιας κατάστασης κρίσης, το οξύμωρο, ο ηρακλείτειος χαρακτήρας τού οποίου είναι προφανής (ο πόλεμος ανάμεσα στο πυρ και το ύδωρ, η μεταβολή κάθε πράγματος στο αντίθετό του), τείνει να υπερισχύει τής προπαγανδιστικής ταυτολογίας, που επικρατούσε την προηγούμενη περίοδο και η οποία έχει, η ίδια, παρμενίδιο μάλλον χαρακτήρα (αυτό που είναι είναι και αυτό που δεν είναι δεν είναι). Ας σημειωθεί επίσης ότι οι δύο συνιστώσες τού οξύμωρου χαρακτηρίζονται από ασυμμετρία και έρχονται σε διάσταση μεταξύ τους και ότι, επιπλέον, επιδιώκεται να εμφανιστεί ως όρος αμετάβλητος και σταθερός η μία εκ των δύο συνιστωσών — και μάλιστα, κατά κανόνα, το ουσιαστικό, το οποίο επέχει τη θέση τού καπιταλισμού.

Κλείνοντας το σημείο αυτό, θα προσθέσω ότι η ουσία τής επανευθυγράμμισης έγκειται ακριβώς στην άκριτη αποδοχή αυτών των οξύμωρων.4

2. Η έξοδος

«Αλλά τι θα ’πρεπε να συμβεί μ’ αυτούς, αν έβλεπαν την κατάστασή τους να αλλάζει ολοκληρωτικά, από τη στιγμή που κάποιος θα ’σπαγε τα δεσμά τους και τους θεράπευε από την αλλοτρίωση;»

Για την εν λόγω έξοδο, θα έλεγα ότι, έστω και αν επιφανειακά εμφανίζεται ως έξοδος προς τα έξω, αυτή αποτελεί εμμενή έξοδο, λαμβάνει δηλ. χώρα στο εσωτερικό τής «κατάστασης», αναφορικά με την οποία εκείνο που διακυβεύεται είναι ο απεγκλωβισμός από τα πλαίσιά της.

Όπως σας έχω επισημάνει, ο Πλάτωνας αποκλείει κάθε μορφή αυθόρμητης απευθυγράμμισης («[ας φανταστούμε ότι] λύνουμε έναν θεατή και τον αναγκάζουμε έξαφνα να σηκωθεί κ.λπ.»)· η ίδια αυτή ιδέα είναι ευρέως διαδεδομένη και απαντά ακόμη και στον Ντελέζ, που εσφαλμένα θεωρείται αυθορμητιστής και ο οποίος, απεναντίας, επέμενε στο γεγονός ότι δεν σκεφτόμαστε παρά μόνο δια τής βίας. Για να υπάρξει μια απευθυγράμμιση, απαιτείται μια μορφή καταναγκασμού, μια εξωτερική ώθηση, πράγμα που κάνει φανερό τον συμβαντικό της χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, ο πλέον κατάλληλος όρος, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτός τής «παρέκκλισης» [écart], παρέκκλισης την οποία πρέπει να κατανοήσουμε ως μη συνδεόμενη με σχέση μεταβατικότητας με την ίδια την «κατάσταση». Η ιδέα ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε μια διαφορετική στάση [mode] απέναντι στο ορατό παρά μόνο υπό μορφή καταναγκασμού έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ότι εκείνο που προέχει είναι η απόκτηση μιας νέας γνώσης. Αν πράγματι φανερώναμε στους θεατές µε ποιο τρόπο ενορχηστρώνονται τα φαινόμενα, δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα· ίσως να έπεφταν «σε μεγάλη απορία και σύγχυση» και αυτό θα ήταν όλο. Η άμεση γνώση δεν αποτελεί φορέα χειραφέτησης. Πέρα από το ότι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το αντίθετο είναι αυτό που ισχύει (όπως θα δούμε σε λίγο, η χειραφέτηση καθιστά δυνατή την επιστήμη, τη στιγμή ακριβώς που επιχειρείται η κατάβαση προς το σπήλαιο), η ανάλυση τής «κατάστασης» δεν μπορεί παρά να ενσωματωθεί στην ίδια τη διαδικασία τής επανευθυγράμμισης. Αυτό είναι προφανές αν αναλογιστούμε τις δημοσιογραφικές αναλύσεις που αυξάνονται τον τελευταίο καιρό (κατά προτίμηση με τη μορφή οξύμωρου, όπως προ ολίγου ανέφερα) και οι οποίες απλώς επιβεβαιώνουν τον γενικό κανόνα που ορίζει ότι, σε περίπτωση κρίσης τού φαίνεσθαι, οι εμπειρογνώμονες δεν παραλείπουν να δώσουν το παρών επιχειρώντας να ανατάμουν τον μηχανισμό με τελικό, όμως, σκοπό την επανευθυγράμμισή του. Άλλωστε, σημασία δεν έχει, στη δεδομένη περίσταση, η ακρίβεια των γνώσεων που επιστρατεύονται, αλλά η αμιγώς επιστημική τους λειτουργία.

Το ζήτημα τής εξόδου — ή τής παρέκκλισης — συνδυάζει έτσι το απρόοπτο με την πειθαρχία· το απρόοπτο, διότι δεν υφίσταται καμία αιτιότητα η οποία θα εξηγούσε τη μεταστροφή κάποιου ή κάποιων θεατών (συμβαντικός χαρακτήρας)·5 και την πειθαρχία και πιστή παρακολούθηση των συνεπειών, διότι εδώ ακριβώς εντοπίζονται τα μέσα για την προσαρμογή στη βία τού αποχωρισμού. Η έξοδος θέτει ουσιαστικά το ζήτημα τής βίας. Η βία αντιδιαστέλλεται συνήθως προς τον ορθό λόγο που, υποτιθεμένως, ασκεί μετριαστική επίδραση επ’ αυτής. Αλλά το ζήτημα που θέτει η έξοδος αφορά στη βία τού ίδιου τού λόγου. Ο αποχωρισμός συνιστά ουσιαστικά βία και, πριν απ’ όλα, εκείνη τη μορφή εμμενούς βίας στην οποία έγκειται ο χωρισμός κάποιου από τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται για αναγκαστική κίνηση με τις δύο σημασίες τής λέξης· «τον αναγκάζουμε έξαφνα [να σηκωθεί,] να στρέψει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά», πράγμα επώδυνο, όπως είναι και κάθε υποκειμενική στρέψη. Αυτή η χωριστική βία δεν ταυτίζεται με την αντιθετική ή αντιδραστική βία, η οποία έρχεται ως απάντηση σε κάποια επίδραση (μιας κατάστασης πραγμάτων, αντιθέτων δυνάμεων κ.λπ.), αλλά είναι βαθύτερα εδραιωμένη. Πρόκειται για τη βία τού χωρισμού εκείνου που είναι «δεσμευμένο και ενεργώς πραγματικό μόνον στη συνάφειά του με άλλα πράγματα», όταν αυτό αποκτά «μια προσιδιάζουσα ύπαρξη και μια ιδιαίτερη ελευθερία» (όπως εκφράζεται ο Έγελος στο απόσπασμα από τον πρόλογο τής Φαινομενολογίας τού Πνεύματος που αφιερώνεται στη «δύναμη τού αρνητικού»),6 και τού χωρισμού, επίσης, τού ενός που διαιρείται στα δύο, και από την οποία, όπως καθένας μας γνωρίζει, κανείς δεν βγαίνει ανέπαφος — αφήνοντας πάντα πίσω του ένα ελεεινό απομεινάρι, ένα φθαρμένο υπόλειμμα — ενίοτε, με τίμημα ακόμη και την τύφλωση (δείτε κατωτέρω), όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Όπως ακριβώς η ουσία τής επανευθυγράμμισης έγκειται στην άκριτη αποδοχή των οξύμωρων (στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη), έτσι και ο αποχωρισμός χαρακτηρίζεται από την πλήρη απουσία αποδοχής τους. Γιατί αυτό; Επειδή πίσω από την άκριτη αποδοχή των οξύμωρων κρύβεται η επιθυμία τής διαιώνισης τής προηγούμενης κατάστασης. Σε περίπτωση δυσλειτουργίας τού φαίνεσθαι, το διακύβευμα έγκειται στη μη περιχαράκωση γύρω από τα στενά όρια τής επιθυμίας για την αποκατάσταση («μακάρι να συνεχιστεί το θέαμα !»). Αναμφίβολα, είναι ως ένα βαθμό εδώ αναγκαία μια κάποια τύφλωση. Αναφέρομαι στο προκλητικό και, κατά τη γνώμη μου, πολύ βαθυστόχαστο απόσπασμα από το πλατωνικό κείμενο, όταν ο θεατής, έχοντας αποσπασθεί βίαια από το κάθισμά του, σέρνεται μέσα από ένα βρώμικο υπόγειο πέρασμα, πριν να βγει έξω στο φως στην πλαγιά τού βουνού. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε χειραφέτηση προϋποθέτει το πέρασμα μέσα από μια τύφλωση. Αν δεν υπήρχε αυτή η τύφλωση, θα ήταν απλώς αδύνατο να συγκατανεύσουμε στον αποχωρισμό. Συνηθίζουμε να μιλάμε για την τύφλωση τού επαναστάτη αγωνιστή. Ε, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι αναγκαία η πλήρης συνειδητοποίηση και αποδοχή τής παραμέτρου αυτής: στην επαναστατική εμπειρία, έρχεται πάντοτε μια τέτοια στιγμή που θα συμβεί μια ασύνειδη διάβαση μέσω ενός περάσματος με μηδενική ορατότητα· και αυτό γιατί εκείνο που προέχει είναι μια αλλαγή στον ίδιο τον τρόπο τού οράν (και, επιπλέον, γιατί ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές τού οράν θα μεσολαβεί αναγκαστικά κάτι το μη ορατό). Τι σημαίνει εν προκειμένω το θάμπωμα τού θεατή που ανακαλύπτει το φως; Νομίζω ότι εδώ δεν πρέπει να γίνεται λόγος για φώτιση, αλλά ότι εκείνο περί τού οποίου πρόκειται είναι η σύσταση μιας νέας ορατότητας: ναι μεν ορατός θα είναι ο ίδιος κόσμος, η ίδια «κατάσταση», αλλά όλα αυτά θα ανάγονται σε μια νέα κλίμακα ορατότητας η οποία θα επιτρέπει την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση σκότους (την κατάβαση), έτσι ώστε αυτή να ιδωθεί διαφορετικά.

Η σύγχρονη προπαγάνδα επιδιώκει, αντιθέτως, τον επανεθισμό μας στο σκοτάδι. Η λύση που βρέθηκε είναι να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ίδιο το σκοτάδι είναι μια μορφή φωτός (πρόκειται όντως για το οξύμωρο των οξύμωρων) και, πιο συγκεκριμένα, ότι τα ελαττώματα, οι ακρότητες τού μηχανισμού έγιναν επιτέλους γνωστά, πράγμα που θα επιτρέψει τη διόρθωσή τους. Εφόσον το φως περικλείεται μέσα στο αρχικό σκοτάδι, δεν υπάρχει, λοιπόν, λόγος το φως να προέρχεται από αλλού. Αυτό συνιστά ένα υποκειμενικό σημείο μέσω τού οποίου συντελείται ένας ουσιαστικός διαχωρισμός: το ίδιο το σκοτάδι εμπεριέχει το δικό του φως (μπορεί το σκοτάδι να γίνει από μόνο του ορατό;) ή έχουμε λοιπόν ανάγκη από ένα άλλο φως που να έρχεται από αλλού, για να δούμε το σκοτάδι διαφορετικά;

3. Ο χώρος τής σκέψης

Θα προσπεράσω γρήγορα σήμερα το τρίτο θέμα, το οποίο δηλώνει η έκφραση «χώρος τής σκέψης» και που έχουμε σχολιάσει εκτενώς υπό τον τίτλο τής ιδέας τού αγαθού (ή τής ιδέας τού αληθούς), για να ολοκληρώσω με το θέμα τής επιστροφής.

4. Η επιστροφή

Ο δραπέτης μας τής αίθουσας τού κινηματογράφου, από τη στιγμή που θα ’χει αντικρίσει στη βουνοπλαγιά θαμπωμένος το είναι (das ist), θα μπορούσε κάλλιστα να αρκεστεί σ’ αυτό: έχοντας δει τον ήλιο, «τον ατενίζει με την ευδαιμονία τής συνείδησης ότι αυτός είναι ως πράγματι έχει».

Αλλά ο Πλάτωνας είναι κατηγορηματικός: δεν αρκεί αυτό, ο θεατής πρέπει να κατέβει ξανά στην αίθουσα και να μοιραστεί το σύνολο τής εμπειρίας του με τους δεσμώτες των φαινομένων, έτσι ώστε αυτοί με τη σειρά τους να αναγκασθούν να ξεκολλήσουν από την πολυθρόνα τους. Αντιλαμβανόμαστε πλέον ποιοι είναι πραγματικά οι «νταήδες» που χωρίς αναβολή αρπάζουν τους καθηλωμένους θεατές: πρόκειται για πρώην δραπέτες που επιστρέφουν για να ξανασυναντήσουν τους παλιούς τους συντρόφους. Αυτό είναι το αδιαφιλονίκητο δίδαγμα τού Πλάτωνα, ο οποίος θεωρείται συνήθως ως ο αρχετυπικός ιδεαλιστής: η ευδαιμονία δεν αρκεί ή, μάλλον, η μόνη θεμιτή χρήση στην οποία μπορεί να τεθεί η ευδαιμονία, από τη στιγμή που θα την έχουμε κατακτήσει, είναι το μοίρασμά της ανάμεσα στους ομοίους μας. Και προσθέτει ο Πλάτωνας ότι δεν είναι και τόσο απλό να γίνει αυτό, γιατί ο δραπέτης που κατεβαίνει ξανά στο σπήλαιο, έχοντας προηγουμένως αποκτήσει βιωματική επίγνωση μιας πρωτόγνωρης ώς τότε δυνατότητας που εμπεριέχεται στην «κατάσταση», δεν έχει άλλη οδό από το να επιβάλει τη γνώση αυτή.

Αν αποκαλέσουμε «αγωνιστή» τον χαρακτήρα τού δραπέτη στον μύθο μας, αντιλαμβανόμαστε ότι ενυπάρχει εδώ μια μαχητική βία: και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού η δυνατότητα αυτή οφείλει να δοκιμαστεί στην πράξη και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνει αυτό; Σε σύγχρονους όρους, ο Πλάτωνας μάς επισημαίνει ομοίως ότι εκείνο που ονομάζουμε κίνημα δεν μπορεί παρά να είναι προπολιτικό· και αυτό γιατί, εξελισσόμενο με τη δική του δυναμική, ένα κίνημα δεν υπόκειται σε κανέναν άλλο νόμο πέρα από το να αναπαράγεται σύμφωνα με την αρχή τής εκπλήρωσής που το διέπει. Αυτό όμως θα έχει κάποιο νόημα μόνο εφόσον συνεπάγεται την κάθοδο (προς το σπήλαιο), την επιστροφή, τη διαγώνια αξιοποίηση τής συνάφειάς του με κάποιο άλλο πράγμα — με άλλα λόγια επαναστατούμε προς όφελος όλων.

Το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο κίνημα παίρνει διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη βάσει τής οποίας συγκροτήθηκε δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το μόνο εχέγγυο ότι πράγματι έχουμε να κάνουμε με ένα κίνημα χειραφέτησης. Είναι αδιανόητη η οποιαδήποτε ναρκισσιστική εκπλήρωση τού αληθούς.


[1Σημ. Μετ. Η μετάφραση τής απόδοσης από τον Μπαντιού τής αλληγορίας τού σπηλαίου βασίστηκε σε σκαναρισμένο αντίγραφο, το οποίο ήταν σχετικά χαμηλής διακριτικής ικανότητας. Οι δυσανάγνωστες λέξεις, για τις οποίες εξακολουθώ να έχω αμφιβολίες, σημειώνονται με αστερίσκο: [Passent et repassent ainsi des animaux, des brancardiers, des porteurs de faux?, des voitures*, des cigognes*, des gens quelconques, des militaires en armes, des bandes de jeunes des banlieues, des tourterelles, des animateurs culturels, des femmes nues*]. Επιπλέον, η φράση: «porteurs de faux» [papiers?] ίσως να αναφέρεται και στους μετανάστες με πλαστά έγγραφα διαμονής.

[2Σημ. Μετ. Για τη μετάφραση τού «das ist» ως «c’est ainsi», πβ. «Comme l’analyse Louis Althusser dans Pour Marx, le rapport à la nature, les conditions d’existence ne jouent chez Hegel que le rôle d’un donné contingent. Le fameux mot «C’est ainsi» de Hegel face à la montagne (notons en passant qu’il s’agissait de la Jungfrau) désigne une nature de l’ordre de la facticité et de l’extériorité pures qui doit être niée-dépassée, résorbée en tant que telle par l’esprit qui en est la vérité. On peut déduire que la nature, les conditions d’existence me déterminent en rien la totalité spirituelle qui leur est confrontée.» (David Belden, La notion de nature dans le discours de H.B. De Saussure à nos jours in ed. Daniel Shulthess La Nature, Thèmes philosophiques, Thèmes d’actualité, Cahiers de Théologie et de Philosophie. Genève, 1996).

[3] [régimes d’adéquation entre la visibilité des choses et la signifiance des mots]

[4] Δεν πρέπει να μας ξεγελά το κωμικό ύφος, το οποίο σκόπιμα χρησιμοποιώ: όπως γνωρίζουμε, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το κωμικό διαθέτουν μια πραγματική δύναμη.

[5] Αν μείνουμε πιστοί στο γράμμα τού κειμένου («ας φανταστούμε ότι λύνουμε έναν θεατή»), βλέπουμε ότι επισημαίνεται σαφώς η ενικότητα τού θεατή που «στρέφεται» προς άλλη κατεύθυνση. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ενικότητα αυτή λειτουργεί, εξάλλου, σαν μεταφορά για τον αποχωρισμό.

[6Σημ. Μετ. Το απόσπασμα από τη Φαινομενολογία έχει ως εξής: §32 Aber daß das von seinem Umfange getrennte Akzidentelle als solches, das gebundne und nur in seinem Zusammenhange mit anderm Wirkliche ein eigenes Dasein und abgesonderte Freiheit gewinnt, ist die ungeheure Macht des Negativen; es ist die Energie des Denkens, des reinen Ichs. Der Tod, wenn wir jene Unwirklichkeit so nennen wollen, ist das Furchtbarste, und das Tote festzuhalten das, was die größte Kraft erfordert. — [But that an accident as such, detached from what circumscribes it, what is bound and is actual only in its context with others, should attain an existence of its own and a separate freedom — this is the tremendous power of the negative; it is the energy of thought, of the pure `I’. Death, if that is what we want to call this non actuality, is of all things the most dreadful, and to hold fast what is dead requires the greatest strength. (A.V. Miller)] — [Mais que l’accidentel comme tel, séparé de son pourtour, ce qui est lié et effectivement réel seulement dans sa connexion à autre chose, obtienne un être là propre et une liberté distincte, c’est là la puissance prodigieuse du négatif, l’énergie de la pensée, du pur moi. La mort, si nous voulons ainsi nommer cette irréalité, est la chose la plus redoutable, et tenir fermement ce qui est mort, est ce qui exige la plus grande force.]

(WordCnt: 5268)
Εικόνα: http://www.tate.org.uk/modern/exhibitions/rodchenkopopova/roomguide/room1.shtm

 
Σχολιάστε

Posted by στο 28/01/2011 σε Βία, Φιλοσοφία

 

Ετικέτες: ,

Σχολιάστε