RSS

A.Badiou, Για σήμερα: Πλάτωνας! 17/12/2008

28 Ιαν.

Για Σήμερα: Πλάτωνας! (2.2)
[Σημειώσεις τού Ντανιέλ Φισέρ]
17 Δεκεμβρίου 2008


Την περασμένη φορά ολοκλήρωσα μιλώντας για το μη ρομαντικό σύστημα τής ριψοκίνδυνης απόφασης, δηλ. για τα χαρακτηριστικά των συνθηκών που θα επέτρεπαν, υπό την αίρεση ενός συμβάντος, να διανοιχτεί η προοπτική τής καινοτομίας και, συγκεκριμένα, κατά τρόπο ώστε να συγκροτηθεί, άνευ οποιασδήποτε εγγύησης (εξού και ο κίνδυνος), ένα υποκείμενο (παράμετρος τής απόφασης), σε πεδίο πέραν τού ζεύγους θυσία–αιτίαση (σύστημα μη ρομαντικό).

Θα προσθέσω ότι η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε να είναι καθαρά αρνητική. Και εννοώ μ’ αυτό ότι η απόφαση οφείλει να υπερκεράσει το αντι-κατασταλτικό αίσθημα [affect anti-répressif]. Πιστεύω επιπλέον ότι αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλεί «Ιδέα» συνιστά το στοιχείο που θα απέκλειε ακριβώς το ενδεχόμενο να παραμείνει η πράξη εγκλωβισμένη στην αρνητικότητά της.

Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί αναφορικά με την απόκλιση ανάμεσα στη δόξα και την επιστήμη (όρος που συνήθως μεταφράζεται ως γνώση, αλλά θα μπορούσε εξίσου καλά να μεταφρασθεί ως αλήθεια). Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο ότι τόσο η γνώμη όσο και η γνώση πραγματεύονται το ίδιο αντικείμενο, δηλ. και η μία και η άλλη έχουν να κάνουν με τα ίδια «περιστατικά». Η απάντηση που ο Πλάτωνας δίνει επ’ αυτού είναι ότι, σε αντίθεση με τη γνώμη, η επιστήμη δεικτοδοτείται από εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί αρχή. Τι είναι όμως η αρχή για τον Πλάτωνα; Για ένα δεδομένο ζήτημα, έχετε εκείνους που εκφράζονται «υπέρ» και εκείνους που εκφράζονται «κατά». Αυτή η εναλλαγή μεταξύ τού υπέρ και κατά είναι τυπική για το καθεστώς τής γνώμης. Η προσέγγιση τής αρχής επιτυγχάνεται όταν αυτή η διαζευκτική επιλογή ενσωματωθεί σε μια ευρύτερη κατασκευή καταφατικού χαρακτήρα. Ο Πλάτωνας έχει την τάση να χρησιμοποιεί χωρικές μεταφορές και κάνει λόγο για την κατασκευή ενός χώρου τής Ιδέας. Η κατασκευή ενός ιδεατού χώρου έχει ως προϋπόθεση την αποσύνδεσή μας από την επιλογή τού υπέρ/κατά· αυτός είναι και ο λόγος που ξεκίνησα λέγοντας προ ολίγου ότι η πολιτική (και, γενικότερα, η απαρχή μιας ριζικής αλλαγής) συνίσταται πάντοτε στην υπερκέραση ενός αντι-κατασταλτικού αισθήματος που παραμένει δέσμιο τής λογικής των γνωμών. Ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει αυτήν την υπερκέραση τής δόξας με τον όρο διαλεκτική.

Θα πάρω το παράδειγμα, κάπως έμμεσο, τής πτώσης τού Σάχη τού Ιράν. Τι προκάλεσε την πτώση αυτή; Οφείλουμε να επιδοκιμάσουμε την εντυπωσιακή διορατικότητα τού Μισέλ Φουκό, αρχικά ο μόνος που φώναζε ότι πρόκειται για ένα εντελώς ξεχωριστό φαινόμενο. Μπορούμε να πούμε ότι, στη δεδομένη περίπτωση, ο χώρος τής Ιδέας εντοπιζόταν στην ύπαρξη διαδηλώσεων στους δρόμους, διαδηλώσεων γιγαντιαίων διαστάσεων και αδιάπτωτης έντασης: εκείνο που προκαλούσε έκπληξη δεν ήταν ακριβώς το γεγονός ότι γινόταν πολυάριθμες διαδηλώσεις, αλλά το ότι ο λαός, σε καθημερινή βάση, συγκεντρωνόταν στον δρόμο, παρουσία μαζική και ανένδοτη, απ’ όπου γεννήθηκε η πεποίθηση ότι η πτώση τού Σάχη ήταν δυνατή κάτω από την καταλυτική επίδραση μιας υπέρτερης δύναμης. Αυτό ήταν η Ιδέα και οι διαδηλώσεις, υπερκεράζοντας το καθεστώς τής δόξας που έβρισκε έκφραση στη διαζευκτική επιλογή «υπέρ ή κατά τού Σάχη», δομούσαν τον χώρο αυτής τής Ιδέας.

Στο τέλος τού βιβλίου της Μεταμορφώσεις τής διαλεκτικής στους Πλατωνικούς Διαλόγους (εκδσ. Vrin, 2001) [κατά τη γνώμη μου ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν αφιερωθεί στον Πλάτωνα, λόγο για τον οποίο και σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το διαβάσετε], η Monique Dixsaut γράφει τα εξής, τα οποία με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο: «Η νόηση δεν υπόκειται σε κανένα κανόνα, σε καμία εξωτερική προσταγή· έχει την ευχέρεια τόσο να επινοεί τις διαδικασίες που η ίδια ενεργοποιεί όσο και να τις τροποποιεί και να απορρίπτει ακόμη και τα ίδια της τα αποτελέσματα. Καθ’ όσον η ελευθερία αυτή προσκρούει σε τυχόν περιορισμούς, αυτοί διαμορφώνονται εκ των ένδον παρά έξωθεν — εκείνο που η νόηση δεν έχει όμως την ευχέρεια να πράξει είναι να παραιτηθεί από την επιθυμία της για το νοητό. Νοητός, με την πλατωνική έννοια, είναι μόνον εκείνος ο όρος στο πλαίσιο τού οποίου η νόηση επιστρέφει στις ρίζες της. Όποιους όρους και αν συλλάβει η νόηση (και, για τη νόηση, το να συλλάβει κάτι ταυτίζεται με το διαλέγεσθαι), τους τροποποιεί, καθώς τους ανάγει στη νοητή τους πραγματικότητα, η οποία θα μπορούσε βεβαίως να αποκληθεί Ιδέα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η νόηση θα επέστρεφε, στο πλαίσιο επίσης τού όρου αυτού, στις ρίζες της. Το να αντιληφθούμε τον αναγκαίο διαφορισμό που η διαλεκτική δύναμη εισάγει αναφορικά με τα εργαλεία που χρησιμοποιεί τόσο για την κατανόηση των όντων που ερευνά όσο και για την κατανόηση των προσίδιων σε αυτήν εργαλείων, θα έπρεπε να αποκλείει το να κάνουμε λόγο για μια πλατωνική μεθοδολογία, να αποκλείει το να θεωρούμε πιθανό να διατυπώνει ο Πλάτωνας ιδιαίτερους κανόνες για την κίνηση τής σκέψης, ώστε να είναι αυτή η ίδια που τους επινοεί, ή επανεπινοεί, και η ίδια που τους εφαρμόζει».

Η διαλεκτική δεν αποτελεί, δεν θα μπορούσε να αποτελεί μέθοδο. Η ουσία τής διαλεκτικής έγκειται στο αδιαχώριστο τής σκέψης και τού αντικειμένου της στο πλαίσιο τής προσίδιας σε αυτήν κίνησης. Σε αντίθεση με μια μέθοδο για την οποία τίθεται το θέμα τής «εφαρμογής» της σε κάποιο πεδίο αντικειμένων, η διαλεκτική προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αδιαίρετης αλληλουχίας [mouvement indivis] επινόησης (τής σκέψης) και εφαρμογής — αλληλουχία ή κίνηση, η οποία είναι η ίδια το αποτέλεσμά της. Όπως το διατυπώνει η Αμάντα1 στη μετάφραση τής Πολιτείας (ΣΤ´, 511e) που σας προτείνω: «Αντικειμενική αλήθεια και υποκειμενική διαύγεια αποτελούν δυο συνιστώσες τής αυτής διαδικασίας».

Πλάτωνας, 7. Η διαλεκτική πράξη (Πολιτεία, Βιβλίο ΣΤ´, 511b κε.)

Μάθε τώρα και για κείνο που ονομάζω δεύτερη υποδιαίρεση τού είναι, τού είναι, δηλαδή, καθ’ όσον αυτό προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση τής καθαρής σκέψης.2 Η πορεία τού συλλογισμού στηρίζεται εδώ αποκλειστικά στη διαλεκτική δύναμη: οι υποθέσεις μου δεν εκλαμβάνονται ως αρχές, αλλά θεωρώ ότι αυτές είναι και παραμένουν υποθέσεις χρησιμεύοντας σαν στηρίγματα και βαθμίδες για την άνοδο σε μια ανυπόθετη και καθολική αρχή. Όταν φτάσουμε εκεί, η συλλογιστική εκδίπλωση, αλλάζοντας φορά, παίρνει καθοδική κατεύθυνση, διανύοντας έτσι όλες τις συνέπειες τής αρχής ίσαμε το συμπέρασμα, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί κάτι το αισθητό, αλλά με τρόπο ώστε, περνώντας από το ένα είδος [forme] στο άλλο με μεσολαβήσεις εξίσου τυπικές [médiations formelles], να καταλήγει πάλι σ’ ένα είδος.

Ο Γλαύκος, λοιπόν, επιχειρεί — ως συνήθως — να δώσει μορφή — έτσι, μπράβο — στο πώς κατάλαβε τα λόγια τού Δασκάλου:

— Υποστηρίζετε ότι η αναγωγή τού είναι σε θεωρητική βάση από την άποψη τής έκθεσής του στη σκέψη,3 με τη χρήση δε των μέσων τής γνώσης που διαθέτει το διαλέγεσθαι [le dialectiser], είναι καταλληλότερη από την προσφυγή στις επιστημονικές τεχνικές, πρότυπο των οποίων είναι η γεωμετρία· και ναι μεν οι μαθηματικοί, που θεωρούν τις υποθέσεις ως αρχές, είναι αναγκασμένοι να προχωρούν μεταχειριζόμενοι τη διάνοιά τους και όχι τις αισθήσεις,4 αλλά καθώς οι ενοράσεις τους εξακολουθούν να εξαρτώνται από υποθέσεις και δεν εξασφαλίζουν επομένως πρόσβαση στην αρχή, γνώμη σας είναι ότι αυτοί δεν έχουν την σκέψη τους σ’ εκείνα που επιχειρούν να ανάγουν σε θεωρητική βάση, παρόλο που αυτά, αν ανασκοπηθούν κάτω από το φως τής αρχής, αποτελούν βεβαίως μέρος ενός ολοκληρωτικού στοχασμού τού είναι. Έχω την εντύπωση ότι ονομάζετε αναλυτική σκέψη τη διαδικασία των γεωμετρών και των ομοίων τους και ότι αυτή τη σκέψη τη διακρίνετε από τη διαλεκτική. Ας δούμε το διάγραμμά σας,5 όπου την εν λόγω αναλυτική σκέψη την τοποθετείτε κάπου ανάμεσα στη δοξασία (που έχει αντιστοιχηθεί στο τμήμα ΑΔ τού διαγράμματος) και την καθαρή σκέψη ή διαλεκτική νόηση (που έχει αντιστοιχηθεί στο τελευταίο τμήμα ΕΒ). Γι’ αυτό, εξάλλου, το τμήμα ΕΓ, στο οποίο αντιστοιχεί η αναλυτική σκέψη, έχει το ίδιο μήκος με το τμήμα ΓΔ, στο οποίο αντιστοιχούν τα αντικείμενα τής δοξασίας· πόση αντίθεση με την αναλογία ανάμεσα στο τμήμα ΑΔ, αφιερωμένο στις εικόνες, και στο τμήμα τής διαλεκτικής ΕΒ, αναλογία που φτάνει το ένα προς τέσσερα. Μπορούμε να υπολογίσουμε επίσης ότι…

— Ωραία τεχνική, έξοχη ανασκόπηση! τον διακόπτει ο Σωκράτης. Το διάγραμμα αναπαριστά το όλο πλαίσιο των σχηματισμών τού είναι, καθ’ όσον αυτό αναδύεται στο φαίνεσθαι και καθ’ όσον είναι δυνατόν να συγκροτηθεί εκεί ένα Υποκείμενο.



Στις τέσσερεις υποδιαιρέσεις αντιστοιχήστε τις τέσσερεις διαθέσεις [états], από τις οποίες οργανώνεται η έλευση ενός Υποκειμένου. Σε σχέση με την πιο μεγάλη, την ΕΒ, θα κάνουμε λόγο για την καθαρή σκέψη, τη νόηση, ή ακόμη καλύτερα τη διαλεκτική σκέψη. Για εκείνη που ακολουθεί, τη ΓΕ, θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο συλλογιστική σκέψη ή διάνοια ή ακόμη καλύτερα αναλυτική σκέψη· σε σχέση με την τρίτη, τη ΔΓ, τον όρο «πεποίθηση» και σε σχέση με την τελευταία, την ΑΔ, τον όρο «εικασία». Πράγματι, εικάζουμε ότι μια εικόνα μάς παραπέμπει σε κάποιο πραγματικό σημείο αναφοράς και έχουμε την πεποίθηση ότι τα πραγματικά αντικείμενα όντως υπάρχουν. Η ύπαρξη των μαθηματικών ιδεατοτήτων προϋποτίθεται με τη σειρά της από την αναλυτική σκέψη, αλλά είμαστε όμως βέβαιοι για την καθολικότητα των ιδεατών αρχών στις οποίες μας οδηγεί η διαλεκτική σκέψη. Η κατάταξη αυτή μπορεί να τεθεί και ως εξής: όσο πιο πολύ βρίσκεται ένα ον [un être] μέσα στο στοιχείο τής Αλήθειας, τόσο περισσότερο το στοχάζεται το Υποκείμενο με τη σαφήνεια που του αρμόζει.

— Έτσι ώστε, αναλογίζεται φωναχτά η Αμάντα, αντικειμενική αλήθεια και υποκειμενική διαύγεια να αποτελούν δυο συνιστώσες τής αυτής διαδικασίας.

****

Η διαλεκτική αντιπροσωπεύει ρήγμα στο επίπεδο τής δόξας. Και οι δύο, υπογραμμίζω ξανά, πραγματεύονται το ίδιο αντικείμενο, αλλά αν ασχοληθούμε μ’ αυτό διαλεκτικά, το συγκεκριμένο αντικείμενο θα βρεθεί σ’ έναν άλλον τόπο, παρουσιάζοντας συγχρόνως μια διαφορετική του όψη. Στο ανωτέρω διάγραμμα (που συνιστά την εκδοχή που προτείνω για την πλατωνική θεωρία τής διαίρεσης τής γραμμής), το πέρασμα τού ορίου που συμβολίζεται από το γράμμα Γ συνεπάγεται μια αλλαγή προσανατολισμού (και με το πέρασμα αυτό θα επιτευχθεί η υπερκέραση τής λογικής των διαζευκτικών επιλογών, τής λογικής τού υπέρ ή κατά, προς όφελος τής εντόπισης τής Ιδέας). Υφίσταται λοιπόν μια ρήξη αναφορικά με τη δόξα (αυτή η τροποποίηση στο σύστημα τής σκέψης μάς φέρνει στον νου εκείνο που έλεγε ο Ντελέζ, ότι δηλ. δεν σκεφτόμαστε αυθόρμητα, αλλά η ασκητική που αποπροσωποποιεί τη σκέψη την παραδίδει συγχρόνως σε ό,τι είναι απέξω:6 πβ. Ντελέζ, Η Αλαλαγή τού Είναι [Deleuze, La Clameur de l’Être], σελ.127).

Αλλά, πέρα από τη ρήξη αυτή, ακόμα πιο θεμελιώδες η ίδια διαλεκτική, άρρηκτα συνδεδεμένη με το αντικείμενό [της],7 και επ’ αυτού οι απόψεις μου συγκλίνουν απόλυτα με ό,τι γράφει η Monique Dixsaut.

Τα σχόλια που ακολουθούν αντλούνται από το προαναφερθέν βιβλίο τής Monique Dixsaut.

Στην κατώτερη υποδιαίρεση τού νοητού (ΓΕ), η ψυχή ξεκινά από υποθέσεις οδεύοντας προς κάποιο συμπέρασμα. Στην ανώτερη υποδιαίρεση (ΕΒ), μεταβαίνει από μια υπόθεση σε μια ανυπόθετη και καθολική αρχή· από τη στιγμή όμως που θα συλλάβει την αρχή, αρχίζει να κατεβαίνει, ώσπου να φθάσει στο συμπέρασμα, χωρίς καθόλου να χρησιμοποιεί κάτι το αισθητό, παρά μόνο τα είδη καθ’ εαυτά, «περνώντας από το ένα είδος στο άλλο με μεσολαβήσεις εξίσου τυπικές, για να καταλήξει πάλι σ’ ένα είδος». Τόσο η διαλεκτική όσο και η αναλυτική σκέψη ασχολούνται με το «ειδοποιό γνώρισμα» που οι πραγματικότητες αυτές καθαυτές εντυπώνουν σ’ εκείνη την πολλαπλότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από το γνώρισμα αυτό. Ως εκ τούτου, ξεκινούν και οι δύο από υποθέσεις: εκλαμβάνουν, δηλαδή, ως δεδομένη τη νοητή ύπαρξη και την ύπαρξη ακόμη και τού ίδιου τού αντικειμένου πάνω στο οποίο στοχάζονται. Η διαφορά έγκειται στο ότι εκείνοι που ασκούν τη διαλεκτική «δεν εκλαμβάνουν τις υποθέσεις τους ως αρχές, αλλά θεωρούν ότι αυτές είναι και παραμένουν υποθέσεις, χρησιμεύοντας σαν στηρίγματα και βαθμίδες για την άνοδο σε μια ανυπόθετη και καθολική αρχή». Για τον Πλάτωνα, το γεγονός ότι, αναφορικά με τη διαλεκτική, δεν εκλαμβάνονται οι υποθέσεις ως αρχές, αρκεί ώστε να αναχθεί αυτή σε επιστήμη μεγαλύτερης ακρίβειας σε σύγκριση με τις μαθηματικές επιστήμες (οι μαθηματικοί δεν έχουν γνώση εκείνου το οποίο εκλαμβάνουν ως αρχή, και μπορεί μεν τα πορίσματά τους να χαρακτηρίζονται από λογική συνάφεια, ωστόσο αυτό ποτέ δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την επιστήμη). Το διαλέγεσθαι συνίσταται στην απόρριψη τού χαρακτήρα τής βεβαιότητας που οι μαθηματικές επιστήμες προσδίδουν στις νοητές πραγματικότητες τις οποίες πραγματεύονται· είναι αδύνατον να έχουμε γνώση ενός πράγματος το οποίο δεν έχει ακόμη τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον «λόγο».

Το ανυπόθετο δεν αποτελεί ουσιαστική ιδιότητα κάθε αρχής: πράγματι, όπως μόλις είδαμε, για τους μαθηματικούς, μια υπόθεση δύναται να εκπληρώνει πλήρως τη λειτουργία της ως αρχής. Κατ’ αντιδιαστολή προς τους μαθηματικούς, όσοι ασκούν τη διαλεκτική δέχονται να κάνουν λόγο για «αρχή» μόνον υπό την προϋπόθεση τού ανυπόθετου. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα αναγωγής σε ορισμένη ή ακόμη και στην κατ’ εξοχήν αρχή, η οποία θα ήταν καθ’ εαυτή και δι’ εαυτή ανυπόθετη, αλλά το ζητούμενο είναι η όδευση προς το ανυπόθετο· πρόκειται, με άλλα λόγια, για την αντικατάσταση ενός όρου τον οποίο αποδεχόμαστε ως αυταπόδεικτο — δηλ. μιας υπόθεσης — από έναν όρο τού οποίου το είναι μπορούμε να αιτιολογήσουμε· και αυτό γιατί κατά πρώτον θα έχουμε αρχίσει να προβληματιζόμαστε για το τι είναι. Η διαλεκτική χρησιμοποιεί γι’ αυτό αποκλειστικά είδη [formes], για τα οποία το μόνο που αναφέρεται στο απόσπασμα που μας ενδιαφέρει είναι ότι αυτή χρησιμοποιεί κάποια από αυτά για να μεταβεί σε ορισμένα άλλα …

Παίρνω ένα άλλο παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση διαπράττει μια ειδεχθή πράξη (και στη σημερινή συγκυρία έχουμε πράγματι πληθώρα επιλογών, για να κάνουμε μια τέτοια υπόθεση). Σε σχέση με την πράξη αυτή, η οποία θα αποτελέσει το αρχικό μας αντικείμενο, θα εκφρασθούν απόψεις που θα τροφοδοτούνται από μια συγκεκριμένη πεποίθηση (δες το τμήμα ΔΓ τού διαγράμματος)· σε ό,τι αφορά τις απόψεις εκείνων που διάκεινται αρνητικά απέναντι στην ειδεχθή αυτή ενέργεια, θα πρόκειται για την πεποίθηση ότι έχουμε να κάνουμε αποκλειστικά με ψεύδη, παραχαράξεις, μιντιακούς φανφαρονισμούς, κ.λπ., εκ μέρους τής κυβέρνησης· δεδομένου ότι θα υπάρχουν και απόψεις ευνοϊκά διακείμενες απέναντι στην ενέργεια τής κυβέρνησης, θα δημιουργηθεί ένα συγκρουσιακό σκηνικό, το σκηνικό των υπέρ και των κατά, που θα έχει τη δική του αυτονομία και μπορεί να συμπεριλάβει ακόμη και ορισμένες μορφές βίας.

Η αναλυτική σκέψη (δες το τμήμα ΓΕ τού διαγράμματος) ξεκινά με το ερώτημα: «αυτά που συμβαίνουν αποτελούν συμπτωματική εκδήλωση τίνος πράγματος;». Είναι η στιγμή όπου προτείνονται υποθέσεις. Ας υποθέσουμε, για να γίνουμε σαφέστεροι, ότι η ειδεχθής ενέργεια συνίσταται στην ενοχοποίηση νέων ανθρώπων που κατηγορούνται, χωρίς ίχνος αποδείξεων, για πράξεις δολιοφθοράς στο σιδηροδρομικό δίκτυο.8 Θα κάνουμε, λοιπόν, την υπόθεση ότι το θέμα τής αντιτρομοκρατίας κραδαίνεται, κατά τρόπο «αντανακλαστικό», ώστε να συγκαλυφθεί μια πρακτική τρομοκρατίας, τής οποίας η προέλευση εντοπίζεται στο ίδιο το Κράτος και η οποία σε τελική ανάλυση έχει ως αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ενός κλίματος ανησυχίας και σταδιακού εθισμού στις βίαιες ίντριγκες και δολοπλοκίες που το ίδιο το Κράτος οργανώνει. Ενδέχεται, βεβαίως, μια αναλυτική σκέψη αυτής της υφής να αποδειχθεί ακριβής. Ωστόσο, το θεμελιώδες σημείο για τον Πλάτωνα είναι το ότι η αρχή, η οποία συναρμόζει, με τρόπο δεσμευτικό, τη νόηση τού περί ου ο λόγος πράγματος, δεν εμπεριέχεται στην ίδια την αναλυτική περιγραφή, δεν συνδέεται με σχέση μεταβατικότητας με την τελευταία9 («οι υποθέσεις μου δεν εκλαμβάνονται ως αρχές, αλλά θεωρώ ότι αυτές είναι και παραμένουν υποθέσεις χρησιμεύοντας σαν στηρίγματα και βαθμίδες για την άνοδο σε μια ανυπόθετη και καθολική αρχή»). Για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση στην αρχή, χρειάζεται να ακολουθηθεί μια πορεία η οποία θα οδηγεί πέραν τής αναλυτικής — και η οποία ακριβώς συνίσταται στη διαλεκτική νόηση («το τελευταίο τμήμα ΕΒ»).

Ποια είναι αυτή η αρχή στο παράδειγμά μας; Ε, λοιπόν, είναι ότι, στην πραγματικότητα, κάθε Κράτος, και όχι μόνο εκείνο από το οποίο προέρχεται η συγκεκριμένη αποκρουστική ενέργεια, είναι εκ φύσεως τρομοκρατικό. Η αποκρουστική κρατική ενέργεια, που επιλέξαμε ως σημείο αφετηρίας, κατ’ αυτόν τον τρόπο καθολικοποιείται, έχοντας ως συνέπεια την απονομιμοποίηση τού Κράτους καθαυτό. Θα είναι έτσι δυνατή η αποσύνδεση τού αρχικού συμπτώματος (τής ενοχοποίησης των νέων ανθρώπων) από τη λογική τής δόξας και την ιδεοληψία τής εξουσίας. Το διακύβευμα δεν είναι να ηθικοποιήσουμε το Κράτος (η έκφραση δηλ. τής ευχής για ένα «καλό Κράτος» μη επιρρεπές στην ανηθικότητα), αλλά να ανοίξουμε το δρόμο για τον ερχομό της Ιδέας μιας συλλογικότητας ικανής10 να διαμορφώσει μια αντικρατική υποκειμενικότητα. Η διαλεκτική συνίσταται ουσιαστικά στην ενεργό εμφάνιση τής Ιδέας — στη δόμηση του χώρου της — μέσα από το αδιαχώριστο των υποθέσεων και των συνεπειών (όπως ανέφερα αρχικά, η διαλεκτική αποτελεί κίνηση η οποία είναι η ίδια το αποτέλεσμά της — δείτε επίσης τη σχετική φρασεολογία τής Monique Dixsaut).

Η Ιδέα συνιστά τη νοητή συγκέντρωση τού συνόλου τής διαλεκτικής κίνησης.

Αφού τίθεται το ζήτημα της διαλεκτικής, είναι ύψιστης σημασίας να επιχειρήσουμε να φέρουμε σε αντιπαράθεση τον Πλάτωνα και τον Έγελο, πριν δώσουμε τον λόγο στον διακεκριμένο εγελιανό στοχαστή Σλαβόι Ζίζεκ, που μας έκανε την τιμή να παρευρίσκεται μαζί μας απόψε. Για το σκοπό αυτό, θα σας δώσω ορισμένα αποσπάσματα που προέρχονται από τον πρόλογο τής Φαινομενολογίας τού Πνεύματος.

  1. «Το αληθές είναι το γίγνεσθαι τού εαυτού του»,11 συνιστά θέση περί τού αδιαχώριστου (με την έννοια που μόλις αναφέρθηκε), η οποία απαντά στον Πλάτωνα με τη μορφή τής αρχής.
  2. «Η αληθής γνώση απαιτεί την παράδοσή μας στη ζωή τού αντικειμένου, τ.έ. την έκφραση τής εσωτερικής αναγκαιότητας τού αντικειμένου».12 Η αντιμεθοδική αυτή θέση είναι ομοίως «πλατωνίζουσα» (ξαναβρίσκουμε εδώ την ιδέα, που είδαμε προ ολίγου, ότι η επιστήμη πραγματεύεται το ίδιο αντικείμενο με τη δόξα).
  3. «Η αληθής γνώση είναι το βασίλειο που το πνεύμα κτίζει για τον εαυτό του στο δικό του στοιχείο»13 συνιστά θέση περί τής εμμένειας, που απαντά και στον Πλάτωνα.
  4. [Όλα εξαρτώνται από το] «να συλλάβουμε και να εκφράσουμε το Αληθές όχι μόνον ως ουσία, αλλά επίσης και ως υποκείμενο»,14 πασίγνωστη ρήση, που επίσης συνιστά θέση περί τού αδιαχώριστου.

Ποιο είναι το νόημα αυτής της σύγκρισης; Η αντιπαράθεση αυτή δείχνει ότι ο Έγελος και ο Πλάτωνας συνδέονται με μεγαλύτερη συγγένεια από ό,τι λέγεται συνήθως, τουλάχιστον από τη στιγμή που αποκολληθούµε από την θεολογικής προέλευσης εκδοχή ενός Πλάτωνα τον οποίο δήθεν διαπερνά η υπερβατικότητα· δείχνει επίσης ότι δεν είναι χωρίς λόγο που και στις δύο περιπτώσεις συναντάται ο όρος διαλεκτική (ο Έγελος είχε πλήρη επίγνωση των θέσεων για το αδιαχώριστο και την εμμένεια που απαντούν στον Πλάτωνα). Ωστόσο, αυτό που τους διαχωρίζει, και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο, είναι το ότι, στον Έγελο, η δύναμη τού Αληθούς είναι σχετική ως προς την εγγενή δύναμη τού αρνητικού, σύλληψη που απουσιάζει πλήρως από το έργο τού Πλάτωνα.

[ … ]

[Ακολουθούν ορισμένα σχόλια του Ντανιέλ Φισέρ σχετικά με την παρέμβαση τού Σλαβόι Ζίζεκ].



[1] Σημ. Μετ. Στη μετάφραση τού Μπαντιού, τον Αδείμαντο αντικαθιστά η Αμάντα [ή Αμάνθα] (Amantha), τον Γλαύκωνα (Glaucon) ο Γλαύκος (Glauque).

[2] [l’être en tant qu’il s’expose à la pensée pure].

[3] [saisi dans son exposition à la pensée].

[4] [de procéder discursivement, et non empiriquement]: να προχωρούν συλλογιστικά και όχι με εμπειρικό τρόπο.

[5] Σημ. Μετ. Στη «μετάφραση» τού Μπαντιού, είναι ο «Γλαύκος» που αναλαμβάνει να σχολιάσει εκτενώς το τοπολογικό διάγραμμα τού όντος και τού νοητού.

[6] [l’ascèse qui impersonnalise la pensée la livre au dehors]

[7] [créé de l’inséparé au point de l’objet]: ή η φράση είναι ελλειπτική («η διαλεκτική είναι συμφυής με το αντικείμενό της») ή η μετοχή «créé(e)» πρέπει να αντικατασταθεί με το «crée» («δημιουργεί το αδιαχώριστο/συμφυές όσον αφορά στο αντικείμενό της»).

[8] Σημ. Μετ. Πρόκειται για την υπόθεση Ταρνάκ (δες, για παράδειγμα, Jean-Claude Paye, «The Tarnac Affair: Symptomatic of a Psychotic Social Order», στην L’Humanité 02/01/09.

[9] Σημ. Μετ. Εναλλακτικά, «δεν προκύπτει με μεταβατικότητα από την τελευταία».

[10] Σημ. Μετ. [en capacité de] είναι νεολογισμός τής τελευταίας δεκαετίας (αντί των «avoir la capacité», «être capable») δες, π.χ., εδώ].

[11] «Das Wahre ist das Werden seiner selbst» (§18).

[12] Σημ. Μετ. «Das wissenschaftliche Erkennen erfordert aber vielmehr, sich dem Leben des Gegenstandes zu übergeben, oder, was dasselbe ist, die innere Notwendigkeit desselben vor sich zu haben und auszusprechen». [«La connaissance vraie exige que l’on s’abandonne à la vie de l’objet, qu’on exprime la nécessité intérieure de l’objet»] [«Scientific cognition, on the contrary, demands surrender to the life of the object , or, what amounts to the same thing, confronting and expressing its inner necessity»] (§532) (Η αγγλική μετάφραση είναι τού A.V. Miller).

[13] Σημ. Μετ. «Der Geist, der sich so als Geist weiß, ist die Wissenschaft. [Die Wissenschaft] ist seine Wirklichkeit und das Reich, das er sich in seinem eigenen Elemente erbaut».[«La connaissance vraie est le royaume que l’esprit se construit dans son propre élément»] [«Science is the actuality of the spirit and the realm which it builds for itself in its own element»] (§25).

[14] Σημ. Μετ. «Es kömmt nach meiner Einsicht, … alles darauf an, das Wahre nicht als Substanz, sondern ebensosehr als Subjekt aufzufassen und auszudrücken». [[Toute chose en vient à] « appréhender et exprimer le Vrai non seulement comme substance mais précisément aussi comme sujet »] [Εverything turns on grasping and expressing the truth, not only as substance , but equally as subject] (§17).

(WordCount: 3417)

Εικόνα: http://www.tate.org.uk/modern/exhibitions/rodchenkopopova/roomguide/room1.shtm/

 
Σχολιάστε

Posted by στο 28/01/2011 σε Κράτος, Φιλοσοφία

 

Ετικέτες: ,

Σχολιάστε