RSS

Δημοκρατία «Ανοχής»: Gleichschaltung (III)

26 Μάι.

Κ. Μπέμελμπουργκ, στο κέντρο χωρίς ζώνη [Γκεστάπο 1941]

Από την αστυνομική συνεργασία έως την εξύμνηση τού γερμανικού «κοινωνικού» μοντέλου [pdf]
[Α. Lacroix-Riz, Από το Μόναχο στο Βισί, Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Ο πόλεμος σε βάρος των εργαζoμένων»]
(I & II μέρος)

«Εντυπωσιασμένος» ίσως, αλλά καθόλου έκπληκτος, αν κρίνει τουλάχιστον κανείς από τις προχωρημένες σχέσεις οικειότητας που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. «Η επιθετική και αποφασιστική στάση που υιοθέτησε ο κ. Νταλαντιέ απέναντι στον κομμουνισμό μετά το ξέσπασμα τής κρίσης τού Σεπτεμβρίου» συνέβαλε ουσιαστικά στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Αν και έχει εξαλειφθεί κάθε ίχνος της από τα δημοσιευμένα γερμανικά αρχεία,[636] η στενή αυτή συνεργασία αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πρωτότυπα αρχειακά έγγραφα που αφορούν τον Καρλ [Carl ή Karl] Μπέμελμπουργκ.

Άνθρωπος τού Ράινχαρντ Χάιντριχ και τού Χάινριχ Μίλερ, ο Μπέμελμπουργκ διορίστηκε και μετέβη στο κατεχόμενο Παρίσι τον Ιούνιο τού 1940, για να αναλάβει ως επικεφαλής τού τμήματος Δ΄ τής Γκεστάπο.[637] Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η λαμπρή παριζιάνικη καριέρα του, που έφτασε στο απόγειό της κατά την Κατοχή,[639] ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, τον Ιούνιο τού 1938. «Ευρισκόμενος σε αποστολή στη χώρα μας, ήδη κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 1938, επί τη ευκαιρία τής επίσκεψης των βρετανών ηγεμόνων», ο τότε πενηντατριάχρονος[638] Μπέμελμπουργκ θα επιστρέψει ξανά στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου και, στη συνέχεια, στις 6 τού μήνα, θα υποδειχθεί «ως μέλος τής επίσημης ακολουθίας τού κ. φον Ρίμπεντροπ». Θα συνεχίσει την παραμονή του στο Παρίσι, ως «ακόλουθος τής γερμανικής πρεσβείας», επικαλούμενος, κατά περίσταση, διάφορα προσχήματα, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα «την παροχή συνδρομής στη γαλλική αστυνομία σε σχέση με τη διαλεύκανση τής δολοφονίας τού φομ Ρατ».[640] Από τον Ιανουάριο τού 1939, οι αρμόδιες για την απέλασή του αρχές — και, ειδικότερα, αφενός, το Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας) και η διεύθυνση τής αστυνομίας και, αφετέρου, το Κε Ντ’ Ορσέ — πετούσαν το μπαλάκι η μία στην άλλη, αφήνοντάς τον να δρα ανενόχλητος.[641] Μετά την επίσκεψή του στο Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας, έγινε γνωστό «ότι ο κ. Μπέμελμπουργκ [ήρθε] στο Παρίσι για να εκτελέσει αστυνομικού χαρακτήρα αποστολή: διακρίβωση στοιχείων, παρακολουθήσεις, έρευνες, κ.λπ., […] ότι περίμενε σύντομα την άφιξη και άλλων γερμανών αστυνομικών και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επρόκειτο να εγκατασταθεί, σε γαλλικό έδαφος, ένα ανεπίσημο παράρτημα τής Γκεστάπο». Στις υπόλοιπες κρατικές αρχές επικρατούσε η ίδια αδιαφορία έναντι «των σοβαρών κινδύνων» που «εγκυμονούσε η κατάσταση αυτή».[642] Μόνιμη επωδός των πληροφοριών που συνέρρεαν από τις υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών ήταν ότι ο επικεφαλής και τα στελέχη τού παριζιάνικου παραρτήματος τής Γκεστάπο «ασχολούντ[αν] με το ζήτημα των προσφύγων στη Γαλλία».[643]

Ένας τέτοιος εφησυχασμός δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μετά την άνοδο στην εξουσία των χιτλερικών, η γαλλική δημοκρατία έδωσε το ελεύθερο στους αστυνομικούς και πολιτικούς υπαλλήλους τού Ράιχ να καταδιώκουν και να συλλαμβάνουν επί τόπου τους εβραίους και αντιφασίστες πρόσφυγες από τη Γερμανία. Ωστόσο, το Ράιχ δεν κατείχε την πρωτιά στον τομέα αυτό: ήδη από τη δεκαετία τού ’20, η OVRA[i], όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες τού ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, μπορούσαν επίσης ελεύθερα να διώκουν τους ιταλούς αντιφασίστες που έβρισκαν καταφύγιο στη Γαλλία.[644] Η ιστορικός Βίκι Κέιρον, που μελέτησε την περίπτωση των γερμανοεβραίων προσφύγων μετά το 1933, αγνοεί ότι οι γαλλικές αρχές αποδέχθηκαν αμέσως το σχετικό αίτημα των χιτλερικών. Η ιστορικός εντοπίζει χρονικά στο 1938 το «προοίμιο» των διώξεων τής κατοχής και αποδίδει το φαινόμενο στην αδιαφορία ή την ενδοτικότητα τής γαλλικής κυβέρνησης.[645] Ο Ροζέ Μπουρντερόν και ο Ιβάν Αβακούμοβιτς διαισθάνθηκαν μεν τη σημασία τής περίπτωσης Μπέμελμπουργκ, αλλά θεώρησαν ότι οι «γαλλικές αρχές» απέρριψαν το αίτημα που απηύθυνε προς αυτές ο Χάιντριχ, προκειμένου να επιτραπεί «επισήμως στον προστατευόμενό του [να] παραμείνει στο Παρίσι, για να παρακολουθεί τις ίντριγκες των γερμανών κομμουνιστών που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Γαλλία μετά τη διάλυση των διεθνών Ταξιαρχιών» (—αναφέροντας επίσης εσφαλμένα ότι ο Μπέμελμπουργκ «αναχώρησε από τη Γαλλία» μαζί με τον Ρίμπεντροπ).[646] Συνεπώς, η ελευθερία αυτή που παραχωρήθηκε στην OVRA και στην Γκεστάπο θα πρέπει να καταλάβει εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ενδείξεων για τις «δημοκρατικές απαρχές τού καθεστώτος τού Βισί».[647] Σε τι διαφέρει άραγε το άρθρο 19 τής συνθήκης ανακωχής τής 22ας Ιουνίου 1940, που προέβλεπε την παράδοση στις γερμανικές αρχές των γερμανών προσφύγων, από το καθεστώς ασυδοσίας κινήσεων στη γαλλική επικράτεια που απολάμβαναν οι ναζιστικές διωκτικές αρχές, με τις ευλογίες τής παρακμάζουσας τρίτης δημοκρατίας, καθ’ όλο το διάστημα μεταξύ τού 1933 και τού φιάσκου τού ’40;

Τόσο προ όσο και μετά τη σύναψη των συμφωνιών τού Μονάχου, το καθεστώς δεν αρκέστηκε μόνο στην παθητική συνεργασία με το Τρίτο Ράιχ σε βάρος των γερμανοεβραίων και κομμουνιστών θυμάτων τού ναζισμού, αλλά ζήτησε παράλληλα και την αρωγή τού διευθυντή τής αστυνομίας εγκλημάτων τού Βερολίνου για την αντιμετώπιση των ντόπιων κομμουνιστών. Μετά την ολοκλήρωση συνάντησης που είχε στις 25/1/1939 με υφιστάμενο και στενό συνεργάτη[ii] τού Μπισιέρ στις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας (— τον οποίο υπάλληλο συνάντησε συνολικά τρεις φορές), ο Μπέμελμπουργκ, ο ειδικός στον τομέα «τής καταπολέμησης τού κομμουνισμού»[648] και τής επιρροής τής ΕΣΣΔ,[649] θα αναφερθεί, το πρωί τής επομένης (26/1), στις «επαφές και συνομιλίες που πραγματοποίησε στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβριο». «Μετά από τις επαφές αυτές, οι προϊστάμενοί του τον υπέδειξαν ως εκπρόσωπο τής γερμανικής αστυνομίας στην πόλη μας με σκοπό την ανάπτυξη βαθύτερων και στενότερων σχέσεων συνεργασίας με τη γαλλική αστυνομία». Το απόγευμα τής ίδιας μέρας, «επισκέφτηκε τον γενικό ελεγκτή, τον κ. Περιέ» στον οποίο δήλωσε ότι «διέμενε στο Παρίσι ως απλός ιδιώτης και ότι εργαζόταν στην πρεσβεία ή στο προξενείο τής Γερμανίας». Ο Αλφόνς Περιέ — ο οποίος φαίνεται να έχαψε αμάσητη την απολύτως ψευδή δικαιολογία για τη «διφορούμενη διατύπωση» που χρησιμοποίησε ο γαλλομαθής επισκέπτης του («ελλιπής γνώση τής γαλλικής») — ήταν πιθανότατα ένα από τα πρόσωπα με τα οποία ο γερμανός αξιωματούχος θα ανέπτυσσε «στενές σχέσεις συνεργασίας».[650] Εξίσου πιθανό είναι ότι κατά τη διάρκεια τής κατοχής ο Μπέμελμπουργκ θα αναθέρμανε τις σχέσεις του με τον «υφιστάμενο» τού Μπισιέρ, που, ας σημειωθεί, ειδικευόταν επίσης στο κυνήγι των κομμουνιστών[651] και ο οποίος «τιμήθηκε» για τις υπηρεσίες του με την φρανσίσκα αρ. 544 τον Οκτώβριο τού 1941 (λίγο αργότερα από ό,τι ο πρώην προϊστάμενός του[652]), καθ’υπόδειξη μάλιστα τού στρατηγού Ζακ Καμπέ και τού συνταγματάρχη Μορίς Πουανσινιόν.

Κατά την μεταπολεμική περίοδο, οι γερμανοί που είχαν εγκατασταθεί στο Παρίσι και που συνεργάζονταν απευθείας με το αρχηγείο τής Γκεστάπο — από το 1938, ο Όιγκεν Φάιλ και, από το καλοκαίρι τού 1940 έως την απελευθέρωση, ο Φάιλ, με την ιδιότητα πάντα τού «ακολούθου Τύπου», και ο Χέλμουτ Κνόχεν — υπογράμμισαν επανειλημμένα τη συνέχεια τού ρόλου και των δραστηριοτήτων τού Μπέμελμπουργκ τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και κατά τη διάρκεια τής κατοχής. Σύμφωνα με την μαρτυρία τού Φάιλ, ο Μπέμελμπουργκ, που «είχε διοριστεί [το 1938] αστυνομικός ακόλουθος στην πρεσβεία» από τον ίδιο τον Γκέρινγκ, καυχήθηκε «κατά την άφιξή του [στο Παρίσι …] για τις διασυνδέσεις του με το υπαλληλικό προσωπικό τής οδού ντε Σοσέ» [όπου στεγαζόταν η γαλλική υπηρεσία πληροφοριών εθνικής ασφαλείας].[653] O Χ. Κνόχεν, υψηλόβαθμο στέλεχος των SS, τον περιγράφει ως άτομο «πολύ έμπειρο στον τομέα τής αντικομμουνιστικής πάλης». Αναφέρει επίσης ότι κατατάχθηκε «στην Staaspolizei μετά την έλευση τού ναζισμού» και ότι, το καλοκαίρι τού 1938, εστάλη στο Παρίσι «για να εξετάσει από κοινού με τη γαλλική αστυνομία τα μέτρα ασφάλειας που θα έπρεπε να ληφθούν για την αντιμετώπιση τού κομμουνιστικού ή άλλων κινδύνων και να διατυπώσει, μαζί με τον Άμπετς, σχετικές προτάσεις και υποδείξεις κατά τη διάρκεια των προγραμματισμένων συνομιλιών μεταξύ τού Ρίμπεντροπ και τού Μπονέ. Μπόρεσε έτσι να αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με εκπροσώπους τής γαλλικής αστυνομίας και να διευρύνει την εμπειρία του σε θέματα κομμουνισμού, σοσιαλισμού και κατασκοπείας, κυρίως όσον αφορά την διεθνή αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών, καθώς και στον τομέα των επιθέσεων δολιοφθορών εναντίον ελλιμενισμένων σκαφών».[654]

Ο επιχειρησιακός σχεδιασμός τής επιχείρησης αντικομμουνιστικής καταστολής που εξαπολύθηκε το φθινόπωρο τού 1938 επωφελήθηκε λοιπόν από τις «συμβουλές» τού Μπέμελμπουργκ, ο οποίος κατά την κατοχή θα πρωτοστατήσει, μαζί με άλλους συνεργάτες τού καθεστώτος, στο κυνήγι σε βάρος των κομμουνιστών και των εβραίων. Επομένως, το 1938, πέραν τού Ροζέ Λανζερόν, που ανέλαβε επισήμως επικεφαλής τής εκστρατείας καταστολής στο Παρίσι και στις γύρω περιοχές, και των υφισταμένων του υπαλλήλων, ορισμένοι άλλοι υπάλληλοι των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας έλαβαν, επίσης, γνώση των «προτάσεων και υποδείξεων» τού γερμανού Κ. Μπέμελμπουργκ, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστούν ξανά από το καλοκαίρι τού 1940 και εφεξής. Δύο χρόνια λοιπόν πριν από την εισβολή στη Γαλλία, ο αρχηγός τής αστυνομίας Ρ. Λανζερόν, τον οποίο ο Ζαν-Πιέρ Μπες και ο Κλοντ Πενετιέ επαινούν για το ότι διηύθυνε τον αντικομμουνιστικό αγώνα μέχρι την αποχώρησή του από την υπηρεσία (τον Ιανουάριο τού 1941) επιδεικνύοντας σεβασμό στα δημοκρατικά και εθνικά ιδεώδη — σε αντίθεση με τους «προδότες κομμουνιστές» που αισθάνονταν περισσότερο συνδεδεμένοι με την ΕΣΣΔ παρά με την πατρίδα τους[655] — είχε αναπτύξει στενή σχέση συνεργασίας με τους εντεταλμένους τής κυβέρνησης τού Ράιχ στον τομέα τής αντικομμουνιστικής καταστολής. Συνεπώς, από τον Ιούλιο τού 1940 και μετά, η σφυρηλάτηση στενών δεσμών ανάμεσα στον αρχηγό τής γαλλικής αστυνομίας τού Παρισιού και τις γερμανικές αστυνομικές αρχές δεν αποτέλεσε παρά αναβίωση των δεσμών συνεργασίας που συνήφθησαν στο παρελθόν. Από τα ανωτέρω γίνεται οφθαλμοφανής η «δημοκρατική προέλευση» τού καθεστώτος τού Βισί.

Εξίσου ελκυστικό με τις αστυνομικές πρακτικές τού Ράιχ αποδείχτηκε και το γερμανικό κοινωνικό μοντέλο. Τα όσα συνέβησαν στους μήνες που ακολούθησαν τη συντριπτική εργατική ήττα διαψεύδουν τη θέση τού Ρίτσαρντ Βάινεν, σύμφωνα με την οποία ο θρίαμβος αυτός τής εργοδοσίας έκλεισε την παρένθεση που, υποτίθεται, άνοιξε την Άνοιξη τού 1936. Υποστηρίζεται έτσι ότι η έκβαση των γεγονότων τού Νοεμβρίου τού 1938 έκρινε οριστικά την αντιδικία που είχε ξεσπάσει μεταξύ μεγαλοβιομηχάνων και εργατών. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ιστορικός, ελάχιστα πεπεισμένος για την επελθούσα μεταβολή την οποία εκλαμβάνει απλώς ως δεδομένη, αναγνωρίζει το αδιάλειπτο πνεύμα μνησικακίας που διακατείχε τους εργοδότες απέναντι κυρίως στους εργαζόμενους στις μεταλλουργικές βιομηχανίες τού Παρισιού, που αποτελούσαν δυναμικό προπύργιο των «ενωτικών».[656] Όπως μάλιστα αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των λεγόμενων «κοινωνικών» φακέλων τού 1938-39,[657] η επιθετικότητα τού κράτους και τής εργοδοσίας όχι μόνο δεν θα κόπαζε, αλλά, αντίθετα, θα οξυνόταν με αφορμή τη συγκυρία που επρόκειτο να δημιουργήσει η υπογραφή τού γερμανο-σοβιετικού συμφώνου.

Με την επιθετική αυτή διάθεση συμβάδιζε και η αυξανόμενη επιθυμία για την εφαρμογή και υιοθέτηση των «κοινωνικών» συνταγών τού Ράιχ. Κατενθουσιασμένοι με την γερμανική πολιτική διόγκωσης των τιμών και κερδών και δραστικού αποπληθωρισμού των μισθών, οι εκπρόσωποι τής Τράπεζας τής Γαλλίας ξέχασαν, αίφνης, τις αποπληθωριστικές υποδείξεις όσων στο παρελθόν έκρουαν τον κώδωνα τού κινδύνου για τις κρατικές σπατάλες. Το «σπάταλο κράτος» δεν άργησε να γίνει αντικείμενο υπέρμετρου θαυμασμού. Έτσι, τον Ιανουάριο τού 1939, ο Ροζέ Ομπουέν, που διατελούσε γενικός διοικητής τής Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών από το 1937 και μέλος, μαζί με τον προκάτοχό του Κενέ, τής οργάνωσης «F.1950»,[658][iii] βάλθηκε να διορθώσει «τα λάθη τής Γαλλίας, λαμβάνοντας ως γνώμονα τη γερμανική οικονομική εμπειρία». Ειδικότερα, στόχος τού τραπεζίτη ήταν να «προωθήσει» την κατανόηση τής «πολιτικής τού Σαχτ», η οποία είχε ως θεμέλιο την «εσκεμμένη πιστωτική επέκταση, […] που, αν και ανορθόδοξη, δεν [έπαυε] να είναι σταθμισμένη και πλήρως ελεγχόμενη». Στο οχτασέλιδό σημείωμά του, η ενότητα που αφορούσε «τα αδύναμα σημεία τού γερμανικού συστήματος» κάλυπτε μία μόλις σελίδα. Οι υπόλοιπες αφιερώνονταν στον εγκωμιασμό τής πολιτικής τής σύνθλιψης των μισθών που εφάρμοζε ο πρόεδρος τής Ράιχσμπανκ και οικονομικός σύμβουλος τού Χίτλερ από το 1931 και μετά. «Προκειμένου αυτή η προφανώς τολμηρή πολιτική να εξακολουθήσει να παράγει πρακτικά αποτελέσματα και, κυρίως, προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ενός ανεξέλεγκτου νομισματικού πληθωρισμού, ελήφθησαν λεπτομερέστατα και δραστικότατα μέτρα προφύλαξης», όπως, για παράδειγμα: «—μια δρακόντεια πολιτική σταθερότητας των τιμών που έχει ως ακρογωνιαίους λίθους όχι μόνο την απαρέγκλιτη εφαρμογή των αυστηρότατων μέτρων ελέγχου των τιμών, αλλά και την απόλυτη σταθερότητα των ωρομίσθιων αμοιβών και τη συστηματική συμπίεση τής “αγοραστικής δύναμης” όσον αφορά τα καταναλωτικά αγαθά. Εφόσον, δε, κρίνεται αναγκαίο, περιορίζεται απευθείας η κατανάλωση (επιβολή δελτίου σε ορισμένα προϊόντα). —Λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρηση τής επιχειρησιακής κερδοφορίας ή και τη σημαντική διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους των μεγάλων εταιρειών, για τις οποίες μάλιστα προβλέπεται απαγόρευση ή περιορισμός στη διανομή κερδών (μερισμάτων κ.λπ), προκειμένου να εξασφαλιστούν κονδύλια για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων μέσω δανεισμού και φορολόγησης. — Εντατικοποίηση τής δημοσιονομικής προσπάθειας μέσω τής χρησιμοποίησης «εθελοντικών» μισθολογικών εισφορών κ.λπ. «σοβιετικού» τύπου [πολιτική, βεβαίως, που ουδέποτε προηγουμένως είχε απήχηση στους κύκλους τής Τράπεζας τής Γαλλίας].[659] — Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται και για την υποστήριξη και ενθάρρυνση τής εθελοντικής αποταμίευσης: διατήρηση των επιτοκίων σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα, εσωτερική νομισματική σταθερότητα. — Ένταση των προσπαθειών στον τομέα τής εργασίας, δεδομένου τού ότι η επιμήκυνση τού χρόνου εργασίας αποτελεί το μόνο μέσο για τη διατήρηση τού επιπέδου διαβίωσης των εργατών.»[660]

Το εγκώμιο αυτό μάς δίνει σε γενικές γραμμές το ευαγγέλιο των ελίτ τής εποχής. Μια αφίσα με θέμα «“το εργασιακό καθεστώς στη Γερμανία” […] αναρτημένη στον διάδρομο τού Δημαρχείου τού Παρισιού που οδηγούσε στο Γραφείο Προσωπικού» παρουσίαζε, τον Φεβρουάριο τού 1939, το κοινωνικό σύστημα τού Ράιχ ως παράδειγμα προς εφαρμογή. Η ανάρτηση στο Δημαρχείο, που αποτελούσε τότε φέουδο τής παρισινής φασιστικής δεξιάς — «ένα απέραντο παζάρι όπου όλα όλα πουλι[όνταν] και όλα αγοράζοντ[αν]», όπως το χαρακτήριζαν οι υπηρεσίες πληροφοριών[661] — δείχνει ότι η εξύμνηση εκ μέρους κύκλων τού επιμελητηρίου τού Παρισιού τής «ασύστολης εκμετάλλευσης» τής γερμανικής εργατικής τάξης[662] εγκατέλειψε κάθε πρόσχημα μετά την εργατική ήττα τού Νοεμβρίου τού 1938. Σύμφωνα με την αφίσα, το «καθεστώς βάσης» τού γερμανικού διατάγματος τής 30ής Απριλίου 1938 προέβλεπε «εργάσιμη ημέρα 8 ωρών για 6 ημέρες, δηλαδή εργάσιμη εβδομάδα 48 ωρών». Αλλά οι εργοδότες δικαιούντο, «ανά πάσα στιγμή και άνευ αιτιολόγησης», να επιβάλουν εργάσιμη ημέρα 10 ωρών και, αντίστοιχα, εργάσιμη εβδομάδα 60 ωρών «εφόσον σημειωθεί απώλεια εργάσιμου χρόνου ή εφόσον η λειτουργία τής επιχείρησης απαιτεί αύξηση τού φόρτου εργασίας». Για επείγοντα έργα «δημοσίου συμφέροντος», ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος μπορούσε να φτάνει μέχρι «τις 16 ώρες»· σε κάθε άλλη δε περίπτωση, ο υπολογισμός του γινόταν στη βάση τού «ενεργού εργάσιμου χρόνου», με αφαίρεση τού χρόνου ανάπαυσης και των διαλειμμάτων.[663]


[636] Τηλεγράφημα Βέλτσεκ, 30 Νοεμβρίου 1938, το οποίο παραπέμπει στις (αδημοσίευτες) επιστολές ημερομηνίας 1 και 2 Νοεμβρίου, DGFP [Documents on German Foreign Policy], D, IV, σελ. 467.

[637] Ανακριτική εξέταση τού Κνόχεν από τον Μπερζέ, στην RGSN [Υπηρεσία Γενικών Πληροφοριών Εθν. Ασφάλειας], 4 Ιανουαρίου 1947, 358, και τον Ζορζ Κλοντέ, στην DST [Διεύθυνση Επιβλέψεως τής Επικράτειας], 20 Νοεμβρίου 1946, F7 15337, «Κνόχεν», AN [Εθνικά Αρχεία].

[638] Αλληλογραφία Ιουνίου 1938‒Απριλίου 1938, στην οποία περιλαμβάνεται και η επιστολή τού κύριου επιθεωρητή τής περιφέρειας Σαρ στη διευθύνουσα επιτροπή τής IGSPC [Γενικής Επιθεώρησης Υπηρεσιών Εγκληματολογικής Αστυνομίας], Παρίσι, 16 Φεβρουαρίου 1939, F7 14715, AN.

[639] Κνόχεν, ανάκριση, 4 Ιανουαρίου 1947, 3W 358, AN.

[640] Από διάφορες πηγές, όπως υπόμνημα για τη DGSN [Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας] (Μπισιέρ), 26 Ιανουαρίου 1939, F714715, AN, και 1° γραφείο τής RG, 27 Φεβρουαρίου 1939, GA, B 8, «Μπέμελμπουργκ», APP [Αρχεία Αστυνομικής Διεύθυνσης] · για άλλα προσχήματα που προβλήθηκαν, δες κατωτέρω.

[641] Φάκελοι Μπέμελμπουργκ στο αρχείο αναφορών και εκθέσεων [GA] τής Γενικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, B 8, APP, και F7 14715, AN.

[642] Υπόμνημα σχετικά με τον Μπισιέρ, 26 Ιανουαρίου 1939, F7 14715, AN.

[643] RGSN, 1° γραφείο, 27 Φεβρουαρίου (παράθεμα), RG 5 αρ. 214, 27 Απριλίου 1939, GA, B 8, «Μπέμελμπουργκ», APP.

[644] Lacroix-Riz Annie, Le Choix de la défaite: les élites françaises dans les années 1930 (Paris, Armand Colin, 2006, επανέκδ. 2007), σελ.145-146· για την περίπτωση τού Βελγίου, δες Morelli Anne, «Fascisme et antifascisme dans l’immigration italienne en Belgique (1922-1940)», διδακτορική διατριβή, Université libre de Bruxelles, 1985 (πρωτοδημοσιεύθηκε σε ιταλική μετάφραση το 1987), σελ.90-97 τής ιταλικής έκδοσης.

[645] Caron Vicki, «Prelude to Vichy: France and the Jewish Refugees in the era of Appeasement”, Journal of Contemporary History, XX, 1985, σελ. 157-176· και Uneasy asylum: France and the Jewish Refugee crisis, 1933-1942 (Stanford, Stanford University Press, 1999).

[646] Bourderon Roger & Avakoumovitch Yvan, Détruire le PCF, archives de l’Etat français et de l’occupant hitlérien, 1940-44 (Paris, Messidor/Éditions sociales, 1988), σελ.38.

[647] Noiriel Gérard, Les origines républicaines de Vichy (Paris, Hachette, 1999).

[648] Παράθεμα από την ανάκριση τού Κνόχεν, Παρίσι, 4 Ιανουαρίου 1947, 3W 358, AN.

[649] Υπόμνημα IGSPC, Παρίσι, 1 Μαρτίου 1939, F7 14715, AN, προαναφερθείς φάκελος.

[650] Υπόμνημα για Μπισιέρ, 26 Ιανουαρίου 1939, F7 14715, AN (βλ. και κατωτέρω).

[651] Όπως και ο γενικός επιθεωρητής τής Ασφάλειας Μπλαν, «Διάφορες υποθέσεις», F7 13984, AN (βλ. κατωτέρω για την αναβίωση των σχέσεών τους).

[652] «Αποδοχή τού αιτήματος από το Υπ. Συμβούλιο 29.10.41». Βισί, 8 Νοεμβρίου 1941, F7 15388, AN. Ο Μπισιέρ ήταν τότε νομάρχης. Καμπέ φρανσίσκα αρ.554 (sic) και Πουανσινιόν αρ.23, σύμφωνα με τους φακέλους τους, F7 15387 και 15388, AN.

[653] Ανακριτική εξέταση 149/2 από τον Μπερζέ, 1 Σεπτεμβρίου 1946, F7 15327, «Φάιλ», AN.

[654] Τρίτη εξέταση τού Κνόχεν από τον Μπερζέ, 24 Δεκεμβρίου 1946, F7 15337, «Κνόχεν», AN.

[655] Besse Jean-Pierre & Pennetier Claude, Juin 40, la négociation secrète. Les communistes français et les autorités allemandes (Paris, éditions de l’Atelier, 2006), σελ.110, σημ.2.

[656] Vinen Richard, The politics of French business 1936-1945 (Cambridge, Cambridge University Press, 1991), κεφ. 3 έως 6 όσον αφορά την προπολεμική περίοδο.

[657] Φάκελοι «Αποφάσεις Ανωτάτου Διαιτητικού Δικαστηρίου, Μάιος 1938‒Ιούνιος 1939» και «ποικίλη αλληλογραφία, Απρίλιος 1938‒Δεκέμβριος 1939», F 60 624, και «γενική απεργία», F 60 640, AN (βλ. και κατωτέρω).

[658] «Απόσπασμα» συναρχία-CSAR [Καγκούλ: Μυστική Επιτροπή Επαναστατικής Δράσης], F7 15343, AN.

[659] Για την απέχθειά του προς την ΕΣΣΔ, δες Choix, σποράδην και τα κείμενα τού [Michael Jabara] Carley, μεταξύ των οποίων, κυρίως, το «Five kopecks for five kopecks: Franco-Soviet trade relations, 1928-1939 », Cahiers du monde russe et soviétique, τόμ. 33, n° 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 1992, σελ. 23-58.

[660] Σημείωμα Ομπουέν, «Σφάλματα», 17 Ιανουαρίου 1939, 1069199211/30, ABF [Αρχεία Τράπεζας τής Γαλλίας]

[661] Παράθεμα, V.L/, 8 Δεκεμβρίου 1927, F7 12955· ανησυχητική περιγραφή τής κατάστασης, «υπόμνημα Ζαν», F7 από 12951 έως 12961, AN.

[662] RG, 20 Φεβρουαρίου 1939, συγκριτική πληροφόρηση για την κατακόρυφη αύξηση των κερδών τής IG Farben και την κατάσταση των εργατών στη χημειοβιομηχανία: οι πραγματικοί μισθοί σε ελεύθερη πτώση από το 1930, εργάσιμη ημέρα 16 ωρών, συνεχής «αύξηση τής αποδοτικότητας» και των ατυχημάτων, BA [Βιβλιοθήκη τού Αρσενάλ] 2140, «Γερμανία», APP.

[663] Περιγραφή τής αφίσας, 10 Φεβρουαρίου 1939, έμφαση με πλάγιους χαρακτήρες στο πρωτότυπο, BA 2140, «Γερμανία», APP.


[i] Organizzazione per la Vigilanza e la Repressione dell’ Antifascismo: Οργάνωση Επαγρύπνησης και Καταστολής τού Αντιφασισμού.
[ii] ALR:Αγνοώ το ακριβές όνομά του [Σημ.Μετ.: δες υποσ. 652].
[iii] «Μυστική φασιστική εταιρεία», μέλη τής οποίας ήταν οι Raoul Dautry Auguste Detoeuf, Jean Fraissinet, Edmond Giscard d’Estaing [πατέρας τού Βαλερί], Jacques Lemaigre-Dubreuil, Ernest Mercier, Georges-Jean Painvin, Eugène Schueller, Émile Taudière, Pierre Waline κ.ά.

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε