RSS

Domenico Losurdo—POWs (I-II)

06 Αυγ.

11. Ο «διεθνής εμφύλιος πόλεμος» και οι μαζικές εκτελέσεις στο Κατίν
(«Ο αναθεωρητισμός στην ιστορία», Ντ. Λοζούρντο, σελ.262-66)

Η τεκμηρίωση τού απαράδεκτου χαρακτήρα τού παραλληλισμού ανάμεσα στον ναζισμό και τον μπολσεβικισμό δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί χωρίς την ανάλυση ενός από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που κατηγορείται ότι διέπραξε η χώρα η οποία γεννήθηκε από την επανάσταση τού Οκτώβρη: τις μαζικές εκτελέσεις στο Κατίν. Ας εξετάσουμε τον λανθάνοντα ή ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος, κατά την περίοδο μεταξύ τού 1914 και τού 1918, εξαπλωνόταν στα χαρακώματα, φέρνοντας αντιμέτωπους τους στρατιώτες με τους αξιωματικούς τους. Πρόκειται για φαινόμενο που θα συνεχιστεί και μετά το τέλος τής πρώτης παγκόσμιας σύρραξης. Η αγανάκτηση, το μίσος και η εκδικητικότητα έχουν αποκτήσει πολύ βαθιές ρίζες· είναι πολλές ακόμα οι χώρες που απέχουν κατά πολύ από την επιστροφή στην ομαλότητα και δεν πρέπει, ιδίως, να ξεχνάμε ότι διαγράφεται πλέον ορατός ο κίνδυνος νέων αιματοχυσιών, όπως επίσης και οι μελλοντικές ευθύνες για την πιθανή τροπή των πραγμάτων. Υπεύθυνη είναι η «κάστα» των αξιωματικών, όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο Κουρτ Τουχόλσκι[180] από τη Γερμανία, ο οποίος, μάλιστα, υποδέχεται ευνοϊκά το γεγονός ότι γιγαντώνεται σε βάρος τους «το κύμα οργής και αγανάκτησης των απλών στρατιωτών». Προαναγγέλλοντας έναν νέο πόλεμο σε είκοσι χρόνια, ο Τουχόλσκι, σ’ ένα ποίημα του, γραμμένο το 1919, εκφράζει το ασίγαστο μίσος του για «εκείνον που θρονιάζεται εκεί ψηλά, παρασημοφορημένος από την κορφή μέχρι τα νύχια, και δίνει την ίδια πάντα διαταγή: Σκότωσε! Σκότωσε!»[181] Το μίσος ενάντια στους αξιωματικούς είναι τόσο περισσότερο δικαιολογημένο, καθόσον αυτοί, αφενός, συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάδοση τής σοβινιστικής προπαγάνδας που φούντωσε εν μέσω τής παγκόσμιας σύρραξης και, αφετέρου, συνέχισαν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην απόπειρα πραξικοπήματος τού Καπ, όσο και στις συνωμοσίες για την κατάλυση τής δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που θα επιδίωκε την έναρξη νέων πολέμων. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κουρτ Τουχόλσκι θα γράψει, αναφερόμενος στην κάστα πάνω στην οποία συγκεντρωνόταν το μίσος του:

«Κι όπως φυσικό είναι οι σκνίπες να πετάνε γύρω-γύρω, έτσι είναι φυσικό το έγκλημα για τους δολοφόνους και για τους γιους τους· η επιδίωξη τής διάπραξης και οι πανηγυρισμοί για την τέλεση του … Είθε να διέρρεε αέριο στα δωμάτια όπου κοιμούνται τα ανήλικα παιδιά σας.»[182]

Αυτό είναι ένα στοιχείο στο οποίο επέστησε εγκαίρως την προσοχή μας ο Νόλτε, ανεξάρτητα από το εάν το χρησιμοποίησε για να εξομοιώσει δύο διαφορετικές πραγματικότητες.[183] Η βίαιη δήλωση τού Τουχόλσκι δείχνει αναμφίβολα ότι ο εμφύλιος που άρχισε στα χαρακώματα δεν είχε ακόμα κοπάσει. Στην ανατολική Ευρώπη, όπου η ολοκλήρωση τής χάραξης των εθνικών και κρατικών συνόρων θα απαιτήσει πολλά χρόνια ακόμη, ο συνεχιζόμενος αυτός εμφύλιος πόλεμος φαίνεται να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο παγκοσμίων συρράξεων, χωρίς όμως να προσφέρει λύσεις διαρκείας. Στο γενικό αυτό πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί και η σφαγή στο Κατίν. Η σοβιετική Ρωσία και η Πολωνία, δύο χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση τής τσαρικής αυτοκρατορίας, βρέθηκαν αντιμέτωπες στα πεδία των μαχών το 1920 και η διαμάχη αυτή — έστω και σε λανθάνουσα μορφή — δεν έπαψε να οξύνεται τα επόμενα χρόνια. Οι πολωνικές μυστικές υπηρεσίες, που τότε θεωρούνταν από τις καλύτερες τής Ευρώπης, κατόρθωσαν να διεισδύσουν τόσο βαθιά στο πολωνικό κομμουνιστικό κόμμα, ώστε «οι σοβιετικοί ηγέτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να διαλύσουν το κόμμα, προκειμένου να μην περιέλθει στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών η πλήρης λίστα των εγγεγραμμένων μελών του».[184] Για ένα διάστημα, οι ελιγμοί τής Γερμανίας, η οποία επιδίωκε να προσελκύσει τη χώρα στη σφαίρα τής συμμαχίας τού λεγόμενου «Συμφώνου Αντι-Κομιντέρν», φάνηκαν να κινούν το ενδιαφέρον των Πολωνών: «οι πολωνικές εδαφικές βλέψεις εις βάρος τής Ουκρανίας» ήταν, εν πάση περιπτώσει, σαφείς και, με τη βοήθεια τού τρίτου Ράιχ, θα μπορούσαν να ευοδωθούν υπό το ευμενές βλέμμα των δυτικών δυνάμεων, που κάθε άλλο παρά εχθρικά διάκειντο απέναντι στο ενδεχόμενο κατάρρευσης τής χώρας και τού καθεστώτος που προέκυψε από την επανάσταση τού Οκτώβρη.[185]

Ένα σοβιετικό βιβλίο τού 1935 εξηγεί ότι, σε περίπτωση πολέμου, αν ένας απλός στρατιώτης πιαστεί αιχμάλωτος, θα πρέπει να τύχει «“αδελφικής” μεταχείρισης σύμφωνα με την αρχή τής προλεταριακής αλληλεγγύης». «Ο προσεταιρισμός» όμως των αξιωματικών, που στην πλειοψηφία τους «δεν ανήκουν στο προλεταριάτο», «δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω θεωρητικής εκπαίδευσης». Οι συγκεκριμένοι κανόνες χρονολογούνται από το 1920 και, πιο συγκεκριμένα, από την περίοδο τού υπό στενή έννοια εμφύλιου πολέμου. Όταν το 1939 οι δυνάμεις των Σοβιετικών εισέρχονταν στην Πολωνία, τα αεροπλάνα τους έριχναν προκηρύξεις με τις οποίες καλούσαν τους στρατιώτες να εξεγερθούν και να «εκμηδενίσουν» τούς αξιωματικούς και τους στρατηγούς τους.[186]

Αμέσως μετά την εισβολή τους στην Πολωνία, οι Σοβιετικοί, θέλοντας να απαλλαγούν από το οχληρό βάρος των αξιωματικών, επιδίωξαν να γίνει ανταλλαγή με Ουκρανούς αιχμαλώτους στα χέρια τής Βέρμαχτ, πρόταση όμως την οποία απέρριψε η Γερμανία. Και ναι μεν οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί αντιμετωπίζονταν από σοβιετικής πλευράς ως ανεπιθύμητοι, διότι δύσκολα θα μπορούσαν να κερδηθούν με τη γραμμή τής «προλεταριακής επανάστασης», αλλά και στο αντίπαλο στρατόπεδο δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης, στο μέτρο που δεν μπορούσαν να υποχρεωθούν να παράσχουν εργασία και, ως εκ τούτου, προστίθεντο στα στόματα που έπρεπε να τραφούν (—πράγματι, η Σύμβαση τής Γενεύης απαγόρευε την εκμετάλλευσή των αξιωματικών ως εργατικού δυναμικού και, στην αρχή τού πολέμου στο ανατολικό μέτωπο, η Βέρμαχτ δεν είχε ακόμα απαλλαγεί και από τα τελευταία υπολείμματα ηθικών ανασχέσεων όσον αφορά την τήρηση τού διεθνούς δικαίου).[187] Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν μια προσπάθεια «μαζικής κατήχησης» που, όσον αφορά τους απλούς φαντάρους, είχε θετικά αποτελέσματα, αλλά αποδείχθηκε ατελέσφορη σε σχέση με τους αξιωματικούς: μπόρεσε να σχηματιστεί μια ισχνή ομάδα κομμουνιστών, αλλά πέραν τούτου το επιθετικό αυτό εγχείρημα στο πεδίο τής ιδεολογίας στέφθηκε με πλήρη αποτυχία. Οι αντι-κομμουνιστές, οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, προέταξαν το «πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης» και την «“τιμή και αξιοπρέπεια των αξιωματικών” — ιδέα, βαθιά ριζωμένη στην παράδοση τής μεσαιωνικής ιπποσύνης, με την οποία οφείλει κανείς να είναι εξοικειωμένος, προκειμένου να κατανοήσει τη στάση που τήρησαν οι Πολωνοί αξιωματικοί το 1939».[188] Ήταν πλέον θέμα χρόνου να περάσουν από την παθητική στην ενεργό αντίσταση: μποϊκόταραν τις προβολές ταινιών, παρακώλυαν τις παραδόσεις μαθημάτων,[189] έστηναν «καβγάδες» με τη μικρή μειοψηφία των «κόκκινων». Ήταν αυτή τους η στάση που σφράγισε την καταδίκη τους. Ωστόσο, αν και αποτρόπαιο, το έγκλημα τού Κατίν διαφέρει ουσιωδώς από τις γενοκτονικές πρακτικές, στις οποίες δεν παίζει κανένα ρόλο ο παράγοντας τής ατομικής συμπεριφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως, πριν ακόμη από τον εγκλεισμό τους, οι Πολωνοί αξιωματικοί πέρασαν από ατομική ακρόαση και, για καθέναν από αυτούς ξεχωριστά, συντάχθηκε φάκελος και βιογραφικό σημείωμα: κατηγορήθηκαν μάλιστα για «αντισημιτισμό». Γίνεται δε εύκολα αντιληπτό ότι δεν μπορεί καν να τεθεί ζήτημα γενοκτονίας, αν λάβουμε υπόψη ότι έναυσμα για τη λήψη τής απόφασης θανάτωσής τους στάθηκε η άρνηση των αξιωματικών να στρατολογηθούν στις τάξεις και να συμβάλουν ενεργά στη συγκρότηση ενός εθνικού πολωνικού στρατού, που θα τελούσε μεν υπό τον έλεγχο τής Μόσχας, αλλά δεν θα απέβαλε τον εθνικό του χαρακτήρα.[190]

Και άλλωστε, δεν είναι ο ίδιος ο αντικομμουνιστής συγγραφέας, το κείμενο τού οποίου χρησιμοποιήσαμε για την αναπαράσταση τού εγκλήματος τού Κατίν, που επισύρει την προσοχή στην τελική απογοήτευση ή και μεταμέλεια τού ίδιου τού Μπέρια, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες δηλώσεις τού σοβιετικού αξιωματούχου («κάναμε μια μεγάλη ανοησία», «διαπράξαμε βαρύ σφάλμα»); Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο να εμφιλοχώρησε παρανόηση εκ μέρους τού τελευταίου αναφορικά με το περιεχόμενο μιας διαταγής τού Στάλιν (πράγμα που θα προσέδιδε έναν μακάβριο τόνο στα τραγικά κατά τα άλλα περιστατικά).[191] Εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα που συνάγει ο προαναφερθείς συγγραφέας μπορεί, με κάποιες επιφυλάξεις, να γίνει αποδεκτό. Η σφαγή των Πολωνών αξιωματικών θα αποτελούσε αφενός ένα φρικτό επεισόδιο εμφύλιου πολέμου (λόγω τού ότι σχετίζεται με εδάφη και πληθυσμούς που ανήκαν άλλοτε στην τσαρική αυτοκρατορία) και αφετέρου μια αποτυχημένη απόπειρα κατήχησης και στρατολόγησης στρατιωτικών στελεχών εν όψει τού «διεθνούς εμφύλιου πολέμου»: «η εμπειρία που αποκτήθηκε με τους Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου αποδείχθηκε πολύ χρήσιμη» για την σοβιετική μυστική αστυνομία «σε σχέση με το έργο τής κατήχησης των Γερμανών και Ιαπώνων αιχμαλώτων πολέμου». Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη τής επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, στις 8 Οκτωβρίου τού 1941, συγκλήθηκε η πρώτη διάσκεψη Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου (όπου συμμετείχαν 158 στρατιώτες και υπαξιωματικοί)· τον Ιούλιο τού 1943, συγκροτήθηκε η εθνική Επιτροπή για μια «Ελεύθερη Γερμανία» και δύο μήνες αργότερα η «Ομοσπονδία Γερμανών Αξιωματικών», στην οποία προσχώρησαν αξιωματικοί όλων των βαθμίδων.[192]

Αυτό δεν εμπόδισε τον Στάλιν, την ίδια περίοδο, στον χαιρετιστήριο λόγο που απηύθυνε στη διάσκεψη τής Τεχεράνης, να ευχηθεί για τη συνοπτική εκτέλεση 50.000 Γερμανών αξιωματικών (πράγμα που θα ισοδυναμούσε με ένα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας Κατίν). Και ναι μεν αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση τού Τσέρτσιλ (— ίσως γιατί αυτός είχε τα μάτια ήδη στραμμένα στον ψυχρό πόλεμο που διαφαινόταν στον ορίζοντα), πλην όμως ήδη αναφέραμε ότι δύο χρόνια νωρίτερα ο Άγγλος πολιτικός είχε συλλάβει ένα πολύ πιο «ακραίο» σχέδιο όσον αφορά τη μεταχείριση τού γερμανικού πληθυσμού.[193] Σε σχέση όμως με την πρόποση τού Στάλιν δεν διατυπώθηκε καμία αντίρρηση ούτε από τον Ρούζβελτ ούτε και από τον γιό του Έλιοτ, που έσπευσε μάλιστα να πλειοδοτήσει προπίνοντας υπέρ τής εκτέλεσης «όχι μόνο πενήντα … αλλά εκατοντάδων χιλιάδων ναζήδων», προσθέτοντας στη συνέχεια ότι: «Σ’ αυτό, πιστεύουμε ότι και ο αμερικανικός στρατός θα συμφωνεί μαζί μας».[194] Στην πραγματικότητα, ο Άιζενχαουερ είχε τη γνώμη ότι θα έπρεπε να «εξολοθρευθούν» όχι μόνο οι 3.500 αξιωματικοί τού γερμανικού επιτελείου, αλλά και όλα τα μέλη τής Γκεστάπο, όπως επίσης και όλα τα μέλη τής ηγεσίας τού ναζιστικού κόμματος, από τους δημάρχους μέχρι και την κεντρική ηγεσία. Όπως επισημαίνει ο Καναδός ιστορικός στο βιβλίο του που ήδη μνημονεύσαμε, «αυτό θα σήμαινε ότι ο ο αριθμός των εκτελεσθέντων θα ανερχόταν συνολικά σε περίπου 100.000 άτομα».[195] Εδώ αποκαλύπτεται το αποτρόπαιο πρόσωπο τού διεθνούς εμφυλίου πολέμου: η διχοτομία «φίλος-εχθρός», που διατυπώνεται με πολιτικούς παρά με εθνικούς όρους, και η συγκεκριµενοποίηση τού όρου «εχθρός», που στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται μάλλον στο ενεργό μέλος τού ναζιστικού κόμματος και όχι στο σύνολο τού γερμανικού λαού, φαίνεται πως αποκλείουν την ενεργοποίηση, εν καιρώ κρίσης, των κανόνων τού jus in bello, που παραδοσιακά ισχύουν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών μεταξύ κρατών τού «πολιτισμένου» κόσμου.


180. Tucholsky, Kurt, 1985: Gesammelte Werke, τόμ. ΙΙ, συντ. M.Gerold Tucholsky & F.J. Raddatz, Hambourg, Rowohr, σελ. 29 και 135.
181. Ibid., σελ. 11 και 112-13.
182. Ibid., σελ. 336, και τόμ. V, σελ. 226.
183. Nolte, Ernst, 1987: «Die Sache auf den Kopf gestellt», Die Zeit, 31 Οκτωβρίου 1986, σελ. 95.
184. Zawodny, Janusz Kasimierz, 1971: Zum Beispiel Katyn. Klärung eines Kriegsverbrechens (πρώτη αμερικανική έκδοση, 1962), Munich, Verlag Information und Wissen (γαλ. μετάφρ. Marie-Alyx Revellat, Katyn, Massacre dans la forêt, Paris, Stock), σελ. 109.
185. Taylor, 1996, σελ. 259-262.
186. Zawodny, 1971, σελ. 106-07.
187. Ibid., σελ. 105-06.
188. Ibid., σελ. 110 και 87.
189. Ibid., σελ. 116-18.
190. Ibid., σελ. 100, 110-13 και 123.
191. Ibid., σελ. 105 και 124.
192. Ibid, σελ. 133-134.
192. Ibid, σελ. 133-134.
193. Bacque, James, 1993: Other Losses (1989), New York, Saint Martin’s Press, 1991, σελ. 20.
194. Πρβλ. Veale, Frederick J.P., 1979: Advance to Barbarism. The Development of Total Warfare (1948), Newport, Institute for Historical Review, σελ. 216-220; Bacque, 1993, σελ. 27 και 19.
195. Bacque, 1993, σελ. 35.

Το Σοβιετικό Κατίν και το βορειοαμερικανικό και νοτιοκορεάτικο «Κατίν»
(από το «Στάλιν», Ντ. Λοζούρντο, σελ.385-88)

Σε αντίθεση με την κολεκτιβοποίηση τής γεωργίας και την εξαναγκαστική εκβιομηχάνιση, η μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών, που αποφασίστηκε από τη σοβιετική ηγετική ομάδα και διαπράχθηκε στο Κατίν τον Μάρτιο-Απρίλιο τού 1940, πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτοτελώς ως έγκλημα. Ο αντίκτυπος από την αναμέτρηση ισχύος με τη Φινλανδία εξακολουθούσε να είναι αισθητός: μετά την αποτυχία τού εγχειρήματος να επιτευχθεί συμφωνία για την ανταλλαγή εδαφών — εγχείρημα που ανέλαβε ο Στάλιν προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα ελάχιστο εδαφικού βάθους για την άμυνα τού Λένινγκραντ (πόλη που θα διαδραματίσει στη συνέχεια πρωταγωνιστικό ρόλο στην επική αντίσταση κατά τής ναζιστικής επίθεσης) — έγινε ορατός ο κίνδυνος επέκτασης και γενίκευσης τού πολέμου. Εν όψει των περιστάσεων, ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση των Πολωνών αξιωματικών που είχαν αιχμαλωτιστεί από την ΕΣΣΔ μετά τον διαμελισμό τής Πολωνίας; Από την πλευρά των Σοβιετικών, η προσπάθεια να τους κάνουν να εγκαταλείψουν τις αλαζονικές τους απόψεις — κληρονομιά τής σύγκρουσης που ξέσπασε με την κατάρρευση τής τσαρικής αυτοκρατορίας και η οποία, ως εκ τούτου, έτεινε να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός θηριώδους εμφύλιου πολέμου — κατέληξε σε αποτυχία. Η κατάσταση έγινε αρκετά δύσκολη: η ΕΣΣΔ βρισκόταν ενώπιον τής απειλής να βυθιστεί σ’ έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, ενώ υπήρχαν και δυτικοί κύκλοι που ενδιαφέρονταν για την ανατροπή τού σταλινικού καθεστώτος (πρβλ. ανωτέρω 2.10). Ήταν αυτό το «σοβαρό πρόβλημα ασφάλειας» που επέσπευσε τη «φρικτή απόφαση», για την οποία αργότερα ο Στάλιν «θα μετανιώσει πικρά λόγω των δυσάρεστων περιπλοκών που προέκυψαν ως συνέπειά της».[876] Και ναι μεν, στην περίπτωση των εκτελέσεων στο Κατίν δεν απουσιάζουν τα ηθικά διλήμματα στα οποία εφιστά την προσοχή ο Μ.Γουόλσερ, πλην όμως εσφαλμένα θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς ότι συνέτρεξε και εδώ «λόγος έσχατης ανάγκης», διαστέλλοντας έτσι εκ των υστέρων το πεδίο εφαρμογής ενός ήδη μάλλον υπερβολικά διευρυμένου κριτηρίου.

Ωστόσο, αν και αδικαιολόγητο, το έγκλημα που εξετάζουμε εδώ δεν μπορεί να σχετισθεί με τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τής προσωπικότητας τού Στάλιν ή τού συστήματος τού οποίου ηγείτο. Ας σκεφτούμε τώρα το επονείδιστο έγκλημα που στιγμάτισε την καριέρα τού αμερικανού στρατηγού Πάτον, όταν κατά τη διάρκεια τής αποβίβασης στη Σικελία διέταξε την εκτέλεση των Ιταλών στρατιωτών που παραδόθηκαν μετά από σκληρή αντίσταση.[877] Μπορεί μεν να πρόκειται για συγκριτικά μικρής κλίμακας έγκλημα, ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν είχε ως κίνητρο την εδαφική ασφάλεια, αλλά διαπνεόταν από πνεύμα εκδίκησης ή ίσως και από φυλετική περιφρόνηση· με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με εγκληματική πράξη που υπαγορεύθηκε από ταπεινά ελατήρια.

Εντούτοις, εάν επιθυμούμε να βρούμε μια πραγματική αναλογία με το Κατίν, θα πρέπει να αναφερθούμε σε άλλες τραγωδίες και αποτρόπαια περιστατικά. Δέκα χρόνια μετά το σοβιετικό Κατίν, διαδραματίστηκε ένα γεγονός που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το βορειοαμερικανικό και νοτιοκορεάτικο «Κατίν». Ο πόλεμος τής Κορέας έχει αρχίσει. Οι άγριοι βομβαρδισμοί στον βορρά προκαλούν μαζικό κύμα προσφύγων που κατακλύζουν τον νότο τής χώρας. Ποια είναι η υποδοχή που τους επιφυλάσσεται εκεί; «Ο αμερικανικός στρατός εφάρμοζε πολιτική εξόντωσης των αμάχων που επιχειρούσαν να εισέλθουν στη νότια Κορέα»: τα θύματα ήταν «κυρίως γυναικόπαιδα». Υπήρχαν ανησυχίες για το ενδεχόμενο, μέσω των προσφυγικών ομάδων, να διεισδύσουν στις αμερικανικές γραμμές βορειοκορεάτες στρατιώτες. Ωστόσο, από την έρευνα σχετικά με ένα από τα περισσότερο τεκμηριωμένα περιστατικά (δηλ. τις εκτελέσεις στο Νο Γκουν Ρι), «δεν προέκυψε καμία απόδειξη εχθρικής διείσδυσης».[878] Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια πολιτική που προήλθε από τα υψηλότερα στρατιωτικά (και πολιτικά) κλιμάκια των ΗΠΑ, και όχι με τις ενέργειες και τα μέτρα ενός μεμονωμένου ατόμου (ανεξάρτητα από το εάν, στην προηγούμενη περίπτωση, επρόκειτο για τον Πάτον, επιφανή και διακεκριμένο στρατηγό και στρατάρχη). Και είναι αυτό το στοιχείο που επιτρέπει τον παραλληλισμό με το Κατίν, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι και στις δυο περιπτώσεις εκείνο που διακυβεύεται είναι η ασφάλεια.

Για την επίτευξη τού σκοπού τής ασφάλειας, οι ΗΠΑ και οι σύμμάχοι τους δεν περιορίστηκαν μόνο στις εκτελέσεις προσφύγων. Θεώρησαν αναγκαίο να λάβουν προληπτικά μέτρα για τη συντριβή των δυνάμεων μιας πιθανής πέμπτης φάλαγγας. Για παράδειγμα, «στην πόλη Ταετζόν, τον Ιούλιο τού 1950, 1.700 κορεάτες κατηγορούμενοι για κομμουνισμό πήραν διαταγή από την αστυνομία να σκάψουν τους τάφους τους και, στη συνέχεια, εκτελέστηκαν».

Ένας αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει τα εξής:

«Μια Κυριακή, νωρίς το πρωί, στη φαινομενικά έρημη πόλη τού Τσοτσιγουόν, είδα να παρελαύνουν, εν μέσω χτυπημάτων και κλωτσιών, άνδρες και γυναίκες, δεμένοι ο ένας με τον άλλο με τα χέρια πίσω από τις πλάτες, από το τοπικό αστυνομικό τμήμα προς τα φορτηγά που θα τους μετέφεραν στον προορισμό τους. Τους εκτέλεσαν και τους άφησαν άθαφτους ένα-δυο μίλια πιο πέρα».[879]

Επρόκειτο για επιχείρηση μεγάλης κλίμακας:

«Σε ένα ορυχείο κοβαλτίου, κοντά στο Νταεγκού, στα νότια τής χώρας, ερευνητές ανακάλυψαν μέχρι τώρα τα λείψανα 240 ανθρώπων. Πρόκειται για ένα μικρό μόνο ποσοστό επί των συνολικά 3.500 κρατουμένων και υπόπτων για κομμουνισμό που πιστεύεται ότι, στο διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 1950, απήχθησαν από τα κελιά των φυλακών και τα σπίτια τους και, στη συνέχεια, δολοφονήθηκαν και πετάχτηκαν μέσα στο πηγάδι τού ορυχείου».

Ενίοτε, τα θύματα των «εκτελέσεων με συνοπτικές διαδικασίες» ήταν «γυναικόπαιδα»:[880] θα έλεγε κανείς ότι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν γλίτωσαν ούτε και οι οικογένειες εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν κομμουνιστές. Η ιδεοληψία με την ασφάλεια δεν κυριαρχούσε μόνο στα μετόπισθεν, αλλά και στις μόλις κατακτημένες ή ανακατακτημένες πόλεις. Σε μια από αυτές, συνέβησαν τα εξής: “Μας είπαν να ανάψουμε τσιγάρο. Άρχισαν να μας πυροβολούν με τα τουφέκια τους και τα μυδραλιοβόλα. Μετά από λίγο, ένας αξιωματικός φώναξε: «Όσοι είναι ακόμα ζωντανοί, να σηκωθούν και να πάνε αμέσως στα σπίτια τους”. Όσοι υπάκουσαν, τους ξαναπυροβόλησαν».

Σε ποιον αριθμό ανέρχονται τα θύματα των δύο αυτών πρακτικών, τής δολοφονίας των προσφύγων και τής εκκαθάρισης των υπόπτων για τα κομμουνιστικά τους φρονήματα; Στην πραγματικότητα, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η καταγραφή τού αριθμού «των κορεάτικων “πεδίων θανάτου”, όπως τα αποκαλούν οι συγγενείς των θυμάτων». Προς το παρόν μπορούμε όμως να κάνουμε ένα προσωρινό απολογισμό: «οι ερευνητές έχουν μέχρι σήμερα εντοπίσει 1.222 πιθανές περιπτώσεις μαζικών φόνων κατά τη διάρκεια τού Πολέμου τής Κορέας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και 215 ξεχωριστά περιστατικά, όπου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων, άοπλοι πρόσφυγες σκοτώθηκαν από πυρά αεροπλάνων και δυνάμεων εδάφους των ΗΠΑ».[881] Όπως φαίνεται, το βορειοαμερικανικό και νοτιοκορεάτικο «Κατίν» δεν ήταν μικρότερης κλίμακας σε σύγκριση προς το σοβιετικό και, εν πάση περιπτώσει, εμφανίζει το πρόσθετο στοιχείο τής έλλειψης ενδοιασμών (λαμβανομένου υπόψη τού ότι η ηγεσία τής Ουάσιγκτον δεν μπορούσε επ’ ουδενί να επικαλεστεί, όσον αφορά σε έναν πόλεμο που διεξήχθη σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων από το έδαφος των ΗΠΑ, ότι συνέτρεχαν πιεστικοί λόγοι «έσχατης ανάγκης»). Παρ’ όλα αυτά, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα ιεράρχησης δύο εξίσου αδικαιολόγητων εγκλημάτων. Αντιθέτως, εκείνο που προέχει είναι να καταδειχθεί η ανεπάρκεια τής ηθικο-μανιχαϊστικής προσέγγισης για την ιστορική κατανόηση τού Στάλιν και τής χώρας τής οποίας ηγείτο.


876. Roberts G. (2006), Stalin’s Wars. From World War to Cold War, 1939-1953, Yale University Press, New Haven-London, σελ.47 και 170-71.
877. Di Feo F. (2004), Sicilia 1943, l’ordine di Patton: «Uccidete i prigionieri italiani», στην Corriere della sera, 23 Ιουνίου, σελ.13· Di Feo G. (2005), «Sei un prigionerio italiano? E mi sparò al cuore», στην Corriere della sera, 3 Μαρτίου, σελ.20.
878. Hanley Ch. J., Mendoza M. (2007), Pentagon withheld Letter on Korea Dead, στην International Herald Tribune, 16 Απριλίου, σελ.5.
879. Warner (2000), Brutality on All Sides Wracked Korea in the Years after WWII, στην International Herald Tribune, 5 Μαΐου.
880. Sang-Hun Choe (2007), South Korea Excavates Its Killing Fields, στην International Herald Tribune, 22 Νοεμβρίου.
881. Ibid.

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε