RSS

«Αιώνια Ειρήνη»

22 Αυγ.

5.5. Ο τρομοκρατικός λιμός στην ιστορία τής φιλελεύθερης Δύσης
D.Losurdo, Stalin, histoire et critique d’une légende noire (σελ. 286-292) [δείτε και 5.4]

Περισσότερο όμως και από τις υπερβολές, εκείνο που υπονομεύει ολοκληρωτικά την αξιοπιστία τής επιχειρηματολογίας τού «βετεράνου τού ψυχρού πολέμου» [Ρ.Κόνκουεστ] είναι ό,τι αποφεύγει σκοπίμως να αναφέρει. Θα ήθελα να αρχίσω υπενθυμίζοντας τη συζήτηση που έλαβε χώρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 18 Οκτωβρίου 1948: ο Τσέρτσιλ καταγγέλλει το κύμα συγκρούσεων μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων και το «φρικτό ολοκαύτωμα» εν εξελίξει στην Ινδία μετά από την απόφαση τής κυβέρνησης των εργατικών να προβεί στη διάλυση τής Βρετανικής αυτοκρατορίας και να παραχωρήσει την ανεξαρτησία στη χώρα. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ένας βουλευτής των εργατικών: «Γιατί δεν αναφέρετε και τον λιμό στην Ινδία;» Ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί να αντιπαρέλθει το ερώτημα, αλλά ο βουλευτής επιμένει: «Γιατί δεν αναφέρετε τον λιμό στην Ινδία, για τον οποίο ευθύνη φέρει η προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση;»[627] Το συμβάν στο οποίο αναφέρεται και το οποίο διαψεύδεται κατηγορηματικά από τον Τσέρτσιλ είναι ο λιμός τής Βεγγάλης τού 1943-44, που προκάλεσε τρία εκατομμύρια θανάτους. Και οι δύο, όμως, αποφεύγουν να μιλήσουν για τον λιμό που μερικές δεκαετίες πριν μαινόταν επίσης στην αποικιακή Ινδία: δύο με τρία εκατομμύρια Ινδοί έχασαν τότε τη ζωή τους, υποχρεωμένοι αρκετές φορές σε «σκληρή» καταναγκαστική «εργασία» με διατροφή χειρότερη και από εκείνη που είχε εξασφαλισθεί στους κρατούμενους τού «διαβόητου στρατοπέδου τού Μπούχενβαλντ». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ρατσιστικός χαρακτήρας τού εγκλήματος ήταν ρητός και πρόδηλος. Οι Βρετανοί γραφειοκράτες θεωρούσαν «εσφαλμένο να ξοδεύονται τόσα χρήματα για να συντηρηθούν στη ζωή ένα σωρό μαύροι». Σύμφωνα εξάλλου με τον κυβερνήτη και αντιβασιλέα τής Ινδίας, Ρίτσαρντ Τεμπλ, τα θύματα ήταν κυρίως ζητιάνοι που δεν είχαν καμία πραγματική πρόθεση να εργαστούν: «ελάχιστοι θα βρεθούν να μοιρολογήσουν τους νεκρούς, που διήγαν αργόσχολη και πολύ συχνά εγκληματική ζωή».[628]

Στο τέλος τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο σερ Βίκτορ Γκόλαντς, εβραϊκής καταγωγής [εκδότης και συγγραφέας], η οικογένεια τού οποίου είχε καταφύγει στην Αγγλία για να γλιτώσει από τις αντισημιτικές διακρίσεις και διώξεις,[*] εκδίδει το βιβλίο The Ethics of Starvation [Η Ηθική τής Λιμοκτονίας] (1946) και, τον επόμενο χρόνο, το βιβλίο του με τίτλο In darkest Germany [Στην ολοσκότεινη Γερμανία]. Ο συγγραφέας καταγγέλλει την ακολουθούμενη, μετά την ήττα τού Τρίτου Ράιχ, πολιτική λιμοκτονίας η οποία «θέριζε» τις ζωές Γερμανών αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου, που εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν το φάσμα τής ασιτίας: σε σχέση με το 1944 — χρονιά ιδιαίτερα δραματική — τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας είχαν αυξηθεί κατά δέκα φορές· το σιτηρέσιο που διετίθετο στους Γερμανούς βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στα επίπεδα τού «στρατοπέδου Μπέργκεν-Μπέλσεν».[629]

Στις δύο περιπτώσεις που μόλις αναφέραμε, είναι φανερό ότι δεν γίνεται παραλληλισμός των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με εκείνες τής σοβιετικής Ουκρανίας, αλλά με τις αντίστοιχες των στρατοπέδων εργασίας τής υπό βρετανική κυριαρχία Ινδίας και τού καθεστώτος κατοχής που επέβαλε η φιλελεύθερη Δύση στους ηττημένους τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η τελευταία κατηγορία φαίνεται περισσότερο πειστική, όπως επιβεβαιώνεται και από μια πρόσφατη, εξαντλητικά τεκμηριωμένη μελέτη επί τού θέματος: «Οι Γερμανοί διατρέφονταν καλύτερα στη σοβιετική ζώνη». Συγκριτικά πιο γενναιόδωρη ήταν η χώρα που είχε δοκιμαστεί σκληρά από τη γενοκτονική πολιτική τού Τρίτου Ράιχ και τής οποίας ο πληθυσμός συνέχιζε να ζει μέσα στην ανέχεια ως αποτέλεσμα ακριβώς τής πολιτικής αυτής. Στην πραγματικότητα, τα κίνητρα που ώθησαν τη φιλελεύθερη Δύση να καταδικάσει τους ηττημένους τού πολέμου σε θάνατο από ασιτία ήταν καθαρά ιδεολογικά και δεν είχαν καθόλου να κάνουν με την έλλειψη πόρων: «Πολιτικοί και στρατιωτικοί τής εποχής εκείνης, μεταξύ των οποίων και ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, είχαν θέσει ως κόκκινη γραμμή τη μη χορήγηση επισιτιστικής βοήθειας από τη Μεγάλη Βρετανία. Ο θάνατος από ασιτία επιβλήθηκε ως τιμωρία. Ο Μοντγκόμερι υποστήριζε με βεβαιότητα ότι τα τρία τέταρτα των Γερμανών παρέμειναν ναζιστές.» Αυτός ήταν ο λόγος που δικαιολογούσε την απαγόρευση τής «συναδέλφωσης»: ήταν απαράδεκτο να αποτείνεται κανείς — πόσο μάλλον να δείχνει τη συμπάθειά του — προς τα μέλη ενός τόσο βαθιά και ανεπανόρθωτα διεφθαρμένου λαού. Οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν προειδοποιηθεί για τους κινδύνους που διέτρεχαν: «Στο σώμα, στην καρδιά και στο μυαλό, κάθε Γερμανός είναι ένας Χίτλερ.» Κάθε νεαρή Γερμανίδα μπορεί να κρύβει μέσα της μια φόνισσα: «Προσοχή, λοιπόν, μην την πατήσετε, όπως την πάτησε ο Σαμψών με την Δαλιδά: μαζί με τα μαλλιά, [η Γερμανίδα] ευχαρίστως θα σας έκοβε και το λαρύγγι». Αυτή η εκστρατεία μίσους είχε ως σκοπό να καταστείλει τις εκδηλώσεις συμπάθειας και να εξασφαλίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματική εφαρμογή τής «ηθικής τής καταδίκης σε λιμοκτονία». Οι Αμερικανοί στρατιώτες καλούνταν να επιδεικνύουν αναλγησία ακόμη και προς τα παιδιά που πέθαιναν από την πείνα: «Μέσα σε κάθε ξανθό Γερμανόπουλο καραδοκεί έτοιμος να σας κατασπαράξει ο ναζί».[630]

Θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει τα τραγικά γεγονότα στη Βεγγάλη και την Ουκρανία παραπέμποντας στις επείγουσες προτεραιότητες που προέκυψαν σε συνάρτηση με την απειλή ή την έκρηξη τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι οποίες καθιστούσαν αναγκαία τη συγκέντρωση και τη διαχείριση σπάνιων πόρων στα πλαίσια τού αγώνα για την ήττα ενός θανάσιμου εχθρού.[631] Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, στην περίπτωση τού λιμού που έπληξε τη Γερμανία κατά την περίοδο αμέσως μετά την ήττα τού Τρίτου Ράιχ, επρόκειτο για προμελετημένη τρομοκρατική ενέργεια, δεδομένου ότι, ενώ ο παράγοντας τής έλλειψης πόρων δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο, ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία φαίνεται να είχε η φυλετική κατηγοριοποίηση τού γερμανικού λαού (ενός λαού που ο ίδιος ο Φ.Ντ. Ρούζβελτ ήθελε να τον «εξαλείψει από προσώπου γης» μέσω τής επιβολής υποχρεωτικού «ευνουχισμού» (πρβλ. ανωτέρω 1.5)). Θα έλεγε κανείς ότι το ξέσπασμα τού Ψυχρού Πολέμου ήταν αυτό που έσωσε τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες — ή, τουλάχιστον, άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τα δεινά τους: ο παλιός εχθρός θα μπορούσε ενδεχομένως να προσφέρει αναλώσιμο ανθρώπινο δυναμικό και πολύτιμη εμπειρία για την επιτυχή αντιμετώπιση τής νέας πολεμικής απειλής.

Μάταια θα αναζητούσε κανείς στοιχεία για τον λιμό στη βρετανική αποικιακή Ινδία — ή ακόμα και για το «δυτικό» Μπέργκεν-Μπέλσεν στη Γερμανία — στις σελίδες τού βιβλίου τού «βετεράνου τού Ψυχρού Πολέμου», ο οποίος πασχίζει με κάθε τρόπο να εφαρμόσει το προκατασκευασμένο σχήμα ερμηνείας τού ιστορικού αναθεωρητισμού: όλες οι φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Ναζί δεν κάνουν άλλο παρά να αναπαράγουν τις κομμουνιστικές «φρικαλεότητες», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι και το χιτλερικό Μπέργκεν-Μπέλσεν δεν είναι παρά πιστό αντίγραφο ενός «προ τού γράμματος» Μπέργκεν-Μπέλσεν, για το οποίο την ευθύνη φέρει ο Στάλιν.

Σε πλήρη συμφωνία με την προσέγγιση αυτή, ο Κόνκουεστ παραβλέπει εντελώς το γεγονός ότι η προσφυγή στην απειλή ή τη χρήση λιµοκτονίας ως μεθόδου πολέμου αποτελεί σταθερά τής πολιτικής τής Δύσης απέναντι στους βαρβάρους και τους, κατά περίσταση, εξομοιούμενους με αυτούς εχθρούς της. Μετά την επανάσταση των νέγρων στον Άγιο Δομίνικο, ο Τζέφερσον, φοβούμενος τη μετάδοση τής εξέγερσης από την πρώτη χώρα τής αμερικανικής ηπείρου που κατάργησε τη δουλεία, δηλώνει έτοιμος «να καταδικάσει τον Τουσέν σε θάνατο δι’ ασιτίας». Κατά τα μέσα τού δέκατου ένατου αιώνα, ο Τοκβίλ προέτρεπε τους συμπατριώτες του να κάψουν τις σοδειές και να αδειάσουν τις αποθήκες σιτηρών των Αλγερινών Αράβων, που τόλμησαν να αντισταθούν στη γαλλική κατοχή (πρβλ. κατωτέρω, 8.5.). Πέντε δεκαετίες αργότερα, οι ΗΠΑ θα εφαρμόσουν την ίδια πολεμική τακτική καταδίκης ενός ολόκληρου λαού στην πείνα και τη λιμοκτονία, προκειμένου να καταπνίξουν την αντίσταση τού λαού των Φιλιππίνων. Ωστόσο, και στην περίπτωση ακόμη που ελλείπει το στοιχείο τής προμελέτης, είναι δυνατόν ο λιμός να εκληφθεί ως μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Την ίδια εποχή που ο Τοκβίλ ζητούσε να εφαρμοστεί τακτική καμμένης γης γύρω από τις εστίες τής αραβικής αντίστασης, στην Ιρλανδία οι σοδειές πατάτας καταστράφηκαν από ασθένεια, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί ο πληθυσμός τής χώρας, που ήδη δοκιμαζόταν σκληρά από τη λεηλασία και την καταπίεση των άγγλων εποίκων. Σύμφωνα με τον σερ Τσαρλς Έντουαρντ Τρεβέλιαν (στον οποίο η βρετανική κυβέρνηση είχε αναθέσει την παρακολούθηση και διαχείριση τής κατάστασης), η νέα αυτή τραγωδία αποτελούσε έκφραση τής «παντογνώστριας θείας πρόνοιας», η οποία επέλυσε με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα τού υπερπληθυσμού, όπως επίσης και το ενδημικό φαινόμενο των εξεγέρσεων ενός βάρβαρου λαού. Υπό την έννοια αυτή, ο Βρετανός πολιτικός που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα τραγικά αυτά γεγονότα, τα οποία θεωρούνται από πολλούς ότι αποτέλεσαν το πρότυπο για τις γενοκτονίες τού 20ού αιώνα, αναφέρεται μερικές φορές και ως «πρωτο-Άιχμαν».[632]

Ας επιστρέψουμε στον 20ο αιώνα. Οι μέθοδοι που παραδοσιακά εφαρμόζονται εις βάρος των αποικιακών λαών μπορεί να αποδειχθούν εξίσου χρήσιμες και για τον αγώνα για το μοίρασμα τής ηγεμονίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Με το ξέσπασμα τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσέρτσιλ προσδιορίζει ως εξής τη σημασία τού δολοφονικού ναυτικού αποκλεισμού που επιβλήθηκε από την Αγγλία εις βάρος τής Γερμανίας: «Ρητός στόχος τής εφαρμογής τού ναυτικού αποκλεισμού ήταν η μετατροπή ολόκληρης τής Γερμανίας σε φρούριο υπό πολιορκία και η καταδίκη σε ασιτία ολόκληρου τού πληθυσμού — αντρών και γυναικόπαιδων, νέων και ηλικιωμένων, αρτιμελών και αναπήρων —, προκειμένου να συρθεί η χώρα σε συνθηκολόγηση». Ο πολύμηνος αποκλεισμός θα συνεχιστεί και μετά την υπογραφή τής ανακωχής και είναι ο ίδιος ο Τσέρτσιλ που διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο επιβάλλεται η συνεχιζόμενη και μετά την κατάπαυση τού πυρός χρησιμοποίηση τού «όπλου τής πείνας μέχρι θανάτου, που έχει, κυρίως, ως θύματα τα γυναικόπαιδα, τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς και τους αδύναμους»: οι ηττημένοι οφείλουν να συμμορφωθούν πλήρως με τους όρους τής ειρήνης των νικητών.[633]

Ωστόσο, η απειλητική εμφάνιση τής Σοβιετικής Ρωσίας επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό τής ταυτότητας τού εχθρού: αν η ανησυχία που διακατείχε τον Τζέφερσον αφορούσε το ενδεχόμενο μετάδοσης τής επανάστασης των Νέγρων, κύριο μέλημα τού Ουίλσον είναι πλέον να αποτρέψει την εξάπλωση τής μπολσεβίκικης επανάστασης. Παρ’ όλ’ αυτά οι μέθοδοι παραμένουν οι ίδιες. Για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ακολουθήσει τα βήματα τής Σοβιετικής Ρωσίας, η Αυστρία βρέθηκε, όπως επεσήμανε ο Γκράμσι, ενώπιον ενός ωμού «ληστρικού εκβιασμού»: «Αστικό καθεστώς ή πείνα!»[634] Πράγματι, εντός ολίγου, ο Χέρμπερτ Χούβερ, ο υψηλός εκπρόσωπος τής κυβέρνησης Ουίλσον και μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ, θα απευθύνει και επίσημη προειδοποίηση στις Αρχές τής Αυστρίας ότι «τυχόν διασάλευση τής δημόσιας τάξης θα καταστήσει αδύνατη την προμήθεια τροφίμων και θα φέρει τη Βιέννη αντιμέτωπη με το φάσμα τής απόλυτης ασιτίας». Αργότερα, ο ίδιος Αμερικανός πολιτικός, περιαυτολογώντας, θα διατυπώσει την ακόλουθη εκτίμηση: «η απειλή τής λιμοκτονίας απέτρεψε την επανάσταση τού αυστριακού λαού».[635] Είναι, επομένως, αδιαμφισβήτητο ότι η ιδέα τού «τρομοκρατικού λιμού», για την οποία ο Κόνκουεστ θεωρεί υπεύθυνο τον Στάλιν, θεωρητικοποιήθηκε πρωτίστως από πολιτικούς όπως ο Τζέφερσον και ο Χούβερ.

Πρόκειται για μια πολιτική που κυριαρχεί ακόμη και στις μέρες μας. Τον Ιούνιο τού 1996, ο διευθυντής τού Κέντρου για τα Οικονομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα επισήμανε σε δημόσια παρέμβασή του τις φρικτές συνέπειες τής πολιτικής «συλλογικής τιμωρίας» που εφαρμοζόταν μέσω τής επιβολής εμπάργκο σε βάρος τού ιρακινού λαού: πράγματι, «περισσότερα από μισό εκατομμύριο ιρακινά παιδιά […] πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες», ενώ σημαντικός αριθμός παιδιών κινδύνευε να έχει την ίδια τραγική μοίρα. Αρκετά χρόνια αργότερα. το Foreign Affairs, το επίσημο περιοδικό τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προβαίνει σε μια γενικότερη εκτίμηση: μετά την κατάρρευση των καθεστώτων τού «υπαρκτού σοσιαλισμού», σ’ έναν κόσμο ενοποιημένο κάτω από την ηγεμονία των ΗΠΑ, το εμπάργκο αποτελεί το κατεξοχήν όπλο μαζικής καταστροφής· «κατά την περίοδο που ακολούθησε το τέλος τού ψυχρού πολέμου», το ιρακινό εμπάργκο, που επιβλήθηκε με σκοπό να εμποδιστεί ο εφοδιασμός τού Σαντάμ με όπλα μαζικής καταστροφής, «προκάλεσε περισσότερα θύματα από εκείνα που προκάλεσαν όλα τα όπλα μαζικής καταστροφής καθ’ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας» — το αντίστοιχο θα ήταν η αραβική χώρα να είχε υποστεί, μεταξύ άλλων, τους ατομικούς βομβαρδισμούς τής Χιροσίμα και τού Ναγκασάκι, τους βομβαρδισμούς με υπερίτη τού Γουλιέλμου τού Β΄ και τού Μπενίτο Μουσσολίνι, κ.ο.κ.[636] Εν κατακλείδι, η πολιτική τού «τρομοκρατικού λιμού», για την οποία θεωρείται υπεύθυνος ο Στάλιν, διαπερνά όλη την ιστορία τής Δύσης. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, τού 20ου αιώνα εφαρμόστηκε το πρώτον σε βάρος τής χώρας τής οκτωβριανής επανάστασης και έφτασε στο απόγειό της την περίοδο μετά την κατάρρευση τής Σοβιετικής Ένωσης.


626. Στο Baker (2008), σελ. 411.
627. Churchill (1974), σελ. 7722.
628. Davis (2001), σελ. 46-51.
[*] [Το νόημα δεν είναι σαφές. Να σημειώσω ότι ο Β.Γκόλαντς είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 9/4/1893.]
629. Στο MacDonogh (200[2]), σελ. 362-363.
630. Στο ίδιο, σελ. 366, 363 και 369-370.
631. Πρβλ. Losurdo (1996), κεφ. V, § 10.
632. Losurdo (2005), κεφ. V, § 8; Losurdo (1996), κεφ. V, § 10. Ένας ανάλογος παραλληλισμός ανάμεσα στη ναζιστική ιουδαιοκτονία και τον ιρλανδικό μάλλον παρά τον ουκρανικό λιμό γίνεται και από τον Mayer (2000), σελ. 639.
633. Στο Baker (2008), σελ. 2 και 6.
634. Gramsci (1984), σελ. 443-444.
635. Rothbard (1974), σελ. 96-97.
636. Losurdo (2007), κεφ. Ι, § 5.

Βιβλιογραφία

Baker N. (2008), Human Smoke. The Beginnings of World War II, the End of Civilisation, Simon & Schuster, London-NewYork
Churchill W. (1974), His Complete Speeches 1897-1963, Chelsea House, New-York London.
Davis Μ. (2001), Olocausti tardovittoriani, Feltrinelli, Milano.
Gramsci A. (1984), Il nostro Marx 1918-9, εισαγωγικό κείμενο τού S. Caprioglio, Einaudi, Torino.
MacDonogh G. (2007), After the Reich. The Brutal History of the Allied Occupation, Basic Books, New York.
Losurdo D. (1996) Antonio Gramsci dal liberalismo al «comunismo critico», Gamberetti, Roma.
Τού ιδίου, (2005), Controstoria del liberalismo, Laterza, Roma-Bari.
Τού ιδίου, (2007), Il linguaggio dell’Impero. Lessico dell’ideologia americana, Laterza, Roma-Bari.
Mayer A.J. (2000), The Furies. Violence and Terror in the French and Russian Revolution, Princeton University Press, Princeton.
Rothbard M.N. (1974), Hoover’s 1919 Food Diplomacy in Retrospect, στον συλλογικό τόμο L.E. Gelfand (εισαγ. σημ.), Herbert Hoover, The Great War and its Aftermath 1917-23, Iowa University Press, Iowa City (IA).

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε