RSS

ολοκαύτωμα ≠ ολοκαύτωμα

16 Αυγ.

5.4 Το «ουκρανικό ολοκαύτωμα» ως φαινόμενο ομόλογο τού εβραϊκού ολοκαυτωμάτος;
D.Losurdo, Stalin, histoire et critique d’une légende noire (σελ. 277-286)

Οι δύο αυτές εγκληματικές ιστορικές προσωπικότητες, συνδεδεμένες με εκλεκτικές συγγένειες, δημιουργούν δύο αρκετά όμοια μεταξύ τους σύμπαντα στρατοπέδων συγκέντρωσης: έτσι μεθοδεύεται η κατασκευή τής πολιτικής μυθολογίας που κυριαρχεί απόλυτα στις μέρες μας. Στην πραγματικότητα, αν και υπεύθυνη για την καθιέρωση αυτής τής προσέγγισης, η Άρεντ ακολουθεί μια, θα έλεγα, περισσότερο προβληματική επιχειρηματολογική γραμμή. Από τη μια μεριά, αναφέρεται, έστω και συνοπτικά, στις «ολοκληρωτικές μεθόδους», των οποίων πρόδρομος ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησε η φιλελεύθερη Αγγλία για τον εγκλεισμό των Μπόερς ή, ακόμη, και τα «ολοκληρωτικά» στοιχεία που χαρακτήριζαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ιδρύθηκαν στη Γαλλία τής Τρίτης Δημοκρατίας «μετά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο». Από την άλλη, όμως, όταν η Άρεντ επιχειρεί, για πρώτη φορά, μια σύγκριση τής σταλινικής ΕΣΣΔ και τής χιτλερικής Γερμανίας, προβαίνει σε ορισμένες σημαντικές διαφοροποιήσεις: επιφυλάσσει τον όρο «στρατόπεδα συγκέντρωσης» μόνο για τη δεύτερη χώρα. Πέραν τούτου επισημαίνει ότι «στη Σοβιετική Ένωση, οι δεσμοφύλακες φαίνεται ότι δεν ανήκαν σε μια ειδικά εκπαιδευμένη για τη διάπραξη εγκλημάτων ελίτ (όπως, αντίθετα, συνέβαινε με τα Ες-Ες)». Όπως επιβεβαιώνει η ανάλυσή τής Άρεντ, βασισμένη στην τραγική προσωπική της εμπειρία από την επαφή της και με τα δύο «συγκεντρωτικά» σύμπαντα: «Στους Ρώσους ουδέποτε υπήρξε το παραμικρό ίχνος σαδισμού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με τους Ναζί […]. Οι ρώσοι δεσμοφύλακές μας δεν ήταν σαδιστές, αλλά αξιοπρεπείς άνθρωποι που εφάρμοζαν πιστά τις απαιτήσεις τού απάνθρωπου αυτού συστήματος».[604] Σήμερα όμως, καθώς απουσιάζει από τον δημόσιο λόγο οποιαδήποτε αναφορά — έστω και αποσπασματική — στη φιλελεύθερη Δύση, όπως επίσης και κάθε αξιολόγηση και ανάλυση των διαφόρων μορφών τού «συγκεντρωτικού» σύμπαντος, το μόνο που φαίνεται να μας απασχολεί είναι η εξομοίωση των Γκουλάγκ με τα Κοντσεντρατσιόνσλαγκερ.

Με σκοπό να γίνει πειστικός ο ισχυρισμός αυτός, παρατηρείται καταρχάς μια πλασματική αύξηση τού αριθμού των θυμάτων τού σταλινικού τρόμου. Προσφάτως, μια αμερικανίδα ιστορικός υπολόγισε ότι ο αριθμός των εκτελέσεων που πράγματι συνέβησαν ήταν «δέκα φορές μικρότερος» από τις τρέχουσες εκτιμήσεις.[605] Δεν παύει, βεβαίως να είναι αδιαμφισβήτητη η φρίκη που συνόδευσε την καταστολή μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική είναι η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το θέμα ορισμένοι ιστορικοί επιστήμονες και δογματικοί ιδεολόγοι, που δεν περιορίζονται μόνο στο να διογκώνουν τους αριθμούς. Πάνω σε ένα κενό ιστορικοπολιτικό φόντο, η κατασκευή τού μύθου των δίδυμων τεράτων θα προχωρήσει ένα ακόμη βήμα: με το ολοκαύτωμα που διέπραξε η ναζιστική Γερμανία κατά των Εβραίων, ιδιαίτερα αμέσως μετά την αποτελμάτωση τού πολέμου στο ανατολικό μέτωπο, θα ισοδυναμούσε το ολοκαύτωμα που διαπράχθηκε προηγουμένως — στις αρχές τής δεκαετίας τού ’30 — από την σταλινική ΕΣΣΔ σε βάρος των Ουκρανών (το επονομαζόμενο Χολοντομόρ)· στην προκειμένη δε περίπτωση θα επρόκειτο για ένα προμελετημένο «τρομοκρατικό έγκλημα λιμοκτονίας» που θα οδηγήσει σε ένα «τεράστιο Μπέργκεν-Μπέλσεν», με άλλα λόγια στη δημιουργία ενός απέραντου στρατοπέδου συγκέντρωσης.[606]

Ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν τη θέση αυτή, ξεχωρίζει ιδιαίτερα ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ. Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι, κατά την εν λόγω περίοδο, συνεργαζόταν με την υπηρεσία παραπληροφόρησης των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών και ότι απέκτησε πρόσβαση στον ουκρανικό φάκελο εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του αυτή.[607] Αλλά ακόμη και οι εγκωμιαστές του παραδέχονται την ύπαρξη ενός αξιοσημείωτου στοιχείου: ο Κόνκουεστ είναι «βετεράνος τού Ψυχρού Πολέμου» και έγραψε το βιβλίο του στο πλαίσιο μιας «επιχείρησης πολιτικο-πολιτισμικού χαρακτήρα» που διενεργήθηκε υπό την εν γένει εποπτεία και καθοδήγηση τού αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν και η οποία απέφερε «πολλούς καρπούς: αφενός μεν, άσκησε σημαντική επίδραση στη διεθνή συζήτηση σχετικά με τη σημασία και τους περιορισμούς των γκορμπατσοφικών μεταρρυθμίσεων· αφετέρου δε, ως αποτέλεσμα τής στάσης που υιοθέτησε το Κογκρέσο των ΗΠΑ, επέδρασε αποφασιστικά στη ριζοσπαστικοποίηση των αυτονομιστικών ρευμάτων τής Ουκρανίας».[608] Με άλλα λόγια, το βιβλίο δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο ενός πολιτικο-πολιτισμικού εγχειρήματος που αποσκοπούσε στο να δοθεί η χαριστική βολή στην ΕΣΣΔ, μέσω τού διεθνούς διασυρμού τής χώρας ως υπεύθυνης για τη διάπραξη επονείδιστων πράξεων, απόλυτα συγκρίσιμων με εκείνες που καταλογίζονται στο Τρίτο Ράιχ, και τής ενίσχυσης φυγόκεντρων και διασπαστικών τάσεων στο εσωτερικό της ως συνέπεια τής συνειδητοποίησης τού λαού-θύματος τού εν λόγω «ολοκαυτώματος» — ενός λαού που δεν θα μπορούσε πλέον να συνυπάρξει κάτω από την ίδια κρατική στέγη με τους δημίους του. Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια περίοδο δημοσιεύθηκε, ταυτόχρονα με το βιβλίο του για την Ουκρανία, ένα άλλο του βιβλίο (σε συνεργασία με κάποιον Τζ. Μ. Γουάιτ), στο οποίο δίνει στους συμπολίτες του συμβουλές επιβίωσης σε περίπτωση πιθανής (ή επαπειλούμενης) εισβολής των δυνάμεων τής Σοβιετικής Ένωσης (What to Do When the Russian Come: A survivalist’s Handbook [«Τι να κάνετε όταν έρθουν οι Ρώσοι: Οδηγός Επιβίωσης»]).[609]

Βέβαια, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τα πολιτικά κίνητρα στα οποία βασίζεται, κάθε θέση πρέπει να εξετάζεται σύμφωνα με την χρησιμοποιούμενη επιχειρηματολογία. Δεν αποκλείεται ο ισχυρισμός ότι ο «τρομοκρατικός λιμός» ήταν προμελετημένο έγκλημα τού Στάλιν με σκοπό την εξολόθρευση τού ουκρανικού λαού να αποδειχθεί πειστικότερος σε σχέση με τη θέση που υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ τού Ρίγκαν αντιμετώπιζαν τον άμεσο κίνδυνο τής εισβολής των στρατευμάτων τής ΕΣΣΔ τού Γκορμπατσόφ! Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στην Ουκρανία των αρχών τής δεκαετίας τού ’30. Το 1934, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση, κατά τη διάρκεια τού οποίου επισκέφτηκε και την Ουκρανία, ο γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Εριό διαψεύδει τόσο την ύπαρξη προμελέτης όσο και τη σοβαρότητα και την έκταση τού λιμού.[610] Εφόσον προέρχονται από τον ηγέτη μιας χώρας που τον επόμενο χρόνο θα συνάψει σύμφωνο συμμαχίας με την ΕΣΣΔ, οι διαβεβαιώσεις του αυτές θεωρούνται γενικά ότι έχουν ελάχιστη αξιοπιστία. Υπεράνω πάσης αμφισβήτησης είναι, ωστόσο, η μαρτυρία που περιέχεται στις εκθέσεις των διπλωματών τής φασιστικής Ιταλίας. Ακόμα και στο αποκορύφωμα τής σκληρής καταστολής σε βάρος των «αντεπαναστατών», υπήρχαν διάφορες πρωτοβουλίες προς την αντίθετη κατεύθυνση: μαθαίνουμε λοιπόν ότι στρατιώτες «στέλνονται στην ύπαιθρο για να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες», ότι συνεργεία εργατών τρέχουν να επισκευάσουν τα μηχανήματα· ότι, παράλληλα με «τη βίαιη καταστολή τής εκδήλωσης των ουκρανικών αυτονομιστικών τάσεων», ακολουθείται μια «πολιτική ανάδειξης των ουκρανικών εθνικών χαρακτηριστικών», με την οποία επιχειρείται η προσέλκυση και προσέγγιση «των Ουκρανών τής Πολωνίας έτσι ώστε να καταστεί πιθανή και επιθυμητή η ένωσή τους με τους Ουκρανούς τής ΕΣΣΔ»· και ότι ο στόχος αυτός επιδιώκεται μέσω τής ενθάρρυνσης τής ελευθερίας τής ουκρανικής γλωσσικής και πολιτισμικής έκφρασης, όπως και μέσω τής καλλιέργειας και προβολής των ουκρανικών παραδόσεων και εθίμων.[611] Ο Στάλιν, λοιπόν, επιδίωκε να φέρει πιο κοντά τους «Ουκρανούς τής Πολωνίας» με τους σοβιετικούς Ουκρανούς, εφαρμόζοντας πολιτική λιμοκτονίας εις βάρος των τελευταίων! Από ότι φαίνεται, όμως, τα σοβιετικά στρατεύματα που εισέβαλαν, αμέσως μετά την έναρξη τού Β΄ παγκόσμιου πολέμου, στα εδάφη που μέχρι τότε βρίσκονταν υπό τον έλεγχο τής Πολωνίας έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής από τον τοπικό πληθυσμό.[612]

Ας δούμε τώρα την εικόνα που προκύπτει από τη στάση που κράτησαν άλλοι εχθροί τού Στάλιν, προερχόμενοι αυτή τη φορά από το εσωτερικό τού κομμουνιστικού κινήματος. Ο Τρότσκι, που, όπως είναι γνωστό, γεννήθηκε στην Ουκρανία και ο οποίος στα τελευταία χρόνια τής ζωής του ασχολείται επανειλημμένα με τα προβλήματα τής γενέθλιας χώρας του, τάσσεται υπέρ τού αυτονομιστικού κινήματος· καταδικάζει μεν την αγριότητα τής καταστολής, ωστόσο, αν και δεν φείδεται κατηγοριών σε βάρος τού Στάλιν (τον οποίο μάλιστα συγκρίνει επανειλημμένως με τον Χίτλερ), δεν κάνει καμία αναφορά στο προσχεδιασμένο από τη Μόσχα «ολοκαύτωμα τής πείνας».[613] Ο Τρότσκι υπογραμμίζει ότι «οι ουκρανικές μάζες διακατέχονται από άσπονδο μίσος για τη σοβιετική γραφειοκρατία», αλλά εντοπίζει την αιτία αυτής τής κατάστασης στην «καταπίεση τής ουκρανικής ανεξαρτησίας». Αν κρίνουμε με βάση την κυρίαρχη σήμερα αντίληψη, το Χολοντομόρ θα πρέπει να έλαβε χώρα στις αρχές τής δεκαετίας τού τριάντα· όμως, σύμφωνα με τον Τρότσκι, «το ουκρανικό ζήτημα επιδεινώθηκε στις αρχές αυτού τού χρόνου», δηλαδή στις αρχές τού 1939.[614] Κατά το πρότυπο τού Στάλιν, ο ηγέτης τής αντισταλινικής αντιπολίτευσης θα επιθυμούσε εξίσου την ένωση όλων των Ουκρανών, έστω και αν θεωρούσε ότι αυτό θα επιτυγχανόταν στους κόλπους ενός αυτόνομου και ανεξάρτητου κράτους και όχι στο πλαίσιο τής ΕΣΣΔ: μα από τη στιγμή που απέφευγε σκόπιμα να αναφερθεί στη διαπραχθείσα γενοκτονία, τι νόημα θα είχε η κατάρτιση και διατύπωση τού εν λόγω σχεδίου ένωσης; Για τον Τρότσκι, η δολιότητα τής σοβιετικής γραφειοκρατίας συνίσταται στο ότι ανεγείρει μνημεία για να τιμήσει, δήθεν, τον μεγάλο ουκρανό εθνικό ποιητή (Τάρας Σεβτσένκο), με απώτερο όμως σκοπό να εξαναγκάσει τους Ουκρανούς να υποβάλουν τα σέβη τους στους μοσχοβίτες καταπιεστές, μιλώντας στη γλώσσα τού εθνικού τους ποιητή.[615] Όπως βλέπουμε, δεν τίθεται καν ζήτημα γενοκτονίας, πόσω μάλλον «εθνοκτονίας»· όσο σκληρή και αν είναι η καταδίκη εκ μέρους τού Τρότσκι τού σταλινικού καθεστώτος, το κατηγορητήριό του δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στη φυσική και πολιτισμική εξόντωση τού ουκρανικού λαού. Είτε προέρχονται είτε όχι από το κομμουνιστικό κίνημα, οι εχθροί τού Στάλιν τελικά συγκλίνουν στην ουσιαστική αυτή παραδοχή.

Έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται ο αβάσιμος και εργαλειακός χαρακτήρας τής προταθείσας αναλογίας μεταξύ τού Χολοντομόρ και τής «τελικής λύσης». Τόσο ο Χίτλερ όσο και άλλα ηγετικά στελέχη των Ναζί δήλωναν ρητά και επανειλημμένα ότι επρόκειτο να οργανώσουν την εξόντωση των Εβραίων, που παρομοιάζονταν με βάκιλους, με ιούς, με παθογόνους οργανισμούς, η καταστροφή των οποίων θεωρείτο αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία τού κοινωνικού σώματος. Θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε παρόμοιες δηλώσεις εκ μέρους των σοβιετικών ηγετών όσον αφορά τον ουκρανικό (ή τον εβραϊκό) λαό. Περισσότερο ενδιαφέρον θα ήταν να συγκρίναμε την πολιτική τής σταλινικής ΕΣΣΔ έναντι τής Ουκρανίας με την αντίστοιχη τής χιτλερικής Γερμανίας. Σε πολυάριθμες δηλώσεις του, ο ίδιος ο Χίτλερ επισημαίνει ότι οι Ουκρανοί, όπως όλοι οι «υποδουλωμένοι λαοί», πρέπει να κρατηθούν μακριά από την εκπαίδευση και τον πολιτισμό· ότι ενδείκνυται επίσης η εξάλειψη τής ιστορικής τους μνήμης· ότι είναι ορθό να μην γνωρίζουν καν «γραφή και ανάγνωση».[616] Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά: «μπορούμε κάλλιστα να ζήσουμε και χωρίς» το 80-90% τού τοπικού πληθυσμού.[617] Κυρίως όμως: μπορεί και πρέπει κανείς να ξεμπερδέψει μια για πάντα με τα διανοητικά στρώματα, η εξόντωση των οποίων συνιστά την προϋπόθεση για την μετατροπή τού υποταγμένου λαού σε κάστα σκλάβων ή ημισκλάβων, προορισμένων να εργάζονται μέχρι θανάτου στην υπηρεσία τής «κυρίαρχης φυλής». Το ναζιστικό πρόγραμμα θα εξειδικευθεί σε επόμενο στάδιο από τον Χίμλερ. Το ζητούμενο ήταν η άμεση εξόντωση των Εβραίων (οι οποίοι είχαν έντονη παρουσία στους διανοητικούς κύκλους) και η μείωση στο «ελάχιστο» τού συνολικού ουκρανικού πληθυσμού, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τον «μελλοντικό γερμανικό εποικισμό». Κατ’ αυτόν τον τρόπο — όπως επισημαίνει ο ιστορικός στο βιβλίο του που ήδη μνημονεύσαμε — γίνεται φανερό ότι και στην Ουκρανία, «η οικοδόμηση τής ναζιστικής αυτοκρατορίας» και το «ολοκαύτωμα» αποτελούν δύο όψεις τού αυτού νομίσματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πραγματοποίηση τού συγκεκριμένου σχεδίου βοήθησαν ενεργά οι Ουκρανοί εθνικιστές, των οποίων οι μαρτυρίες αποτέλεσαν τη βασική πηγή για τη συγγραφή τού βιβλίου τού Κόνκουεστ και οι οποίοι επίσης έδρασαν ως κύριοι προπαγανδιστές τού έργου του.[618]

Σε σύγκριση με το Τρίτο Ράιχ η σοβιετική εξουσία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Είναι γνωστή η πολιτική «θετικής δράσης»[‡] που προωθήθηκε από τις σοβιετικές αρχές σε σχέση με τις εθνικές μειονότητες και — για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους που πρότεινε ο ίδιος ο Στάλιν την επαύριο τής Οκτωβριανής Επανάστασης — τους Ουκρανούς «αδερφούς και συντρόφους» μας.[619] Στην πραγματικότητα, εκείνος που προώθησε και στήριξε αποφασιστικά την πολιτική «θετικής δράσης» υπέρ τού Ουκρανικού λαού είναι ακριβώς ο φερόμενος σήμερα ως υπεύθυνος για το Χολοντομόρ. Το 1921, ο Στάλιν αποκρούει τα επιχειρήματα όσων υποστήριζαν ότι «η Ουκρανική Δημοκρατία και η ουκρανική εθνότητα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά επινόηση των Γερμανών»: αντιθέτως, «είναι σαφές […] ότι υπάρχει ουκρανική εθνότητα και η ανάπτυξη τής κουλτούρας της είναι καθήκον για τους κομμουνιστές».[620] Με βάση τις παραδοχές αυτές θα προχωρήσει ο «εξουκρανισμός» τής κουλτούρας, τής εκπαίδευσης, τού Τύπου και των εκδόσεων βιβλίου, των κομματικών στελεχών και τού κρατικού μηχανισμού. Ισχυρή ώθηση στην εφαρμογή τής πολιτικής αυτής θα δώσει ο Λαζάρ Καγκάνοβιτς, ένας από τους έμπιστους συνεργάτες τού Στάλιν, ο οποίος τον Μάρτιο τού 1925 γίνεται γραμματέας τού κόμματος στην Ουκρανία.[621] Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν: το 1931, η έκδοση βιβλίων στα ουκρανικά «έφτασε στο απόγειό της, με 6.218 τίτλους βιβλίων επί συνόλου 8.086, που ισοδυναμεί με ποσοστό σχεδόν 77% τού αριθμού των εκδιδόμενων τίτλων βιβλίων», ενώ «το ποσοστό των Ρώσων στο κόμμα, που το 1922 ανερχόταν στο 72%, μειώθηκε στο 52%». Θα πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη και την ανάπτυξη τού ουκρανικού βιομηχανικού συστήματος, η αναγκαιότητα τής οποίας επισημαίνεται επανειλημμένα από τον Στάλιν.[622]

Θα μπορούσε κανείς να επιχειρήσει να υποβαθμίσει τη σημασία των στοιχείων αυτών, εστιάζοντας στο μονοπώλιο τής εξουσίας που είχε συγκεντρώσει και συνέχιζε να ασκεί από τη Μόσχα το Κομμουνιστικό Κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης. Και όμως, ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος τής πολιτικής αυτής τού «εξουκρανισμού», που κατάφερε να πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των Ρώσων:

Αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν ούτως ή άλλως ικανοποιημένοι από τον τρόπο αντιμετώπισης τού εθνικού ζητήματος στην ΕΣΣΔ. Η εξίσωση τής Ρωσίας με τις υπόλοιπες ομόσπονδες δημοκρατίες «έτσουζε», τα δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν στις μειονότητες εντός τής Ρωσικής Δημοκρατίας προκαλούσαν δυσφορία, η αντιρωσική ρητορική τού καθεστώτος εξόργιζε […] και το γεγονός ότι οι Ρώσοι ήταν η μόνη εθνότητα στην ομοσπονδία χωρίς δικό της κόμμα και ακαδημία επιστημών ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια τού ανεκτού.[623]

Εκτός τού ότι είναι άστοχη η απόπειρα σύγκρισης ανάμεσα στη ναζιστική και τη σοβιετική πολιτική, διαπιστώνουμε ότι, στην πραγματικότητα, η τελευταία υπερέχει και έναντι τής αντίστοιχης πολιτικής των «Λευκών» (που τύγχανε μάλιστα και τής υποστήριξης τής φιλελεύθερης Δύσης). Κάτι που και ο ίδιος ο Κόνκουεστ τελικά αναγκάζεται, θέλοντας και μη, να το παραδεχτεί. Συμβαδίζοντας με τη γραμμή που ακολουθήθηκε από την τσαρική απολυταρχία, ο Ντενίκιν «αρνιόταν να αποδεχθεί την ύπαρξη των Ουκρανών». Ο Στάλιν ακολουθεί μια διαμετρική αντίθετη στάση, χαιρετίζοντας και ενθαρρύνοντας τον «εξουκρανισμό των ουκρανικών πόλεων». Λόγω τής επιτυχίας της πολιτικής αυτής, ανοίγει ένα νέο και πολλά υποσχόμενο κεφάλαιο στην ιστορία τής χώρας:

Τον Απρίλιο τού 1923, το δωδέκατο Συνέδριο τού [Κομμουνιστικού] Κόμματος εγγυάται την πλήρη νομική αναγνώριση τής πολιτικής τού «εξουκρανισμού»: για πρώτη φορά από τον 18ο αιώνα, στους προγραμματικούς στόχους μιας ισχυρής και σταθερής τοπικής κυβέρνησης περιλαμβάνονται η προστασία και η ανάπτυξη τής ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας […]. Επιφανείς προσωπικότητες τού πολιτισμού αρχίζουν να επιστρέφουν στη χώρα με την ειλικρινή ελπίδα ότι ακόμη και στο πλαίσιο μιας σοβιετικής Ουκρανίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η εθνική αναγέννηση. Η πραγματικότητα δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες τους, τουλάχιστον για ορισμένα χρόνια: η ευρεία κυκλοφορία και διάδοση, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ποιητικών, λογοτεχνικών, γλωσσολογικών και ιστορικών έργων έγινε δεκτή με θερμές εκδηλώσεις από το κοινό, ενώ επίσης πραγματοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα η επανέκδοση έργων τής προγενέστερης λογοτεχνικής παράδοσης.[624]

Είδαμε ότι στην Ουκρανία αυτή η πολιτική ίσχυε ήδη και βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη στις αρχές τής δεκαετίας τού τριάντα. Βέβαια στη συνέχεια, θα μεσολαβήσουν μια μεγάλη εσωτερική διαμάχη και ο λιμός. Παραμένει ωστόσο μυστήριο ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε τόσο σύντομα η μετάβαση από μια ριζοσπαστική πολιτική «θετικής δράσης» υπέρ των Ουκρανών στον κεντρικό σχεδιασμό τής εξόντωσής τους. Όμως καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι οι ουκρανικοί εθνικιστικοί κύκλοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία και διακίνηση τής θέσης για το Χολοντομόρ: πρόκειται για τους ίδιους κύκλους που, αφού προηγουμένως, κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου,[625] είχαν ενορχηστρώσει «αθρόους διωγμούς» κατά των Εβραίων, συνεργάστηκαν συχνά με τους ναζί εισβολείς που ανέλαβαν την προώθηση και εφαρμογή τής πολιτικής τής «τελικής λύσης». Έχοντας χρησιμεύσει ως εργαλείο για τη δαιμονοποίηση τού εχθρού και ως λουτρό καθαρισμού των ιδίων αμαρτημάτων, η θέση περί ουκρανικού ολοκαυτώματος θα μετατραπεί, κατά την τελική φάση τού ψυχρού πολέμου, σε ισχυρότατο ιδεολογικό όπλο στο πλαίσιο τής πολιτικής διαμελισμού τής Σοβιετικής Ένωσης.

Μια τελευταία παρατήρηση: στη διάρκεια τού 20ού αιώνα, διατυπώθηκαν αναρίθμητες καταγγελίες διάπραξης «ολοκαυτωμάτων» και «γενοκτονιών». Έχουμε ήδη συναντήσει πολλά τέτοια παραδείγματα. Επιτρέψτε μου να αναφέρω ακόμη ένα: στο φύλλο τής 20ής Οκτωβρίου 1941 τής εφημερίδας Chicago Tribune δημοσιεύθηκε μια φλογερή έκκληση τού Χέρμπερτ Χούβερ για τον τερματισμό τού αποκλεισμού που επιβλήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία στη Γερμανία. Ο πόλεμος εξολόθρευσης που εξαπέλυσε πριν μερικούς μήνες το Τρίτο Ράιχ εναντίον τής Σοβιετικής Ένωσης μαινόταν ακόμη, όμως στο κείμενο τής έκκλησης τού Αμερικανού [πρώην] προέδρου δεν υπάρχει η παραμικρή σχετική αναφορά. Το κείμενο επικεντρώνεται στις φρικτές συνθήκες διαβίωσης τού άμαχου πληθυσμού των κατεχομένων χωρών (στη Βαρσοβία, «το ποσοστό παιδικής θνησιμότητας ανέρχεται στο δεκαπλάσιο τού ποσοστού γεννήσεων») και καλεί να δοθεί τέλος στο εν λόγω «ολοκαύτωμα», που δεν εξυπηρετεί κανένα ουσιαστικό σκοπό, δεδομένου ότι δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία τής Βέρμαχτ.[626] Είναι προφανές ότι η επιδίωξη τού Χούβερ ήταν να πλήξει την αξιοπιστία των εμπόλεμων χωρών, υπέρ των οποίων ο Φ.Ντ. Ρούζβελτ ετοιμαζόταν να παρέμβει στρατιωτικά: σήμερα δεν υπάρχει καν η μνήμη τού υποτιθέμενου «ολοκαυτώματος», για το οποίο ο υπέρμαχος τής πολιτικής τού απομονωτισμού επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση τού Λονδίνου και εν μέρει στην Ουάσιγκτον.

(φώτο: M.Restano)


604. Arendt (1966), σελ. 440-441 και 448-449 (= Arendt, 2002, σελ. 786-787 και σελ. 797, σημ. 147).
605. Goldman (2007), σελ. 5.
606. Conquest (1988), σελ. 3-6.
607 Tottle (1987), σελ. 86.
608 Argentieri (2004), σελ. VII-VIII.
609 Tottle (1987), σελ. 86.
610 Στο ίδιο, σελ. 15.
611 Losurdo (1996), κεφ. V, § 9.
612 Wolkogonow (1989), σελ. 484; Mayer (2000), σελ. 670-671.
613 Trotski (1988), σελ. 1173 επ.
614 Στο ίδιο, σελ. 1241 και 1243.
615 Στο ίδιο, p. 1174-1175.
616 Hitler (1989), σελ. 215,
617 Στο Kershaw (2000), σελ. 434.
618. Lower (2005), σελ. 8 και σποράδην· Sabrin (1991), σελ. 3-13· Tottle (1987), σελ. 75 και επ.
[‡ affirmative action: στο πρωτότυπο]
619 Staline (1971-73), τόμ. 4, σελ. 6.
620 Staline (1971-73), τόμ. 5, σελ. 42 (= Staline, 1950, σελ. 116).
621 Graziosi (2007), σελ. 205.
622 Στο ίδιο, σελ. 311 και 202.
623 Στο ίδιο, σελ. 203-204.
624 Conquest (1988), σελ. 49-50 και 61-62
625 Figes (1997), σελ. 678-679.
626 Στο Baker (2008), σελ. 411.

Βιβλιογραφία
Arendt H. (1966), The Origins of Totalitarianism, New Edition, Harcourt, Brace & World, Inc. New York.
Τής ιδίας (2002), Les Origines du totalitarisme. Quarto. Gallimard, Paris.
Argentieri F. (2004), στο Conquest (2004).
Baker N. (2008), Human Smoke. The Beginnings of World War II, the End of Civilisation, Simon & Schuster, London-NewYork
Conquest R. (1988), The Harvest of Sorrow. Soviet Collectivization and the Terror-Famine, (1986) Arrow Books, London.
Τού ιδίου (2004), Raccolto di dolore. Collettivizzazione sovietica e carestia terroristica (1986), Liberal, Roma.
Figes O. (1997), A People’s Tragedy. The Russian Revolution 1891-1924 (1996), PIMLICO, Random House, London
Goldman W.Z. (2007), Terror and Democracy in the Age of Stalin. The Social Dynamics of Repression, Cambridge University Press, Cambridge.
Graziosi A. (2007), L’ URRS di Lenin e Stalin. Storia dell’Unione sovietica 1914-1945, Il Mulino, Bologna.
Hitler A. (1989), Tischgespräche, (εισαγ. παρουσ.) M. Domarus, Süddeutscher Verlag, München.
Kershaw Ι. (2000), Hitler 1936-45: Nemesis, The Penguin Press, London.
Losurdo D. (1996), Il revisionismo storico. Problemi e miti, Laterza, Roma-Bari.
Lower W. (2005), Nazi Empire-Building and the Holocaust in Ukraine, The University of North Carolina Press (in association with the United States Holocaust Museum), Chapel Hill.
Mayer, A.J. (2000), The Furies. Violence and Terror in the French and Russian Revolution, Princeton University Press, Princeton.
Sabrin B.F. (εισαγ. παρουσ.) (1991), Alliance for Murder. The Nazi-Ukrainian Nationalist Partnership in Genocide, Sarpedon, New York.
Staline J. (1950), Le marxisme et la question nationale et coloniale, Éditions Sociales, Paris.
Τού ιδίου (1971-73), Werke, Roter Morgen, Hamburg.
Trotski L.D. (1988), Schriften. Sowjetgesellschaft und stalinistische Diktatur, (εισαγ. παρουσ.) H. Dahmer κ.ά., Rasch und Röhring, Hamburg.
Tottle D. (1987), Fraud, Famine and Fascism. The Ukrainian Genocide Myth from Hitler to Harvard, Progress Books, Toronto.
Wolkogonow D. (1989), Stalin, Triumph und Tragödie. Ein politisches Porträt, Claassen, Düsseldorf (γερμ. μετφρ.)

 

Ετικέτες:

Σχολιάστε