RSS

«Προσωρινή Ηθική»—A.Badiou

09 Δεκ.

Προσανατολισμός στη σκέψη, Προσανατολισμός στην ύπαρξη ΙΙΙ (1)
25 Οκτωβρίου 2006
(Βασισμένο στις σημειώσεις τού Ντ.Φισέρ)

Σας υπενθυμίζω ότι η φράση «προσανατολισμός στη σκέψη» προέρχεται από ένα άρθρο τού Καντ με τίτλο «Τι σημαίνει: προσανατολίζομαι στη σκέψη;», που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο τού 1786 [στο περιοδικό «Berlinische Monatschrift»]. Το δεύτερο σκέλος στον τίτλο των σεμιναρίων («προσανατολισμός στην ύπαρξη») είναι δική μου προσθήκη, με σκοπό να δοθεί το γενικότερο στίγμα τής έρευνάς μας. Τι σημαίνει, λοιπόν, η έκφραση αυτή; Είναι ενδιαφέρον να δούμε το ιστορικό πλαίσιο που αποτέλεσε αφορμή για τη δημοσίευση τού άρθρου. Πρόκειται για ένα κείμενο με το οποίο ο Καντ παίρνει θέση σε μια επίκαιρη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο γερμανούς στοχαστές, και πιο συγκεκριμένα τον Γιακόμπι και τον Μέντελσον, αναφορικά με τη σημασία τού Διαφωτισμού. Στον ισχυρισμό τού Γιακόμπι ότι όσον αφορά τον Διαφωτισμό είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε μια ασυμβίβαστη αντίφαση μεταξύ ορθού λόγου και ηθικής, ο Μέντελσον αντέτεινε ότι είναι κατ’ αρχήν δυνατή η θεραπεία τής φαινομενικής αυτής αντίφασης, υπό τον όρο όμως μιας «ορθώς προσανατολισμένης» χρήσης τού Λόγου. Μετά τον θάνατο τού Μέντελσον, ο Καντ αναλαμβάνει (αν και με το ζόρι και με μισή καρδιά, όπως ο ίδιος εξομολογείται) την ευθύνη υπεράσπισης τού Διαφωτισμού. Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο τής διαμάχης που αποτέλεσε αφορμή για τη γέννηση τού κειμένου, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στον τίτλο του, όπου γίνεται εσκεμμένη αναφορά στο κομβικό σημείο τού επιχειρήματος τού Μέντελσον, στη έννοια δηλαδή τού «προσανατολισμού».

Κατά την άποψή μου, είναι προφανής η αναλογία με τη σημερινή κατάσταση. Σήμερα αφήνουμε πίσω μας μια περίοδο κατά την οποία έχαιρε ιδιαίτερου κύρους η θέση τής ύπαρξης ενός επαναστατικού Λόγου· μια περίοδο κατά την οποία ο χώρος εκτύλιξης τής κατηγορίας τής επανάστασης ήταν εκτεθειμένος στο φως ενός «πολιτικού διαφωτισμού», η κύρια έκφραση τού οποίου ήταν η πεποίθηση ότι η ίδια η επαναστατική ρήξη μπορεί να γίνει αντικείμενο ορθολογικού στοχασμού. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω ρεύμα τού επαναστατικού διαφωτισμού, που εκδηλώθηκε υπό διάφορες ονομασίες και μορφές, μεταξύ των οποίων και ο μαρξισμός, εισήλθε, ήδη από τη δεκαετία τού εβδομήντα, σε μια μακρά περίοδο κρίσης. Το αξιοσημείωτο είναι ότι το σημαντικότερο επιχείρημα που σήμερα εγείρεται στο πλαίσιο τής αμφισβήτησης τού συγκεκριμένου ρεύματος είναι στην ουσία το ίδιο με εκείνο που προβλήθηκε από τον Γιακόμπι στην πολεμική του εναντίον τού Διαφωτισμού, ότι δηλαδή, υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, η ενότητα πολιτικής και ηθικής αποτελεί κάτι το αδιανόητο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να θεωρήσουμε ως επίγονους τού Γιακόμπι τους σύγχρονους υποστηρικτές τής άποψης ότι αποκλείεται κάθε πιθανότητα συμφιλίωσης ανάμεσα αφενός μεν στην κληρονομημένη από τον μαρξισμό διαλεκτική μορφή τής επαναστατικής ορθολογικότητας, αφετέρου δε στην υποχρέωση σεβασμού τής ανθρώπινης ζωής και των λοιπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εν προκειμένω θεωρούνται ότι αποτελούν τη σύγχρονη έκφραση τής ηθικής — πράγμα που βεβαίως οδηγεί αναπόφευκτα στην εκτόπιση τού επαναστατικού Λόγου, στην αποκήρυξη τού προγενέστερου συστήματος ορθολογικότητας λόγω τής υποτιθέμενης ασυμβατότητάς του με την ηθική.

Η εναλλακτική επιλογή, υπέρ τής οποίας τάχθηκε ο Μέντελσον και στη συνέχεια και ο ίδιος ο Καντ, είναι να διατηρηθεί κατ’ αρχήν η υπόθεση τής ύπαρξης μιας επαναστατικής ορθολογικότητας, υπό την προϋπόθεση όμως τού επαναπροσανατολισμού της. Πιο συγκεκριμένα, ο Καντ θέτει ως αντικειμενικό στόχο του τη δημιουργία και υιοθέτηση «μιας εκτεταμένης και ακριβέστερα καθορισμένης έννοιας τού προσανατολίζεσθαι, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να εκθέσουμε με σαφήνεια τον δεοντικό κανόνα τού υγιούς Λόγου, και, μάλιστα, όσον αφορά τις εφαρμογές του που αποσκοπούν στη γνώση υπεραισθητών αντικειμένων».[1] Αισθάνομαι συγγένεια με το συγκεκριμένο πρόγραμμα, ακριβώς διότι εκείνο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο βίωμα είναι η «υποκειμενική» εξάρτηση από μια μορφή αποπροσανατολισμού και ετεροκατεύθυνσης ομόλογης με το κυρίαρχο είναι τού κόσμου. Ο Καντ, λοιπόν, προτείνει ως θεραπεία την υιοθέτηση μιας «διευρυμένης» και ακριβέστερα «καθορισμένης» έννοιας τού προσανατολίζεσθαι: «εκτεταμένης», διότι για τον εκ νέου επαναπροσδιορισμό τής συγκεκριμένης έννοιας απαιτείται η διατύπωση αξιωματικών θέσεων, τόσο στο πεδίο τής λογικής όσο και σε αυτό τής οντολογίας και, οπωσδήποτε, πέραν τού στενού ορίζοντα τής εμπειρίας· επιπλέον, η έννοια τού προσανατολισμού οφείλει να είναι ακριβέστερα «καθορισμένη», διότι η βάση εκκίνησης τού στοχασμού μας θα είναι ορισμένες έμπρακτες διαδικασίες αλήθειας. Η επισημαινόμενη από τον Καντ ανάγκη διεύρυνσης τού πεδίου εφαρμογής τής συγκεκριμένης έννοιας, ούτως ώστε να περιλάβει και «τη γνώση υπεραισθητών αντικειμένων», εισάγει εκ νέου τη θεματική των αιωνίων αληθειών, οι οποίες, ας σημειωθεί, δεν είναι δυνατόν να αναχθούν στην άμεση υλικότητά τους.

Ο φιλόσοφος αντιλαμβάνεται επίσης με οξυδέρκεια ότι εκείνο που διακυβεύεται εν προκειμένω είναι η υποχρεωτική μετάβαση από το πεδίο τής αντικειμενικότητας σ’ αυτό τής υποκειμενικότητας. Με βάση την υπόθεση ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο υποτιθέμενο χάσμα μεταξύ πολιτικής και ηθικής, αλλά, αντιθέτως, ότι πρόκειται για κρίση προσανατολισμού, διαπιστώνουμε την ανάγκη δόμησης νέων υποκειμενικών κανόνων και μορφών. Ο Καντ διατυπώνει ως εξής τη διαπίστωσή του αυτή: «προσανατολίζομαι στη σκέψη λογικά σημαίνει: όταν είναι ανεπαρκείς οι αντικειμενικές αρχές τού Λόγου, καθορίζομαι στις δοξασίες μου σύμφωνα με μιαν υποκειμενική αρχή του». Η επίκληση τής εμπειρίας ή τής αντικειμενικότητας δεν δίνει απάντηση στο συγκεκριμένο δίλημμα. Καμία περιγραφική προσέγγιση ή αντικειμενική θεωρία περί κόσμου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δεσμευτικό κριτήριο για την επιλογή ανάμεσα στην απόρριψη ή τη συνέχιση τού πνεύματος τού Διαφωτισμού. Είναι καθαρά ζήτημα υποκειμενικής αναγνώρισης ή κατάφασης και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η επίκληση μιας αμιγώς υποκειμενικής αρχής. Κατόπιν τούτων γεννάται το ερώτημα: τι είναι εκείνο που αποδεχόμαστε; Μεταφράζοντας στη δική μου ορολογία, η εν λόγω υποκειμενική αναγνώριση [ή ένταξη] θα αφορά κάποιο ή κάποια υποκειμενοποιήσιμα σώματα αλήθειας. Τη διαδικασία αυτή θα αποκαλούσα επιγραμματικά «πρωτόκολο τής συγκρότησης τού υποκειμένου» και, βάσει τής αντίληψης ότι υπάρχουν πολλαπλά σώματα αλήθειας, το υποκείμενο θα αποτελεί συνάθροιση των επιμέρους παραδοχών του. Επαναλαμβάνω, μάταια θα αναζητήσετε έναν αντικειμενικό κανόνα βάσει τού οποίου θα επιτελείται η αναγνώριση μιας εν εξελίξει διαδικασίας αλήθειας. Το μόνο που διαπιστώνεται εμπειρικά είναι η απόλυτη εξάρτηση τού ανθρώπινου ζώου από την έλευση τού στοιχείου εκείνου που συγκροτεί, έστω και σε εμβρυϊκή μορφή, ένα νέο σώμα αλήθειας.

Επιπλέον, ο φιλόσοφος δεν παραγνωρίζει τη σημασία τής ύπαρξης κανόνων που να ρυθμίζουν τα επιμέρους στάδια τής διαδικασίας τής αναγνώρισης. Επ’ αυτού τού σημείου, ο Καντ υιοθετεί μια μάλλον διασκεδαστική διατύπωση: «χωρίς κάποιο νόμο [που η ίδια η σκέψη δίνει στον εαυτό της], τίποτα, ακόμη και η μεγαλύτερη μωρία, δεν μπορεί να παίξει πολύν καιρό το παιχνίδι της». Δεν αρκεί κανείς να δώσει τη συγκατάνευσή του, πρέπει και να ανανεώνει διαρκώς την εμπιστοσύνη του στην υπό εξέλιξη διαδικασία αλήθειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επισημαίνεται η σημασία τής πειθαρχίας ως προς την συναγωγή των συνεπειών. Επομένως, οι βασικές συνιστώσες τής έννοιας τού προσανατολίζεσθαι είναι οι εξής: η πρόσβαση στο «υπεραισθητό», η αναγνώριση και ο νόμος τής κατάφασης — ή πιο γενικά ένα στοιχείο δημιουργίας (που παραπέμπει σε μια θεωρία για το συμβάν), ένα στοιχείο ενσωμάτωσης (που αναφέρεται, αντίστοιχα, σε μια θεωρία των σωμάτων αλήθειας) και ένα στοιχείο πειθαρχίας (που αντιστοιχεί στη διαδικασία που ονομάζω «επεξεργασία ενδοκοσμικών σημείων»). Και θα προσέθετα εδώ ότι η πειθαρχία των συνεπειών εμφανίζεται υπό διττή μορφή: αφενός μεν ως κανόνας που επιτάσσει τη συνέχεια και αφετέρου ως κανόνας με περιεχόμενο την ασυνέχεια (— δηλ. ως κανόνας ρύθμισης τής διαδικασίας λήψης διαδοχικών αποφάσεων οι οποίες διασφαλίζουν τη συνεκτικότητα τού ενεργού ενδοκοσμικού γίγνεσθαι ενός σώματος αλήθειας).

Προσανατολισμός στη σκέψη, αλλ’ όμως και προσανατολισμός στην ύπαρξη, διότι σημασία έχει επίσης η αδιάλλακτη εμμονή στην παραδοχή τής ενεργού και αποτελεσματικής ύπαρξης μιας διαμφισβητούμενης διαδικασίας αλήθειας (κατ’ αντιδιαστολή προς την αφηρημένη ύπαρξή της). Γιατί, τι είναι ύπαρξη; Η ύπαρξη είναι ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο μια αλήθεια εμφανίζεται σ’ έναν συγκεκριμένο κόσμο — κάτι που δεν πρέπει να συγχέεται με το οντoλογικό υπόβαθρο τής κατάστασης. Επομένως, το υποκειμενικό κριτήριο κατάφασης τής αποτελεσματικής ύπαρξης μιας αλήθειας ταυτίζεται με το κριτήριο ενσωμάτωσης τού υποκειμένου στο φαίνεσθαι τής αλήθειας αυτής. Όπως υποστηρίζω εδώ και καιρό, η ενδόκοσμη ύπαρξη μιας αλήθειας — με άλλα λόγια, η εμφάνισή της σ’ έναν συγκεκριμένο κόσμο — είναι το στοιχείο εκείνο που οδηγεί σε διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις ποικίλες φιλοσοφικές προσεγγίσεις (πβ. «ως στοχαστικό προσανατολισμό ορίζουμε το ρυθμιστικό πλαίσιο επαλήθευσης των υπαρξιακών προτάσεων», Court traité d’ontologie transitoire, Κεφ. 2). Πράγματι, οι υποκειμενικές ετερογένειες αναδύονται μόνο σε σχέση με συγκεκριμένες υπαρξιακές προτάσεις. (—Και εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά με το είναι, το οποίο χαρακτηρίζεται από την απόλυτη ουδετερότητα ως προς τις προτάσεις που δηλώνουν την ύπαρξη· σας υπενθυμίζω ότι πέρυσι μιλήσαμε για τις «αδιάφορες» ή «ουδέτερες πολλαπλότητες»). Οι μεγάλες φιλοσοφικές διενέξεις προκαλούνται με αφορμή κάποια ή κάποιες υπαρξιακές προτάσεις, σε συνάρτηση δηλαδή με επιλογές ή αποφάσεις σχετικά με το τι υπάρχει, και αφορούν επομένως το φαίνεσθαι μιας αλήθειας. Για να γίνει αυτό αντιληπτό, αρκεί να αναφερθεί ότι η ενσωμάτωση σ’ ένα υποκειμενοποιήσιμο σώμα αλήθειας προαπαιτεί την αναγνώριση τής ύπαρξης ή τής ενδόκοσμης εμφάνισής του, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι απορρίπτουν την ένταξη ή/και υπονομεύουν τη διατήρηση στην ύπαρξη τού σώματος αυτού αιτιολογούν τη στάση τους επικαλούμενοι την ανυπαρξία του. Κατά γενική διαπίστωση, οι γνήσιες διαφωνίες στο πεδίο τού στοχασμού αφορούν την καθαυτό ύπαρξη και όχι την ερμηνεία της. Αυτή είναι η βαθύτατη πεποίθησή μου (εξ ου και η απόρριψη εκ μέρους μου τής ερμηνευτικής φιλοσοφίας και παράδοσης που θεμελιώνεται στη νιτσεϊκή θέση ότι τα πάντα είναι ερμηνείες).

Έχοντας ορίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια τού προσανατολισμού, οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε μια ιδιαίτερα επίκαιρη πτυχή της. Αναφέρθηκα προηγουμένως στον κανόνα τής ασυνέχειας και στη συναφή με αυτόν έννοια τού «σημείου». Τίθεται τώρα το εξής ερώτηµα: πώς αναγνωρίζεται ένα σημείο; Όπως ήδη υπαινίχτηκα, οι εντονότερες αντιπαραθέσεις εκδηλώνονται σχετικά με το ερώτημα τής ύπαρξης ενός σημείου ως τέτοιου. Υπενθυμίζω τον ορισμό τού «σημείου»: σημείο είναι το συστατικό στοιχείο ενός κόσμου όπου το κοσμικό άπειρο εμφανίζεται ενώπιον τής Δυάδας τής απόφασης (θυμηθείτε τη θεματική τής διάζευξης, τού είτε-είτε στο έργο τού Κίρκεγκωρ). Θα προσέθετα ότι, υπό την προοπτική τού φαίνεσθαι μιας αλήθειας, κάθε κόσμος θα προσανατολίζει το υποκείμενο σύμφωνα με τη διάταξη των σημείων του. Έχουμε, λοιπόν, δύο διαστάσεις: ένα στοιχείο εστίασης ή σύγκλισης (το σημείο αποτελεί εντοπισμένη έκφραση τής κοσμικής απειρότητας) και ένα στοιχείο απόφασης (δηλαδή, για τη συνέχιση τής διαδικασίας απαιτείται να προηγηθεί η διαζευκτική κρίση).

Η κυρίαρχη άποψη σήμερα είναι ότι στον «δημοκρατικό» κόσμο στον οποίο ζούμε δεν υπάρχουν πλέον καθόλου σημεία — διαπίστωση που ερμηνεύεται ως ιδιαίτερα ευοίωνη εξέλιξη —, ότι πρέπει, συνακόλουθα, να μάθουμε να αποδεχόμαστε την ποικιλία των τάσεων, των αποχρώσεων, των διαφοροποιήσεων, ότι εκείνο που προέχει είναι η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και η επίτευξη συμβιβασμών, ότι κάθε θεωρία για το σημείο είναι εξτρεμιστική, ότι ερωτοτροπεί με τον ντεσιζιονισμό κ.λπ. Πρόκειται για μια από τις μορφές τής διαρκούς προπαγάνδας εναντίον των αληθειών. Έχω μάλιστα προτείνει να ονομάσουμε «άτονο» έναν τέτοιο κόσμο χωρίς σημεία. Η σύγχρονη όμως προπαγάνδα εμφανίζεται και με μια άλλη μορφή: παρουσιάζεται δηλαδή ως «σημείο» κάτι που αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο αυτό, τουλάχιστον όσον αφορά ένα σώμα αλήθειας. Εδώ έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με ένα «ψευδοσημείο» (όπως, για παράδειγμα, είναι η αντίθεση Δύσης-Ισλάμ), με την έννοια ότι η συγκεκριμένη διάζευξη είναι ομοιογενής με την κρατικο-νομική κατανομή και διευθέτηση των σωμάτων εντός τού συγκεκριμένου κόσμου — με άλλα λόγια, αντιμετωπίζεται ως «σημείο» αποκλειστικά και μόνο από τη σκοπιά ενός κρατικού σχηματισμού και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο υλικό για οποιαδήποτε χειραφετητική διαδικασία αλήθειας. Εν προκειμένω, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή μορφή υποκειμενοποίησης ενός τέτοιου ψευδοσημείου.

Πράγματι, εκείνο που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση — όχι μόνο από τη σκοπιά τής πολιτικής και τής ιστορίας, αλλά και γενικότερα σε σχέση με όλες τις διαδικασίες αλήθειας — είναι το ότι έχει μειωθεί η δυνατότητα ολικής αναγνώρισης και ταυτοποίησης των σημείων. Με άλλα λόγια, δεν διαθέτουμε πλέον, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος, μια γενική μέθοδο για τον εντοπισμό τους. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Μετά το ξέσπασμα τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τέθηκε ξεκάθαρα το δίλημμα: είτε οι επαναστάτες θα συμμετείχαν στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους που διεξήγαγαν οι εθνικές τους κυβερνήσεις, είτε θα δραστηριοποιούνταν ενεργά για την στρατιωτική ήττα τής χώρας τους, με το σκεπτικό ότι το χάος που θα προέκυπτε θα δημιουργούσε ευνοϊκές επαναστατικές συνθήκες. Υπήρχαν, επομένως, δύο επιλογές: εθνικισμός ή επαναστατικός ντεφαιτισμός. Όπως γνωρίζετε, ήταν η πρώτη — η εσφαλμένη — επιλογή που επικράτησε σε μεγάλο βαθμό (αλλά ο αριθμός δεν παίζει εδώ κανέναν ρόλο, η αλήθεια είναι συχνά με το μέρος τής μειοψηφίας). Με το παράδειγμα αυτό θέλω να δείξω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι όροι τού διλήμματος ήταν σαφείς για όλους. Κι αυτό γιατί τότε υπήρχε ένα γενικό πρωτόκολλο για τον εντοπισμό και την επεξεργασία των «σημείων» (η επαναστατική ανάλυση τού ιμπεριαλιστικού πολέμου· ακόμα και ένας κεντροαριστερός όπως ο Ζορές δήλωνε στις παραμονές τού πολέμου πως «ο ιμπεριαλισμός φέρνει τον πόλεμο όπως το σύννεφο την καταιγίδα»). Σήμερα, αντιθέτως, είναι ορατή η δυσκολία αναγνώρισης των σημείων, πράγμα που βεβαίως σχετίζεται με τον μεταβατικό χαρακτήρα τής εποχής μας. Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και το ευάλωτο τής σκέψης στη σύγχρονη διπλή προπαγάνδα εναντίον των αληθειών, που, όπως είδαμε, είτε αρνείται ότι υπάρχουν «σημεία» (μοτίβο τού τέλους των ιδεολογιών), είτε, εναλλακτικά, προτείνει προς επεξεργασία αποκλειστικά και μόνο «ψευδοσημεία».

*

Δεδομένης τής δυσκολίας ανασυγκρότησης μιας γενικής θεωρίας για την επεξεργασία των σημείων, πιστεύω ότι σήμερα χρειαζόμαστε μια «προσωρινή ηθική» — για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση τού Καρτέσιου — βάσει τής οποίας θα απαιτείται αποφασιστικότητα, ανυποχώρητη στάση και σταθερότητα μπροστά σε υπαρξιακές αποφάσεις που εξαιρούνται από το καθεστώς τής κοινής γνώμης. Η εν λόγω «ηθική» θα συμβάλει στην επίλυση διλημμάτων ή, σύμφωνα με τη δική μου ορολογία, στην «επεξεργασία σημείων», έστω και εν απουσία μιας γνωσιακής χαρτογράφησης τής ολότητας.

— Ας σημειώσω εν παρενθέσει ότι με το πέρασμα τού χρόνου ανακαλύπτω μια ολοένα και μεγαλύτερη συγγένεια με τον Καρτέσιο. Θα ήθελα μάλιστα εδώ να σταθώ σε ορισμένα από τα πολυάριθμα κοινά σημεία που μας ενώνουν: (α) η ανωνυμία τής εξωτερικότητας (την οποία ο Καρτέσιος αποδίδει με τον όρο «εκτατό»)· (β) η διατήρηση τής έννοιας τού «υποκειμένου»·[2] (γ) το άπειρο (έννοια που κατά τον Καρτέσιο χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη σαφήνεια σε σύγκριση με το «πεπερασμένο»)· (δ) η βούληση ως κεντρική κατηγορία τής φιλοσοφίας· (ε) η διάκριση μεταξύ ουσίας και αλήθειας (στο καρτεσιανό σύστημα τα σώματα και οι ιδέες είναι οι μόνες ουσίες ή υποστάσεις)· (στ) η ιδέα τής καθολικότητας (το ότι δηλαδή η αλήθεια είναι υπερπολιτισμική και υπεργλωσσική· σύμφωνα με τον Καρτέσιο, μπορεί κανείς αποδώσει αυτό που σκέφτεται σε οποιαδήποτε διάλεκτο, λόγου χάριν στα κάτω βρετονικά)· και τέλος (ζ) η ιδέα τής δημιουργίας των αιώνιων αληθειών (μια εξαιρετική επινόηση εκ μέρους τού Καρτέσιου: αν και αιώνιες, οι αλήθειες είναι δημιουργήματα· ο ίδιος βέβαια θεωρεί ότι δημιουργός τους είναι ο Θεός, ενώ εγώ τις θεωρώ ως μετασυμβαντικές δημιουργίες. Αφήνοντας τον Θεό κατά μέρος, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι αλήθειες διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως αιώνια δημιουργήματα, παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται στην πορεία τού χρόνου ως αποτέλεσμα μιας πράξης συμβαντικής δημιουργίας· οι αλήθειες είναι αιώνιες, επειδή έχουν δημιουργηθεί και όχι επειδή υπήρχαν ανέκαθεν (πβ. «Τι είναι ζωή;» (§§9-10)).

Στο τρίτο μέρος τού «Λόγου περί τής μεθόδου» ο Καρτέσιος παρουσιάζει, με τη μορφή τεσσάρων ηθικών κανόνων, την «προσωρινή του ηθική». Οι δύο εξ αυτών είναι προφανώς κανόνες κοινωνικής ευπρέπειας και πρέπει να εκληφθούν ως δείγμα σύνεσης εκ μέρους τού φιλοσόφου. Αναφέρομαι στον πρώτο και τρίτο κανόνα: «να υπακούω στους νόμους και τα έθιμα τού τόπου μου» και «να πασχίζω πάντα να νικώ τον εαυτό μου μάλλον παρά την τύχη, και να αλλάζω τις επιθυμίες μου μάλλον παρά την τάξη τού κόσμου» (ΙΙΙ§30 και §32 αντίστοιχα).[3] Ο Καρτέσιος ήταν ένας επιδέξιος τακτικιστής. Θα θυμάστε πόσο μελάνι έχει χυθεί για την περίφημη ομολογία του: «larvatus prodeo» («στο θέατρο τού κόσμου … προχωρώ μεταμφιεσμένος»). Πολλές φορές, όπως στη συγκεκριµένη περίπτωση, έχουμε την αίσθηση ότι προχωρά κάνοντας δύο βήματα μπροστά και ένα πίσω. … Όσον αφορά τον πρώτο κανόνα, ο Καρτέσιος προτίμησε να το παίξει τζάμπα μάγκας. Μετά από πολύ περίσκεψη, πήρε τη συνετή απόφαση να μετακομίσει στην Ολλανδία. Ο τρίτος κανόνας ταυτίζεται με τη στωϊκή αρχή τής μεσότητας, που μας υποδεικνύει ότι είναι προτιμότερο να αλλάξουμε την επιθυμία μας παρά την πορεία τού κόσμου· με άλλα λόγια, ότι είναι καλύτερα να παραιτηθούμε από την επιθυμία μας για κάτι πέραν των δυνατοτήτων μας … Ε, έτσι δεν κάνουμε όλοι; Εννιά φορές στις δέκα συμμορφωνόμαστε «με τους νόμους και τα έθιμα». Και πόσες φορές δεν έτυχε, μπροστά στα δύσκολα, να πάψουμε να επιθυμούμε το αδύνατο;

Ας δούμε, όμως, τους δύο άλλους δεοντικούς κανόνες που είναι πράγματι άξιοι θαυμασμού: «ο δεύτερος ηθικός κανόνας μου ήταν να είμαι όσο μπορούσα πιο σταθερός κι αποφασιστικός στις πράξεις μου και να ακολουθώ τις γνώμες τις πιο αμφίβολες, μια που τις υιοθετήσω, με όχι λιγότερη εμμονή απ’ όση θα έβαζα αν ήταν πολύ σίγουρες» (ΙΙΙ§31). Πρόκειται για έναν κανόνα αδιαλλαξίας, η ύπαρξη τού οποίου συνηγορεί υπέρ τής απαρέγκλιτης τήρησης τής πειθαρχίας των συνεπειών. Από τη στιγμή που αποφασίσω να πάρω θέση υπέρ μιας («αμφισβητούμενης») άποψης, υποχρεούμαι να εμμείνω αδιάλλακτα στη θέση μου, τουλάχιστον έως ότου υπάρξει κάποια τυπική διάψευση. Επομένως, σε θέματα ηθικής, εκείνο που μετράει είναι η πειθαρχημένη διαδικασία συναγωγής των συνεπειών και όχι η αρχική βεβαιότητα. Και τέλος «δεν θα είχα μπορέσει να περιορίσω τις επιθυμίες μου, ούτε και να είμαι ευχαριστημένος, αν δεν είχα ακολουθήσει ένα δρόμο χάρη στον οποίο, πιστεύοντας πως ήμουν εξασφαλισμένος για την απόκτηση όλων των γνώσεων που ήμουν ικανός ν’ αποκτήσω, πίστευα πως με το ίδιο μέσο ήμουν συνάμα σίγουρος για την απόκτηση όλων των αληθινών αγαθών που θα ήταν ποτέ στο χέρι μου, μια και — καθώς η θέληση μας δεν έχει την τάση ν’ ακολουθεί ή ν’ αποφεύγει κανένα πράμα, παρά μονάχα αναλόγως που η νόησή μας τής το παρουσιάζει σαν καλό η σαν κακό — φτάνει να κρίνει κανένας σωστά για να φερθεί και σωστά, και φτάνει να κρίνει όσο μπορεί καλύτερα για να φερθεί επίσης κι όσο μπορεί καλύτερα· δηλαδή ν’ αποκτήσει όλες τις αρετές και μαζί κι όλα τ’ άλλα αγαθά που μπορεί ν’ αποκτήσει. Κι όταν είναι κανένας βέβαιος πως αυτό είναι έτσι, δεν είναι δυνατόν να μην είναι ευχαριστημένος» (ΙΙΙ§33). Ο συγκεκριμένος κανόνας αναφέρεται αποκλειστικά στις ικανότητες τού «υποκειμένου». Το σκοπούμενο δεν είναι να παρασχεθούν κατευθυντήριες ενδείξεις για την σχέση εξωτερικότητας που πιθανώς υφίσταται μεταξύ των υποκειμενικών αυτών «εφέσεων» και τού περιβάλλοντος κόσμου, αλλά να αναδειχθεί η εμμενής σχέση αντιστοιχίας μεταξύ τής «υποκειμενικότητας» και τού πεδίου των δυνατοτήτων της. Εκείνο που υπαινίσσεται ο Καρτέσιος είναι πως αν είμαστε αποφασισμένοι να φτάσουμε μέχρι το τέλος, αν έχουμε πεποίθηση στις ικανότητες που απορρέουν από την ένταξη μας σε ένα «υποκειμενικό» σώμα, τότε θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε τις απαραίτητες «αρετές» και τα «αληθινά αγαθά» που επιθυμούμε· με άλλα λόγια, οφείλουμε ανά πάσα στιγμή να πορευόμαστε με γνώμονα την «υποκειμενική» εμπιστοσύνη και με συναίσθηση των ικανοτήτων τού «υποκειμένου». Καταλήγουμε λοιπόν στο ακόλουθο συμπέρασμα: ελλείψει ενός γενικού συστήματος, και έστω και αν υπάρχουν ελάχιστα μόνο «σημεία» για την πιστοποίηση τής αποτελεσματικότητας τού «υποκειμενικού» σώματος, θα είναι ωστόσο δυνατόν να υιοθετήσουμε μια «προσωρινή ηθική», υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την κρίσιμη στιγμή τής «υποκειμενικής» ενσωμάτωσης, πετύχουμε την αμοιβαία εξισορρόπηση των δύο αυτών δεοντικών κανόνων — τού κανόνα των συνεπειών και τού κανόνα τής πεποίθησης.


[1] [Μετάφρ. Ε.Π.Παπανούτσος, Εκδ. Δωδώνη, 1971]
[2] Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε φιλοσοφικά συστήματα που αναδεικνύουν ως πρωτογενή την έννοια τής βούλησης και σε εκείνα που δομούνται γύρω από την ιδέα τής επιθυμίας. Θεωρώ ότι η βούληση (ή η απόφαση) είναι η εμβληματική έννοια τού υποκειμένου. Η βούληση παραπέμπει σε μια ηρωική αντίληψη για το υποκείμενο (ας μην ξεχνάμε ότι ο Καρτέσιος ήταν σύγχρονος τού Κορνέιγ· πβ. «Τι είναι ζωή;» (§§13-14)) — πράγμα που δεν ισχύει αναγκαστικά για την επιθυμία. Η επιθυμία αποκτά τέτοιο χαρακτήρα μόνο όταν υποκαθίσταται από τη βούληση, όταν δηλαδή κανείς αποφασίζει να μην παραιτηθεί από την επιθυμία του (πβ. τον λακανικό κανόνα για την ηθική τής ψυχανάλυσης).
[3] [Μετάφρ. Χρ.Χρηστίδη, Εκδ. Παπαζήση, 1976.]

 

Ετικέτες: , ,

Σχολιάστε